τὴν ἔκλειψιν γίνεσθαι , ἕτερον δὲ πάλιν πρὸς ταῖς ἀνατολαῖς ἐξάπτεσθαι . παρεισήγαγε δὲ καὶ ἔκλειψιν ἐντελῆ , ὥστε τὴν
εἰρημένοις ἀτοπωτάτοις οὖσιν ἔτι καὶ τὰ ἄστρα ἀπεφήνατο ἀνατέλλοντα μὲν ἐξάπτεσθαι , δυόμενα δὲ σβέννυσθαι . Ὅπερ ὁμοιότατόν ἐστιν ,
7407251 ἀεροβατω
περιπατεῖν , τῷ ἀέρι ἐπιβαίνειν . ὁ Σωκράτης ἔφη : ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν
κλάσω τὸν τράχηλον . κλασθῶ . ὥσπερ καὶ Σωκράτης ἔφη ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . πρὸς τοὺς λόγους αὐτῶν
7271377 εἱλησιν
ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ , ] τὴν εἵλησιν . αἱ δὲ αὖραι διακινοῦσι τὴν πλεκτάνην τοῦ καπνοῦ
τὸ χαλῶ , καὶ συγκοπῇ , χλῶ . τὸ κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος
7238117 ἐπικρατουντα
, μηδενὸς μὲν ἑτέρου τῶν ἐκ τοῦ πλήθους διὰ τὸν ἐπικρατοῦντα κατὰ πάντων φόβον ἐς λόγους αὐτῷ θαρροῦντος ἐλθεῖν ,
Ἐ . τὴν Φιλίαν λέγων καὶ τὸ Νεῖκος παρὰ μέρος ἐπικρατοῦντα τὴν μὲν συνάγειν τὰ πάντα εἰς ἓν καὶ φθείρειν
7222207 συναιρομαι
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι
7202992 Βλεπεις
εἶναι : ὅμοια γὰρ ἦν πάντα . λέγει μοι : Βλέπεις , φησί , τὰ δένδρα ταῦτα ; Βλέπω ,
τοῦ ἰδεῖν . ἐμβλέψασά μοι ὑπεμειδίασεν καὶ λέγει μοι : Βλέπεις ἑπτὰ γυναῖκας κύκλῳ τοῦ πύργου ; Βλέπω , φημί
7179172 Ὁπλα
εἰσαγομένων ἐπιστολῶν εἶναι ἐπισκόπησιν , πρὸς οὓς οἰσθήσεται πρότερον . Ὅπλα οἷς ἐστιν ἑνὸς πλείω ἀπογράφεσθαι , καὶ ἐξάγειν μηδένα
ἂν καὶ ὠμῶν ἐσθίειν αὐτῶν . πάλιν οὖν ἐρωτώντων : Ὅπλα δὲ πόθεν ἔφασαν λήψεσθαι ; τὸν δ ' εἰπεῖν
7167727 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
7141881 διαπνειν
καλαμίνου , ἄνωθέν τε αὐτῆς ἐπίρριψον σκεπάσματα πρὸς τὸ μὴ διαπνεῖν τὸ ὄξος , ὡς ἂν διαλυθεῖσα καὶ διαρρεύσασα καταπέσῃ
' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων , διαπνέων ,
7112112 κισηροειδη
διάπυρον . . . Θαλῆς δὲ γεώδη . . . κισηροειδῆ δὲ Διογένης . . . ὁ δὲ Ἀριστοτέλης σφαῖραν
Αἰγὸς ποταμοῖς πυροειδῶς κατενεχθέντα ἀστέρα πέτρινον . , Δ . κισηροειδῆ τὸν ἥλιον , εἰς ὃν ἀπὸ τοῦ αἰθέρος ἀκτῖνες
7091210 ὑφαπτειν
καὶ ἐν Πέρσαις ὁ αὐτός : ἐπὶ τηγάνοις καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις :
Οἴτην ὄρος , ἔνθα πυρὰν ἔνησεν , ἧς ἐπιβὰς , ὑφάπτειν ἐκέλευσε . Μηδενὸς δὲ τῶν σὺν ἐκείνῳ τοῦτο πράττειν
7085867 ἐκφρονα
τῇ νάρδῳ , ποιεῖ δὲ ἐπισφαλῶς τῷ βαδίζειν χρῆσθαι , ἔκφρονα πρὸς τούτοις καθίστησιν , ἐν μιᾷ τὸν πιόντα αὐτὸ
αὐτόθι ἱερόν . ταύτας τὰς θεάς , ἡνίκα τὸν Ὀρέστην ἔκφρονα ἔμελλον ποιήσειν , φασὶν αὐτῷ φανῆναι μελαίνας : ὡς
7074224 καταφρυγει
μικροῦ . ὁμοίω ] ⌈ ἤγουν πάρισα καὶ ἰσοκατάληκτα . καταφρύγει ] διόλου καίει . τοὺς δὲ ζῶντας ] ⌈
καίει . φλέγει , τὸ λεγόμενον τζουρουφαίζει ? ? . καταφρύγει τοὺς πένητας , διότι εἰσὶν ἄστεγοι : οἱ δὲ
7072449 ἐκτειν
δ ' ὑπὲρ ἁπάσης Ἑλλάδος δώσει δίκην , ὦν πατέρας ἔκτειν ' , ὧν δ ' ἀπώλεσεν τέκνα , νύμφας
ἐρήμους καὶ παρόντα μηδένα ἐρρυσάμην ἀδελφόν , ὃν δ ' ἔκτειν ' ἐγώ , ἔκρυψα δ ' ἄμμῳ τοῦτον ,
7044513 ἀποπνειν
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ?
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν
7043581 πνιγηρον
” ἐπὶ τελευτῇ δὲ τοῦ λόγου διαβάλλων τὴν πόλιν ὡς πνιγηρὸν οἰκητήριον τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὧδε ἀνεφθέγξατο : ” ἀλλ
τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται καὶ μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες . Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες
7042177 ἀμαν
διὰ τὸ πένθος : τὸν ἐμὸν τράχηλον : σκιάζων δέραν ἀμάν : ἀντὶ τοῦ ἀγαπητικῶς περιπτυσσόμενος καὶ ἐκτενῶς ἀσπάζου τὴν
διὰ τὸ πένθος : τὸν ἐμὸν τράχηλον : σκιάζων δέραν ἀμάν : ἀντὶ τοῦ ἀγαπητικῶς περιπτυσσόμενος καὶ ἐκτενῶς ἀσπάζου τὴν
7034950 ἀσφαλισαι
εἰλαπινάζει : εὐωχεῖται . Ἱέμενον : προθυμούμενον . ἐρεῖσαι : ἀσφαλίσαι , σφαλίσαι , ἑδραιῶσαι . Ἀμφιδύμους : διπλᾶς .
βαρέως ἐπεξελθεῖν τὰς κινήσεις . . φράξαι ] φύλαξον καὶ ἀσφαλίσαι . καταιγίσαι ] καταβαλεῖν καὶ ἀνατρέψαι . χρῆται δὲ
7029842 ἀποχαλα
: ἀπόκλειε , ἔφελκε . ὅθεν “ ἰλλάσιν ” . ἀποχάλα ] ἐνδίδου καὶ ἐπάφιε . ζωΰφιον , ᾧ χρῶνται
πῶς . ὅπως ] πῶς . εἷλε ] στρέφε . ἀποχάλα ] ἀφίει . λινόδετον ] ἐν λίνῳ δεδεμένην .
7026560 ὀξιζειν
τρεπομένων οἴνων καὶ τῶν μονίμων . ιϚʹ . οἶνον ἀρχόμενον ὀξίζειν θεραπεῦσαι . ιζʹ . οἶνον διὰ θαλάττης περαιούμενον μόνιμον
οἴνου , οἷς ἅλες ἐμβάλλονται ὑπὲρ τοῦ μὴ ἐξίστασθαι μηδὲ ὀξίζειν εὐχερῶς . ἢ ἐπεὶ τοὺς ὑπὸ μέθης καὶ ὡς
7020371 οὐριειν
οἱ δυστυχοῦντες δυστυχίαν φαντάζεσθαι , οἱ δὲ εὐτυχοῦντες εὐτυχίαν . οὐριεῖν : οὐριοδρομεῖν . παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν τοῖος γὰρ νόος
οἱ δυστυχοῦντες δυστυχίαν φαντάζεσθαι , οἱ δὲ εὐτυχοῦντες εὐτυχίαν . οὐριεῖν : οὐριοδρομεῖν , παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν , Τοῖος γὰρ
7011989 καταπιπτοντα
μύστας θείων , εὐεργετικοὺς φιλοσυνήθεις αὐτάρκεις θρασυδείλους , γενναίως τὰ καταπίπτοντα φέροντας , δυσεπιτεύκτους καὶ ἀνωμάλους περὶ τὸν βίον ,
Ἀφροδίτη , καὶ ἐπ ' ἀγαθῷ μοι φανείης . ” καταπίπτοντα δὲ αὐτὸν ἤδη Λεωνᾶς ὑπέλαβε καὶ “ αὕτη ”
7004062 παραιβασιαν
χρησμῶν τοῦ Ἀπόλλωνος παράβασιν . παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς
παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς . ὃν ταχέως ὁ Ἀπόλλων
6995955 πυριγενη
' ἃς πεπαρῳνήκασιν ἤδη πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος .
κατὰ τὴν γένεσιν αὐτοῦ γενομένου βρόμου : ὁμοίως δὲ καὶ πυριγενῆ διὰ τὴν ὁμοίαν αἰτίαν ὠνομάσθαι . Θρίαμβον δ '
6978924 ἐκλαπαξαι
ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν
. ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν ἐξαναστῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἐκβαλεῖν
6978505 κυλιομενον
οὗ , ἕως , ὅπως . Προπροκυλινδόμενον : κατὰ μικρὸν κυλιόμενον : τοῦτο γὰρ δηλοῖ ἡ δευτέρα ἐπαγωγὴ τῆς προ
ἤτοι ἀποσώσῃ . Ἄλλως : ἕως οὗ τὸν κατὰ μικρὸν κυλιόμενον σώσῃ ἀβλαβῆ τὸ κῦμα ἀπὸ τῶν σπιλάδων τοῦ πόντου
6971678 ἐγκαθευδειν
οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ
λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις
6971239 ὠθεισθαι
ὡς ἀντιτείνων λέγει , ἀλλ ' ὡς ἐξ ἐλευθέρας χειρὸς ὠθεῖσθαι βουλόμενος . ὄντως , ἐάν μέ τις διώξῃ ἐκ
τὸ δὲ περαίνειν αὐτοὺς οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἢ εἰς γῆν ὠθεῖσθαι , καὶ τὸ περαίνεσθαι γῆν εἰς τὸ σῶμα παραδέχεσθαι
6969460 πεπυρωμενων
ἔμπτωσιν ὡς βέλος πολλάκις σπινθηρίζειν . Ξενοφάνης τὰ τοιαῦτα νεφῶν πεπυρωμένων σύστημα ἢ κίνημα εἶναι . Ἀναξίμανδρος ἐκ τοῦ πνεύματος
σώματος εἴρηκε συγγενεῖς . Ξενοφάνης δὲ ἐκ νεφῶν μὲν λέγει πεπυρωμένων ξυνίστασθαι : σβεννυμένους δὲ μεθ ' ἡμέραν νύκτωρ πάλιν
6969405 πεπληγετο
ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι . δή ῥα τότ ' ᾤμωξεν καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ Ἄσιος Ὑρτακίδης , καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα :
αἰτιατικῆς : “ ᾤμωξέν τ ' ἂρ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ . ” ταῦτα μὲν χωρὶς τοῦ ι γραφόμενον
6969164 δεσμην
εἰσιόντες , ἐπᾴδουσιν ὥραν σχεδόν τι πρὸ τοῦ πυρὸς τὴν δέσμην τῶν ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν
τὴν λαμπάδα , οἳ δὲ τὴν ἔκ τινων ξύλων τετμημένων δέσμην . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς : ὁ φανός ἐστι μεστὸς ὕδατος
6966147 λαχη
] μετερχόμεναι λάχη ὑπὲρ ὧν οὐ τιμώμεθα ὑπὸ θεῶν . λάχη ] ἀφωρισμένα τῶν θεῶν τῶι προσόντι αὐτοῖς σκότει .
δὲ τρίμετρα , ὧν τελευταῖον μικτος αὔων βροτούς . γιγνομέναισι λάχη ] ὁ παρὼν χορὸς συνέστηκεν ἐκ κώλων χοριαμβικῶν νβʹ
6964471 ἠριστηκοτας
' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας πάσχειν , ἐάν τι καὶ παθεῖν ἡμᾶς δέῃ .
' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας πάσχειν , ἐάν τι καὶ παθεῖν ἡμᾶς δέῃ .
6961292 διεγειρομενον
σωφρονίζειν . . τεκμαίρομαι ] τοῦτο . . ὁρμώμενον ] διεγειρόμενον ἐμέ . . κινούμενον ἐλθεῖν ὑπὲρ σοῦ πρὸς αὐτόν
ἀποστήσατε καὶ φυγὴν ποιήσατε τὸ κακὸν τὸ καθ ' ἡμῶν διεγειρόμενον καὶ ἐπαιρόμενον πολλά . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον . ὀρρόμενον
6958266 ἐσθορειν
δηλονότι . . ἐπισχέθοι ] κωλύσει τῆς ὁρμῆς . . ἐσθορεῖν ] εἰσπηδῆσαι . πωλικῶν θ ' ἑδωλίων ] παρθενικῶν
. Ξ ἐσθορεῖν ] πηδῆσαι . ἐσθορεῖν ] ὁρμᾶν . ἐσθορεῖν ] πηδᾶν . ἐσθορεῖν ] ἐσπηδῆσαι . θ δόμον
6957695 ματαιολογουντων
. Ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγει : ἐπὶ τῶν ματαιοπονούντων ἢ ματαιολογούντων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Ποταμὸς
ἐπὶ τῶν ἀηδῶν . Ἄλλως ἀναλίσκεις ὕδωρ : ἐπὶ τῶν ματαιολογούντων . Ἄλλοι κάμον , ἄλλοι ὤναντο : ἐπὶ τῶν
6953903 ἐκπλυνειε
ἐπὶ συνουσίας εἶπεν ἐκπλύνειέ σε . . αἰσχρῶς νοητέον τὸ ἐκπλύνειέ σε ἐπὶ συνουσίᾳ . Θ . καπηλικῶς ἔχει :
ἐκπλύνειέ σε . . . ἀποκαθαρεῖ . ἐπὶ συνουσίας εἶπεν ἐκπλύνειέ σε . . αἰσχρῶς νοητέον τὸ ἐκπλύνειέ σε ἐπὶ
6952146 καταφθορα
λείπει δὲ τὸ κατέλαβέ με . ὁ δὲ νοῦς : καταφθορὰ μὲν ζωῆς ἀβιωτοποιὸς κατέλαβέ με , κακῶν δὲ ὁ
ἐλπίς ἐστιν μετανοίας , ἐν ᾗ δύνανται ζῆσαι . ἡ καταφθορὰ οὖν ἐλπίδα ἔχει ἀνανεώσεώς τινα , ὁ δὲ θάνατος
6947629 ὑψηλοτερους
, τοσοῦτον ὑψηλότερός ἐστι τῶν κάτωθεν περιπατούντων : ἀεὶ δὲ ὑψηλοτέρους τοὺς εὐδαιμονεστέρους καλοῦμεν . ἀγαθὸν δὲ μὴ ἐν τῇ
, τὴν δὲ τῶν συμμάχων . κατασκευάσας δὲ πύργους ξυλίνους ὑψηλοτέρους τῶν τειχῶν προσῆγε τῇ πόλει κατὰ τοὺς εὐθέτους τόπους
6944637 εἰσφερε
περιβόλοις κάνναισι . Φέρε δὴ κατακλινῶ : σὺ δὲ τράπεζαν εἴσφερε , καὶ κύλικα κἀντραγεῖν , ἵν ' ἥδιον πίω
ὥσπερ τέως ἦν , ἀλλὰ καινῶν πραγμάτων . Τράπεζαν ἡμῖν εἴσφερε τρεῖς πόδας ἔχουσαν , τέτταρας δὲ μὴ ' χέτω
6941885 χιονωδη
ἐν Σκυθίᾳ ἐστίν . σκόπελον ] κορυφήν . νιφόεντα ] χιονώδη . Μίμαντος ] ὄνομα ὄρους ⌈ τῆς Μυσίας .
Ἄτλαντος : ὄνομα ὄρους ἐν τῇ Λιβύῃ . νιφόεντα : χιονώδη , ψυχρόν . πάγον : ἀκρωτήριον , ὄρος ,
6934183 χαλκοδετων
ζωῆς ὁ θάνατος . . κόναβος ] κτύπος ἐστί . χαλκοδέτων σακέων ] ἐκ σιδήρου δεδεμένων ἀσπίδων . . Διόθεν
μελάνδετον σάκος . χαλκοδέτων ] τῶν ὑπὸ χαλκοῦ συνδεδεμένων . χαλκοδέτων ] δεδεμένων ὑπὸ τοῦ χαλκοῦ . χαλκοδέτων ] τῶν
6932265 κξ
ἄρα ὁ ζθ τῷ κξ ἐστιν ἴσος . ὁ δὲ κξ ἀπεδείχθη τῷ ε ἴσος : καὶ ὁ ζθ ἄρα
δγ ἑκάτερος τῶν λμ , μν : ὅλος ἄρα ὁ κξ ἴσος ἐστὶ τῷ ε . καὶ ἐπεὶ ὁ βδ
6925828 συνανελειν
σοι χάριν οἶδα λαμπράν , εἰ καὶ τοὺς ἄνδρας ἔγνως συνανελεῖν σε βεβουλευμένους , οὐχ , ὡς ἡμεῖς ἡγούμεθα ,
εὔλογον φυγόντας ἂν τότε τοὺς Θηβαίους τοῖς Λακεδαιμονίοις συγκαταδουλοῦν , συνανελεῖν τοὺς Λακεδαιμονίους τούτοις νῦν ὑπομεῖναι . πολὺ γὰρ δή
6923469 παχυνθεντος
μηκέτι τοῦ ἐπιρρέοντος ὑγροῦ καὶ ἐρεθίζοντος τὴν βῆχα ἐπιρρεῖν μετρίως παχυνθέντος . Εἰρηκότες ἤδη περὶ τῶν ὑπὸ λεπτῶν χυμῶν ῥευματιζομένων
παχυτέραν δ ' ὁ τυφών . Ἀναξιμένης νέφη μὲν γίνεσθαι παχυνθέντος ὅτι πλεῖστον τοῦ ἀέρος , μᾶλλον δ ' ἐπισυναχθέντος
6922162 κοτυληρυτον
τερπομένην καὶ ἀεὶ θάλλουσαν ἰάμνοις : πῖνε δ ' ἐνιτρίψας κοτυλήρυτον ὄξος ἀφύσσων ἢ οἴνης : ῥέα δ ' αὖτε
, ὡς καὶ τὸ τῶν χειρῶν κοῖλον : ὅθεν καὶ κοτυλήρυτον αἷμα τὸ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δυνάμενον . καὶ
6916495 καταφερομενον
αἱ βλένναι γλίϲχραι τε καὶ παχεῖαι . τὸ δὲ ὑπόλοιπον καταφερόμενον ἐκκενοῦται διὰ τῶν μυκτήρων . ϲυνεργοῦμεν δὲ ταῖϲ διὰ
οὗτος μέτριος εἴη . περὶ δὲ τὴν ἀκμὴν ἤν τε καταφερόμενον τὸν ἄῤῥωστον ἢ παραπαίοντα ἢ ἀλύοντα βλέπῃς ἢ τοῦ
6913813 ὀρρομενον
πολλά . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον . ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον ,
κακὸν τὸ καθ ' ἡμῶν διεγειρόμενον καὶ ἐπαιρόμενον πολλά . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον . ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ]
6913721 ἐξαψεις
εἰς τὰ νέφη , ἀστραπὰς δὲ κατὰ τὰς τῶν θυμιωμένων ἐξάψεις , πρηστῆρας δὲ κατὰ νεφῶν ἐμπρήσεις καὶ σβέσεις .
ἐν παραπλησίοις ἀναλογίαις γίνεσθαι ἀπλέτους φθορὰς φθειρομένων τε καὶ πάλιν ἐξάψεις ἐξαπτομένων , κατὰ πᾶσαν μετάπτωσιν ὁρίζοντος τούτου συμβαίνοντος .
6911749 τετυπυια
Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία .
τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ
6909767 δαφοινην
ὅτε φυσιόωσαν ἔχιν ψολόεσσαν ἴδηται , ἀντία γυρώσας προκαλέσσατο θῆρα δαφοινήν . ἀσπὶς δ ' ἰοφόρον πέλας ἀντήειρε κάρηνον ,
γένυν : στόμα . πήξαντο : ἔπηξαν , ἐστερέωσαν . δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον
6908409 σκεδασθηναι
μὲν ὡρμήθη καὶ ὥρμησε περᾶσαι τὸν πεπηγότα ποταμὸν , πρὶν σκεδασθῆναι πανταχοῦ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου , ἤγουν πρὸ τοῦ
ἀλλ ' οὔτε ἐκ διεστηκότων ἐστίν , ὡς τὰ μέρη σκεδασθῆναι , οὔτ ' ἐκ συναπτομένων , ὡς διαλυθῆναι ,
6904383 ζωμευματα
. ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν , ζωμεύματα εἶπεν ὡς πρὸς μάγειρον . ἀπείρητο γὰρ ὑπ '
ἐπειδὴ ἦρχον νήσων τινῶν . τριήρεσι ] ταῖς ναυσί . ζωμεύματα ] ἤγουν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν . ζωμεύματα
6898526 διπτυχων
τὸν ἐργάτην τρέμοντα , μὴ πεσὼν διαρραγῇ : ἐς δὲ διπτύχων ἀκμὰς χηλέων ἔθηκε βῶλον . . . Ναῦται ]
ἀδελφή τ ' , εἰ γεγῶσα τυγχάνει ; οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν ἀνάδελφος ἔσται . τὰς τύχας τίς οἶδ '
6898324 ἀμφουδις
ὁ μέλλων οὐδίσω , ἀποβολῇ οὖν οὖδις καὶ ἐν συνθέσει ἀμφοῦδις . οὕτως Ὠρίων , . , . . Ἀμφορεύς
ἀμφοῦδις : παρὰ ἀποβολῇ τοῦ ω οὖδις καὶ ἐν συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον
6896174 Νοσφι
οἴῳ σῆμ ' ἀρίδηλον , ἐπεὶ θρασὺς ἔπλετο θυμῷ . Νόσφι δὲ Θερσίταο λυγρὸν δέμας οὐτιδανοῖο θάψαντες , ποτὶ νῆας
, πεπραγμένον , τετελειωμένον , δυνατὸν ἀνῦσαι καὶ πληρῶσαι . Νόσφι : χωρὶς , ἄνευ : οὐδὲν δυνατόν ἐστι τοῖς
6895583 θεριζεσθαι
ὕψος δὲ τοῦ φυτοῦ τετράπηχυ πολύσταχύ τε καὶ πολύκαρπον : θερίζεσθαι δὲ περὶ δύσιν πληιάδος καὶ πτίσσεσθαι ὡς τὰς ζειάς
τὸν ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου σῖτον αὐτοῖς παρακατέθετο συνθέμενος ἀπολήψεσθαι τὸν θερίζεσθαι μέλλοντα . ἀσμένως ἐδέξαντο οἱ Σικανοί . ὁ δὲ
6895478 Αἱρουντες
ὑπερβολὴν , οὐ δακρύοις , ἀλλ ' αἵματι κλαίειν . Αἱροῦντες ᾑρήμεθα : ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων τινὰς νικᾶν , εἶθ
κατὰ ὑπερβολὴν , οὐ δάκρυσιν ἀλλ ' αἵμασι κλαίειν . Αἱροῦντες ᾑρήμεθα : ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων κρατεῖν τινων καὶ ὑπ
6895008 οὐτασας
ἄπιστα καὶ θαμβητὰ Φηραίοις κλύειν . ὁ μὲν κρανείᾳ κοῖλον οὐτάσας στύπος φηγοῦ κελαινῆς διπτύχων ἕνα φθερεῖ , λέοντα ταύρῳ
κατθανεῖν , ἑκὰς δ ' ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν τὸ σῶμά τ ' οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις
6894716 παραλιπῃς
ἐρωτῶμεν , ἄνωθεν ἄρξαι , πάντα ἡμῖν λέγε , μηδὲν παραλίπῃς . “ ὤκνει Χαιρέας , ὡς ἂν ἐπὶ πολλοῖς
συχνά γε ἀπολείπω . Μηδὲ σμικρὸν τοίνυν , ἔφη , παραλίπῃς . Οἶμαι μέν , ἦν δ ' ἐγώ ,
6894159 ἀποκλειομενου
φύσει γεώδους . Ἀναξίμανδρος τοῦ στόματος τῆς τοῦ πυρὸς διεκπνοῆς ἀποκλειομένου . Ξενοφάνης κατὰ σβέσιν τὴν ἔκλειψιν γίνεσθαι , ἕτερον
δὲ τὴν ἔκλειψιν 〛 τοῦ στομίου τῆς τοῦ πυρὸς ἐκπνοῆς ἀποκλειομένου . 〚 γίνεσθαι δὲ τὴν ἔκλειψιν 〛 κατὰ τὴν
6893399 κυλισθηναι
δῆθεν τῶν ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι
” ἄπαγε τὸν ἵππον οἴκαδε “ . ἢ ἀντὶ τοῦ κυλισθῆναι ποιήσας : ἁλίζειν γὰρ ἔλεγον τὸ ἐν κόνει κυλίεσθαι
6893303 Δαιτα
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν ,
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος :
6889058 Ἐγων
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
6888907 δαμαζειν
ὡς περισσάρτιος , καθάπερ εἴπομεν . δεῖν οὖν ἐν ταύτῃ δαμάζειν ἡμιόνους ἐπιβάλλοντα τὼ χεῖρε καὶ πωλοδαμνοῦντα τοῦτο τὸ ζῷον
πρὸς αὐτὴν ἡ ἡμίονος . τῇ δὲ δυοκαιδεκάτῃ προσέταξε ταύτας δαμάζειν , ἵνα πραότεραι γίνωνται , διότι τὸ στάσιμον ἡ
6888072 τανυσσει
διὰ τὸ θαυμάσαι ταύτην . Ὅμηρος ἠύτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσει . διὸ καὶ ἐμυθεύσαντό τινες αὐτὴν ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν
εἶδεν Ὀλύμπου : ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα
6883917 παγετωδες
ἀξονίδια καλοῦσιν . πλησιαίτατοι καὶ πλησιαίτεροι : εἴρηται Ἀττικῶς . παγετῶδες καὶ ψυχρόν . προσβολὴ σιδήρου : τὸ στόμωμα τὸ
ἄνισον ταῖς ὥραις , χειμέριον δυσχείμερον , κρυῶδες κρυμῶδες , παγετῶδες , κάτομβρον , ἐπίπνουν , συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον
6881997 ἀχανη
χρυσίου λέγῃ . εἴρηται παρὰ τὸ μὴ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη , τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου ' . . .
χρυσίου λέγει „ . εἴρηται παρὰ τὸ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου , ὡς τὸ ἀχανές πέλαγος
6878168 ὀπτησαι
νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι , δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι , οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες
τὴν τὰ θύματα κατεσθίουσαν . κοιμῶντες ] πραΰνοντες ἐπὶ τῶι ὀπτῆσαι ἢ θυμιάσαι . τὰ μάσσω ] τὰ μακρά .
6877922 Ζαυηκες
οἰκοῦντες Ζαριασπηνοί ἐγχωρίως . ἀπὸ δὲ τοῦ Ζαριάσπη Ζαριασπεύς . Ζαύηκες , ἔθνος Λιβύης , Ἡρόδοτος δʹ . ” Ζαύηκες
Περιηγήσει Ἀσίας : ἐξ αὐτῆς σιτοφάγοι καὶ ἀροτῆρες . . Ζαύηκες : ἔθνος Λιβύης . Ἡρόδοτος δ . Ζαύηκες ἔθνος
6877642 πνεουσας
] ἤγουν ἀνέμῳ . . πρημαινούσας ] ὁρμητικάς , ἰσχυρῶς πνεούσας . τὰς μανικῶς φυσώσας : ἀπὸ τοῦ πρῆσαι τοῦ
κεφαλὴν ἱμάντες τοῦ χαλινοῦ ἄμπυξ καλοῦνται . ἐμβριμωμένας ] θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας . . δινεῖ ] συστρέφει , ἀνακόπτει
6877612 Παντη
Ὅλοι λαγωοὶ συναχθέντες εἰς ἕνα βουλὴν βουλεύονται πάντες συμπνιγῆναι . Πάντη γάρ ἐστι δεινὸς ἡμῶν ὁ βίος . Γένος γὰρ
ἰσχύν : ἐνέρεισαν : ἐνέπηξαν τοὺς ὀδόντας , ἐπεστήριξαν . Πάντη : παντελῶς . πρίουσι : σχίζουσιν . ἄτρομοι :
6874084 φωτιζεσθαι
καὶ ζοφερὸν καὶ ἀνήλιον , οὐκ οἶδ ' ὅπως αὐτοῖς φωτίζεσθαι δοκοῦντα πρὸς τὸ καὶ καθορᾶν τῶν ἐνόντων ἕκαστον :
σωματικῶν ἡδυπαθειῶν ἀμβλυῶττον καὶ ἐπισκοτιζόμενον διὰ τῆς φιλοσοφίας ἐγείρεσθαι καὶ φωτίζεσθαι πέφυκεν . αὕτη δὲ ἡ περὶ τὴν ψυχὴν ἐνέργεια
6873054 ἐβροντησε
. . . . . Ἔκλαγξε βροντὰν ] Ἀντὶ τοῦ ἐβρόντησε βροντήν . Ἡ δὲ φράσις ὡς τὸ μάχομαι μάχην
ὁ Ζεύς , ἤτοι ἡ πρόνοια , ὀξὺ ἐνόησε καὶ ἐβρόντησε μέγα . πνεύματος γὰρ ὑπὸ τὸ νέφος εἰσερχομένου καὶ
6871533 δολουν
παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , δολοῦν , τεχνάζειν , ψεύδεσθαι , καταπεπλάσθαι , καπηλεύειν ,
παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν , κλέπτειν , παρατρέπειν , σκευωρεῖσθαι . ἀλλὰ καὶ
6867935 ἱππαζεται
. [ ” καρηκομόοντες Ἀχαιοί “ . ] ⌈ ” ἱππάζεται “ δὲ ἀντὶ τοῦ ἐπὶ ἑνὸς ἵππου ὀχεῖται :
δὲ κόμην ἔχων : ἦσαν γὰρ οἱ ἱππεῖς καρηκομόωντες . ἱππάζεται : κελητίζει , ἵππῳ ἑνὶ ἐποχεῖται . ξυνωρικεύεται :
6866176 ἀπεταφρευεν
ἀπελίποντο ἄκοντες . ὁ δὲ Σκιπίων τοῦ χώματος ὅλου κατασχὼν ἀπετάφρευεν αὐτὸ καὶ τεῖχος ἤγειρεν ἐκ πλίνθων , οὔτε κολοβώτερον
αὐτῷ πάντας ἐχειροκόπησεν , Οὐρίατθον δὲ διώκων Ἐρισάνην αὐτοῦ πόλιν ἀπετάφρευεν , ἐς ἣν ὁ Οὐρίατθος ἐσδραμὼν νυκτὸς ἅμα ἕῳ
6864183 ἑωθινας
Τῷ Ἰαννουαρίῳ μηνὶ χρὴ τὰς ἀναδενδράδας κλαδεύειν , φυλαττομένους τὰς ἑωθινὰς καὶ δείλης ὀψίας ὥρας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ χρὴ
, οὐδὲν ἐμποδὼν μὴ καθαρθῆναι μετρίως . τὰς δ ' ἑωθινὰς καθάρσεις μετ ' ὀξυμέλιτος ποιῆσαι , τῶν ἁλῶν προσμίσγων
6861195 τετρωσθαι
ποταμὸν διαβαίνειν ἔμελλε , Πολύκλεια δὲ τὸν πόδα ἐπιδησαμένη φάσκουσα τετρῶσθαι τὸ σφυρὸν παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸν Αἴατον διενεγκεῖν αὐτὴν ὑπὲρ
Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι . περιγενόμενος δὲ αὐτῶν καὶ ἀνελὼν τὸν Θειοδάμαντα ἐδέξατο
6853864 ἐγλειπει
ἡ σελήνη δὲ ἐγλείπει . διὰ τί δὲ ἡ σελήνη ἐγλείπει ; τὸ διάστημα τοῦ κώνου ὅτ ' ἀπὸ τῆς
] [ ] μείζους ὠιοειδεῖς . Ὁ ἥλιος οὐδέποτε ὅλος ἐγλείπει , ἡ σελήνη δὲ ἐγλείπει . διὰ τί δὲ
6853732 σμερδναισι
] ὁρμητικὸν , θρασύν . ἀντέστη ] ἠναντίωτο . . σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι ] καταπληκτικαῖς γνάθοις . συρίζων ] ἐκπνέων .
Διός θοῦρον ] τὸν ὁρμητικὸν καὶ θρασύν ἀντέστη ] ἠναντιώθη σμερδναῖσι ] καταπληκτικαῖς γαμφηλαῖσι ] σιαγόσι συρίζων ] ἐκπνέων :
6853292 βδελος
ξύλων , ἀτμὸς ἀπὸ ὕδατος , αἰθάλη ἀπὸ λίθου , βδέλος ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς ἀπὸ κηρίων καὶ ἐλαίων ,
ἀτμὸς ὁ ἀπὸ ὕδατος , αἰθάλη ἡ ἀπὸ λίθου , βδέλος ὁ ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς καὶ κνίσσα ὁ ἀπὸ
6852555 ἀγρευτηρα
' ὑπ ' ἀνάγκης οἴγεται , ὄφρα θάνῃ τε καὶ ἀγρευτῆρα κορέσσῃ . Τῷ δ ' ἴσα τεχνάζουσι καὶ ἀστέρες
ἀπέφυγεν , ἔφυγεν , ὑπεχώρησεν . κενόν : ἄγρας . ἀγρευτῆρα : ἁλιέα . Σθένος : δύναμιν . γενέθλη :
6846986 χαλαι
ἀλδὼν αὐτὸς ἐν οὔρεσιν [ ? ? ? ] ? χαλᾶι νεβροφόνον ? [ ] πόδα ? [ . μάρπτων
κρίνωσιν ὀνείρους ; [ εἶδον γὰρ βαλιὰν ἔλαφον λύκου αἵμονι χαλᾶι σφαζομέναν , ἀπ ' ἐμῶν γονάτων σπασθεῖσαν ἀνοίκτως .
6845090 νεκυσσιν
ἴδον , Διὸς ἀγλαὸν υἱόν , χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα θεμιστεύοντα νέκυσσιν , ἥμενον : οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο
ὑπὸ πότμῳ θυμὸν τολμήεντα καὶ ὄβριμα γυῖα βαρυνθεὶς ἤριπεν ἀμφὶ νέκυσσιν ἀλίγκιος οὔρεϊ μακρῷ : γαῖα δ ' ὑπεπλατάγησε καὶ
6844292 Μιν
ἱκανὸν γὰρ ἦν εἰπεῖν : Εἰς Ἀΐδαο δόμον κατέβη . Μιν ] Αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα : τὸ δὲ χόλος μέχρι
ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος : ἑλκύσας . Ἀνέδυ :
6840424 φωλεαις
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον
6839989 πορθουμενας
φανερὸς ἦν . Βοιωτοὶ δὲ οὐχ ὑπομένοντες ὁρᾶν τὰς πόλεις πορθουμένας κατέβησαν ἀπὸ τοῦ ὄρους . Φίλιππος ὑποστρέψας διὰ τοῦ
φανερὸς ἦν . Βοιωτοὶ δὲ οὐχ ὑπομένοντες ὁρᾶν τὰς πόλεις πορθουμένας κατέβησαν ἀπὸ τοῦ ὄρους . Φίλιππος ὑποστρέψας διὰ τοῦ
6839160 ἀναβλυσαι
μεταφοφᾶς τῆς πεύκης : πικρὰ γὰρ αὕτη . ἀνέηκε : ἀναβλῦσαι ἐποίησεν , ἀνέδωκεν , ἀνέπεμψεν . ἐξέστεψε : ὑπερχειλῆ
. , . . . . † ἀναβλυσθωνῆσαι : τὸ ἀναβλῦσαι . Εὔπολις Δήμοις . πάντα τὰ τοιαῦτα οἱ κωμικοὶ
6837160 κιχον
νέκυν θεράποντ ' Ἀχιλῆος : αὖτις γὰρ δὴ τόν γε κίχον λαός τε καὶ ἵπποι Ἕκτωρ τε Πριάμοιο πάϊς φλογὶ
δ ' οὔ κε διὲξ ἁλὸς ἀίσσουσαν οὐδὲ Ποσειδάωνος ἀελλόποδες κίχον ἵπποι : ἔμπης δ ' , ἐγρομένοιο σάλου ζαχρηέσιν
6837057 καυστον
δυνάμει προάγεται ὑπό τινος ἐνεργείᾳ ὄντος : καὶ καθάπερ τὸ καυστὸν δυνάμει οἷον ξύλον ἢ ἔλαιον οὐ καίεται αὐτὸ καθ
ὁμοίως ἀλλ ' ἀποστεγόμενον ὑπὸ τῆς πυκνότητος ἔχον τε τὸ καυστὸν σωματωδέστερον διὰ τὴν πυκνότητα καὶ σκληρότητα . διὸ καὶ
6835057 μεταλλευοντων
δ ' ἀντιδίδωσι πᾶσι . περὶ δὲ τῶν μυρμήκων τῶν μεταλλευόντων χρυσὸν ἐν Ἰνδικοῖς πολλοὶ ἱστορήκασιν . σὺν ἄλλοισιν γεράεσσι
τῆς θαλάττης , τὰ ἀθήρατα ἐκθηρωμένων , καὶ τὰ ἀφανῆ μεταλλευόντων , καὶ τὰ πόρρω διωκόντων , καὶ τὰ σπάνια
6834758 σαρκοφαγοι
ἡμίονοι . λάβραξ . Ἀριστοτέλης φησὶν ὅτι μονήρεις εἰσὶ καὶ σαρκοφάγοι . γλῶσσαν δ ' ἔχουσιν ὀστώδη καὶ προσπεφυκυῖαν ,
ἃς οἱ ποδαγρικοὶ τοὺς πόδας ἐντιθέντες ὠφελοῦνται , καὶ σοροὶ σαρκοφάγοι γίνονται . ἰσχναίνει καὶ τὰ πολύσαρκα καὶ παχέα σώματα
6834520 Σμικρινη
κακῶν . αὖθις δ ' ὅπως μὴ λήψομαί σε , Σμικρίνη , προπετῆ λέγω σοι : νῦν δὲ τῶν ἐγκλημάτων
τὸ κακὸν καὶ τἀγαθὸν καθ ' ἡμέραν νέμειν ἑκάστωι , Σμικρίνη ; λέγεις δὲ τί ; σαφῶς διδάξω ς '
6834121 ἐξαλισας
. . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ
ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον
6833855 παχυνθῃ
τὴν μέν : τὴν ἀμφίσβαιναν * ἁδρύνηται : αὔξηται , παχυνθῇ , αὐξηθῇ , παχυνθῇ αὐξάνηται ῥωμαλέος δὲ ἐκβαίνεται ῥωμαλέα
. δεῖ οὖν , ἐὰν μὲν τὰ βλέφαρα ἅμα ἔνδοθεν παχυνθῇ , ἐκϲτρέφυντα παρατρίβειν κατὰ τὸ ἔθοϲ τοῖϲ τραχωματικοῖϲ κολλυρίοιϲ
6833275 ἀπεπυδαρισα
] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι
ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην .
6832498 ῥαπτειν
τῶν δερμάτων ἀπομαδίζειν τὰς τρίχας . ἢ ὅτι πρὸς τὸ ῥάπτειν τριχῶν δέονται . ΓΘ παρατιλῶ ] τῶν γὰρ βυρσέων
ἀπολιμπανόμενον , εἰ δέ τι τοιοῦτο καταλειφθείη , κάλλιον μὴ ῥάπτειν , ἀλλὰ ϲηπτικοῖϲ φαρμάκοιϲ ἐκδαπανᾶν τὸ ἐγκατάλειμμα . Τὸ
6832226 χωλαινειν
τὸ ὑποπόδιον . σκιμπάζειν δὲ εἴρηται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τὸ χωλαίνειν : ἰστέον , ὅτι σκιμπάζειν ἐλέγετο παρὰ τοῖς παλαιοῖς
] ἄνισον καὶ ἀνώμαλον ποιεῖται , βραδυτέρας ταύτης οὔσης , χωλαίνειν αὐτὸν ἔφασαν . ῥιφῆναι δ ' ὑπὸ τοῦ Διὸς
6831715 παμβασιλει
, ἀρτίως δὲ ἀντὶ τοῦ ” πρὸ ὀλίγου “ . παμβασίλει ' Ἀπαιόλη : πέπλακεν ὄνομα δαίμονος , σωματοποιήσας αὐτήν
. εὖ γ ' ] καλῶς ἔχει τὰ ἐμά . παμβασίλει ' ] πάντων βασιλεύουσα ἰσχύουσα , βασίλισσα τοῦ παντός
6830980 καχλαζειν
, τὸ δὲ παφλάζω ἐπὶ τοῦ πυρός . καχλάζοντα : καχλάζειν κυρίως τὸ κῦμα λέγεται τὸ ἐπὶ τοὺς κάχληκας φερόμενον
εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ ἤχου λεβήτων θερμὸν ἀναζέοντος

Back