περιειληφότος ? ἐστὶν τὸν σύμπαντα . τοιοῦτο ? δὴ δεῖ ἐξακούειν , ὅτι , ὃς ἂν ἦι ἀριθμός , ἐκεῖνος
δημηγορῆσαι καὶ σμικρᾷ τῇ φωνῇ λέγειν ἤρχετο . οἱ δὲ ἐξακούειν μὴ δυνάμενοι προελθεῖν αὐτὸν ἠξίωσαν εἰς τὸ προπύλαιον ,
6515474 λωντι
τὸν βουκόλον , τὸν Αἴγωνα , διότι κατέλιπεν αὐτάς . λῶντι νέμεσθαι : καὶ οὐκέτι θέλουσι νέμεσθαι , δηλονότι ζητοῦσαι
κακὸν εὗρον . ἦ μὰν δείλαιαί γε , καὶ οὐκέτι λῶντι νέμεσθαι . τήνας μὲν δή τοι τᾶς πόρτιος αὐτὰ
6475894 προσεγγιζειν
προσάψειν ἅπαντας Ἀλκιβιάδῃ , ταχέως αὐτὸν ἐκέλευσαν ἀπιέναι καὶ μηκέτι προσεγγίζειν τῷ στρατοπέδῳ . Ἐπεὶ δ ' οἱ μὲν πολέμιοι
: ὅπου ὁ Ποσειδῶν οὐκέτι δίδωσι τοῖς ναύταις διέξοδον [ προσεγγίζειν ] εἰς τὸν ὠκεανόν . τέρμονα γὰρ οὐ -
6316985 νεκρωθεν
ὡς δένδρον ὑπὸ τοῦ πικροῦ κρυσταλλωθὲν χειμῶνος καὶ μαρανθὲν καὶ νεκρωθέν , καὶ πάλιν ἀναζῆσαν παραδραμόντος τοῦ δεινοῦ τῆς χειμερίας
εἶθ ' οὕτως καὶ τοῖς οὔροις παρυφίστασθαι παραρρυέντα ἢ διὰ νεκρωθέν τε καὶ μεταβληθὲν αἷμα καὶ τοῖς οὔροις συνδιαδοθέν .
6249546 Πισιδαις
Δερβήτῃ καὶ οἱ Ὁμοναδεῖς καὶ ἄλλοι πλείους οἱ συνάπτοντες τοῖς Πισίδαις , ” οἳ οὐκ ἴσασι θάλατταν ἀνέρες , οὐδέ
πρὸς τοὺς Λάκωνας ἐχρησάμην Λακωνικῷ στρατηγήματι . Ὅτι Αὐτοφραδάτης ἐμβαλεῖν Πισίδαις βουλόμενος τὴν εἰσβολὴν στενόπορον καὶ φυλαττομένην ὁρῶν προσήγαγε μὲν
6231635 κλαδευειν
τῆς χειρὸς ἀλύπως . τῆς δὲ αὐτῆς ἐμπειρίας ἐστὶ καὶ κλαδεύειν καὶ βλαστολογεῖν . διὸ ἐνίοτε οἱ ἔμπειροι καὶ τὸ
. τὰς δὲ ὑπὸ πάχνης εὐκόλως ἀποκαιομένας ἀμπέλους βραδύτερον χρὴ κλαδεύειν , ὅταν πρὸς βλάστην κινῶνται : οὕτω γὰρ βράδιον
6221797 ἀπολωλοσι
βοάν τε δῆμον ] ἐμφύλιον μάχην , τὴν ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσι βοήν . ἀπ ' ἀστῶν ] ἄποθεν τοῦ κράτους
τοῖς βουλομένοις τὸ ἔχειν εὖ ποιεῖν ἡμᾶς οὐχ ὑπῆρχεν ἅπαξ ἀπολωλόσι , καὶ ὅσῳ δυστυχῆσαι μὲν μᾶλλον οὐκ εἴχομεν τἀναντία
6218310 ἁλμασιν
δέος μή τι πρὸς ἐπιβουλὴν ἀφανῶς ἐπικρύπτηται , ὅπερ ἢ ἅλμασιν ἢ μακραῖς διαβάσεσιν ἔμελλε διελέγχεσθαι . πόσων ἄρα κακῶν
ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ καὶ τοῖς εἰς ἀναστόμωσιν βρώμασιν ὡς ταῖς ἅλμασιν ἐλαίαις , ἃς κολυμβάδας καλοῦσιν . Ἀριστοφάνης γοῦν φησιν
6197607 τρυπαν
τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ ποιήσῃς τρῦπαν ὅσον σακκοράφης , ἢ καὶ μικροτέραν , ὅσον βελόνης
βάλε πῦρ ὀλίγον ἐν ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ
6179784 γεωδεσι
τὴν συνεχῆ φορὰν πάλιν εἰς τὸν κάτω χωρήσαντα τόπον τοῖς γεώδεσι συνάπτει . μεταβάλλει δὲ καὶ τὸ ὕδωρ εἰς ἀέρα
ἑαυτὸ βαστάζειν . γεννᾶται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς καλαμοκοπίοις καὶ γεώδεσι τόποις . Κύπειρον , ἥν τινες ζέρναν καλοῦσι ,
6146071 τεμουμεν
ὑπὸ ΕΒΖ ἴσην συστησώμεθα πρὸς ἑκατέραν τῶν ΑΒΓ , τρίχα τεμοῦμεν τὴν δοθεῖσαν γωνίαν . μαʹ . Τὸ δὲ ὑπερτεθὲν
τοῦ γνωστικοῦ μέρος ἐπιτακτικὸν ὄν , εἴπερ βουλόμεθα τέμνειν , τεμοῦμεν . Κατὰ τί ; Τὸ μὲν ἐπὶ ταῖς τῶν
6133724 χαριζοισθε
τε ἀναίτιοι . Ὑμεῖς δ ' ἄν μοι τάδε ποιεῦντες χαρίζοισθε : ἐπεὰν ὑμῖν σημήνω τὸν χρόνον ἐς τὸν ἥκειν
τε ἀναίτιοι . ὑμεῖς δ ' ἄν μοι τάδε ποιοῦντες χαρίζοισθε : ἐπειδὰν ὑμῖν σημήνω τὸν χρόνον , εἰς ὃν
6132063 περιπλεκομενοι
ἤδη αὐτοῖς κλάδοι ἐπεφύκεσαν οἱ δάκτυλοι , καὶ ταῖς ἕλιξι περιπλεκόμενοι ὅσον οὐδέπω καὶ αὐτοὶ καρποφορήσειν ἔμελλον . καταλιπόντες δὲ
τε καὶ γαμεταὶ γυναῖκες , ὑπήντων ἐξιοῦσιν αὐτοῖς μετὰ δακρύων περιπλεκόμενοι καὶ καταφιλοῦντες καὶ ταῖς ἡδίσταις ἕκαστον ἀνακαλούμενοι προσηγορίαις .
6093652 ἀρασσε
πρὸς ] ἐν ταῖς περαίνεται ] τελεῖται ματᾷ ] ματαιάζει ἄρασσε ] πλῆττε μᾶλλον ] ἤγουν μεῖζον μηδαμῆ χάλα ]
πρὸς πέτραις . περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὔργον τόδε . ἄρασσε μᾶλλον , σφίγγε , μηδαμῇ χάλα : δεινὸς γὰρ
6082825 σταυρωμασι
τοῦ βασι - λέως παρουσίας τὴν Καδμείαν τάφροις βαθείαις καὶ σταυρώμασι πυκνοῖς περιέλαβον ὥστε μήτε βοήθειαν αὐτοῖς δύνασθαι μήτ '
Πελοπόννησον εἰσβολῆς . ἀρξάμενοι δ ' ἀπὸ Κεγχρεῶν μέχρι Λεχαίου σταυρώμασι καὶ βαθείαις τάφροις διελάμβανον τὸν τόπον : ταχὺ δὲ
6081072 ἀρδευει
Αἴγυπτον λέγει : ὁ γὰρ Νεῖλος ἐν τῷ θέρει παραγενόμενος ἀρδεύει αὐτήν . ῥεῖθρον : ὁ γὰρ Νεῖλος ῥέων διίστησι
] ἐκεῖ δηλονότι . Ἀσωπὸς ] ποταμός . ἄρδει ] ἀρδεύει . φίλον ] προσφιλὲς τοῖς ἐκεῖ πότισμα . Βοιωτῶν
6068836 ἀποπνειν
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ?
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν
6062138 διεκπλωσαντες
. καὶ ἔνθεν αὖ ἐν στόματι ἄλλου ποταμοῦ ὁρμίζονται , διεκπλώσαντες σταδίους ἐς ὀκτακοσίους : Σιτακὸς ὄνομα τῷ ποταμῷ ἦν
πρώτην φυλακὴν ἄραντες καταίρουσιν ἐς Κύιζα , ἐς ὀκτακοσίους σταδίους διεκπλώσαντες , ἵνα αἰγιαλός τε ἔρημος ἦν καὶ ῥαχίη .
6054900 ποτιζομενην
φησὶν , ἀρδείας δὲ καὶ φυτείας δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζομένην ὑδάτων . . . . . : Ῥωμαῖοι πολεμοῦντες
δὲ καὶ φυτείας [ μὴ ] δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζομένην ὑδάτων . περὶ δὲ τοῦ βοσμόρου φησὶν Ὀνησίκριτος διότι
6052115 Κιρκαιου
ἀπὸ τῶν Ὠστίων Λατίνη καλεῖται , πρότερον δὲ μέχρι τοῦ Κιρκαίου μόνον ἐσχήκει τὴν ἐπίδοσιν : καὶ τῆς μεσογαίας δὲ
χώρας . Τιτώνιόν τε χεῦμα : Τίτων ποταμὸς Ἰταλίας ἐγγὺς Κιρκαίου † ποταμοῦ ὃ Κίρκαιον ἀπὸ τῆς Κίρκης καλεῖται .
6042786 ἐπιστευσας
δηλαδὴ περὶ αὐτῶν . οὐ γὰρ δὴ ἐκείνοις ἂν αὐτοῖς ἐπίστευσας ἐπαινοῦσι τὰ αὐτῶν . Οὐδαμῶς , ἀλλὰ οἱ ἄλλοι
νῦν γεγενημένῳ ἠπίστησας : ὅταν δὲ μὴ πείθεσθαι , αὐτῷ ἐπίστευσας τῷ συμβουλεύοντι μὴ πείθεσθαι : κοινωνεῖ δὲ καὶ τοῦτο
6042533 μαχησασθαι
εἰς ἀλκήν . ὡς Ὅμηρος αἰεὶ δ ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχήσασθαι . Ἄρατος μὲν ἡμιτελῆ φησιν εἶναι τὸν ταῦρον ,
ἀμαχέτου ] ἀκαταπονήτου . . πρὸς ὃ μὴ δύναταί τις μαχήσασθαι , ἤτοι κατασχεῖν φερόμενον . ὀροκτύπου ] τοῦ κτύπον
6039385 ἐπεις
. οἷος ] ὁποῖος . τρικυμία ] ἦχος . . ἔπεις ' ] ἐπεισέρχεται . ὀκρίδα ] τραχεῖαν καὶ χαλεπήν
ἐμοῖς πεισθῇς λόγοις , οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεις ' ἄφυκτος : πρῶτα μὲν γὰρ ὀκρίδα φάραγγα βροντῇ
6032134 τυψει
τῶν ἑνικῶν τοῦ ὁριστικοῦ πρώτου μέλλοντος , λέγω δὴ τοῦ τύψει , προσθήκῃ τοῦ ν : τὸ γὰρ τύψει προσλαβὸν
ω ἢ τῷ ο , γυψώσω ἀρόσω . τύψεις , τύψει . Δυϊκά . Τύψετον , τύψετον . Πληθ .
6013607 Αὐ
ἕλκει τὸν μαστόν . τιθήνης : τροφοῦ , τροφῆς . Αὖ : δὴ , εἰς τοὐπίσω , ἔξωθεν . ἱλαρόν
: γλυκεῖα , εὐφρόσυνος , ποθεινὴ , κακοσυνάντητος γενομένη . Αὖ : δή . ὁμῶς : ὁμοίως . κραιπνόν :
6006625 Προκυνος
τὸν ἰσημερινὸν οἰκοῦσιν , ὁ δὲ Κύων προανατέλλειν ἄρχεται τοῦ Πρόκυνος παρὰ τοῖς ὑπὸ τὸν ἰσημερινὸν οἰκοῦσιν , καὶ ἀπ
' ἡμῖν οὐδ ' ὀνομάζεται , καὶ ὁ Κύων τοῦ Πρόκυνος πρότερος ἐπιτέλλων καὶ ὁ Ὠρίων πρὸ τῶν θερινῶν τροπῶν
6001372 ἀναγκασω
τὸν ἐραστὴν δείξω δεσπότην καὶ κάχρυς ἐπὶ τῶν ἀγρῶν φρύγειν ἀναγκάσω , καὶ τότε εἴσῃ παθοῦσα οἷ κακῶν σαυτὴν ἐνέσεισας
; τὸν δ ' Ἵππαρχον αὐτὸν ὑμῖν καλῶ , καὶ ἀναγκάσω μαρτυρεῖν ἢ ἐξόμνυσθαι κατὰ τὸν νόμον , ἢ κλητεύσω
6000557 πειρᾳς
τὸν νέον ξύνδουλον : οὑτωσὶ καλῶς : Σπινθὴρ τάλας , πειρᾷς με ; ναί , τοιοῦτό τι : φιλοτησίαν δὲ
τὸν νέον ξύνδουλον . οὑτωσὶ καλῶς . Σπινθὴρ τάλας , πειρᾷς με . ναί , τοιοῦτό τι : φιλοτησίαν δὲ
5993786 νυκτομαχια
δὲ ὁ Μακεδόνων [ βασιλεὺς ] Φίλιππος . Γίγνεται δὲ νυκτομαχία κατὰ τὴν Ἀχαΐαν ὑφ ' ἡγεμόνι τῷ Γλαβρίωνι ,
: λιθοδόμους παρασκευήν : ὅπλισιν . ἀπὸ πρώτου ὕπνου : νυκτομαχία Συρακουσίων καὶ Ἀθηναίων καὶ νίκη Συρακουσίων ἐν τοῖς τείχεσι
5984630 ῥειθροις
στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως
, καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν .
5972912 λελυκεναι
ἐκβῆναι τοῦτο δίκην παρ ' αὐτοῦ ἀπῃτηκέναι καὶ τὸ ψήφισμα λελυκέναι : οὕτω γὰρ οὐκ ἂν ἀπέβη τι δεινόν .
ὁμολογείτω δὴ τοῖς προτέροις τὰ δεύτερα καὶ τῷ τοὺς φόβους λελυκέναι πρόσθες τὴν περὶ τὴν ὁδὸν βοήθειαν , ὅπως ἔλθοι
5970181 αἰθριαν
τε ἔχων ὕλην καὶ ταύτην οὐ πηγνὺς ἀλλ ' ἀπωθῶν αἰθρίαν ἄγει τοῖς πλησίον : ὑετιώτερος δ ' ἀεὶ τοῖς
κατὰ φύσιν : Ἀριστοφάνης : ἀσκωλίαζ ' ἐνταῦθα πρὸς τὴν αἰθρίαν . εἴρηται παρὰ τὸ σκῶλον , ὅ ἐστι σκόλοπα
5965024 Ἰτυκην
, ὥστε ἔγνωστο πολεμεῖν Σύφακα μὲν ὁρμώμενον ἐπὶ τοὺς πολιορκοῦντας Ἰτύκην , Ἀσρούβαν δ ' ἐπὶ τὸ Σκι - πίωνος
τῶν Καρχηδονίων ἑκατέρους , κατέλαβον ἄμφω , Τύνητα πόλιν καὶ Ἰτύκην , ἣ μεγίστη Λιβύης ἐστὶ μετὰ Καρχηδόνα : ὅθεν
5958618 ὑπεραντλον
ἐναυβάρει , δέος παρασχὼν τοῖς συμπλέουσι , μὴ τὸ σκάφος ὑπέραντλον γένηται . κἀγὼ διὰ τοῦτο μετανέστην , ὕψει καὶ
φύσεως , οἶδε καὶ νόσου παῦλαν . ἐὰν δὲ φθάσαν ὑπέραντλον γένηται τὸ σῶμα , δύσεται εἰς τὸ εἱμαρμένον .
5955581 ἀστερ
Ἠέλιος δ ' ἀκάμας ὅτ ' ἂν ἀθρῇ τὸν πυρόεντα ἀστέρ ' Ἐνυαλίοιο , θοαῖς ἀκτῖσι βολαυγῶν , ζωιδίων τετράγωνον
ἐχθρούς . κλύειν δὴ θαύματος πάρεστί σοι : δισσὼ γὰρ ἀστέρ ' ἱππικοῖς ἐπὶ ζυγοῖς σταθέντ ' ἔκρυψαν ἅρμα λυγαίωι
5953196 δροσος
τούτου χάριν ἐριναζομένων : ἐὰν γὰρ συμμύωσιν οὔθ ' ἡ δρόσος οὔτε τὰ ψακάδια δύναται διαφθείρειν ὑφ ' ὧν ἀποπίπτουσι
, καὶ πλεονασμῷ τοῦ , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι , δρόσος . Δυάς . παρὰ τὸ συνδεδέσθαι ἄλλῳ ἀριθμῷ ,
5942657 ἀπορευτον
φαντασίαις ἐνδιδόντες καταπληττόμεθα τῷ φιλοκαίνῳ . Ἤδη δὲ πολλὴν καὶ ἀπόρευτον διεξεληλυθότων , ὅροι τινὲς ἀνεφαίνοντο γῆς οἰκουμένης καὶ προάστεια
' ὁ Χάρων . ἀστιβῆ ] ἀδιόδευτον . ἀστιβῆ ] ἀπόρευτον . θ ἀστιβῆ ] ἀπεριπάτητον . Ξ Ἀπόλλωνι ]
5940729 πανιον
. Ἔσται δὲ μείζονα πάνυ τὰ πράσα , ἐὰν εἰς πανίον λινοῦν παλαιὸν τοῦ σπέρματος τοῖς τρισὶ δακτύλοις συλλαβὼν ἐνδήσῃς
ῥίζαν σὺν ὄξει λειώσας χρῖε συχνῶς , ἢ καῦσον λινοῦν πανίον ἐπάνω σιδήρου καὶ ἄλειφε , ἢ φύλλα καρύας χλωρὰ
5937590 Ποτημα
αἵ τε ἀντίδοτοι , καὶ πάντων μᾶλλον ἡ θηριακή . Πότημα πρὸς κοιλιακούς . Ῥοιῶν γ συμμέτρων ἕψεται σίδια ,
καὶ καταπεσεῖται εἴπερ ἑάλῳ τῷ πάθει . [ ηʹ . Πότημα πρὸς τὸ γνῶναι εἰ ἀθεράπευτοί εἰσιν οἱ ἐπιληπτικοί .
5937113 τρυπησον
, καὶ ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ
τι ἐν αὐτῷ . Εἶτα λαβὼν τὰς φούσκας τούτων , τρύπησον αὐτὰς , ἐμβαλὼν ἐν αὐταῖς νίτρον τετριμμένον καὶ ἐζυμωμένον
5933971 Καταθου
δ ' ἔκλεπτον ἐπ ' ἀγαθῷ γε τῇ πόλει . Κατάθου ταχέως τὸν στέφανον , ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν
μὲν οὖν , ἵνα σοι κατ ' ὀφθαλμοὺς λέγῃ . Κατάθου σὺ τὰ σκεύη ταχέως , χὤπως ἐρεῖς ἐνταῦθα μηδὲν
5924454 ἐχενηϊς
καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ἐδέξατο , τοῖς τε πελάγεσσί φησιν ἡ ἐχενηῒς ἑταῖρα , ὅτι καὶ αὐτὴ ἐν τοῖς πελάγεσσι διατρίβει
λα . ὁρμῇ : κινήσει . Ἰστέον , ὅτι ἡ ἐχενηῒς ἀπείργει τὴν ναῦν ὑπὸ βιαίων ἀνέμων ἐλαυνομένην , ὅθεν
5923310 ψυχθεν
συγκριθῆναι , δρόσον δ ' ὅταν τὸ συνιστάμενον ὑγρὸν νύκτωρ ψυχθὲν ἅμα τοῖς ὄρθροις ἐπὶ γῆν ἐπιφέρηται . διὸ καὶ
κἂν ὀλίγον ἀποποιεῖν : τινὲς καὶ ἕψημα προσβάλλουσιν : εἶτα ψυχθὲν βαλὼν εἰς ὑλιστῆρα δεύτερον καὶ τρίτον ἐπίῤῥιπτε τὸ αὐτὸ
5918394 Παρατηρειν
, τρυγᾶν ἐν τοῖς καθύγροις Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ
ἐν τοῖς καθύγροις Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν
5915304 ψολοεσσαν
Αἴτνην ψολόεσσαν ἐναύλιον Ἀστερόποιο . καὶ ἔτι . λιγνύν τε ψολόεσσαν ἀϊδνήεντά τε καπνόν . καὶ Αἰσχύλος ἐν Βασσαρίσιν :
θηρῶν φολίδεσσιν ὁμοίη . τὴν δ ' ὅτε φυσιόωσαν ἔχιν ψολόεσσαν ἴδηται , ἀντία γυρώσας προκαλέσσατο θῆρα δαφοινήν . ἀσπὶς
5914274 θλιβομενα
, ὅπως μὴ δουποίη τὰ ὅπλα , μήτε τῷ παραστάτῃ θλιβόμενα μήτε τῷ φέροντι διὰ τὸν συνωθισμὸν περικτυπούμενα . [
, κρύπτεται δὲ κατὰ μόνην τὴν ἐπιφάνειαν , καὶ τὰ θλιβόμενα τὸ αὐτὸ μέγεθος ἔχοντα κατ ' ἀλήθειαν , ἐλάττω
5910759 ἰκτις
ἢ τῆς δεινῆς καὶ ὀργίλης . * ἀμυδρῆς : ἀσθενοῦς ἴκτις δὲ ἡ λεγομένη ἀγρία γαλῆ : καὶ Ὅμηρος κρατὶ
. καὶ ὁ μὲν ἰχνεύμων ἄνδρας σημαίνει , ἡ δὲ ἴκτις γυναῖκας . Θεὸς εἴ τις ὑπολάβοι γενέσθαι , ἱερεὺς
5907902 πολλαπλασιαζομενα
. Λόγον ἔχειν πρὸς ἄλληλα μεγέθη λέγονται , ἃ δύναται πολλαπλασιαζόμενα , καὶ πᾶν μέγεθος πρὸς πᾶν μέγεθος ὁμογενὲς λόγον
παρὰ πρῶτα ποιεῖ πρῶτα , ἐπειδὴ καὶ πρῶτα ἐπὶ πρῶτα πολλαπλασιαζόμενα ἐποίει δεύτερα , καὶ εἴρηται ὅτι ὁ μερισμὸς οὐδέν
5906739 δεσμιοι
βοηδρομοῦντες : ἁρμάτων δ ' ἄφνω τροχοί οὐκ ἐστρέφοντο , δέσμιοι δ ' ὣς ἥρμοσαν . ἀπ ' οὐρανοῦ δὲ
χαραχθεὶς κλίμακας ῥάνηι φόνωι , οἱ δ ' ἐν βρόχοισι δέσμιοι λελημμένοι Φρυγῶν ἀρούρας ἐκμάθωσι γαπονεῖν . Ἕκτορ , ταχύνεις
5904499 ποικιλειμων
τὸ πεποικίλθαι τοῖς ἄστροις . φάος ] τὴν ἡμέραν . ποικιλείμων ] ποικιλολείμων τις οὖσα καὶ ποικιλείμων , ἢ ἡ
ποικιλείμων ] Ἡ καλλωπιζομένη τοῖς ἄστροις ὥσπερ λειμών . : ποικιλείμων ] Ὡς ἱμάτιον ἐνδεδυμένη τὰ ἄστρα , καλλωπιζομένη τοῖς
5904108 παλαμησασθαι
, ἐπεὶ τὸ πλέον διὰ τῶν χειρῶν ἐνεργεῖται . καὶ παλαμήσασθαι τὸ τεχνάσασθαι . παλύνειν ἤτοι τρέφειν ἢ λευκαίνειν ,
, ἀσθενής , ἄχειρος , ἄτεχνος , ὁ μὴ δυνάμενος παλαμήσασθαι , ὅ ἐστι τεχνάσασθαι : ὡς δ ' ὅτ
5904099 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
5900234 ἐπιπλειν
καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ : ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πιθόμην ,
τὸν Ἕβρον ἐμπεσοῦσαν ἐκβληθῆναι εἰς τὸν μέλανα κόλπον , καὶ ἐπιπλεῖν γε τὴν κεφαλὴν τῇ λύρᾳ , τὴν μὲν ᾄδουσαν
5889097 διαδιδοναι
δὲ εἰς αὐτὰς τὰς ῥίζας δύεται καὶ οὐ δύναται πᾶν διαδιδόναι τοῖς καρποῖς οὐχ ὁμοίως εὔτροφον οὐδὲ πολύχουν , ὥστε
εἰργασμένοι , πλείους τῶν μυρίων τετρακισχιλίων . τούτους δὲ διενοεῖτο διαδιδόναι τοῖς ἱππεῦσι καὶ τῶν πεζῶν τοῖς ἐφ ' ἡγεμονίας
5889034 πυρφορει
ἤγουν ἄλλα τῆς πόλεως μέρη . πυρφορεῖ ] καυθήσεται . πυρφορεῖ ] πυρὶ καίεται . πυρφορεῖ ] καίει . πυρφορεῖ
ἀνάπτεται . πυρφορεῖ ] καίει ἢ πῦρ φέρουσι . θ πυρφορεῖ ] + πῦρ φέρει ἤγουν καίεται πυρὸς ἐμβληθέντος αὐτοῖς
5884158 μετεωριζεσθαι
ἐπὶ τὴν ἀνατολήν , ταῖς δὲ χειμεριναῖς τροπαῖς τὸ πλεῖστον μετεωρίζεσθαι τὸν ἥλιον ἐπὶ πήχεις ἐννέα . , δοκιμάζει δὲ
μόρια , πόδας λέγω καὶ χεῖρας , καὶ ἐν τῷ μετεωρίζεσθαι , τυχὸν ἐν τῷ ἀνακαθέζεσθαι : δηλοῖ γὰρ ἐσχάτην
5881726 πετασθαι
καὶ ψεύδει ἀληθὲς συνεισάγεσθαι , καθάπερ [ ἐν ] τῷ πέτασθαι τὴν γῆν , ψεύδει ὄντι , τὸ εἶναι τὴν
κορώνην μύρῳ τερεβινθίνῳ ἀλείψας ἢ ἐλαίῳ χρίσας ὅλην ἀπόλυσον ζῶσαν πέτασθαι , τὸν δὲ δάκτυλον αὐτῆς περίαπτε τῷ πάσχοντι ποδί
5880366 παρεμετρεον
. καὶ δὴ Παρθενίοιο ῥοὰς ἁλιμυρήεντος , πρηυτάτου ποταμοῦ , παρεμέτρεον , ᾧ ἔνι κούρη Λητωίς , ἄγρηθεν ὅτ '
περικλαδέος πέσεν ὕλης φυλλοχόῳ ἐνὶ μηνί ὧς οἱ ἀπειρέσιοι ποταμοῦ παρεμέτρεον ὄχθας , κλαγγῇ μαιμώοντες . ὁ δ ' εὐτύκτῳ
5878418 πομπαν
. Ναῒ πομπὰν ] Ἤγουν στόλον καὶ πλοῦν . Ναῒ πομπὰν ] Ἤγουν διὰ νηὸς στέλλεσθαι . Ζεὺς ὁ γενέθλιος
ὤφελεν ἐλάταν πομπαίαν † , μηδ ' ἀνταίαν Εὐρίπωι πνεῦσαι πομπὰν Ζεύς , εἱλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν , λαίφεσι
5876018 πληττε
κτύπος περὶ τὰ στήθη καὶ τὴν κεφαλήν . ἄρασσε ] πλῆττε , τύπτε . κἀπιβόα ] καὶ ἐπὶ τούτῳ .
βάλλε ] τίτρωσκε . παῖε ] τύπτε , κροῦε , πλῆττε . . πολλῶν ] κακῶν , δεινῶν . .
5875611 καταφερουσι
δρυμοὺς ἐν οἷσπερ καὶ οἰκοῦσι , λυπρὰν ἀροῦντες γῆν : καταφέρουσι δὲ πάλιν ὅταν ᾖ καιρὸς τοῦ πλεῖν . τὸ
: ἔστι δὲ ὅτε ὑμένας τινὰς ἐκ τῶν ἐντέρων σηπομένους καταφέρουσι . ἀλλ ' εἰ μὲν ἐν τοῖς λεπτοῖς ἐντέροις
5874217 πεφρικασι
ὕδωρ καὶ φύγον ἄλγεα πάντα , σὲ δ ' εἰσέτι πεφρίκασι . σῷ δὲ μένει καὶ τῆλε περᾷς , ὅσον
τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ ὅσα τοιαῦτα χαλδαϊκῆς ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου ὡς τὸ
5874162 Ἀργισσα
τὴν κώπην . : Ἄργουρα , πόλις Θεσσαλίας ἡ πρότερον Ἄργισσα . . . Τὸ ἐθνικὸν ἔδει Ἀργουραῖος , ὡς
Παυσανίας . : Ἄργουρα , πόλις Θεσσαλίας , ἡ πρότερον Ἄργισσα . . . Τὸ ἐθνικὸν δὲ ἔδει Ἀργουραῖος ,
5873763 περιτυγχανουσι
ὁδόν , εἰς Αἰγόσθενα τῆς Μεγαρικῆς ἀφικνοῦνται . ἐκεῖ δὲ περιτυγχάνουσι τῷ μετὰ Ἀρχιδάμου στρατεύματι . ἔνθα δὴ ἀναμείνας ,
ἐκ τῆς πόλεως Ἠλεῖοι πρῶτον μὲν ἰόντες ἐπὶ τὴν Πύλον περιτυγχάνουσι τοῖς Πυλίοις ἀποκεκρουμένοις ἐκ τῶν Θαλαμῶν . καὶ προσελαύνοντες
5869841 σχοινιοις
μέρεσι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ποδήρεις ἐχόντων χιτῶνας . ποδωτοῖς * σχοινίοις * . Θρῇσσαι δὲ αἱ Θρᾳκικαὶ γυναῖκες ἀπὸ τοῦ
: προθυμουμένη λαβεῖν . Θείνουσι : τύπτουσιν . Βροχίδεσσιν : σχοινίοις . μεθέπουσιν : σύρουσιν , Ὡς δ ' ὅτε
5869420 λυχνιδιον
δὲ Φορμοφόροις δράματι : τῇδ ' ἐξιόντι δεξιᾷ , ὦ λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ
τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην πρὸς ἀμαυρόν τι καὶ μικρόστομον λυχνίδιον καὶ διψαλέον θρυαλλίδιον ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις . πῶς
5862601 βρεχθεισα
αὐτῆς ἐκκαὲς ποιεῖ . * Θρήϊσσαν : Θρῃκικήν Θρῃκικήν * βρεχθεῖσα : ὑγρανθεῖσα * σελάσσεται : λάμπει καίεται φλέγεται *
ἰσόρροπον Θρήϊσσαν : ἡ δὲ Θρήισσα λίθος ἐστίν , ἥτις βρεχθεῖσα τῷ ὕδατι καίεται . ὅτε δὲ εἰς αὐτὴν ἔλαιον
5861837 ἑσπεριης
ἅρμασιν Ἠελίοιο δινεύσας , ὅτ ' ἐμεῖο κασιγνήτην ἐκόμιζεν Κίρκην ἑσπερίης εἴσω χθονός , ἐκ δ ' ἱκόμεσθα ἀκτὴν ἠπείρου
ὡπλίσσαντο νήσῳ ἐν Εὐβοίῃ μετὰ κύμασιν Αἰγαίοισιν : εὖτε γὰρ ἑσπερίης θήρης πόνον ἐγκονέωσιν ἰχθυβόλοι , νεπόδεσσι πυρὸς φορέοντες ὁμοκλήν
5861425 νηξιν
μέγιστοι μέν εἰσιν ἰδεῖν τὴν φύσιν , νωθεῖς δὲ τὴν νῆξιν , καὶ εἱλοῦνται περὶ τοῖς φωλεοῖς , ἔνθεν τοι
θάλασσαν ἐμπίπτων ἀεὶ τοῖς κύμασι καὶ λεαίνων αὐτὰ ἐς τὴν νῆξιν . φεῦ τῶν στέρνων , ὡς λάχνη μὲν αὐτοῖς
5856927 κλωνται
Ἀπηλεγέες : σκληροί . βιῶνται : βιάζονται . Ἄγνυνται : κλῶνται : Κατὰ γαίης : ἤγουν ἐπάνω . Ἐπὶ χέρσον
κέραμον : οἱ γὰρ καλῶς δεσμούμενοι κέραμοι δυσχερῶς καὶ μόλις κλῶνται . Γ ἔνδησον ὦ λῷστε : διπλῆ καὶ μετάβασις
5854226 καθισω
αὐτοῖς τὸν νοῦν προσέχειν : ὡς ἐὰν μὲν κλάοντας αὐτοὺς καθίσω , αὐτὸς γελάσομαι ἀργύριον λαμβάνων , ἐὰν δὲ γελῶντας
τὴν δὲ σοῦ λύπην ἐπιστρέψω εἰς χαράν , καὶ ἐπιστρέψας καθίσω σε εἰς τὴν ἀρχήν σου ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ
5853956 ΑΗΕ
μεγίστου κύκλου τμῆμα τὸ ΚΛΜ , ὥστε , ἐπεὶ ὁ ΑΗΕ κύκλος διά τε τῶν τοῦ ΕΘΜ καὶ διὰ τῶν
τὸ ΑΕΗ τρίγωνον πρὸς τὸ ΑΘΓ . ὡς δὲ τὸ ΑΗΕ πρὸς τὸ ΑΘΓ , τὸ ἀπὸ ΕΑ πρὸς τὸ
5852176 ἐξανθημασιν
μόνον δὲ ὅταν ἐπείγῃ τι , μολυνόμενον ἐπὶ πλεῖον ἢ ἐξανθήμασιν τραχυνόμενον . | ὁ δὲ τρόπος ὁ τοῦ λουτροῦ
κλυσμοῖς , ἰσχάδι , ἀρθρίτιδι , κεφαλαίᾳ , ὀρθοπνοίᾳ , ἐξανθήμασιν , ὕδρωψι , νεφρίτιδι καὶ ὑστερικῇ διαθέσει , κινοῦσι
5848090 κακιζομεν
γέρα μετὰ τὴν νίκην τοῖς ἀριστεύσασιν : οὕτω τοὺς προδότας κακίζομεν . οὕτω τοὺς λείποντας τὴν τάξιν ἐκβάλλομεν : καὶ
ἵππος ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἂν κακουργῇ , τὸν ἱππέα κακίζομεν : τῆς δὲ γυναικός , εἰ μὲν διδασκομένη ὑπὸ
5844402 ἰλιγγον
ἰσορροπεῖν ὁμοίως αὐτῇ ᾗ ἂν ῥέπῃ ταύτῃ φέρεται καὶ τὸν ἴλιγγον ποιεῖ καὶ καταβάλλει πολλάκις . Αἴτιον δὲ τοῦ μὴ
τῆς πηγῆς πικρά τε καὶ φαρμακώδη , σπασμὸν ἐμποιοῦντα καὶ ἴλιγγον τοῖς πιεῖν ἐκ τῆς χρόας ἀπατηθεῖσι . τὰς κορυφάς
5843542 πεμπομεν
πεποίηκας δὲ οὐδέτερον . ἀλλ ' ἡμεῖς γράφομέν τε καὶ πέμπομεν τὸν παιδαγωγόν , ὃς οὐκ ἐᾷ γράφειν μακρά .
οἷον αἱ Βριλήσσιαι λαγόνες ἐξανθοῦσι . καὶ νῦν μὲν ταῦτα πέμπομεν , [ καὶ ] εἰς νέωτα δὲ δέχοιο παρ
5841183 Κερνην
δὲ καὶ περὶ τῶν ἔξω στηλῶν Ἡρακλείων πολλοῖς μυθώδεσι , Κέρνην τε νῆσον καὶ ἄλλους τόπους ὀνομάζων τοὺς μηδαμοῦ νυνὶ
Σολόεντα ἄκραν παράπλους ἡμερῶν τριῶν . Ἀπὸ δὲ Σολόεντος εἰς Κέρνην παράπλους ἡμερῶν ἑπτά . Σύμπας δὲ ὁ παράπλους οὗτός
5840916 Πρωμοναν
ἔπεμψε μέν , καὶ προ - ηγόρευσε τοῖς ἔχουσι τὴν Πρωμόναν ἀποδοῦναι τοῖς Λιβυρνοῖς : οὐ φροντισάντων δὲ ἐκείνων τέλος
τότε μάλιστα διευτύχουν , Λιβυρνούς , ἕτερον ἔθνος Ἰλλυριῶν , Πρωμόναν πόλιν ἀφείλοντο . οἳ δὲ σφᾶς Ῥωμαίοις ἐπιτρέποντες ἐπὶ
5840199 ἀνεμιχθησαν
τὴν θυσίαν τοὺς Διοσκούρους . οἱ νεανίσκοι δὲ ὡς ἅπαξ ἀνεμίχθησαν , διεξήλαυνον διὰ πάντων παίοντες τοῖς δόρασι , καὶ
τε ἐξεστρατεύοντο καὶ ὡς τὴν Βοιωτίαν διώδευον οἱ Βοιωτοί σφισιν ἀνεμίχθησαν : οὕτω δὴ ἀμφότεροι τοῖς βαρβάροις ἐπακολουθοῦντες ἐλόχων τε
5835102 κεραιομενον
, συνημμένην τῷ ὄξει ψυχρὰν πόσιν δεπάεσσι ] τοῖς ποτηρίοις κεραιόμενον ] κιρνώμενον συνήρεα ] ἀντὶ τοῦ συνηρμοσμένην συνήρεα ]
ἐχθομένοιο πυρὸς κατὰ θεσμὸν ἀκούει . ναὶ μὴν ἀτμένιόν τε κεραιόμενον λίπος οἴνῃ ἢ χιόνι γλυκέος μίγδην πόσις ἄλγος ἐρύξει
5834849 ἀψοφητι
ὁ Θερσίτης αὐτόματός ποθεν εἰσερρύη τῷ λόγῳ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἀψοφητὶ μεταβῆναι εἰς ἕτερον τύπον . κακηγόρους γὰρ δὴ περιέργους
, ὡς εἴ γε ἁπλῶς ἐκπνέοι τὴν ἀβίαστον ἐκπνοήν , ἀψοφητὶ κενοῦται τὸ πνεῦμα . θαυμαστὸν δ ' οὐδὲν εἰ
5828124 φλογιζομενος
μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας . : ἰπνούμενος : Καιόμενος , φλογιζόμενος : ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ἴπνου . γράφεται κτλ .
καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . : χροιᾶς ] Χροιᾶς καὶ στοιᾶς φασὶν Ἀθηναῖοι
5826808 ἐκαυσαν
κώμης δύο λόχους ἦγον οἱ στρατηγοί . . ὅσα μὲν ἔκαυσαν οἱ πελτασταὶ οἱ λοιποὶ ἔκαιον . μακρὰν δὲ λέγει
κεῖται . οἱ οὖν Ἕλληνες προσποιούμενοι ἀφικνεῖσθαι εἰς τὰ οἰκεῖα ἔκαυσαν τὰς ἑαυτῶν σκηνὰς καὶ ἔπεμψαν Σίνωνα σημᾶναι αὐτοῖς ὅταν
5826704 ὀχων
περιλαμβάνει γὰρ αὐτὴν ὁ Ὠκεανὸς . . . . ὁ ὀχῶν καὶ βαστάζων αὐτήν . Φασὶ γὰρ αὐτὴν ἐφ '
τὴν ἐμὴν χειρώσομαι : ὦ γῆς ὄχημα : τὴν γῆν ὀχῶν καὶ ἐπὶ γῆς ὀχούμενος : λέγει δὲ τὴν ἀέρα
5825094 κομωσιν
τοῦ καλοῦ Λυαίου . Ἡ καλόν ἐστι βαδίζειν ὅπου λειμῶνες κομῶσιν , ὅπου λεπτὸς ἡδυτάτην ἀναπνεῖ Ζέφυρος αὔρην , κλῆμά
γὰρ ἐνταῦθα τοὺς σπειρομένους λέγει τόπους , τοῖς φύλλοις ἀεὶ κομῶσιν , ἤτοι εὐθαλεῖς εἰσι καὶ θάλλουσι : καὶ γὰρ
5824488 ἀντιπροσωποι
κώμῃ : οἱ δὲ ἀνέβησαν παμπλήθεις Ἀρκάδες . ἐνταῦθα δὴ ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι οἱ περὶ τὸν Ἰσχόλαον ἐπεκράτουν : ἐπεὶ
ἑαυτῶν ἐμφαίνοιντ ' ἄν , ἄλλως τε καὶ εἰ εὐθὺς ἀντιπρόσωποι κεῖνται καὶ ταὐτὸ συμβαίνει πάθος ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς
5824017 πηδαλιοις
[ ] ὁ λέγων Διὶ πάντα μερίσαι , ὃς δυσὶ πηδαλίοις ? ? [ ] [ ] μόνος ἔσχισε Λήμνιον
ἐκ μηχανῆς θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον ἢ πρὸς τοῖς πηδαλίοις ἑστῶτα καὶ πρός τινα ᾐόνα μαλακὴν ἀπευθύνοντα τὴν ναῦν
5823908 καμηλοις
ἕως ἐπαύσατο πίνων : | καὶ εἶπε : καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι , ἕως ἂν πᾶσαι πίωσι . καὶ
φιλόδωρον , ὅτε αὐτὸν πληροῖ ποτίσασα , ὑπισχνεῖται καὶ ταῖς καμήλοις ὑδρεύσεσθαι , ἃς συμβολικῶς μνήμας εἶναί φαμεν : μηρυκᾶται
5821828 Σαλγανευς
Τιρύνθιος . Σαλγανεύς . „ μετὰ τὴν Χαλκίδα ἐστὶν ὁ Σαλγανεὺς συνάπτων τῷ Εὐρίπῳ ” . ἔστι δὲ πόλις Βοιωτίας
. ὁ οἰκήτωρ Σαλγάνιος . δύναται δὲ καὶ Σαλγανείτης καὶ Σαλγανεὺς Ἀπόλλων . Σάλγας , ποταμὸς καὶ πόλις Σάλγα τῆς
5818278 ἐπιβαλλομενων
, ὥϲτε τὴν ἐπίδεϲιν ὁμαλὴν γίνεϲθαι τῶν ἐπιδέϲεων ἐγκυκλίων ὥϲπερ ἐπιβαλλομένων . τὰ δὲ αὐτὰ λεκτέον καὶ περὶ τῶν τῆϲ
. διὸ καὶ Τυρρηνῶν θαλαττοκρατούντων καὶ πέμπειν εἰς αὐτὴν ἀποικίαν ἐπιβαλλομένων , διεκώλυσαν αὐτοὺς Καρχηδόνιοι , ἅμα μὲν εὐλαβούμενοι μὴ
5817713 λαιψηρα
τῇ Ἀρτέμιδι , ἢ ὅλως ἐπὶ νοῦν οὐκ ἦλθεν . λαιψηρά ταχέως κινούμενα , ἀντὶ τοῦ λαιψηρῶς , ὡς ταχεῖα
τοῖς ἔχουσι ξύλον ὄρεσι , τούτοις τοῖς ξύλα ἔχουσιν . λαιψηρά : ταχεῖα , ταχέως . Ἔλαφον : ἔλαφος ἢ
5815909 ἀντιχθονες
. καλοῦνται δὲ οἱ ταύτας οἰκοῦντες τὰς ζώνας περίοικοι ἄντοικοι ἀντίχθονες ἀντίποδες , περίοικοι μὲν οἱ τὴν αὐτὴν οἰκοῦντες ζώνην
ἡ βόρειος τῆι νοτίωι καὶ ἡ νότιος τῆι βορείωι : ἀντίχθονες δὲ οἱ κατὰ διάμετρον ἐν ταῖς ὁμοίαις ζώναις οἰκοῦντες
5815902 ὑπονομον
φλυκτὶς φλύκταινα ἐπιμήκης , μάλιστα περὶ βουβῶνας καὶ μασχάλας . ὑπόνομον ἕλκος , ὃ καὶ βάθος ἔχει καὶ κόλπους .
δὲ μεταξὺ Λαοδικείας καὶ Ἀπαμείας λίμνη , καὶ βορβορώδη καὶ ὑπόνομον τὴν ἀποφορὰν ἔχει πελαγία οὖσα : φασὶ δὲ καὶ
5814951 διιεναι
καὶ ἀνήθου καρπὸν , καὶ σμύρνης ὁλκὴν ὀβολοὺς δύο , διιέναι οἴνῳ λευκῷ ἀκρήτῳ ἡμικοτυλίῳ , ἐν τουτέῳ διακλυζέσθω ,
ἢν φλεγματώδης γυνὴ ᾖ : ἐλλεβόρου δύο πόσιας ἐν οἴνῳ διιέναι γλυκεῖ , ὅσον δύο κοτύλας , καὶ κλύζειν μίσγοντα
5813456 ἐκλαπαξαι
ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν
. ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν ἐξαναστῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἐκβαλεῖν
5810723 Ὀϊστος
Ἐνγόνασιν , Ὀφιοῦχος , Ὄφις , Λύρα , Ὄρνις , Ὀϊστός , Ἀετός , Δελφίς , Προτομὴ Ἵππου καθ '
ἀντέλλουσα . Λύρη τότε Κυλληναίη καὶ Δελφὶς δύνουσι καὶ εὐποίητος Ὀϊστός . Σὺν τοῖς Ὄρνιθος πρῶτα πτερὰ μέσφα παρ '
5810218 ἀπλανεσιν
, ἡλίῳ τε καὶ σελήνῃ καὶ τοῖς ἄλλοις πλάνησι καὶ ἀπλανέσιν , ἔτι δ ' ἀέρι καὶ τοῖς ἄλλοις μέρεσι
ἥλιος ἐπὶ τὸ Π παραγένηται , πρώτη φάσις ἐστὶν τοῖς ἀπλανέσιν ἄστροις , ὅταν δὲ ἐπὶ τὸ Ο , ἐσχάτη
5809761 φερτρον
ἐς τὰ προάστεια φέρουσιν , θέμενοι δὲ αὐτὸν καὶ τὸ φέρτρον τῷ ἐκόμισαν , ὕπερθε λίθοις βάλλουσιν , καὶ τάδε
ἀλλήλων . . κείμενον ἐν φέρτρῳ : ὅτι ἅπαξ τὸ φέρτρον : ἔστι δὲ φορεῖον . . πάντας γὰρ ἔχε
5809364 κατηκοντες
κατὰ μέσον τῆς χώρης οἰκέουσι Βάκαλες , ὀλίγον ἔθνος , κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατὰ Ταύχειρα πόλιν τῆς Βαρκαίης ; νόμοισι
ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη . Ἐν μέσῃ Ἀσίῃ Πέρσαι οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ τὴν νοτίην θάλασσαν τὴν Ἐρυθρὴν καλεομένην : τούτων
5808921 διερην
' οἷος ἔησθα , τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον . αὔην καὶ διερήν : καὶ τὴν ξηρὰν καὶ τὴν ὑγρὰν τῷ καιρῷ
, τὴν μήτε ξηρὰν οὖσαν μήτε ὑγράν . αὔην καὶ διερήν : ἀπότιστον : ὑδατώδη . * εἴαρι πολεῖν :
5808607 Φραζεο
ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος , ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος . Φράζεο δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος
οὔτε πιεῖν , ὀλοὸς δὲ φέρειν ζυγὸν ἔπλετο δοῦλον . Φράζεο καὶ δύο φῦλα δυσάντεα , καρχαρόδοντα , μηλοφόνον τε

Back