εἴ γε τὸ μὲν αἰσθητόν ἐστι , τὸ δὲ λόγος ἐξῃρημένος τοῦ αἰσθητοῦ . ὥστε οὐ δυνατὸν εἶναι ἰδέαν ἰδέας
, ὃς καὶ καθ ' ἑαυτὸν ἐνεργεῖ , τῶν συνηρτημένων ἐξῃρημένος , τὸ δὲ πράττειν τοῦ πρακτικοῦ νοῦ , τοῦ
7303952 νοητος
, ἄρχοντος δὲ νοῦ ὅμως ἀνάγκης . Ὁ μὲν γὰρ νοητὸς μόνον λόγος , καὶ οὐκ ἂν γένοιτο ἄλλος μόνον
τὸ ἔξω . Καὶ μέχρι τοῦ πρὸ τοῦ εἰδώλου ὁ νοητὸς κόσμος ἅπας τέλεος ἐκ πάντων νοητῶν , ὥσπερ ὅδε
7285368 ἀμωμος
καὶ Αὐτονόη καὶ Λυσιάνασσα Εὐάρνη τε φυὴν ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος καὶ Ψαμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη Νησώ τ
, ἐγένετο παῖς αὐτῷ τὰ μὲν ἄλλα ὅμοιος , οὐκ ἄμωμος δέ , ὅτι καὶ σπίλους εἶχεν . Ἔδοξέ τις
7116058 πολυηρατος
μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο κάλλει ἱσταμένης ? ? σὺν Ἔρωτι
' οὐρανὸν εἰσαναβῆι . τὸν μὲν γὰρ διὰ κῦμα φέρει πολυήρατος εὐνή , ποικίλη , Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη , χρυσοῦ
7021949 ἀγγελικην
ἦν δέ τις καὶ Ἰωνικὴ ὄρχησις παροίνιος . καὶ τὴν ἀγγελικὴν δὲ πάροινον ἠκρίβουν ὄρχησιν . καλεῖται δέ τις καὶ
μὲν εἰς τὴν τοῦ Διός , ὁ δὲ εἰς τὴν ἀγγελικὴν ὡς Ἑρμαϊκὸς καὶ γεωμετρικός . καὶ ἐπεὶ ἡ δημιουργία
7012247 διαυγεα
ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ
ὄφρα τοι εὐχομένοιο κλύοι θεός , ἐγγυαλίξω . Κρύσταλλον φαέθοντα διαυγέα λάζεο χερσὶ λᾶαν , ἀπόρροιαν πυριφεγγέος ἀμβρότου αἴγλης :
7007857 ἀποκεκρυπται
εἰδεῖεν οἱ λῃσταὶ τὴν τέχνην . τά τε γὰρ δέρματα ἀποκέκρυπται τά τε σπλάγχνα τῇ σφαγῇ προπηδήσεται , ἅπερ ἡμεῖς
ἑνώσεως τῆς πρὸς τὸ καλὸν ἐστέρηται . οὗτος μὲν οὖν ἀποκέκρυπται εἰς αὑτόν : ὁ δὲ ἐναντίος τούτῳ φεύγει μὲν
6997344 Μικρος
. . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . .
βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος
6982621 ἀναπλωσας
τῷ λόγῳ κατὰ τὸ ἕτερον τῶν ἰσημερινῶν σημείων καὶ ὥσπερ ἀναπλώσας ἐφαρμόσῃ τῷ δὶς διὰ πασῶν τελείῳ συστήματι κατ '
ὄρνις ἀγαλλόμενος πτερύγων πολυανθέι χροιῇ , τὰς ὅ γ ' ἀναπλώσας ὡσεί τέ τις ὠκύαλος νηῦς χρυσείου ταλάροιο περίσκεπε χείλεα
6974347 ἡλιοειδεστατον
τῆς ἡμετέρας ὄψεως θεωρήσας . Πλάτων δὲ ὁ μέγας καὶ ἡλιοειδέστατον ἔφατο εἶναι τὴν ὄψιν τῶν περὶ τὰς αἰσθήσεις ὀργάνων
ἄλλην περὶ τὰς βάσεις κῆρα ἀναδέξαιτο . φῶς δὲ ψυχῆς ἡλιοειδέστατον ἐπιστήμη : καθάπερ γὰρ τὰ ὄμματα αὐγαῖς , καὶ
6922648 γελασσε
προσέβη μέγαν οὐρανόν , ἀμφὶ δὲ πάντῃ κίδνατο παμφανόωσα , γέλασσε δὲ γαῖα καὶ αἰθήρ : τοὶ δ ' εἰς
μέγ ' ἔπταρεν , ἀμφὶ δὲ δῶμα σμερδαλέον κονάβησε : γέλασσε δὲ Πηνελόπεια , αἶψα δ ' ἄρ ' Εὔμαιον
6912816 χρυσηνιος
ὑποτρομέεσκον ὁμοκλήν . Καὶ τότ ' ἀπ ' Ὠκεανοῖο κίεν χρυσήνιος Ἠώς . Ὕπνος δ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἀνήιεν εἴκελος
ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ χρυσήνιος , δῆλα ὡς ἐπὶ τῆς Κόρης τῇ ἁρπαγῇ .
6899206 βαθμος
ἐνδύσαι ἐνβύσαι , . , . * . Βηλός : βαθμὸς θύρας , ἢ ὁ οὐρανός , οἷον : ῥῖψε
, ἀλλὰ οὗτος τοῦ ἑτέρου ἰσχυρότερος . ὁμοίως ὁ συγκριτικὸς βαθμὸς καὶ τούτοις τοῖς τοῦ αὐτοῦ γένους οὖσιν καὶ τούτοις
6879954 Βροντη
ἦχον τὸν γινόμενον κατὰ τὴν πνοὴν τὸ ὄνομα γέγονε . Βροντή , παρὰ τὸ βρομῶ βρόμος : κυρίως δὲ ἐπὶ
Βοῤῥᾶς : ἴσως διὰ τὸ βίᾳ ῥεῖν καὶ ῥάσσεσθαι . Βροντή : ὡς οὖσα βαρεῖα τῇ φωνῇ . Βοῦς :
6867091 Ἡγου
τὰ ἐπιτήδεια ἀπεχούσας ἡμῶν ὅσον διελθόντες ἂν ἡδέως ἀριστῴητε . Ἡγοῦ τοίνυν , ἔφη ὁ Ξενοφῶν . ἐπεὶ δ '
ὦ Ἡράκλεις , ἀναπέπταται ὥσπερ ὑπὸ κλειδὶ ἡ θύρα . Ἡγοῦ ἐς τὸ πρόσθεν . ὁρᾷς αὐτὸν ἀγρυπνοῦντα καὶ λογιζόμενον
6861250 βροτειος
τριγενῆ μὴ ἐθνικὰ προπαροξύνεται , εἰ ἀπὸ βραχείας ἄρχοιτο : βρότειος τέλειος φλόγειος λύκειος βόειος . τὸ δὲ Ἐπειός κύριον
ἀφεγγής ] ἀθέατος θεόσσυτος ] ἐκ θεοῦ ὁρμηθεῖσα ἤγουν θεία βρότειος ] ἀνθρωπίνη κεκραμένη ] μεμιγμένη ἤγουν ἡρωϊκή ἵκετο ]
6827896 ἱπποδρομων
δὲ οἱ ἐπεισφερόμενοι οὗτοι : συμβουλευτικοὶ ἐννέα , περὶ παρασκευῆς ἱπποδρόμων , περὶ αὐτονομίας , Σινωπικὸς , νησιωτικὸς , σύμμικτοι
χιλίων μισθῶσαι ταλάντων . Κατεσκεύασε δὲ καὶ τὸν μέγιστον τῶν ἱπποδρόμων Ταρκύνιος τὸν μεταξὺ τοῦ τε Αὐεντίνου καὶ τοῦ Παλλαντίου
6824328 μαχα
τῶν Ἀργείων πάθη . καὶ ἁ τῶν Κενταύρων καὶ Λαπιθᾶν μάχα τοῖς μὲν Λαπίθαις ἀγαθόν , τοῖς δὲ Κενταύροις κακόν
ὑπὸ τοῦ ἀλείπτου ἀνερρώσθη παραθήξαντος αὐτόν . τράπε δὲ Κυκνέα μάχα : ἐτράπη δὲ καὶ ὑπεχώρησεν ἐν τῇ πρὸς τὸν
6810073 ἱδρυμενος
Ῥωμαῖοι διετέλουν Κωνσουάλια καλοῦντες , ἐν ᾗ βωμός τε ὑπόγειος ἱδρυμένος παρὰ τῷ μεγίστῳ τῶν ἱπποδρόμων περισκαφείσης τῆς γῆς θυσίαις
καὶ ἡγεμονικόν , εἴτε περὶ ἐγκεφάλῳ κατὰ Πυθαγόραν καὶ Πλάτωνα ἱδρυμένος , εἴτε ἐν παρεγκεφαλίδι ἢ μήνιγξιν , ὡς πολλοῖς
6809848 λατρευων
ὁ δὲ παραγενόμενος εἰς Φερὰς πρὸς Ἄδμητον τὸν Φέρητος τούτῳ λατρεύων ἐποίμαινε , καὶ τὰς θηλείας βόας πάσας διδυμοτόκους ἐποίησεν
γονέας καὶ τὸν παρ ' ἀνθρώπων ψόγον ὕθλον ἡγούμενος , λατρεύων δὲ τοῖς παιδικοῖς καὶ ὁπότε μᾶλλον δουλεύοι , μᾶλλον
6795811 τρυφηλων
μακροὺς ἐπιτεινόντων λόγους . Ἀπίδων πανδαισία : ἐπὶ τῶν ἄγαν τρυφηλῶν . Ἄπιδες δὲ θεοὶ ἦσαν Αἰγύπτιοι , τιμώμενοι παρ
ξένοις ἐχρῶντο ἀεί . Σικελικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν ἄγαν τρυφηλῶν . Σκορπιὸν ὀκτάπουν ἀνεγείρεις : οἷον , ἱκανὸν ἀμύνασθαι
6789282 Μελια
ὁ Ἀπόλλων καλεῖ διὰ τὴν νίκην , ἢ καὶ ἡ Μελία , ὅπερ καὶ βέλτιον : θήλεια γὰρ θηλείας εὐλόγως
ἀπὸ Μελήτου ] ποταμοῦ , ὡς Ἑκαταῖος ἐν Αἰολικοῖς . Μελία , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος γενεαλογιῶν δʹ . τὸ
6789147 κηδευματα
. . . . προστάττει . γρ . προστάττει . κηδεύματα . γαμικὰ συναλλάγματα . φαμεν . . . .
φερόμενον : τὸν δ ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι . καὶ κατὰ παντὸς εἷς ἔστω μῦθος γάμου
6788173 κεκασμαι
α εἰς ο , παρὰ τὸ κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ
α εἰς ο . παρὰ τὸ κάζω ῥῆμα , ὅθεν κέκασμαι κέκασται κεκασμένος , ὄνομα ῥηματικὸν κασμός , καὶ μεταθέσει
6782207 Οἰμωζε
εἰ τουτονὶ κεχειροτονήκας ' οἱ θεοί ; Ἕξεις ἀτρέμας ; Οἴμωζε : πολὺ γὰρ δή ς ' ἐγὼ ἑόρακα πάντων
ὁ Ζεὺς ποεῖ ; Ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας ἢ ξυννέφει ; Οἴμωζε μεγάλ ' . Οὕτω μὲν ἐκκεκαλύψομαι . Ὦ φίλε
6768565 ὠμογεροντα
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα
6763696 διαζευξις
περιπατεῖ : ἐν γὰρ τούτοις πᾶσιν οὔτε ἀκολουθία οὐδεμία οὔτε διάζευξίς τις , οὔτε κατὰ τὴν λέξιν ἐπίκτητος γοῦν ἕνωσίς
περιπατεῖ : ἐν γὰρ τούτοις πᾶσιν οὔτε ἀκολουθία οὐδεμία οὔτε διάζευξίς τις , οὔτε κατὰ τὴν λέξιν ἐπίκτητος γοῦν ἕνωσίς
6761762 προυπτος
φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα . θ προῦπτος ] ὁμολογούμενος . προῦπτος ] ἐμπρέπων , ὁμολογούμενος . προῦπτος ] ἀληθής .
τούτου ὕπαρξις . “ καὶ ἔστιν ἡ τῆς συνερωτήσεως πιθανότης προῦπτος . πάσης γὰρ φύσεως καὶ ψυχῆς ἡ καταρχὴ τῆς
6761020 ἐπιτηρηται
* * ἤτοι τοὺς κατηγοροῦντας εἰς τοὺς θεούς . οἱ ἐπιτηρηταὶ θεοί . . Τὸ οὗτος ἢ πρὸς τὸ Τάνταλος
. ὑπόχειροι . ὁρμῶσι . ὁρμῶνται , πορεύονται . . ἐπιτηρηταὶ , ἡγεμόνες . , ἐπιστάται . . οἱ διὰ
6758211 Νωνακριατης
Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου τιμᾶται ὁ Ἑρμῆς * . Νωνακριάτης ὁ Ἑρμῆς . × . τρικέφαλος δὲ ὁ αὐτὸς
καὶ κόρην κατὰ χρησμὸν κἀντεῦθεν ἱδρύσαντο Λευκὸν Ἑρμῆν . * Νωνακριάτης δὲ ὁ Ἀρκαδικός : Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου
6751536 εἰλουμενος
συνέστηκεν ἀγαθά τε καὶ φαῦλα . ὁ γὰρ κόσμος σφαιρηδὸν εἰλούμενος καὶ τὰς τῶν ἀστέρων ἀπορροίας εἰς τὸν οὐρανὸν πέμπων
διὰ τὴν κοιλότητα : ὃ γὰρ ἐναποληφθεὶς ἀὴρ τῇ κοιλότητι εἰλούμενος ἐπὶ πολὺ καὶ ἐξελθεῖν μὴ δυνάμενος παρατείνει τὸν ψόφον
6750484 ἀπαυδω
ταῦτ ' , ἐμοὶ δὲ τἀντία . ἐγὼ δ ' ἀπαυδῶ πᾶς τε Καδμεῖος λεὼς Ἄδραστον ἐς γῆν τήνδε μὴ
, καὶ κράτει τῶν σῶν ὅπλων . Ἐγὼ δ ' ἀπαυδῶ γ ' , ᾧ θεοὶ ξυνίστορες , ὑπέρ τ
6743454 ἐπιγειος
τοῖς ἀργιλώδεσι . Πολυειδὴς δὲ ὁ κιττός : καὶ γὰρ ἐπίγειος , ὁ δὲ εἰς ὕψος αἰρόμενος : καὶ τῶν
ἐλάᾳ , ὁ δὲ μέλας οἷον ἡ μυρίκη σαρκῶδες : ἐπίγειος δὲ μᾶλλον ὁ λευκός : ἔστι δὲ ὀσμώδης ,
6732630 χρυσεαισιν
ὄρος περὶ τὴν Λυδίαν . ἀγλαοτρίαιναν : τὸν Ποσειδῶνα . χρυσέαισιν : ἀντὶ τοῦ ἐπὶ χρυσῶν ἵππων . μεταβιβάσαι ,
ἔτυχον ἕλικά τ ' ἀνὰ χλόαν φοίνικας ἁλίωι † πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς θάλπους ' † ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν : ἔνθεν
6730565 Λοκροιο
τοὺς λῃστὰς , φιλοξένους τινὰς κατῴκισεν . Ἤτοι ὁ μὲν Λοκροῖο παρ ' ἐσχατιήν ] Ὅτι τὸ πρὸς ζέφυρον Ἀτλαντικὸν
ἐών , πολλῇσι δ ' ἐπωνυμίῃσιν ἀρηρώς : ἤτοι μὲν Λοκροῖο παρ ' ἐσχατιὴν ζεφύροιο Ἄτλας Ἑσπέριος κικλήσκεται , αὐτὰρ
6721736 Κυθνος
Νάξος , Σίφνος , Κέως , Μύκωνος , Τῆνος , Κύθνος , Ἄμοργος , Σέριφος : κατὰ δέ τινας ιβʹ
Κέως πρώτη τετράπολις Σουνίου νῆσος ὑπόκειται καὶ λιμήν : ἔχεται Κύθνος νῆσος πόλις τ ' , εἶτεν Σέριφος καὶ λιμήν
6712600 φανταζου
. Ὅταν ἀφῇς πρὸς ὀλίγον τὴν προσοχήν , μὴ τοῦτο φαντάζου , ὅτι , ὁπόταν θέλῃς , ἀναλήψῃ αὐτήν ,
Ξενοφῶντα φαντάζου , καὶ εἰς ἑαυτὸν ἀπιδὼν τῶν Καισάρων τινὰ φαντάζου , καὶ ἐφ ' ἑκάστου τὸ ἀνάλογον . εἶτα
6708156 Ἀγαθωνειος
' ἄρτον : ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερα τισὶ διδόντων . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ ἡδίστη καὶ εὐφραντή . Ἀνδριὰς σφυρήλατος
, μυρίας προφάσεις καὶ σκήψεις εἰς τὸ ῥᾳστωνεύεσθαι ἐπινοοῦντες . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ μήτε χαλαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ
6707263 αἰγλα
ἡδὺς ὁ βίος γίνεται τοῖς ἀνθρώποις . ἀλλ ' ὅταν αἴγλα Διός : ἀλλ ' ὅταν αἴγλη τις καὶ φῶς
; ὀνείρατα σκιᾶς ἐσμεν οἱ ἄνθρωποι . ἀλλ ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ : ἀλλ ' ὅταν ἐκ Διὸς δεδομένη
6706826 ἠρεμιαϲ
ἐπὶ δὲ ϲφυγμοῦ κατά τιναϲ μὲν χρόνου κινήϲεωϲ πρὸϲ χρόνον ἠρεμίαϲ , οἷον τῆϲ διαϲτολῆϲ καὶ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ πρόϲ τινα
ἑτέρουϲ δὲ χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν
6701040 ὑπερασπιστης
: ἐγὼ γὰρ σύνειμί σοι ἐπίκουρος [ - ] καὶ ὑπερασπιστὴς [ - ] ἐν παντὶ τόπωι ? [ καθ
τετράποδος καὶ ἀφηνιαστοῦ πάθους ἀλόγοις ὁρμαῖς ἀφανίσας , βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς ἐγένετο τῆς ὁρατικῆς ψυχῆς , ὡς χαρίσασθαι παντελῆ σωτηρίαν
6692738 Κειθι
ἐπικίδναται ἠώς . Ἀλλὰ Διὸς πεφύλαξο Νεμείου κάλλιμον ἄλσος . Κεῖθι δέ τοι θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν . Ὁ δὲ
ἀέθλων πρῶτον [ Ἡρακλεῖ ] [ ] βαρύφθογγον λέοντα . Κεῖθι [ φοινικάσπιδες ] ἡμίθεοι πρώτιστον [ - ] [
6692489 κατεφθαρται
αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμήν , ὡς ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται πολὺς ὄλβος , τὸ Περσῶν δ ' ἄνθος οἴχεται
πόλει ; οὐδαμῶς : ἀλλ ' ἀμφ ' Ἀθήνας πᾶς κατέφθαρται στρατός . τίς δ ' ἐμῶν ἐκεῖσε παίδων ἐστρατηλάτει
6691983 συσκηνος
συσσιτία , συμπότης , συλλογεύς , συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος
δ ' ἀπεκρίνατο : Ἔστι νὴ Δί ' ἀνὴρ ἡμῖν σύσκηνος , ὃς ἐν παντὶ μαστεύει πλέον ἔχειν . ἄλλος
6690695 μετατροπος
] πάνδυρτον δύσθροον αὐδάν . δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον ,
Ἄγ ' ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα : νῦν γὰρ δαίμων φανερῶς εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει
6687400 ἐτυπωσε
εὐτελὴς ] φαῦλος . . ὤπασε ] ἱστόρησε . . ἐτύπωσε . . ἱέντα ] πέμποντα . . λιγνὺν ]
πρὸς ἑαυτόν , ὡς ἐνῆν ἀνθρώπινον νοῦν ἀνασπασθῇναι , καὶ ἐτύπωσε κατὰ τὰς ἐφικτὰς νοηθῆναι δυνάμεις . εἰς δὲ τὸ
6686767 ἐμπυρα
ποτὲ φαίνετο κύκλος ἀλήτης : ὡς δὲ ταλαντεύει μέσον ἤματος ἔμπυρα φαίνων , ἕλκων θερμὰ λέπαδνα καὶ αἰθαλόεσσαν ἱμάσθλην ,
συμβαίνει . ̈ . , Θ . γεώδη μέν , ἔμπυρα δὲ τὰ ἄστρα . , Θ . γεοειδῆ τὸν
6686295 ἐφημενος
ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ . Ὁ μέν : ὁ ἀσπαλιεύς . ἐφήμενος : καθήμενος . ἀγχιάλοις : πλησίον τῆς θαλάσσης .
ἰχθυόεντα περῶν πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον , οὐχ ἵππων νώτοισιν ἐφήμενος : ἀλλά σε πέμψει ἀγλαὰ Μουσάων δῶρα ἰοστεφάνων .
6685914 πολυμορφος
πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο
ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι
6685601 Πιστευω
, ἀφθόνως γὰρ οἶμαι διεληλυθέναι σοι , ὁπόσα οἶδα . Πιστεύω , ἀμπελουργέ , καὶ ἑπώμεθα τῷ λόγῳ , δι
, οἵ γε δὴ νῦν ξύμπαντες ἑνὶ δουλεύουσι Πεισιστράτῳ . Πιστεύω μηδὲν κακὸν ἐκ σοῦ πείσεσθαι : καὶ γὰρ πρὸ
6683231 αἰσθητος
. , . , , . Φωνή ἐστιν ἀὴρ πεπληγὼς αἰσθητὸς ἀκοῇ τὸ ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ ἐστιν . πᾶσα
ἤρτηται οὖν ὁ νοητὸς κόσμος τοῦ θεοῦ , ὁ δὲ αἰσθητὸς τοῦ νοητοῦ , ὁ δὲ ἥλιος διὰ τοῦ νοητοῦ
6682033 ἐρικης
διώβολον καὶ αὐτὸν σὺν ὀξυμέλιτι . καὶ ὁ δι ' ἐρίκης δὲ τροχίσκος ἐπιτήδειος τούτοις : ἔχει δὲ ἡ σύνθεσις
. Ἄλλος τροχίσκος καὶ αὐτὸς ὁ δι ' ἐρίκης . ἐρίκης καρποῦ ἑξάγιον δ πεπέρεως λευκοῦ ναρδοστάχυος ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ
6681777 κρονιππος
λῆρος : κατ ' ἐπίτασιν γὰρ τὸ ἵππος λαμβάνεται . κρόνιππος ] σαλός . ἅπαντα ] λείπει τὰ κακά .
ἀρχαῖος “ , παρ ' ὅσον ὁ Κρόνος ἀρχαῖος . κρόνιππος : ὁ μέγας λῆρος κατ ' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ
6673633 ἰδυιῃσι
' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ
δὲ ἕκαστος , ἧχι ἑκάστῳ δῶμα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι : Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ '
6672967 Ἐνι
καὶ τὸ , Τέτλαθι . . Ὡι ΕΝΙ ΟΙΚΩι . Ἐνὶ ᾧ , τουτέστιν ἐν τῷ ᾧ , καὶ ἐν
καὶ τὸ , Τέτλαθι . . Ὡι ΕΝΙ ΟΙΚΩι . Ἐνὶ ᾧ , τουτέστιν ἐν τῷ ᾧ , καὶ ἐν
6671023 ἐμπλεος
. μεστὸς : Πλήρης τῆς ἀθάρας . Θ . . ἔμπλεος ἢ κεκορεσμένος . . οὐ προσῄειν : Οὐκ ἔγνω
χαράξει τοὺς χρόνους διπλώματι . Ῥήτρης εὐρυνόοιο [ ] διαμπερὲς ἔμπλεος ἦσθα , ὦ βαθέης σοφίης πολυήρατον εὖχος ἐρώτων ,
6670898 μειξαντες
ἐσχατίαισιν οἴκεις καὶ χρυσοπάσταν τὰν κυνίαν ἔχων ἔλαφρα π [ μείξαντες ἀλλάλοις ' Ἄρευα Μέλαγχρος αἴδως ἄξιος ἐς πόλιν .
ἄγοιτο : αὐτοὶ δὲ στυγερῷ κεν ὀλοίμεθα πάντες ὀλέθρῳ , μείξαντες δαῒ χεῖρας : ὅ τοι καὶ ῥίγιον ἄλγος ἔσσεται
6662961 βρεμονται
ἠχώ , μελάμφυλλά τ ' ὄρη δάσκια πετρώδεις τε νάπαι βρέμονται : κύκλῳ δὲ περί σε κισσὸς εὐπέταλος ἕλικι θάλλει
δόρει καίνεται : βλαχαὶ δ ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται . ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες : ξυμβολεῖ φέρων φέροντι
6661967 συμπεφυκως
. διὸ δὴ καὶ αὐτὸς ἐκεῖ τε συνέζων αὐτῷ καθάπερ συμπεφυκὼς καὶ τῇδε ταὐτὸν ἐποίησα . συνὼν οὐκ ἐπαυσάμην ,
ἐναντίον ἀνατρέψω τῇ τοῦ ἵππου ῥύμῃ , ἀλλ ' οὐ συμπεφυκὼς δεδήσομαι ὥσπερ οἱ ἱπποκένταυροι : οὐκοῦν τοῦτό γε κρεῖττον
6659023 ταρταρου
ὡς ἀναρρηγνυμένης μὲν ἐκ βάθρων γῆς , αὐτοῦ δὲ γυμνουμένου ταρτάρου , ἀνατροπὴν δὲ ὅλου καὶ διάστασιν τοῦ κόσμου λαμβάνοντος
ἐς τάρταρον ἵκοι . λοιπὸν δὲ καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ ταρτάρου ἕως τοῦ ὑπὸ γῆν ἡμισφαιρίου διατεῖνον μέγεθος ἄλλο τοσοῦτόν
6656741 Εὐωνυμος
δὲ αἱ τοῦ Αἰόλου νῆσοι ζʹ αἵδε : Στρογγύλη , Εὐώνυμος , Λιπάρα , Ἱέρα , Διδύμη , Ἐρικώδης ,
ὑπὸ ἰδίων ἀχαριστίαν δηλοῖ . Ψοιὰ δεξιὰ ἀσθένειαν σημαίνει . Εὐώνυμος κάματον σημαίνει . Ὀσφὺς εὐώνυμος παρέχειν πράγματα ὑφ '
6656063 Σαπαιοι
ὁδὸν ἐποιέετο τοσάδε : Παῖτοι , Κίκονες , Βίστονες , Σαπαῖοι , Δερσαῖοι , Ἠδωνοί , Σάτραι . Τούτων οἱ
κάλλιπον οὐκ ἐθέλων . „ οἱ δ ' αὐτοὶ οὗτοι Σαπαῖοι νῦν ὀνομάζονται : πάντες γὰρ οὗτοι περὶ Ἄβδηρα τὴν
6651680 κεδναν
[ ] ! [ ! ] φατ [ [ ] κεδνὰν [ [ ] ! [ . . . .
[ ] ! [ ! ] φατ [ [ ] κεδνὰν ? [ [ ] ! [ ] του ?
6649529 τριχθα
, αὔξησιν , τροφήν . Καὶ οὐχ ἁπλῶς εἴρηται : τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται . [ Διὰ μὲν τοῦτο ]
ἐστιν ἀντὶ τοῦ μέλλοντος . τυτθὰ βαλών . , : τριχθὰ βαλών . . . εἰ δὲ θεείου πλῆτο .
6648680 τεθηλως
Ὅμηρος : τῷ δ ' ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας φύλλοισι τεθηλώς . Ἀμερίας δ ' ἐρινάδας καλεῖσθαι τοὺς ὀλόνθους .
. τῷ δ ' ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας , φύλλοισι τεθηλώς : τῷ δ ' ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρρυβδεῖ μέλαν
6647648 περιτραχηλιος
ἀμνοφόρως : γράφεται καὶ μαννοφόρους . μάννος δέ ἐστιν ὁ περιτραχήλιος κόσμος : μανιάκια ἐχούσας , τουτέστι χρυσᾶ περιτραχήλια .
Ἀττικοὶ τὰ παρὰ τοῖς Ἕλλησι ψέλια . ὅρμος Ἀττικοί , περιτραχήλιος Ἕλληνες . ὀπήν Ἀττικοί , τρύπημα Ἕλληνες . ὄχλον
6646594 Λογχη
' στιν ὁ βασιλεύς ; Ἀπόδοτέ μοι τὸν ἀσκόν . Λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι ' ὀστέων ὀδυρτά . Ὁρᾶτε
μέρει τοῦ ποδὸς , τουτέστι , τῷ ἄκρῳ πλήττειν . Λόγχη . παρὰ τὸ λίαν ἔχεσθαι ὑπὸ τοῦ χρωμένου Λίβανος
6641787 δεκαοκτω
Νισαίᾳ λιμένα . ἡ δὲ Νίσαια ἐπίνειόν ἐστιν τῶν Μεγάρων δεκαοκτὼ σταδίους τῆς πόλεως διέχον , σκέλεσιν ἑκατέρωθεν συναπτόμενον πρὸς
τὸ ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐκ Μεσοποταμίας ἀπὸ Λάβαν . Καὶ πληρωθέντων δεκαοκτὼ ἐτῶν , ἐν τεσσαρακοστῷ ἔτει ζωῆς μου , ἐπῆλθεν
6641764 Πεμπτη
. Δευτέρα Σικελία . Τρίτη Κρήτη . Τετάρτη Κύπρος . Πέμπτη Εὔβοια . Ἕκτη Κύρνος . Ἑβδόμη Λέσβος . Ὀγδόη
χρόνος καὶ φίλων συμβουλὴ καὶ ἀποδημία καὶ ὅσα τοιαῦτα . Πέμπτη ἀντίθεσις : δυνατὸν πάλιν κτήσασθαι χρήματα . Ἣν λύσεις
6639307 γεωργικος
ὁ Πλάτων , ἀλλ ' ἐπειδὴ ὁ Δημόδοκος ἐργατικὸς καὶ γεωργικός , φωνὰς ἀφίησι τῆς τέχνης . Ταῦτα τὰ ἑπτὰ
, . . Ἀσκληπιόδοτος ἀποθάνωμεν χρηματισμός οἰκονομικὸς δὲ ὢν καὶ γεωργικός , ἀποθανόντος αὐτῷ τοῦ πατρός , ἀπέτισε χρέα πολλά
6635858 Κτεανων
ἐνάρετοι λαθεῖν οὐ δύνανται . Καχλάζοισαν ] Ἤγουν πεπληρωμένην . Κτεάνων ] Ἤγουν τῶν τοῦ πλούτου κτημάτων . Συμποσίου τε
, ἀλλ ' ὡς χρυσῆν . ἔφη γὰρ πρόσθεν : Κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος . εἰ δὲ συνάψεις τὸ πάγχρυσον
6635510 ὀρφναν
ον [ Τάναϊν ] μέλπουσι [ ] [ ἀμπνύουσιν ] ὄρφναν [ ] ! υ Τυφῶνος ὁλκὸς [ ] νεας
φροῦδαί σοι θυσίαι χορῶν τ ' εὔφημοι κέλαδοι κατ ' ὄρφναν τε παννυχίδες θεῶν , χρυσέων τε ξοάνων τύποι Φρυγῶν
6633449 διακοσμος
γε ταύτης αὐτὸ τὸ ὄν , ὁ κρύφιος τῷ ὄντι διάκοσμος . Ἔτι οὖν μειζόνως ἡ τούτου αἰτία παντελής :
καὶ νοερὰς πολλὰς τάξεις παρειλήφαμεν , καὶ τῶν ψυχῶν ὁ διάκοσμος πολλαχῇ τῷ κατ ' εἴδη τὰ ὄντα διακρίνειν μελετήσαντι
6631788 Ἀκτις
παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης , Φαέθων .
Ῥόδηςοὕτω γὰρ αὐτὴν Ἑλλάνικος καλεῖἑπτὰ γίνονται παῖδες : Ὄχιμος Κέρκαφος Ἀκτίς Μάκαρος Κάνδαλος Τριόπης Φαέθων ὁ νεώτατος , ὃν οἱ
6624973 σφαιρηδον
προϊδὼν ὀλοφώϊον ἑρπυστῆρα , φραξάμενος πυκινῇσιν ὑπὸ προβλῆσιν ἀκάνθαις εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων
φυσῶντος . ἐνιχρίμψειεν : βάλοιεν . Αἶψα : ταχέως . σφαιρηδόν : σφαίρασα παρὰ τὸ αἴραν , οἱονεὶ εἰς ὕψος
6624951 Σιρις
τοὺς Βυζαντίους , ὡς δέδεικται ἐν τῷ περὶ Νίψων . Σῖρις , πόλις Ἰταλίας πλησίον τοῦ Μεταποντίου καὶ ποταμός .
πρῶτον μὲν ἐκαλεῖτο Πολίειον , εἶτα Ἡράκλειον , εἶτα ? Σῖρις , ἔνθα τις Κάλχας , οὐχ ὁ Θέστορος ,
6624157 κυρτουται
καμφθέντα , ὀγκωθέντα , ἐπικαμφθέντα . Κυρτοῦνται : κάμπτονται . κυρτοῦται : ἐξογκοῦται . λύθρον : αἷμα , τὸ σεσημμένον
: κολποῦται γὰρ ἡ παραλία , πλησιάζουσα δὲ τῇ Χαλκίδι κυρτοῦται πάλιν πρὸς τὴν ἤπειρον . Οὐ μόνον δὲ Μάκρις
6623281 Διογενεις
ἅτε πατρὸς ἀνδρῶν τε θεῶν τε . . Διογενεῖς ] Διογενεῖς τοὺς θεοὺς λέγει , ὅτι ἐκ Διὸς τὸ γένος
τέρμον ' ἀμέμπτως πρὸς ἅπαντα : νῦν ὅτε καὶ θεοὶ Διογενεῖς κλύοιτ ' εὐκταῖα γένει χεούσας : μήποτε πυρίφατον τάνδε
6616384 ἡνωμενη
τέως διεστῶτα πελάγη κατὰ τὴν σύρρυσιν ἑνωθέντα , ἡ δὲ ἡνωμένη γῆ τῷ μεθορίῳ πορθμῷ διεζεύχθη , παρ ' ὃν
, τοῦτο νοῦς ἁπλῶς : καὶ ὡς ἐκεῖνό γε οὐσία ἡνωμένη , οὕτως τοῦτο νοῦς συνῃρημένος , οἷα προσήκει τῷ
6612636 ἀγορευσω
Ἀθήνη : “ τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ ' ἀτρεκέως ἀγορεύσω . Μέντης Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχομαι εἶναι υἱός , ἀτὰρ
με ταῦτα κελεύεις εἰπεῖν : αὐτὰρ ἐγὼ μάλα τοι πρόφρων ἀγορεύσω . κάλλιστον μὲν τῶν ἀγαθῶν ἔσται μέτρον εἶναι αὐτὸν
6609357 ἐλατηρος
μὲν ἔχει τὸ τ διὰ τοῦ η κλίνεται , καμπτῆρος ἐλατῆρος , σεσημειωμένου τοῦ πατέρος ἀστέρος : ὅσα δὲ μὴ
μελέων : τὰ δ ' ἔνερθε καλύπτει φέγγος ἀποστίλβοντος ὀπιπεύων ἐλατῆρος νεύμασιν ἀτρέπτοισι : καλυπτομένοιο δὲ μηροῦ δεξιτερὴν ἐπέθηκεν ,
6607838 βουκολεοντι
Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς „ ἀμύμων Οἴνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος ” . ” οὐ γὰρ
ὀξυόεντι Ἠνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε νηῒς ἀμύμων Ἤνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος . τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρὶ
6607541 λαθα
, οὐδέ νιν θνατὰ φύσις ἀνέρων ἔτικτεν , οὐδὲ μήποτε λάθα κατακοιμάσῃ : μέγας ἐν τούτοις θεός , οὐδὲ γηράσκει
ὁ Σίσυφος πολὺς ἔνδηλος ἐν σοὶ πάντα χὠ μητρὸς πατήρ λάθα Πιερίσιν στυγερὰ κἀνήρατος : ὦ δύνασις θνατοῖς εὐποτμοτάτα μελέων
6606657 Ὑαμπολις
. ἐπανελθόντα δὲ ἐς τὴν ὁδὸν τὴν ἐς Ὀποῦντα εὐθεῖαν Ὑάμπολις τὸ ἀπὸ τούτου σε ἐκδέξεται . τῶν δὲ ἐνταῦθα
ἐθνικὸν Ὑάμιος ὡς Βυζάντιος , καὶ Ὑαμιεύς ὡς Δουλιχιεύς . Ὑάμπολις , πόλις Φωκίδος . ὁ οἰκήτωρ Ὑαμπολίτης . Ὕαντες
6606098 ΤΟΣ
. τὸ δὲ Κριτός καὶ Κλιτός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ μὴ ἐπὶ ἀριθμοῦ ταττόμενα ὀξύνεται : βατός
. . . . . . . . Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα τῇ ΟΥ ἢ ΟΙ ἢ ΑΙ διφθόγγῳ
6594594 ὀχον
' ὀργῆς : καί μ ' ὁ πρέσβυς ὡς ὁρᾷ ὄχον παραστείχοντα , τηρήσας μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο
] ? σταλάσσ [ - [ ] οντων ? ? ὄχον [ [ ] ων ? κουροτρόφ ? ? [
6594343 Ἀλαμβατηρ
Ἔστι δὲ ὁ πᾶς περίπλους αὐτοῦ ἀπὸ Καρπέλλης ἄκρας εἰς Ἀλαμβατὴρ ἀκρωτήριον σταδίων ͵δψʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀλαμβατὴρ ἀκρωτηρίου
ὁ καλούμενος Παράγων , διήκων μέχρι τοῦ ἀκρωτηρίου τοῦ καλουμένου Ἀλαμβατὴρ , καὶ τῆς νήσου τῆς καλουμένης Ζίβης . Τὰ
6593184 μελανουρος
θηρατὴς ἄκοντα ἀνασπάσας ἔχει τὴν ἄγραν . Δειλότατος ἰχθύων ὁ μελάνουρος , καὶ ἔχει τῆς δειλίας μάρτυρας τοὺς ἁλιεῖς .
τῷ περὶ ζῳικῶν γράφει οὕτως : ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργὸς πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι . ὅμοιον δὲ
6593018 Θρηικι
μοι τήνδ ' ἀσφαλῶς διὰ στρατοῦ γυναῖκα . καὶ σὺ Θρηικὶ πλαθεῖσα ξένωι λέξον : Καλεῖ ς ' ἄνασσα δή
Πάγγαιον ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῦσαι μεγίστην εἰς ἔριν μελωιδίας κλεινῶι σοφιστῆι Θρηικὶ κἀτυφλώσαμεν Θάμυριν , ὃς ἡμῶν πόλλ ' ἐδέννασεν τέχνην
6591689 χαροπην
λασίως ἔχειν , ἃς καὶ ξυμβάλλειν ἀλλήλαις οἷον μίαν , χαροπήν τε ἀκτῖνα ἐκ τῶν ὀμμάτων ἐκδίδοσθαι παρεχομένην τι ὁρμῆς
Διερπύζοντα : διερχόμενον . ἀσπασίην : ἐπιθυμητὴν , φιλικὴν , χαροπήν . θήρην : ἄγραν , ἐπὶ γλυκεῖαν θήραν ὥρμησεν
6589274 Λευκωσια
προκειμένην εἰς θάλασσαν . λέγει δὲ τὸ Ποσείδειον ἄκρον . Λευκωσία δὲ ὀνομάζεται ἡ σειρὴν ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
. εἰσὶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν σειρήνων ταῦτα Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια : τινὲς γὰρ τριπλῶς ταύτας φασίν .
6588797 τερπικεραυνος
πρὸς δυσμὰς λέγει . . . . ἐπὶ δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος ὦρσεν ἀπ ' Ἰδαίων ὀρέων ἀνέμοιο θύελλαν : ἡ
τε καὶ ἵππων χαλκοῦ τε στεροπῆς . ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι κακὴν βάλεν , οὐδέ τις
6588496 ἐπιστατει
τοῦ κακῶς ποιεῖν πολεμοῦντες ἀλλήλους ; πότερα πρὸς τῶν θεῶν ἐπιστατεῖ τις τοῦ βίου νυνὶ τύχη ἄγροικος ἡμῶν , οὔτε
γὰρ δικαστὴς οὔτε θεατὴς ὥσπερ ποιηταῖς ἐπιτιμήσων τε καὶ ἄρξων ἐπιστατεῖ παρ ' ἡμῖν . Λέγωμεν δή , ὡς ἔοικεν
6587810 ἁδυεπης
πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν . τὶν δ ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ ' αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν :
τοῦτο καὶ τὰς τῶν ἀδελφῶν οἰκίας ἀδελφὰς ἐκάλεσεν : Σέθεν ἁδυεπής . ἢ συνεργησάσης τῆς ἐν σοὶ θεᾶς , ἢ
6586185 μητρως
. φησὶν οὖν ἐν τῇ Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ
Ἀπόλλων ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος
6583365 ληθουσα
ἀκόρητος ἔτι πνείων ὑμεναίων . Ἡρὼ δ ' ἑλκεσίπεπλος ἑοὺς λήθουσα τοκῆας παρθένος ἠματίη , νυχίη γυνή . ἀμφότεροι δὲ
: τὸ δὲ νοερὸν περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί
6581957 ἐσχατογηρως
ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως ⌊ ⌋ . γελοῖον καὶ εὐτράπελον διαφέρει . γελοῖον
καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως . . . . . . : Τὰ τέλεια
6580973 μακαριοτης
φέρεσθαι πείθουσα , τελευταῖον δὲ καταντᾷ εἰς ἀπάθειαν , ὅπερ μακαριότης παρ ' ἡμῖν λέγεται . δεῖ γὰρ τὸν ζητοῦντα
ἀθανάτῳ ψυχῇ καὶ λογικῇ κρίσει χρωμένων . οὐ μὴν οὐδὲ μακαριότης ψυχῆς κεχωρισμένης σώματος : οὐδὲ γὰρ τὴν θατέρου τούτων
6578931 ληνοι
ἓξ ] βαλανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες ἐπ ' ἐγγυθήκαις πάντες καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι
βανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες , ἐπ ' ἐγγυθήκαις πέντε , καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι
6578107 ἐχεσκεν
αὔει , τρηχὺν ὑπάρπεζον θαλάμην ὀλιγήρεα τεύχων ἔνθ ' εἰλυθμὸν ἔχεσκεν ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο φορβῆς . μήκει μὲν ποδὸς
ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε πιέζειν : : ἀλλ ' ἀστεμφὲς ἔχεσκεν , ἀΐδρεϊ φωτὶ ἐοικώς : παρὰ τὸ στέμβω ,
6574724 Ἐτυμολογιων
τὰ μέρη τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός . Τέλος τῶν Ἐτυμολογιῶν Ὠρίωνος Θηβαίου Γραμματικοῦ Καισαρείας . Ἐτυμολογία ἐστὶ τὸ ἐξ
φαμὲν ἀπὸ τοῦ μάττειν . : Ἀπολλόδωρος δὲ ἐν δευτέρῳ Ἐτυμολογιῶν , τῶν κοχλιῶν φησὶ τινὰς καλεῖσθαι κωλυσιδείπνους . .

Back