ὡραίαν εἶχε τὴν ἄνθην καὶ διὰ τῆς ὀπῆς τῶν καλάμων ἐξεκρέματο καὶ ἦν βόστρυχος τοῦ φυτοῦ : τῶν δὲ φύλλων
τρόπον , πρός τε ἱεροῖς ἦν ἀεί , καὶ μαντείας ἐξεκρέματο πάσης , μέγα φρονῶν ὅτι τούτων ἐπεθύμησέν τε καὶ
7041648 Βυνης
Βύνη : ἡ Λευκοθέα , ἡ Ἰνώ , οἷον : Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης . εἴρηται παρὰ τὸ εἰς βυθὸν δύνειν
. τὸ δὲ σχῆμά ἐστιν ἐφερμηνευτικόν . τὸ ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ
6896246 Διονυσιακης
μέρος αὐτῶν αἱ τῶν πενταετηρίδων δηλοῦσι γραφαί . τῆς δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτον μὲν προῄσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί
βιαζόμενος δ ' ἂν καὶ ἐπ ' ἐκείνων εἴποι τις Διονυσιακῆς ἀγωνίας ἀθληταί . καὶ καλοῦνται μουσικοὶ καὶ Διονυσιακοὶ τεχνῖται
6887535 Μηδικης
συνέμισγον τοῖσι Ἕλλησι , οὐδὲν πλέον ἐφέροντο τῆς στρατιῆς τῆς Μηδικῆς ἀλλὰ τὰ αὐτά , ἅτε ἐν στεινοπόρῳ τε χώρῳ
, τί χρῆ δρᾶν ἐπιόντος αὐτοῖς βαρβαρικοῦ στόλου , ἵππου Μηδικῆς , ἁρμάτων Περσικῶν , ἀσπίδων Αἰγυπτίων : εἵποντο δὲ
6864074 σπασονται
ἰαυθμοὺς ἠθάδας διζήμενοι , καὶ κρίμνα χειρῶν κἀπιδόρπιον τρύφος μάζης σπάσονται προσφιλὲς κνυζούμενοι , τῆς πρὶν διαίτης τλήμονες μεμνημένοι .
] φάγωσι . σπάσονται ] λάβωσι , φάγωσι . θ σπάσονται ] γεύσονται . σπάσονται ] πάσσονται , ἤγουν γεύσονται
6849337 πορθμις
σύ μοι , φησὶ , προοίμιον τῶν θρήνων , ὦ πορθμὶς , ἐπεὶ καὶ τῶν συμφορῶν ὑπόθεσις γεγένησαι : τὸ
ἑταίρους τὸν τρίτον θηρεύεται ἔτι λαβεῖν ; ἀλλ ' ἐξέπεσε πορθμὶς ἐλατίνῳ πλάτῃ . ἡ δὲ Φρύνη τὴν Χάρυβδιν οὐχὶ
6826252 ἁβρας
, εἰ νόμους ἔγραψεν αὐτοῖς ἐναγωνίους ἐξ Ἰωνίας ἥκων τῆς ἁβρᾶς . κατὰ δὲ τὴν τρίτην καὶ τριακοστὴν Ὀλυμπιάδα παγκράτιον
σχεῖν τὴν προσηγορίαν λέγων : χλιδῶν τε πλόκαμος ὥστε παρθένου ἁβρᾶς : ὅθεν καλεῖν Κουρῆτα λοιπὸν ᾔνεσαν . Ἀγάθων δὲ
6806427 κοιμηθεις
δὴ τρόπον ὁ νοῦς ἐγρηγορὼς μὲν ἐπισκιάζει ταῖς αἰσθήσεσι , κοιμηθεὶς δὲ αὐτὰς ἐξέλαμψε . τούτων εἰρημένων ἐφαρμοστέον τὰς λέξεις
διὰ Τεμπέων . οἱ δὲ , ὅτι ἐπί τινος πέτρας κοιμηθεὶς ἀπεσπερμάτισε , καὶ τὸν θορὸν δεξαμένη ἡ γῆ ἀνέδωκεν
6780342 ὑπανταξ
Τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . Ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . Οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε ;
τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε :
6753384 Ῥοδην
περὶ τὴν Μαντὼ εἰς Ἀντιόχειαν , ἐμνησικάκει μὲν καὶ τὴν Ῥόδην , ἐμίσει δὲ καὶ τὴν Ἀνθίαν . Καὶ δὴ
' οὗ καὶ μέχρι Ἰβηρίας ἔπλευσαν , κἀκεῖ μὲν τὴν Ῥόδην ἔκτισαν ἣν ὕστερον Μασσαλιῶται κατέσχον , ἐν δὲ τοῖς
6750245 καλυπτραν
ἀντ ' αὐτοῦ λαβεῖν αὐτόν . ἡ δὲ πιπρασκομένου τὴν καλύπτραν ἀφελομένη τῆς κεφαλῆς ἀντέδωκεν : ὅθεν Ποδάρκης Πρίαμος ἐκλήθη
μὲν δὴ τῆς Ἀφροδίτης ἐστὶν ἡ Μορφώ , κάθηται δὲ καλύπτραν τε ἔχουσα καὶ πέδας περὶ τοῖς ποσί : περιθεῖναι
6735985 ἁρπης
καὶ ἄμπελος * γαμφαῖσι καὶ σιαγόσιν ἅρπαις ἤγουν δρεπάναις ἢ ἅρπης καὶ δρεπάνης . πλανηθεὶς ὑπὸ τῶν ἄλλων εἶπον καὶ
. Ἢν δὲ ἀπωθῆται ἢ ἀπορρίψῃ , ἴστω τῇ τῆς ἅρπης ἀπειλῇ ἔνοχος ὤν , κἂν πέμψῃ ὅσα ἐχρῆν .
6732219 Νυκτευς
ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ χώραν . Μαθὼν δὲ ὁ Νυκτεὺς βασιλεὺς , ὁ ταύτης πατὴρ , ὅτι ἐφθάρη ,
κἀκεῖθεν ἐλέγετο βάκχη . Ὁ δὲ αὐτῆς πατὴρ , ὁ Νυκτεὺς , εἶχεν ἀδελφὸν ὀνόματι Λύκον , βασιλέα τοῦ Ἄργους
6717086 Εἰδοθεας
ὅς ἐστιν ἐν Ταφοσίριδι . Καὶ λέγεται τάφος εἶναι τῆς Εἰδοθέας , τόπος ὢν ὑψηλότατος , ὅθεν καὶ σκοπιὰς εἶπεν
: καί τινες ἔλεγον Φόρκυος εἶναι τοῦτον πατέρα , τινὲς Εἰδοθέας Φόρκυν καὶ τοῦ Φόρκου Γραίας . οὕτως καὶ Ἀκουσίλαος
6690203 ναυαρχιας
ἐς Σάμον ἀνήγοντο , καὶ ὁ χρόνος ἔληγε Λιβίῳ τῆς ναυαρχίας : τοῦ δ ' αὐτοῦ χρόνου Σέλευκος ὁ Ἀντιόχου
κατασκευῆς ἐμερίζετο : τοῖς δὲ ἀξίοις καὶ ἐς στρατηγίας ἢ ναυαρχίας ἐχρῆτο . σπονδῶν τέ οἱ πρὸς τοὺς τρεῖς γιγνομένων
6688750 ἀνεπνευσεν
τε , ἀντὶ τοῦ ἀθρόως καὶ ἐλεεινῶς ἀνεστέναξεν , καὶ ἀνέπνευσεν . . . ἀνδανία : πόλις Μεσήνης : τὸ
* χυτῆς : ἐπιχεομένης λείας * τέλσον : τέρμα εἶθαρ ἀνέπνευσεν : ἤγουν εὐθέως ἀναπνεῦσαι αὐτὸν τῆς κακοπαθείας ἐποίησεν .
6683626 ἀκυλος
τὴν ἀηδίαν συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν , διὸ καὶ ἐξετάθη . ἄκυλος : ὁ τῆς πρίνου καρπός . ὑῶν δ '
. οὐδ ' ἀκύλοις : ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις : ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός . αἱ μὲν γὰρ
6682462 βιαζων
θυγατέρα , ταύτην μνηστευθεὶς ἐβούλετο πρὸς γάμον . Ἐπέκειτο γοῦν βιάζων καθ ' ἑκάστην γονεῖς τῆς κόρης δοῦναι τὴν θυγατέρα
καὶ γέγονεν ὕστερον . διαβληθεὶς γὰρ παρ ' Ἱπποδαμείας ὡς βιάζων αὐτὴν ἢ , ὡς οἱ πολλοί φασι , πειράζων
6681808 πατρωας
ἀπὸ κοινοῦ τοῦτο εἰς τὸ ψαῦσαι ποσὶ τῆς χέρσου τῆς πατρώας . Δίκης ἐάσει ἡ Ἐρινὺς ἡ τῆς Δίκης βοηθός
τὸν φονέα τί ποιῆσαι ; ψαῦσαι ποσὶ τῆς χέρσου τῆς πατρώας μὴ πεφευγότα τὸν μέγαν πλειῶνα καὶ χρόνον . ἢ
6665769 τριακονταετης
: βιώσιμα δὲ γεννᾷ τριετὴς τίκτουσα : συλλαμβάνει δὲ ἕως τριακονταετὴς γένηται . ὀχεύει δὲ ὁ ἄρρην καὶ γόνιμα ποιεῖ
ἐν θεάτρῳ μήτε δημηγορεῖν : τούτῳ . . . μὴ τριακονταετὴς ἔτι ὑπάρχειν , ποιῶν δράματα . . . Καλλιστράτου
6652716 παλλακισιν
: τὸ δὲ ὀψοποιοῖς χώρα : τὸ δέ , θάλαμοι παλλακίσιν : τὸ δέ , συμπόσιον : τὸ δέ ,
καὶ γὰρ τὴν βασιλίδα βιαίως ἔσχε , καὶ ταῖς ἄλλαις παλλακίσιν ἀφειδῶς διετέλει χρώμενος : πειθόμενος δὲ ὑπὸ τῶν φίλων
6651318 ξυνηκε
. ἐπεστράφη τὸ ἐντεῦθεν ἐς τὸν πατέρα ὁ παῖς καὶ ξυνῆκε τῆς μητρὸς προσεῖπέ τε τοὺς ἥλικας καὶ ἔπιε τοῦ
ἡ γονὴ , ἀλλ ' ἔνδον μένει : ταῦτα ἀκούσασα ξυνῆκε καὶ ἐφύλασσεν αἰεὶ , καί κως ᾔσθετο οὐκ ἐξιοῦσαν
6641253 βασιλισσης
φάλαγγος τοὺς ἱππεῖς μετὰ τῶν ἁρμάτων . δεξαμένης δὲ τῆς βασιλίσσης εὐρώστως τὴν ἔφοδον τῶν ἱππέων , καὶ τῶν κατεσκευασμένων
, ὅτι ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου ἀγαθοῦ γένους τῆς Κλυτίας τῆς βασιλίσσης τῶν Κῴων καὶ τοῦ παιδὸς αὐτῆς τοῦ Χάλκωνος κατάγονται
6621923 Δελφινες
ἀνθρώπων πάθοις τι τῶν ἔξωθεν ὡς ὑπ ' οἰκείων . Δελφῖνες ἀεὶ διεφέροντο φαλλαίναις . τούτοις παρῆλθε καρκίνος μεσιτεύων ,
. καὶ τὸ μὲν ἰχθύσιν ἄλγος ὁμοίϊον ἠδὲ βόεσσι . Δελφῖνες δ ' ἀγέλῃσιν ἁλὸς μέγα κοιρανέουσιν , ἔξοχον ἠνορέῃ
6617229 κιναρας
, καὶ διὰ τοῦτο δύνασαι διὰ παντὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἔχειν κινάρας . δαφνάτους ποιήσεις κινάρας , ἐὰν λαβὼν δάφνης καρπόν
δύνασαι διὰ παντὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἔχειν κινάρας . δαφνάτους ποιήσεις κινάρας , ἐὰν λαβὼν δάφνης καρπόν , καὶ τρήσας ,
6617106 τοκωι
δειμαίνεις δὲ τί ; μή μοί τι Θησέως τῶνδε μηνύσηις τόκωι . ἔασον , ὦ παῖ : ταῦτ ' ἐγὼ
βάκχαν σὺν αἵματι , σὺν καπνῶι , φονίοισι νυμφείοις Ἀλκμήνας τόκωι Κύπρις ἐξέδωκεν : ὦ τλάμων ὑμεναίων . ὦ Θήβας
6614218 θαλλος
ἐν Πελοποννήσῳ . καὶ Εἱλωτεία ἡ δουλεία . Εἰρεσιώνη , θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα
ἡ δουλεία . τὸ δὲ θηλυκὸν Εἱλωτίδες . εἰρεσιώνη : θαλλὸς ἐλαίας ἐστεμμένος ἐρίοις , προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ
6609866 Κοματας
προσώπου μὴ ἐμφαινομένου . ἔστι δὲ τοῦ αἰπόλου τὸ ὄνομα Κομάτας Εὐμάρα τοῦ Συβαρίτου νέμοντος αἶγας , τοῦ δὲ ποιμένος
ὃς Θουρίου Σιβύρτα νέμει θρέμματα . ἔχει δὲ ὁ μὲν Κομάτας κόρην ἀγαπωμένην Ἀλκίππην τοὔνομα , ὁ δὲ Λάκων ἐρώμενον
6606704 λεπτοφυλλου
τὴν δὲ αὐτὴν καὶ ἀγρίαν καλεῖσθαι . ἀραιοτέρης οὖν τῆς λεπτοφύλλου . χραισμήεις : πάνυ δὲ ἂν καὶ ἀμάρακος εἴη
κεφαλαί * κορίοιο : τοῦ κορίου λεπτοθρίοιο δέ , ἤτοι λεπτοφύλλου . καὶ πολύθρονα ἤγουν πολυφάρμακα . γράφεται δὲ καὶ
6604390 ποταμιας
Ἄραγον ἐκ τοῦ Καυκάσου ῥέοντα καὶ ἄλλα ὕδατα διὰ στενῆς ποταμίας εἰς τὴν Ἀλβανίαν ἐκπίπτει : μεταξὺ δὲ ταύτης τε
ῥέουσί τινες ποταμοί . πρὸς δὲ τούτοις ἐν βάθει τῆς ποταμίας τά τε Σύηβα ὄρη , ὧν τὰ πέρατα ἐπέχει
6604072 πολυχρυσον
θεᾶς . [ τὴν δέ γε τοῦ Μενελάου πολυχρήματον καὶ πολύχρυσον αὐλήν , καθάπερ οἶμαι τῶν Ἀσιαγενῶν τινος βασιλέων .
δὲ καὶ ταύταις : Αἵδε ποτ ' Ἀσίδα γαῖαν ἐπόρθησαν πολύχρυσον , αἵδε καὶ Ἕλλασιν δουλοσύναν ἔπορον . νῦν δὲ
6591753 ἐγυμναζετο
κήποις ἤντλει , μεθ ' ἡμέραν δὲ ἐν τοῖς λόγοις ἐγυμνάζετο : ὅθεν καὶ Φρεάντλης ἐκλήθη . φασὶ δὲ αὐτὸν
πάλιν ἄλλο τι χεῖρον , ἡ δὲ πόλις κατὰ μικρὸν ἐγυμνάζετο τὴν ὑπ ' ἐκείνῳ δουλείαν . εἰ δὲ τὰ
6586432 κινημασιν
εὐδαίμων , ἐν δὲ τοῖς κατ ' αἴσθησιν καὶ ἀλόγοις κινήμασιν εἰκάζει . τὰ γὰρ μὴ παρὰ τὴν τοῦ λόγου
. στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης ] ταραχαῖς . . λυπηρᾶς κινήμασιν βλάβης . . ἦ σοφὸς ] τὸν Πιττακὸν λέγει
6560624 Λευκοθεας
αὐτῷ τὸν ἀγῶνα ἄγουσι . τὴν μὲν δὴ Μολουρίδα πέτραν Λευκοθέας καὶ Παλαίμονος ἱερὰν ἥγηντο : τὰς δὲ μετὰ ταύτην
σχεδίας , νηχόμενος , ὑποβαλλούσης αὐτῷ κρή - δεμνον τῆς Λευκοθέας , ἐκπεσὼν εἰς τὴν Φαιάκων γῆν , ἱκετεύσας βασιλικὴν
6542921 Τροιζηνιαν
[ νέαν ] Τροιζηνίαν ? ? ? ? [ ] Τροιζηνίαν [ νέαν νεανίϲκοϲ ] [ κόρην ἐπρίατο [ ἐραϲθεὶϲ
[ Ἰωνίαν ] . κόρην ] νεανίϲκοϲ [ νέαν ] Τροιζηνίαν [ ] , Τροιζηνίαν [ νέαν νεανίϲκοϲ ] [
6540521 πολιχνης
ἀγχωμάλως καὶ διεκρίθησαν ὑπὸ νυκτός . ὅθεν ὁ Πομπήιος ἐπὶ πολίχνης Μαλίας ἤλασεν , ἣν ἐφρούρουν οἱ Νομαντῖνοι . καὶ
ἐποίει . ἄορι τριγλώχινι : τῇ τριαίνῃ . ἀπὸ Ξάνθοιο πολίχνης : ἀπό τινος Ξάνθου βασιλεύσαντος Τροιζῆνος . Χαλκιδικῆς :
6535171 ἐστεφανωμενη
κατὰ τὸ ἀναδοτικὸν τῶν σπερμάτων εἰδοποιουμένη πάνυ οἰκείως εἰσάγεται στάχυσιν ἐστεφανωμένη . τοῦτο γὰρ ἀναγκαιότατον ὧν κεχάρισται τοῖς ἀνθρώποις ἡ
τοῖς περὶ αὐτὴν ἔθνεσι καὶ γένεσιν ἐκ γῆς καὶ θαλάττης ἐστεφανωμένη : τάξει δὲ τῇ βελτίστῃ συνοικεῖ καὶ οὔτε αὐθάδειαν
6530966 Ἐκβατανα
κατασημηνάμενον τὸ γραμμάτιον πέμψαι παρὰ τὸν Ἀπολλόδωρον ἐκ Βαβυλῶνος εἰς Ἐκβάτανα , δηλοῦντα μηδέν τι δεδιέναι Ἡφαιστίωνα : ἔσεσθαι γὰρ
τῆς βασιλικῆς ἴλης ἡγεμόνι ἐπέστειλεν , ἐπειδὰν ἐκ Σούσων εἰς Ἐκβάτανα ἀφίκηται , κατελέλειπτο γὰρ ἐν Σούσοις ἀρρωστῶν , ἀναλαβόντα
6528369 βφʹ
ἡμέρας καὶ νυκτός . Ἔστι δὲ ἡ Κρήτη μακρὰ στάδια βφʹ , στενὴ δὲ , καὶ τέταται ἀπὸ ἡλίου δυσμῶν
. γίνεται δὲ ἀπὸ Σεσογχώσεως ἐπὶ τὴν Νείλου βασιλείαν ἔτη βφʹ , ἀπὸ δὲ τῆς Νείλου βασιλείας ἐπὶ τὴν Ἰλίου
6526729 πτερωτῳ
ὥρμησα ἀπέδιλος ] ἀνυπόδητος , γυμνοὺς ἔχουσα τοὺς πόδας ὄχῳ πτερωτῷ ] ἐν ἅρματι ἢ ἐν πτεροῖς : ὄχημα γὰρ
τολμηρότερον ἐνταῦθα παρεῖναι : ἦλθον δὲ καὶ ὥρμησα ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ . διὰ τοῦτο δὲ δηλοῖ ὅτι σπουδαίως παρεγένοντο ,
6520821 Ἀταλαντην
Ἀλόπην . ἔπειτα τὴν προκειμένην τῆς Λοκρίδος νῆσον , ὀνομαζομένην Ἀταλάντην , ἐπιτείχισμα τῆς Λοκρίδος κατεσκεύασε , πολεμῶν πρὸς τοὺς
καὶ εἷλεν Εἰδομενὴν μὲν κατὰ κράτος , Γορτυνίαν δὲ καὶ Ἀταλάντην καὶ ἄλλα ἄττα χωρία ὁμολογίᾳ διὰ τὴν Ἀμύντου φιλίαν
6520288 ὠδυρετο
πρὸς αὐτόν : ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι τῆς κατειληφυίας αὐτὸν ὠδύρετο τύχας , ὡς ἐκ μεγάλης ἐκπεσὼν εὐδαιμονίας ἐν ἡμέρᾳ
; καὶ πῶς ἂν ἔτι ἦν Σωκράτης , εἰ ταῦτα ὠδύρετο ; πῶς ἂν ἔτι ἐν τῇ φυλακῇ παιᾶνας ἔγραφεν
6520200 Κορωνου
τεκεῖν νομίζουσιν ἐξ Ἀπόλλωνος καὶ ὁ παῖς ὠνομάσθη Κόρωνος , Κορώνου δὲ γίνονται Κόραξ καὶ νεώτερος Λαμέδων . Κόρακος δὲ
. Κορώνεια , πόλις Βοιωτίας . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ἀπὸ Κορώνου τοῦ Θερσάνδρου . ἐν ταύτῃ οὐ φαίνεται ἀσπάλαξ ,
6519917 ἐγεγηθει
, ἔτι δὲ ἁρπαγαῖς καὶ πλεονεξίαις καὶ τοῖς παραπλησίοις θρέμμασιν ἐγεγήθει . παγκάλως οὖν ὁ νομοθέτης ἐν ταῖς παραινέσεσιν ἐκδιδάσκει
πελάσας , ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ ' ἐγεγήθει . νῦν δ ' αἰθέριον κίνυγμ ' ὁ τάλας
6516740 Θεραπνη
περὶ Ἀχιλλέως πεποίηται λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν . Θεράπνη δὲ ὄνομα μὲν τῷ χωρίῳ γέγονεν ἀπὸ τῆς Λέλεγος
τοῦ τῆς Ἀργείας . Πλευρὼν γὰρ πόλις Πελοπονήσου † καὶ Θεράπνη ὁμοίως , ὅθεν Ὀρφεὺς καὶ Τρυφιόδωρος Θεραπναίαν καλοῦσι τὴν
6515240 ΒΑΠ
ΟΠ καὶ ΒΞ καὶ ΞΟ . ἐπεὶ οὖν δύο αἱ ΒΑΠ δύο ταῖς ΒΑΓ ἴσαι εἰσίν , γωνία δὲ ἡ
δύο ταῖς ΒΑΓ ἴσαι εἰσίν , γωνία δὲ ἡ ὑπὸ ΒΑΠ γωνίας τῆς ὑπὸ ΒΑΓ μείζων ἐστίν , καὶ ἡ
6509445 Ἀνδριων
ἣν Ἄκανθος ἐπὶ τῷ ἰσθμῷ τοῦ Ἄθω κειμένη πόλις , Ἀνδρίων κτίσμα , ἀφ ' ἧς συχνοὶ καὶ τὸν κόλπον
' αὖ χεῖρον ἀπήλλαττον ἀντὶ Μεγάρων καὶ Ἐπιδαύρου καὶ τῆς Ἀνδρίων ἢ Μυκονίων ἀγορᾶς ἐν τοῖς Ῥωμαίων ἱεροῖς ἀνακείμενοι .
6504049 Ποιμην
τῶν προβάτων ἀγέλην κράτιστος νέμειν ; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ποιμήν . Οἱ τοῦ ποιμένος ἄρα νόμοι ἄριστοι τοῖς προβάτοις
ἔστι δὲ καὶ χωρίον Κυζίκου . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως . Ποιμήν , ὄρος τῆς Ποντικῆς , ἀφ ' οὗ καταρρεῖ
6501912 Ὑστασπης
βασιληίη αὐτοῦ περιχωρέοι ἐς Δαρεῖον . Ἀμείβεται δὴ ὦν ὁ Ὑστάσπης τοῖσδε : Ὦ βασιλεῦ , μὴ εἴη ἀνὴρ Πέρσης
τοὺς Σκύθας καλέουσι Σάκας . Βακτρίων δὲ καὶ Σακέων ἦρχε Ὑστάσπης ὁ Δαρείου τε καὶ Ἀτόσσης τῆς Κύρου . Ἰνδοὶ
6501701 πελειαδος
' ὅλου ἔτους ὀχεύεται καὶ τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς ἀναιδοῦς κατὰ τὸν Ὅμηρον εἵνεκ
εἴλει ῥόος : ἄκρα δ ' ἔκοψαν οὐραῖα πτερὰ ταίγε πελειάδος , ἡ δ ' ἀπόρουσεν ἀσκηθής , ἐρέται δὲ
6501301 ἐνυξεν
σάκος εὐρὺ καὶ ἱππόκομον τρυφάλειαν Κάστωρ , πολλὰ δ ' ἔνυξεν ἀκριβὴς ὄμμασι Λυγκεύς τοῖο σάκος , φοίνικα δ '
δὲ λόγος οὗτος , τῆς θωρακοζώνης εἰς τὸ κάτω μέρος ἔνυξεν . , ὁ δὲ λόγος οὗτος , , .
6497319 ἐξαδελφος
τῷ μεγάλῳ Κωνσταντίνῳ καὶ γνησιώτατα προσῳκείωτο : ἐκείνου τε γὰρ ἐξάδελφος ἦν καὶ τὴν τοῦ δουκὸς Κωνσταντινουπόλεως ἀξίαν παρ '
Ἐκεῖσε δὲ γενομένῳ συνεβούλευον ὅ τε Παλαιολόγος καὶ ὁ τούτου ἐξάδελφος Κουρτίκης ληΐσασθαι τὰ παρατυχόντα ἄχρι Νικαίας , ὑποστρέψαι δὲ
6495911 Κορινθια
δίδωσι : καὶ ἦν Περγαμηνοῖς καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι λάφυρα Κορίνθια . πόλεων δέ , ὅσαι Ῥωμαίων ἐναντία ἐπολέμησαν ,
λήκυθον διὰ τὸ Δωρίδα φάναι ἀντὶ Κορινθίας : τὰ γὰρ Κορίνθια χαλκώματα διαβεβόηται . ἦ ῥ ' οὐκ ἄλλο :
6494871 Ἀρειων
, ἵνα καὶ Σατιβαρζάνης ἧκε παρ ' αὐτὸν ὁ τῶν Ἀρείων σατράπης . τούτῳ μὲν δὴ τὴν σατραπείαν ἀποδοὺς ξυμπέμπει
μικρός . Λῴων : βελτίων , ἀπὸ τοῦ λωΐων . Ἀρείων : κρείττων . Κῷος : ἀπὸ τῆς Κῶ νήσου
6490062 Ἀμυμωνης
ἀντὶ τῶν πρωτοτύπων : ἵν ' ᾖ : Ποσειδῶνος καὶ Ἀμυμώνης ὕδασιν : Ἀμυμωνίοις : Δαναοῦ θυγατέρες Ἵππη Ἀμυμώνη Φυσάδεια
δὲ ὕδραν εὑρὼν ἔν τινι λόφῳ παρὰ τὰς πηγὰς τῆς Ἀμυμώνης , ὅπου ὁ φωλεὸς αὐτῆς ὑπῆρχε , βάλλων βέλεσι
6477359 γελασασα
καὶ τῶν εἰδότων ; Συμπάντων μὲν οὖν . Καὶ ἣ γελάσασα Καὶ πῶς ἄν , ἔφη , ὦ Σώκρατες ,
ἠξίου ποτὲ τῆς πυγῆς αὐτῆς λαβέσθαι ὁ Δημοφῶν , εἶπε γελάσασα : ἵνα Σοφοκλεῖ δῷς παρ ' ἐμοῦ λαβών ,
6474839 Σελευκεις
, πόλις τραχείας Κιλικίας „ ὅπου πρότερον ᾤκουν οἱ νῦν Σελευκεῖς ” . τὸ ἐθνικὸν Ὁλμεῖς , ὡς Ταρσεῖς .
ταπεινῶσαι . Ὅτι Ἀρσάκης ὁ τῶν Πάρθων βασιλεὺς ἀλλοτρίως πρὸς Σελευκεῖς διακείμενος καὶ μνησικακῶν ἐπὶ ταῖς ὕβρεσι καὶ ταῖς τιμωρίαις
6473751 λαϊδος
διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . . λαΐδος ] ληΐδος , λαοῦ . μιξοθρόου ] τῶν μεμιγμένων
] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . Ξ λαΐδος ] λαοῦ λαφυραγωγίας . θ ὀλλυμένας ] πορθουμένας .
6472314 Φλεγυων
καὶ ὀμφαὶ τρίποδος ἐκλέλειπται πάντα . λῃστεύει δὲ τῶν ἄλλων Φλεγυῶν ἀποτάξας ἑαυτόν : τὴν γὰρ δρῦν , ὦ παῖ
τὸ ταύτην πανάκειον . Ἐν γὰρ δὴ τῇ χώρᾳ τῇ Φλεγυῶν , πλησίον Μέλανος τοῦ ποταμοῦ καὶ παρὰ τὸ χεῖλος
6469014 ΖΒΑ
ΘΛ μείζονές εἰσιν . καὶ τὸ ἀπὸ συναμφοτέρου ἄρα τῆς ΖΒΑ ὡς μιᾶς μεῖζόν ἐστιν τοῦ ἀπὸ ΘΛ . ἀλλὰ
λόγος ἐστὶ δοθείς : καὶ συνθέντι τοῦ ΓΕΒΖΑ πρὸς τὸ ΖΒΑ λόγος ἐστὶ δοθείς . τοῦ δὲ ΖΑΒ πρὸς τὸ
6468547 καινοπηγες
“ ὅπλα ἔθεντο ” ἀντὶ τοῦ ἔλαβον . . . καινοπηγὲς ] παραδόξως κατεσκευασμένον . . προσμεμηχανευμένον ] ἐκ μηχανῆς
λιτῶν τῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βία . ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκος διπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον . χρυσήλατον γὰρ
6465482 φλοιδουμενος
γνάθοις Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων . ἔμπνους δὲ δαιτρὸς ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας
ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν .
6463652 Θαψον
καὶ τοὺς πεζοὺς ἀποβιβάσαντες , ταῖς τε ναυσὶν ἐς τὴν Θάψον καθορμισάμενοι : ἔστι δὲ χερσόνησος μὲν ἐν στενῷ ἰσθμῷ
τὸ ἐθνικὸν Λόκριος ὡς Κύπριος . Λοπαδοῦσσα , νῆσος κατὰ Θάψον τῆς Λιβύης , ὡς Ἀρτεμίδωρος ἑβδόμῳ γεωγραφουμένων . τὸ
6458397 κολοσσοβαμων
βωμοὺς τάφους καλεῖσθαι . πτυχαῖς ἤτοι τόποις ἐξοχὰς ἔχουσιν . κολοσσοβάμων : ἁλούσης τῆς Ἰλίου Διομήδης ἀντὶ τοῦ ἕρματος ἐκ
δ ' Ἀρχίλοχος ἀπὸ ποταμοῦ . . . . : κολοσσοβάμων ] ἁλούσης τῆς Ἰλίου Διομήδης ἀντὶ τοῦ ἕρματος ἐκ
6457738 Ἀριαν
ἐπὶ Βάκτρων Ἀλέξανδρος ἐκ τῆς Παρθυηνῆς : εἰς γὰρ τὴν Ἀρίαν ἧκεν , εἶτ ' εἰς Δράγγας , ὅπου Φιλώταν
διόπερ εὐζώνους ἄνδρας ἐξέπεμψεν εἰς τὴν Παρθυαίαν καὶ Δραγγινὴν καὶ Ἀρίαν καὶ τὰς ἄλλας τὰς πλησιοχώρους τῇ ἐρήμῳ , προστάξας
6456953 καταδραμων
τὰς πρὸ τοῦ ἄστεος οἰκίας καὶ πᾶσαν τὴν ἄλλην νῆσον καταδραμὼν καὶ κώμας διαρπάσας καὶ λείαν πλείστην ἐλάσας καὶ ταῖς
. ὑποδραμὼν τῶν ἐκ Πύλου : ἀντὶ τοῦ προδραμών , καταδραμὼν τοὺς ἐν Πύλῳ στρατηγούς . ὅτι συνεχῶς μέμνηται τοῦ
6454621 ἀβυσσου
τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς ἀβύσσου πάντων ὑδάτων . ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων
, ὡς καὶ αὐτός φησιν : ἐρράγησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου , ἀλλ ' οὐκ ἐπιτάσει ποσῇ τινι . :
6450967 ἀνεδησε
˘˘˘˘˘˘ – – – ] δε θεοῦ πρώτη πλοκάμους ? ἀνέδησε ? [ ˘˘˘˘˘˘ – – ] ων ? λήθη
ἀγωνίζονται , καὶ Θουκυδίδης πέμπτῃ : προελθὼν ἐς τὸν ἀγῶνα ἀνέδησε τὸν ἡνίοχον . ἀδαῖον : τὸ εἰς κόρον ἄγον
6450568 Καλλιστους
μακρὰ Λυκαίου : ἐπὶ τῷ Λυκαίῳ φασὶ χωρίον καλούμενον [ Καλλιστοῦς ] . . . εἰς ὅ φασι τὰ εἰσερχόμενα
: σταδίους δὲ ὡς τριάκοντα καταβάντι ἐκ Κρουνῶν τάφος ἐστὶ Καλλιστοῦς , χῶμα γῆς ὑψηλόν , δένδρα ἔχον πολλὰ μὲν
6448031 Δηϊανειραν
καὶ διὰ τοῦ Λίχα πέμψαντος αὐτὴν ὡς αἰχμάλωτον πρὸς τὴν Δηϊάνειραν , εἰς ἔννοιαν καὶ εἰς ζηλοτυπίαν ἐκινήθη ἡ Δηϊάνειρα
Δηϊάνειραν . Αὐτὸς μὲν οὖν Ἡρακλῆς τὸν ποταμὸν διῄει : Δηϊάνειραν δὲ μισθὸν αἰτηθεὶς , ἐκέλευε Νέσσῳ διακομίζειν . Ὁ
6446051 διεβαινεν
ἐν τοῖς ὑποκειμένοις μενούσης , τοῦ αἰσθητηρίου μὴ θιγόντος , διέβαινεν ἡ ταύτης αἴσθησις πρὸς ἡμᾶς . ἀλλὰ γὰρ κἂν
ὅταν τῶν δευτέρων λάβωσι πεῖραν . ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν . ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ ,
6445016 ΜΛΒ
μείζονα γωνίαν ὑποτείνει . καὶ ἐπεὶ ἡ ΜΒ τὴν ὑπὸ ΜΛΒ γωνίαν ὑποτείνει , ἡ δὲ ΜΛ τὴν ὑπὸ ΜΒΛ
δὲ ΜΛ τὴν ὑπὸ ΜΒΛ , μείζων δὲ ἡ ὑπὸ ΜΛΒ τῆς ὑπὸ ΜΒΛ , μείζων ἄρα καὶ ἡ ΜΒ
6443511 Βυνη
εἰς ΝΗ δισύλλαβα τῷ Υ μακρῷ παραληγόμενα βαρύνεται : μύνη Βύνη Φρύνη . τὸ δὲ γυνή ὀξύνεται τὸ Υ βραχὺ
δύω Δύνη , ἡ καταδύσασα εἰς θάλασσαν , καὶ τροπῇ Βύνη . . . . βυρσοδέψης : ὁ αὐτὸς †
6442997 Μυσον
μελίττας ἐκώμασεν : ἐπὶ τῶν κακουμένων ἀθρόως . Εἴ σοι Μυσὸν ἥδιον καλεῖν : Μῦσός τις μυσὸς ἐβούλετο καλεῖσθαι :
' αἴας μηλοβότου Φρυγίας διαμπάξ : περᾷ δὲ Τεύθραντος ἄστυ Μυσὸν Λύδιά τ ' ἂγ γύαλα , καὶ δι '
6441656 Χαρικλειδης
. Τοῦ δ ' ἔτους τούτου διεληλυθότος Ἀθήνησι μὲν ἦρχε Χαρικλείδης , ἐν Ῥώμῃ δ ' ὕπατοι κατεστάθησαν Λεύκιος Αἰμίλιος
: Πηλεὺς Πηλείδης Πηλείων : Ἡρακλῆς Ἡρακλείδης Ἡρακλείων : Χαρικλῆς Χαρικλείδης Χαρικλείων . Τὰ ἀπὸ ῥημάτων συγκείμενα τὴν αὐτὴν ἔχει
6438537 ἀναθοροντες
οἱ λοιποὶ δ ' ἔς τι χῶμα πρὸ τοῦ στρατοπέδου ἀναθορόντες αὐτό τε διέσωσαν γενναίως ἀμυνόμενοι καὶ τὸν Ἀννίβαν ἐκώλυσαν
δὲ πρὸς μὲν τὴν κάμηλον ἐφοβήθησαν καὶ ὀλίγου δεῖν ἔφυγον ἀναθορόντες , καίτοι χρυσῷ πᾶσα ἐκεκόσμητο καὶ ἁλουργίδι ἐπέστρωτο καὶ
6432490 αὐτοκλητος
συμβολὴν τῆς μάχης ὑπευλαβούμενος . Καταλαμβάνει δὲ Κότταν σπουδῇ πολλῇ αὐτόκλητος ὁ Τριάριος , καὶ Μιθριδάτου ὑποχωρήσαντος εἰς τὴν πόλιν
αἱμάτων ἄγος ἐπαίροντα . προσδρακεῖν ] λείπει ὁ καί . αὐτόκλητος ] αὐτὸς αὑτὸν καλέσας ἐπὶ τῶι μιᾶναι τὸν ναόν
6430533 ὀχῳ
φησί . : ἀπέδιλος ] Γείτονες ἄζωστοι ἔκιον . : ὄχῳ πτερωτῷ ] Ταῖς πτέρυξιν δι ' ὧν ἐπωχοῦντο οἱ
δ ' ἀπέδιλος ] ἦλθον δὲ καὶ ὥρμησα , ἁπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ , ἤγουν τῇ δι ' ἀέρος πτήσει .
6427303 ἐκλαυσεν
συλλαβὴ λύει τὴν αἰτίαν , ἵνα ᾖ : τῆνον ἂν ἔκλαυσεν , εἰ ἐν Σικελίᾳ λέων ἦν . πολλαί οἱ
καὶ αὐτὸς σφόδρα : καὶ Μιχαὴλ ἰδὼν αὐτοὺς κλαίοντας , ἔκλαυσεν καὶ αὐτός : καὶ ἔπεσαν τὰ δάκρυα Μιχαὴλ ἐπὶ
6426700 Καρμανιης
τι καὶ ἔνυδρος . ὁρμίζονται δὲ ἐν Βάδει χώρῳ τῆς Καρμανίης οἰκουμένῳ , δένδρεά τε πολλὰ ἥμερα πεφυκότα ἔχοντι πλὴν
προσήκοντά οἱ οὐδέν . Τὸν δὲ Κῦρος ἑλὼν Βαβυλῶνα , Καρμανίης ἡγεμονίῃ δωρέεται . Καὶ περὶ τοῦ κτίσαι δὲ τὸν
6425512 φοβερως
καὶ πρόσωπον ῥομφαίας πυρίνης καὶ πρόσωπον ξιφηφόρον καὶ πρόσωπον ἀστραπῆς φοβερῶς ἐξαστράπτον καὶ ἦχος βροντῆς φοβερᾶς : ἔδειξεν δὲ καὶ
, ἤγουν ἐνδύματα , ἐχούσῃ σπειρώδει ] κυκλοέσσῃ ἔκπαγλα ] φοβερῶς νέην φοινίξατο σάρκα : ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν
6425135 Ῥοδογουνη
, οἷον τῆς Ἰωνίας Καλλιρόη , τοιοῦτο τῆς Ἀσίας ἡ Ῥοδογούνη . λαβοῦσαι δὲ αὐτὴν αἱ γυναῖκες ἐκόσμουν , ἑκάστη
“ ταῦτα λέγουσα ἔτι ἀπῄει . † ἐπιστᾶσα † δὲ Ῥοδογούνη , Ζωπύρου μὲν θυγάτηρ , γυνὴ δὲ Μεγαβύζου ,
6419477 Σολιος
, Ἄνδρων δὲ Καβήλεω Τήιος . Κυπρίων δὲ Νικοκλέης Πασικράτεος Σόλιος καὶ Νιθάφων Πνυταγόρεω Σαλαμίνιος . ἦν δὲ δὴ καὶ
καὶ προσηύχοντο . . . : Δημοχάρης δ ' ὁ Σόλιος τὸν Δημήτριον ἐκάλει Μῦθον : εἶναι γὰρ αὐτῷ καὶ
6418683 ἁγιας
τὰς ἀποκαλύψεις καὶ τὰ ὁράματα ἅ μοι ἔδειξεν διὰ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας αὐτοῦ τελειώσῃ , ἵνα με ἰσχυροποιήσῃ καὶ δῷ
[ , . ] περὶ τούτων τά τε ἐπὶ τῆς ἁγίας κιβωτοῦ ἱστορούμενα μηνύει τὰ τοῦ νοητοῦ κόσμου τοῦ ἀποκεκρυμμένου
6417505 ἐβασταζεν
τὸ κεῖτο ἔταξεν . ἐπωμαδὸν ἠέρταζεν : κατὰ τοὺς ὤμους ἐβάσταζεν , ἐπὶ τῶν ὤμων ᾖρεν . διὰ δὲ τοῦ
τῶν προβάτων , χειρὸς ὠφέλειαν ἄλλοις μετεδίδοσαν . Ὁ μὲν ἐβάσταζεν ἐν ἀρρίχοις βότρυς καὶ ἐπάτει ταῖς ληνοῖς ἐμβαλὼν καὶ
6414103 νεωκορος
τοῦ καλλύνειν καὶ κοσμεῖσθαι τάσσεται : ἀφ ' οὗ καὶ νεωκόρος . σημάντορες οἱ βασιλεῖς , ἀπὸ τοῦ σημαίνειν ,
ἀλλαχῇ κεῖται , ὡς ἔτυχε . . : ὅθεν καὶ νεωκόρος . . . , : καὶ σοβαρὰν τῷ εἴδει
6411043 ἐδραμε
οὕτως ἀΐδαο μακρὴν ὁδὸν εἰ πρὶν ὁ ποσσὶν ἀλλοτρίοις βαδίσας ἔδραμε νυκτὶ μιῇ . Γεγόνασι δὲ Λύκωνες καὶ ἄλλοι :
τὸ ἔλαττον . καὶ ὁ μὲν ταῦτα συντελέσας ὁ Μάξιμος ἔδραμε παρὰ τὴν Σωσιπάτραν , καὶ παραφυλάττειν ἠξίου μάλα ἀκριβῶς
6409218 νασμος
καὶ νᾶμα καὶ ναύτης καὶ ναῦς καὶ νάουσαν ἀκρότομον . νασμός ὄμβρος ἀπὸ τοῦ νάω , ὅθεν καὶ νᾶμα καὶ
Σάον , ὅτ ' ἠμάθυνε πᾶσαν ὀμβρήσας χθόνα Ζηνὸς καχλάζων νασμός . οἱ δὲ πρὸς πέδῳ πύργοι κατηρείποντο , τοὶ
6408972 φαρετρα
: ἀλληγορεῖ ἀπὸ τῶν τόξων μεταφέρων ἐπὶ τὰ ποιήματα : φαρέτρα μὲν γὰρ ἡ διάνοια , βέλη δὲ οἱ λόγοι
διφθέραι καὶ μάχαιραι καὶ σκῆπτρα καὶ δόρατα καὶ τόξα καὶ φαρέτρα καὶ κηρύκεια καὶ ῥόπαλα καὶ λεοντῆ καὶ παντευχία μέρη
6404404 ἐγελασαν
Ἀχιλλᾷ δ ' ἐφήσθησαν καὶ Ποθεινῷ καὶ τὴν Φαρνάκους φυγὴν ἐγέλασαν . Χρήματα δ ' ἐν τοῖς θριάμβοις φασὶ παρενεχθῆναι
, οἶμαι , μείζω τῆς δυνάμεως τολμᾶν . Ἥσθησαν καὶ ἐγέλασαν ἅπαντες οἱ τῆς κωμῳδίας ἀκούσαντες : ἤκουσαν δὲ πλὴν
6403941 Αὐτης
μῆκος στάδια ρʹ . Εἰς Αἰγιλίαν πλοῦς προαριστίδιος . [ Αὐτῆς Αἰγιλίας μῆκος στάδια νʹ . Ἀπ ' Αἰγιλίας εἰς
ρʹ . Εἰς Ῥόδον ἀπὸ Καρπάθου πλοῦς στάδια ρʹ . Αὐτῆς Ῥόδου μῆκος στάδια χʹ . Ἀπὸ Ῥόδου εἰς τὴν
6400152 ὀξυστομῳ
. κεραστὶς δὲ γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ μανικῶς ὥρμων καὶ ἐκινούμην πρός τε τὸν ῥοῦν τῆς
. . : ἦσαν ] Ἐγένοντο . ἀντιχρονισμός . : ὀξυστόμῳ ] Ὀξέως δάκνοντι . μόνον δὲ τὴν ὄψιν μετεβλήθη
6396428 ὑπηρετιν
ὀμιώμεθα : Ἀντὶ τοῦ ὅπως ὀμόσωμεν . Σκύθαινα : Τὴν ὑπηρέτιν λέγει . Σκύθας γὰρ καὶ τοξότας ἐκάλουν τοὺς δημοσίους
ἀκούομεν , φησί , τὴν πατρίδα αὐτὴν τὴν σήν , ὑπηρέτιν εἶναι τῆς ἐπὶ τῇ νίκῃ ᾠδῆς , ἤγουν ἡ
6395919 Ἱερευς
. . . . . . . . . α Ἱερεὺς . . . . . . . . .
: νῦν γὰρ πεινῶν δεινῶς πώς εἰμ ' ἐπιλήσμων . Ἱερεὺς γὰρ ὢν τετύχηκα τῆς Κολαινίδος . Ὁ μὲν ποταμὸς
6395853 ἐπερων
ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ τοῦ Σύφακος ἐς φυγὴν τὸν ποταμὸν ἐπέρων , ἔνθα τις αὐτοῦ τὸν Σύφακος ἵππον ἔβαλεν :
, τὸν δὲ στρατὸν ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ἐς τὸ Βρεντέσιον ἐπέρων ὡς χρησόμενος δὴ ἐς τὰ ἐπείγοντα . καὶ σὺν
6395656 μαρμαρυγης
: κονταρίοις . καταΐγδην : ὁρμητικῶς . Σμαραγῆς : γράφεται μαρμαρυγῆς . μαρμαρυγῆς : φαντασίας , κινήσεως , ἐκλάμψεως .
πάλιν τῶν νεφῶν φωτὸς ἀναπτομένου καὶ σβεννυμένου ἢ ἐκ πυρὸς μαρμαρυγῆς ἐκπεμπομένης . ὄμβροι δὲ ἐξ ὑγρασίας ἀναδόσεως καὶ νεφελῶν
6391684 Μολις
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι
6390827 διαφθαρεισης
ἐν ᾗ ἦν γεγονυῖα ἡ νύμφη , ὑπὸ χειμάρρου ποταμοῦ διαφθαρείσης . μὸν ἀνέτρεψε καὶ τὴν γῆν χώματι ὠχύρωσεν .
. τὸ δὲ ναυαγεῖν τῆς νεὼς ἤτοι ἀνατραπείσης [ ἢ διαφθαρείσης ] ἢ πέτραις περιρραγείσης πάντας βλάπτει πλὴν τῶν βίᾳ
6387909 Συρτεως
. . . . . λη ∠ ʹ λβ . Σύρτεως μικρᾶς θέσις . Θέαιναι . . . . .
ἀπὸ τοῦ Ἀμψάγα ποτ . μέχρι τοῦ μυχοῦ τῆς Μεγάλης Σύρτεως , ἧς ἡ περιγραφὴ ἔχει οὕτως : Μετὰ τὰς
6387018 ἡψω
τα καὶ ἄνωθεν ἄρξασθαι συναισθανόμενος ὅτι μέχρι νῦν οὐδ ' ἥψω τοῦ πράγματος , καὶ λοιπὸν ἔνθεν ἀρξάμενος προσοικοδομεῖν τὰ
ἔλαβες εἰς συνουσίαν . ὠρχιπέδησας : Ἀντὶ τοῦ τῶν ὄρχεων ἥψω καὶ κατέσχες αἰσχρῶς . ἐν ἤθει δὲ , ἢ
6385810 Χηλης
Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ
. δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία .

Back