Ἰωσὴφ εἰς τὴν οἰκίαν Πεντεφρῆ καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ θρόνου καὶ ἐνίψατο τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ παρέθηκεν αὐτῷ τράπεζαν κατ '
κρήνῃ τὸ ὄνομα ἐγένετο , ὅτι ἐς αὐτὴν τὸ αἷμα ἐνίψατο Οἰδίπους τοῦ πατρῴου φόνου . πρὸς δὲ τῇ πηγῇ
7998392 ἀκακητης
' ἀκμῆτες ἄνδρες ἀϋτῇ ὤσαιμεν . ” ἀκάκητα ἀντὶ τοῦ ἀκακήτης , τῇ κλητικῇ ἀντὶ τῆς εὐθείας . λέγεται δὲ
ὁ γυμνήτης καὶ Οἰδίπους Οἰδίποδος Οἰδιπόδης , οὕτως καὶ ἀκάκητος ἀκακήτης , . , . Ἀκαλήφη : ἔστιν οὖν 〚
7973424 ἐκαθεσθη
ἡ πέτρα αὕτη ἐν τῇ Ἀττικῇ , ἐφ ' ἧς ἐκαθέσθη ἡ Δημήτηρ , ὅτε τὴν κόρην ἐζήτει : ἐρασθεὶς
τῆς κλίνης αὐτοῦ : ἦλθεν δὲ καὶ ὁ θάνατος καὶ ἐκαθέσθη παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ . εἶπεν δὲ Ἁβραάμ :
7933720 ἐπιβαλλεις
τὸ παρὸν κῶλον : ” κλαύσει : τὴν χεῖρ ' ἐπιβάλλεις ; “ ἵν ' εἴη ἑφθημιμερὲς ὡς ἀποθετικόν ,
τὴν χώνην δύο ἢ τρία διὰ τὴν μάλαξιν . Εἶτα ἐπιβάλλεις τὸ ξηρίον μετὰ κερκίδος σιδηρᾶς τῇ # τοῦ χαλκοῦ
7915736 κορυθι
κὰκ κεφαλήν : ἣ δ ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη ἐν κόρυθι βριαρῇ : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
ἀγρίου , πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε καλὸν δαιδάλεον , κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο
7907839 ᾐσχυνεν
ἄνδρας ὕβρισε τοῦ δήμου καὶ παρθένον κομιζομένην παρὰ τὸν νυμφίον ᾔσχυνεν ἀφελόμενος τοὺς ἄγοντας . ἐπιλαβούσης δὲ τῆς νυκτὸς τυφλοῖ
ἐκ τοῦ θεοῦ : λέγουσιν ὡς Τηρεὺς συνοικῶν Πρόκνῃ Φιλομήλαν ᾔσχυνεν , οὐ κατὰ νόμον δράσας τὸν Ἑλλήνων , καὶ
7901614 ὀρχηστριδι
ἦρχεν ᾠδῆς . ἐπεὶ δ ' ᾖσεν , εἰσεφέρετο τῇ ὀρχηστρίδι τροχὸς τῶν κεραμεικῶν , ἐφ ' οὗ ἔμελλε θαυματουργήσειν
ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα , παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα . ἡ δὲ λαμβάνουσα
7898477 εἰλεον
ἡ χαλεπωτάτη τῶν κωλικῶν ἐϲτιν αὕτη διαθέϲεων τὴν εἰϲ τὸν εἰλεὸν ἀπειλοῦϲα μετάϲταϲιν . τοῖϲ δὲ διὰ δριμεῖϲ καὶ δακνώδειϲ
παρέστασαν οἶνον ἄγουσαι . Ἵππυς δ ' ὁ Ῥηγῖνος τὴν εἰλεὸν καλουμένην ἄμπελον βιβλίαν φησὶ καλεῖσθαι , ἣν Πόλλιν τὸν
7822624 Γρυλλιων
Μεγαρέων ἢ Αἰγιέων οὐδεὶς λόγος , εὐδοκιμεῖ δὲ τὰ νῦν Γρυλλίων μόνος καὶ κατέχει τὸ ἄστυ , καὶ πᾶσα αὐτῷ
πρὸς ἑταίρους πρόφασιν ἐπὶ κῶμον τινάς , ὅπερ ποιεῖν εἴωθε Γρυλλίων ἀεί . Ἀριστόδημος δ ' ἐν βʹ γελοίων ἀπομνημονευμάτων
7810278 πανθηρ
κλίνεται τὸ ἁπλοῦν θήρ θηρός , οὕτω καὶ τὸ σύνθετον πάνθηρ πάνθηρος . Καν . λδʹ . Ὁ Νέστωρ λήγει
. κεφ . ιδʹ . περὶ πάνθηρος . ὅτι ὁ πάνθηρ ὡς ἐκ πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται
7807177 τοργος
τοὺς Διοσκούρους . τὸ δὲ ὑγρόφοιτος γράφεται καὶ ὑψίφοιτος . τόργος κυρίως ὁ γύψ , νῦν δὲ τὸν κύκνον λέγει
ἐπικαμπὲς χεῖλος τῶν ὀρνέων * ὡς καὶ Καλλίμαχος ῥάμφει καθνώδει τόργος ἔκοπτε νέκυν * . ἐν δὲ τοῖς ῥάμφεσι καὶ
7786946 καλαυροπα
. οὕτως ἦν ἐν τῇ Κωμικῇ λέξει τῇ συμμίκτῳ . καλαύροπα : ἀντὶ τοῦ καλόροπον , ῥάβδον βουκολικήν . Ὅμηρος
τοὺς Ἑλλήνων λογίους οὐκ ἀπὸ τρόπου τῷ Πανὶ περιάπτειν τὸν καλαύροπα : τὸν γὰρ τῆς τοῦ παντὸς ἐμψυχίας ἐπώνυμον οὐκ
7781550 λουτηριον
τὸν Ἄδμητον . ἄλλοι δὲ ἀνωτέρω τούτων ὑπὸ μὲν τὸ λουτήριον Λεώκριτός ἐστιν ὁ Πουλυδάμαντος τεθνεὼς ὑπὸ Ὀδυσσέως , ὑπὲρ
ψαλίς , μηλωτρίς μήλη , ὀδοντοξέστης ὀδοντάγρα , ἐξάλειπτρον , λουτήριον , σικύα , ὑπόθετον , λεκανίς , σπογγία ,
7722744 μελῳδος
τοῦ μέλους . οἱ νῦν ] κάμπτουσι . Φρῦνιν ] μελῳδὸς οὗτος ⌈ πάνυ / ἄμουσος . ὁ Φρῦνις κιθαρῳδὸς
ἀλλ ' ἴσχε : τελλίνης γὰρ ἐξαίφνης μέ τις ἀκοὰς μελῳδὸς ἦχος εἰς ἐμὰς ἔβη . πάλιν δ ' ὁ
7717883 φανερᾳ
. παρῄνει γε μὴν ἔτι τέχνῃ καὶ ἀνεξικακίᾳ μᾶλλον ἢ φανερᾷ θρασύτητί πω χρῆσθαι . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐπαινέσας καὶ
' οὐκ ἔστι μὲν ὅτε τις ἡμῶν κενούμενος ἐν ἐλπίδι φανερᾷ τοῦ πληρωθήσεσθαι καθέστηκε , τοτὲ δὲ τοὐναντίον ἀνελπίστως ἔχει
7698108 Ῥεβεκκα
τούτων καὶ πάθη . ἐπειδὴ γὰρ πορεύεται ἡ ὑπομονητικὴ ψυχὴ Ῥεβέκκα πυθέσθαι παρὰ θεοῦ , ἀποκρίνεται αὐτῇ , ὅτι „
τὸν θεὸν ἱκετεύσαντος , ἐκ τοῦ ἱκετευθέντος ἔγκυος ἡ ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν
7689832 ἀφηρπασεν
ἐπάνω ἐθεάσατο τὸν μῦν ἐπὶ τῆς λίμνης , ὅστις καταπτὰς ἀφήρπασεν εὐθέως . Ἅμα βάτραχος αὐτῷ προσδεδεμένος δεῖπνον καὶ αὐτὸς
μητρυιῶν ἐπιμελείας . κύων ἐν μακελλίῳ εἰσελθὼν καρδίας βρῶμα ἐκεῖθεν ἀφήρπασεν . ὁ δέ γε μακελλεὺς ἐπιστραφεὶς ἔλεγεν αὐτῷ :
7685718 Αὐτοις
Εἱμαρμένη . . ΠΑΡ ' ΩΚΕΑΝΟΝ . Ἔνθα κατοικοῦσιν . Αὐτοῖς δὲ μελιηδέα καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους φέρειν λέγει τὴν
δεσπότας , ἐλεύθεροι ὄντες πάλιν ζητοῦσι τὴν αὐτὴν φάτνην . Αὐτοῖς δὲ τοῖς θεοῖσι τὴν κέρκον μόνην καὶ μηρὸν ὥσπερ
7672669 πατουμενος
ὁ ποτὸν ῥέων ἢ ὁ τοῖς ποσὶ τρυπτόμενος , τουτέστιν πατούμενος , . , + , . Βοτρυδόν : .
τὴν Πάνδροσον ταύτῃ μόνον τὴν χεῖρ ' ἐπιβαλεῖς , ἐπιχεσεῖ πατούμενος . Ἰδού γ ' ἐπιχεσεῖ . Ποῦ ' στιν
7657490 Ἀρκεσιλεω
, ἄρξαντος ἐπὶ τεσσεράκοντα ἔτεα , καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀρκεσίλεω , ἄρξαντος ἑκκαίδεκα ἔτεα , οἴκεον οἱ Κυρηναῖοι ἐόντες
ἐπολιόρκεον τὴν πόλιν ἐπαγγελλόμενοι ἐκδιδόναι τοὺς αἰτίους τοῦ φόνου τοῦ Ἀρκεσίλεω : τῶν δὲ πᾶν γὰρ ἦν τὸ πλῆθος μεταίτιον
7641117 Γαμηλια
χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος .
Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος
7628484 Κανακην
ἔφθειρε , συνουσιάζετο , ἐσυνουσίαζε . , ἐμόλυνε . τὴν Κανάκην ὁ Μακαρεύς . σημειοῦται τὸν Εὐριπίδου Αἰόλον , διότι
⌈ Κανάκην τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ . [ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ Κανάκην . ] ἐπεὶ ⌈ δὲ . . . ἐξῆν
7621904 κτηνους
τοῦ κτείναντος ἄνθρωπον οὐχ ὅσιον . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ κτήνους κύριος ἄγριον εἰδὼς καὶ ἀτίθασον μήτε καταδήσῃ μήτε κατακλείσας
τὸ πονεῖν πρόθυμος ὢν ἤδη τὴν ἑαυτοῦ τιμὴν ἐξέτισε : κτήνους γὰρ φόρτον ἤρατο ” . ἐπεὶ δὲ ὥρας οὔσης
7614270 Ἀγχισην
: Ῥῶμον δὲ Καπύην μὲν ἀπὸ τοῦ προπάππου Κάπυος , Ἀγχίσην δὲ ἀπὸ τοῦ προπάτορος Ἀγχίσου , Αἰνείαν δὲ τὴν
. ὄντος δὲ τοῦ Αἰνείου ἐκεῖ ἔτυχε τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἀγχίσην τελευτῆσαι . καὶ πολυτρόπως αὐτὸν καύσας τὸν χοῦν αὐτοῦ
7612461 Στυμφηλος
, Φθίος τε καὶ Τηλεβόας , Αἵμων , Μαντίνους , Στύμφηλος , Κλείτωρ , Ὀρχομενός τε καὶ ἄλλοι , οἳ
ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Νύκτιμον : ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Στύμφηλος μετωνομάσθη . Ἀλφειὸς δὲ ἐκλήθη δι ' αἰτίαν τοιαύτην
7611824 Κερκωπιζειν
Εἰς κόλπους πτύειν : ὅμοιον τῷ : οὐ μεγαλοῤῥημονεῖν . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δολιεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν . μετενήνεκται δὲ
τῶν ῥᾳδίως τι ποιούντων . Καθ ' ἑαυτοῦ Βελλεροφόντης . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δουλεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ
7611665 λοχμῃ
. ὁ δὲ Πολύτεχνος παραλαβὼν τὴν κόρην ᾔσχυνεν ἐν τῇ λόχμῃ καὶ ἄλλοις ἠμφίεσεν αὐτὴν ἐσθήμασι κἀκ τῆς κεφαλῆς ἀπέκειρε
τοῦτον . ἐκείνη ἡ πάρδαλις τροφῆς δεομένη ἑαυτὴν ὑποκρύπτει ἢ λόχμῃ πολλῇ ἢ φυλλάδι βαθείᾳ , καὶ ἐντυχεῖν ἐστιν ἀφανής
7609108 περιστερεωνι
μηδὲν ὠφελεῖν καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται . κολοιὸς ἔν τινι περιστερεῶνι περιστερὰς ἰδὼν καλῶς τρεφομένας λευκάνας ἑαυτὸν ἦλθεν ὡς καὶ
πράγμασιν ἐγχειροῦντες ἐμβάλλουσιν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον . περιστερὰ ἔν τινι περιστερεῶνι τρεφομένη ἐπὶ πολυτεκνίᾳ ἐφρυάττετο . κορώνη δὲ ἀκούσασα αὐτῆς
7606721 Εὐρυτιων
φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε δ ' Εὐρυτίων Ἴρου παῖς Ἀκτορίωνος τρηχείην Ὀπόεντα λιπὼν , σὺν δ
οἷον Ἠετίων Ἠετίωνος , Δευκαλίων Δευκαλίωνος , Ἀμφιτρύων Ἀμφιτρύωνος , Εὐρυτίων Εὐρυτίωνος , Ἠλεκτρύων Ἠλεκτρύωνος , Ἐρευθαλίων Ἐρευθαλίωνος : ὅθεν
7604408 ἁγιαζειν
πρὸ τοῦ καιροῦ τοῦ πολέμου ; Βʹ . Περὶ τοῦ ἁγιάζειν τὰ βάνδα . Γʹ . Περὶ τοῦ προκαθιστᾶν τὰ
] τὸ ἐκ πολλῶν καταλελειμμένον ] καὶ ἀπολειφθέν ἥγιζεν ] ἁγιάζειν γελοίως σάκταν ] σακούλιον . σάκκον πολλὴν ] εἶναι
7596381 μηλειον
' ἐπόρουσε καὶ ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ '
γέ ς ' , ἢν θέληις , ὅλον πίθον . μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον ; ὃν ἂν θέληις σύ
7596023 βομβησε
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ
7595595 δεινοπαθησας
μοι ἔξωθεν στηθέων ἐκθρώσκει . ” ἀλυσκάζων ἐκκλίνων . ἀλαστήσας δεινοπαθήσας , χαλεπήνας , στενάξας . ἄλαστα γὰρ τὰ χαλεπά
ἀρσενικοῦ , ἀλεκτορὶς δὲ θηλυκόν . ἀλαστήσας : σχετλιάσας , δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . .
7594503 καταβληθεις
αὖ θέρμον εὐθὺς ἀπὸ τῆς ἅλω δι ' ὅτι μὴ καταβληθεὶς ἔτι θερμῆς οὔσης τῆς γῆς κακοβλαστὴς γίνεται . Τούτου
τὴν Ἰοκάστην . . ἵν ' ἐτράφη ] ὅπου σπέρμα καταβληθεὶς ηὐξήθη . . ῥίζαν ] γονήν . αἱματόεσσαν ]
7586874 ἀδελφηι
Εὐρώπης σταλεὶς καὶ πλανώμενος περιπετὴς γέγονεν Ἁρμονίαι τῆι τοῦ Δαρδάνου ἀδελφῆι . ἁρπάσας δὲ καὶ εἰς τὰς νῆας ἐνθέμενος προσέσχε
τ ' , εἰ φέρων βρέτας θεᾶς βέβηκ ' , ἀδελφῆι τ ' οὐχὶ θυμοῦμαι : τί γάρ ; [
7586495 ἐπευχεται
οὖν ἐκεῖνον ἐπιστῆναι αὐτῷ τὸν καιρόν , ἀπαλλαγῆναι τῆς φύσεως ἐπεύχεται . πρὸς τὸν Ἀδρίαν δὲ καὶ τὴν Κελτικὴν ἀρθῆναι
' ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν , μόρον δ ' ἄφερτον Πελοπίδαις ἐπεύχεται , λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς ἀρᾷ , οὕτως ὀλέσθαι
7585521 φονορρυτῳ
φονορρύτῳ ] ἐν ᾗ τὸ αὐτῶν αἷμα ἔρρευσεν . θ φονορρύτῳ ] + διὰ τὸ μέτρον . κάρτα δ '
τῇ φονορρύτῳ γῇ . γαίᾳ ] τῇ γῇ . ζωὰ φονορρύτῳ : ἡ ζωὴ αὐτῶν τῇ χεομένῃ τῷ αἵματι :
7583509 ἑκατονταπυλοι
τοῖς Αἰγυπτίοις γίνεσθαι . ὅτι τρεῖς Θῆβαί εἰσιν : αἱ ἑκατοντάπυλοι ἐν Αἰγύπτῳ , αἱ ἑπτάπυλοι ἐν Βοιωτίᾳ καὶ αἱ
ἑπτάπυλοι πρὸ τῆς Πελοποννήσου , ἃς Κάδμος ἔκτισεν . Αἱ ἑκατοντάπυλοι ἐν Αἰγύπτῳ , ἐξ ὧν καὶ Ὅμηρος . Καὶ
7582055 βομβυλιος
ὁ κρυψιμέτωπος καὶ τρυήλης Μεντορουργὴς εὐλαβῆ ἔχων τὴν κέρκον καὶ βομβυλιὸς καὶ δειροκύπελλον καὶ γηγενῆ πολλὰ οἷα Θηρικλῆς ὤπτα ,
σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος μελίσσης . καὶ ποτηρίου δὲ εἶδος , ὡς
7581957 καρατομος
λίθοις βαλλόμενος , λιθοβόλος δὲ ὁ λίθοις βάλλων : ὁμοίως καράτομος καὶ καρατόμος , . , . * . .
δὴ προτείνω : ἧς τὸ κάρα ἀπετμήθη , ἀπὸ τοῦ καράτομος . τὸ ἐντελὲς δὲ Γοργόνι : καὶ δὴ προτείνω
7578878 Εὐρυμενην
καὶ πρῶτος κρέασιν ἀσκῆσαι ἀθλητάς , καὶ πρῶτόν γ ' Εὐρυμένην , καθά φησι Φαβωρῖνος ἐν τρίτῳ τῶν Ἀπομνημονευμάτων .
καὶ πρῶτος κρέασιν ἀσκῆσαι ἀθλητάς , καὶ πρῶτόν γ ' Εὐρυμένην , καθά φησι Φαβωρῖνος ἐν τρίτῳ τῶν Ἀπομνημονευμάτων ,
7570725 ἀδολεσχος
Ἰσχυρόν ἐστι πρᾶγμ ' ἀλήθει ' ὡς φύσις . Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος . Ἴσον ἐστὶν εἰς πῦρ
Λάλος , φλύαρος , κομπώδης , ὀχληρός , ἀπεραντολόγος , ἀδόλεσχος , κουφολόγος , ἀθυρόγλωσσος , γλώσσαλγος , προσκορής ,
7561461 δαμαζειν
ὡς περισσάρτιος , καθάπερ εἴπομεν . δεῖν οὖν ἐν ταύτῃ δαμάζειν ἡμιόνους ἐπιβάλλοντα τὼ χεῖρε καὶ πωλοδαμνοῦντα τοῦτο τὸ ζῷον
πρὸς αὐτὴν ἡ ἡμίονος . τῇ δὲ δυοκαιδεκάτῃ προσέταξε ταύτας δαμάζειν , ἵνα πραότεραι γίνωνται , διότι τὸ στάσιμον ἡ
7560591 Ἀλθαια
τῶν γάμων αὐτῆς Ἡρακλῆς πρὸς Ἀχελῷον ἐπάλαισεν . ἐγέννησε δὲ Ἀλθαία παῖδα ἐξ Οἰνέως Μελέαγρον , ὃν ἐξ Ἄρεος γεγεννῆσθαί
δὲ Εὐφορίων „ οὐ γὰρ Ἀλήσιοί ἐστε „ φησίν . Ἀλθαία , πόλις Ὀλκάδων . οἱ δὲ Ὀλκάδες ἔθνος Ἰβηρίας
7560079 διεξηιε
τὸν στρατόν . Ποιησάντων δὲ τούτων τοῦτο , μετὰ ταῦτα διεξήιε ὁ στρατός . Ἡγέοντο δὲ πρῶτοι μὲν οἱ σκευοφόροι
, ἔχεσθαί τινα τοῦ λοιποῦ κελεύω . Ταῦτα εἴπας Ξέρξης διεξήιε διὰ τῶν νεκρῶν καὶ Λεωνίδεω , ἀκηκοὼς ὅτι βασιλεύς
7560063 προσηκουσων
αὑτὸν ἀξιῶν ἀνάξιος ὢν μοχθηρὸς καὶ χαῦνος , ἀντιποιούμενος μὴ προσηκουσῶν τιμῶν , παντελῶς αὐτῶν ἀνάξιος ὤν . ἀξιοῖ δ
μὴ οὖν τοὺς ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν πραγμάτων καὶ τῶν οὐ προσηκουσῶν αὐτοῖς ἀσχολιῶν ἀπιόντας καὶ σχολήν τινα πορίζοντας αὑτοῖς ἀπὸ
7559754 Ἀλεος
πλάγια , ὥσπερ οἱ καρκίνοι . μετὰ δὲ Αἴπυτον ἔσχεν Ἄλεος τὴν ἀρχήν : Ἀγαμήδης μὲν γὰρ καὶ Γόρτυς οἱ
βασιλέων δυνατώτατος καὶ Κλείτορα ᾤκισεν ἀφ ' αὑτοῦ πόλιν , Ἄλεος δὲ εἶχε τὴν πατρῴαν λῆξιν : ἀπὸ δὲ Ἐλάτου
7558890 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
7554158 Ψυλλαν
. Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον
τάφους , πανώλεθρον κηλῖδα θωύξας γένει , ὁ τὴν πόδαργον Ψύλλαν ἡνιοστροφῶν καὶ τὴν ὁπλαῖς Ἅρπινναν Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν
7551868 ὀψαρτυσια
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
7546965 Σιλουιος
Ῥωμαῖοι ὡς μηδὲ οἰκόπεδον αὐτῆς καταλειφθῆναι . διαδέχεται δὲ τοῦτον Σίλουιος τρίτον : εἶτα τέταρτον Αἰνείας ἄλλος : τοῦτον πέμπτον
τελευτήσαντος ἔτει τετάρτῳ μετὰ τὴν Ἄλβης οἴκισιν ἐκδέχεται τὴν ἀρχὴν Σίλουιος . καὶ Σιλουίου παῖδα Αἰνείαν Σίλουιόν φασιν , Αἰνείου
7545891 Δικαιοπολι
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων
7545653 αὐτοδαικτοι
. αὐτοδάικτοι ] αὐτοφόνευτοι . αὐτοδάικτοι ] αὐτοσφαγεῖς . θ αὐτοδάικτοι ] αὐτοδαΐκτως . Ξ χθονία κόνις ] ἡ γῆ
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους . ἐπεὶ δ ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον
7543304 Ἀλοης
γάρου , μέλιτος ἀνὰ # α . Κοκκία καθαρτικά . Ἀλόης # α , κολοκυνθίδος , ἐντεριώνης , σκαμμωνίας ⋖
εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ εὐῶδες . Ἀλόης ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον , στίλβουσαν , ὑπόξανθον
7542920 ἐδεξιωσατο
στάχυσι . ” καὶ ὁ βασιλεὺς θαυμάσας αὐτὸν καὶ δώροις ἐδεξιώσατο . τῇ δὲ μετ ' ἐκείνην ἡμέρᾳ πάλιν ὁ
τὰ καὶ Ἑκατόμβαια λεγόμενα : ἔγνω αὐτόν , ἀντὶ τοῦ ἐδεξιώσατο αὐτὸν νενικηκότα . καὶ τὰ ἔργα τὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ
7537727 ποτιζον
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
7534997 ἀρυβαλλος
νομίσματι . ΓΘ ἀρυβάλλῳ : πλεκτόν τι βαλλάντιόν ἐστιν ὁ ἀρύβαλλος , ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται , παρὰ τὸ
λεύσομαι . γυναῖκας ναυτίδας ὀρνιθίων λεκάνην ἄλυπος ἄνεχε ἀνθήλιος ἀπωνηθήσεται ἀρύβαλλος αὐτόχειρα δουλοπρέπεια κατᾶραι κένταυρον κυνάριον λάβδα λοπάδα μεθύστρια πρωτόπειρον
7534348 Κἀκεινη
τὰς οἰκείας ἐνεργείας ἐνεργοῦσα κάκιστα καὶ θορυβωδῶς ταύτας ἀποδίδωσι . Κἀκείνη τοίνυν ἡ διαφορὰ πάντων ἐστὶν ἐναργεστάτη , ὡς ἄρα
ἀλλ ' ἤδη τάχα τι βουλεύῃ περὶ γάμου . ” Κἀκείνη μὲν ἐν ποικίλοις ἦν ὀδυρμοῖς : ὁ δὲ Θήρων
7530606 δρομεως
φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι
. , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος
7529929 περιρρηδης
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος :
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι
7528406 μαγειρειου
οὐδὲ δοκιμάζω τοὺς Κορινθίους κάδους , ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγειρείου τὸν καπνόν . κἂν μὲν σφοδρὸς φερόμενος εἰς ὀρθὸν
ἀγγελίαι παραμίξας τοὺς θυλάκους καὶ τὰ ἀρτύματα καὶ τὰ σακκία μαγειρείου τινὰ φαντασίαν ἐποίησεν . . π . ἑρμ .
7528070 Ἰση
μεσημβρινός . Ὁ ΚΛ . , ] ὁ ζῳδιακός . Ἴση ἄρα ἐστίν . , ] διὰ τὸ θʹ τοῦ
μίᾳ περιφερείᾳ , ἀπώτερόν ἐστι τὸ Δ τοῦ Ξ . Ἴση ἄρα ἐστίν . , ] διὰ τὸ ιγʹ τοῦ
7527566 Ἀκων
τοὺς ψόφους : Καὶ νοῦς ἐχέφρων πᾶσαν ἕλκουσαν βίαν . Ἄκων μὲν , ὡς Ζεὺς οἶδεν : ἐπὶ τῶν ἀκόντων
αἰνιττομένου τοῦ θεοῦ , ὡς διὰ προδοσίας πάντων κρατήσει . Ἄκων μὲν , ὡς Ζεὺς οἶδεν : ἐπὶ τῶν ἀκόντων
7523107 στορθυγξ
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον
7522747 κοτταβειον
Ἔγνωκ ' ἐγὼ δὲ χαλκίον τοῦτό γ ' ἐς τὸ κοτταβεῖον ἱστάναι καὶ μυρρίνας . Ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε
ἀποκοτταβίζειν , ἀπ ' ἀγκύλης βάλλειν . καὶ τὸ μὲν κοτταβεῖον ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὀρόφου ὕπτιόν τε καὶ λεῖον ,
7517084 ἐμιχθη
, ὁ δὲ Ἀμφιτρύων τῇ ἑξῆς τὸν Ἰφικλέα , καὶ ἐμίχθη τὰ γένη ἀμφοτέρων . οὐχὶ δὲ ὁ Ζεὺς παρεγένετο
ἴσχειν εἰσορόωντα ἵππους : αὐτὸς δ ' αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη . Τεῦκρος δ ' ἄλλον ὀϊστὸν ἐφ ' Ἕκτορι
7514133 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
7511118 καταβριθοντες
πλευραῖς . βράβιλα τὰ κοκκύμηλα , ἤτοι Δαμασκηνά . βραβίλοισι καταβρίθοντες : κοκκυμήλοις , ἤγουν Δαμασκηνοῖς . ἑπτάενες : οἱ
: τὰ καλούμενα Δαμασκηνά : Θεόκριτος : ὅρπακες † βραβήλοισι καταβρίθοντες ἔραζε . Ἀθήναιος δὲ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Δειπνοσοφιστῶν
7510503 μηλη
θέλει , εἰ μὴ ἀπὸ δασέος ἄρχεται συμφώνου , οἷον μήλη στήλη „ . τὸ ἐθνικὸν Πηλαῖος . Πήληκες ,
μὲν ἰατρῶν σμίλη , ψαλίς , τομεύς , ὠτογλυφίς , μήλη , ὑπογραφίς , βελόνη , ξυστήρ , ὀδοντοξέστης ,
7508467 σμαριδας
τὰν κράμβαν . ὅκχ ' ὁρῆι βῶκάς τε πολλοὺς καὶ σμαρίδας . . κἀστακοὶ γαμψώνυχοι . κουρίδες τε ταὶ φοινίκιαι
ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ὅμοιά φησιν εἶναι τῇ μαινίδι βόακα καὶ σμαρίδας . Ἐπαίνετος δ ' ἐν Ὀψαρτυτικῷ φησι : σμαρίδα
7505727 βοτρυωδες
καὶ οἱ σκυτοδέψαι τὰ δέρματα τὰ λευκά . ἄνθος λευκὸν βοτρυῶδες , τῷ σχήματι δὲ τὸ ὁλοσχερὲς ὄστλιγγας ἔχον ὥσπερ
σπερματοῦσθαι καὶ ἔτι τόπον εὔειλον ἔχῃ : τὸ δὲ ἄνθος βοτρυῶδες καὶ λευκὸν καθάπερ τῶν ἀγρίων . . . ταῦτα
7505373 ἀλειφεσθωσαν
καρναβάδιν ἀνατολικόν . Ἐν τῇ ὀπτήσει δὲ τῶν χοιρείων κρεῶν ἀλειφέσθωσαν οἰνομέλιτι . Ἐκ δὲ τῶν ἄλλων ζῴων ὀρνίθια καὶ
ἅμα δὲ παντὸς μαλάγματος κρείττω τὴν προσφυῆ περιθησόμενοι πιμελήν . ἀλειφέσθωσαν δὲ ὑπὸ τῶν ἐμπείρων καὶ γυμναζέσθωσαν : ἄσκυλτοι γὰρ
7505036 Σεβαστη
∠ ʹʹδʹʹ Ταμάρη ιεʹ νβʹ δʹʹ Ἴσκα , λεγίων δευτέρα Σεβαστή ιζʹ ∠ ʹʹ νβʹ ∠ ʹʹδʹʹ Νῆσοι δὲ παράκεινται
. . . . ξϚ ∠ ʹ λα ∠ ʹγιβʹ Σεβαστή . . . . . . . . .
7503664 περιβλητεον
μαλθακοῦ παραθετέον βεβρεγμένου τοῖς αὐτοῖς ὑγροῖς , κἄπειτα τὸ πίλημα περιβλητέον . καὶ τῆς ταραχῆς ὑπεκλυθείσης ὕδωρ δοτέον διάκλυσμα θερμὸν
καὶ καθαρὸν ἔριον ἐλαίῳ γλυκεῖ καὶ θερμῷ διαβραχὲν καὶ ἀποθλιβὲν περιβλητέον ἐφηβαίῳ καὶ ἐπιγαστρίῳ σὺν ὀσφύι καὶ ἰσχίοις , ἵνα
7502423 παρακατεθετο
τρέφοντος αὐτὸν γυνὴ παιδίον ἔτυχε τεκοῦσα πρὸ ἡμερῶν τριάκοντα καὶ παρακατέθετο φωνῇ τῇ Ἰνδῶν , ἧς ἀκούουσιν ἐλέφαντες . ὁ
ἀπαιτοῦντι ἀποδιδόναι . καίτοι γε ὀφειλόμενόν πού ἐστιν τοῦτο ὃ παρακατέθετο : ἦ γάρ ; Ναί . Ἀποδοτέον δέ γε
7501837 Περδικα
αὐτὴν ἐτίμησαν . Σοφοκλῆς δὲ ἐν Κωμικοῖς ὑπὸ Δαιδάλου ἀναιρεθέντα Πέρδικα εἶναι τοὔνομα φησί . Περιαγειρόμενος φύλλοις βάλλεται καὶ ἄνθεσιν
κακῶν , ὅπως τῆς ῥίζης κοπείσης οἱ κλάδοι ξηρανθῶσιν . Πέρδικα δέ τις κυνηγέτης ἀγρεύσας ἔμελλεν αὐτὸς τοῦ καταθῦσαι ταύτην
7500684 Ἰουδαιᾳ
. . . : Ἀσκάλων , πόλις Συρίας πρὸς τῇ Ἰουδαίᾳ . Ξάνθος ἐν τετάρτῃ Λυδιακῶν φησὶν , ὅτι Τάνταλος
τοῦ περιβόλου χώρα ἔρημος ἡ πλείστη καὶ μάλιστα ἡ πρὸς Ἰουδαίᾳ : ταύτῃ δὲ καὶ ἐγγυτάτω ἐστὶ τριῶν ἢ τεττάρων
7500348 ναυαγησας
Πλάτων διάλογον . πλέοντος δ ' αὐτοῦ εἰς Σικελίαν ἐτελεύτησεν ναυαγήσας ἐτῶν Ϛʹ , σοφιστεύσας ἔτη μʹ . Πρόδικος .
γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ Ἀσωπόδωρος ἐν Ὀρχομενῷ ἐξερρίφη . ἅ νιν ἐρειδόμενον
7498522 Ἱεραπυτνα
, εἶτα Πύτνα , εἶτα Κάμιρος , εἶθ ' οὕτως Ἱεράπυτνα . τὸ ἐθνικὸν Ἱεραπύτνιος . Ἰέρασα , χωρίον Λιβύης
δὲ Ἴδης λόφος Πύτνα . . . ἀφ ' οὗ Ἱεράπυτνα ἡ πόλις , Ἱπποκόρωνά τε τῆς Ἀδραμυττηνῆς καὶ Ἱπποκορώνιον
7496837 ἐκτραφηναι
καὶ ἣ ὑπόλοιπος ἐλπὶς ἦν , ἀπὸ τῶν τοῦ πάππου ἐκτραφῆναι , ἐν οὕτω δεινῷ καθέστηκεν . ἔτι δ '
καὶ τὸ θῆτα . Ὁ τρίτατος δὲ δεκανός : πλουσίους ἐκτραφῆναι ἐκ γεννητόρων εὐγενῶν , ἀλλὰ καὶ παιδευμένων , πολλῶν
7494921 Ποικιλωτερος
. Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν
εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ ,
7494905 ναικι
τις ἐμπεσὼν ἀφείλκυσε τὸν περὶ τῶν ὄντων τῇ γυ - ναικὶ περιστήσας φόβον , ἣν ἔλαβε μὲν τῆς ἐπὶ Πέρσας
τις ἐμπεσὼν ἀφείλκυσε τὸν περὶ τῶν ὄντων τῇ γυ - ναικὶ περιστήσας φόβον , ἣν ἔλαβε μὲν τῆς ἐπὶ Πέρσας
7494437 ἀμερσας
τις ὡς ἐς ἄντλον πεσὼν λέχριος ἐκπεσῆι φίλας καρδίας , ἀμέρσας βίον . τὸ γὰρ ὑπέγγυον Δίκαι καὶ θεοῖσιν οὗ
, ζωστηροκλέπτης , νεῖκος ὤρινεν διπλοῦν , στόρνην τ ' ἀμέρσας καὶ Θεμισκύρας ἄπο τὴν τοξόδαμνον νοσφίσας Ὀρθωσίαν . ἧς
7492812 σελαχιοις
κωλῆ , τὸ πλευρόν , ἡμίκραιρ ' ἀριστερά . ὀρφῷσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βορά . Σώκρατες ἀνδρῶν βέλτιστ '
Κλεοφῶντι : σὲ γάρ , γραῦ , συγκατῴκισεν σαπρὰν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν
7492737 ὑπεκριθη
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην
7491777 ἐχρησας
Ἀπόλλων σκαιὸς ἦι , τίνες σοφοί ; ὅστις μ ' ἔχρησας μητέρ ' , ἣν οὐ χρῆν , κτανεῖν .
τέκνων . τίν ' , ὦ παῖ πρόμαντι Λατοῦς , ἔχρησας ὑμνωιδίαν ; πόθεν ὁ παῖς ὅδ ' ἀμφὶ ναοὺς
7490032 αἰολας
κομαρίδας τε καὶ κύνας , κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ : ἄλλοτε δ
: χαλκίδας τε καὶ κύνας κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . καὶ Σώφρων ἐν ἀνδρείοις : κέστραι βότιν κάπτουσαι
7488103 ΕΛΗ
ταύτης περιφέρεια τοιούτων θ κζ , οἵων ὁ περὶ τὸ ΕΛΗ τρίγωνον ὀρθογώνιον κύκλος τξ . καὶ γωνία ἄρα ἡ
αἱ ἴσαι πλευραὶ ὑποτείνουσιν , ἴση ἄρα ἡ μὲν ὑπὸ ΕΛΗ τῇ ὑπὸ ΛΗΒ , ἡ δὲ ὑπὸ ΗΒΕ τῇ
7487520 προμετωπιδια
τάγμα . Ξ ἐν ἀμπυκτῆρσιν : οἱ κορυφιστῆρες , τὰ προμετωπίδια κυρίως . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς ἵν '
ἐν ἀμπυκτῆρσιν ] ἀμπυκτῆρες οἱ κορυφιστῆρες , τὰ κυρίως λεγόμενα προμετωπίδια . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς , ἵν '
7486672 Καρδιην
ἔχων τὸν Ἕλλης τάφον τῆς Ἀθάμαντος , ἐν ἀριστερῇ δὲ Καρδίην πόλιν , διὰ μέσης δὲ πορευόμενος πόλιος τῇ οὔνομα
αὐλητάς : μεθ ' ὧν δὴ καὶ στρατεύεται ἐπὶ τὴν Καρδίην . καὶ ἐπειδὴ ἡ μάχη συνειστήκει , ἐκέλευσεν αὐλεῖν
7486289 ἀπεκομισθη
: τῶν δὲ ἄλλων τὸ πλῆθος ἐς τὰς ναῦς ἐσβὰν ἀπεκομίσθη ἐπ ' οἴκου . τοῦ δὲ Δηλίου ἑπτακαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ
ὀρθῶς . εἰ γὰρ ἐμέμνητο τοῦ χρησμοῦ , οὐκ ἂν ἀπεκομίσθη ὁ Ὀδυσσεύς . . θ . Ποσειδάων ' ἀγάσασθαι
7483675 Εὐδαιμονι
ἁλοίη φρονῶν μὲν ἕτερα , λέγων δὲ ἄλλα . οὗτος Εὐδαίμονι κοινωνήσας καὶ τροφῆς καὶ μουσείων πάλαι μὲν ἐν τῷ
κόλπῳ καὶ τῇ Ἐρήμῳ Καρμανίᾳ . Τῶν οὖν ἐν τῇ Εὐδαίμονι Ἀραβίᾳ διασήμων πόλεων ἡ μὲν Δούμεθα τὴν μεγίστην ἡμέραν
7483243 σημιαν
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα
7481018 Καρμανιᾳ
πίναξ ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν Ἀρείᾳ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῇ Καρμανίᾳ τε καὶ τῷ Περσικῷ κόλπῳ , ἀπὸ δὲ δύσεως
ὁρμηθείς . φέρονται δὲ δι ' αὐλῶνος παμφόρου συνάπτοντος τῇ Καρμανίᾳ καὶ τοῖς ἑωθινοῖς μέρεσι τῆς χώρας , καθάπερ καὶ
7479830 Τισις
τὸ ἐθνικὸν Τισιάτης ὡς Ἀσιάτης , καὶ Τισιᾶτις θηλυκόν . Τῖσις , πόλις Αἰγύπτου , ἣν ἔκτισε Τῖσις . ὁ
, ἀπεδύσατο μὲν εἰς τὴν αὐτὴν παλαίστραν , οὗπερ καὶ Τῖσις ὁ φεύγων τὴν δίκην . ὀργῆς δὲ γενομένης ἐς
7476509 Μηκιστεως
καὶ Σθένελος : παρῆν δὲ ἔτι καὶ ἐπὶ τούτων Εὐρύαλος Μηκιστέως καὶ Πολυνείκους Ἄδραστος καὶ Τιμέας . τῶν δὲ ἀνδριάντων
δ ' ἅμ ' Εὐρύπυλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φώς , Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος . ἐκ πάντων δ ' ἡγεῖτο
7474859 ἀλειψαι
ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα μαθητάς . ἄλλως : νῦν τῷ ἀλείπτῃ Μελησίᾳ
γε καταφυγαί : χρηστὴ δὲ καὶ φιλάνθρωπος ἡ διάταξις , ἀλεῖψαι καὶ ῥῶσαι πρὸς εὐελπιστίαν ἱκανή . ἧς τίς ἂν
7473370 βραδυνοντων
κώμην προσδεχόμενοι τὸν τῶν κομιζόντων τὰς τροφὰς κατάπλουν : ὧν βραδυνόντων εἰς τὰς ἐσχάτας ἐλπίδας συστέλλονται . ὁ δὲ προειρημένος
μὲν Ἀθηναῖοι βιβλιαφόρους ἀπέστειλαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους δεόμενοι βοηθεῖν : βραδυνόντων δὲ αὐτῶν καὶ τῶν βαρβάρων ἐμβαλόντων εἰς τὴν Ἀττικήν
7473321 καρφιοις
τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις : γόμφος κυρίως τὸ ξύλινον καρφίον παρὰ τὸ κόπτω
καὶ ἔκπληξιν ἐμποιοῦντα τοῖς βλέπουσι . . γόμφοις ] ἐν καρφίοις . . ἥλοις . λαμπρὸν ] χρυσοειδές . ἔκκρουστον
7469928 πολισμ
, πῶς ἂν Λοξίας ἐθέσπισεν κομίσαι μ ' ἄγαλμα θεᾶς πόλισμ ' ἐς Παλλάδος καὶ σὸν πρόσωπον εἰσιδεῖν ; ἅπαντα
πόλισμ ' ἅπαν ] + ἤγουν ἡ πόλις ἅπασα . πόλισμ ' ] ἡ πόλις . πόλισμ ' ] τὰ
7469110 Χοιρος
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμῶνα ῥεῖν . Χοῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥυφᾶν .
μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον . . , : Μωρότερος εἶ

Back