τὴν τῶν Αἰθιόπων βασιλείαν , ὁ δ ' Ἀκτισάνης ἀνθρωπίνως ἐνέγκας τὴν εὐτυχίαν ἐπιεικῶς προσεφέρετο τοῖς ὑποτεταγμένοις : ὅτε δὴ | ||
κληματίδας καὶ ἅψον εἰς τὸ μέσον . “ ὁ δὲ ἐνέγκας ἀνῆψε πυράν . φωνήσας δὲ τὴν γυναῖκα ἤγαγεν εἰς |
: ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει . | ||
ζῆν ἤγουν οὐ μετέχειν τῆς κοινῆς φύσεως . κέντρων ] τιτρώσκων δίκην κέντρου , πλήκτης . , πλήττειν δυνάμενος , |
ἰσχύϊ πρὸ δίκης χρῆσθαι , μόνον οὐκ ἄντικρυς βοῶν καὶ κεκραγὼς τοῖς ὦτα ἔχουσιν ἐν ψυχῇ , μηδένα τῶν ἑτεροεθνῶν | ||
λέγων ἕκαστος αὐτῶν , ἀλλὰ μόνον πλούσιον εἶναι τὸν σοφὸν κεκραγὼς μικρὸν ὕστερον προσελθὼν αἰτεῖ καὶ ἀγανακτεῖ μὴ λαβών , |
Παυσανίας δόξας τε κατ ' ἐπιβουλήν τινα εἰσεληλυθέναι ἐπαράμενος τὸ ξιφίδιον ἐπερόνησε τὴν κόρην καὶ ἀπέκτεινε . καὶ διὰ τοῦτο | ||
, τὸν δὲ ταχέως ἀναστάντα ἐπικλεῖσαί τε τὴν θύραν καὶ ξιφίδιον σπασάμενον ἀναδόντα αὐτῷ τοὺς αὐλοὺς κελεύειν αὐλεῖν : εἶτα |
τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον | ||
καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου , καὶ μαθὼν καὶ ἀλγήσας καὶ τἄλλα προσθείς , λόγους τε , ὧν ὁ |
διορύξῃ , ὁ σπινθὴρ εὐθὺς ἀναλάμπει , καὶ οὐχ ὁ διορύξας τὸν σπινθῆρα ἐποίησεν , ἀλλὰ μόνον τὰ ἐμποδίζοντα ἔπαυσεν | ||
τελευταῖον εἴασεν αὐτὴν ἀσυντέλεστον . ἐδιδάχθη γὰρ ὑπό τινων ὅτι διορύξας τὸν ἰσθμὸν αἴτιος ἔσται τοῦ κατακλυσθῆναι τὴν Αἴγυπτον : |
δεομένων δὲ ὡς οὐ βουλόμενον , ἐπεὶ μόλις ἀνέπεισαν , περιθέμενος τοὺς σπόγγους καὶ τὰς ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους | ||
δὲ φήμης εἰς Πέργαμον κομισθείσης , Ἄτταλος ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ περιθέμενος τὸ διάδημα καὶ τὴν γυναῖκα γήμας ἐβασίλευσε πυθόμενος δὲ |
δι ' οἴνου λευκοῦ καὶ λεπτοῦ μεγάλως ὠφελοῦσιν . ἧπαρ λύκου λειοῦται μετ ' ἀκριβείας καὶ δίδοται ⋖ α μετ | ||
, , , ? : Κροκούττας δ ' ἐστὶ μίγμα λύκου καὶ κυνὸς , ὥς φησιν οὗτος . Ἃ δ |
τῆς ὥρας τὸ δριμὺ μέσον οὐκ ἐξενίκησεν , ἀλλ ' ἐπενόησεν αὐτῷ παραμυθίαν τοῦ πιέζοντος : κάρφη γὰρ συλλεξάμενος , | ||
. Ὁ δὲ λυπηθείς , ὁ κύριος τοῦ ὄνου , ἐπενόησεν αὐτοῦ τὰς ἐπινοίας : ὃς ἐπελθὼν εἰς ἕνα τῶν |
Φοίνικι , ἀλλὰ κλάει μὲν δι ' αἰχμάλωτον κόρην , κυλινδεῖται δὲ χαμαὶ δι ' ἑταίρου θάνατον ἀναγκαῖον , καὶ | ||
εἴρηται , ὅτι παραπλησίως τῷ σκώληκι τῷ ζώῳ τὰ κύματα κυλινδεῖται . στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ |
εὐθὺς ἠφάνισε διὰ τοῦ κυνός , τὸν δὲ Θησέα καθείρξας ἐφύλαττεν . . . . : φησὶ δὲ ὁ Ἑλλάνικος | ||
, Κόιντος δὲ Ἀγχάριος Μάριον ἐν τῷ Καπιτωλίῳ μέλλοντα θύσειν ἐφύλαττεν , ἐλπίζων οἱ τὸ ἱερὸν διαλλακτήριον ἔσεσθαι . ὁ |
πόθεν , καὶ τὴν ἀκμήν ἐκ παιδὸς αὐτοῦ πρὸς τί καταθέμενος . αὑτοῦ προδότης κακός τε τῆς ὥρας φύλαξ μάλισθ | ||
ἀντιτεταγμένης δυνάμεως Ἀντιγένην μὲν τὸν τῶν ἀργυρασπίδων ἡγούμενον συλλαβὼν καὶ καταθέμενος εἰς σειρὸν ζῶντα κατέκαυσεν , Εὔδημον δὲ τὸν ἐξ |
' ἑλκοποιά : ταῦτα παρ ' Ἀλκαίου εἴρηται : οὐ τιτρώσκει τὰ ἐπίσημα ὅπλα οὐδὲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ δύναμιν | ||
πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν , ὁ βάρβαρος πρότερος τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαῦσαι τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ |
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά | ||
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ |
κατισχυθεὶς ὑπὸ τῆς πληγῆς . εὐθὺ δ ' ὁ μὲν τοξεύσας Ἰνδὸς καταφρονήσας προσέδραμε καὶ καταφέροντος αὐτοῦ πληγὴν ὁ Ἀλέξανδρος | ||
βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο : καὶ Διὸς κεραυνώσαν - τος αὐτὸν Ἡρακλῆς τοξεύσας ἀπέκτεινε . τῶν δὲ λοιπῶν Ἀπόλλων μὲν Ἐφιάλτου τὸν |
οὖς εἴπῃ τοῦ ὄνου , σκορπίος με ἔπληξεν , οὐκ ἀλγήσει , εἰς τὸν ὄνον μετελθούσης τῆς ἀλγηδόνος . οἱ | ||
τέλος προΐεται δαίμονος ἀπόρροιαν εἶναι τὸ φάσμα . Πῶς οὖν ἀλγήσει ψυχὴ τιμωρουμένη , εἰ τὸ ἀέριον ἀνέλοιμεν σῶμα ; |
δεξιάς τε παραβάς , ἃς βασιλεῖ ἔδωκε , καὶ ὅρκους πατήσας , οὓς ὤμοσε . . διάλειμμα : . . | ||
βασιλέα λακτίζειν . προελθὼν εὗρε χρυσοῦν νόμισμα , ὃ ἔτυχε πατήσας : οὐδὲν γὰρ διέφερεν ἢ τὸν βασιλέα ἢ τὴν |
ἧς συμβουλεύω σοι ἀπεσθίειν . καὶ ὃς οὐδὲν μελλήσας ἀνελόμενος ἤσθιεν . γελασάντων δὲ πάντων ἔφη ὁ Δημόκριτος : ἀλλ | ||
νεύματα . ὁ δὲ ὠχρὸς ἐγίνετο κατὰ μικρὸν καὶ ὀκνηρότερον ἤσθιεν , ἤδη δὲ καὶ τρόμος εἶχεν αὐτόν . ὡς |
βέβληται ἀβλής ἀβλῆτος , τέτρωται ἀτρώς ἀτρῶτος , ὁ μὴ τρωθείς . . . . , . ἄβρα : οὔτε | ||
, ἤγουν τοῖς αὐτοῖς περιπεσὼν δικτύοις . πληγεὶς ] + τρωθείς , θανατωθείς . μάστιγι ] + τιμωρίᾳ . παγκοίνῳ |
δὲ ταὐτὸν πολλάκις πάσχων ὁ πονηρὸς τῆς ὕβρεως λήξῃ , ταπεινωθεὶς ἕπεται ἤδη τῇ τοῦ ἡνιόχου προνοίᾳ , καὶ ὅταν | ||
ᾤχετο , ταῖς δ ' εἰς ἐμὲ τοῦ βασιλέως τιμαῖς ταπεινωθεὶς ἐπανήρχετο , καὶ ἧκέ τις μετὰ τῶν συμπρέσβεων βασίλειον |
πυρῶδες . τῆς ξανθῆς χολῆς ὁ σφυγμὸς λεπτὸς , ξηρὸς πίπτων : συμπτώματα δὲ αὐτοῦ γαστρὸς στένωσις καὶ στρόφος περὶ | ||
τὸ ὀστέον καὶ αὐτὸ τὸ ὀστέον , ὁ ἀπὸ ὑψηλοτάτου πίπτων καὶ ἐπὶ σκληρότατον καὶ ἀμβλύτατον , τουτέῳ κίνδυνος τὸ |
' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε | ||
ἑκάστου κρατῆρος οἶνος ἐτίθετο , καὶ εἴ τις ἐκάθευδε μὴ πιὼν τὸν ἴδιον κρατῆρα , πρωῒ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς |
καὶ ἐμπίπτοντα ἐς τὸν βόθρον , ἀλλ ' ἢ πέτραν ὑπελθὼν πολυσκεπῆ ἢ ἐν ἄμμῳ βαθείᾳ ἑαυτὸν ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει | ||
καὶ τὸ σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ |
δὲ περιὸν ἀργύριον κομισάσθω Ἀρκεσίλαος παρ ' Ὀλυμπίχου , μηθὲν ἐνοχλῶν αὐτὸν κατὰ τοὺς καιροὺς καὶ τοὺς χρόνους : ἀράσθω | ||
κατήχθη οὐ κατὰ τύχην ἀγαθὴν εἰς ἡμᾶς , οὐκ ἐπαύσατο ἐνοχλῶν τοῖς διηγήμασι , δεκάδας τινὰς καὶ φάλαγγας ὀνομάζων , |
διψῆν βάσανον , ὧδε καὶ ὁ ἐν τῷ αἱρεῖσθαι πλοῦτον ὀχλούμενος κατὰ τὸ αἱρεῖσθαι ἐπεί - γεται τυχεῖν πλούτου , | ||
πολλὰ δ ' ἄλλα παρὰ τῶν ἑπομένων Ῥωμαίων δεδανεισμένος καὶ ὀχλούμενος , ἄκων ἐσέβαλεν ἐς τὴν Μιθριδάτου γῆν καὶ ἐλεηλάτησεν |
ἀναστῆσαι , Στάφυλος δὲ ἐν τῷ περὶ Ἀρκάδων ὅτι Ἱππόλυτον ἐθεράπευσε φεύγοντα ἐκ Τροιζῆνος κατὰ τὰς παραδεδομένας κατ ' αὐτοῦ | ||
τῶν γυναικῶν , ἀπωμόρξατο , ἤγουν ἀπεσπόγγισε καὶ ἐκαθάρισε καὶ ἐθεράπευσε , καὶ τὴν λεύκην . ἔφηλις δέ ἐστιν ἡ |
σιωπήσας καὶ παρελκύσας τὸ τόξον ἔβαλε , καὶ τὸν ὄρνιθα πατάξας ἀπέκτεινεν . ἀγανακτούντων δὲ τοῦ μάντεως καί τινων ἄλλων | ||
καθῆκε : πίτνει δ ' ἐς πέδον πρὸς κίονα νῶτον πατάξας , ὃς πεσήμασι στέγης διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι . |
τῶν σκύμνων , ὃς ὑπ ' ὀδύνης ἐπειγόμενος καὶ πλεῖστον ἀλγῶν εἰς τὸν βυθὸν καταδύεται τῶν ναυτῶν ἐνδιδόντων καί τινος | ||
ὅσου περ ἦν τὸ σωθῆναι . καὶ δὴ καὶ ὀδόντας ἀλγῶν ποτε ἔτυχον καὶ οὔτε διᾶραι τὸ στόμα οἷός τ |
. ” Ἀνὴρ γεωργὸς ἀμπελῶνα ταφρεύων καὶ τὴν δίκελλαν ἀπολέσας ἐπεζήτει , μή τις παρόντων τήνδ ' ἔκλεψεν ἀγροίκων . | ||
Ἐν δὲ τῇ Καρχηδόνι Βορμίλκας πάλαι διανενοημένος ἐπιθέσθαι τυραννίδι καιρὸν ἐπεζήτει ταῖς ἰδίαις ἐπιβολαῖς οἰκεῖον . πολλάκις δὲ διδόντος τοῦ |
ἀσθενείας ἐπελθὸν φάσμα ἔλεγε τοιάδε , ἐγὼ τὴν αὐτὴν νόσον νοσήσας περιιόντι τῷ δεκάτῳ ἔτει , βουλομένου τοῦ Ἀσκληπιοῦ πορευθεὶς | ||
φοβεῖται , εἰ ἴδῃ γαλῆν διὰ νόσον , ἤτοι μανίαν νοσήσας . καὶ τῶν ἀφρόνων ὅσοι μὲν ἐκ φύσεως εἰσὶν |
Μένανδρος δὲ Ὀργῇ : ὁ λιμὸς ὑμῶν τὸν καλὸν τοῦτον δακὼν Φιλιππίδου λεπτότερον ἀποδείξει νεκρόν : ὅτι δὲ καὶ πεφιλιππιδῶσθαι | ||
πατρὸς ὠμόφρονος : ζῇ γὰρ προπετής : ἀλλ ' ἴσχε δακὼν στόμα σόν . Πῶς φῄς , γέρον ; ἦ |
περὶ αὐτοῦ ἐνθυμεῖται καὶ λογίζεται , ἀπόλλυσι δὲ αὐτὸ ὅταν ἐπιλάθηται . ὥστε γένεσις μὲν ἡ ἡμετέρα ἐπίνοια φθορὰ δὲ | ||
τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ σου , καὶ ἐπιλάθηται ἃ πεποίηκας αὐτῷ : καὶ ἀποστείλασα μεταπέμψομαί σε ἐκεῖθεν |
τελέσας τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος ψοφοδεὴς τοῖς Ἀλεξάνδρου γόνασιν προσέπεσεν εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν δὲ | ||
τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος , ψοφοδεὴς τοῦ Ἀλεξάνδρου γόνασι προσέπεσεν , εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν |
ἠκόντιζεν , οὔτε τοῦ σκοποῦ ἁμαρτών , εἰς τοὺς ἀφεστῶτας ἀκοντίσας , τοῦ παιδὸς ἔτυχεν , ἀλλὰ πάντα ὀρθῶς ὡς | ||
βαλεῖν . μακρὰ δὲ ῥίψας : ἐλπίζω μακρῶς καὶ δυνατῶς ἀκοντίσας παρελθεῖν καὶ νικῆσαι τοὺς ὑπεναντίους . εἰ γὰρ ὁ |
' ἑκατέραν δυνάμει , ἐπεὶ ἡ λέγουσα κατάφασις περὶ τοῦ καθεύδοντος ὅτι ὁρᾷ συναληθεύει τῇ ἀποφάσει τῇ μὴ ὁρᾶν αὐτὸν | ||
καὶ κειμένου πλησίον ἥδετο , καὶ κνυζωμένου παρέβλεπε , καὶ καθεύδοντος τῇ προβοσκίδι τὰς μυίας ἀπεσόβει καλάμου κλαδὶ τοῦ παραβαλλομένου |
τέχνης ἢ ἱερῶν ἐνεργείας ἢ χρηματισμῶν , τὸ θʹ περὶ φορτίου πράσεως ἢ καματηρᾶς ξενιτείας , τὸ ιʹ περὶ ἐπηρείας | ||
τῷ φορτίῳ ἰσόρροπός ἐστιν . ἐὰν δὲ ἑλκύσαντες ἐκ τοῦ φορτίου τὸ ὅπλον τὴν μὲν μίαν αὐτοῦ ἀρχὴν ἐκδήσωμεν ἔκ |
ὁ ἰχνεύμων κώλοις , ἤτοι τοῖς ποσίν , ἔτυψε , ἔπληξε * κώλοις : μέλεσιν τάρταρον δὲ τὸν βυθὸν ἐνθάδε | ||
ἀπολαβεῖν , ἐπειδὴ παρὰ φύσιν ἦν αὐτῇ τὸ αἰωρεῖσθαι , ἔπληξε δὲ παριόντα τὸν ἄνθρωπον . ἔστι μὲν οὖν καὶ |
γενομένου δὲ τούτου κατὰ τὴν Βιθυνίαν , ὁ κουροπαλάτης ὠταλγίᾳ συσχεθεὶς τετελεύτηκε , μέγα πένθος τῷ βασιλεῖ καταλιπών : μάλα | ||
Οὗτος γὰρ τὸν υἱὸν Ἀλκμαίωνα τὸν φίλιππον ἀποβαλὼν καὶ ἀθυμίᾳ συσχεθεὶς ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Νύκτιμον : ὃς ἀπ ' |
ζώναις , αἷς βαρηθεῖσα ἡ παῖς διὰ πλῆθος τῶν ἐπιρριπτουμένων ἀπεπνίγη . Καὶ αὐτὴν δημοσίᾳ θάπτουσιν ἐν τῷ πεδίῳ , | ||
ᾧ τὴν [ αὐτοῦ ] σκιὰν περιπτύξασθαι , καὶ οὕτως ἀπεπνίγη . οὐκ ἀληθὲς δὲ τοῦτο . οὐ γὰρ εἰς |
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ | ||
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ |
ἐὰν περιτειχίσητε . κεκλήσεται πόλις : Ἔπαιξε παρὰ τὸ πόλος σχηματίσας τὴν πόλιν . ὥσπερ παρνόπων : [ Εὐχείρωτοι γὰρ | ||
ἐνδοξότερον , τὸ καὶ τὸ πεποίηκεν , ὁ δέ , σχηματίσας τὸν λόγον , προτίθησι τὸ παράδειγμα τὸ περὶ τῶν |
ὀρθῷ τῷ θυρεῷ πατάξας εἰς τὸ πρόσωπον ἀνατρέπει καὶ κείμενον ἀποσφάττει , ἔπειτα τοὺς ἄλλους τεταραγμένους ἤδη ἐλαύνων ὑπὸ πόδας | ||
μετὰ τῶν μονομαχούντων ζῇ , μονομαχεῖ δὲ καὶ αὐτὸς καὶ ἀποσφάττει . „ ὑπολαβὼν οὖν ὁ Ἀπολλώνιος ” εἶτα ” |
. . εἰσδὺς : Λάθρα ὑπεισελθών : τοῦτο γὰρ τὸ εἰσδὺς σημαίνει . . . εἰσελθών . . 〚 ἁπαξάπαντα | ||
τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες . εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς ἕκαστος ἐσθίει καθήμενος , ἕως ἂν ὥσπερ πυρὸν ἀποδείξῃ |
ἧττον γὰρ ἂν καὶ ὑποδύοι ὁ ἵππος καὶ ἀναβάλλοι τὸν ἀναβάτην : ἐν μικρῷ δὲ ἀναλαμβανομένου ἀναπίπτειν : ἧττον γὰρ | ||
τῷ ᾄσματι ὑμνεῖ τὸν θεόν , ὅτι „ ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν „ , τὰ τέσσαρα πάθη καὶ |
τὸ δὲ πῶς , εἰ αὐτὸς ᾤετο ἠρέμα παίειν , ἔπαισε δὲ σφοδρῶς ὥσπερ οἱ γυμναζόμενοι . περὶ πάντα δὴ | ||
θυμὸν εἶχεν ἡ πληγή . ὡς δὲ καὶ τρίτην ἀπροφυλάκτως ἔπαισε , λανθάνει μου τῷ στόματι περὶ τοὺς ὀδόντας προσπταίσας |
κέκλοφα φλυαρῶν ] ἔξω τῆς ἀληθείας λέγει οἶδα ] ὅτι ἔκλεψεν τοιοῦτο ] οὐδενός ] ἐν οὐδενί ὑγιαίνειν ] τὰς | ||
τὴν δίκελλαν ἀπολέσας ἐπεζήτει , μή τις παρόντων τήνδ ' ἔκλεψεν ἀγροίκων . ἠρνεῖθ ' ἕκαστος . οὐκ ἔχων δ |
εἰς ἐμπολὴν κερδαλέον ἑαυτῷ ἔχῃ ἅρπαγμα : ἡ δὲ ἄρα ἤλγησε πιεζομένη , καὶ παίει τῷ κέντρῳ διείρασα , καὶ | ||
ἐξέκειραν , καὶ πᾶσαν λώβην προσέθεσαν . Ἐφ ' οἷς ἤλγησε μάλιστα Γύγης , καὶ πολλάκις μὲν εἰς τὴν Μαγνήτων |
ὡς πρὸς Ἡρακλέα ἐρίσειεν ὁ Λεπρέος μὴ ἀποδεῖν τοῦ Ἡρακλέους ἐσθίων : ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ | ||
τὸ τρέφω , ὁ δὲ θαλάσσιος τοὐναντίον : τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . |
τοῦ δὲ λύκου τοῖς ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας αὐτὸν τοῖς ποσὶ νεκρὸν | ||
ὁ ἀὴρ ἐκ τῆς ἀναδόσεως τῶν ὑδάτων ὑπ ' ἀνέμων κουφισθεὶς ἢ διὰ κρύους ἀναλύεται γινόμενος περὶ τὴν ἑσπέραν : |
καὶ πάσης ἐπιβὰς τῆς οἰκείας χώρας , ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθεὶς ὑπὸ τῶν νομοφυλάκων δύο ἐνιαυτούς , οὕτως ἀπαλλαττέσθω τῶν | ||
ἵνα δὲ φανερὸς γένοιτο τοῖς βαρβάροις ὁ θάνατος αὐτοῦ , δεθεὶς τὰς χεῖρας ὀπίσω κατὰ τοῦ κρημνοῦ βάλλεται πρὸς αὐτούς |
ὁ δὲ Πελίας , ἄνθρωπος γέρων καὶ ἀσθενής , πυριώμενος ἀπέθανεν . ἐντεῦθεν ὁ μῦθος . Εἴρηται περὶ Ὀμφάλης ὡς | ||
ἐς γυναῖκα ὄνομα Λέαιναν . ταύτην γάρ , ἐπεί τε ἀπέθανεν Ἵππαρχος , λέγω δὲ οὐκ ἐς συγγραφὴν πρότερον ἥκοντα |
. ] Κηρῷ λευκῷ πυρία : ἢ μυιῶν τὴν κεφαλὴν ἀποβαλὼν , τῷ λοιπῷ σώματι παράτριβε τὴν κριθήν . [ | ||
ἐς λόφον καρτερὸν ἀναφυγών , ἐπιχειροῦντος αὐτῷ βασιλέως , πολλοὺς ἀποβαλὼν ἔφευγε διὰ τῶν ὀρεινῶν ἐπὶ Φρυγίας , ὁδὸν ἀτριβῆ |
ναύκληρος ἀποθύει τις εὐχήν , ἀποβαλὼν τὸν ἱστὸν ἢ πηδάλια συντρίψας νεώς , ἢ φορτί ' ἐξέρριψ ' ὑπέραντλος γενόμενος | ||
καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πτερὰ συντρίψας ἰσοδίαιτον τοῖς πολλοῖς ἐποίησεν , καὶ τὸ μὲν τραγικὸν |
δὲ τῷ ἀσεβήματι τούτῳ πολλῷ μεῖζον μύσος ἕτερον ἐπετελέσατο : ἀκρωτηριάσας γὰρ τὸ σῶμα τοῦ παιδὸς καὶ ἐνθεὶς εἴς τινα | ||
πόλιν ἑλεῖν οὐχ οἷός τε ἦν . Ζώπυρος Δαρείου σατράπης ἀκρωτηριάσας τὸ πρόσωπον ἧκεν αὐτόμολος ὡς ταῦτα δὴ ὑπὸ Δαρείου |
' ὢν καὶ γενναῖος , ἐνέτυχεν ἀπαγομένῳ τῷ παιδί . πληγεὶς δ ' ἔρωτι καὶ πυθόμενος καθ ' ἥντινα πρόφασιν | ||
ἐπαγομένων αὐτὸν τῶν ἐγχωρίων βοηθὸν συνίσταται αὐτῷ : ἔνθα δὴ πληγεὶς εἰς τὰ στέρνα παραχρῆμα πίπτει : ἀγάμενος δὲ τῆς |
' ἐπὶ Χαιρώνδου ἄρχοντος μετὰ τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην , λυπηθεὶς διὰ τὴν ἧτταν , . . . . ἀποκαρτερήσας | ||
δὲ καὶ ἀπεδοκιμάσθη ὡς οὐκ ὢν ἀστὸς καὶ ἐκβέβληται . λυπηθεὶς δ ' ᾤχετο πρὸς τὸν Φίλιππον καὶ ὑπέσχετο αὐτῷ |
αὐτῶν . κέρατα δὲ τὰ ἑαυτοῦ ὁ κάραβος ἀνεγείρας καὶ θυμωθεὶς ἐς αὐτά , προκαλεῖται μύραιναν . οὐκοῦν ἣ μὲν | ||
ἐκ τῶν ἴσων ἐκλέξασθαι τούτους προὐτρέπετο . καὶ ὁ λέων θυμωθεὶς τὸν ὄνον κατέφαγεν . εἶτα τῇ ἀλώπεκι μερίζειν ἐκέλευσεν |
ἀγωνίσηται , τοῦτον στεφανοῦν καὶ πρῶτον ἀναγορεύειν , κἂν ὕστατος εἰσελθὼν τύχῃ , τοὺς δὲ τῶν ἀστειοτέρων ἀγωνισμάτων ἀξιοῦντας ἀγωνιστὰς | ||
δὲ ποῖος ὅρος τῶν τριῶν ἰσχύσει , οὕτως γνωστέον . εἰσελθὼν κατὰ τὴν ὡροσκοποῦσαν μοῖραν θεωρῶ , πόσα ἔτη παράκειται |
οὓς αἱρεῖται ψυχὴ κατιοῦσα εἰς γένεσιν . . ἀνακηκίει . ἀναπηδᾷ . ὕσπληγος . ἀφετήριον , † πληγή , ὥσπερ | ||
τὸ δὲ κατὰ τοῦ στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας |
χρηστὸν , πένητα δὲ ἄλλως : ὃς μετά τινος αὐτῷ θεράποντος ἐλθὼν εἰς Ἀπόλλω ἐρωτᾷ περὶ τοῦ ἰδίου παιδὸς , | ||
Καὶ πρόκατε δὴ κατ ' ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος , |
τοῦ ἐν νιφοέσσῃ δειρῇ ἐν νιφοέσσῃ ἐξοχῇ * κιχών : εὑρών * ἐφράσσατο : ἐνόησεν ἀμαρακόεσσα : παραπλησία τῷ ἀμαράκῳ | ||
, καὶ νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ |
τῶν ἀνδρῶν γεγενημένων : ὧν οὗτος οὐδὲ τὰς θήκας παριὼν ᾐσχύνθη , ὀγδόῳ ἔτει τὴν πατρίδα αὐτῶν προσαγορεύων . Περὶ | ||
' ὤκνησεν . ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς οὓς ἔλεγεν αὐτοὺς ᾐσχύνθη , εἰ τοιοῦτο κακὸν καὶ τηλικοῦτον ἀδίκως ἐπάγει τῳ |
διὰ τὸ νότα , ῥωμαϊστί , ἢ ὁ τὰ νοήματα τηρῶν . Νείφω : νέφος γὰρ καὶ νένοφεν , ὁ | ||
, φησίν , ἵνα ἡμεῖς ἔχωμεν . εἰ δύναμαι κτήσασθαι τηρῶν ἐμαυτὸν αἰδήμονα καὶ πιστὸν καὶ μεγαλόφρονα , δείκνυε τὴν |
ἀνελθεῖν . δεῖ σε οὖν , φησί , προσέχειν μὴ πεσὼν διαθραυσθῇς καὶ γένῃ τραγῳδία . εἶτα χωλὸς ὢν : | ||
τοὺς κατηγόρους φανεροὺς ἀπὸ τῆς ὄψεως , μέλλων δαίρεσθαι , πεσὼν εἰς τὰ τοῦ δεσπότου γόνατα παρεκάλει μικρὸν ἐπισχεῖν . |
δὲ τὸν χρηστὸν δραμὼν Τηλέμαχον Ἀχαρνέα σωρόν τε κυάμων καταλαβὼν ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον . ὁ δ ' ὄνος ἡμᾶς ὡς | ||
φοβούμενος , λῃστὴς δὲ προσέρχεται : ὃ δὲ ἐπὰν προίδηται ἁρπάσας τὰ ὅπλα μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους ἐν ῥυθμῷ πρὸς |
, καὶ τῷ ζέματι ῥαίνων τὴν οἰκίαν , ἢ χαλβάνην θυμιῶν , ἢ θεῖον , ἢ κύμινον . εἰ δὲ | ||
κάμπας . καὶ μύκητας δὲ τοὺς ὑπὸ ταῖς καρύαις φυομένους θυμιῶν , ἀποκτενεῖς αὐτάς . ἢ νυκτερίδος κόπρον καὶ τὰ |
ἀποκρινάμενος ἀνάσωσαί μοι τὸ παιδίον , μὴ καὶ φθάσῃ αὐτὸ καταπιών . Θάρρει : καὶ ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα | ||
θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών . ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ |
τἀληθὲς εἰπεῖν : ἅμα γὰρ τά τε τούτων πνεύματ ' ἀπηλλάγη τῶν οἰκείων σωμάτων , καὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ἀξίωμ | ||
αἷς ἐκκριθέντος παχέος τε καὶ πολλοῦ καὶ γλίσχρου σπέρματος , ἀπηλλάγη τῶν κατεχόντων αὐτὴν ὀχληρῶν ἡ γυνὴ , καὶ οὐδὲν |
καὶ τοῦ πλείονος ὀρεχθῆναι οὐχ ἅπασαν μὲν τὴν ὑπάρχουσαν εὐδαιμονίαν ἀπέβαλε , μεγάλαις δὲ καὶ ἀμηχάνοις ἐχρήσατο συμφοραῖς , ἅπασι | ||
ἐστί : περὶ οὗ ἔστιν εἰπεῖν , ὅτι διὰ τοῦτο ἀπέβαλε τὸ ξ κατὰ τὴν κλητικήν , ἐπειδὴ τὰ εἰς |
: καὶ γὰρ τὸν ἡγεμόνα τῶν πολεμίων οὗτος ἀπέκτεινε μόνος ὑποστὰς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . λυθέντος δὲ τοῦ | ||
δυνάμει θαρρῶν λαός . . δόκιμος ] ἱκανὸς ἔσται . ὑποστὰς ] ὑπομείνας τοῦτο . . μεγάλῳ ῥεύματι ] σύναπτε |
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα | ||
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα |
καὶ στάσεις καὶ κινδύνους . εἰ δ ' ἐπὶ τείχους ἐμπεσὼν μηδ ' ὅλως τοῦτο βλάψει , ἔφοδον πολεμίων τε | ||
εἰσί : κατὰ δὲ τὸν μυχὸν τῆς λίμνης εἰς βάραθρον ἐμπεσὼν ὁ ποταμὸς καὶ πολὺν τόπον ἐνεχθεὶς ὑπὸ γῆς ἀνατέλλει |
ῥήϊον οἴσει τὴν νοῦσον . Τῷ δὲ τρίτῳ μηνὶ κυκεῶνα ἀνθινὴν πινέτω : σελίνου ῥίζας καὶ ἄνηθον καὶ πήγανον καὶ | ||
δὲ καὶ κλίνην αὐτῷ ἀργυρόποδα καὶ στρωμνὴν καὶ σκηνὴν οὐρανοφόρον ἀνθινὴν καὶ θρόνον ἀργυροῦν καὶ ἐπίχρυσον σκιάδειον καὶ φιάλας λιθοκολλήτους |
δὲ μόναι : ἐλέγχει δὲ αὐτὸν ἐνταῦθα ὁ τεχνικὸς , ἀποθέμενος μὲν ὡς οὐκ ἔστιν ἁπλοῦς ἀτελὴς ἐκ μόνων προσώπων | ||
τοιαῦτα πάθοι , ἴστω παραπεσὼν παίδων παιδιᾷ τὸ περὶ αὐτὸν ἀποθέμενος παίγνιον . Εἰ δὲ δὴ καὶ παίζοι Σωκράτης , |
ὑλάκεσιν . Ἰάνθη : εὐφράνθη . Ἰχθυβόλοι : ἀσπαλιῆες . κύρτου : τοῦ δικτύου . ἐστήσαντο : ἐποίησαν . Σαλαμίνιδι | ||
σάλπαι δ ' ἀγρόμεναι κεῖνον πόρον ἀμφινέμωνται , τῆμος ἐπεντύνει κύρτου δόλον : ἐν δέ οἱ εἴσω φύκεσιν εἰλομένους λᾶας |
μοι πάρεχε τὴν ἐκεῖ μετὰ σοῦ δίαιταν εὐδαίμονα . Εἰποῦσα ἔπιε τὸ φάρμακον , καὶ εὐθὺς ὕπνος τε αὐτὴν κατεῖχε | ||
ἠγωνίσαντο . παρὰ δὲ Λοκροῖς τοῖς Ἐπιζεφυρίοις εἴ τις ἄκρατον ἔπιε μὴ προστάξαντος ἰατροῦ θεραπείας ἕνεκα , θάνατος ἦν ἡ |
δείπνῳ . Τῶν δὲ συνήθων τις αὐτῷ ἐνέβη τῷ ποδὶ λακτίσας κείμενον τὸν ταῦρον . καὶ ἀκούω τὸν πόδα ἐκεῖνον | ||
Λυθεὶς δὲ πόνου , καὶ χάσκοντος τοῦ λύκου , τοῦτον λακτίσας καὶ τοὺς ὀδόντας θλάσας , χείλη , μέτωπον , |
ἐπορεύετο , ὡς ἐπισκέψαιτο τὸν Γαδάταν πῶς ἔχοι ἐκ τοῦ τραύματος . πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ὁ Γαδάτας ἐπιδεδεμένος ἤδη τὸ | ||
αὐτῷ ἔτι οὐδὲν δύναται τελέσαι : οὐδὲν δὲ χεῖρον τοῦ τραύματος τῆς τρυγόνος : οὐ μόνον γὰρ ζώσης αὐτῆς βλάπτει |
τῆς πόλεως μέσης ἔκ τινος ἐργαστηρίου , φησί , χύτραν ὑφειλόμην , ἄλλου κατασκευάσαντος ἑαυτῷ τροφήν : ὡς κἀκεῖνος τὸ | ||
τριβόμενον οὐκ ἄχθεται . ὁρᾷς ἐγώ ς ' ὡς δεξιῶς ὑφειλόμην μέλλουσαν ἤδη λεσβιεῖν τοὺς ξυμπότας : ὧν εἵνεκ ' |
χεῦεν ἔραζε . καὶ τά γε Μηριόνης ἔλαβεν χείρεσσι φίλῃσι κύψας ἐκ πεδίοιο , καὶ Ἰδομενῆα προσηύδα : μάστιε νῦν | ||
ἕνεκα ἥσθην , βουλόμενος δὲ αὐτὸν οἷον ἀμείβεσθαι καὶ δεξιοῦσθαι κύψας λαμβάνω . κἀν τούτῳ ταῦρός τις ἐπῄει μοι κατ |
αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων | ||
γάρ , ὥσπερ ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν : ὅταν μὲν ἐρρωμένος ἦι τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν καθ ' ἕκαστα |
, ὅτι ζῆλον τὸν ἀρετῆς λαβὼν καὶ πόλεμον πρὸς κακίαν ἀράμενος ὅλην ἀνέτεμε γένεσιν * * * ἑξῆς τοῖς βουλομένοις | ||
Οὐδὲν οὖν τῶν μελλόντων ὑποπτεύσας ὁ Δάφνις εὐθὺς ἐγείρεται καὶ ἀράμενος τὴν καλαύροπα κατόπιν ἠκολούθει τῇ Λυκαινίῳ : ἡ δὲ |
καὶ βουλβάν . Φιλάργυρος διαθήκας γράφων ἑαυτὸν κληρονόμον ἔταξεν . Φιλάργυρος ἐρωτώμενος , διὰ τί ἄλλο οὐθὲν ἢ μόνον ἐλαίας | ||
δικαίου τυγχάνουσι : δυςχερὲς γὰρ ἀπὸ τοῦ συμφέροντος ἐμπεσεῖν . Φιλάργυρος πωλήσας χωρίον , τοῦ πριαμένου αὐτὸ θησαυρὸν εὑρόντος , |
ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν ὅλην τὴν κεφαλὴν ἐπιδῆσαι θέλομεν . πιλίον . Θέντες τὴν ἀρχὴν ἐπὶ ἰνίον ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν | ||
περὶ γῆν , ὡσπερεὶ περὶ τὴν ἡμετέραν κεφαλὴν στρέφεται τὸ πιλίον . κρύπτεσθαί τε τὸν ἥλιον οὐχ ὑπὸ γῆν γενόμενον |
ὑπὲρ Βακχίου καὶ Πυθαγόρου , εἰ γνήσιος . εἶδός τι ὑποδήματός εἰσιν αἱ Σκυθικαί . καὶ Ἀλκαῖος ἐν ηʹ καὶ | ||
λαμβανομένη , οἷον οὐδεὶς ὁριζόμενος ἢ ὑπογραφόμενος τὴν ἐξοχὴν τοῦ ὑποδήματός φησιν γλῶσσαν , ἢ τὸ ὑλακτικὸν ζῷον κύνα . |
μονοπεδίλου τῆς ἀρχῆς ἐκπεσεῖται , ἰδὼν οὕτως ἔχοντα Ἰάσονα , ἐφοβήθη . Ἐκτίθησι δὲ καὶ Πίνδαρος πλατύτερον τὴν ἱστορίαν καὶ | ||
ὁ χορὸς διὰ τὸν Διόνυσον : ἐπειδὴ οὗτος , ὅτε ἐφοβήθη διὰ τὰς τοῦ διακόνου ἀπειλὰς , τὸν Ξανθίαν ἐποίησεν |
καθοπλίζονται νύκτωρ , ἀλλ ' ἕνεκα φυλακῆς ὁ μὲν παρδαλῆν ἐνδύεται , οἱ δὲ λεοντῆν . . χλανίδος . . | ||
ὥσπερ διά τινων θυρίδων προκύψας καὶ τῷ περιέχοντι συμβαλὼν λογικὴν ἐνδύεται δύναμιν . ὅνπερ οὖν τρόπον οἱ ἄνθρακες πλησιάσαντες τῷ |
οἷα δὴ φρόνιμος ἀνὴρ καὶ πεπαιδευμένος , λόγους τῇ γυναικὶ προσήνεγκεν ὡς ἐν τοιούτοις πιθανωτάτους , ἐλαφρῶς τε καὶ πράως | ||
μεταβαλόντος πάλιν εἰς εὐτυχήματα . διὸ καὶ ἐρωτηματικῶς τὸν λόγον προσήνεγκεν , ὡς περὶ ἀμφιβόλου πράγματος αὐτὸν ποιησάμενος . ἐὰν |
Ὀλύμπιος ἢ αἰθέριος ὁ θεὸς ἀλλὰ χθόνιος . Ἔδοξέ τις ἀθλητὴς τὰ αἰδοῖα ἀποτεμὼν καὶ ἅμα τὴν κεφαλὴν δήσας ἐστεφανῶσθαι | ||
καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ „ , ἴσον τῷ γέγονας μὲν ἀθλητὴς τέλειος καὶ βραβείων καὶ στεφάνων ἠξιώθης ἀγωνοθετούσης ἀρετῆς καὶ |
. Καὶ ἐξεδύσατο Ἀσενὲθ τὴν στολὴν αὐτῆς τὴν βασιλικὴν καὶ ἐνεδύσατο τὴν μέλαιναν καὶ ἔλυσε τὴν ζώνην αὐτῆς τὴν χρυσῆν | ||
ἐμιμεῖτο δὲ τὸν Παυσανίου μηδισμὸν καὶ καθομιλῶν Φαρνάβαζον τὴν Περσικὴν ἐνεδύσατο στολὴν καὶ τὴν Περσικὴν ἔμαθε φωνὴν καθὰ καὶ Θεμιστοκλῆς |
σαυτόν . ἐτελεύτησεν δὲ μονήρης , γηραιός , γυμνικὸν ἀγῶνα θεώμενος , ὑπὸ καύματος ἐκλυθείς . Ἀναχάρσιος Ἀνάχαρσις Γνούρου υἱὸς | ||
τόπος : ἐπ ' ἐρημίας , ἔνθα παρῆν οὐδεὶς ὁ θεώμενος , ὁ καταμαρτυρήσων , ὁ κρίνων : ὅθεν ἐπὶ |
. ἔστι δὲ τὸ ζῷον τοῦτο καρποφάγον καὶ ποηφάγον . πίνει δὲ ὕδωρ θολερόν , καὶ οὐ πίνει ἐὰν μὴ | ||
Ἰνδῶν ἐξιὼν ἐπὶ Σοῦσα δι ' ἀδήλων . Οὐδεὶς δὲ πίνει ἐξ αὐτοῦ πλὴν τοῦ βασιλέως . Τινὲς μέχρι τὸ |
ἄλλοις ὄφεσιν . * ἐγχρίμψας : δακών τινα πλησιάσας ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα | ||
πνεύσαντα καὶ τὰς ὁλκάδας περιγεγενημένας μεταβαλὼν εὐθὺς ἠνιᾶτο ὑπερβαλλόντως καὶ πλήξας τὸν ἵππον ἀνεχώρησε σιωπῶν . ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν |
φέρων . Οἴμοι κακοδαίμων , ὡς ἀπόλωλα δείλαιος , καὶ τρισκακοδαίμων καὶ τετράκις καὶ πεντάκις καὶ δωδεκάκις καὶ μυριάκις : | ||
μοι : τὸ μὴ δικαίως εὐτυχεῖν ἔχει φόβον . ὦ τρισκακοδαίμων , ὅστις ἐκ φειδωλίας κατέθετο μῖσος διπλάσιον τῆς οὐσίας |
: κατέλιπον δὲ αὐτὴν ἔνθα ἦν ὁ τῶν λῃστῶν λόχος λανθάνων , ὥστε ἐνεχώρει μηδὲ ἐκείνας τὸ γενόμενον ἑωρακέναι . | ||
ἐν τῷ Αἰόλῳ ὁ Μακαρεύς ἐστιν ὁμιλήσας τῇ ἀδελφῇ καὶ λανθάνων , καὶ συμβουλεύων τῷ πατρὶ τὰς ἀδελφὰς τοῖς ἀδελφοῖς |
ἄλλων διπλοῦν πένθος πρὸς τῷ ἰδίῳ καὶ τὸ κοινὸν εὐθὺς ἐλάμβανεν , ἐπ ' ἐλάττονι καὶ κουφοτέρῳ μεῖζον καὶ βαρύτερον | ||
γε δὴ σῴζει , ἀλλ ' εὐθὺς διεπλάττετο καὶ αὔξησιν ἐλάμβανεν , ὁμοίως δὲ καὶ γῆ καὶ θάλαττα , κατὰ |
μόσχῳ ἐνιαυσίῳ , σπᾷ δὲ τῆς θηλῆς τῷ στόματι . ἐνθουσιῶν δὲ ἐς μίξιν οἴστρῳ τε φλεγόμενος ἐμπίπτει τοίχῳ καὶ | ||
: τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ |
μὰ τὸν Δί ' οὐδὲν ἄπιστον , ὃς ὅλην ποτὲ ἰάσατο τὴν πόλιν . Ἀλλὰ γὰρ οὗπερ ἕνεκα ἐμνήσθην αὐτοῦ | ||
τὸ χεῖρον ἰωμένων . καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . . , : Ἄκουε τοῦ τὰ τέσσαρα ὦτα |
φησὶ δὲ Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου , ὅτι ξηραινόμενον εἰς ἔχιν μεταβάλλει . οὐδ ' ἐπιτυμβίδιαι : ἢ ὅτι τοῖς | ||
, μόνον δὲ διὰ μῖξιν κολακεύουσαν αὐτὸν βουλόμενοι σημῆναι , ἔχιν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γάρ , ὅταν συγγίνηται τῷ ἄρρενι |
καὶ τὰ ὅπλα δὲ αὐτοῦ αὐτὸς ἐκεῖ εἰς τὸ ἱερὸν ἐκρέμασε , καθὼς Δείναρχος ὁ σοφώτατος συνεγράψατο περὶ τοῦ αὐτοῦ | ||
Ὀδυσσέως ὑπὸ τοῦ κριοῦ φερομένου ὃς ὑπὸ τὴν κοιλίαν ἑαυτὸν ἐκρέμασε τοῦ κριοῦ , ⌈ ἐφ ' ᾧ τε διαδρᾶσαι |
γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ | ||
, καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν |