ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐστέ : καὶ ἐγὼ μὲν ἔσομαι ὁ ἐξηπατηκὼς εἷς , ὑμεῖς δὲ οἱ ἐξηπατημένοι ἐγγὺς μυρίων ἔχοντες | ||
⌉ , ἐξεληλεγμένος μὲν δῶρα κατὰ τῆς πόλεως εἰληφώς , ἐξηπατηκὼς δὲ καὶ τὸν δῆμον καὶ τὴν βουλὴν παρὰ τὴν |
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν | ||
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε |
: ἐκλεξάμενος οὖν δοῦλόν τινα πιστότατον καὶ εὐάρεστον αὐτῷ , ἀποδημῶν προσεκαλέσατο αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ : Λάβε τὸν ἀμπελῶνα | ||
σημεῖ ' ἐπέστ ? [ ] , συνήλλαξέν τισιν ἐκεῖνος ἀποδημῶν ἔχω φράζειν : ἐγὼ ταῦτ ' , ἂν κελεύηι |
δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται | ||
, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν | ||
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν . |
ἐμαυτοῦ νομίζω , καὶ γὰρ εἶ κοινὸν ἀγαθὸν πάσης Σικελίας εὐτυχῶν . δὸς οὖν μοι σχολάζοντα σεαυτὸν καὶ ἀκούσῃ μεγάλα | ||
παιδαρίου γνώμην ἔχει . κοινὸν ἀγαθόν ἐστι τοῦτο , χρηστὸς εὐτυχῶν , πόλει . εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα † μενως ἠμύνετο |
οἱ δοῦλοι ὑποταγήσεσθε τοῖς κυρίοις ὑμῶν ὡς τύπῳ θεοῦ ἐν αἰσχύνῃ καὶ φόβῳ . Μισήσεις πᾶσαν ὑπόκρισιν καὶ πᾶν ὃ | ||
: δίδαξον ἡμᾶς τόδε , εἰ μὴ βλάπτῃ καὶ ὡσανεὶ αἰσχύνῃ τῷ λόγῳ καὶ τῇ φανερώσει . βουλόμενος γὰρ ὁ |
, ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς | ||
, ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς |
; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ ' | ||
' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον |
πλεῖον μετεσχηκὼς παρὰ Σωκράτει , τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἠλέει δυστυχοῦντα τὸν Θηραμένη , οὐ μὴν ἐτόλμα βοηθεῖν , περιεστώτων | ||
ὦ Ἥφαιστε καὶ Ἑρμῆ , κατελεησατέ με παρὰ τὴν ἀξίαν δυστυχοῦντα . Τοῦτο φής , ὦ Προμηθεῦ , ἀντὶ σοῦ |
οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ δεῖν ' , ὁ δεῖνα | ||
Μικρὰ Παναθήναι ' ἐπειδὴ δι ' ἀγορᾶς πέμποντά σε , Μοσχίων , μήτηρ ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος . |
τε καὶ πεπαιδευμένος ἐν Καρχηδόνι καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς πόλεως αἰδούμενός τε καὶ φίλος ὢν ἔτι πολλοῖς ἐκεῖθεν ἐδεήθη τοῦ | ||
γε αἰδὼς ἔνθα καὶ δέος εἶναι : ἐπεὶ ἔστιν ὅστις αἰδούμενός τι πρᾶγμα καὶ αἰσχυνόμενος οὐ πεφόβηταί τε καὶ δέδοικεν |
ἀμφότερα ταῦτα , εἰ προαγορεύων ὡς ὑπὸ θεοῦ φαινόμενα καὶ ψευδόμενος ἐφαίνετο . δῆλον οὖν ὅτι οὐκ ἂν προέλεγεν , | ||
μόνον τῷ εἶναι ψευδεῖς : λέγεται γὰρ συκοφάντης οὐχ ὁ ψευδόμενος μόνον , ἀλλὰ καὶ ὁ πολυπραγμονῶν τὰ μὴ προήκοντα |
τῶν οἰκείων , προσκολλώμενος καὶ ἑνούμενος τῇ ἑαυτοῦ γυναικί , εὐνοῶν μᾶλλον αὐτῇ ; διὸ καὶ μέχρι θανάτου πολλάκις ὑπεύθυνοι | ||
δι ' ἐλευθερίαν : ἀπὸ τῆς γνώμης , οἷον εἰ εὐνοῶν , ἢ δύσνους ὤν : ἀπὸ ποσότητος κατὰ πρόσωπον |
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν | ||
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν . |
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ | ||
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης |
δημοτικοῖς , οὐδεὶς πώποτε οὕτως ἐγένετο θρασὺς δημαγωγός , οὐδὲ Ὑπέρβολος ἐκεῖνος ἢ Κλέων , ὥστε τὸν Ἄρειον πάγον ἢ | ||
, ἄνδρες , ἐπέλαχον . Καὶ τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυχ ' Ὑπέρβολος , ὥστ ' αὐχμότατός ἐστι . Ἐγὼ δ ' |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
τοῦ γ εἰς κ , † οἷον † ὁ μὴ γηρῶν . ἢ παρὰ τὸ κηραίνω : ὤφειλεν εἶναι ἀκήραντος | ||
στερητικοῦ α ἀγήρατος καὶ ἀκήρατος , ὁ ἄφθαρτος καὶ μὴ γηρῶν , . , . * . Ἀκηχέδαται : λυποῦνται |
. ] τὸ λαλεῖν σε ἐν ὕπνῳ τὸ ” Φίλων ἀδικεῖς “ , τοῦτο ἐστὶ τὸ κακόν , ὅτι ἀεὶ | ||
τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν : σὺ τοίνυν ἀδικεῖς τοὺς νόμους ἀγαπῶν τὸν μιαιφόνον . ὁ δέ φησιν |
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ ' | ||
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων , |
μόνη ἐφύλαξεν τὸ ω : οἷον , βοῶν βοῶντος : ἀγαπῶν ἀγαπῶντος : ἡ πρώτη γὰρ καὶ ἡ τρίτη οὐκ | ||
προσηνές . καὶ τὸ ἀβίαστον . ἀγαπήνωρ βʹ : ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνδρείαν . καὶ ὄνομα κύριον . ἀγάσασθαι γʹ |
εἰμὶ παῖς , ὀνομάζομαι δὲ Ἄδρηστος , φονεύσας δὲ ἀδελφεὸν ἐμεωυτοῦ ἀέκων πάρειμι ἐξεληλαμένος τε ὑπὸ τοῦ πατρὸς καὶ ἐστερημένος | ||
πατρίδι κάλλιον . καὶ ἐγὼ δὲ οὐ πάντα περὶ τοὺς ἐμεωυτοῦ μύθους , ἀλλὰ καὶ ἐν πολέμοις , οὓς διαφέρουσιν |
τὰ ὅμοια περισπῶνται . τὸ μέντοι ὄφλω βαρύνεται ἐκ τοῦ ὀφείλω . Τὰ εἰς ΜΩ ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων ἀρχόμενα | ||
μελετῶν θήσει αὐτὸ ἐξ ἀντιθέσεως : οἷον ἀλλ ' οὐκ ὀφείλω , φησὶν , κρίνεσθαι , μηδὲν μηδενὸς Ἀρίσταρχον ἐλέγξαντος |
Ἀλεξίου ἄρχοντος , εὐθὺς ἐγυμνασιάρχουν εἰς Προμήθεια , καὶ ἐνίκων ἀναλώσας δώδεκα μνᾶς . καὶ ὕστερον κατέστην χορηγὸς παιδικῷ χορῷ | ||
ἐπιθυμητικῶς . ἐν εἰρωνείᾳ . . μνᾶς : Λίτρας . ἀναλώσας : Ἐξοδιάσας . λογίσασθαι : Λογαριάσαι ἡμῖν . Θ |
ἔστιν ἡ ῥώμη καὶ εὐεξία τοῦ σώματος . Ὁ αὐτὸς ἀνιώμενος καὶ δυσφορῶν ἐπὶ τῇ παραλύσει χρονιωτέρᾳ γινομένῃ ἔδοξε τὸ | ||
παρανομίᾳ . θ δυσφορῶν ] βαρέως φέρων . δυσφορῶν ] ἀνιώμενος . δυσφορῶν ] λυπούμενος . δυσφορῶν ] ἀγανακτῶν . |
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ | ||
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς |
σπερμάτων σωτηρίαν . τῶν δ ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις . στέργω γάρ , ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην , τὸ τῶν δικαίων | ||
ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
ἑλεῖν οὐκ ἴσχυσαν . Ἀσδρούβας δὲ ὁ στρατηγὸς τῶν Καρχηδονίων βλασφημούμενος ὑπὸ τῶν ἰδίων διὰ τὸ μὴ πολεμεῖν , ἀναζεύξας | ||
τὴν ἀρχὴν μηδεμίαν ἔχειν ἀξιόλογον ἀφορμὴν εἰς τὸν πόλεμον . βλασφημούμενος γὰρ ἐπὶ τῷ δοκεῖν τὸν πόλεμον αὔξειν ὑπελάμβανε τῇ |
καὶ τὸ γεγραμμένον , καὶ οὐδεὶς ἐπ ' αὐτῷ τούτῳ δυσχεραίνει . Χαλεπὸν μὲν ἀπαντῆσαι πρὸς τὰ ῥηθέντα διὰ τὴν | ||
μὲν τὴν Ἕκτορος λύτταν , ἀκεῖται δὲ καὶ βεβλημένους , δυσχεραίνει δὲ ὅτι μὴ οἷός τε ἀναστῆσαι τοὺς τεθνεῶτας . |
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | ||
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ |
ἀλλὰ ξὺν τοῖς θεοῖς ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας . Τοιαῦτα λέξας ἐπεψήφιζεν αὐτὸς ἔφορος ὢν ἐς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Λακεδαιμονίων | ||
καὶ μὴ ταχέως οὕτως ἐπιδραμεῖν σου τῇ διαβολῇ , ἐκεῖνο λέξας τἀληθέστατον ἂν εἴποιμι , ὦ Φιλοστέφανε , διότι θορυβεῖσθαι |
] εἰς γάμον ἠγόμην . ὄζων τρυγός : ἁπλῶς εἰπεῖν πλουτῶν πᾶσι πράγμασι τοῖς ἐξ ἀγρῶν τῷ βίῳ χρησίμοις . | ||
θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ τοῖς πολυφάγοις παρέπεται τὸ πέρδεσθαι . ] |
εἴ πως ἐκκομίσαις τὸ τοῦ Λύκου . πάρεστι τουτί , καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί . ὦ δέσποθ ' ἥρως , ὡς | ||
. ] τὸ δὲ ὅμοιον ἐν Ἰλιάδι ” ἔπειτα δὲ καὐτὸς οἰήσεαι „ . . . . . κέν ἀντὶ |
αὑτὸν ἀξίωμα καὶ τὸ τῆς πατρίδος ἐπιεικὲς παρῄνεσε τῇ συγκλήτῳ σχετλιάζων , εἰ μὴ τὸν ἐξ ἀνθρώπων φόβον εὐλαβοῦνται , | ||
Χρεμύλον μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τοῦ μαντείου τυφλῷ ἀνδρὶ ἑπόμενον , σχετλιάζων καὶ δυσφορῶν φησὶν τὸ ὡς ἀργαλέον ἤτοι τὴν ἀρχήν |
δ ' εἰ δοκεῖ , τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ ' ἀτιμάσας ' ἔχε . Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι , | ||
πρὸς ἀλλήλους . πλέον οὐδὲν ἕξεις σκαιὸν ἄνδρα τιμήσας , ἀτιμάσας δ ' ἂν αὐτὸν ὠφεληθείης . ] Ὁ τελμάτων |
οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο , Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε , | ||
Γ , ὑφ ' ὧν καὶ τὸν μισθὸν ἐλάμβανον . δουλεύων λέληθας ] ὑπείκων αὐτοῖς καὶ ὑπηρετῶν . καρπουμένῳ τὴν |
. Σὺ οὖν , ἔφη τις , διὰ τί οὐκ ἀποθνήσκεις ; Ὅτι , ἔφη , οὐδὲν διαφέρει . Πρὸς | ||
, ” τί οὖν , “ ἔφη , ” οὐκ ἀποθνήσκεις ; “ ὀνειδιζόμενός ποτε ὡς οὐκ εἴη ἐκ δύο |
, προσποιηθεὶς δὲ ἀπιστεῖν τοῖς διαβάλλουσι τούτοις μὲν πολλῶν ἀκουόντων ἐπετίμησεν ὡς διιστάνουσι τὴν φιλίαν , πρὸς δὲ τοὺς ἐκτὸς | ||
ὠνείδιζεν ὁ Ἀγαμέμνων , ἤνεγκεν εὐπρεπῶς καὶ τῷ Σθενέλῳ ἀποκρινομένῳ ἐπετίμησεν Τέττα , σιωπῇ ἧσο , ἐμῷ δ ' ἐπιπείθεο |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν | ||
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν |
ἐκ παίδων † ἀμνημοσύναν , οὐ κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν | ||
μᾶλλον φυτευτέον . ἐγὼ δὲ δι ' ὅλου τοῦ Ἰουλίου φυτεύσας σῦκα ἐπέτυχον σφόδρα , καὶ μεταφυτεύσας καὶ ἀρδεύσας εἶχον |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
, ἔστησας πρὸ τοῦ πυλῶνος τὸν σαπρὸν Αἴσωπον , ὅπως ὑβρίσει καὶ κύνας ἡμᾶς ἀποκαλέσει . ” καὶ ὁ Ξάνθος | ||
καὶ γὰρ ἐρεῖ ποτε τὰ ψευδῆ οὐ ψευδόμενος ‖ καὶ ὑβρίσει μὴ ὢν ὑβριστής . ‖ Ἐγὼ Ἠσαῦ ὁ πρωτότοκός |
πλεύσῃς ἄρτι , ναυαγήσεις ι ὁ ἀπόδημος ἀπέθανεν α οὐ πρεσβεύεις , οὐχ ἁμαρτών β οὐ φυγαδεύῃ , ὑβρίζῃ δέ | ||
λανθάνει σου ὁ δρασμός γ γίνῃ βουλευτὴς καὶ ἄρχων δ πρεσβεύεις , οὐ μόνος δέ ε οὐ φυγαδεύῃ . μὴ |
ὁ Ἐλεάτης τὴν Νεάρχου τοῦ Μυσοῦ καταλύων τυραννίδα ἥλω καὶ στρεβλωθεὶς τοὺς μὲν ἑαυτοῦ ξυνωμότας ἀπεσιώπησεν , οἳ δ ' | ||
καὶ ὑπὸ σοῦ ἀπολλύμενος τοιουτοσὶ ἐγένετο [ καὶ Ξενοφῶν ὁ στρεβλωθεὶς καὶ Ἱππίας ὁ Θάσιος ] : σὺ δ ' |
γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς | ||
θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν |
καὶ τοῦ Πηλέως οὕτως ἀκόλαστος ἦν περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ μικροπρεπὴς ὥστε ἀπελθούσης τῆς Βρισηίδος παρ ' αὐτοῦ καὶ χρόνον | ||
καὶ βάναυσος καλεῖται . ὁ δὲ ἐλλείπων , ὃς καὶ μικροπρεπὴς καλεῖται , περὶ πάντα ἐλλειπής ἐστιν . ἀναλίσκων γὰρ |
ὑπείπομεν : ἀντὶ τοῦ προείπομεν . Θουκυδίδης . ὑπέρχρεως : κατάχρεως . ὑπόγραμμα : ᾧ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπογράφουσι . καὶ | ||
τάλαντα τριακόσια ἑπτά . Ὅτι κατὰ τὴν Ῥώμην Κατιλίνας τις κατάχρεως καὶ Λέντλος ὁ ἐπικαλούμενος Σούρας ἀθροίσαντες ὄχλον ἀπόστασιν ἐμελέτησαν |
τοῦτο τὸν ἄνδρα χειραγωγήσας ἀφῖγμαι . Ἡροδότῳ μὲν οὖν πεποίηται σιωπῶν τῇ χειρὶ μόνον τὸ πάθος ὑποδεικνύς , ἐγὼ δὲ | ||
χρῷτο τοῖς νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί |
ἤλπιζεν ἐκδώσειν ποτέ . εἴφ ' , ὡς ἀκούσας σῶι κασιγνήτωι λέγω . ἐν τοῖσδ ' ἐκείνου τηλορὸς ναίω δόμοις | ||
τότ ' ἀσπίδων ἐγνώρισα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων : ἃ προσδεδορκὼς οἶδα τοὺς ὡπλισμένους . ] |
. καὶ γὰρ εἰ πράττει κακῶς , τοῦτό γε οὐκ ἀρνοῦμαι , ἄλλως θ ' ὅτε ἀδικεῖ μὲν οὐδέν , | ||
ἐκ τοῦ πράγματος γιγνομένας πρὸς ἑτέρους φιλονεικίας καὶ μάχας οὐκ ἀρνοῦμαι μὴ οὐχὶ συμβεβηκέναι μοι . Περὶ δὲ τῶν ποιημάτων |
καὶ παρῄειν εἰς τὴν βουλὴν , καὶ τῆς τε διακονίας ἀφείθην καὶ τῆς ἀτελείας ἔτυχον : πρῶτον τότε καὶ μετὰ | ||
τοῦ θεοῦ καὶ θέοντα ἐπεγείρεις . τί δεῖ διατρίβειν ; ἀφείθην γὰρ πάντων πραγμάτων ἐν περιόδῳ τῶν ναῶν τῶν ἐν |
Θεμιστοκλέους - ⌋ βίου ἐπιλαμβάνεσθαι ⌊ - ⌋ ⌊ ⌋ ἐτόλμησας ⌊ σκέψαι ⌋ ⌊ ὦ Σώκρατες , τὰ ⌋ | ||
ἐπεθύμεις , ἀλλὰ τοῦ δοκεῖν ἐπιθυμεῖν τῶν λόγων . οὔκουν ἐτόλμησας οἰκέτην τῇδε καταλιπεῖν ἡμέραν μίαν . ἀλλ ' ἐγὼ |
τίν ' , οἱ δ ' Ἕλληνες ἑλληνίζομεν . τί προσδιατρίβων συλλαβαῖς καὶ γράμμασιν τὴν εὐτραπελίαν εἰς ἀηδίαν ἄγεις ; | ||
τιν ' : οἱ δ ' Ἕλληνες ἑλληνίζομεν . Τί προσδιατρίβων συλλαβαῖς καὶ γράμμασιν τὴν εὐτραπελίαν εἰς ἀηδίαν ἄγεις ; |
τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως | ||
' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους , |
, διηγήσεις ποιήσεων , λόγων . εἰσφέρων ] φερνῶν . σοφίζομαι ] σοφόν τι ποιῶ . οὐδὲν ] ἄρσις . | ||
καινὰς ] νέας . ἰδέας ] ⌈ ὑποθέσεις κωμῳδιῶν . σοφίζομαι ] σοφὸς φαίνομαι : ἢ μηχανῶμαι . ὃς ] |
τέγους ; ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . οἴμοι τάλας δείλαιος , ἀποπνιγήσομαι . ἐγὼ δὲ κακοδαίμων γε κατακαυθήσομαι . | ||
ὡδί . Μανῆς γάρ ἐστι δειλός : Ἀποφαντικῶς ἀντὶ τοῦ δείλαιος . πρὸς ἄλλον δὲ λέγει τύπτων τὸν Μανῆν . |
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν , | ||
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο |
περιστεῖλαί με νεκρόν , καὶ μάλα γε ἀσχημονοῦντι προσελθεῖν οὐ τολμῶν . αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω | ||
γένοιτ ' ἂν νεώτερον ἢ Μακεδὼν ἀνὴρ καταφρονῶν Ἀθηναίων καὶ τολμῶν ἐπιστολὰς πέμπειν τοιαύτας οἵας ἠκούσατε μικρῷ πρότερον ; καὶ |
' ἔφεσιν καὶ ἀπομίμησιν τοῖς οὐρανίοις , ὡς ἂν οὕτως ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦ φύσαντος αὐτὸν δαιμονίου μόνον διωργανωμένον . ἀγαπητὸν | ||
ἂν πρὸς αὑτὸν εἴποι τοῦτο , ὡς ἔστιν ἄνθρωπος , ἐπιτυχῶς εἰπών ; Καὶ πάνυ γε . Καὶ παρενεχθείς γ |
. Ἵππαρχος ὁ υἱὸς Πεισιστράτου παιδιώδης ἦν καὶ ἐρωτικὸς καὶ φιλόμουσος , Θεσσαλὸς δὲ νεώτερος καὶ θρασύς . τοῦτον τυραννοῦντα | ||
φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος |
, δαλοῦ πικρὸν μίμημ ' , Ἀλέξανδρον τότε . ἐνθένδε τἀπίλοιπ ' ἄκουσον ὡς ἔχει . ἔκρινε τρισσὸν ζεῦγος ὅδε | ||
ἔχω ' ς τὸν Τάρταρον . τί δῆτα λέξεις , τἀπίλοιπ ' ἤνπερ πύθῃ ; ὀπταὶ κίχλαι γὰρ εἰς ἀνάβραστ |
Ἥλιον γὰρ δεύτερον ἀντέθηκεν τῷ κόσμῳ . Σεμίραμις ἐς βασιλικὴν ἐπλούτησεν ἐπίνοιαν . τοιγαροῦν ἀπέθανεν θεάματος θησαυρὸν ἀπολείπουσα . Βαβυλῶνα | ||
Ἑλλάδος , καὶ πλουτήσας εἰς θεῶν κόσμον ὁπόσον οὐδεὶς ὕστερον ἐπλούτησεν , καὶ τεχνίτην ἔχων δημιουργὸν ἀθανασίας ὁπηλίκον ὁ μεταγενέστερος |
μὲν ἐκεῖνον ἐκπολεμῶν , εἰς δὲ τὴν μερίδα τὴν ἡμετέραν εἰσάγων , κἀν τοῖς συλλόγοις οὐκ ἀκινδύνους μέν , ἡδίστους | ||
ἡμᾶς συγκοινωνεῖν ταῖς ματαίαις συμβουλίαις . Μάνδρας ἔσω πρόβατα ποιμὴν εἰσάγων μετ ' αὐτῶν καὶ λύκον ἤμελλε συγκλεῖσαι , εἰ |
πλανᾷ . πρὸς μὲν οὖν τὸ πλάνῃ οὕτω λέγε , ἀποσφαλεὶς φρενῶν ἐν πλάνῃ , τουτέστιν ἐκπεσὼν καὶ πλανηθεὶς τοῦ | ||
πολλοὺς τῶν ἐν αὐταῖς ὄντων διαφθαρῆναι . ὁ δὲ Δημήτριος ἀποσφαλεὶς τῆς ἐλπίδος οὐδ ' ὣς ἔληγεν , ἀλλὰ προσεκαρτέρει |
. ἀδικούμενος ἀεί τε πλεονεκτοῦντα τὸν ἀδελφόν τι μου ὁρῶν ἀνέχομαι . νοῦν ἔχεις . ἀλλ ' , ὦγαθέ , | ||
, οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα , οὐδὲ κυβερνήτου ἀνέχομαι ἀποδειλιῶντος πρὸς τὴν θάλατταν : πλεῖν σε δεῖ , |
εἰθισμένου . οἷα δὲ παῖς ἐκ τρυφῆς τὸν πόνον οὐκ ἐνεγκὼν ἐς τὴν ἁμαξιτὸν αὐταῖς χοινικίσι διέδρα καὶ παροδεύουσι λοχαγοῖς | ||
ἴλιγγος καὶ παρῄνει Δαμάλιος πίνειν φάρμακον . ἐγὼ δὲ οὐκ ἐνεγκὼν αὐξῆσαι ἐν τῷ θέρει τὸ κακὸν τοῦ φθινοπώρου πίνω |
, δι ' ὧν τοσοῦτον πλῆθος ἀπώλεσα ἐν Ἑλλάδι . αἰακτὸς ] ποταπὸς θρηνητικός . . γέννᾳ ] τῶν Περσῶν | ||
τοι . βόα νυν ἀντίδουπά μοι . οἰοῖ οἰοῖ . αἰακτὸς ἐς δόμους κίε . ἰὼ ἰώ [ Περσὶς αἶα |
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων | ||
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ |
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν | ||
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει |
μοι ἐφαίνετο ἐν τῇ γνώμῃ . Τί φὴς , ὦ Ἱππόκρατες , ἐν τῇ γνώμῃ σοι ἐφαίνετο ; τί οὖν | ||
, ὁ δὲ τὸ διηνεκὲς οἰστρομανίην ἔχει τῆς ἀσελγείης . Ἱππόκρατες , μὴ γελάσω τὸν κλαίοντα δι ' ἔρωτα , |
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ | ||
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν |
τοίνυν ἔσται καὶ πέρας τοῦ κακοῦ ; εἰ γὰρ ὁ ἀδικηθεὶς ἀμύνεται , ἀεὶ μεταβαίνει τὸ κακὸν ἀπ ' ἄλλου | ||
ὑμῶν καὶ πολέμιος ὑμῖν ἐτόλμησεν ἐκ τοῦ φανεροῦ γενέσθαι , ἀδικηθεὶς μὲν οὐδέν , τὸ μὴ δύνασθαι δὲ τὰ χρέα |
ὁ βασιλεύς . ἐδιδάχθη δὲ τὸ δρᾶμα ἤδη φυγόντος τοῦ Ἁρπάλου ἐπὶ θάλατταν καὶ ἀποστάντος . καὶ τῆς μὲν Πυθιονίκης | ||
ἐφ ' οἷς ἐκρινόμην ἐξελεγχθέντων : οὔτε γὰρ ἔγωγε τῶν Ἁρπάλου φίλων φανήσομαι γεγονώς , τῶν τε γραφέντων περὶ Ἁρπάλου |
γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν : ἀθῷος γάρ ἐστιν | ||
, καὶ αὐτόπτης γενόμενος θεάσασθαι καὶ θεασάμενος μακάριος γενέσθαι . Μακάριος ὡς ἀληθῶς , ὦ πάτερ , ὁ τοῦτον θεασάμενος |
δὲ καὶ χρήμασι ὅμοιος τῷ πρώτῳ Περσέων . Οὗτος ὁ Ὀτάνης πρῶτος ὑπώπτευσε τὸν μάγον ὡς οὐκ εἴη ὁ Κύρου | ||
πάσῃσι τῇσι τοῦ Καμβύσεω γυναιξί . Πέμπων δὴ ὦν ὁ Ὀτάνης παρὰ ταύτην τὴν θυγατέρα ἐπυνθάνετο παρ ' ὅτεῳ ἀνθρώπων |
αὐτὸν τῶν φίλων καὶ μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ἀξιούντων ἀπῄει πρὸς ἅπαντας ἀγανακτῶν . ἤδη δ ' αὐτῷ κατ ' οἰκίαν ὄντι | ||
ἀκολουθῇ , φάσκοντα μαίνεσθαι . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ἄπεισιν ἀγανακτῶν καθ ' αὑτόν , ἔπειτα προσκρούων ἀεὶ καὶ λοιδορούμενος |
ἐγώ , ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι καὶ λέγειν ὡς πονηρότερος καὶ ἀδικώτερος γίγνεται ὁ ἀποθνῄσκων , ἵνα δὴ μὴ | ||
ἱερά , ἢ Βάτραχος τοὺς ἀνθρώπους . ὅστις οὖν καὶ πονηρότερος καὶ ἀμαθέστερος Βατράχου ἐστί , πάνυ δεῖ ἀγαπητῶς ὑφ |
Χρύσιππός τε ἐν τῷ περὶ τοῦ καλοῦ γνώμας τινὰς ἡμῖν εἰσφέρων φησί : μηδέποτ ' ἐλαίαν ἔσθι ' , ἀκαλήφην | ||
τρὶς ταὔτ ' εἰσάγων , ἀλλ ' αἰεὶ καινὰς ἰδέας εἰσφέρων σοφίζομαι οὐδὲν ἀλλήλαισιν ὁμοίας καὶ πάσας δεξιάς : ὃς |
τῆς γυναικός ε οὐ λήσεται σου ὁ δρασμός Ϛ γενήσῃ βουλευτής , ἄρτι δὲ οὔ ζ πρεσβεύσεις , οὐ μόνος | ||
προκόπτεις ἄρτι ι ἐὰν κοινωνήσῃς , βλάπτῃ α οὐ γίνῃ βουλευτής β πρεσβεύεις . ἑτοιμάζου γ οὐ φυγαδεύῃ . μὴ |
ἢ καλέσοντα πρὸς τὸ δικαστήριον . οὐδέποτέ . . . καταισχυνῶ ] κατηγορεῖ ⌈ ἐνταῦθα διὰ τοῦ ” οὐδέποτε καταισχυνῶ | ||
ὡς ἐνταῦθα : “ οὐδέποτε ” , φησί , “ καταισχυνῶ ⌈ τὴν πατρίδα ” ⌈ ἤγουν [ ἤτοι ] |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
' Ἰσίδωρος οὐκ ἀποδέων τὴν μοχθηρίαν , ἄνθρωπος ὀχλικός , δημοκόπος , ταράττειν καὶ συγχέειν πράγματα μεμελετηκώς , ἐχθρὸς εἰρήνῃ | ||
συγκυκῶν , θορυβῶν , στρέφων , συγχέων , συνταράττων , δημοκόπος , θρασύς , προωθῶν ἅπαντας , ἐλαύνων , φύρων |
►ὁ ἄδικος τὰ ἀδύνατα καὶ τὰ δυνατὰ διαισθανόμενος ἱκανὸς ἐπανορθοῦσθαι σφαλλόμενος λανθάνων ἐν τῷ ἀδικεῖν λέγειν ἱκανὸς πρὸς τὸ πείθειν | ||
λάθω προσιὼν παρὰ δύναμιν τοῖς κοινοῖς πταίων περὶ αὐτὰ καὶ σφαλλόμενος : οὐδὲ γὰρ εἰ ἐν χορῷ ξυνᾴδειν ὑφ ' |
, μὴ προαποκάμνων , μὴ προαπαγορεύων , μὴ πρὶν ἑλεῖν ἐνδιδούς . τὰ δὲ πρὸς κυνηγέσιον ἐργαλεῖα ξίφη , δρέπανα | ||
πρὸς τῷ ἀρχαίῳ καὶ τὸν τόκον ἀπῄτει οὐδὲ εἰς ὥραν ἐνδιδούς , ἐπέγνων τοῦτον ἐκεῖνον ὃν ἠπιστάμην πρὸς τῇ Διομητίδι |
αὐτὸ ζῷον εἶναι . εἰ ἄρα ἀληθεύει ἡ ἀπόφασις , ψεύσεται ἡ κατάφασις . οὕτω δὲ μεταχειρισάμενος τὴν ἀπόδειξιν ὁ | ||
τῆς δεούσης σπουδῆς : πράττων : πρὸς γάμον διδούς : ψεύσεται * * τινὲς οὕτως : ψευδῆ σε νομίσει ὁ |
, ἀλλ ' ἄπειμι . Καὶ γάρ εἰμ ' ἄγαν ὀχληρός , οὐ δοκῶν με κοιράνους στυγεῖν . Οἴμοι κακοδαίμων | ||
, ἡ δ ' εὐγένεια καὶ τὸ γενναῖον μένει . ὀχληρός , οὐ δοκῶν με κοιράνους στυγεῖν βέβληκ ' Ἀχιλλεὺς |
πρὸς τὴν ἄφεσιν τοῦ πένητος ἐπάγεται : χρῄζει γὰρ αὐτοῦ τανῦν ὁ δημηγορῶν , καὶ πρὸς τὴν σπουδὴν ἀντιπράττοντος : | ||
' αὖ ἀγαθοὶ , τῶν καλῶν μειοῦν δόσιν . Μοίρας τανῦν μάνθανε λαμπρὰς ζωδίων . Κριοῦ μέν εἰσιν ἐννέα πρὸς |
πάντα ὁμοίῳ σοι . Ἀλλ ' ἐγὼ τὰ χαμόθεν οὐκ ἀγαπῶ , ἀλλὰ τὸν ἄνωθεν ἐπιζητῶ χαρακτῆρα , κἀκεῖθεν ἐσπούδακα | ||
Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , οἰκείως ἔχω πρὸς αὐτόν |
τῷ ὅλῳ . Οἷον ἐκκλησίᾳ δημογερόντων καθημένων ἐφ ' ἡσύχῳ συννοίᾳ δῆμος ἄτακτος , τροφῆς δεόμενος καὶ ἄλλα ἃ δὴ | ||
. § Ἡ μὲν Πίσα τοῦ Διός . οἷον ἐν συννοίᾳ γεγονὼς πρὸς ἑαυτὸν λέγει , δι ' ἣν αἰτίαν |
ἐμίσει Ἀθηναίων . καὶ ὁπότε ἀπαντήσειέ τις αὐτῷ ἔλεγεν ὦ καταισχύνας τὸ γένος . πάντα γὰρ ἀνάλωσε τὰ πατρῷα εἰς | ||
μὲν ἀθλητῶν ἐγκρίσεις ποιοῦμεν , ὅπως αὐτῶν ὅστις φαῦλος ἑαυτὸν καταισχύνας ἀπίῃ καὶ δίκην ἅμα δοὺς ἐκ τοῦ σώματος , |
αὐτοῦ τὰ ἐμοὶ δοκοῦντα . ὅτι δὲ τὸ ψεῦδος οὐκ ὤκνει πάντων μάλιστα οὐδὲ αἰσχρὸν ἐνόμιζε , τοῦτο λέγω : | ||
' ἂν οὕτως ἐγένετο , εἴπερ ἐγίγνετο , κάλλιστα , ὤκνει ὡς δὴ μανθάνων καὶ ἀκούων τῶν περὶ φιλοσοφίαν λόγων |
αὐτῶν οὐ τὸ νουθετεῖν , ἀλλ ' ἅπερ ἂν ἄλλον νουθετῶν εἴποι τις , φαίνεσθαι ταῦτα αὐτὸν δρῶντα διὰ βίου | ||
τὴν αὐτὴν γνώμην , ὅς γε πολλάκις περὶ τούτων αὐτὸς νουθετῶν με διδάσκεις . ἀλλ ' εἰ καὶ σὺ μή |
ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός , | ||
καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , |
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ | ||
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ ' |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | ||
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : |
τὸ λοιπὸν , εἰ βούλεσθε , ὁ πάντα ἐγὼ δεδιὼς ἐγγυῶμαι . ἀλλὰ τί δεῖ τοὺς πόρρωθεν φόβους καὶ κινδύνους | ||
. ταῦτά τις ἐπὶ τὰ προαιρετικὰ μεταθέτω , κἀγὼ αὐτὸν ἐγγυῶμαι ὅτι εὐσταθήσει , ὡς ἂν ἔχῃ τὰ περὶ αὐτόν |
ἐξέρπει : ἐπέμεινε τῇ τροπῇ πλέον τι περὶ τῶν Ἀθηναίων φιλοτιμούμενος : οὐ γὰρ τοὺς προϊόντας , φησί , μόνους | ||
φύσει τῶν ἡδονῶν , ἔτι δὲ μᾶλλον πρὸς τὸν Νικοκλέα φιλοτιμούμενος . ἐτύγχανον γὰρ ὑπερφιλοτίμως ἔχοντες πρὸς ἀλλήλους καὶ σπουδάζων |