τοιαῦθ ' ὑπὸ τῶν γρᾳδίων προσαγορευόμενος , μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα καὶ στρεπτοὺς καὶ νεήλατα , ἐφ ' οἷς τίς | ||
εἴδη ἄμης ἀμητίσκος , πυραμοῦς , σησαμοῦς , ἔγχυτος , ἔνθρυπτα , στρεπτοί , νεήλατα , κοτυλίσκος , φθοῖς καὶ |
. Τὰ δὲ νεῦρα τοῦ τραχήλου αὐτοῦ καὶ τῆς ῥάχης περιαπτόμενα περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν σπόνδυλον , πᾶσαν ἀρθριτικὴν | ||
ἢ ἀγκῶνι . εἰσὶ δὲ καὶ ὠὰ ὠκυτόκια ὑποθυμιώμενα καὶ περιαπτόμενα . Τέλος δευτέρας Κυρανίδος . Ὠῶν ὀρνίθων τὰ ὄστρακα |
ὅμως ἄχρι τῆς προσηγορίας τὸ κοινὸν δίδωσι πρὸς τὰ ἰδίως καλούμενα ζῷα καὶ τῆς αὐτοκινήτου ψυχῆς μετεσχηκότα . δηλώσει δ | ||
καὶ εὐέκκριτα , οὐκ εὐστόμαχα δέ . τὰ δὲ Μορδιανὰ καλούμενα γίνεται μὲν κάλλιστα ἐν Ἀπολλωνίᾳ τῇ Μορδίῳ λεγομένῃ , |
, ἀλλὰ ὁ ἐριστικός . ἔχει δὲ χώραν πρὸς τὰ γεωμετρικὰ διὰ τὸ μιμεῖσθαι τὴν διαλεκτικὴν περὶ παντὸς τοῦ προτεθέντος | ||
Θεόδωρε , φήσομεν ἀκηκοότες εἶναι τοῦ περὶ λογισμοὺς καὶ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστου ; Πῶς , ὦ Σώκρατες ; Τῶν ἀνδρῶν |
Ἄρτεμιν , μάλ ' ἡδέως . τῇ κλίμακι διαστρέφονται κατὰ μέλη στρεβλούμενοι . ἀγάλματα χρυσοῦ ' στ ' ἀπέφθου , | ||
πράξεις καὶ τὴν τούτων συμμετρίαν , καθάπερ μουσικὴ περὶ τὰ μέλη . τῶν οὖν ὑποκειμένων ἐστὶ καὶ ὕλης λόγον ἐχόντων |
αὐτῶν ἡ Δώριος , ὅστις δὲ ὁ ποιήσας ἦν τὰ ᾄσματα , οὐ λέγουσιν . ἔστι δὲ καὶ ἑστιατόριον Ἠλείοις | ||
Ἀγησιχόρων ] Τῶν τοὺς χοροὺς ἀγόντων : πρὸς γὰρ τὰ ᾄσματα καὶ οἱ χοροὶ ἄγονται . Ἀμβολὰς ] Ἤγουν ᾄσματος |
ἀλήθειαν ἀνδρὸς καὶ θεοῦ . ἐμοὶ δὲ περὶ μὲν θεῶν εὔστομα κείσθω , κατὰ τὸν Λύζου . Ἀγησίλαον δὲ οἶδα | ||
Καρύστιός φησι : καρῖδες , καρκίνοι , κάραβοι , ἀστακοὶ εὔστομα καὶ διουρητικά . κολύβδαιναν δ ' εἴρηκεν Ἐπίχαρμος ἐν |
ἕξουσι καθαρόν , δυσῶδες δὲ τὸ ὕδωρ . Οἱ δὲ ὄστρακα ἐκπυρώσαντες ἐμβάλλουσιν , ἄλλοι κρίθινον ἄρτον θερμὸν ἐν σπυρίδι | ||
τῇ συνθέσει τῶν πίθων ἕνα διαρραγῆναι , καὶ τούτου τὰ ὄστρακα πλησιάζοντα διαρρῆξαι ἕτερον , καὶ τοῦτον πάλιν τὸν ἐγγύς |
Γῆς . περὶ ταύτην οἱ λαγοὶ σχεδὸν πάντες ἁλίσκονται δύο ἥπατα ἔχοντες , ὡς Θεόπομπος ἱστορεῖ καὶ Φαβωρῖνος . Βυζαντίων | ||
ἐπιβουλήν . Εἰσὶ δὲ λαγῲ ἐν Βισάλταις οἳ διπλᾶ τὰ ἥπατα ἔχουσιν , ὡς Θεόπομπος λέγει . Ἔστι δὲ καὶ |
κανόνα τὸν προλεχθέντα καὶ ὅσα ὀστρακώδη τὰ λεγόμενα ζῳόφυτα τουτέστιν ὄστρεια , παγούρους καὶ ἀστακοὺς καὶ ὀμύδια , κτένια καὶ | ||
, γηγενὴς ἄνθρωπος . ἐπεὶ πάλαι δεδείπναμεν πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινα ἰδὼν γέροντι φῦκος ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους |
ἐπὶ τοὺς ἐσχάτους οἰκοῦντας , τῇ δ ' ἐπὶ τὰ νοτιώτατα τῆς Λιβύης . Τοῖς δὲ κατὰ Μερόην καὶ Πτολεμαΐδα | ||
καὶ περιεργότερον τὰ ἐν τῇ Μουσικανοῦ διεξιών , ἅ φησι νοτιώτατα εἶναι τῆς Ἰνδικῆς , διηγεῖται μεγάλα δένδρα τινά , |
οὔκ ἐστι δὲ νυκτερινός . ἔχει τε περὶ τὰ ὦτα πτερύγια , διὸ καὶ ὦτος καλεῖται : μέγεθος περιστερᾶς , | ||
καὶ τῶν χειρῶν καὶ τὰ τῶν ὤμων νεῦρα καὶ τὰ πτερύγια . Ἄλλο . Λαγωοῦ ἀστράγαλοι περιαπτόμενοι πάνυ τὰ ἀρθριτικὰ |
, τὸ δὲ τραχὺ δυσβλαστές : τὰ δὲ ἄκρα καὶ ἁπαλὰ καὶ ἔνυγρα καθάπερ τὸ κλῆμα καὶ ἡ κράδη : | ||
φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς ὑγρότητας τῶν πλαδαρῶν ἑλκῶν καὶ σηπεδονωδῶν ἀλύπως καὶ |
Δήμων δ ' ἐν τῷ περὶ θυσιῶν φησι : καὶ προκώνιά ἐστι κάγχρυς κατηριγμέναι μετ ' ἀρωμάτων . Ἔστι δέ | ||
δηλοῖ . Προκώνια : Λυκοῦργος κατὰ Μενεσαίχμου . Δίδυμος ” προκώνιά “ ” φησίν “ ἐστι πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι . |
. αὗται δέ γε ῥῖνας ἔχουσιν : εἰσεληλύθασιν οἱ χορευταὶ προσωπεῖα περικείμενοι μεγάλας ἔχοντα ῥῖνας καὶ ἄλλως γελοῖα καὶ ἀσχήμονα | ||
τῷ βατραχείῳ τὰ πρόσωπα , πρὶν ἐπινοη - θῆναι τὰ προσωπεῖα . τὸ “ ψηνίζων ” δὲ εἶπεν ὡς πρὸς |
, καὶ ὀξυτάτως πηγνύων , καὶ ἔχων βέλος ὀξὺ , ὀστρακόδερμα δ ' εἰσὶν ὁ καραβὸς καὶ οἱ ἀστακοί . | ||
εἰς τὴν ἰδίαν κοίτην , ἀλλότριον μὴ ἐπιβαίνων . Τὰ ὀστρακόδερμα πάντα γηράσαντα τὸ ὄστρακον ἀποβάλλουσι καὶ ἄλλο κάτωθεν νέον |
, ὁ δὲ λοιπὸς περισσάρτιος . καὶ πολλὰ ἄλλα παρακολουθήματα γλαφυρὰ εὕροι τις ἂν συντείνων ἑαυτὸν συμβεβηκότα τῷ τῶν πολυγώνων | ||
αὐστηρὰ καὶ ἀρχαῖα πλεονάζοντα , ἔνθα δὲ τὰ λιγυρὰ καὶ γλαφυρὰ καὶ θεατρικά . καὶ τῶν ῥυθμῶν πολλαχῇ μὲν τοὺς |
. . Δίδυμος δὲ προκώνια , φησὶ , πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι : Ἀριστοφάνης δὲ ὁ γραμματικὸς καὶ Κράτης τὰ ἐξ | ||
Δίδυμος δὲ προκώνια , φησὶν , ἐστὶ , πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι . Ἀριστοφάνης δὲ ὁ γραμματικὸς καὶ Κράτης τὰ ἐξ |
τὴν παρθένον . τῇ Φρυγίᾳ ἁρμονίᾳ ἡρμοσμένα . καὶ τὰ κρούματα τοῦ Ἀπόλλωνος κιθάρας σέβομαι , ἐπειδὴ εἶπε κάτω κιθάραν | ||
τὴν διάτονον ἁρμονίαν Ὕαγνιν τὸν καὶ αὐτὸν Φρύγα : ] κρούματα δὲ Ὄλυμπον ὁμοίως τὸν Φρύγα , καθάπερ Φρύγιον ἁρμονίαν |
κωρυκώδη τινὰ κοῖλα , καθάπερ ἡ πτελέα , ἐν οἷς θηρίδια ἐγγίγνεται κωνωποειδῆ : ἐγγίγνεται δέ τι καὶ ῥητινῶδες ἐν | ||
, ὡς ἄσηπτον : ἐγγίνεται δ ' οὖν τὰ τοιαῦτα θηρίδια τοῖς γλυκέσι καὶ μαλακοῖς ξύλοις , δάφνη δὲ καὶ |
πολύπους τὸν κάραβον . πόνοισι : ἀγῶσιν . Ἰχθυόεσσα : θαλασσία , ἰχθυηρά . μετά σφισιν : ἐν αὐτοῖς τοῖς | ||
τέλει γεγράφθαι : „ ἐκ δὲ παίδων χαύνοις φρένας ἁ θαλασσία λέπας „ . ὁ δ ' Ἀριστοφάνης γράφει ἀντὶ |
πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν : | ||
Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως πλεῖστα δωροδοκήματα , ὀξύβαφα χρυσᾶ καὶ πινακίσκους ἀργυροῦς . κυάθους ὅσους ἐκλεπτέτην ἑκάστοτε σκευάρια δὴ κλέψας |
λέγω τὰ Λακωνικά , ἢ τὰ Ἀττικά , ἢ τὰ Κρητικά , ἢ τὰ Περσικά ; Τὴν Σπάρτην ἐπαινεῖς ὡς | ||
μεταξὺ Σιδῶνος καὶ Τύρου κειμένης . Δίκτη καὶ Ἴδη ὄρη Κρητικά ἔστι δὲ Ἴδη * καὶ * ὄρος Τροίας ὡς |
ὀξάλμῃ ἐσθιομένων . τὰς δικαστικὰς ψήφους : εἰσὶ δὲ ὥσπερ κογχύλια λεπτά , οἷς πρότερον ἐχρῶντο ἀντὶ ψήφων οἱ δικασταὶ | ||
αὐτὸ τοῦτο . καὶ οὕτω συνέλεγον ἐν τῇ θαλάττῃ τὰ κογχύλια , καὶ κατεσκεύασαν τὰς πορφύρας . Ἡ Δημήτηρ εἶχε |
τοῦ θρόνου παρερχόμεθα : ἐν Ὀλυμπίᾳ δὲ ἐρύματα τρόπον τοίχων πεποιημένα τὰ [ δὲ ] ἀπείργοντά ἐστι . τούτων τῶν | ||
τοῖς τεθνεῶσι θρήνους , τὰ δὲ γέλωτος ἕνεκεν ἢ λοιδορίας πεποιημένα , ὥσπερ τὰ τῶν κωμῳδοδιδασκάλων καὶ τὰ τοῦ Παρίου |
ἐπιθέματα δὲ αὐτοῖϲ ἁρμόζει κατὰ τοῦ ϲτέρνου καὶ τοῦ ϲτομάχου ἐπιτιθέμενα φοίνικεϲ ϲὺν οἴνῳ τε καὶ ῥοδίνῳ ἢ μηλίνῳ λεαινόμενοι | ||
' ἐπὶ τοῦ διακονεῖν . ἔλεγον δὲ καὶ ἐπιτραπεζώματα τὰ ἐπιτιθέμενα τῇ τραπέζῃ βρώματα . Πλάτων Μενελάῳ : ὡς ὀλίγα |
τοῦ μ . . . . . . κύμβαλα : κύμβαλα : παρὰ τὸ κυφόν , κύφαλά τινα ὄντα . | ||
κακὴ τύχη λάβοι χαριτογλωσσεῖν ἡμᾶς θέμις - μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα πᾶσιν δὲ θνητοῖς βούλομαι παραινέσαι τοὐφήμερον ζῆν ἡδέως : |
ἄκοπά τε καὶ θερμαντικὰ πρὸς παραλύσεις ποιοῦντα καὶ ἀρθριτικοὺς καὶ ποδαγρικοὺς καὶ πᾶσαν νεύρων πῆξιν καὶ τετανικοὺς καὶ ὀπισθοτονικούς . | ||
καὶ λειωθεῖσα καὶ πινομένη σὺν ὕδατι ὅσον οὐγ . αʹ ποδαγρικοὺς ὠφελεῖ καὶ χειραγρικούς . Κορύδαλος στρουθίον ἐστὶ πᾶσι γνωστόν |
σκληρότερον κατενεγκόντος ὑπ ' ἀπειρίας τὸν ἐκκοπέα , κατεάγη ἡ πλάξ . Ὑπερβάλλω ἐνεργητικῶς καὶ παθητικῶς αἰτιατικῇ , ὡς παρὰ | ||
Ι , Δίς . Τὰ εἰς Ξ μονοσύλλαβα ὀξύνεται : πλάξ δράξ γλάξ σάρξ Λέξ φλόξ προίξ στίξ ὅλξ αἴξ |
ὡς Ἡρόδοτος καὶ Πλούταρχος καὶ Ῥιανός ] . τὸ θηλυκὸν Ἀνδανιάς . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος , ὡς Ῥιανός . | ||
, καὶ εὗρον σπλάγχνον ἐνηλλαγμένον καὶ τὴν καρδίαν δασεῖαν . Ἀνδανιάς τὸ θηλυκόν . . . Ἄνδειρα : πόλις , |
μέτωπον καὶ τοὺς κροτάφους . πρὸς περιωδυνίας , φλυκταίνας , ἐπικαύματα , σταφυλώματα , προπτώσεις , ὑποπύους ὀφθαλμούς , ῥεύματα | ||
Θρίδακος ἀγρίας ὀπὸς ἄργεμά τε καὶ ἀχλύας ἀποκαθαίρει καὶ πρὸς ἐπικαύματα ποιεῖ μετὰ γυναικείου γάλακτος ὑπαλειφόμενος . Ὀξυδερκές : ῥοῶν |
. φύεται ἐν ἀνεμώδεσι τόποις . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλη ἄγχουσα [ ἡ καὶ λύκαψις ] ἐμφερὴς ταύτῃ , καρπὸν | ||
ἄγχουσα φυτὸν θαμνῶδές ἐστιν . βοτανῶν δὲ ὀνόματα ταῦτα , ἄγχουσα , πεν - ταπέτηλον , βάτος , ἄρκτιον , |
τῆς Εὐβοίας , χλανίδας δ ' ἐπ ' ὄχου καὶ κυμβία καὶ κάδους ἔχων , ὧν ἐπελαμβάνοντο οἱ πεντηκοστολόγοι . | ||
καὶ ὀξύνεται . Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου ῥυτὰ καὶ κυμβία , φησί , καὶ φιάλας . Δίφιλος δ ' |
ᾖ βαθέα , τὴν φλεγμονὴν πραΰνουσιν ὕεια κρέα θερμὰ μὲν ἔναιμα δὲ ἔτι προσφέροντες καὶ ἐντιθέντες . τὰς δὲ ὀφθαλμίας | ||
τὰ κοῖλα τῶν ἑλκῶν πληροῦν καὶ ἀπουλοῦν , κολλᾶν τὰ ἔναιμα τραύματα αἱμορραγίαν τε πᾶσαν καὶ τὴν ἐκ μηνίγγων ἐπέχειν |
ἄρτος ἐξ ὕδατος καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων τὰ κτένια καὶ τὰ κηρύκια πλυθέντα πολλάκις καὶ βοῦλβα καὶ στέρνιον καὶ ἀστακὸς δίεφθος | ||
μορφῆς αὐτῶν πέρι Τίμαιος μὲν ὁ συγγραφεὺς ὧδε ἀποφαίνεται : κηρύκια σιδηρᾶ καὶ χαλκᾶ καὶ κέραμον Τρωικὸν εἶναι τὰ ἐν |
πάνακες , καὶ ἀμμωνιακὸν , ἢ πήγανον , ἢ ὑπνωτικὸν μηκώνιον . Πάλιν οὖν εἰ ὁμοίως ἔχει , μελάνθιον τρίβειν | ||
δὲ τὸ ἔντερον κατὰ φλέβας καὶ χιτῶνας , τὸ δὲ μηκώνιον , τὸ πρὸς τῇ ἕδρᾳ περίττωμα . . . |
καὶ μέλι μιγνύντες , ἐμβάλλουσι τῷ γλεύκει . Οἱ δὲ κογχυλίων τὰ ὄστρακα καύσαντες καὶ τρίψαντες ὡς λειότατα , ἐμβάλλουσιν | ||
Ἰνδικῆς παράπλῳ γράφει : στρόμβων , χοιρίνων καὶ τῶν λοιπῶν κογχυλίων αἱ ποικίλαι ἡδεῖαι καὶ πολὺ διάφοροι τῶν παρ ' |
' ἐνοικοῦντες λύκοι . ᾠῶν δ ' ἐν αὐτῇ διέτρεχεν νεόττια . μόνος γὰρ ἦν λέγων ἄκουσμα κἀκρόαμα . καὶ | ||
καὶ ἐκ τούτων δὲ ὑποθετέον ταῖς ὄρνισι . Τὰ δὲ νεόττια ταῖς πρώταις ἡμέραις ἔσω μένειν χρή . εὐδίας δὲ |
ὁποίους δή τινας ἀποτελεῖν πέφυκεν , ῥοῖζον ἢ σιγμὸν ἢ μυγμὸν ἢ τοιούτων τινῶν ἄλλων ἤχων δηλωτικά : ἃ δ | ||
. Μ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον , ὑγρὸν ἐκφωνούμενον καὶ μυγμὸν ἐκπέμπον . Ξ σύμφωνον ἡμίφωνον , διπλοῦν , ἀρκτικόν |
αὐτὸς ὁ ῥήτωρ ὑποσημαίνει ἐν τῷ λόγῳ . Κόμματα καὶ κυρήβια : Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ . τὰ | ||
ἐπίσταται , φησί , τὰς καταδύσεις Εὐκράτους τὰς ἐπὶ τὰ κυρήβια . κυρήβια δέ εἰσι τὰ πίτυρα καὶ ἄχυρα τῶν |
μετὰ μέλιτος , ῥητίνη τερμινθίνη καὶ θεῖον , ἐρέβινθοι , αἰγεία κόπρος . τὰς δὲ λέπρας ἀφιστᾶσιν ἀνεμῶναι προστιθέμεναι , | ||
μετὰ μέλιτοϲ , ῥητίνη τερεβινθίνη , θεῖον , ἐρέβινθοι , αἰγεία κόπροϲ , ϲύνθετα δὲ μίϲυοϲ καὶ χαλκίτου ἴϲα μετ |
διέλκεται δὲ ἡ τῆς πυρρίχης ὄρχησις , πρὸς ἣν τὰ ὑπορχήματα ἐγράφησαν . ἔνιοι μὲν οὖν φασι τὴν ἔνοπλον ὄρχησιν | ||
εἰ λάβοι μέλη καὶ ῥυθμοὺς ὥσπερ οἱ διθύραμβοι καὶ τὰ ὑπορχήματα , τοῖς Πινδάρου ποιήμασιν ἐοικέναι δόξειεν ἂν τοῖς εἰς |
. τῶν δ ' ὀστρακοδέρμων τὰ μαλακόσαρκα , οἷα τὰ ὄστρεα , ὀλιγότροφα . ἄρτοι κρίθινοι , ὅπως ἂν σκευασθῶσιν | ||
ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ δὲ ὄστρεα ἀτροφώτερα τε τούτων καὶ πλήσμια , εὐεκκριτώτερα τε τούτων |
πάντα εἶναι χλοηφάγα καὶ μηδὲν αὐτῶν σαρκοβόρον καὶ τὸ μήτε γαμψοὺς ἔχειν ὄνυχας μήτε τὴν ἔκφυσιν τῶν ὀδόντων παντελῆ : | ||
καμπτούσας πλαγίως νεφέλας , ἢ τὰς ὀρνίθων ὄψεσιν εἰκασμένας : γαμψοὺς γὰρ ἐκάλουν τοὺς ὄρνις . αὐτίκα γοῦν καὶ αὐτὸς |
περιοστέου τε καὶ περικρανίου καλουμένου χιτῶνός ἐστιν ἡ ὀφθαλμία : ἀποκρουστικὰ δὲ παραληπτέον ἐπ ' αὐτῆς φάρμακα τὰ μὴ τραχύνοντα | ||
πᾶν τὸ σῶμα πρότερον , εἶθ ' ἑξῆς προσάγων τὰ ἀποκρουστικὰ τοῖς πεπονθόσι μορίοις , οὗτος ἰάσεται τὸν ἕρπητα προσηκόντως |
μεγάλων πέρι ; . Λάχεσι μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου | ||
παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων , σάνδαλα καὶ μαλακαί , μαστῶν ἐνδύματα , μίτραι , ὕπνου καὶ σκυλμῶν τῶν τότε μαρτύρια |
οἶκόν τινα πάραλον , ἔνθα ἦν ἐμπόρων Ἰβηρικῶν φόρτος καὶ ταρίχη τὰ ἐκεῖθεν ἐν σκεύεσιν ἁδροῖς , εἶτα τὰς πλεκτάνας | ||
τοὺϲ παχεῖϲ καὶ κολλώδειϲ χυμούϲ . τὰ δὲ παλαιὰ πάντα ταρίχη μοχθηρά . Περὶ γάρου . Γάροϲ δυνάμεώϲ ἐϲτιν ἱκανῶϲ |
' ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν , καὶ κατὰ μίτον τὰ πράγματ ' ἐκλογίζομαι . νὴ τὸν Δί ' | ||
τὰ ὀνόματα ταύταις ἐτίθουν . ἐπειδὴ γὰρ κλώθειν λέγεται τὸν μίτον μίτῳ συντιθέναι , διὰ τοῦτο καὶ Κλωθὼ λέγεται , |
καὶ τὸν διαλανθάνοντα καὶ Ἠλέκτραν καὶ ἐγκεκαλυμμένον καὶ σωρίτην καὶ κερατίνην καὶ φαλακρόν . περὶ τούτου φησί τις τῶν κωμικῶν | ||
γλυκέος , ἀναλάμβανε αὐταῖς τὰ ξηρὰ καὶ ἀπόθου εἰς πυξίδα κερατίνην , ἐν δὲ τῇ χρήσει αἴρων ὅσον ὠοῦ περιστερᾶς |
τὴν φάρυγγα καὶ τὸν λάρυγγα μυῶν τοῖς μὲν ἀμυδραί τινες ἀπονευρώσεις , τοῖς δ ' οὐδ ' ὅλως εἰσίν . | ||
κατὰ τὰς τοῦ σπλάγχνου οὐσιώδεις διαφοράς , καὶ ἔτι τὰς ἀπονευρώσεις ἢ ἀποφύσεις φαίνεται , ἢ δηλονότι τὸ δεύτερον μᾶλλον |
οἴνῳ γλυκεῖ πότιζε . Ἄλλο . πηγάνου φύλλα κ , κάρυα βασιλικὰ β , ἁλὸς χόνδρον α , ἰσχάδας β | ||
καρπὸς τῆς περσέας κάρυα ] πάντα τὰ κελύφη τῶν ἀκροδρύων κάρυα λέγεται βλάβος ] βλάβην ἐρύξει ] κωλύσει Περσεὺς ἥν |
τῆς δὲ ἰσοσυλλάβου τὸ υ καὶ τὸ α , οἷον κοχλίας κοχλίου , Μηνᾶς Μηνᾶ . Καὶ ἀποροῦσί τινες λέγοντες | ||
ἔχουσι τὸ α , οἷον Θόας Δρύας Αἴας Κάλχας γίγας κοχλίας Αἰνείας Ἑρμείας Παπίας : πρόσκειται βαρύτονα διὰ τὸ Ἀρκάς |
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ πῦρ ἁπαλόν : σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας τὰ δέρματα διαιροῦσι , καὶ κατεσθίοντες βεβιασμένως ἀναπληροῦσι τὴν ἔνδειαν . | ||
οἰκίαν . καταλαμβάνω οὖν λίθους τέ τινας εἰκῇ ξυγκειμένους καὶ δέρματα ἱερείων κρεμάμενα καὶ ῥόπαλα καὶ βακτηρίας , νομέων τινῶν |
τοῦ ἐγκεφάλου . ἔστι γὰρ ὥσπερ δύο θρῖα συγκείμενα . θρῖα δὲ , τὰ τῆς συκῆς φύλλα , καὶ τὰ | ||
τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν ἐστήριξαν , [ θρῖα δ ' οὐ λέγει τὰ τῆς συκῆς , ἀλλὰ |
οἱ περὶ τὸν Εὔδημον , καὶ τῆς τῶν Πυθαγορείων μούσης εὑρήματα ταῦτα , ἥ τε παραβολὴ τῶν χωρίων καὶ ἡ | ||
Φρυγῶν πόλει τύπανα , Ῥέας τε μητρὸς ἐμά θ ' εὑρήματα , βασίλειά τ ' ἀμφὶ δώματ ' ἐλθοῦσαι τάδε |
λέγειν . θεραπεύειν δὲ χρὴ τὰ ἐν τῷ πνεύμονι ἕλκη εὐανάγωγα παραϲκευάζονταϲ τὰ ὑποκείμενα τῶν ὑγρῶν καὶ ἀνακαθαίρονταϲ ἐπιμελουμένουϲ τε | ||
καὶ μέλιτοϲ προϲλάβοιεν , ἀποφλεγματίζουϲι , μιγνύμεναι δὲ καὶ ἐκλείκτοιϲ εὐανάγωγα ποιοῦϲι τὰ κατὰ θώρακα . Δαμαϲκηνὰ ἐν τῷ περὶ |
αὐτῆς τόδε τὸ ὅπλον καὶ οἱ τῶν ἁλιέων δεινοὶ τὰ θαλάττια : οὔτε γὰρ ἄλλος ἰάσεται τὸ τραῦμα οὔτε ἡ | ||
στάδιοι διακόσιοι καὶ τεσσαράκοντα . ἦν δὲ ἰδεῖν καὶ ὄρνεα θαλάττια , λάρους καὶ ἀλκυόνας , ἐπὶ τῶν δένδρων νεοττεύοντα |
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως | ||
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ |
δὲ καὶ κωμωιδίας καὶ ἐπιγράμματα καὶ παιᾶνας καὶ ὕμνους καὶ σκολιὰ καὶ ἐγκώμια καὶ ἐλεγεῖα , καὶ καταλογάδην τὸν Πρεσβευτικὸν | ||
καὶ τοὺς στεφάνους περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον , ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆς φροντίδος ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν : ὥστε |
. ὑπεσσεῖται : ὑποστρωθήσεται δέ σοι τὰ τῶν αἰγῶν δέρματα ἁπαλώτερα καὶ τῶν νέων προβατείων . γαυλώς : ἀγγεῖα χυτροειδῆ | ||
ποτέ με Χλόης ἐργάζεται τὸ φίλημα ; Χείλη μὲν ῥόδων ἁπαλώτερα καὶ στόμα κηρίων γλυκύτερον . τὸ δὲ φίλημα κέντρου |
πολυειδέα δὲ καρπὸν τὸν ποικίλον τῇ χροιᾷ . ὁ γὰρ τερέβινθος τοὺς κόκκους φέρει , διαφόρους χροιὰς καὶ εἴδη ἔχοντας | ||
τό τε καλούμενον κινάμωμον διάφορον χρείαν παρεχόμενον καὶ ῥητίνη καὶ τερέβινθος ἄπλατος εὐώδης φύεται περὶ τοὺς τόπους . ἐν δὲ |
, ἐπὶ δὲ τῶν βραχέων ἐλάττονα . Καὶ ἄλλως τὰ δασέα ἐξεφώνουν καὶ ἄλλως τὰ ψιλά . Υ μακρὸν δασυνόμενον | ||
ποταμοὶ καὶ αἱ κρῆναι καὶ τὰ βάσιμα ἢ κατάσκια καὶ δασέα ὄρη , χαίρετε . Ἄρτι γὰρ καὶ τὸ μέγα |
ἐπὶ τῶν ἄλλων θηρίων . καὶ ἔστι θηρία τὰ μὲν ὄρεια ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οἱ λέοντες , τὰ δ | ||
καλῶϲ ἐϲκευαϲμένοι , πτηνῶν δὲ τὰ ἀπίμελα καὶ ἄβρομα καὶ ὄρεια , ὠὰ ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ |
: ἔστησε δὲ αὐτὸν πρῶτος Ἀρίων ὁ Μηθυμναῖος , εἶτα Λάσος ὁ Ἑρμιονεύς . ἄλλως . ὁ λόγος ἐρωτηματικὸς , | ||
' ἐστίν . ἀναγκαῖον δὲ τὸν βουλόμενον μὴ πάσχειν ὅπερ Λάσος τε καὶ τῶν Ἐπιγονείων τινὲς ἔπαθον , πλάτος αὐτὸν |
γὰρ αὐλός ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆς μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία : ὁ δὲ ὀρχηστὴς τὰ | ||
ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα , οὗ μορφή τις ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή , ἢ ἄθεα ὀνόματα , οἷον |
ἐστιν , εἰς ὃ τὰ κηρία συνάγεται ἀγγεῖον , ἡ κυψέλη . καπνῷ τυφόμεναι : ἀντὶ τοῦ καπνιζόμεναι : σημαίνει | ||
τούτου καὶ Εὔπολις ἐν Πόλεσιν καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα Δήμῳ κυψέλη ἔνεστιν . ἦν δὲ καὶ εὔμορφος ὁ Δῆμος . |
. χρῶ , πεπείραται . Περὶ ἀγχίλωποϲ . περὶ τὸν προρρηθέντα τόπον , ἔνθα ὁ αἰγίλωψ γίγνεται , ϲυνίϲταται ὑγρὸν | ||
χειρίζειν δέ . Φάρμακα δὲ ἁρμόδια καὶ τούτοις ἐστὶ τὰ προρρηθέντα ἐπὶ τῶν ἐν ὅλῳ τῷ σώματι θύμων καὶ μυρμηκίων |
τὰ δὲ καλούμενα ὀρβικλᾶτα μετὰ στύψεως ἡδείας ἔχοντα καὶ γλυκύτητα εὐστόμαχα εἶναι . τὰ δὲ σητάνια λεγό - μενα , | ||
νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ εὐστόμαχα ἔχει καὶ εὔπεπτα . τὰ δ ' ἄλλα οὔ |
ῥοιᾶϲ γλυκείαϲ ὁ χυλόϲ . Τὰ δὲ κατὰ τοὺϲ μηροὺϲ παρατρίμματα μυρϲίνῃ ξηρᾷ διαπάϲϲειν καὶ κυπέρῳ καὶ ῥόδοιϲ . Τὰϲ | ||
καὶ εἰκότως καὶ τὰ πυρίκαυστα τῶν ἑλκῶν καὶ τὰ καλούμενα παρατρίμματα κατὰ τοὺς μηροὺς γινόμενα θεραπεύει . Διφρυγὲς μικτῆς ἐστι |
ἀφαιροῦνται καὶ τὰ περὶ τὸ δέρμα πάθη ἀπορρύπτουϲι καὶ τὰ κακοήθη καὶ φαγεδαινικὰ τῶν ἑλκῶν ἰῶνται . ἑπτὰ δὲ ὄντων | ||
# , ἔσται ἁπλῶν ἑλκῶν κατουλωτικόν . Πρὸς Χειρώνεια καὶ κακοήθη φάρμακον ἐπιτετευγμένον . Ἰοῦ ξυστοῦ # α , λεπίδος |
τῆς ἰλύος : ἡνίκα ἀγγεῖον βουλόμεθα καθᾶραι ἔχον τρυγίαν ἢ σωλῆνας ἔχοντας ἰλύν , ἐπιβάλλομεν ὕδωρ καὶ ἀνατινάσσομεν , καὶ | ||
Λασιοκνήμοισι : δασύποσιν . Ὁλκούς : βόλους . πόρους : σωλῆνας . Ἀπέρευσε : ἀφεῖλεν . Γάνιος : εὐφρόσυνος . |
ὡς πρὸς τὸ πᾶν σῶμα ἰσχνότητος . Μένανδρος δὲ καὶ περισκελίδας εἴρηκε φορεῖν τὰς κόρας . ἀσκωλιάζειν δὲ ἔλεγον τὸ | ||
, πέζας περιπεζίδας περιπέζια , καὶ αἴγλην καὶ πέδην καὶ περισκελίδας : καὶ γὰρ τούτῳ τῷ ὀνόματι κέχρηται Μένανδρος καὶ |
Ξ . Ψ . Μ . Ν . Ζ : σιγμὸν δὲ τὸ Λ . Ρ . Ἄφωνα δὲ ἐννέα | ||
ἑαυτὰ ψόφους ὁποίους δή τινας ἀποτελεῖν πέφυκεν , ῥοῖζον ἢ σιγμὸν ἢ μυγμὸν ἢ τοιούτων τινῶν ἄλλων ἤχων δηλωτικά : |
. οὐ γὰρ προσεκτέα τοῖς λέγουσιν , ὡς ξήναντες οἱ σκύμνοι τὰς τῶν λεαινῶν μήτρας ἐκδίδονται τοῦ σπλάγχνου . δοκεῖ | ||
πῶλοί τε καὶ μόσχοι καὶ σκύλακες , ἀλλὰ καὶ θηρίων σκύμνοι τῶν ἀγριωτάτων . ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου φύσις νηπία |
δ ' ἀνέρες ἀλκήεντες Αἴθοπες ἠνορέῃ πίσυνοι πίσυρες τελέουσι . πλεκτὰ σάκη τεύχουσιν ἐϋστρέπτοισι λύγοισι καρτερὰ καὶ πλευρῇσι περίδρομα , | ||
λέγει τὰ ὀξύβαφα , ἐξ ὧν τοὺς κύβους ἠφίεσαν : πλεκτὰ δὲ ⌈ ἦν Γ [ ἦσαν ] ⌈ καὶ |
. χρησμὸς ὤρθωσε μελίσσας : τὰς περὶ τὰ θεῖα καὶ μυστικὰ μελίσσας καὶ ἑτέρωθι : ταῖς ἱεραῖς μελίσσαις τέρπεται . | ||
ἡ δὲ βίβλος οὐκ ἔστι κοινή : αἰνίγματα γὰρ ἔχει μυστικὰ παλαιά τε καὶ ὅσα ὑγιᾶ , ἅπερ οἱ πρόγονοι |
λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν : ἀπεστραμμένα δ ' ἔχουσι τὰ αἰδοῖα * καὶ χρυσοειδεῖς τὴν χρόαν , ψιλότεροι δὲ τῶν | ||
δέος : ἢ παρὰ τὸ ἐγκρύπτειν τούτῳ τῷ μέρει τὰ αἰδοῖα κατὰ τὴν τοῦ δέους διάθεσιν : ἢ ὅτι τῶν |
καὶ ἡ μὲν πυξὶς κυρίως καὶ ἐτύμως ἐστὶν ἡ ἐκ πύξου κατεσκευασμένη , καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὰ μολίβδινα καὶ τὰ | ||
λόγος ἔχει . ἐν Τραπεζοῦντι δὲ τῇ Ποντικῇ ἐκ τῆς πύξου γίνεσθαι μέλι πέπυσμαι , βαρὺ δὲ τὴν ὀσμὴν τοῦτο |
. καλεῖται δὲ Σαπφικὸν ἢ Ἱππωνάκτειον : εὕρημα γάρ ἐστι Σαπφοῦς , ὁ δὲ Ἱππώναξ πολλάκις ἐχρήσατο . ἔστι δ | ||
παρήλλαξα . φιλίου . τοῦ τὰ περὶ φιλίας ἐπισκοποῦντος . Σαπφοῦς . . . Ἀνακρέοντος . Σαπφὼ λυρικὴ ποιήτρια , |
: δίδου δὲ ⋖ δ μετὰ μελικράτου : ἔπειτα τὰ ἔρρινα πάλιν προϲάγειν . παρακμάζοντοϲ δὲ τοῦ πάθουϲ ἐπὶ λουτρὸν | ||
ἑλλεβόρου . μετὰ δὲ τὰς κενώσεις καὶ τοὺς ἐμέτους καὶ ἔρρινα καὶ τοπικὰ βοηθήματα καὶ ἱππασίαν παραλαμβανέτωσαν καὶ μάλιστα τὴν |
καὶ αἵματος : ὡς Φερεκράτης : Ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην . Λοκροὶ τὰς συνθήκας : παρὰ Λοκροῖς τοῖς Ἐπιζεφυρίοις | ||
τὰ ἐπηνθρακωμένα ἰχθύδια . εἴποι δ ' ἄν τις ζωμοὺς καρύκην καρυκεύματα , καταχύσματα , ἀβυρτάκην , παροψίδα : ἔστι |
αὐτῷ , αἵτινες εἴποτε μέλλοι ἐσθίειν , αὐτοῦ [ τὰ βρώματα ] διήρπαζον ἐμβάλλουσαι φθοράν τινα . Καὶ οὕτω Φινεὺς | ||
δὲ ιβʹ λαβὼν ἑταίρους μόνους καὶ οἴνου Μαρωνείτου ἀσκὸν καὶ βρώματα εἰσῆλθεν εἰς τὸ τοῦ Κύκλωπος σπήλαιον ἐκείνου περὶ νομὴν |
τύπτονται . πολλοὶ δὲ σφίσι παρεστεῶτες ἐπαυλέουσι , πολλοὶ δὲ τύμπανα παταγέουσιν , ἄλλοι δὲ ἀείδουσιν ἔνθεα καὶ ἱρὰ ᾄσματα | ||
ὕλῃ , ὡς ἐπὶ τῶν Βακχικῶν ἄντρων γίνεται , ταύτης τύμπανα καὶ νεβρίδας καὶ παντοδαπὰ ἀθύρματα Διονυσιακὰ ἐξαρτήσας μετὰ τῶν |
' ἔρνεα τηλεθάοντα πολλὸν ὑπὲρ γαίης ὀρθοσταδὸν ἠέξοντο : Ἑσπέρη αἴγειρος , πτελέη δ ' Ἐρυθηὶς ἔγεντο , Αἴγλη δ | ||
: πέπτω πέπειρος : ὀνῶ τὸ ὀφελῶ ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος : ἥδω Ἄνδειρος ὄνομα ποταμοῦ : κονῶ Κόνειρος ὄνομα |
τὸν Φίλιππον καὶ ἐν τῷ ταύτῃ φοβερὸν προσπολεμῆσαι ταράττει τοὺς ἤχους μετρίως καὶ οὐκ ἐᾷ φαίνεσθαι μαλακούς . ἐν δὲ | ||
τοῖς γινομένοις ὡς καλῶς καὶ συμφερόντως γινομένοις . Πατὴρ ἐκλεκτὸς ἤχους [ ἢ πατὴρ ἔθνων ] . ‖ Οἴησις , |
ἔγχυτος , ἔνθρυπτα , στρεπτοί , νεήλατα , κοτυλίσκος , φθοῖς καὶ φθοίδια , ἐπίχυτος , θρυμματίδες : ἦν δὲ | ||
θεοῦ γενέθλιον : καὶ πολύφθοον ὀνομάζουσιν οὐ διὰ τὸ πέττεσθαι φθοῖς , ἀλλὰ πολυπευθῆ καὶ πολυμάντευτον οὖσαν . ὀψὲ γὰρ |
τὸ μὴ πεζόν , ὡς ὅταν εἴπω τὰ μὲν Πλάτωνος πεζά , τὰ δὲ Ὁμήρου μέτρα . μέτρον καλεῖται καὶ | ||
στρατείαν : Ἀργοναῦται ἐν βιβλίοις ἕξ . ταῦτα δέ ἐστι πεζά . Μυθικὰ πρὸς Παρμένωντα . . . : . |
γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ τευθιδώδη . σελάχια δὲ τὰ τῶν ἐρίων φῦλα . πάγουροι . Τιμοκλῆς | ||
ἐς αὐτοὺς ἐξαπτόμενον ἐκβάλλειν πειρώμενοι τῇ συντροφίᾳ . Καλεῖται δὲ σελάχια ὅσα οὐκ ἔχει λεπίδας : εἴη δ ' ἂν |
. μνημονεύει δὲ τοῦ μὲν Ἀριστοφάνης ἐν Ἐκκλησιαζούσαις φάσκων : λάγανα πέττεται , τῆς δ ' ἀπανθρακίδος Διοκλῆς ὁ Καρύστιος | ||
: ἄμεινον μὲν ὃ καλοῦσι ῥύμματα , φαυλότερον δὲ τὰ λάγανα . πάντα γοῦν ὅσα διὰ τούτων καὶ σεμιδάλεως συντίθεται |
' αὖ μαλάκια , ἕτερα δ ' ὀστρακόδερμα ὥσπερ ἕτερα μαλακόστρακα . Καὶ τῶν ἰχθύων οἱ μὲν κητώδεις καὶ πελάγιοι | ||
τὰ λοιπὰ εὔχυμα . καί τινα τῶν πελαγίων καὶ τὰ μαλακόστρακα , ἀστακοὶ , πάγουροι , καρκίνοι , κάραβοι , |
συστροφὴν διαφοροῦσιν . Σπονδυλίου ἡ ῥίζα περιξεομένη καὶ ἐντιθεμένη συρίγγων τύλους ἀφαιρεῖ . καὶ ἐλλέβορος μέλας ἐντιθέμενος ἐν δύο καὶ | ||
τὴν σύριγγα , τοσοῦτον περιγράφοντες τῆς κύκλῳ σαρκὸς ὥστε τοὺς τύλους ὅλους ἐκκοπῆναι . εἰ δὲ τοιοῦτον εἴη τὸ βάθος |
] βάψειν τῷ αἵματι . . μνημεῖα ] περόνας ἢ βοστρύχους ἢ τρίχας ἤ τι τοιοῦτον . ἔθος γὰρ ἦν | ||
, εἰ πλήττοιεν . τῶν δὲ τὰ πτερὰ καὶ τοὺς βοστρύχους χρυσῷ κοσμήσασα πρὸ τοῦ δίφρου σπεύδει πομπεύοντας καὶ δᾷδα |
. ἐκπλεῦσαι ἐς τὴν εὐρυχωρίαν : ἀντὶ τοῦ ἐκπλεύσαντες διαφυγεῖν ἀνακῶς ἕξουσιν , ἢν ἐκπλέωσιν : ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς ʃ | ||
ἔχειν λέγουσιν : καὶ Ἄνακας ἐντεῦθεν τοὺς Διοσκούρους , ὅτι ἀνακῶς αὐτοῖς ἐχρήσαντο διὰ τὴν Ἑλένην τὰς Ἀφίδνας ἐκπορθοῦντες . |
. καὶ παράκειται ξύλα εὐτρεπῆ , παίειν εἰ δέοι : κρανείας δέ ἐστι ταῦτα , ἰσχυρὰ ἄγαν . εἶτα περισχεθέντα | ||
αὐτῶν εὐπλατεῖς καὶ ξυρήκεις : τὰ δὲ προβόλια ἔστω μὲν κρανείας , στερεὰ δὲ καὶ δορατοπαχῆ , φησὶν ὁ Ξενοφῶν |
ὀξὺς εἶτ ' ἔσχατον γλυκύς . Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ συκάμινον : ἐκ στρυφνοῦ γὰρ ὀξὺ καὶ ἐξ ὀξέος γλυκὺ | ||
εἰς τέρμινθον , καὶ εἰς συκάμινον . ἐγκεντριζόμενον δὲ εἰς συκάμινον ἐρυθρὰ φέρει τὰ ἀππίδια . Πισσώσας τῶν ἀππιδίων τὰ |
. ἔτι ὁ Σπεύσιππος ἑξῆς πάλιν ἰδίᾳ καταριθμεῖται κόγχους , κτένας , μῦς , πίννας , σωλῆνας , καὶ ἐν | ||
σε εἰδότων , οὐ μᾶλλον ἢ φαλακρὸς ἄν τις πρίαιτο κτένας ἢ κάτοπτρον ὁ τυφλὸς ἢ ὁ κωφὸς αὐλητὴν ἢ |
: κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου : πρόποσις χωρεῖ : λέπεται κόρδαξ : ἀκολασταίνει νοῦς μειρακίων : πάντ ' ἐστ ' | ||
ποιοῦνται . . , : ὅτι δὴ γένος ὀρχησμοῦ ὁ κόρδαξ , Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως δηλοῖ οὕτως |
τῆς εἰρωνείας πείθοντες τοὺς ξένους τὰς κράδας : τὰς συκᾶς κορώνεως : εἶδος συκῆς κυψέλη : κέραμος δεκτικὸς πυρῶν ἢ | ||
γενικὴν ὁμοίως τοῖς ἄλλοις Ἀττικοῖς : εἰσὶ δὲ τὸ μὲν κορώνεως καὶ φιβάλεως καὶ δαμαρίππεως καὶ χελιδόνεως εἴδη φυτῶν , |
, τὰ δριμέα δὲ πνευματοῖ καὶ ἄλλως ἐστὶν τμητικὰ καὶ λεπτυντικά , παρ ' ὃ καὶ ἐπὶ τῶν χρονίως νοσούντων | ||
. Ἡ δὲ θεραπεία : πάλιν κατ ' ἀρχὰς ζεμάτια λεπτυντικά : μετὰ δὲ πέψιν ἡ θηριακὴ θαυμαστῶς τούτους ἀπαλλάττει |
φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τρίτῳ Χρονικῶν , ἀπέλιπε βιβλία τὰ μὲν φιλοσοφούμενα , τὰ δὲ περὶ κωμῳδίας , τὰ δὲ λόγους | ||
τῶν ἀνδρῶν . ἐν Ῥόδῳ τὰ ῥητορικὰ διασκούντων Ἀθηναίων τὰ φιλοσοφούμενα ἐδίδασκε : πρὸς οὖν τὸν αἰτιασάμενον ἔφη , ” |
σπουδάσειν ὡς κἂν εἰς ῥέοντα πλοῖα ἐμβῆναι οὐκ ὀκνησάντων . Ὕης : ἐπίθετον Διονύσου , ὡς Κλείδημος , ἐπειδή φησιν | ||
Ὑάδας . Ἀριστοφάνης δὲ συγκαταλέγει ξενικοῖς θεοῖς τὸν Ὕην : Ὕης γάρ φησιν ἐπίκλησις τοῦ Σαβαζίου . Ὕλαν κραυγάζειν : |