Καὶ διαστίλβονθ ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ πάντα τῆς ἐξωμίδος . Οὐκ ἐτός , ὦ γυναῖκες , πᾶσι κακοῖσιν
καὶ διαστίλβονθ ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐκ καινοῦ λυχνούχου πάντα τῆς ἐξωμίδος . καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο .
7783709 διαστιλβονθ
δὲ τοῦ λύχνου , ἐν δὲ τῷ Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι καὶ διαστίλβονθ ' ὁρῶμεν , ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ , πάντα
νῦν καλούμενοι φανοὶ ὠνομάζοντο Ἀριστοφάνης ἐν Αἰολοσίκωνι παρίστησιν : καὶ διαστίλβονθ ' ὁρῶμεν , ὥσπερ ἐν κενῷ λυχνούχῳ , πάντα
6698526 θεριζοντες
τινι λόγους ἀνασπῶντες , ἔφης ὦ Σοφόκλεις , τὸν ἀνθέρικον θερίζοντες , τὸ ἐκ τῆς ψάμμου σχοινίον πλέκοντες , οὐκ
χεδρόπων χειροδρόποι : ἤγουν οἱ ταῖς χερσὶ δρέποντες , ἤγουν θερίζοντες ἄνευ δρεπάνου . ἐν δὲ τοῖς τόποις τῶν ὀσπρίων
6518446 θλιβεται
φίλον : ἀπῆλθεν , ἀπέσπεσεν [ ] τῆς ἐφαρμογῆς , θλίβεται , ζητεῖ τὰ μηδὲν πρὸς τὸ προκείμενον : ὅτι
, καὶ ὡς οὐ φέρει νέος , καὶ ὡς οὐ θλίβεται , καὶ ὡς ὑποπτεύει τιτρώσκεσθαι , καὶ ὅτι θαῤῥεῖν
6433270 Ἀτταλιδος
τινὲς δὲ τῆς Ἀκαμαντίδος ἢ , ὡς Φρύνιχος , τῆς Ἀτταλίδος . . . . . Ἀθηναίας : . .
“ ἀθμονεὺς ” ἀπὸ δήμου ἀττικοῦ . οἱ δὲ τῆς Ἀτταλίδος φυλῆς , οἱ δὲ τῆς Κεκροπίδος . οὐδ '
6413317 ἑλης
τὰ [ πολύσκια ] χωρία : κατὰ στέρησιν τῆς † ἕλης , . , . . . Ἀειλογία : τὸ
τὸ κύριον , διπλασιάζουσα τὸ λ πρὸς διαστολὴν τῆς θερμαινούσης ἕλης , ἀπέβαλε νῦν αὐτὸ διὰ μέτρου ἀνάγκην . τὸ
6363429 ἀπηθησας
καταβρέξαι ἐν οἴνῳ λευκῷ ὡς ἡδίστῳ τὴν νύκτα , ἔπειτα ἀπηθήσας , χλιαίνειν , εἴριον ὡς μαλθακώτατον ἐμβάπτων , καὶ
σπέρμα , καὶ χλωρὸν τὸ λίνον ἑψήσας ἐν ὕδατι , ἀπηθήσας , κλύσαι τῷ ὕδατι . Ἢ μυρσίνης τῶν φύλλων
6335516 κιναρας
, καὶ διὰ τοῦτο δύνασαι διὰ παντὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἔχειν κινάρας . δαφνάτους ποιήσεις κινάρας , ἐὰν λαβὼν δάφνης καρπόν
δύνασαι διὰ παντὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἔχειν κινάρας . δαφνάτους ποιήσεις κινάρας , ἐὰν λαβὼν δάφνης καρπόν , καὶ τρήσας ,
6319861 Μεγαρικης
. ἀλλὰ καὶ Ἐκφαντίδης παλαιότατος ποιητὴς τῶν ἀρχαίων φησὶ “ Μεγαρικῆς κωμῳδίας † ἆσμα δίειμαι αἰσχυνόμενος τὸ δρᾶμα Μεγαρικὸν ποιεῖν
λίθων ἐμπλήσαντες ὑπτίας τὰς ἀσπίδας . καὶ τότε μὲν τῆς Μεγαρικῆς ἐν Αἰγοσθένοις ἐδείπνησαν ὡς ἐδύναντο : τῇ δ '
6291030 ὑπανταξ
Τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . Ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . Οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε ;
τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε :
6251398 πρωιον
φῖτυ πρῷον λέγω . ὅ ἐστι πρώϊμον καὶ ὥριμον . πρῶιον ] οὕτω δισυλλάβως ἀναγνωστέον . τὸν ὄλυνθον . λέγει
φῖτυ πρῷον λέγω . ὅ ἐστι πρώϊμον καὶ ὥριμον . πρῶιον ] οὕτω δισυλλάβως ἀναγνωστέον . τὸν ὄλυνθον . λέγει
6198138 πολυσκια
ἕλκος . , . . , . ἄειλα : τὰ πολύσκια χωρία κατὰ στέρησιν τῆς ἕλης . οὕτως Αἰσχύλος .
μάλιστα δὲ ἐπὶ ταύτης τῆς λέξεως . ἄειλα : τὰ πολύσκια χωρία κατὰ στέρησιν τῆς ἕλης . οὕτως Αἰσχύλος .
6197967 ἐνδουσης
καλούμενα τεναγίζοντος , ὥστε συνάπτειν τῷ τῆς Ἐρυθρᾶς κόλπῳ : ἐνδούσης δὲ τῆς θαλάττης ἀνακαλυφθῆναι , μεῖναι δὲ τὴν Σιρβωνίδα
' ἀφεψήματος πιτύρων ἢ ῥόδων ἢ φοινίκων ἢ φακῆς : ἐνδούσης δὲ τῆς φλεγμονῆς ἢ ἀκμαζούσης , μικτέον αὐτοῖς τὸ
6168938 ἀναπλασσειν
. . . ἄγαλμα ] ἤγουν αἰδῶ περιφραστικῶς . ⌈ ἀναπλάσσειν / [ ἀναπλάσειν / ] ] τυπώσειν , ἐργάσεσθαι
] γρ . ἀναπλήσειν . ἀναπλάσειν ] πληρώσειν σεαυτόν . ἀναπλάσσειν ] ποιήσειν τύπωσιν , τυποῦν ἐν σεαυτῷ , ἐργάζεσθαι
6149737 Οἰνηϊδος
λαμβάνονται . . . . Βουτάδαι : δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται
φυλῆς εἶναι , οὐκ ὀρθῶς : οἱ γὰρ Ἀχαρνεῖς τῆς Οἰνηΐδος φυλῆς εἰσιν . οἱ δὲ περὶ Ἀσκληπιάδην φασὶν ,
6147864 ἐριστικης
ἀλλ ' ἢ τὸ χρηματιστικὸν γένος , ὡς ἔοικεν , ἐριστικῆς ὂν τέχνης , τῆς ἀντιλογικῆς , τῆς ἀμφισβητητικῆς ,
ὄντε ἠρξάσθην ταύτης τῆς σοφίας ἧς ἔγωγε ἐπιθυμῶ , τῆς ἐριστικῆς : πέρυσιν ἢ προπέρυσιν οὐδέπω ἤστην σοφώ . ἀλλ
6129445 Τυραννον
ὁ Τύραννος Οἰδίπους ἐπὶ διακρίσει θατέρου ἐπιγέγραπται . χαριέντως δὲ Τύραννον ἅπαντες αὐτὸν ἐπιγράφουσιν ὡς ἐξέχοντα πάσης τῆς Σοφοκλέους ποιήσεως
μευ δικαίως τὸ πρόσωπον ἐμπτύοι ; οὐ ? τὴν ? Τύραννον , ἀλλ ' ἐπείπερ οὐκ οἶδεν , ἄνθρωπος ?
6125339 Δηιανειρας
ἐκ τῶν Θεσπίου θυγατέρων , ἐκ δὲ τῶν ἄλλων , Δηιανείρας μὲν τῆς Οἰνέως Ὕλλος Κτήσιππος Γληνὸς Ὀνείτης , ἐκ
νυμφῶν . ἢ ἀπὸ Ὕλλου [ τοῦ Ἡρακλέους ] καὶ Δηιανείρας . ἔστι δ ' ὡς Φῶκος Φωκεύς , Αἴολος
6117901 πατρωας
ἀπὸ κοινοῦ τοῦτο εἰς τὸ ψαῦσαι ποσὶ τῆς χέρσου τῆς πατρώας . Δίκης ἐάσει ἡ Ἐρινὺς ἡ τῆς Δίκης βοηθός
τὸν φονέα τί ποιῆσαι ; ψαῦσαι ποσὶ τῆς χέρσου τῆς πατρώας μὴ πεφευγότα τὸν μέγαν πλειῶνα καὶ χρόνον . ἢ
6112789 ἁλοαν
δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν
κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ
6112130 Αἰξωνεις
* . Αἰξωνεύεσθαι : τὸ κατηγορεῖν : βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος ἐστὶ φυλῆς
. . αἰξωνεύεσθαι : τὸ κατηγορεῖν : βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος γῆς .
6084351 παραφεροντες
γινομένης ἐτηροῦμεν τὴν πρὸς ἄρκτους καὶ μεσημβρίαν τοῦ ἡλίου παραχώρησιν παραφέροντες ἐν ταῖς μεσημβρίαις τὸν ἐντὸς κυκλίσκον , ἕως ἂν
φύσιν καὶ ὥσπερ ἔξω οἰκεῖν τῆς οἰκουμένης οἱ τοὺς τοιούτους παραφέροντες λόγους . πῶς γὰρ ἂν καὶ λογίζεσθαι φαίη τις
6076223 ἀκυλος
τὴν ἀηδίαν συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν , διὸ καὶ ἐξετάθη . ἄκυλος : ὁ τῆς πρίνου καρπός . ὑῶν δ '
. οὐδ ' ἀκύλοις : ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις : ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός . αἱ μὲν γὰρ
6072917 ἀποδυσαντες
οὐδὲν αὐτὸν κωλύει ποιεῖν ὧν βούλεται . μετὰ δὲ ταῦτα ἀποδύσαντες καὶ μαστιγώσαντες ἐκρέμασαν . τίνος οὖν ἡγῇ τοῦτο εἶναι
σώματα , ὅπερ μάλιστα ἐπόθεις ἀκοῦσαι , ὧδε καταγυμνάζομεν . ἀποδύσαντες αὐτά , ὡς ἔφην , οὐκέτι ἁπαλὰ καὶ τέλεον
6072761 Χηλης
Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ
. δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία .
6052124 συνδεδεμενον
λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ συνδεδεμένον : τούτῳ δ ' ἐχρῶντο λαμπάδι . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς
ἔγκλημα : ἐὰν δὲ ὁ ἐγκαλούμενος ἀποδείξῃ μεμοιχευκότα τὸν συστράτηγον συνδεδεμένον , λύεται πάλιν συνειδότος ἡ ὑποψία : οὐ γὰρ
6033223 θνησκοντα
εἰπόντος πρὸς αὐτὸν ἐν τοῖς Πυθικοῖς μαντείοις σώζειν τὴν πόλιν θνήσκοντα γέννας ἄτερ , ἤγουν χωρὶς παιδοποιΐας , μὴ τεκνοποιήσαντα
αὐτοῦ τὸν αὐχένα καὶ ὀδυνηθεῖσα , ἐξελθοῦσα ἔδακεν αὐτόν . θνήσκοντα οὖν ὑπ ' αὐτῆς τὸν κυβερνήτην θεωρήσασα ἡ Ἑλένη
6026813 ῥοφανειν
κρέα σκυλακίου ἢ ὀρνίθεια ἑφθὰ ἐσθίειν , καὶ τοῦ ζωμοῦ ῥοφάνειν : σιτίοισι δὲ ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι τὰς πρώτας ἡμέρας
φάρμακον , ἀλλ ' ὑποκλύζειν μαλθακῷ κλύσματι , καὶ διδόναι ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ψυχρὸν δὶς τῆς ἡμέρης ,
6010213 ἀρτεμιδος
τὰς πρώτας καταβολὰς τῆς νίκης ἢ τοῦ ὕμνου , τῆς ἀρτέμιδος ἢ καὶ τῶν ἄλλων , διὰ τὸ ἀπὸ τῆς
τοῦ χρομίου ἐν ὀρτυγίᾳ ἦν , τὴν δὲ ἱερὰν εἶναι ἀρτέμιδος , τὴν δὲ θεὸν ἱππικήν . ὅμηρος δὲ καὶ
6010196 ἐκολασαν
πολλοῖς ὕστερον χρόνοις τὸν ἐπὶ ξένης ῥητορικὴν ἐκπονήσαντα νεανίαν ἐπανελθόντα ἐκόλασαν οἱ ἔφοροι , τὴν αἰτίαν προσθέντες τῆς καταδίκης ὡς
τοῦ προδότου λαβεῖν , τὸ μνημεῖον ἀνελόντες ταῖς ἐνδεχομέναις τιμωρίαις ἐκόλασαν ; οὐχ ὅπως τὸν χαλκοῦν ἀνδριάντα συγχωνεύσειαν , ἀλλ
6007891 Τιγγιτανης
καὶ ιε κθ ∠ ʹ . Πόλεις δέ εἰσι τῆς Τιγγιτανῆς μεσόγειοι αἵδε [ ἐπίσημοι ] : Ζιλία . .
περίπλους . Τὰ δὲ κατὰ μέρος οὕτως ἔχει . Μαυριτανίας Τιγγιτανῆς περίπλους . Λιβύης τῆς ἐντὸς περίπλους . Περὶ τῶν
5987533 ἀποθερμον
τὸ γάλα καθαίρει : καὶ τῷ θερμῷ λουέσθω , καὶ ἀπόθερμον πινέτω . Καὶ ἄγνου καρπὸν ἐν οἴνῳ διδόναι πίνειν
ὀμφακίνῳ ἐπίβαλλε . λάμβανε δὲ καὶ τῆς τήλης τὸ σπέρμα ἀπόθερμον δίεφθον , ἀρτυθὲν δὲ διὰ μέλιτος , στάχους καὶ
5984897 ἐκκειμεναις
ἄβατος ἢ χαλεπή : ὅπου ἡ θάλασσα συρομένη ταῖς μακρὰν ἐκκειμέναις πέτραις περιηχεῖται , τουτέστι τὰ κύματα προσπελάζει καὶ προσκρούει
ἀστέρος πρὸς τοῖς μετὰ τὸ ἀπόγειον τοῦ ἐπικύκλου ἀκολούθως ταῖς ἐκκειμέναις ἐνθάδε μέσαις παρόδοις μήκους τε καὶ ἀνωμαλίας . ἐπεὶ
5983667 Βοιβιας
καὶ Εὐρώπης . . . . , : Ἡ δὲ Βοιβιὰς καὶ Νεσωνὶς ἐλέγετο , ὥσπερ Ἀρχῖνος ἐν Θεσσαλικοῖς .
Βοιβιὰς καὶ Νεσσωνὶς ἐλέγετο , ὥσπερ Ἀρχῖνος ἐν Θεσσαλικοῖς : Βοιβιὰς δὲ ἐκλήθη ἀπὸ μιᾶς τῶν νυμφῶν Βοιβηΐδος . κρημνοῖσι
5967891 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
5960698 παραγραφαις
ἐκροῆς . Ἀλλὰ τοῦτον μὲν τὸν λόγον ὥσπερ ἐν ταῖς παραγραφαῖς * * καὶ ἀνίσχυρον ἐκκρούει τὸ παντὶ ὁρᾶν εἶναι
κατηγορουμένων . Δέον δὲ καὶ τοῦτο προσθεῖναι ὡς ἐν ταῖς παραγραφαῖς : ἐὰν μὲν ἔχωμεν ἰσχυροτέρας τὰς ἀποδείξεις τῆς εὐθυδικίας
5958891 βιασεται
τῷ Πλαταϊκῷ ὁ Ἰσοκράτης πρώτῃ κέχρηται τῇ ἀντιπαραστάσει . Καὶ βιάσεται ὁ διώκων : Κα - λῶς εἶπεν ἐπὶ τῆς
οὐδὲ ἐπὶ τούτοις , οἷον μειράκιον καλλωπιζόμενον φεύγει πορνείας : βιάσεται ὁ διώκων μὴ ἐξεῖναι καλλωπίζεσθαι ἀνδράσιν , εἶτα ὅτι
5954007 Ἀστυπαλαιας
βιασάμενος αὐτὴν νυκτὸς εἷλε , καὶ τὸν βασιλέα Εὐρύπυλον , Ἀστυπαλαίας παῖδα καὶ Ποσειδῶνος , ἔκτεινεν . ἐτρώθη δὲ κατὰ
ἐπὶ τοῦ Σαμίου Ἀγκαίου εἴρηται , ὃς ἦν Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυπαλαίας υἱὸς τῆς Φοίνικος βασιλεύων τῆς Σάμου . Ἀριστοτέλης δὲ
5953941 ὑπεδεικνυε
ξίφος τῆς χειρὸς ἀφέντα , ὁ δὲ τὴν κώπην εὐθὺς ὑπεδείκνυε καὶ τῆς μέμψεως ἀπελύετο : καί τις ἀνὴρ Μακεδών
τοῖς δυσί ; ὁ δὲ τὴν χεῖρα προτείνας τοὺς δύο ὑπεδείκνυε δακτύλους . Ἀφυὴς γραμματικὸς ἐρωτηθείς : Ἡ μήτηρ Πριάμου
5953915 Διονυσιακης
μέρος αὐτῶν αἱ τῶν πενταετηρίδων δηλοῦσι γραφαί . τῆς δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτον μὲν προῄσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί
βιαζόμενος δ ' ἂν καὶ ἐπ ' ἐκείνων εἴποι τις Διονυσιακῆς ἀγωνίας ἀθληταί . καὶ καλοῦνται μουσικοὶ καὶ Διονυσιακοὶ τεχνῖται
5947538 καθησθ
γενόμενοι , τῶν λυμαίνεσθαι καὶ διαστρέφειν ταῦτα βουλομένων ἐξ ἴσου κάθησθ ' ἀκροώμενοι , οὐκ ἀγνοοῦντες αὐτούς , ἀλλ '
μιᾷ . εὖ γ ' . ὦ κακοδαίμονες , τί κάθησθ ' ἀβέλτεροι , ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν , ὄντες
5946689 λυγγος
, ὡς τὸ φάλαγξ φάλαγγος , σάλπιγξ σάλπιγγος , λύγξ λυγγός : ἔστι δὲ εἶδος νοσήματος τὸ παρὰ τοῖς ἀγοραίοις
λεγομένοις διθυράμβοις οὕτως εὑρίσκεται σκύμνος εἰρημένον τὸ βρέφος τὸ τῆς λυγγός . Πιθήκων δὲ ἀκούομεν σκύμνους τε καὶ πιθηκιδεῖς τοὺς
5935550 ψαλιδος
τθʹ . Θραῦσίς ἐστιν ἀνώμαλος τριχῶν ἀπόπτωσις παραπλησία τοῖς ἀπὸ ψαλίδος κεκαρμένοις . τιʹ . Ἀτροφία τριχῶν ἐστιν ὑπερβάλλουσα ἰσχνότης
ὑπαρχούσῃ συμβαίνει ἀκολουθεῖν καὶ παρεκτείνεσθαι τὴν ὑγίειαν , καθάπερ τῇ ψαλίδος οἰκοδομίᾳ τὴν ἰσχὺν ἐπιγίνεσθαι . καλοῦνται δ ' ἀθεώρητοι
5934728 Ἀμαρυλλιδος
ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί : ἐπεὶ ὁ Κορύδων ἐμνήσθη τῆς Ἀμαρυλλίδος , ἀνεμνήσθη ὁ Βάττος αὐτῆς : ἦν γὰρ ἐρωμένη
ἐνταῦθα σαφὴς αἰπόλος ὢν ὁ Βάττος , ὃν εἰκὸς τῆς Ἀμαρυλλίδος ἐρᾶν καὶ οὐ Θεόκριτον . φησὶ δὲ ὑπερβολικῶς :
5927659 γερανοις
φησίν , ὁμογενέσι ζώιοις συναγελάζεται ὡς περιστεραὶ περιστεραῖς καὶ γέρανοι γεράνοις καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀλόγων ὡσαύτως . ὣς δὲ
τοῦ στόματος : πρὸς δὲ τοὺς τρισπιθάμους πόλεμον εἶναι ταῖς γεράνοις καὶ τοῖς πέρδιξιν , οὓς χηνομεγέθεις εἶναι : τούτους
5926512 Μονοτροπῳ
καὶ Ἴωνες τὸν ἀρτοποιόν . ἔστι δὲ τὸ ἀρτοποπεῖν ἐν Μονοτρόπῳ Φρυνίχου . , . † ἀρτοσιτεῖν : τὸ ἐναντίον
σικυοὺς τέτταρας . σικύδιον δ ' ὑποκοριστικῶς εἴρηκε Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : κἀντραγεῖν σικύδιον . Θεόφραστος δέ φησι σικυῶν τρία
5921574 κατατειναι
προβολίῳ παίειν . ἐὰν δὲ μὴ βούληται ἀκοντιζόμενος καὶ βαλλόμενος κατατεῖναι τὸν περίδρομον , ἀλλ ' ἐπανιεὶς ἔχῃ προσιόντα περιδρομὴν
τοῦ βρόχου συνέχῃ . ἐξέσται δέ τινι καὶ κατὰ μετάληψιν κατατεῖναι . τίς δὴ ὁ τρόπος τῆς κατὰ μετάληψιν κατατάσεως
5914547 Κλεομηδην
ἐποίησε τὴν εἰκόνα . τῇ δὲ ὀλυμπιάδι τῇ πρὸ ταύτης Κλεομήδην φασὶν Ἀστυπαλαιέα ὡς Ἴκκῳ πυκτεύων ἀνδρὶ Ἐπιδαυρίῳ τὸν Ἴκκον
τεθνεῶτα εὕρισκον , ἀποστέλλουσιν ἄνδρας ἐς Δελφοὺς ἐρησομένους ὁποῖα ἐς Κλεομήδην τὰ συμβάντα ἦν . τούτοις χρῆσαι τὴν Πυθίαν φασίν
5914060 θριψ
ἐβλάστησαν * . . τὰ δ ' ἄλλα θριπόβρωτος : θρὶψ ὁ σκώληξ , ὅστις γίνεται ἐν τοῖς ξύλοις ἐπειδὴ
, τὸ δ ' ἱμάτιον οἱ σῆτες , ὁ δὲ θρὶψ τὸ ξύλον . σὲ δὲ τὸ κάκιστον τῶν κακῶν
5909722 ὑποτεινομενη
. καὶ ἡ τετραπλασία ἄρα τῆς ΕΚ , τουτέστιν ἡ ὑποτεινομένη περιφέρεια ὑπὸ τῆς διαμέτρου τῆς σελήνης , ἑξηκοστῶν ἔσται
ΕΖΗΘ κύκλου πρὸς τὸν ΕΖΗΘ κύκλον , καὶ ὡς ἑκάστη ὑποτεινομένη γωνία ὑπὸ ἑκάστης περιφερείας πρὸς τὰς δ ὀρθάς ,
5897644 ἡμιξεστον
μεθυούσας . κοτύλη δέ ἐστιν εἶδος μέτρου ὃ νῦν καλεῖται ἡμίξεστον . ἠσπάζοντο : ἐφιλοφρονοῦντο . κυρίως δὲ ἀσπάζεσθαί ἐστι
τῆς χειρὸς , ἀλλὰ καὶ εἶδος μέτρου , ὃ ἡμεῖς ἡμίξεστον λέγομεν . λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ πολύποδος
5896407 Κειμενον
ὅς ἐστι τετράγωνος ἀριθμὸς ἀπὸ πλευρᾶς λζ δεκάτων . . Κείμενον . Αὐτὸς ἄρα ὁ τετράγωνος ἔσται δυνάμεων τεσσάρων μο
ἔσται δυνάμεως μιᾶς , ἤτοι τετράγωνος . . τετραγώνῳ . Κείμενον . Ἀπὸ Ϟοῦ ἑνὸς μος α . Αὐτὸς ἄρα
5895041 τετρακνημον
λέγονται . οἰκείως δὲ ὁ Πίνδαρος τὸν τοῦ Ἰξίονος τροχὸν τετράκνημον εἶπεν , ἵνα τοῖς μὲν δυσὶ ποσὶ τὰς δύο
Ζεὺς νεφέλην ὁμοιώσας Ἥραι παρακοιμίζει αὐτῶι . καὶ ὕστερον ποιήσας τετράκνημον τροχὸν καὶ δεσμεύσας αὐτὸν τιμωρεῖται . . Βιβλιοθ .
5889994 Αἰγαιης
' ὑπὲρ Ἑλλήσποντον ἀγάρροον , οἱ δ ' ὑπὲρ αὐτῆς Αἰγαίης βαθὺ κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης . ἔνθα μελισσοβότοιο κατὰ σκοπιὰς
ἐπώνυμον γεγονέναι φασίν , οἱ δὲ ἀπὸ τῆς Καρυστίας τῆς Αἰγαίης ὀνομαζομένης . αἱ μὲν γὰρ Αἰγαί , ἔνθεν τὸν
5889491 καταθοινησασθαι
πλούτου προτιμοτέραν ἔχουσιν . λέων προσβαλὼν ταύροις δυσὶν ἐπειρᾶτο τούτους καταθοινήσασθαι . οἱ δὲ τὰ ἑαυτῶν κέρατα ἐπ ' ἴσης
. αἴλουρος συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα τοῦτον ἐβούλετο μετ ' εὐλόγου αἰτίας καταθοινήσασθαι . καὶ δὴ ἤρξατο κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγων ὀχληρὸν αὐτὸν
5888874 καθειλκον
' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὸν Πειραιᾶ ναῦς τε καθεῖλκον καὶ ἐσβάντες κατὰ σπουδὴν καὶ πολλῷ θορύβῳ ταῖς μὲν
μὲν ἐς τὰς παρούσας ναῦς ἐσέβαινον , οἱ δὲ ἄλλας καθεῖλκον , οἱ δέ τινες ἐπὶ τὰ τείχη καὶ τὸ
5888648 Θερμους
οὕτω γὰρ ἐπιμεληθὲν τὸ πλέθρον ἐνέγκοι μοδίους ἀναμφισβητήτως τεσσαράκοντα . Θέρμους σπείρειν χρὴ πρὸ τῶν ἄλλων μετὰ ἰσημερίαν μετοπωρινήν ,
μετὰ δ ' ὡριαῖον διάστημα ἀποσπόγγιζε . Φακοὺς αἶρον . Θέρμους πικροὺς ἐν κονίᾳ βρέχε , ἕως οἰδήσωσιν : λειώσας
5885412 ἐκαθηρα
τιμωρήσεται . ” Ὡς δὲ ἀπηλλάγη ποτέ , κἀγὼ ἐξελθὼν ἐκάθηρα τὸ πρόσωπον . τοῦ δὲ δείπνου καιρὸς ἦν ,
φησιν . μαρτυρήσων ] μαρτυρήσων ὅτι οὐκ ἔστιν ἐναγής : ἐκάθηρα γὰρ αὐτόν . ξυνδικήσων ] σύνδικοι λέγονται οἷς ἴσον
5884469 κυλιομενον
οὗ , ἕως , ὅπως . Προπροκυλινδόμενον : κατὰ μικρὸν κυλιόμενον : τοῦτο γὰρ δηλοῖ ἡ δευτέρα ἐπαγωγὴ τῆς προ
ἤτοι ἀποσώσῃ . Ἄλλως : ἕως οὗ τὸν κατὰ μικρὸν κυλιόμενον σώσῃ ἀβλαβῆ τὸ κῦμα ἀπὸ τῶν σπιλάδων τοῦ πόντου
5882869 τορυνη
γράφεται : οἷον , δελφύνη : αἰσχύνη : χελύνη : τορύνη : ὀδύνη : Ταμύνη : σιγύνη : κορύνη .
. ἔτνος εἶδος ὀσπρίου , ὅ τινες καλοῦσι πισσάριον . τορύνη δὲ τὸ ταρακτήριον . ►τὸ πρέπον δοκήσει καλὸν ποιεῖ
5881461 παρδαλη
ἣν καὶ ἰξαλῆν ἐκάλουν καὶ τραγῆν , καί που καὶ παρδαλῆ ὑφασμένη , καὶ τὸ θήραιον τὸ Διονυσιακόν , καὶ
τύμπανα καὶ κύμβαλα , σκευῶν ἂν καὶ ταῦτα εἴη καὶ παρδαλῆ καὶ λεοντῆ , καὶ σανὶς καὶ λεύκωμα . καὶ
5880186 κοπιδι
τῇ ἐν Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ
ἔγνω , καὶ τοὺς ἥκοντας ἐπ ' αὐτὸν ἱππεῖς μαγειρικῇ κοπίδι παίων ἀπήλαυνεν . . . Τῶν δὲ δημοτικῶν οἱ
5877558 Τυρσηνιας
τρίτῳ . τὸ πρωτότυπον αὐτῶν Νουκερία . Νουκρία , πόλις Τυρσηνίας . Φίλιστος [ ιεʹ ] ιαʹ . καὶ τὸ
τοῖς Ἀθηναίοις , οἳ πρότερον περιεωρῶντο , καὶ ἐκ τῆς Τυρσηνίας νῆες πεντηκόντοροι τρεῖς . καὶ τἆλλα προυχώρει αὐτοῖς ἐς
5874781 ἐνοχλησεως
ἐλλέβορον , ἀλλὰ τῆς ἐπιούσης , ἔγνωμεν καὶ παυσάμενον τῆς ἐνοχλήσεως . Τὰς δ ' ὑπερκαθάρσεις στήσομεν θερμοτάτῳ ποτῷ καὶ
δὲ ἅπασαν ἐφ ' ἑαυτῷ τὴν τέχνην τῷ σφοδρῷ τῆς ἐνοχλήσεως . ἐνταῦθα τοίνυν περὶ τῶν πυρετῶν διαλέξεται , οἷς
5872161 Ἀδρυμητος
δὲ τὴν Σύρτιν ταύτην Νεάπολίς ἐστι . Παράπλους δὲ ἀπὸ Ἀδρύμητος ἐπὶ Νέαν πόλιν ἡμέρας ἐστί . Μετὰ δὲ Νέαν
καὶ ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς καὶ οὐδετέρως . κέκληται ἀπό τινος Ἀδρύμητος , τῆς γενικῆς παραχθείσης εἰς εὐθεῖαν , καὶ τὸ
5863244 ἀποσβεννυσθαι
ὑπάρχει δὴ τῷ Γ τῷ νέφει τὸ Β , τὸ ἀποσβέννυσθαι πῦρ ἐν αὐτῷ . τούτῳ δὲ τὸ Α ὁ
ταττόμενα . διὰ τί γὰρ βροντᾷ τινὸς ἐρωτήσαντος διὰ τὸ ἀποσβέννυσθαι τὸ πῦρ ἐν τοῖς νέφεσιν ἀποκρινόμεθα : τί δέ
5862109 ἀνατεινοντα
καὶ ἐπάνωθεν τῶν ἐπιγουνίδων προσπεριβεβλῆσθαι πλατεῖ ἱμάντι καὶ μαλθακῷ , ἀνατείνοντα πρὸς τὴν μεσόδμην , τὸ δὲ σκέλος τὸ σιναρὸν
μέντοι γε μεταβιβαϲτέη ἡ μεταβολή . ” ἐπαινεῖ δὴ τὸν ἀνατείνοντα καὶ μέχρι τρίτηϲ , ἀλλ ' ὀρθῶϲ τε καὶ
5861791 Δημητριαδος
, οἳ καὶ πρὸς Αἰμίλιον Μάρκον ἐλθόντες συνεῖδον τὰ τείχη Δημητριάδος πόλεως Μακεδόνων πρώτης καθελεῖν , Ἀμφιλόχους δὲ τῶν Αἰτωλῶν
. . . Ἁγνοῦς : δῆμος ἐν τῇ Ἀττικῇ τῆς Δημητριάδος φυλῆς , τινὲς δὲ τῆς Ἀκαμαντίδος ἢ , ὡς
5858013 τραγῳδιοποιος
διέσεισεν . μνήμης ἔξοδος . ὅρος λήθης . Ἀγάθωνος . τραγῳδιοποιός , ὃν Ἀριστοφάνης ἐπὶ μαλακίᾳ σκώπτει Γηρυτάδῃ - :
διέσεισεν . μνήμης ἔξοδος . ὅρος λήθης . Ἀγάθωνος . τραγῳδιοποιός , ὃν Ἀριστοφάνης ἐπὶ μαλακίᾳ σκώπτει Γηρυτάδῃ - :
5857373 Ἀχαιμενης
Δαρείου καὶ Πρηξάσπης ὁ Ἀσπαθίνεω καὶ Μεγάβαζος ὁ Μεγαβάτεω καὶ Ἀχαιμένης ὁ Δαρείου : τῆς μὲν Ἰάδος τε καὶ Καρικῆς
οὕτω τιμωρουμένη , Νικόλαος Δαμ . φησι . . : Ἀχαιμένης , ὁ ἥρως , ἀφ ' οὗ καὶ οἱ
5847915 βανει
ἐγγυτέρω σώματος καὶ συγγενέστερον : ταύτῃ καὶ πλέον μεταλαμ - βάνει , ὥστε καὶ ἐξαπατᾶν θεὸς φαντασθεῖσα , μὴ τὸ
γὰρ εἰ καὶ ὀλίγον ἐφ ' ἑκάστης ἡμέρας λαμ - βάνει , ὠφελεῖ τὰ μέτρια καὶ ἡσυχῇ ὑπάγει . καθήραντα
5843405 διηρες
ἔργον . ἡ δὲ διστεγία ποτὲ μὲν ἐν οἴκῳ βασιλείῳ διῆρες δωμάτιον , οἷον ἀφ ' οὗ ἐν Φοινίσσαις ἡ
Θουκυδίδης νῆας δελφινοφόρους . δήπουθεν Ἀττικοί , δηλονότι Ἕλληνες . διῆρες Ἀττικοί , ὑπερῷον κοινόν . δόχμη Ἀττικοί , σπιθαμή
5843268 Κανονιζεται
, τὸν τέρενα : ὦ Ἕλλην , ὦ τέρεν . Κανονίζεται ἐπὶ τούτων ἡ κλητικὴ τούτῳ τῷ λόγῳ : τὰ
. Οἱ Ἀλκμᾶνες , τῶν Ἀλκμάνων , τοῖς Ἀλκμᾶσι . Κανονίζεται ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν ἀπὸ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν
5841860 φαγουσα
μεσημβρίας : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε . Εὔβουλος : ἠσθένουν φαγοῦσα πρῴην σῦκα τῆς μεσημβρίας . Νικοφῶν : ἐὰν δέ
τὸν Δί ' ἠσθένουν γάρ , ὦ βέλτιστε σύ , φαγοῦσα πρῴην σῦκα τῆς μεσημβρίας . ἔστι λαλῶν ἄγλωσσος ,
5840239 ἀλφιταμοιβοι
οἱ ἀμείβοντες ἀντὶ ἀργυρίου ἄλφιτα : οἷον οἱ ἀντικαταλλάσσοντες . ἀλφιταμοιβοὶ οἱ τὰ ἄλφιτα ἀμείβοντες καὶ πιπράσκοντες . λέγει :
. οἱ δὲ ὅτι πένης : οἱ δὲ ὅτι οἱ ἀλφιταμοιβοὶ τοῦ Ναυσικύδους τοῦτο ἀπέλαυσαν . γυναικώδης οὗτος . .
5840046 πλατης
μηκέτι [ ] λέγεσθαι ἐτύμως : Πλαταιὰς γὰρ ἀπὸ τῆς πλάτης τῶν κωπῶν εἰρῆσθαι πιθανὸν καὶ Πλαταιέας τοὺς ἀπὸ κωπηλασίας
ἰαυθμὸς ἡ κοίμησις . λέγει δὲ τὰς μάνδρας . χερσαίας πλάτης τῆς καλαύροπος ἢ τοῦ πτύου . * μηλιαυθμῶν μανδρῶν
5839258 καταπονειν
. καὶ ἐν τῷ βίῳ τρύχειν ἑαυτὸν λέγεται , οἷον καταπονεῖν . τρύφος κλάσμα : “ τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε
' . οὐ μαλακιστέον δ ' ὅμως , ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ' ἅπαξ . τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν
5839142 προαγομαι
ἔτ ' : οὔκ , ἀλλ ' εἰς τὸ πρόσθεν προάγομαι ? [ , πληγήν ] τιν ' ἀνυπέρβλητον ἐξαίφνης
τῷ ὄντι ἄνδρας ἡγούμεθα . ὑφ ' ἧς φιλοτιμίας κἀγὼ προάγομαι πλεῖστα πράγματα ἔχειν καὶ ζῆν ἐπιπόνως παρ ' ὁντινοῦν
5833840 ἐνεχομενα
τὰ προκείμενα , λέγω τὸ ἐπισχερώ καὶ ἰώ , οὐκ ἐνεχόμενα τῇ δοτικῇ παραγωγῇ , καὶ ἕνεκα τούτου οὐδὲ τῇ
πόλει τοιαῦτα , ἀλλήλοις τε ἐφάμιλλα καὶ παραδείγμασιν οὐ πολλοῖς ἐνεχόμενα . ἀλλὰ μὴν αὐτήν γε τὴν πόλιν καὶ ὡς
5833611 Μαυριτανιας
γʹ . Ὁ πρῶτος πίναξ τῆς Λιβύης περιέχει τὰς δύο Μαυριτανίας , τήν τε Τιγγιτανὴν καὶ τὴν Καισαρηνσίαν . Ὁ
δὲ καὶ Λίγγιος καὶ Λίγγιος κόλπος . Λίγξ , ποταμὸς Μαυριτανίας καὶ πόλις . τινὲς δὲ Λίξον γράφουσι καὶ Λίξους
5829685 ἀφροντιστουντων
τρέφει ἡ Λιβύη . Ἀετὸς θρίπας ὁρῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντιστούντων καὶ καταφρονούντων . Ἀζάνια κακά : ἐπὶ τῶν κακοῖς
τὸν θεὸν ἐξαπατήσεις . Ἀετὸς θρίπας ὁρῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντιστούντων τῶν μικρῶν . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ '
5829486 Αἰαιος
πόλις Θρᾴκης προσεχὴς τῇ Παλλήνῃ . Αἰσαῖος , ὡς Αἶα Αἰαῖος . Αἰσύμη , πόλις Θρᾴκης . Ὅμηρος ” τόν
πόλις Ἰβηρίας πλησιόχωροι Καρχηδόνος . τὸ ἐθνικὸν Ἀλθαῖος , ὡς Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . .
5826896 προσημαινεται
, καὶ ταῦτα μὲν ἐν ταῖς τελείαις γίνεται κρίσεσι . προσημαίνεται δὲ ἐν ταῖς ἐπιδήλοις , ὅτι προὔργου τῇ φύσει
καὶ ὅτι , σύνεγγυς , αὐτοῦ θαμίζοντος τοῦ ἐφιάλτου , προσημαίνεται . λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἐφάλλεσθαί τινα τοῖς
5826426 Σελευκεις
, πόλις τραχείας Κιλικίας „ ὅπου πρότερον ᾤκουν οἱ νῦν Σελευκεῖς ” . τὸ ἐθνικὸν Ὁλμεῖς , ὡς Ταρσεῖς .
ταπεινῶσαι . Ὅτι Ἀρσάκης ὁ τῶν Πάρθων βασιλεὺς ἀλλοτρίως πρὸς Σελευκεῖς διακείμενος καὶ μνησικακῶν ἐπὶ ταῖς ὕβρεσι καὶ ταῖς τιμωρίαις
5823297 γεννητικης
, πλὴν ὅτι ἀρσενόθηλυν αὐτὴν ὑπεστήσατο πρὸς ἔνδειξιν τῆς πάντων γεννητικῆς αἰτίας . . . ὁ Χρόνος οὗτος ὁ δράκων
ζῳδίου , καὶ οὕτως λαβὼν ἀπ ' αὐτοῦ ἕως τῆς γεννητικῆς ἡμέρας τε καὶ ὥρας τὸ γενόμενον πλῆθος τῶν ἡμερῶν
5821354 ἐπισχεθεισης
κόψας καὶ σήσας , χρῶ ξηρῷ καὶ μετὰ ῥοδίνου . ἐπισχεθείσης δὲ τῆς νομῆς , χρῆσθαι τοῖς προγεγραμμένοις πρὸς ἀνακάθαρσιν
ἀπὸ δὲ τῆς τρίτης ἢ τετάρτης ἡμέρας , τῆς αἱμορραγίας ἐπισχεθείσης , πυοποιὸς ἐπιμέλεια παραλαμβανέσθω , τοῦ ἕλκους ἀεὶ διαμοτουμένου
5820135 ἐκπεττει
τοῦτο παράλογον ὡς μᾶλλον ἐν τῇ γῇ κατακλειομένη ἡ θερμότης ἐκπέττει τὴν τροφὴν τὴν ἐν τῷ σπέρματι καὶ τελεοῖ τῆς
καὶ ἀσθενέστερα γίνονται βορείων δ ' οὐσῶν ἰσχυρά τε καὶ ἐκπέττει μᾶλλον ἅτε τῆς μὲν γῆς διακόρου οὔσης αὐτά τε
5819878 ἐφωδευσα
καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν δοῦναι αὐτοῖς . Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς , καὶ ἴδον τόπον
θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων . ὀνόματα ζʹ ἀρχαγγέλων . Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου . καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν
5819704 λυχνιδιον
δὲ Φορμοφόροις δράματι : τῇδ ' ἐξιόντι δεξιᾷ , ὦ λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ
τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην πρὸς ἀμαυρόν τι καὶ μικρόστομον λυχνίδιον καὶ διψαλέον θρυαλλίδιον ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις . πῶς
5814478 πληρωσῃς
τοῖσι τρώμασι τὸ αἷμα ξυντρέχει , βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς . Οὗτος ὁ λόγος θεραπευτικός . περὶ τρώματος γὰρ
ἐγένου πολεμικός . ζήτει τοίνυν καιρὸν ἀμοιβῶν , ἵνα μοι πληρώσῃς ἣν ἐκένωσας οἰκίαν . τί οὖν ἔδρασαν αἱ πολλαὶ
5810199 συνης
οὐδενὸς ἄξια πᾶσιν οἷς ἔχαιρες ὡς ἀιεὶ [ ] συνεσόμενος συνῆς , τοῖς τόποις , τοῖς ἀνθρώποις , ταῖς διατριβαῖς
τῷ κεφαλαίῳ : οἷον καὶ ἐπὶ προδότου ὅτι τοῖς πολεμίοις συνῆς , καὶ κεφάλαιον τυχὸν ὅτι οὐ δίκαιον ἐποίεις ,
5809860 πιπισκοντα
ἢν ἡ κοιλίη μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι αὐτὸν , καὶ πιπίσκοντα τῶν οὐρητικῶν μελίκρητα διδόναι ἐπιπίνειν ὑδαρέα : καὶ θαλπέσθω
. πλάτας : τὰς ὠμοπλάτας . παρήκουσι : παρατέτανται . πιπίσκοντα : ποτίζοντα . περόνας : τὰς κονδυλώδεις τῶν ὀστῶν
5807399 ἀρτυσεως
δ ' ἐν γλυκεῖ καὶ ἐλαίῳ ἑψόμεναι μετὰ τῆς ἄλλης ἀρτύσεως τὸ μὲν ὀλισθηρὸν καὶ ὅλκιμον φυλάττουσι , πλήσμιοι δ
ὑποζώματα , εἶπεν ὡς πρὸς μάγειρον παίζων ζωμεύματα , ὡς ἀρτύσεως ἔμπειρον καὶ ζωμευμάτων . ἀπείρητο δὲ ἀπὸ Ἀθηνῶν ἐξάγειν
5807087 παραπληξιας
τῆς ἐκεῖθεν δεόμενοι πείρας . ἄνευ γὰρ τοῦ τῆς ἐσχάτης παραπληξίας τοῦτ ' ἄντικρυς εἶναι , περὶ ὧν μάλιστα ἴσμεν
τῆς ἐκεῖθεν δεόμενοι πείρας . ἄνευ γὰρ τοῦ τῆς ἐσχάτης παραπληξίας τοῦτ ' ἄντικρυς εἶναι , περὶ ὧν μάλιστα ἴσμεν
5806503 Ἡδυλος
τινὰ ποτήρια καὶ τοῦ ῥυτοῦ ἐμνήσθη , ὡς προεῖπον : Ἡδύλος δ ' ἐν Ἐπιγράμμασι περὶ τοῦ κατασκευασθέντος ὑπὸ Κτησιβίου
καλουμένους ἀλύτας καλοῦσι , καὶ τὸν τούτων ἄρχοντα ἀλυτάρχην . Ἡδύλος δὲ εἰς τὰ Ἐπιγράμματα Καλλιμάχου διὰ τῶν δύο λλ
5806433 Ταλαιν
' ἐξ Ἀπατουρίων ταῖς μαστροποῖς διδοῦσαι ἔπειτα τὴν γαλῆν φαμεν Τάλαιν ' ἐγώ : φλυαρεῖς . Οὐδ ' ὡς ἑτέρα
τουτογί , εἰ μὴ διατριπτικόν γε κοὐκ ὄζον γάμων . Τάλαιν ' ἐγώ , τὸ Ῥόδιον ἤνεγκον μύρον . Ἀγαθόν
5802818 ὑπερανωθεν
Ἰλλυρικὴ γῆ , ἡ δὲ Δαλματία τῶν πολεμικωτάτων ἀνδρῶν χώρα ὑπεράνωθεν τῆς Ἰλλυρίδος γῆς . Ἐν δὲ τῇ σκαιᾷ χειρὶ
τῆς Περσίδος , διχῶς μεμερισμένην γῆν ἔχοντες , οἱ μὲν ὑπεράνωθεν τῆς θαλάσσης , οἱ δὲ ἔνδοθεν ἐν μεσογείᾳ .
5802436 κοτυληδοσι
: σφίγγων . Οἱ : αὐτῆς , τοῦ καράβου . κοτυληδόσι : πλεκτάναις , καρφίοις . θερμόν : τὴν πνοὴν
ἐξ οὗ τίκτονται ἀρτηρίαι τινὲς καὶ φλέβες , συναναστομούμεναι ταῖς κοτυληδόσι τῆς μήτρας . κοτυληδόνες δέ εἰσιν αἱ ἀναστομώσεις τῶν
5794557 Δαναισι
' ἄρτον ΚΥΛΛΑΣΤΙΝ καλοῦσιν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης Δαναίσι : καὶ τὸν κυλλᾶστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν .
κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . ΣΗΠΙΑ . Ἀριστοφάνης Δαναίσι : καὶ ταῦτ ' ἔχοντα σηπίας καὶ πουλύπους .
5793596 Τυρμειδαι
ὁ δημότης Λουσιεύς , ὡς Δ . φησίν . : Τυρμεῖδαι . . . Δῆμος τῆς Οἰνηίδος οἱ Τυρμεῖδαι ,
φατρίας , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων πολιτείᾳ . Τυρμεῖδαι : Ὑπερείδης ἐν τῷ ὑπὲρ Ξενοφίλου . δῆμος τῆς
5791020 περικαθημενοι
βασιλέως ἀποστάντες προσέθεντο αὐτοῖς . ἐπολιόρκουν οὖν ἐπὶ πολλαῖς ἡμέραις περικαθήμενοι αὐτὴν καὶ τὸ τεῖχος καταρριπτοῦντες ταῖς μηχαναῖς . Ἀμάρης
πρὸς τοῖς οἰκείοις ἦσαν οἱ πολέμιοι , οἱ μὲν κάτω περικαθήμενοι τὰς ἁμίλλας , οἱ δὲ ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων ,

Back