Ὡς δ ' ἀφῃρέθησαν αἱ τράπεζαι καὶ ἔσπεισάν τε καὶ ἐπαιάνισαν , ἔρχεται αὐτοῖς ἐπὶ κῶμον Συρακόσιός τις ἄνθρωπος ,
καὶ γὰρ ἦν λάσιον τὸ χωρίον : ἐπεὶ δ ' ἐπαιάνισαν , τότε δὴ ἔγνωσαν , καὶ εὐθὺς ἀντιπαρήγγειλαν ἅπαντας
7760513 ταυροισιν
μεγίστῳ καὶ γενναιοτάτῳ σφῶν ἑπόμενοι , κατάπερ αἱ βόες τοῖσι ταύροισιν . Ἐπεὰν ὦν τῷ ἕρκεϊ πελάσωσι , τήν τε
μεγίστῳ καὶ γενναιοτάτῳ σφῶν ἑπόμενοι , κατάπερ αἱ βόες τοῖσι ταύροισιν . ἐπεὰν ὦν τῷ ἕρκει πελάσωσι , τήν τε
7695933 ἐπηχουν
' Ἑκάτη τῶν βασιλείων πρόδομος μελάθρων . τὸν δὲ χαλκὸν ἐπήχουν ἐν ταῖς ἐκλείψεσι τῆς σελήνης καὶ ἐπὶ τοῖς κατοιχομένοις
ἠκόντιζον τῶν ἐν ταῖς ἐπάλξεσι φαινομένων , καὶ τὰ τόξα ἐπήχουν θαμὰ τῶν βελῶν ἀναπεμπομένων σφενδόναι τε ἐφέροντο μετάρσιοι καὶ
7670997 σαγηναις
' ὁπότε φράσσωνται ἐπί σφισι πεπτηυίας ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ ῥηγμῖνας ἄγουσιν ἄγρην νόσφι
τὰ γῆς ἐποπτεύει . κυνηγέτας γὰρ ἄνδρας εἶδεν ἐξαίφνης ὁμοῦ σαγήναις καὶ σκύλαξιν εὐρίνοις , ἰδὼν δ ' ἔφευγε ,
7591065 προηγουντο
τριακόσιαι λόγχας καὶ σαρίσας καὶ τόξα καὶ ἀκόντια γέμουσαι : προηγοῦντο δὲ αὐτῶν ὡς ἐν πολέμῳ σαλπιγκταί . ἦσαν δὲ
δὲ δεκαδάρχους τῇ δεκάδι ἕκαστον κελεύειν παραγγέλλειν . ἐκ τούτου προηγοῦντο μὲν οἱ Ὑρκάνιοι , αὐτὸς δὲ τὸ μέσον ἔχων
7555751 σχολαιῳ
, ὥσπερ Ἑλλανοδίκαι τῷ πρεσβυτάτῳ , εἵποντο κοσμίῳ ἅμα καὶ σχολαίῳ βαδίσματι . ἐπεὶ δ ' ἐκάθισαν , ὡς ἔτυχε
διὰ δίφρου ἢ μακρᾶς καθέδρας χρηστέον αἰώρᾳ , εἶτα περιπάτῳ σχολαίῳ τε καὶ κούφῳ καὶ ὀλίγῳ πρὸς λόγον ἑκάστης ἡμέρας
7544910 καταπελταις
καὶ ὅταν Ἀθήνας πολιορκῇ , μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς
γὰρ αὐτοῖς οἱ ἀπὸ τῶν τειχῶν συναγωνιζόμενοι καὶ τοῖς ὀξυβελέσι καταπέλταις οὓς μὲν ἀπέκτεινον τῶν πολεμίων , οὓς δὲ κατετίτρωσκον
7517282 ὑπακουουσι
, ὡς ἂν ἐπήλυδες : βασιλεύονται δὲ ὑπὸ γυναικός , ὑπακούουσι δὲ τῶν ἐν Μερόῃ . τὰ δὲ κατωτέρω ἑκατέρωθεν
καὶ Ἴβηρες καὶ Κελτοὶ καὶ ἅπαντες οἱ λοιποὶ ὅσοι Ῥωμαίων ὑπακούουσι : τήν τε γὰρ Ἰβηρίαν οὐκ ἐπαύσαντο ὑπαγόμενοι τοῖς
7473244 φακελος
τῶν ὀστέων , καὶ σφακελίσαι τὸ κατασαπῆναι καὶ ἀπονεκρωθῆναι . φάκελος καὶ ἡ συλλογὴ τῶν ξύλων . διαφέρει δὲ σφάκελος
δὲ τέχνῃ . οἷον τέχνῃ μὲν ὑπάρχουσι συνεχῆ , οἷον φάκελος τῷ δεσμῷ καὶ τὰ ξύλα τῇ κόλλῃ , οἷον
7471235 αἰφνιδιοι
πολέμιος ὢν κατεῖχε , πλεῦσαι . καὶ προσβαλόντες τῇ Ἰάσῳ αἰφνίδιοι καὶ οὐ προσδεχομένων ἀλλ ' ἢ Ἀττικὰς τὰς ναῦς
, εἰ δ ' ἐν ἀποκλίματι , γίνονται ἀρρωστίαι καὶ αἰφνίδιοι θάνατοι , εἰ δὲ κινεῖται ἀπὸ δυσμῶν ἐπ '
7436845 περικεινται
ὀχυρωτάτην : ὄρειον γάρ ἐστι τὸ χωρίον , καὶ αὐτῷ περίκεινται λόφοι πάντοθεν ὀξεῖς οἷα πρίονες . ἐν μὲν δὴ
θανάτους οἰκετῶν , τετραπόδων , ἄλλας αὖ συμφοράς , αἳ περίκεινται αἱ μὲν τοῖς σώμασιν , αἱ δὲ ταῖς ψυχαῖς
7423080 λεπτοδομοις
ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί . πλὴν
, διὰ τοῦτο πόντιον εἶπεν . πίσυνοι ] θαρροῦντες . λεπτοδόμοις ] λεπτοῖς . πείσμασιν ] σχοινίοις . μηχαναῖς ]
7408209 βλαισοι
ὀστρακόδερμοι , ὀστοφυεῖς , πλατύνωτοι , ἀποστίλβοντες ἐν ὤμοις , βλαισοί , χειλοτένοντες , ἀπὸ στέρνων ἐσορῶντες , ὀκτάποδες ,
ὀστρακόδερμοι , ὀστοφυεῖς , πλατύνωτοι , ἀποστίλβοντες ἐν ὤμοις , βλαισοί , χειλοτένοντες , ἀπὸ στέρνων ἐσορῶντες , ὀκτάποδες ,
7394631 βαρβαρικῃ
καὶ Μαάρβαλ ὁμοῦ τοὺς περὶ σφᾶς ἐπῆγον ἀπλέτῳ κραυγῇ καὶ βαρβαρικῇ , νομίσαντες ἐκπλήξειν τοὺς ἐναντίους . οἳ δὲ καὶ
τοῖς λεχθεῖσι τόποις ταῖς ναυσὶ διασπαρέντες , βοῇ τε χρησάμενοι βαρβαρικῇ καὶ τραχείᾳ , ἐφώρμησαν τῷ τείχει , ταῖς κώπαις
7376137 φακελους
αὐτοβοεὶ καὶ τὸ πολεμησείοντες καὶ παγχάλεπον καὶ ἁμαρτάδα καὶ ὕλης φακέλους : τὰ δὲ ποιηταῖς μέλει , οἷον τὸ †
ἰσχυρῶς : καὶ ὕλην ταύταις ἐπεφόρουν παντοίαν λίθων καὶ ξύλων φακέλους τε χόρτων παντοδαπῶν καὶ κληματίδων καὶ καλάμων καὶ ἄλλων
7355578 ἀσπαιροντες
οἵ θ ' ἅρμασιν ἀμφεκέχυντο , οἳ μὲν ἔτ ' ἀσπαίροντες ὑπ ' ἔγχεσιν , οἳ δ ' ἐφύπερθε πίπτοντες
δυσκραέϊ : καυματώδει , καυστικῇ . Ἔκθορον : ἐξεπήδησαν . ἀσπαίροντες : πηδῶντες , ψυχοῤῥαγοῦντες , κινούμενοι , ταραττόμενοι .
7322884 κοντοις
αὐτοὺς ἐξαγκωνίζοντες ἐνεπίμπρασαν , ὕλῃ χρώμενοι πηδαλίοις , οἴαξι , κοντοῖς καὶ ταῖς ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων σανίσι . τοῖς δὲ
ἐκεῖ , ἐκεῖσε . ἰφθίμοις : ἰσχυροτάτοις . Δούρασι : κοντοῖς . καταΐγδην : συντόμως . Πέφνουσι : βάλλουσιν .
7319419 μαχαιραις
κάλους ὧν ἐξήρτηντο τὰ τὸ φῶς ἐν νυκτὶ παρέχοντα , μαχαίραις ἐξέκοπτον δεικνύντες , ὅτι δεῖ τὸν ἐν τῇ πόλει
διαθέσεσιν . ἐπὶ δὲ κεφαλῆς ἀφαιρεῖν πρῶτον τὰς τρίχας δεήσει μαχαίραις , εἶτα ξυρᾶν , εἶτα καὶ τῇ ἀναξυρήσει χρῆσθαι
7317037 ἐστεφανωθη
ὅτι εἰ μὴ ἔφυγεν ἐκ τῆς πατρίδος , οὐκ ἂν ἐστεφανώθη . ἄλλως : τί οὖν , φησιν , ὦ
συνάγει τὸ συμπόσιον , ἐπεὶ τὰ παιδικὰ αὐτοῦ Αὐτόλυκος παγκράτιον ἐστεφανώθη καὶ εὐθὺς οἱ κατακλιθέντες τῷ παιδὶ προσέχουσι τὸν νοῦν
7316990 ἐμπλασσεται
ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κατακολλᾶται τοῦ τε ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος .
: ἀπό τε κεφαλῆς ῥεῦμα καταῤῥέει , καὶ πάντ ' ἐμπλάσσεται , καὶ πολλὴν ὑγρασίην ἐπάγεται , καὶ τὰ ὑποφθάλμια
7316400 θερμολουσιαις
ἀπανθίζειν ἐπεχείρει τοὺς Φρύγας Ἀχιλλεύς . . , . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : , . . , .
: οἷον οὐδὲ τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ
7315268 δαιδαλεοι
χαῖται δ ' ᾐωρεῦντ ' ἀνέμῳ χρυσέοις ἐνὶ δεσμοῖς , δαιδάλεοι δὲ χλιδῶνες ἄρ ' ἀμφὶ βραχίοσιν ἦσαν , .
: χρύσειαι δὲ κόρυμβαι ἐπ ' αὐτῶν τέττιγες ὥς : δαιδάλεοι δὲ χλιδῶνες ἄρ ' ἀμφὶ βραχίοσιν . * *
7312488 ἐνεπιμπρασαν
καὶ πολλὰ καὶ γενναῖα ἔδρων τάς τε μηχανὰς αὐτοῦ συνεχῶς ἐνεπίμπρασαν , οὐχ ἧσσον αὐτοῖς τῶν γυναικῶν ἀνδριζομένων . ὀλιγώτεροι
σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ ' ἐνεπίμπρασαν , οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν σαλπικτὴν
7311919 ὀϊστοις
: Διὸς δ ' ἠλεύατο μῆνιν οὕνεκά τοι Κύκλωπας ἀμαιμακέτοισιν ὀϊστοῖς ἐν φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε
πολεμικῶν Αἰθίοπες τοῖς μὲν τόξοις μεγάλοις , βραχέσι δὲ τοῖς ὀϊστοῖς : ἐπὶ δὲ τῆς ἄκρας τοῦ καλάμου κερκίδος ἀντὶ
7299896 περικαθημενου
Λακεδαιμόνιοι πανδημεί , τὸν βασιλέα ἡγεῖσθαί σφισιν Ἀρέα ἐπιτάξαντες . περικαθημένου δὲ Ἀντιγόνου τὰς Ἀθήνας καὶ τῆς ἐσόδου τῆς ἐς
δὲ τοὺς μὲν ἐς Λάμψακον ἐσφυγόντας , ἔτι τοῦ Λουκούλλου περικαθημένου , ναῦς ἐπιπέμψας ἐξεκόμισε σὺν αὐτοῖς Λαμψακηνοῖς : μυρίους
7298688 φολισι
ὧν ὀκτωκαιδεκαπήχεις δοκοὶ κατηρτίζοντο : ἀντὶ δὲ τῶν κεράμων ταῖς φολίσι τῶν ζῴων τὰς στέγας κατεκάλυπτον . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος
Τοῦτον δὲ αὐτὸν καὶ κατάστικτον εἶναί φασιν ὥσπερ τὸν λέοντα φολίσι πυρσαῖς , ἢ καὶ ποικίλαις ἀναμεμιγμένας ἐχούσαις καὶ λευκὰς
7297690 φωλεαις
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον
7295921 Ἐνυαλιῳ
δὲ ἄγων τὸ δεξιὸν κέρας ὑπὸ σαλπίγγων τε καὶ τῷ Ἐνυαλίῳ ἀλαλάζοντας ἐμβαίνει ἐς τὸν πόρον , λοξὴν ἀεὶ παρατείνων
“ θεοῖς ἐναλίγκια μήδεα ἔχοντα ” καὶ : “ ἶσος Ἐνυαλίῳ ” : καὶ τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον
7295065 Ὀρθος
καὶ κεφαλὴν κόρης , τὰ δὲ κάτω ὄφις ὡς καὶ Ὄρθος ὁ Γηρυόνου κύων ἐν Ἐρυθείᾳ δύο κυνῶν κεφαλὰς ἔχων
φοινικᾶς βόας , ὧν ἦν βουκόλος Εὐρυτίων , φύλαξ δὲ Ὄρθος ὁ κύων δικέφαλος ἐξ Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος .
7290743 ἠχουσιν
φωνὴ αὐτῶν ἐξακούεται , ὥσπερ καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴν λίμνην ἠχοῦσιν . ἐπεὶ οὖν διαλελοίπασι καὶ χορὸς ἐγεγόνει , διὰ
, πλησσομένου τούτου διὰ τῆς κρούσεως τοῦ πλήκτρου . ἡδέως ἠχοῦσιν . ᾠδαῖς . . Εἰ δ ' ἀληθῶς ,
7285717 γερανοις
φησίν , ὁμογενέσι ζώιοις συναγελάζεται ὡς περιστεραὶ περιστεραῖς καὶ γέρανοι γεράνοις καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀλόγων ὡσαύτως . ὣς δὲ
τοῦ στόματος : πρὸς δὲ τοὺς τρισπιθάμους πόλεμον εἶναι ταῖς γεράνοις καὶ τοῖς πέρδιξιν , οὓς χηνομεγέθεις εἶναι : τούτους
7284824 σειστρον
τὰ ? ? ἔντιμα ? ? ? ? μέλη ; σεῖστρον καλεῖ ς ' ὑφ ' ἄρρητα ? ? Λήθης
ὄνομα ῥώμη , ὡς γνώσω γνώμη . . , : σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . .
7283087 ἱπποτοξοται
δὴ τοῦ πρῶτος τῶν ἱππέων ἐλαύνειν : καὶ γὰρ οἱ ἱπποτοξόται τούτου γε ἀξιοῦνται : προελαύνουσι γοῦν καὶ τῶν ἱππάρχων
δὴ δορατίοις ἀκροβολιζόμενοι Ταραντῖνοι ὀνομάζονται , οἱ δ ' ἕτεροι ἱπποτοξόται . καὶ αὐτῶν δὲ τῶν Ταραντίνων οἳ μὲν αὐτὸ
7281276 περδιξι
' ἀνηλεῶς ἔφη πρὸς ταύτην τάδε : Σὺ δὴ ταῖς πέρδιξι προσαγγεῖλαι θέλεις εἰς χεῖρας ἐμάς τινα μὴ πλησιάσαι .
ἄρα ζῷον ἦν καὶ ὁ χηναλώπηξ , καὶ ταὐτὰ τοῖς πέρδιξι δρᾷ . καὶ γὰρ οὗτος πρὸ τῶν νεοττῶν ἑαυτὸν
7279568 ἠμφιεσμενοι
οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί , πορφυρᾶς χλανίδας ἢ φοινικίδας ἠμφιεσμένοι . τούτοις ἐπηκολούθουν λαμπάδας φέροντες κισσίνας διαχρύσους . μεθ
αἱ δὲ πλευραὶ τῶν στοῶν αἱ μέν εἰσι τοῖχοι πλάκας ἠμφιεσμένοι τῇ μὲν τέχνῃ μιᾷ συνεχομένας ἁρμονίᾳ , τῇ δὲ
7269753 θυρωμασι
θαυμασίως : ταῖς τε κατασκευαῖς καὶ ταῖς ὀροφαῖς , καὶ θυρώμασι δὲ πάντα ἦν ταῦτα πεπονημένα . κατὰ δὲ τὴν
τὸ πλέον , δοκοῖς μὲν ταῖς πλευραῖς καὶ ὑπερείσμασι , θυρώμασι δὲ ταῖς σιαγόσιν : οἱ σπόνδυλοι δ ' αὐτοῖς
7262196 πλεκτας
χὠ μέν τις ἐς θάλασσαν ὡρμήθη ποσίν , ἄλλος δὲ πλεκτὰς ἐξανῆπτεν ἀγκύλας . κἀγὼ μὲν εὐθὺς πρὸς σὲ δεῦρ
οἳ πλεκτὰς στέγας ] οἵτινες οἱ Σκύθαι ναίουσι καὶ κατοικοῦσι πλεκτὰς στέγας , πεδάρσιοι δηλονότι , καὶ ἀπὸ τῆς γῆς
7260981 ἀκρατεες
ἄφωνον καθιστᾶσι καὶ ἄφρονα τὸν ἄνθρωπον . Αἱ δὲ χεῖρες ἀκρατέες γίνονται καὶ σπῶνται , τοῦ αἵματος ἀτρεμίσαντος καὶ μὴ
ἄνω μέρεϊ μᾶλλον τὸ λόρδωμα γένηται , παντὸς τοῦ σώματος ἀκρατέες καὶ κατανεναρκωμένοι γίνονται . Μηχανὴν δὲ οὐκ ἔχω οὐδεμίην
7257847 σχοινοις
ἄκρα ἑλισσέσθω σχοίνοις κανναβίνοις καὶ ἀνασφηνούσθω τὰ ξύλα ὑπὸ τοῖς σχοίνοις σφησὶ λελειωμένοις , ἵνα μὴ κόπτῃ τὰ σχοινία ἡ
λόγοι . δονάκεσσι : καλάμοις . λίνοισι : δικτύοις καὶ σχοίνοις . κάρτος : τὴν ἰσχὺν , ἰωνικῶς . Οὐ
7256167 φορβαδες
θέειν ὀξύτεροι καὶ πρὸς καμάτου διάρκειαν εὐτονώτεροι , καὶ ὅτι φορβάδες ὀργῶσαι τῷ τῶν ἀρρένων ἔρωτι χρεμετισμὸν ἀφιᾶσι φιλοτήσιον καὶ
κῆρα κνωπόμορφον ; οἱ δὲ δύσμοροι στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσι φορβάδες γίγαρτα χιλῷ συμμεμιγμένα τρυγὸς καὶ στέμφυλα βρύξουσιν . ἀλλά
7245549 πελασαντες
δὲ ἐπὶ τοῦ φρουρίου τῇ καταλήψει ὀλίγαις ἡμέραις ὕστερον Ζαριάσποις πελάσαντες τῇ μὲν πόλει προσβαλεῖν ἀπέγνωσαν , λείαν δὲ πολλὴν
. μάχονται δὲ ἀπὸ ἵππων , σειρὰς ἱμάντων ἑλίσσοντες : πελάσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφιᾶσι τοὺς ἀπὸ τῶν ἱμάντων βρόχους
7244918 κληιδες
θύρας ῥητέον , μοχλοὶ καὶ ὀχλεῖς καὶ κλεῖδες εἰσὶν καὶ κληῖδες , καὶ βάλανοι καὶ βαλανάγραι , καὶ κλεῖθρα καὶ
θνητῶν πολυμόχθων : ἐν σοὶ γὰρ λύπης τε χαρᾶς † κληῖδες ὀχοῦνται . τοιγάρ τοι , μάκαρ , ἁγνέ ,
7243597 πλοκαμισι
τοι παραπλέκονται ἐξ αὐτῶν καὶ κοσμοῦνται μάλα ὡραίως , ταῖς πλοκαμῖσι ταῖς συμφύτοις καὶ ταύτας ὑποδέουσαι . προήκει δὲ καὶ
πρηνὴς ἐν ψαμάθοισιν ὑπ ' ὀστράκῳ εἰλυθεῖσα . κείναις δὲ πλοκαμῖσι καὶ ἡνίκα κύματα θύει χείματι πετράων ἀντίσχεται , ἠΰτε
7242348 πωλῳ
τῶν ἐκ Φιττέως . ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ . ἐπισμῇ ἰποῦμεν παροψωνεῖν σκάλωψ φέροικος φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ
“ εἶπεν εἰς φιλοδικαστήν . πωλίῳ ] ⌈ ἀντὶ τοῦ πώλῳ ὑποκοριστικῶς . κλητῆρες δὲ οἱ καλοῦντες εἰς τὸ .
7225109 θυρσοις
ἀπὸ τῆς γῆς , ὄφεις τε οἱ μὲν ἐμπλέκονται τοῖς θύρσοις , οἱ δ ' ὑπὸ τοῦ οἴνου παρεῖνται ζώννυσθαι
: μετὰ δὲ ταῦτα στρατόπεδον ἐκ τῶν γυναικῶν συναγαγόντα καὶ θύρσοις καθοπλίσαντα στρατείαν ἐπὶ πᾶσαν ποιήσασθαι τὴν οἰκουμένην . καταδεῖξαι
7220368 καμηλοις
ἕως ἐπαύσατο πίνων : | καὶ εἶπε : καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι , ἕως ἂν πᾶσαι πίωσι . καὶ
φιλόδωρον , ὅτε αὐτὸν πληροῖ ποτίσασα , ὑπισχνεῖται καὶ ταῖς καμήλοις ὑδρεύσεσθαι , ἃς συμβολικῶς μνήμας εἶναί φαμεν : μηρυκᾶται
7220335 Βακτριοι
καὶ οἵ γε ἄρρενες καὶ πολεμικοί , ἐκτέμνουσιν αὐτοὺς οἱ Βάκτριοι , τὴν ὕβριν καὶ τὸ ἀκολασταίνειν ἀφαιροῦντες , τὴν
λέγει Ἀριστόβουλος . τὸ μὲν εὐώνυμον αὐτῷ κέρας οἵ τε Βάκτριοι ἱππεῖς εἶχον καὶ ξὺν τούτοις Δάαι καὶ Ἀραχωτοί :
7218544 ηβ
γίνεται ὁ ʂ ηβ / . ἔσται ὁ μὲν ἐλάσσων ηβ / , ὁ δὲ μείζων ηι / , καὶ
ἄρα β ἴσαι ʂ η , καὶ γίνεται ὁ ʂ ηβ / πλασιαζόμενος ἀριθμὸς Μο λβ . Ἐὰν δὲ θελήσωμεν
7217398 ἐπησαν
μιῆς δὲ καὶ τεσσεράκοντα ἔτι τῶν ἐπιλοίπων γενέων , αἳ ἐπῆσαν τῇσι τριηκοσίῃσι , ἐστὶ τεσσεράκοντα καὶ τριηκόσια καὶ χίλια
κατὰ ταύτας τὰς ἐσβολάς , καὶ τό γε παλαιὸν πύλαι ἐπῆσαν . Ἔδειμαν δὲ Φωκέες τὸ τεῖχος δείσαντες , ἐπεὶ
7216490 ληιου
παρέφρασεν : ἰάνθη δ ' ὡσεί τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληίου ἀλδήσκοντος . τὸ μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται
ἀσταχύων ὑπερέχοντα , κολούων δὲ ἔρριπτε , ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτῳ .
7215974 Ἐνεργειαν
; πάρεστιν Αἰσχίνης , ὥσπερ τὰ ῥήγματα καὶ τὰ χάσματα Ἐνέργειαν ἅμα καὶ κάλλος τὸ σχῆμα ἐργάζεται . Ἐπιμονὴ δέ
, οὔτε Ἀλεξάνδρου φίλον εἴποιμ ' ἂν ἐγώ σε . Ἐνέργειαν τὸ σχῆμα ἐργάζεται . Τὴν μέντοι ἐπανάληψιν παλιλλογίαν Καικίλιος
7213818 ἁρμαμαξων
' ἐτρυχόμεσθα τῶν Καϋστρίων πεδίων ὁδοιπλανοῦντες ἐσκηνημένοι , ἐφ ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι , ἀπολλύμενοι . Σφόδρα γὰρ ἐσῳζόμην ἐγὼ
οὐκ ἐφ ' ἁμαξῶν περιῄεσαν , ἀλλ ' ἐφ ' ἁρμαμαξῶν : νομάδες τινὲς βασιλεῖς καὶ πλάνητες διὰ τὴν ἀπιστίαν
7211419 ἰσοτιμους
ἰσημερίαν καλεῖπροστάξας ἑπτὰ ἡμέρας ἑορτὴν ἄγειν τὴν ἐπικαλουμένην τῶν ἀζύμων ἰσοτίμους ἀπέφηνε πάσας ἐν ταῖς ἱερουργίαις : δέκα γὰρ ὅσα
' , εἰ μὴ καὶ τοὺς ἀκολούθους καὶ θεράποντας αὐτῶν ἰσοτίμους ἡμῖν ἀποφανοῦσιν , οὐδὲν μέγα οὐδὲ νεανικὸν οἴονται εἰργάσθαι
7209191 ἀσυντακτοις
πάντες . οἱ Λάκωνες ἄφνω προσπεσόντες ὡπλισμένοι γυμνοῖς , συντεταγμένοι ἀσυντάκτοις ἐνίκησαν : αἱροῦσιν αἰχμαλώτους καὶ τὰς τριήρεις ἁπάσας ,
ἐκ τοῦ δρυμοῦ μέγα ἀλαλάξαντες ἵενται ἐπ ' αὐτούς . ἀσυντάκτοις δ ' ἀνθρώποις καὶ τεταραγμένοις καὶ ὑπὸ τοῦ δρόμου
7208832 ἐμπνευσε
τῷ τοῦ πνεύματος ὀνόματι κέχρηται ἐπ ' αὐτῆς ὣς εἰπὼν ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν καὶ θυμὸν ἀποπνείων καὶ ἡ
λειανέω , τρέψω δ ' ἥρωας Ἀχαιούς . Ὣς εἰπὼν ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν . ὡς δ ' ὅτε
7208219 κυνουχος
ὅτῳ ἔσονται αἱ ἄρκυς καὶ τὰ ἐνόδια καὶ τὰ δίκτυα κυνοῦχος μόσχειος , καὶ τὰ δρέπανα , ἵνα ᾖ τῆς
. καὶ κυνίζειν καὶ κυνισμὸς καὶ κυνικὸς καὶ κυνώδης καὶ κυνοῦχος , καὶ κυνήποδες ἵππων . χρῶμα δὲ κυνῶν οὔτε
7207250 προρριζα
? ἄνανδροι ? ? | , ὥσπερ τὰ μεγάλα δένδρα πρόρριζα ἀνατρέπονται | . Τὸν μὲν δὴ εὐθυμεῖσθαι ἐθέλοντα |
. θ ' ] καὶ . ἱδρύματα ] κατοικίαι . πρόρριζα ] † ἤγουν ἐκ βάθρων . φύρδην ] ὁμοῦ
7202842 φοινικοις
τε καὶ ὀθονίοις πολυτελέσιν , ὑπὸ δὲ ταῦτα πορφυροῖς καὶ φοινικοῖς χρυσουφέσιν . τοῦ δὲ μένειν τὴν σκηνὴν ὑπέκειντο κίονες
μέλασιν καὶ ποικίλοις . χρῶνταί γε μὴν οἱ ἁλιεῖς καὶ φοινικοῖς ἐρίοις καὶ ἁλουργέσι καὶ φελλοῖς καὶ ξύλοις : καὶ
7202791 ἐμπλακεις
τ ' ἐνήλατα , αὐτὸς δ ' ὁ τλήμων ἡνίαισιν ἐμπλακεὶς δεσμὸν δυσεξέλικτον ἕλκεται δεθείς , σποδούμενος μὲν πρὸς πέτραις
ἐπεὶ δὲ δὴ σύνδενδρον ἦλθεν εἰς ὕλην , κέρατα θάμνοις ἐμπλακεὶς ἐθηρεύθη . “ τί ταῦτ ' ; ” ἔφη
7200321 ἐνθουσιωντες
πρὸς τὸν θεὸν βλέπειν , καὶ ἐφαπτόμενοι αὐτοῦ τῇ μνήμῃ ἐνθουσιῶντες ἐξ ἐκείνου λαμβάνουσι τὰ ἔθη καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ,
ἔμελλον ἱεροφαντήσεινκοσμοποιία γὰρ ἡ τῶν νόμων ἐστὶν ἀρχή , καθάπερ ἐνθουσιῶντες προεφήτευον οὐκ ἄλλα ἄλλοι , τὰ δ ' αὐτὰ
7196351 προσιστανται
πρὸς τοὺς παρακαθημένους ἀρτίως ἔλεγον , θαυμάζω , εἰ μὴ προσίστανται ἤδη ὑμῖν αἱ τοιαῦται εἰσαγγελίαι . τὸ μὲν γὰρ
ἐμποδίου τίθησι τὴν λέξιν . προσίστανται ] πλησίον ἵστανται . προσίστανται ] + πρὸς ταῖς πύλαις ἵστανται , ἤγουν ἐν
7181734 κρανεα
Ἀσσύριοι δὲ στρατευόμενοι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον χάλκεά τε κράνεα καὶ πεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον : ἀσπίδας
ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο : καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς
7180552 ἀμφιγυοισιν
δ ' ἀντίοι υἷες Ἀχαιῶν νύσσοντες ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη .
εἶχον . ” ἄμφηκες τὸ ἐξ ἑκατέρου μέρους ἠκονημένον . ἀμφιγύοισιν τοῖς ἐξ ἑκατέρου μέρους γυῶσαι δυναμένοις , οἷον βλάψαι
7174296 ἐκπληξας
μάχῃ καὶ ταύτῃ δίχα πόνου , τῇ πρώτῃ τοὺς πολεμίους ἐκπλήξας ἐφόδῳ , καὶ τὸ λοιπὸν ἐδῄου τὴν γῆν αὐτῶν
ἐς τὸ στενωπὸν ἐνεβίβασεν . δι ' ὧν τοὺς παραφυλάττοντας ἐκπλήξας εἰς φυγὴν ἔτρεψεν , αὐτὸς δὲ ἀσφαλῶς ἀνεχώρησεν .
7174292 ἐπανηχθη
παρέπλεον , ὁ δὲ Χάρης ὡς ἀναρπασόμενος τὰς τέσσαρας ναῦς ἐπανήχθη ταῖς εἴκοσιν . αἱ δὲ τέσσαρες ἐλαφραὶ καὶ ἀρίστους
, τὰ δὲ ἐξ ἱερῶν , ὁπόσα ὑπ ' αὐτοῦ ἐπανήχθη παραλελυμένα τοὺς θεσμοὺς ἤδη , τὰ δὲ ἐξ ὧν
7172967 ἀπορρηξαντες
ἀγῶνος συντετελεσμένου ἠγγέλλοντο οἱ ἐν τῷ χώρῳ τῶν ἀσεβῶν κολαζόμενοι ἀπορρήξαντες τὰ δεσμὰ καὶ τῆς φρουρᾶς ἐπικρατήσαντες ἐλαύνειν ἐπὶ τὴν
μάλ ' ἠέρθησαν , ἀμείλιχα φυσιόωντες , δεσμά τ ' ἀπορρήξαντες ἴτην μεγάλα χρεμέθοντες , οἷα θεοὺς μάκαρας μαρτυρόμενοι κακότητος
7172900 πωλυποι
, τευθίδα : Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ : πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
τε καὶ κίχλαι , λαγοὶ δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
7164434 σκομβροι
θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . σκόμβροι , κοχλίαι , κορακῖνοι ἅλα δᾷδας ἐπιθυμήματα ἡμίπλεκτοι μετάκερας
ὅτι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι ψῆτται καὶ σκόμβροι πολλοί . βατίς . βάτραχος . βάτος βατίδος καὶ
7162657 ἱμασεν
ἐς πατρίδα γαῖαν . ] ” ὣς ἄρα φωνήσας ' ἵμασεν μάστιγι φαεινῇ ἡμιόνους : αἱ δ ' ὦκα λίπον
, βοὴ δ ' ἄσβεστος ὄρωρεν . Ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους μάστιγι λιγυρῇ : τοὶ δὲ πληγῆς ἀΐοντες
7154434 ἐστεφον
Ἀργείων οὗ γαμβρὸς ὁ Πολυνείκης . ἔστεφον ] ἐπλήρουν . ἔστεφον ] ἐζωγράφουν . ἔστεφον ] ἐτίθουν . ἔστεφον ]
λάβρον ἐφέλκετο πένθος ἄλαστον . ἄνθεα δὲ δροσόεντος ἀμησάμενοι ποταμοῖο ἔστεφον αὐχενίους πλοκάμους σφετέροιο φονῆος . γαῖα δὲ χαλκείοισιν ἐρεικομένη
7154067 ἱππαγωγοι
μέν εἰσι ταχεῖαι , αἱ δὲ στρατιώτιδες , αἱ δὲ ἱππαγωγοί , αἱ δὲ στοργγύλαι . τῶν δὲ ταχέων αἱ
ἱπποτοξόται , δορατοφόροι , κοντοφόροι , ὑπασπισταί , σκευοφόροι , ἱππαγωγοί , ἅμιπποι . δύο δ ' οὗτοι εἶχον ἵππους
7152572 ἀνατετραμμενα
κέλης κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ
εἰπεῖν “ σώματα ” “ ἅρματα ” εἶπεν . Γ ἀνατετραμμένα : ἀντὶ τοῦ “ περικείμενα ἀλλήλοις τὰ σώματα ”
7151921 ἐσκιρτων
, ἦχος ὀρνίθων μουσικῶν , σκιρτήματα ποιμνίων ἀρτιγεννήτων : ἄρνες ἐσκίρτων ἐν τοῖς ὄρεσιν , ἐβόμβουν ἐν τοῖς λειμῶσιν αἱ
μέσοις ὄντες τοῖς συμποσίοις , ἀπεσείσαντο μὲν τοὺς ἀναβάτας , ἐσκίρτων δὲ καὶ ἐχόρευον καὶ τῇ τε ἄλλῃ τὴν τάξιν
7147100 ἑκηβολοις
, ὅτιπερ ἄνευ θώρακος καὶ ἀσπίδος καὶ κνημῖδος καὶ κράνους ἑκηβόλοις τοῖς ὅπλοις διαχρώμενον , τοξεύμασιν ἢ ἀκοντίοις ἢ σφενδόναις
ἔκγονος , ἐπίσημ ' ἔχων οἰκεῖον ἐν μέσωι σάκει , ἑκηβόλοις τόξοισιν Ἀταλάντην κάπρον χειρουμένην Αἰτωλόν . ἐς δὲ Προιτίδας
7145341 βοροι
γυμνοῦ τὸν βίον , ἄμφω ταῦτα μελετᾶτε , κακολόγοι καὶ βοροὶ πρός τε τούτοις ἄνοικοι καὶ ἀνέστιοι βιοῦντες . :
, ἀλλὰ ἀναχέηται ξὺν τῷ αἵματι ἐϲ τὸ πᾶν . βοροὶ μέν , ἰϲχνοὶ δέ : ὕπνοϲ γὰρ αὐτέοιϲι οὔτε
7144217 ναρκωσι
γαστρὸς ἀρχόμενα ἄχρι ποδῶν , καὶ τὰ θέναρα τῶν ποδῶν ναρκῶσι , καὶ ἐπιβαίνειν οὐ δύνανται . Τὰς τοιαύτας χαλεπὸν
ταῖς καλιαῖς : αἱ δὲ νυκτερίδες ὅταν αὐτοῖς γειτνιάσωσι , ναρκῶσι καὶ γίνονται λυπεῖν ἀδύνατοι . δῶρον δὲ ἄρα ἡ
7142656 λυγοις
σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς ; τὸ ἴχνος ἐμπλέξας τοῖς λύγοις . λύγους δὲ νῦν εἶπε τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα
τυφλοῖ . ὕστερον δὲ αὐτοὶ σώζονται δε - θέντες ἐν λύγοις ὑπὸ ταῖς κοιλίαις τῶν προβάτων . * μονογλήνου τοῦ
7141849 χαραδραις
σέλας πέμπουσιν ὀπωπαῖς ὀξύτατον : καί πού τιν ' ὑποπτήσσοντα χαράδραις καί τιν ' ὑπὸ ψαμάθοις εἰλυμένον ἔδρακον ἰχθύν .
κλειτῆς πολυαρκέος ἄγρης , ἄρμενα καὶ θήρεσσι καὶ ἔθνεσιν ἠδὲ χαράδραις , μυρία : τίς κεν ἅπαντα μιῇ φρενὶ χωρήσειεν
7141310 κεκοσμημεναι
αἱ μὲν οὖν τριήρεις παρ ' ὅλον τὸν λιμένα παρώρμουν κεκοσμημέναι τοῖς ἐπὶ ταῖς πρῴραις ἐπισήμασι καὶ τῇ λαμπρότητι τῶν
βαρβαρικάς , ἐφ ' ὧν ἐκάθηντο γυναῖκες Ἰνδαὶ καὶ ἕτεραι κεκοσμημέναι ὡς αἰχμάλωτοι . κάμηλοι δ ' αἳ μὲν ἔφερον
7139762 στρωμναις
μεστῆς καὶ ἐπιπόνου : ⌈ οἱ γὰρ φροντίζοντες δυσχεραίνουσιν ἐν στρωμναῖς κείμενοι . φειδωλοῦ ] ἐστενωμένης . τρυσιβίου ] κεκολασμένης
εὐνὰς τῶν λέκτρων τὰς ἁβροχίτωνας , τουτέστι τὸ καθεύδειν ἐν στρωμναῖς κεκοσμημέναις ἁβρῶς , ὅπερ ἐστὶ τέρψις καὶ χλιδὴ τῆς
7138972 ἐπεσσευοντο
δ ' ἐπανέστησαν πείθοντό τε ποιμένι λαῶν σκηπτοῦχοι βασιλῆες : ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί . ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων πέτρης
ἵκετο ἔθνος ἑταίρων . Τρῶες δὲ λείουσιν ἐοικότες ὠμοφάγοισι νηυσὶν ἐπεσσεύοντο , Διὸς δ ' ἐτέλειον ἐφετμάς , ὅ σφισιν
7138200 φωνουντες
. Ἐφέσια γράμματα : ἐπῳδαί τινες ἦσαν , ἅσπερ οἱ φωνοῦντες ἐνίκων ἐν παντί . Ταὐτὸ τῇ , Δαφνίνην φορῶ
. Ἐφέσια γράμματα : ἐπωδαί τινες ἦσαν , ἅπερ οἱ φωνοῦντες ἐνίκων ἐν παντί . ταυτὸν τῇ , Δαφνίνην φορῶ
7136254 θαλλουσιν
χλιαρῷ ἀνέμῳ οἱ καρποὶ χαίροντες πυκνοὶ καὶ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι θάλλουσιν . Διανοούμενος δὲ σκέπτου καὶ τὸν ὑπόλοιπον πόρον τῆς
χλιαρῷ ἀνέμῳ οἱ καρποὶ χαίροντες πυκνοὶ καὶ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι θάλλουσιν . διανοούμενος δὲ σκέπτου καὶ ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν τὸν
7134750 Σιληνοι
τούτους ἐπορεύοντο ὄνων ἶλαι πέντε , ἐφ ' ὧν ἦσαν Σιληνοὶ καὶ Σάτυροι ἐστεφανωμένοι . τῶν δὲ ὄνων οἳ μὲν
οἳ δὲ μίλτῳ καὶ χρώμασιν ἑτέροις . μεθ ' οὓς Σιληνοὶ δύο ἐν πορφυραῖς χλανίσι καὶ κρηπῖσι λευκαῖς . εἶχε
7134216 χθαμαλαι
λοετρῶν ἀέναοι ταμίαι : παρὰ δὲ χλοάουσι ῥέεθροις ποῖαί τε χθαμαλαί , μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι εὔδιον ἐκ καμάτοιο ,
ηὐδάξαντο : εἶπον , ὠνόμασαν . Ἄλλαι : πέτραι . χθαμαλαί : βαθεῖαι . χαμηλαί : κοῖλαι , ταπειναί .
7129646 ἡμιθνητες
τῶν ἄλλων . . κύρισσον ] προσέκρουον : πεσόντες γὰρ ἡμιθνῆτες ποσί τε καὶ κεφαλῇ ἐστροβοῦντο . εἴρηται δὲ τὸ
μένοντες , οἱ δὲ ἐκθέοντες ἐγκαταλαμβανόμενοι , οἱ δὲ ἀπολειφθέντες ἡμιθνῆτες , οὐκ ἔχοντες ἐξαναδῦναι οὐδὲ αὑτοὺς ῥύσασθαι , κακῶν
7122059 προῃσαν
χαλεπώτερον εἶναι τοῦ μάχεσθαι τὸ μὴ ἔχειν τἀπιτήδεια . καὶ προῇσαν μὲν οἱ Φλειάσιοι μετὰ Χάρητος : ἐπεὶ δὲ ἐνέτυχον
τῶν ἀντιπάλων . ὡς δὲ κατέβησαν ἐπὶ θάλατταν , ταύτῃ προῇσαν διὰ τοῦ πεδίου , τέμνοντες καὶ κάοντες τὴν χώραν
7119696 περιεβαλλον
ἄγειν παρήγγελλον : τοὺς δ ' ἀπειθοῦντας ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις περιέβαλλον . εἰ δέ τις τῶν ἐκ τῆς ἑταιρίας αὐτῶν
, τῆς ἁρμονίας τῇ ᾠδῇ . καὶ γὰρ μετατραπέντες ἀλλήλους περιέβαλλον , ἠσπάζοντο δακρύοις . [ . . , .
7119009 πωγωνες
παρακλήσεώς τι παρέχειν βουλόμενος . κάλλαια μὲν οἱ τῶν ἀλεκτρυόνων πώγωνες : κάλλη δὲ τὰ ἄνθη τῶν βαμμάτων . κόρδαξ
ἐν ταῖς Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνους . καὶ πωγωνίας δέ , καὶ πώγωνες αἱ ἀκίδες παρὰ τοῖς ποιηταῖς , καὶ παρ '
7110802 στιλβοντες
οἱ γινόμενοι περὶ τὴν Βαβυλωνίαν , οὕτω δὲ τοῖς τριχώμασι στίλβοντες ὥστε ἀπὸ τῶν αὐχένων ξανθότητα ἀπολάμπειν χρυσῷ παραπλησίαν .
γὰρ ὤθουν , φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας : ἄδην δ ' ἐλαίου στέρνα
7108021 πεπονηατο
' ὅρκῳ , καὶ ἀλαλκέμεναι μενέαινον : αἶψα δὲ κουρότεροι πεπονήατο δαῖτα γέροντι , λοίσθιον Ἁρπυίῃσιν ἑλώριον : ἐγγύθι δ
παρὰ τῷ ποιητῇ δεξιτερὴν ἕλε χεῖρα ἀντὶ τοῦ δεξιάν . πεπονήατο : πρὸς τὴν τῶν νέων σπουδὴν καὶ ταχύτητα τὸ
7106138 ἠγειραν
ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ ' εἴποι , ὅσσοι δὴ μετόπισθε μάχην ἤγειραν Ἀχαιῶν ; Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες : ἦρχε δ
ἄριστοι ἵππων τ ' ὠκυπόδων ἐπιβήτορες , οἵ κε τάχιστα ἤγειραν μέγα νεῖκος ἀπαιδεύτοισι θεαταῖς νηπιάχοις , ξυνὸν δὲ κακὸν
7105278 κεφαλῃσιν
, ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Ϛʹ τῆς Καθόλου . ἀνθέμενοι κεφαλῇσιν ἀερσιλόφους : ὧν οἱ λόφοι ἐπηρμένοι εἰσὶ καὶ μετέωροι
, γλώσσῃσι δνοφερῇσι λελιχμότες : ἐν δέ οἱ ὄσσε θεσπεσίῃς κεφαλῇσιν ὑπ ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσεν : [ πασέων δ
7104110 περιπλεκομενοι
ἤδη αὐτοῖς κλάδοι ἐπεφύκεσαν οἱ δάκτυλοι , καὶ ταῖς ἕλιξι περιπλεκόμενοι ὅσον οὐδέπω καὶ αὐτοὶ καρποφορήσειν ἔμελλον . καταλιπόντες δὲ
τε καὶ γαμεταὶ γυναῖκες , ὑπήντων ἐξιοῦσιν αὐτοῖς μετὰ δακρύων περιπλεκόμενοι καὶ καταφιλοῦντες καὶ ταῖς ἡδίσταις ἕκαστον ἀνακαλούμενοι προσηγορίαις .
7100904 ζωικων
καὶ τούτων μέμνηται Ἀριστοτέλης ὡς μικρῶν ἰχθυδίων ἐν τῷ περὶ ζωικῶν . Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων τῶν ἐγκρασιχόλων
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων : ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ περὶ ζωικῶν τρι - χίδα . τῶν δὲ λεγομένων ἐσθ '
7099885 Φυλαττεσθαι
ἐπιτήδειοι , καὶ πέρδικες καὶ στρουθοὶ ὄρειοι καὶ μαλακόσαρκοι . Φυλάττεσθαι δὲ τὰ ἐν ἕλεσι καὶ ποταμοῖς διαιτώμενα καὶ τὰ
λιπαρῶν κατὰ μῆνα ἔσθιε ἅπαξ , ἢ ὁσάκις βούλει . Φυλάττεσθαι δὲ χρὴ τὴν συνεχῆ χρῆσιν τῶν σφοδρῶς ψυχόντων ἐπί
7098773 κανῳ
οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ ' ἑαυτὸν πάντα . Αὐτῷ κανῷ : αὕτη τάττεται κατὰ τῶν ἄρδην ὁτιοῦν λυμαινομένων .
. ἐδείπνησεν ὁ Τηρεὺς δεῖπνον Ἐρινύων : αἱ δὲ ἐν κανῷ τὰ λείψανα τοῦ παιδίου παρέφερον , γελῶσαι φόβῳ .
7097896 πορτιας
τὰς βόας ὧδε νομεύων , Δάφνις ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων . ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , πάλιν
κνυζεῖ τε κεχαρμένος , οἷά τε τυτθαὶ σκιρτεῦσιν δαμάλαι περὶ πόρτιας οὐθατοέσσας : ὣς καὶ τῷ μάλα θυμὸς ἐχήρατο ,
7097611 Ἐμαθον
εἰς οὐσίαν ἐκ τῶν μετὰ τοῦ πέρατος ἀπειργασμένων μέτρων . Ἔμαθον . Ἀλλὰ δὴ πρὸς τρισὶ τέταρτόν τι τότε ἔφαμεν
πολὺ σοῦ ἀξιοπιστότερός ἐστιν . Σχολαστικὸς σχολαστικῷ συναντήσας εἶπεν : Ἔμαθον , ὅτι ἀπέθανες . κἀκεῖνος : Ἀλλ ' ὁρᾷς
7096339 ἀνεγναμψαν
πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν : αὐτὰρ ἐμοὶ δεσμὸν ἀνέγναμψαν , ἀνέλυσαν : ὅταν
ἀνατροπῆς γινομένης : “ δίφροι δ ' ἀνεκυμβαλίαζον . ” ἀνέγναμψαν ἀνέλυσαν : “ δεσμὸν μὲν ἀνέγναμψαν θεοὶ αὐτοί .
7095753 ἱπταμενοι
χέονται μάστακι σιτοβόρῳ ἐναλίγκια , τοί θ ' ὑπὲρ ἄκρων ἱπτάμενοι ἀθέρων λεπυρὸν στάχυν ἐκβόσκονται Πήδασα καὶ Κισσοῖο κατὰ πτύχας
ἔτι μέμνηνται ἐπιστήμης οὐ πόρρω τῶν πόλεων καὶ τῶν λιμένων ἱπτάμενοι . πλείω δ ' ἔστι γένη τῶν λάρων :

Back