ὀνόματι , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ μεμισθωμένου ἐπὶ τῷ τὰ ἐνοίκια ἐκλέγειν ἢ οἰκίας ἢ συνοικίας . Νυμφαγωγός . οὐκ
' ἐνιαυτὸν ἅπαξ : ὅθεν καὶ τοὺς μισθοὺς καὶ τὰ ἐνοίκια κατὰ τὰς πρυτανείας , οὐ κατὰ μῆνα , ἐτέλουν
7800921 Δεκατος
οἷς τοὺς αὐτοὺς χρόνους συμβαίνει αὐτοῖς ἀναγράφειν . , : Δέκατος δὲ συνηθροίσθη ἔκ τε τῆς Κεφαλίωνος Ἐρατοῦς , διαλαμβανούσης
ἐπαινέτην ἐπιδείκνυμι , ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ κατηγόρῳ κέχρημαι . Δέκατος δ ' αὐτὸς πρεσβεύσας , μόνος τὰς εὐθύνας δίδωμι
7491892 κυφα
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
7380538 ληπτεα
ποιεῖν , ποιῶν , ἢ ποιεῖν καὶ ποίησις εἰς ἓν ληπτέα ; Ἐμφαίνει δὲ μᾶλλον τὸ ποιεῖν καὶ τὸν ποιοῦντα
βλάβας . Τὰ γόνατα πρός τε ἰσχὺν καὶ εὐανδρίαν ἐστὶ ληπτέα καὶ πρὸς κινήσεις καὶ πράξεις . ὅθεν ἐρρωμένα καὶ
7333845 ἀνακειμενα
τὰς δὲ καταλογάδην ῥήσεις ἐπιζητοῦντες : ὧν πάλιν ἰδεῖν ἔστιν ἀνακείμενα ὑπομνήματα . πῶς ; ἀγαθοῦ τις γέγονεν ἀπροσδόκητος μετουσία
τὰ μὲν τῶν Ἀθηναίων πλέοντα ἑάλω , τὰ δὲ νῦν ἀνακείμενα ἐν τοῖς Ἀττικοῖς ἱεροῖς Δημοσθένει ἐξῃρέθησαν τριακόσιαι πανοπλίαι ,
7308414 Κρητικας
, ἢ ὅτι οἱ ἄγαμοι γυμνοὶ ἐβάδιζον . Ἀμνισίδας : Κρητικάς . Ἀμνισὸς γὰρ ποταμὸς Κρήτης . ἐνδρομίδας : τὰ
ἐντεῦθεν εὐθὺς ἐπιφέρει τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ '
7304379 ἐγκλινομενα
γὰρ ἀοριστούμενα ἐγκλιτικά ἐστι , τὰ δὲ ἐγκλιτικά , ἵνα ἐγκλινόμενα γένηται , ὑποτακτικά ἐστιν . ἐπεκράτησεν ἄρα ἡ φωνή
τὰ μὴ ὀξυνόμενα ῥήματα οὐκ ἐγκλίνονται , καὶ ὅτι τὰ ἐγκλινόμενα κατὰ τὸν ἐνεστῶτα οὐ πάντως κατὰ τὰ λοιπὰ ἐγκλίνονται
7298540 ἐφθισο
Πολύνεικες . σὺ ] Ἐτεόκλες . πρὸς φίλου γ ' ἔφθισο ] παρὰ ἀδελφοῦ ἐφθάρης . πρὸς φίλου γ '
γ ' ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες
7294886 Θρᾳκικα
: ὕδωρ δηλονότι . Σιτάλκης ὁ Τήρεω : ἐντεῦθεν τὰ Θρᾳκικά : Σιτάλκου ἐπιστρατεία δύο ὑποσχέσεις : λείπει ἡ διά
ἐν δωδεκάτῃ ” καλεῖται δὲ τὰ ἀριστερὰ τοῦ Πόντου [ Θρᾳκικά ] , τὰ δ ' ἐν δεξιᾷ Χαλκηδονίς „
7284161 ποιμενικα
ἀμφοτέρας ἐφρούρησε θατέρου προσλιπαρήσαντος ἀθύρματι . Ἀθύρματα δὲ ἦν αὐτοῖς ποιμενικὰ καὶ παιδικά . Ἡ μὲν ἀνθερίκους ἀνελομένη ποθὲν ἐξ
' ἀμνίδες : [ Περδίκα Ἀγρίππα ] σίττα , ψίττα ποιμενικὰ καὶ βουκολικὰ ἐπιφθέγματα . ἔλεγον δὲ ταῦτα διώκοντες τὰ
7272159 Ῥεην
γῆν φοιτέων ὄργιά τε ἐπετέλεεν καὶ τὰ ἔπαθεν ἀπηγέετο καὶ Ῥέην ἤειδεν . ἐν τοῖσιν καὶ ἐς Συρίην ἀπίκετο .
μὲν Λυδὸς ἦν , πρῶτος δὲ τὰ ὄργια τὰ ἐς Ῥέην ἐδιδάξατο . καὶ τὰ Φρύγες καὶ Λυδοὶ καὶ Σαμόθρᾳκες
7271687 πιπιζειν
καὶ τέττιγας τερετίζειν , καὶ μελίττας βομβεῖν , καὶ ἔποπας πιπίζειν , καὶ γλαῦκας ἰύζειν , καὶ μελεαγρίδας κακκάζειν ,
τοῦ καθάπτεσθαι τῶν σμωμένων . ὁ Σύμμαχός φησι παρὰ τὸ πιπίζειν τὸν οἶνον . ἐγὼ δὲ οὐχ ὁρῶ τὸ πιπίζειν
7270024 Διοκλεους
ὀστῶν παρακομισθέντων ἐνέπεσεν εἰς τὰ πλήθη στάσις , τοῦ μὲν Διοκλέους κωλύοντος θάπτειν , τῶν δὲ πολλῶν συγκατατιθεμένων . τέλος
οὐ προσήκαντο , ἐπὶ ἄρχοντος Θεοπόμπου [ ὅ ἐστι πρὸ Διοκλέους ] . οὕτως ἱστορεῖ Φιλόχορος [ . ] :
7266532 Ἀρρητιον
, στρατεύων ἑτέρους ἐφ ' ἑτέροις : καὶ πάντας ἐς Ἀρρήτιον ἔπεμπεν . Ἀντωνίῳ δ ' ἀφῖκτο μέσον ἐς τὸ
γʹʹ Φαίσουλαι λδʹ μγʹ Περουσία λεʹ γʹʹ μβʹ ∠ ʹʹ Ἀρρήτιον λδʹ γοʹʹ μβʹ ∠ ʹʹδʹʹ Κόρτωνα λεʹ μβʹ γοʹʹ
7264873 ὀμφακιζεται
οὐδὲν δὲ ἀνυόντων . Σικυώνιος δραπέτης : ὁμοία . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἄξια κλεπτόντων . Σικελὸς στρατιώτης
ὁ Σώφρονος υἱὸς εἰς δειλίαν ἐκωμῴδησε τοὺς Ῥηγίνους . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν τὰ μηδενὸς ἄξια κλεπτόντων λέγεται ἡ
7255843 θρηνητικα
ἐλίνυον : ἀντὶ τοῦ ἤργουν . παρὰ τὰ αἴλινα τὰ θρηνητικὰ [ ἐντεῦθεν ] γεγένηται διὰ τὸ ἀνήνυτά τινα εἶναι
ἄιδει . ἀείδειν ] ἤγουν χαρμόσυνα μέλπει . μινύρεσθαι ] θρηνητικὰ ἄιδειν . ἀντίμολπον ] ἐναντίον πρὸς τὸν ὕπνον .
7239967 ἐπιδημα
, ἅπερ ἐστὶν ἔνδημα , καὶ εἶθ ' οὕτως τὰ ἐπίδημα , τουτέστι τὰς Ἐπιδημίας . καὶ τέλος πάντων δεῖ
ἔνδημα ἀναγινώσκειν . καὶ ἔνδημα μέν ἐστι τὰ ἐνυπάρχοντα , ἐπίδημα δὲ τὰ μὴ ὑπάρχοντα . διὸ δεῖ τὸ Περὶ
7237692 ἀππιδια
, ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ
χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα μὴ ἔχει ἔξωθέν τι
7235121 σανιδωματα
ἢ διατεταμένως . περόνῃσι δὲ τοῖς πασσάλοις τοῖς κατὰ τὰ σανιδώματα καὶ τοὺς τῆς νεὼς τοίχους , ἐφ ' ὧν
πρὸς τὰ κατὰ γῆς κατορυττόμενα . φίλυρα δὲ πρὸς τὰ σανιδώματα τῶν μακρῶν πλοίων καὶ πρὸς κιβώτια καὶ πρὸς τὴν
7224638 Τελληνος
Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ ποιητὴς ὢν
σοι γεγονέναι τὸν δασμόν . οὐδὲ γάρ , εἰ τὰ Τέλληνος ᾄδοι τις , οἷός τε ἔσται πρὸς αὑτόν σε
7216570 λασανα
, ἀλλὰ Φερεκράτης ἐν τοῖς Κραπατάλλοις πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . καὶ δίφρον δ ' ἂν εἴποις
τὴν γαστέρα ; βάλλ ' ἐς κόρακας . πόθεν ἂν λάσανα γένοιτό μοι ; κάμνοντα δ ' αὐτὸν τοῦ θέρους
7207900 μυλλοι
Ἀριστοφάνης ἐν Ὁλκάσι : σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες . ἐπὶ τούτοις σιωπήσαντος τοῦ
τοὺς μάττοντας ἐγείρει . Σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες . Ὦ κακοδαίμων , ὅστις
7203173 Κηρυκας
. . . , . , . Διαδικασία Εὐδανέμων πρὸς Κήρυκας ὑπὲρ τοῦ κανοῦ ⌈ ⌉ : οὐδαμῶς τοιαῦτα πράγματα
ἀπὸ τῶν κατ ' Αἴγυπτον ἱερέων μετενηνέχθαι , τοὺς δὲ Κήρυκας ἀπὸ τῶν παστοφόρων . τήν τε Ἶσιν μόνους τῶν
7196184 ἀνατιθεμαι
ἀνομία ἐστί ; Δοκεῖ μοι , φάναι τὸν Περικλέα : ἀνατίθεμαι γὰρ τὸ ὅσα τύραννος μὴ πείσας γράφει νόμον εἶναι
, ἡ κάμηλος καὶ ψωριῶσα πολλῶν ὄνων ἀνατίθεται φορτία . ἀνατίθεμαι καὶ τὸ ἀνατρέπω παρὰ Λουκιανῷ , οἷον , εἰ
7189469 σκωπτικων
ἄχρι κόρου ἐφενάκισεν . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν τίθεται ἡ παροιμία . Τέλλην γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο καὶ
Ἑλλάδα φρέατα ὤρυξεν . Ἆιδε τὰ Τέλληδος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο , ὃς παίγνια κατέλιπε
7185287 Χαρισιος
πρῶτον μὲν Θουκριτίδην καὶ Χαρισιάδην : ὁ γὰρ τούτων πατὴρ Χαρίσιος ἀδελφὸς ἦν τοῦ πάππου τοῦ ἐμοῦ Θουκριτίδου καὶ Λυσαρέτης
ἡ τοῦ Αἰήτου θυγάτηρ . Θριδακίνη : τὸ μαρούλιον . Χαρίσιος : ὄνομα κύριον , ἐξ οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα
7151514 σοφιστευσαι
ἀκούσαντες . Τοσαῦτα μὲν ὑπὲρ τῶν φιλοσοφησάντων ἐν δόξῃ τοῦ σοφιστεῦσαι . οἱ δὲ κυρίως προσρηθέντες σοφισταὶ ἐγένοντο οἵδε :
αὐτὸν ὧν αὐτοὶ ἠξιοῦντο . Τοὺς φιλοσοφήσαντας ἐν δόξῃ τοῦ σοφιστεῦσαι καὶ τοὺς οὕτω κυρίως προσρηθέντας σοφιστὰς ἐς δύο βιβλία
7148473 βοηλατειν
. * γυμνὸν σπείρειν : τὰ τῆς γεωργίας ἔργασπείρειν , βοηλατεῖν , θερίζειν , πάντα κελεύει γυμνὸν μετιέναι δηλῶν ὅτι
ἀσπάλαθος αὐόμενος ἀψευδοῦντες βαρβιτίζειν βαρύφωνος ἡ βάτος βελέκκων βιβλιδάριον βλέπησιν βοηλατεῖν βοῦκλεψ βοῦς βωλοκοπεῖν γεῖσα γέρρα δαφνοπώλην διαβάτην διετησίως δράκαιναν
7147915 πρυτανει
διὰ τοῦτο ἀθλητής : καθὸ οὐκ ἀθλητῇ γέγραπται , ἀλλὰ πρυτάνει καθὸ ἐπρυτάνευεν : ἔτυχε δὲ ἐπὶ τῆς παιδικῆς ἡλικίας
παρ ' ἀρχῇ τινὶ καθάπερ καὶ Πιττακὸς παρὰ βασιλεῦσι καὶ πρυτάνει : ἔνιοι δὲ προγράφειν παρὰ τῇ ἀρχῇ πρὸ ἡμερῶν
7147865 Στρατεια
. στεῖραι , παρὰ τὸ στερεὰν ἔχειν τὴν ὑστέραν . Στρατεία . ἡ ἐνέργεια καὶ ὥσπερ πάλη . Στρατιά .
κήπου καὶ τῶν ἄλλων τῶν κατὰ τὴν Βαβυλωνίαν παραδόξων . Στρατεία Σεμιράμιδος εἰς Αἴγυπτον καὶ Αἰθιοπίαν , ἔτι δὲ τὴν
7146339 νεωτεριζων
ὑπὸ τῶν Φαρνάκου τοῦ βασιλέως παίδων Ἀρσάκης , δυναστεύων καὶ νεωτερίζων , ἐπιτρέψαντος οὐδενὸς τῶν ἡγεμόνων : ἑάλω δὲ οὐ
τῆς προτέρας νεμήσεως ἐπικυρῶν , τὰ δὲ τοῦ καιροῦ βιαζομένου νεωτερίζων . Αἴγυπτον μὲν γὰρ καὶ Λιβύην καὶ τὴν ἐπέκεινα
7139258 ἐνθεματιζεται
. Τὸ κάρυον εἰς κόμαρον μόνον ἐγκεντρίζεται . τὰ ῥοΐδια ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν . ἡ δάφνη ἐγκεντρίζεται εἰς μελίαν .
ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ εἰς
7131208 θερμαυστρις
πίνειν , ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια
πίνειν , ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια
7129344 ψαλλ
κώλων ηʹ . ἄνια ] † λυπηρὰ ἢ ἀθεράπευτα . ψάλλ ' ] τέμνε , κόπτε . ἔθειραν ] τὴν
νόμους . πρὸς Ἄρειον δὲ τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά τι αὐτὸν ψάλλ ' ἐς κόρακας ἔφη . ἐν Σικυῶνι δὲ πρὸς
7128708 Σεμεληι
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί .
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί .
7122384 μαγειρικα
ἔνιοι δὲ καὶ ξύλον ἐπίμηκες πεπασσαλωμένον , ὅθεν ἐξαρτῶσι τὰ μαγειρικὰ σκεύη . Ἄλλως . ὁ ἐπιστάτης ξύλον ἐστὶ κόρακας
. ἦν δ ' ὁ Φῶκος καὶ φιλοπότης . ὅτι μαγειρικὰ σκεύη καταριθμεῖται Ἀνάξιππος ζωμήρυσιν , ὀβελίσκους κρεάγραν , θυίαν
7115455 ἡκετον
νύκτωρ παύεται οὔθ ' ἡμέραν . Καὶ πρός γε τούτοις ἥκετον πρέσβη δύο . Σφοδελὸν ἐν χύτραισι μεγάλαις ἑψόμενον .
δ ' ἡ μακαρία μακάριός θ ' ὁ σὸς πόσις ἥκετον ἐφ ' ἡμᾶς ἀθλίως πεπραγότας . πόσον χρόνον δὲ
7110513 καλυμματα
στόμα . ὅταν οὖν ἐπιτεῖναι βούλῃ , περιελόντα δεῖ τὰ καλύμματα θεῖναι τὸ πλινθίον ἐπὶ κρόταφον ὑποθέντα τι ὑπόθεμα στερεόν
ἰδιότητας τῶν μελλόντων ἀφίεσθαι βελῶν ἁρμοζούσας . αὗται δὲ εἶχον καλύμματα διὰ μηχανῆς ἀνασπώμενα , δι ' ὧν ἀσφάλειαν ἐλάμβανον
7106414 Σκιωναιος
, κἂν ἐλεύθερος μόλῃ : Σοφοκλέους καὶ αὕτη . Ὁ Σκιωναῖος κολυμβᾷ : ἐπὶ τῶν ἐμπειρίαν εἰς πράγματα ἐχόντων .
ἐξ ἀνάγκης κατέμειναν αὐτοῦ πόλιν Σκιώνην οἰκίσαντες . ὁ πολίτης Σκιωναῖος καὶ Σκιωνεύς . ἔστι δὲ ὡς τοῦ Σινώπη Σινωπεύς
7103209 Ἀροτρῳ
χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως τι ποιούντων , καὶ
ἂν ῥηθείη . Ἄρεος νεοττόν : ἐπὶ τῶν φιλοπολέμων . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ
7103006 Ληναια
τῇ πόλει Ὀλυμπιάδι † † : βʹ ἦν , εἰς Λήναια : καὶ ἐνίκα πρῶτος Φιλωνίδης ⌈ Προαγῶνι * [
ἐξολέσειεν ὁ Ζεύς : ὅς γ ' ἐμὲ τὸν τλήμονα Λήναια χορηγῶν ἀπέλυς ' ἄδειπνον . Ὃν ἔτ ' ἐπίδοιμι
7102661 Πηλιωτης
ιον οὐδέτερα διὰ τοῦ ωτης ποιεῖ τὰ ἐθνικά , Σικελιώτης Πηλιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή .
ἐθνικῶν τὰ πολλὰ τὸ ι πρὸ τοῦ ω ἔχει , Πηλιώτης Φθιώτης , σπάνια δὲ τὸ ε καὶ σχεδὸν ἀπὸ
7102446 Παμφιλον
, ὡς ὁ Πλάτων φησί . “ καὶ νὴ Δία Πάμφιλόν γε φαίης κλέπτειν τὰ κοινά , ἀλλὰ δὴ καὶ
καὶ ἀνακνᾶν ἀνθρωπίζεται ἠντεβόλησε ῥόπτρον καὶ νὴ Δί ' εἰ Πάμφιλόν γε φαίης κλέπτειν τὰ κοίν ' ἅμα τε συκοφαντεῖν
7102446 Κιαι
ταχύχειρ ὡς Κ . καὶ ὡς Κ . ῥυπαρία . Κίαι τὰς πρὸς κιθάραν ὠιδὰς προσωιδίας ἀρέσκει καλεῖν . παρὰ
διοπτεύειν Κ . καὶ Ἀντιφῶν [ ] . παρὰ δὲ Κίαι καὶ λογεὺς ὁ ῥήτωρ . ταχύχειρ ὡς Κ .
7102235 Λιγηρος
νῆσον μικρὰν οὐ πάνυ πελαγίαν , προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τοῦ Λίγηρος ποταμοῦ : οἰκεῖν δὲ ταύτην τὰς τῶν Σαμνιτῶν γυναῖκας
τῶν Αὐσκίων . Τὰ δὲ μεταξὺ τοῦ Γαρούνα καὶ τοῦ Λίγηρος ἔθνη τὰ προσκείμενα τοῖς Ἀκυιτανοῖς ἐστιν Ἐλουοὶ μὲν ἀπὸ
7094299 ὑφαντας
ὑποκριτάς , σωματεμπόρους , ὀργανοποιούς , χορδοστρόφους , ὀρχηστάς , ὑφάντας , κηροπλάστας , ζωγράφους : κἂν μὲν ὁ τοῦ
μάντεις , θύτας , ὀρνεοσκόπους , ὀνειροκρίτας , πλοκεῖς , ὑφάντας , μεθοδικοὺς καὶ τοὺς ἐπὶ πολεμικῶν ἢ στρατηγικῶν ἔργων
7094247 ἀνιερα
χαύνους ἐπάρσεις καθιεροῦν ὡς ἅγια , τὰ φύσει βέβηλα καὶ ἀνίερα ἐξ αὑτῶν . ἆρ ' οὖν οὐκ εἰκότως ἐπισεμνυνόμενος
ἐπονείδιστον βίον . εἰ δὲ τὰ παρὰ γυναικὸς ἡταιρηκυίας δῶρα ἀνίερα , πῶς οὐχὶ μᾶλλον τὰ παρὰ ψυχῆς πεπορνευμένης ,
7088358 ΕΠΗ
ἄρα ἡ διπλασίων τῆς διαμέτρου τῆς σφαίρας πρὸς τὴν τοῦ ΕΠΗ κύκλου διάμετρον μείζονα λόγον ἔχει ἤπερ ἡ ΒΔ περιφέρεια
, ὡς ἄρα τὸ ἀπὸ τῆς ΝΠ πρὸς τὸ ὑπὸ ΕΠΗ , οὕτως τὸ ἀπὸ ΞΡ πρὸς τὸ ὑπὸ ΕΡΗ
7086967 Κυκλοβορου
Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ ὑπὸ Ἀθηναίων .
Ἀθηναίων . ΓΓΘ Κυκλοβόρου ] ποταμὸς ἐν Ἀθήναις χειμάρρους . Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων : Κυκλοβόρος ποταμὸς Ἀθηνῶν , οὐκ ἀεὶ
7084479 ἐγγυωμενων
τὴν βουλήν . γραψάμενοι δὲ οἱ βουλευταὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἐγγυωμένων καὶ κωλυόντων , ἀπιόντες ᾤχοντο εἰς ἄστυ . ὁ
Ἐγγύα , πάρα δ ' ἄτα : ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως ἐγγυωμένων καὶ κακῶς ἀπαλλαττομένων . λέγουσι δὲ αὐτὴν ἐν Δελφοῖς
7084289 ΕΜΠΙΠΤΕΙ
κατόρθωμα : τὸ δὲ σὸν εὐτελές . ΠΡΟΣ ΤΙ ΟΥΚ ΕΜΠΙΠΤΕΙ . Οὐκ ἔχει γὰρ οὔτε Δημοσθένης οὔτε Κλέων πρός
σφαγὴν γενόμενος , καὶ τὰ τοιαῦτα : ΠΡΟΣ ΤΙ ΟΥΚ ΕΜΠΙΠΤΕΙ . Οὐ δυνατὸν γάρ ἐστιν εἰπεῖν , ὅτι μεῖζόν
7082811 ἐκωμῳδειτο
Γ * [ τῷ Ἀριστοφάνει ] ὁ Κλέων , ὅτι ἐκωμῳδεῖτο ὑπ ' αὐτοῦ : ἄδηλον δέ , εἰ μετὰ
ὑποθέσεις καὶ φοβεροῖς προσωπείοις χρῆσθαι . ἐδόκει δὲ κροτεῖσθαι . ἐκωμῳδεῖτο δὲ ὡς πάνυ κομῶν . διόπερ Ἄϊδος κυνῆν ἔφη
7077606 Εὐμολπιδας
λέγειν : ἐτέλει γὰρ τὸν ταῦτα γράφοντα , καὶ εἰς Εὐμολπίδας ἦγε : καὶ οὗτός γε ἦν ὁ καὶ τὴν
ταὔτ ' ἔστ ' ἀπάγειν , γράφεσθαι , δικάζεσθαι πρὸς Εὐμολπίδας , φαίνειν πρὸς τὸν βασιλέα . περὶ τῶν ἄλλων
7075027 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
7070176 κνισολοιχος
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
7068621 Πλεισθενει
' Ἕλλην , ὅσον ἔμοιγε φαίνεται . καὶ Εὐριπίδης ἐν Πλεισθένει ” ἐγὼ δὲ Σαρδιανός , οὐκέτ ' Ἀργόλας ”
, πλὴν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος : τοῦτον δὲ Πλεισθένει Ἀμφιπολίτῃ δίδωσι φυλάττειν , ὅπως εἰ καλῶς ἡγήσοιτο ,
7068179 Μηκος
, χωρὶς δὲ τοῦ κατακολπίσαι ὁ περίπλους στάδια ͵δ . Μῆκος δὲ ἀπὸ Μαλέας ἕως Αἰγίου στάδια ͵αυʹ . Ἔχει
χώρας τό τ ' ἐλάχιστον , καὶ τὸ μέγιστον . Μῆκος δὲ τὸ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐπὶ τὴν ἕω :
7065611 ὑπογεια
Δήμοις . λέγειν δ ' ἔστι καὶ κατάγεια οἰκήματα καὶ ὑπόγεια . ἔνι δ ' εἰπεῖν λίθον σκληρὸν καὶ λίθον
δίδωσι , μάλιστα καὶ τοῦ περὶ ἀποδημίας κλήρου εἰς τὰ ὑπόγεια πίπτοντος . κἂν οἱ κλῆροι πάλιν ὅ τε τῆς
7065257 σιτοδοσιαν
. πύρνα ρ . . , : πύρνον : τὴν σιτοδοσίαν , τροφήν , παρὰ τὸν πυρόν . ὁ δὲ
Ἀσενὲθ ἐπὶ τὴν ὁδὸν αὐτῆς καὶ Ἰωσὴφ ἀπῆλθεν ἐπὶ τὴν σιτοδοσίαν αὐτοῦ . Καὶ ἦλθεν Ἀσενὲθ ἐπὶ τὸν τόπον τοῦ
7062713 αὐταγγελος
: ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν . αὐτάγγελος δὲ ὁ αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ διαγγέλλων ὑφ '
ἔτρεφε σύας . οὐ σχήσων : οὐ προσορμιούμενος αὐτάγγελοι : αὐτάγγελος , τὸ αὐτόν τινα δι ' ἑαυτοῦ μὴ προπέμψαντα
7060075 Γαγγρα
ἦν ὄνομα τῇ αἰγί „ . Ἐρατοσθένης δὲ οὐδετέρως τὰ Γάγγρα φησί , καὶ Ἀθήναιος ἐν δειπνοσοφιστῶν τρίτῃ οὕτως .
Τὰ Γάγγρα . . . ἀλλὰ καὶ θηλυκῶς λέγεται ἡ Γάγγρα , ὡς Πολυΐστωρ φησὶν , αἰπόλον φάναι περὶ τὸν
7057499 στρωματ
γυναῖκές μοι . πολύς τις ἔρχεται ὄχλος ὡς ἔοικε . στρώματ ' ἀδιήγηθ ' ὅσα φέρεις . τί δ '
Παθυμίας ὁ Αἰγύπτιος . ὡς ἐγὼ σκιρτῶ πάλαι ὅπου ῥοδόπνοα στρώματ ' ἔστι , [ καὶ ] λούμενος μύροις ψακαστοῖς
7056008 Πυκνον
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις :
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς :
7054245 σκεπασματα
σκεπάσματα πάντα οἱ Ἀττικοὶ γέρρα ἔλεγον . τινὲς δὲ δερμάτινα σκεπάσματά τινα καὶ Περσικά , οἷς ἀντὶ ἀσπίδων ἐχρῶντο .
σκεπάσματα πάντα οἱ Ἀττικοὶ γέρρα ἔλεγον . τινὲς δὲ δερμάτινα σκεπάσματά τινα καὶ Περσικά , οἷς ἀντὶ ἀσπίδων ἐχρῶντο .
7054080 βολιτα
Κυζικηνός [ . ] φησι μὴ δυνηθέντα αὐτὸν ἀποσπάσαι τὰ βόλιτα μεῖναι καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν ἀγνοηθέντα κυνόβρωτον γενέσθαι .
δ ' ὁ Κυζικηνός φησι μὴ δυνηθέντα αὐτὸν ἀποσπάσαι τὰ βόλιτα μεῖναι καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν ἀγνοηθέντα κυνόβρωτον γενέσθαι .
7053156 ἀρριχος
ἀρραβάσσειν , ὅ ἐστιν ὀρχεῖσθαι . ἀρρενωπάδες : ἀνδρόγυνοι . ἄρριχος : κόφινος ἐπιτήδειος εἰς συγκομιδὴν σταφυλῶν . τὸ δὲ
' Ἱππώνακτι : † ἀριχῶμαι . ἄλλως οὖν ἐσχημάτισται : ἄρριχος λέγεται ὁ κόφινος , ἐν ᾦ κομίζουσι τοὺς βότρυς
7044766 κορειν
καὶ γὰρ ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ ἡ κόρη . ἀπὸ τοῦ κορεῖν . ὅ ἐστι καλλωπίζειν , τὸν ὀφθαλμόν . καὶ
Νεωκόρος : ὁ τοῦ ναοῦ παῖς : ἤγουν ἀπὸ τοῦ κορεῖν κοσμεῖν τὸ κοῦρος . Νερόν : διὰ τὸ νεωστὶ
7040579 δακνου
ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ]
Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά
7039488 ἀμφιεσματα
, ὥσπερ οἱ τῶν καλῶν σωμάτων ἐρῶντες πρὸς μὲν τὰ ἀμφιέσματα οὐ διαφέρονται , εἴτε Ἑλληνικὰ εἴη εἴτε χλαμύδες ,
ἀτράκτους καὶ κερκίδας καὶ ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ , πάσας συναιτίους εἴπωμεν , τὰς δὲ
7038731 Ἀειδε
Μαιανδρίου . : Ὅμηρος γοῦν φησιν ἐπ ' Ἀχιλλέως : Ἄειδε δ ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν ἡρώων : καὶ τὸν
οὐκέτι τῶν νεοθηρεύτων ἰχθύων ἥπτετο . Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ
7037489 Ἀτρηνων
πόλεις πορθήσας τήν τε χώραν λεηλατήσας , ἐλθὼν ἐς τὴν Ἀτρηνῶν χώραν , προσκαθεζόμενος τὰς Ἄτρας ἐπολιόρκει . ἦν δὲ
δὲ καὶ πρὸς τὸν βασιλέα Παρθυαίων τε καὶ Ἀρμενίων καὶ Ἀτρηνῶν , συμμάχους αἰτῶν . ὁ μὲν οὖν Ἀρμένιος ἀπεκρίνατο
7033745 Ἀιδεις
τινὸς ἱδρυμένην . Ἄιδεις ἔχων : μάτην λέγων ληρεῖς . Ἄιδεις πρὸς μυρίνην : ἔθος ἦν , τὸν μὴ δυνάμενον
διὰ τὸ μὴ ἐῤῥιζῶσθαι μαραινομένων , ᾀδώνιδος αὐτοὺς ἐκάλουν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ
7033709 Πιτταλου
] ὅπως ἐλεήσω σε . τοὺς ] λείπει μαθητάς . Πιττάλου ] οὗτος ἰατρὸς παρ ' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν
. ὡς ἂν οὖν εἰ ἔλεγεν ἄπελθε , ἐγχρίου παρὰ Πιττάλου . Γ οὐκ ἔστιν ] ὅπως ἐλεήσω σε .
7033466 κτεατισσας
δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ , αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας . ὣς ἐφάμην , τοῖσιν δ ' ἐπεπείθετο θυμὸς
ἐνεργητικόν , ἀντὶ τοῦ ἐκτησάμην . καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ πολλὰ κτεατίσσας ἀντὶ τοῦ κτησάμενος . . . . . σημειωτέον
7033253 Στροφιον
δόντος . Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε , Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη
δόντος . Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε : Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδηι παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . . . .
7029721 πονηρευομενος
κἀκείνως φενακίζειν ἐπιχειρῶν οἴει λανθάνειν , τούτοις οὐδὲν ἧττον ἁλίσκει πονηρευόμενος καὶ κατ ' αὐτὸς σαυτοῦ μᾶλλον ἢ ἡμῶν αὐτῶν
τὸν Διόνυσον , ὦ παμπόνηρος ἐγὼ , ὁ εἰς πάντα πονηρευόμενος καὶ πάντα ἐξετάζων , οἷα ἐφενακιζόμην ὑπ ' αὐτοῦ
7025254 τἀλφιτα
ἀποκτίννυσι ταῖς ἀπειλαῖς . ὁ βοῦς ἐκεῖνος χἠ μαγὶς καὶ τἄλφιτα . Ὑπερβορέους αἴθρια τιμῶντας στέφη . ἐτήσιοι γὰρ πρόσιτ
εὐταξίας λόγων , εὐαρμόστων λόγων . ῥυθμοὶ ] κρότοι . τἄλφιτα ] τὰ ἄλευρα , ἀντὶ τοῦ ” πρὸς τὸ
7023572 Καβυλη
νγʹ δʹʹ μγʹ Ϛʹʹ Τόνζος νδʹ ∠ ʹʹ μγʹ γʹʹ Καβύλη νδʹ ∠ ʹʹγʹʹ μγʹ δʹʹ Βεργούλη νδʹ ∠ ʹʹ
Ταρρακωνήσιος , κατὰ δὲ τὸν Ἑλληνικὸν Καβελλιωνίτης ὡς Ταρρακωνίτης . Καβύλη , πόλις Θρᾴκης οὐ πόρρω τῆς τῶν Ἀστῶν χώρας
7023490 φυσᾳς
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γύγαρθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : σημαίνει δὲ τὸ
ἀναξίους τινῶν πράξεων , παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται
7018127 Ζαραξ
ἤγουν φύλαξ τῶν κοιλοτήτων τῶν πετρῶν ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ὦ Ζάραξ ἔχων κοίλας πέτρας . Ὀφέλτης καὶ Ζάραξ ὄρη Εὐβοίας
τοῦ εἰπεῖν ὦ Ζάραξ ἔχων κοίλας πέτρας . Ὀφέλτης καὶ Ζάραξ ὄρη Εὐβοίας περὶ ἃ γέγονε τὰ ναυάγια τῶν Ἑλλήνων
7016986 ψαλια
μή ς ' ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ ; καὶ δὴ πρόχειρα ψάλια δέρκεσθαι πάρα . βαλών νιν ἀμφὶ χερσὶν ἐγκρατεῖ σθένει
μασχάλῃ καὶ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ σώματος . λέγονται δὲ ψάλια κυρίως τὰ χαλινὰ τῶν ἵππων . . νιν ]
7015346 κυβευτηρια
, ὥσπερ καὶ μάχλους . κυβεία , κυβεύτρια κυβευταί , κυβευτήρια . πεττεία ἢ πεσσεία , ὡς Σοφοκλῆς σκιράφια :
: Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου . σκιραφεῖα ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρῳ οἱ κυβεύοντες , ὡς
7014646 σφαττει
ἐγὼ μὲν δεικνύω ἐσπουδακώς , οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν . σφάττει με , λεπτὸς γίνομ ' εὐωχούμενος : τὰ σκώμμαθ
. μηχανήματι ] τῶι ἀτρήτωι ἱματίωι . τύπτει ] ἤγουν σφάττει . πιτνεῖ ] πίπτει ὁ Ἀγαμέμνων ἐν τῶι λέβητι
7013114 μειξεις
μείξει κοινωνούσας λέγεις ; Πάνυ μὲν οὖν . Εἰσὶ τοίνυν μείξεις αἱ μὲν κατὰ τὸ σῶμα ἐν αὐτοῖς τοῖς σώμασιν
: ἡ πολύλαλος . κάπραινα : γυνὴ ἡ ὀργῶσα πρὸς μείξεις . καπρῶντας : ὁρμητικῶς ἔχοντας πρὸς συνουσίαν . κυρίως
7012009 ποδεια
καὶ τοῦ ἔξω . ὑφαίνεται δ ' ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια ” , ὡς καὶ Φαινίας φησί
καὶ τοῦ ἔξω . ὑφαίνεται δ ' ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια , ὡς καὶ Φαινίας φησί ,
7010036 Κολωνετας
τῷ κατὰ Τιμάρχου . δῆμός ἐστι τῆς Αἰγηΐδος Κολλυτός . Κολωνέτας : Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ τοῦ θησαυροῦ
ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ τοῦ θησαυροῦ . τοὺς μισθωτοὺς Κολωνέτας ὠνόμαζον , ἐπειδὴ παρὰ τῷ Κο - λωνῷ εἱστήκεσαν
7009448 Ἀκανθης
καὶ τὰ φύλλα λεπτομεροῦς τε καὶ θερμῆς ἐστι δυνάμεως . Ἀκάνθης λευκῆς ἡ μὲν ῥίζα ξηραντικὴ καὶ μετρίως ἐστὶ στύφουσα
ὀξυμέλιτι ἀναγαργαριζόμενον ὠφελεῖ πάνυ : καταφέρει γὰρ ὑγρασίαν πολλήν . Ἀκάνθης Αἰγυπτίας . δραχ . αʹ ἴρεως . . .
7008839 ὑφαινεται
ἐπιφύσεις ἔχει ἐριώδεις καὶ χνοώδεις , ἐξ οὗ νήθεται καὶ ὑφαίνεται χειρεκμαγεῖα . στρέφουσι δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐλλύχνια ,
εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω : ὑφαίνεται δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια :
7003310 ἐζωμευμενα
. Τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα . Ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένην . Ἀλλὰ τὸ στρόφιον λυθὲν
. τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως
7001108 σοφιστικα
εἰρημένων σαφέστερον . ἀσφαλέστερον δὲ πειρώμεθα περὶ τούτων εἰπεῖν τὰ σοφιστικὰ καὶ πάνυ κεκοσμημένα τῶν διαλεκτικῶν παρεληλυθότες . οὐ γὰρ
καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπολεῖται καὶ Ἐσεβὼν τὰ αἰνίγματα τὰ σοφιστικὰ ἕως Δεβών , ὃ καλεῖται δικασμός : πάνυ προσφυῶς
6998204 ἐκταγας
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις
6996009 ἐγχη
δειλήν . Ἄνευθε ] Μακράν . Ἐγχέων ] Ἤγουν τὰ ἔγχη . Ἀκμὰν ] Τῶν δοράτων τὴν ὀξύτητα . Ἰαίνει
” ἐγκοσμεῖτε ἐν τάξει θέτε . ἐγχεσίμωροι οἱ περὶ τὰ ἔγχη μεμορημένοι , ὅπερ ἐστὶ πεπονημένοι . ἔνιοι δὲ περὶ
6993054 ἀναγγελω
καὶ πᾶσιν εἰκῆ πληγὰς ἐμφορεῖς δι ' ἡμέρας ; πάντως ἀναγγελῶ ταῦτα τῷ κεκτημένῳ . „ Ζηνᾶς δὲ ταῦτα τοῦ
καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου . Νῦν ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ ἐποίησα . Εἶδον θλιβόμενον ἐν γυμνότητι χειμῶνος
6992490 προσαγεσθωσαν
ὕδωρ χαλάσθωσαν καὶ πόδες καὶ χεῖρες , ὀσφραντὰ δὲ αὐτοῖς προσαγέσθωσαν εὐώδη , ῥόδα , κυδώνια , γλήχων , ἡδύοσμον
κοιλία διά τε τροφῆς ἢ δι ' ἀλόης καὶ κηρωταὶ προσαγέσθωσαν σκευασθεῖσαι δι ' ἐλαίου , ἐν ᾧ σικύου ἀγρίου
6988687 πεπλασμενα
καὶ Τίμων οὑτωσὶ παραγραμματίζων αὐτόν : ὡς ἀνέπλασσε Πλάτων ὁ πεπλασμένα θαύματα εἰδώς . Ἄλεξις Μεροπίδι : εἰς καιρὸν ἥκεις
ὁ Τίμων περὶ αὐτοῦ ἔφη : ὡς ἀνέπλαττε Πλάτων ὁ πεπλασμένα θαύματα εἰδώς . Παρμενίδῃ μὲν γὰρ καὶ ἐλθεῖν εἰς
6986802 ἐμβαπτομενος
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ λευκοὺς ἅλας ; ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ
6984302 μεσολευκοις
κοκκινοβαφεῖ περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ
περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς , μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ
6982437 Γερμανικα
ταῦτα δ ' ἐστὶ τά τε Γαλατικὰ ἔθνη καὶ τὰ Γερμανικὰ μέχρι Βασταρνῶν καὶ Τυρεγετῶν καὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Βορυσθένους
εἴγε χρὴ Ἀσινίῳ Κουαδράτῳ ἕπεσθαι , ἀνδρὶ Ἰταλιώτῃ καὶ τὰ Γερμανικὰ ἐς τὸ ἀκριβὲς ἀναγεγραμμένῳ , ξύγκλυδές εἰσιν ἄνθρωποι καὶ
6981193 Βυζαντις
Ἀκάμαντος διὰ τῆς ει διφθόγγου . λέγεται καὶ Ἀκαμαντίς ὡς Βυζαντίς . Παρθένιος δ ' ἐν Ἀφροδίτῃ Ἀκαμαντίδα αὐτήν φησι
. τὸ δὲ κτητικὸν Βυζαντιακός . λέγεται καὶ Βυζαντιάς καὶ Βυζαντίς . ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου
6979160 Δηρον
μελῶν ἀρκούντων πρὸς τὴν μάχην . ἴδμονες : ἐπιστήμονες . Δηρόν : ἐπὶ πολύ . ἐπ ' ἀλλήλοισι : κατ
ψάλλων . Γαμήλια : πράγματα . Ἀλόχου : γυναικός . Δηρόν : μακρὸν χρόνον . ἐρητύουσι : κωλύουσιν . λελιημένον
6979104 δορυπονα
ἐλθόντας . ἐπιμόλους ] τοὺς ἐπελθόντας ἐχθρούς : τούτους γὰρ δορύπονα κακὰ λέγει . θ ἐπιμόλους ] τοὺς κατὰ τῆς
πληρεῖτε . τελεῖθ ' ] εἰς τέλος ἄγετε . θΞ δορύπονα ] καὶ τὰ ἐκ τοῦ πολέμου . δορύπονα ]

Back