Λακεδαιμόνιος : ἱεροὺς στολμούς : τὰς τῶν στεφανῶν στολὰς ὥσπερ ἔνδυσιν ποιουσῶν αὐτῇ : τί θέσμιον : τίς θεσμὸς ,
τοῦ στολισμοῦ καὶ τῆς δόξης , ἣ συνίσταται διὰ τὴν ἔνδυσιν οὗ φορεῖ χιτῶνος καὶ τῶν περὶ αὐτὸν λίθων :
6957233 δραπετων
περὶ κλοπῆς τῶν ἀπὸ πυρὸς γεγονότων , τὸ ζʹ περὶ δραπετῶν διωγμοῦ καὶ ὁδοιπορίας καὶ τῶν τούτοις ὁμοίων , τὸ
περὶ κλοπῆς τῶν ἀπὸ πυρὸς γεγονότων , τὸ ζʹ περὶ δραπετῶν καὶ διωγμοῦ καὶ ὁδοιπορίας καὶ τῶν ὁμοίων , τὸ
6826200 Κηρυκες
τῶν καρπῶν τῶν Ἀθηναίων τῇ πόλει . Εὐμολπίδαι δὲ καὶ Κήρυκες εἰς Ποσειδῶ τε καὶ Ἑρμῆν ἀναφέροντες οἱ μὲν ἱεροφάντας
: Ἰσαῖος ἐν τῷ κατ ' Ἐλπαγόρου καὶ Δημοφάνους . Κήρυκες : Ἰσοκράτης Πανηγυρικῷ . γένος ἐστὶν ἐν Ἀθήναις οὕτως
6803574 κρεμωσι
παῖδες τὰ προκατειλεγμένα ἀκρόδρυα , καὶ ταῦτα πρὸ τῶν θυρῶν κρεμῶσι . κατά τι δὲ χρηστήριον πρὸς ἀποτροπὴν λιμοῦ ταῦτα
πίσσα μιγνυμένη καὶ ἐπιχριομένη . τινὲς ἰχθὺν τὸν καλούμενον κορακῖνον κρεμῶσι τοῦ δένδρου , καὶ διαφθείρουσι τοὺς μύρμηκας . Κώνωπας
6765484 γαμετων
ἐφορῶντές τε καὶ παραφυλάττοντες τὴν τῶν ἐκγόνων τε καὶ τῶν γαμετῶν νῆξιν . τί πρὸς ταῦτα ὁ Νέστωρ , ὦ
καὶ οἱ γήμαντες περὶ τὰς νέας ἠνέμωνται , τῶν ἀφηλικεστέρων γαμετῶν ὤραν μὴ τιθέμενοι , καὶ οὐκ αἰδοῦνται οἱ ἔμφωνοι
6705454 παραθαλαττιων
. Οὕτω δὲ τούτων ἐχόντων , ἐθνῶν μὲν καὶ πόλεων παραθαλαττίων καὶ ἐπινείων . . . . . . .
τὴν σιτωνίαν ἀποσταλέντες ὑπ ' αὐτῶν πρέσβεις πολὺν ἐκ τῶν παραθαλαττίων τε καὶ μεσογείων ἐμπορίων σῖτον ὠνησάμενοι κατήγαγον δημοσίᾳ ,
6704139 Ὑρνηθω
οἱ δὲ Κρηθηίδα , οἱ δὲ Θεμίστην , οἱ δὲ Ὑρνηθώ , ἔνιοι δὲ Ἰθακησίαν τινὰ ὑπὸ Φοινίκων ἀπεμποληθεῖσαν ,
τις τῶν Ἐπιδαυρίων ὡς Κερύνης καὶ Φάλκης ἄγοντες οἴχοιντο ἄκουσαν Ὑρνηθώ . ὁ δὲ αὐτός τε ὡς τάχους εἶχεν ἤμυνε
6692315 Κυδωνιαν
καὶ Γόρτυνα : καὶ ἀπὸ τούτων φασὶν ὀνομασθῆναι τὰς πόλεις Κυδωνίαν καὶ Γόρτυνά τε καὶ Κατρέα . Κρῆτες δὲ οὐχ
: πόλις Ἰλλυρική . . . ἄκυτος : νῆσος περὶ Κυδωνίαν τῆς Κρήτης . ὁ νησιώτης Ἀκύτιος . . .
6655660 τραπεισαι
, ποιέων βάλανον , προστιθέσθω . Ἢν πρὸς τὰ σπλάγχνα τραπεῖσαι πνίγωσιν , οἶνον κέδρινον καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν πινέτω ,
παρὰ Διός : ἡ δὲ Ἀγαυὴ καὶ Ἰνὼ εἰς μανίαν τραπεῖσαι τοὺς παῖδας διέσπασαν : καὶ ἡ μὲν Ἀγαυὴ τὸν
6593773 σακταν
. καταλελειμμένον : Ἐγκαταλειφθέν . . ἐναπολειφθέν . . εἰς σάκταν τινά : ἀρσενικῶς δὲ ὁ σάκτας , ὡς αἱ
ὀνομάζετε , τὸν ἀλεκτρυόνα δὲ ὀρτάλιχον . τὸν ἰατρὸν δὲ σάκταν , βλέφυραν δὲ τὴν γέφυραν , τῦκα δὲ τὰ
6573370 εἰργεσθω
ὁντιναοῦν τῶν ἐμφυλίων αὐτόχειρ κτείνῃ , πρῶτον μὲν τῶν νομίμων εἰργέσθω , μήτε ἱερὰ μήτε ἀγορὰν μήτε λιμένας μήτε ἄλλον
λουέσθω ὡς ἐλάχιστα ψυχρῷ , καὶ γλυκέων καὶ λιπαρῶν παντοίων εἰργέσθω : τὰς δὲ διὰ μεσηγὺ τῶν καθαρσίων ἀδίαντον πινέτω
6565448 ἐσφιγγετο
ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι πλακερῷ , ῥοικὰν δ ' ἔχεν ἀγριελαίω
ποιμένες ἀπορίᾳ χειρομάκτρων τυροποιούμενοι ἀποψᾶσθαι οἷς περίκεινται δέρμασι . γέρων ἐσφίγγετο πέπλος : παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν .
6560696 ἀππιδια
, ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ
χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα μὴ ἔχει ἔξωθέν τι
6552283 Δερβικων
. ἀπέθανον δὲ ἐν τῆι μάχηι καὶ Περσῶν πολλοὶ καὶ Δερβίκων ἴσοι : μύριοι γὰρ καὶ αὐτοί . Ἀμόργης δὲ
ἔτι δ ' Ὑρκανίων καὶ Δραγγῶν , πρὸς δὲ τούτοις Δερβίκων καὶ Καρμανίων καὶ Χωρομναίων , ἔτι δὲ Βορκανίων καὶ
6525209 Περιλαῳ
γενέσθαι . ἀνιόντα τε ἐξ Ὀλυμπίας εἰς Μεσσήνην τῷ ξένῳ Περιλάῳ συμβουλεῦσαι ἐξοικῆσαι μετὰ τῶν οἰκείων : καὶ τὸν μὴ
Οἱ μὲν ᾤκτειρον τὴν δοκοῦσαν τεθνηκέναι , οἱ δὲ συνήχθοντο Περιλάῳ , πάντες δὲ ἐθρήνουν τὸ γεγονός . Ὁ δὲ
6518461 θαλαμηπολων
μόνον ὁ παστός , ἀλλὰ καὶ ὁ οἶκος . θ θαλαμηπόλων ] τῶν νεονύμφων καὶ οἰκουρῶν . Ξ πολλὰ δ
αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θαλαμηπόλων ] νέων νυμφῶν ἢ οἰκουρῶν : θάλαμος γὰρ οὐ
6513665 μελετᾳς
δὲ ποιοῦντας οὐδένα ; Ἀλλ ' εἰ καὶ ἑρμηνεύειν τοιαῦτα μελετᾷς , τοῦτό μοι , ἔφην ἐγώ , ἔτι ,
καὶ τοὺς μηροὺς , θαρσέων κατασχᾷν . Τοῦτον ἢν οὕτω μελετᾷς , τάχιστα ὑγιῆ ποιήσεις . Ὕδερος ἀπὸ τοῦ ἥπατος
6504177 Ἀνθηνη
πλησίον Γάζης : ὁ πολίτης Ἀνθηδονίτης . . . † Ἀνθήνη : κώμη : Ἡρόδοτος . Ἡρωδιανὸς δὲ πόλιν φησίν
ἐκλογεῖς . . . ἁμωσγέπως . . . ἀνάκρισις , Ἀνθήνη , ἀποστασίου , διαμαρτυρία . . . ἐρανίζοντες .
6497469 κατεμιξε
δὲ μνημεῖον ἀθάνατον κατέλιπεν , εἰς κοινὴν εὐχρηστίαν φιλοτιμηθείς . κατέμιξε δὲ καὶ τὴν σύγκλητον , οὐ τοὺς εὐγενεῖς καὶ
ἀνεσταύρωσε , τῶν δ ' ἄλλων μισθοφόρων ἑλὼν εἰς δισχιλίους κατέμιξε τοῖς ἰδίοις στρατιώταις . μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν ταύτης
6495067 ἀποδομενον
βιβλίον : διὰ τοῦ ο μικροῦ . τὸν πριάμενον ἢ ἀποδόμενον . τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον διὰ τοῦ ο μικροῦ
αὑτοῦ ἀποδόσθαι , καὶ ἄλλῳ κτήσασθαι τὰ τούτου , καὶ ἀποδόμενον οἰκεῖν ἐν τῇ πόλει μηδὲν ὄντα τῶν τῆς πόλεως
6481906 ᾑμαγμενην
τραύματα ἀπογυμνῶν καὶ τὸ πλῆθος αὐτῶν καὶ τὴν ἐσθῆτα ἐπιδεικνὺς ᾑμαγμένην τε καὶ κατακεκομμένην καὶ τὴν ἀρετὴν καὶ τὸ φιλόδημον
δῆμον μέσον , δεικνύς τε τὸ ξίφος καὶ τὴν χεῖρα ᾑμαγμένην , διεκελεύετο διώκειν καὶ φονεύειν τοὺς ἐχθροὺς μὲν συγκλήτου
6480583 διαπρεπεις
. πέλας δὲ πῶλοι Θρηικίων ἐξ ἁρμάτων λευκαὶ δέδενται , διαπρεπεῖς ἐν εὐφρόνηι : στίλβουσι δ ' ὥστε ποταμίου κύκνου
ἥκιστα γὰρ ὁμοπατρίους οἶδε , πέντε ἐξάλλοις δωρεῖται στολαῖς , διαπρεπεῖς ἡγούμενος τὰς αἰσθήσεις καὶ κόσμου καὶ τιμῆς ἀξίας .
6466674 μειξαντες
ἐσχατίαισιν οἴκεις καὶ χρυσοπάσταν τὰν κυνίαν ἔχων ἔλαφρα π [ μείξαντες ἀλλάλοις ' Ἄρευα Μέλαγχρος αἴδως ἄξιος ἐς πόλιν .
ἄγοιτο : αὐτοὶ δὲ στυγερῷ κεν ὀλοίμεθα πάντες ὀλέθρῳ , μείξαντες δαῒ χεῖρας : ὅ τοι καὶ ῥίγιον ἄλγος ἔσσεται
6449978 προπολον
? φῦλ ' ἀνθρώπων ? [ Ἄρτεμιν εἰνοδίην [ , πρόπολον κλυτοῦ ] ἰοχεαίρης [ ] [ ] [ .
πάτραν ἵν ' ἀκούομεν , Τιμάσαρχε , τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι . εἰ δέ τοι μάτρῳ μ ' ἔτι
6440608 Ἁμαξιτον
τις ὀρθῶς : τριῶν γὰρ οὐσῶν ἡ μὲν καθ ' Ἁμαξιτὸν ἐν ὄψει τελέως ἐστὶ τῷ Ἰλίῳ , καὶ ἐγγὺς
ἥ τε Φρικωνὶς ἡ περὶ τὴν Κύμην καὶ ἡ κατὰ Ἁμαξιτὸν τῆς Τρῳάδος : καὶ ἡ Ἐφεσία Λάρισά ἐστι καὶ
6440291 σωματοποιει
τῶν θεῶν μέγαν καὶ θαυμαστὸν Δα - ρεῖος ἐποίησε . σωματοποιεῖ δὲ ἐνταῦθα τὸν πλοῦτον : ὃ δὲ λέγει τοιοῦτόν
εὐπραξίας μητέρα ὠνόμασε , ἐμφαίνων ὡς καλὸν τὸ πειθαρχεῖν . σωματοποιεῖ δὲ τὰ πράγματα . πειθαρχία γάρ ἐστι : πάνυ
6440186 ἀξυνετων
ἐλπίδες αἱ τῶν ὀρθὰ φρονεόντων ἐφικταί , αἱ δὲ τῶν ἀξυνέτων ἀδύνατοι [ . , ] . . οὔτε τέχνη
καὶ οὐ δοκέοντες εἰσίν . . ἑνὸς φιλίη ξυνετοῦ κρέσσων ἀξυνέτων πάντων . . ζῆν οὐκ ἄξιος , ὅτωι μηδὲ
6436845 συνοδιαν
οὔθ ' αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι , συνοδίαν ὅλην ἀπολαμβάνειν δυνάμεναι καὶ συνεξωθεῖν εἰς τὰς ὑποπιπτούσας φάραγγας
τῶν Πληιάδων , ἥτις πορθουμένης τῆς Τροίας τὴν ἀδελφικὴν πέφευγε συνοδίαν καὶ πρὸς τὸν ῥυμὸν τῆς Ἁμάξης ἐξέδραμεν . ὅθεν
6433769 ἐκληρουντο
ἐν ταῖς δοκιμασίαις . καὶ τὰς ἀρχὰς δὲ ἐνίας φύλλοις ἐκληροῦντο , πρότερον κυάμοις κληρουμένας . Ἄλλως . μὴ ἄρα
διῄρητο λʹ , ἐξ ὧν αἱ ἱερωσύναι αἱ ἑκάστοις προσήκουσαι ἐκληροῦντο . καὶ γεννῆται οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ καὶ πρώτου
6432331 κεφ
ὅτι τῶν Καππαδοκῶν αἱ αἶγες κείρονται τὸ αἴγειον ἔριον . κεφ . ιζʹ . περὶ δόρκου . ὅτι ἐὰν διωκόμενος
θηρία ἐφελκόμενος ἐπὶ τὸν ἴδιον ἄγει φωλεὸν καὶ κατεσθίει . κεφ . ιεʹ . περὶ αἰγάγρου . ὅτι ὁ αἴγαγρος
6429379 Στρυαγγαιος
, εἴς τε τὸ ἅρμα αὐτοῦ μετενέβη τὴν αὐτοῦ καταγωγὴν Στρυαγγαῖος ἀπελύετο , ὑποστενάζων διὰ τὸν Ζαριναίας ἔρωτα . Οὐ
ἐγχεῖν τῷ θεράποντι ἐκέλευε . . . : Ὅτι ὁ Στρυαγγαῖος μετὰ τὴν ἀναίρεσιν Μαρμάρεω τοῦ Σακῶν βασιλέως εἴχετο ἔρωτι
6428220 κυρβασιαν
καὶ τὸ μέγα βαλλάντιον . καὶ τὴν κυνῆν ἔχειν με κυρβασίαν ἐρεῖς . ᾔτουν τι τὰς γυναῖκας ἀργυρίδιον . ἀλαβαστροθήκας
πῖλος Μακεδονικὸς παρὰ Μενάνδρῳ , ὡς τιάρα Περσικός . καὶ κυρβασίαν δ ' Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι εἴρηκεν : καὶ τὴν
6426397 Ὀρνιθας
γὰρ ἔρχομαι . Ἀνέγνωκάς ποτε τὰ τοῦ Ἀριστοφάνους τοῦ δραματοποιοῦ Ὄρνιθας ποιημάτια ; Καὶ μάλα . Ἐγκεχάρακται παρ ' αὐτοῦ
φασί τινες αὐτὸ φύεσθαι ἐν τοῖσι ὁ Διόνυσος ἐτράφη . Ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῦτα τὰ κάρφεα τὰ ἡμεῖς
6420943 πελειαδα
περιστερὰς εἶναι , ἁμαρτάνοντες . ἕτερον γὰρ εἶναί φησιν Ἀριστοτέλης πελειάδα καὶ ἕτερον περιστεράν . πελειάδας δ ' ὁ ποιητὴς
καὶ οὐκ ἔχων ἐπιστήμην ὀρνιθογνώμονα , σιττακὸν εἶναι καὶ οὐ πελειάδα . χείλη δὲ ἔχουσι καὶ σκέλη τοῖς ἐν Ἕλλησι
6418864 Ὀκταουιαν
τὴν ἀδελφὴν Καίσαρος εἶχεν Ὀκταουίαν , ἐδικαίουν οἱ διαλλακταὶ τὴν Ὀκταουίαν Ἀντωνίῳ τὸν Καίσαρα ἐγγυῆσαι . καὶ ὁ μὲν αὐτίκα
ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν , καὶ τὴν Ὀκταουίαν ὁ Καῖσαρ χιλίοις λογάσι σωματοφύλαξιν , οὓς ἐπιλέξαιτο Ἀντώνιος
6418710 ὠδυρατο
ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν : ὅσα ὠδύρατο : ὅτι ἑαυτὴν κατεμέμψατο . ὁ μοιχός μου κρατεῖ
γνωτὴ , ὀλολυγόνος οἶτον ἔχουσα , Βυβλὶς ἀποπρὸ πυλῶν Καύνου ὠδύρατο νόστον . Οἱ δὲ πλείους τὴν Βυβλίδα φασὶν ,
6396572 ὀκτωκαιδεκατην
. . . . : τὴν ἐννεακαιδεκάτην ὡς καὶ τὴν ὀκτωκαιδεκάτην τὰ πάτρια τῶν Ἀθηναίων καθαρμοῖς ἀποδίδωσι καὶ ἀποτροπαῖς ,
, καὶ νενικηκέναι : Ξάνθος δὲ ὁ Λυδὸς περὶ τὴν ὀκτωκαιδεκάτην , ὡς δὲ Διονύσιος περὶ τὴν πεντεκαιδεκάτην , Θάσον
6393762 ΗΜΛ
ἤχθω τεταγμένως ἡ ΜΕ : ἔστιν ἄρα ὡς τὸ ὑπὸ ΗΜΛ πρὸς τὸ ἀπὸ ΜΕ , ἡ πλαγία πρὸς τὴν
δὴ δειχθήσεται καὶ ἑκάστη τῶν ὑπὸ ΚΘΗ , ΘΗΜ , ΗΜΛ ἑκατέρᾳ τῶν ὑπὸ ΘΚΛ , ΚΛΜ ἴση : αἱ
6381327 συνεβαλλεν
' ἔρριψεν ἔραζε , αὖτις δ ' ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ '
εἰ μὴ κρατοῖμεν , οὐδὲ σωτηρίαν . ταῦτα εἰπὼν αὐτίκα συνέβαλλεν , οὐκ ἐπελπίσας ὥσπερ ἕτεροι τὸν στρατόν , ἀλλὰ
6380947 πενθηρη
ὑπὸ τῆς τρυφῆς , ἤτοι τὸ λαμπρὸν περιβόλαιον ῥίψασα καὶ πενθήρη περιβαλομένη χιτῶνα : οὐ περικαλυπτομένη ὡς πρόσθεν : τὰ
† μετὰ δακρύων αὐτὴν ἀποβαλοῦσα ἐπὶ τῷ σῷ πένθει : πενθήρη κόμαν : ἀπενθέα , ἀντὶ τοῦ πολυπενθῆ κόμην .
6379405 παρειστηκει
αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων περὶ τῆς πόλεως τοιαύτη δόξα παρειστήκει , ὡς εἰ μὲν πρότερον ἐπ ' ἄλλην πόλιν
τράπεζα . τὸν πέπλον ἡπλωμένον εἱστήκει κρατοῦσα θεράπαινα : Φιλομήλα παρειστήκει καὶ ἐπετίθει τῷ πέπλῳ τὸν δάκτυλον καὶ ἐδείκνυε τῶν
6378472 περικαλυπτουσι
φιλαργυρίαν κοσμῆσαι . περικαλύπτουσι καὶ ἀφανίζουσι καὶ διά τινος ὀνόματος περικαλύπτουσι τὴν ἀσέλγειαν . . δι ' ὀνόματος ἑτέρου περικαλύπτουσι
. περιβάλλουσι τὴν μοχθηρίαν , ὡς τὴν φιλαργυρίαν κοσμῆσαι . περικαλύπτουσι καὶ ἀφανίζουσι καὶ διά τινος ὀνόματος περικαλύπτουσι τὴν ἀσέλγειαν
6376502 φωρα
ἀνοσιώτατον : ὃς δ ' ἂν ἀπηγήσηται τὰ περὶ τὸν φῶρα γεγενημένα , τοῦτον συλλαμβάνειν καὶ μὴ ἀπιέναι ἔξω .
, ὀλίγαι δὲ αὐτῶν ἐλλοχῶσιν . εἶτα ὅταν ἕλωσι τὸν φῶρα , παίουσιν αὐτὸν πεφεισμένως καὶ ἐξωθοῦσι , καὶ ἐκβάλλουσι
6369867 ὀβρια
οὐκ ἔχων λόγους ἔχεις . ἀντεμμάσασθαι ἀρταμεῖν εὐστόχως κατηβολή λύσιμον ὄβρια οὐκ ἔστιν ἀνθρώποισι τοιοῦτος σκότος , οὐ χῶμα γαίας
ὀνομάζειν . τῶν δὲ ὑστρίχων καὶ τῶν τοιούτων τὰ ἔκγονα ὄβρια καλεῖται : καὶ μέμνηταί γε Εὐριπίδης ἐν Πελιάσι τοῦ
6368408 θειοτητα
κτητέον ἐστί σοι , δι ' οὓς ἐπὶ σοὶ τὴν θειότητα ἀληθεύσομεν . Οὐδὲ γὰρ τὸν πατέρα τὸν σὸν τὸ
εἰσάγουσι κατὰ τὸ ἔνθεον , ὅπερ ἐστὶν ἐνθεαστικόν [ κατὰ θειότητα τῆς ψυχῆς , ὅπερ εἶπεν ἐνθουσιαστικόν ] , καὶ
6367783 Μενδαιων
τὸν αὐτὸν χρόνον Σιμωνίδης Ἀθηναίων στρατηγὸς Ἠιόνα τὴν ἐπὶ Θρᾴκης Μενδαίων ἀποικίαν , πολεμίαν δὲ οὖσαν , ξυλλέξας Ἀθηναίους τε
λάθρα νυκτὸς παρελθὼν τὸ καρτερώτατον τῆς πόλεως κατασχὼν , τῶν Μενδαίων ἀγανακτούντων καὶ σπουδῇ συνελθόντων εἰς ἐκκλησίαν , ἐπιστὰς τί
6366356 πλιχαδα
ἐμποιέει . ἀτὰρ καταχρίειν τοῖϲι ἰκέλοιϲι τὰ αἰδοῖα καὶ τὴν πλιχάδα καὶ τὰ ἰϲχία , κωνείῳ ξὺν ὕδατι ἢ οἴνῳ
ἂν οἱ βουβῶνές τε καὶ τὸ ἄρθρον τὸ κατὰ τὴν πλιχάδα καλεομένην προσεπιδέηται : καὶ γὰρ ἄλλως ξυμφέρει , καὶ
6355073 ϲυων
τοῦ ὀϲτρακώδεοϲ : κρεῶν τὰ μὴ πίονα καὶ ϲμηγματώδεα : ϲυῶν μὲν πόδεϲ καὶ τὰ τῆϲ κεφαλῆϲ , πτηνῶν τὰ
καὶ ταύρων , ἔτι δὲ μᾶλλον προβάτων λαγωῶν καὶ ἀγρίων ϲυῶν , κρέα ταριχευθέντα τῶν τετραπόδων ζῴων , τῶν δὲ
6354903 ἐξευρισκουσι
ἡμῖν οἱ τούτων ἔμπειροι τῶν λόγων , οἳ αὐτοί τε ἐξευρίσκουσι ῥᾳδίως καὶ ἡμᾶς πείθουσι τοὺς ἄλλους . σοφίαν δὲ
ταύτην ἀντέχονται τῶν οὐκ ἐφαρμοττόντων , εἰ καὶ ἐπί τινων ἐξευρίσκουσι τά τε πρὸς αὑτοὺς λυσιτελῆ καὶ τὰ κοινὴν ἔχοντα
6353415 χρησμολογον
περιλύσεις καὶ τελετὰς καὶ καθαρμοὺς συνέθηκεν : ὁ δὲ Σοφοκλῆς χρησμολόγον αὐτόν φησι . . . . . , :
ἔτι πλέον προσωρέγοντό οἱ . Ἔχοντες Ὀνομάκριτον , ἄνδρα Ἀθηναῖον χρησμολόγον τε καὶ διαθέτην χρησμῶν τῶν Μουσαίου , ἀνεβεβήκεσαν ,
6352654 Πολιν
ὀλίγον ἀποξύειν καὶ ὡσπερεὶ διαφθείρειν . Ἄπολις . Πλάτων δὲ Πόλιν ἄπολιν τὴν μηκέτ ' οὖσαν πόλιν . Ἀπόλογος ἀλκίνου
δὲ καὶ οἱ ἐν τῷ Γαλατᾷ , ὡς εἶδον τὴν Πόλιν ἐχομένην ἤδη καὶ διαρπαζομένην , εὐθὺς προσεχώρησαν ὁμολογίᾳ τῷ
6341446 σειρηνων
εἰσι τρεῖς ἄκραι Ἰταλίας . εἰσὶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν σειρήνων ταῦτα Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια : τινὲς γὰρ
πτεροῖς ἐκείνων ἐστεφανώθησαν πλὴν Τερψιχόρης , ὅτι μήτηρ ἦν τῶν σειρήνων . περὶ δὲ Κρήτην ταῦτα γεγόνασιν , ὅθεν καὶ
6338459 ἀφρακτα
πλεούσας τῶν νεῶν ἐπὶ τὰ κέρατα τάξαντα , τὰ δὲ ἄφρακτα καὶ τὰ ὑπηρετικὰ εἰς μέσον πρὸς τῇ σχεδίᾳ .
δ ' ἦν ὑπόδημα κροκοειδές . γυναικεῖα δὲ καὶ τὰ ἄφρακτα , ὀπισθοκρηπῖδες , καννάβια , γυμνοπόδια , περίβαρα ,
6326999 ἐμπιπτετω
ἔστω τὸ γ , καὶ μεταξὺ τῶν α , β ἐμπιπτέτω τυχὸν μέγεθος τὸ δ . λέγω . ὅτι ὁ
. ἔστωσαν οὖν παράλληλοι αἱ ΑΒ , ΓΔ , καὶ ἐμπιπτέτω εἰς αὐτὰς ἡ ΗΖ . λέγω , ὅτι οὐ
6325458 κἀ
, τὰ δὲ μικρὰ αὐτῶν : εἰ δὲ βούλεσθε , κἀ - κεῖνα λάβετε . πάλιν οὖν ἠγανάκτει καὶ ἔφη
γούνατα πίπτω πλήθριον . κὠ τοξότας Ἡρακλέης κάλλιστ ' ὑπαυλῆν κἀ μεγασθενὴς Ἀσαναία Μελάμποδά τ ' Ἁρπόλυκόν τε ἄρχοι μὲν
6325176 διηθησιν
Ἐπειδὴ πύκνωσις γίνεται περὶ τὸ πρόσωπον ὑπερβάλλουσα καὶ ὥσπερ κατὰ διήθησίν τινα φέρεται τὸ ὑγρὸν ἀπὸ τῶν παρακειμένων τῇ ῥινί
Ἐπειδὴ πύκνωσις γίνεται περὶ τὸ πρόσωπον ὑπερβάλλουσα καὶ ὥσπερ κατὰ διήθησίν τινα φέρεται τὸ ὑγρὸν ἀπὸ τῶν παρακειμένων τῇ ῥινί
6323421 σωφρονισμοι
ἡ τοῦ ὄνου συμφορά . „ ὁ μῦθος , ὅτι σωφρονισμοὶ γίνονται τοῖς ἀνθρώποις τὰ τῶν πέλας δυστυχήματα . λέοντος
τοῦ ὄνου συμφορά . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι σωφρονισμοὶ τοῖς ἀνθρώποις γίνονται τὰ τῶν πέλας δυστυχήματα . λέων
6317902 κλωπες
' ἐχρῆν ; ἐχθρῶν τις ἡμῖν χρίμπτεται στρατεύματι , ἢ κλῶπες ἄνδρες ἢ κατάσκοποί τινες . θάρσει : φυλάσσω ς
, προδόται , ἀμετάβλητοι , ὑπαρχόντων ἀφαιρετικοί , λαθρεπίβουλοι , κλῶπες , ἐπίορκοι , ἀλλοτρίων ἐπιθυμηταί , συνίστορες φόνων ἢ
6314419 παναληθη
. πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον θεόν , οὐ θεοῖς ὁμοίαν , παναληθῆ , κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους
κακοῖς ἀληθεύουσαν : ἃ γὰρ εἶπεν νύκτωρ ταῦτα ἐγένετο . παναληθῆ ] τὴν ἐπὶ κακοῖς ἀληθεύουσαν . παναληθῆ ] τὴν
6311621 Πολυξενιδας
φυλακὰς καὶ ἐς σιτολογίαν καὶ αὐτὸς περιέπεμπεν . ὁ δὲ Πολυξενίδας , ἐπεὶ κατεῖδεν αὐτὸν ἐνηδρευμένον , αὐτίκα τὴν παρασκευὴν
τοῖς δὲ πολεμίοις προσιοῦσιν ἐμπίπτῃ . καὶ αὐτὸν τάδε φιλοπονούμενον Πολυξενίδας , ὁ Ἀντιόχου ναύαρχος , Ῥόδιός τε ὢν καὶ
6310971 Ἑλλανιου
] [ πόντῳ ] νᾶσος , [ ὦ ] Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον . οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν
ἐὰν ἐν Αἰγίνῃ [ καὶ ] ἐπὶ τοῦ Διὸς τοῦ Ἑλλανίου νεφέλη καθίζηται ὡς τὰ πολλὰ ὕδωρ γίνεται . Ἐὰν
6308917 καρυοφυλλον
καὶ ξηρόζεμα πίνειν : στάχος , πέπερι , κινάμωμον , καρυόφυλλον , στύρακα , καὶ μέλι τὸ ἀρκοῦν . Ἐκ
, καρυκευτά , στάχος , πέπερι , κινάμωμον , καὶ καρυόφυλλον , ταῦτα διὰ τῶν βρωμάτων ἐσθίειν καὶ πίνειν .
6308892 Σωφρονισκος
ἐμὸς δὲ Σωφρονίσκος . Πατὴρ δὲ ἦν , ἔφη , Σωφρονίσκος καὶ Χαιρέδημος ; Πάνυ γ ' , ἔφην :
: εἰ τοῦτο , Σωφρονίσκῳ πεπλησίακεν : εἰ τοῦτο , Σωφρονίσκος ὑπῆρξεν . εἰ Σωκράτης ἄρα ἐστί , Σωφρονίσκος ὑπῆρξε
6307849 Μελια
ὁ Ἀπόλλων καλεῖ διὰ τὴν νίκην , ἢ καὶ ἡ Μελία , ὅπερ καὶ βέλτιον : θήλεια γὰρ θηλείας εὐλόγως
ἀπὸ Μελήτου ] ποταμοῦ , ὡς Ἑκαταῖος ἐν Αἰολικοῖς . Μελία , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος γενεαλογιῶν δʹ . τὸ
6305944 Ἀντιπελαργειν
: ἐπὶ τῶν ταχέως καὶ ὀξέως ὀφειλόντων ἕκαστα πράττειν . Ἀντιπελαργεῖν : ἀντιδιδόναι χάριτας . λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας
εὐηργέτησαν πρότερον . Ἀνέμου παιδίον : ἐπὶ τῶν εὐμεταβόλων . Ἀντιπελαργεῖν : ἐπὶ τῶν χάριτας ἀνταποδιδόντων . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς
6303485 βαιταν
ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα περιβόλαια καλοῦσι βαίτας ,
τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον , οὐ τέ γε Λάκων τὰν βαίταν ἀπέδυς ' ὁ Καλαιθίδος : ἢ κατὰ τήνας τᾶς
6301685 φυτευματα
τὰ μοσχεύματα δεῖν ἐς τὰς ἐπομβρίους μᾶλλον ἐμβάλλειν ἢ τὰ φυτεύματα πάντων τῶν δένδρων , ὅτι τὰς ῥίζας τὰς καθιεμένας
ῥυθμοὶ ποδῶν φιλτάτων , ὦ καινὰ ἄνθη , ὦ γῆς φυτεύματα , ὦ φιλήματα ἐρηρεισμένα . ιθʹ . Πωλεῖς σεαυτήν
6301476 σκοπιαν
τὴν Αἴτνην , οἱονεὶ ὀφθαλμόν : εἰς ὕψος γὰρ διήκουσα σκοπιὰν τῆς τε θαλάσσης καὶ πάσης τῆς Σικελίας ἔχει .
δημοσίᾳ κηρύττεις καί , εἰ οἷόν τε , ἀναβᾶσα ἐπὶ σκοπιὰν ὑψηλήν ; ὅπου γὰρ ἂν λέγῃς , οἱ πολλοὶ
6301133 ἡλιουϲιν
# δ τούτων ἐμβάλλουϲιν εἰϲ # α γλυκέοϲ ἐλαίου καὶ ἡλιοῦϲιν ἡμέραϲ μ ἢ ἕψουϲιν ἐπὶ διπλώματοϲ ὥραϲ γ ,
τῶν ῥόδων μόνων καὶ ἐλαίου ϲκευαϲία . τινὲϲ δὲ οὐχ ἡλιοῦϲιν , ἀλλ ' ἀποκρημνοῦϲι τὸν βίκον εἰϲ φρέαρ ὕδατοϲ
6300719 παλιμφημα
ἀνθρώπων ἐλπίδες , εἰκαζόντων μὲν τὰ χρηστότερα , τὰ δὲ παλίμφημα καὶ ὧν ἄξιοι τυγχάνειν εἰσὶ πασχόντων . πέμπεται μὲν
ἀλλὰ καὶ ἄνδρας ἐπιμανήσεσθαι θηρίοις , ἐξ ὧν γενήσεσθαι τέρατα παλίμφημα , μηνύματα τῆς ἀνθρώπων ὑπερβαλλούσης βδελυρίας : δι '
6299156 Βασιλειαν
ὑπ ' ἐνίων Πανδώραν ὀνομασθεῖσαν . τούτων δὲ τὴν μὲν Βασίλειαν , πρεσβυτάτην οὖσαν καὶ σωφροσύνηι τε καὶ συνέσει πολὺ
, γυναῖκα : βασίλειαν : δέσποιναν : ὅρα ἀσύνδετον . Βασίλειαν ἔθηκεν ἐκ τοῦ βασιλεὺς , ὡς ἱερεὺς ἱέρεια καὶ
6297904 συμπεμψας
παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων , τὸν δὲ ἑταιρήιον , ὡς φύλακον συμπέμψας αὐτὸν εὑρήκοι πολεμιώτατον . Παρῆσαν δὲ μετὰ τοῦτο οἱ
ὕποπτον συνιδὼν , ἀναβιβάσας τῶν σαλπιγκτῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους καὶ συμπέμψας αὐτοῖς ὀλίγους τῶν ἱππέων ἐκέλευσε παριππευσαμένους τὴν ταχίστην γενο
6295487 φιλαρετοι
καὶ σωφροσύνη καὶ αἱ συγγενεῖς περιποιοῦσι διαθέσεις , ὧν αἱ φιλάρετοι ψυχαὶ κληρονομοῦσιν . οὐκοῦν οὐ τὰ προσόντα τῷ μοχθηρῷ
δυναστείαν ἀγαπῶσι , τῶν δὲ περὶ ψυχὴν ὅσοι φιλόκαλοι καὶ φιλάρετοι , μὴ τὰ νόθα πρὸ τῶν γνησίων ἀλλὰ τὰ
6294618 διαμαϲαϲθαι
τὴν ἔκφυϲιν τῶν ὀδόντων . μηδὲν δὲ ϲκληρὸν αὐτοῖϲ διδόναι διαμαϲᾶϲθαι , ἵνα μὴ τυλωδέϲτερα τὰ οὖλα γενόμενα παρεμποδὼν γένηται
λιπαρῶν ἐκγιγαρτιϲμένων ὅϲον ἐξαρκεῖ εἰϲ ἀνάληψιν . ἐκ τούτου δίδου διαμαϲᾶϲθαι κατὰ μέροϲ ὅϲον # γ καὶ ἀποπτύειν . Ἄλλο
6292669 Θαλια
τοῦ Διός , ἐπήκοοι νῦν γένεσθε δηλονότι : καὶ ὦ Θαλία ἐρασίμολπε , ἤγουν τῶν μολπῶν ἐρῶσα , ἐπήκοος γενοῦ
' Εὐφροσύνα , θεῶν κρατίστου παῖδες , ἐπακοοῖτε νῦν , Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ
6289160 σχισματα
αἱ χαράδραι , οἱονεὶ τὰ ἀπὸ τῶν ὄμβρων τῆς γῆς σχίσματα , κάτω σύρουσιν . Ἀεὶ δὲ καὶ διαπαντὸς τῷ
γὰρ τὰς βύρσας τῶν ἱερείων ἔσχιζον , καὶ κατὰ τὰ σχίσματα ἐμαντεύοντο , ἀφορῶντες εἰς τὴν τομὴν , πότερον εὐθεῖά
6286278 ἐπιλαθομενων
τὴν βῶλον , κατὰ τὴν νῦν καλουμένην Θήραν νῆσον διαρρυῆναι ἐπιλαθομένων τῶν θεραπόντων . ὁ δὲ Ἀπολλώνιος ἑκουσίως φησὶ τὸν
πλῆθος οἰκεῖον ; ἢ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἀπορημάτων ἐπιλαθομένων ἐστὶ τῶν προειρημένων : οὐδὲν γὰρ ὅ τι ἐκείνῳ
6286161 πεντηκοστυες
δʹ , καὶ γίνονται τῶν ζʹ λόχων πεντηκοστύες κηʹ : πεντηκοστύες κηʹ ννννʹ ννννʹ ννννʹ ννννʹ ννννʹ ννννʹ ννννʹ ἔχει
ὀκτώ ἐν δ ' ἑκάστῳ λόχῳ πεντηκοστύες ἦσαν τέσσαρες : πεντηκοστύες , τὰ ἐκ πεντήκοντα ἀνδρῶν τάγματα . ʃ λόχοι
6285933 εὑρηματων
πρώτῃ Περσικῶν . : Σκάμων δ ' ἐν πρώτῳ Περὶ εὑρημάτων , σίκιννιν αὐτὴν εἰρῆσθαι ἀπὸ τοῦ σείεσθαι : καὶ
Ἀθήνης . [ Ο ] Διὰ γὰρ τὴν ὑπερβολὴν τῶν εὑρημάτων εἰς θεὸν τὰς τούτων ἐπινοίας ἀνέφερον . Πάλιν ἀπέβλεψαν
6284009 προτελεια
. Προτέλειον “ ἀλλὰ καὶ τῶν Σινωνίδος γάμων προθυσάσθω καὶ προτέλεια τοῦ μοιχοῦ ὁ ἀνὴρ γενέσθω . ” . ,
καὶ θησαυρὸν εὑρίσκει βαφῆς . Ἔθυεν οὖν τότε ὁ πατὴρ προτέλεια τῶν γάμων . ὡς δὲ ἤκουσα , ἀπωλώλειν καὶ
6283455 ἐπισκοπην
, καὶ πολλάκις δεῦρο ἦλθον ὑπ ' ἐκείνου καταπεμφθεὶς εἰς ἐπισκοπὴν τοῦ παιδός . καὶ ὁπότε γε ἤδη ἐν τῷ
τῶν Γαγγρηνῶν τῶν Παφλαγόνων οἰκεῖν κατακρίνεται , Προτέριος δὲ τὴν ἐπισκοπὴν ψήφῳ κοινῇ τῆς συνόδου τῆς Ἀλεξανδρέων κληροῦται . Ὃς
6282909 μαγειρικα
ἔνιοι δὲ καὶ ξύλον ἐπίμηκες πεπασσαλωμένον , ὅθεν ἐξαρτῶσι τὰ μαγειρικὰ σκεύη . Ἄλλως . ὁ ἐπιστάτης ξύλον ἐστὶ κόρακας
. ἦν δ ' ὁ Φῶκος καὶ φιλοπότης . ὅτι μαγειρικὰ σκεύη καταριθμεῖται Ἀνάξιππος ζωμήρυσιν , ὀβελίσκους κρεάγραν , θυίαν
6281876 τλαμον
μ ' ἐπένευσεν . . . ὦ τλᾶμον . τλάμονα τλάμον ' ὧδ ' ἐπέλας ' Αἰγύπτωι . εἶτ '
, ποῖ δῆτ ' αὖθις ὧδ ' ἔρημος ἄπορος αἰῶνα τλάμον ' ἕξω ; Φίλαι , τρέσητε μηδέν . Ἀλλὰ
6279475 ἀποδεξαι
ἐπέταξας παντοίως μετεώρῳκατὰ τὸν ἡμερώτατόν σου τρόπον καὶ κοινῶν νοημονέστατον ἀπόδεξαι μὲν ὡς ἀπαρχήν τινα καὶ ἐξευμενισμόν , προσδέχου δὲ
θρηνῶδες . τὸ δὲ πνεῦμα καὶ φύσημα καὶ αὔλημα . ἀπόδεξαι καὶ τὴν αὐλητοῦ εὐχειρίαν καὶ τὴν ταχυχειρίαν καὶ τὴν
6278668 Ποσοι
ἀμφοτέρους , εἰ λάβοι μέ ποτε μετ ' αὐτοῦ . Πόσοι δὲ καὶ ἄλλοι ταῦτα ἀπειλοῦσιν ; οὐκοῦν ἀνέραστος σὺ
σιωπὴ λόγου ἐπιφερομένου , ἢ διάστημα δύο λόγων βραχύτατον . Πόσοι τρόποι τῆς ἀναγνώσεως ; πέντε : ἀναλογία , ἐτυμολογία
6276151 κυλικειου
πίνειν ἡμῖν ἐστι , καὶ τῶν παίδων τις ἐκ τοῦ κυλικείου τῶν ποτηρίων παραφερέτω : ὁρῶ γὰρ πλῆθος καλῶν καὶ
ὥστε τῶν συναχθέντων χρημάτων ἐκόμιζον τὰ πλεῖστα καὶ τῶν ἐκ κυλικείου χρυσωμάτων : ἀπεσκευάσαντο δὲ καὶ τῶν βασιλείων κλίνας τὰς
6274648 χρυσιδων
, οἴνων ὄντων ἡμῖν Θασίων καὶ Μενδαίων καὶ Λεσβίων , χρυσίδων πάνυ μεγάλων ἑκάστῳ προσενεχθεισῶν . καὶ μετὰ τὸν πότον
, οἴνων ὄντων ἡμῖν Θασίων καὶ Μενδαίων καὶ Λεσβίων , χρυσίδων πάνυ μεγάλων ἑκάστῳ προσενεχθεισῶν . καὶ μετὰ τὸν πότον
6274237 Μυνδος
ταύτην γάρ φησι ἐν τῷ μαγεύειν . ὁ Μύνδιος : Μύνδος πόλις Ἀρκαδίας , ἔνθεν ἦν ὁ νεανίας . οἱ
, πόλις Αἰγύπτου . Ἑκαταῖος . ὁ πολίτης Μυλοπολίτης . Μύνδος , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . ἔστι καὶ
6272935 αἰγειων
καὶ ἄγκιστρα καὶ οὐ πολλή τις τροφὴ καὶ ἀντὶ τῶν αἰγείων ἀσκῶν ξηρᾶς κοιλώματα κολοκύνθης , δι ' ὧν ὡς
δὲ ἄρνεια κουφότερα τῶν ὀΐων , καὶ τὰ ἐρίφεια τῶν αἰγείων , διότι ἀναιμότερα καὶ ὑγρότερα . Ξηρὰ γὰρ καὶ
6255034 ἐτυπτησεν
. Γ τὴν μητέρα ] λείπει ⌈ τὸ Γ ⌈ ἐτύπτησεν Γ [ ἔτυψεν ] . Γ μῦς καὶ γαλῆ
, ὡς ἵνα λέγῃ τις , ὁ δεῖνα τὸν δεῖνα ἐτύπτησεν ἑταῖρόν μου . ἐν λόγῳ δέ , ὡς ἵνα
6253537 συγκακωσῃ
δὲ τῶν ἄλλων οὕτως ὄντων καὶ ὁ Ἑρμῆς τὴν Σελήνην συγκακώσῃ μείζονα τὰ κακὰ γίνεται , ἔσθ ' ὅτε καὶ
νηῒ καὶ ἕως αἱμαγμοῦ . ἐὰν δὲ καὶ ὁ Ἑρμῆς συγκακώσῃ χείρονα γίνεται , ἐὰν δὲ ἀγαθοποιοὶ ὁρῶσιν ἐλαττοῦνται τὰ
6250344 πεπερακεν
εἴρηκεν . † προοίμιον βʹ διηγηματικὸν καὶ αὐτό . † πεπέρακεν μέν : ἐντεῦθεν αἱ κατὰ σχέσιν ἄρχονται στροφαί :
καὶ τὸ λέξασθαι . μακραῖς ἡμέραις λεγόμενον . μηκυνόμενον . πεπέρακεν : κωμῳδεῖται ταῦτα . Εὔπολις ἐν Μαρικᾷ : πεπέρακε
6248859 φασκωλιου
ἐπιπλέον ἐστὶ τοῖς ἐντέροις . σχῆμα δ ' ἔχει μάλιστα φασκωλίου τε καὶ θυλάκου καὶ σάκκου , στόμα μὲν ἔχοντος
εἶδε τὸν δεσπότην καὶ τὸν ὁμόδουλον , ἑαυτὸν ἀποκλίνας τοῦ φασκωλίου , κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ τὴν φρουρὰν καὶ
6246779 εἰσεδεξατο
τοῖς Εὐριπίδου λόγοις ” τὰ μὲν πυλωρῶν κλεῖθρά μ ' εἰσεδέξατο “ . κούρισμα δ ' ᾠδὴ συμφορᾶς πληρεστάτη ταύτην
ἐὰν δέ τι δείσῃ τῶν νηπίων , ὁ δὲ χανὼν εἰσεδέξατο τὸ βρέφος . εἶτα τοῦ φόβου παραδραμόντος τὸν καταφυγόντα
6243700 Ἀζαν
τὴν δ ' ἔτι πρότερον ἐν παισὶν εἰληφώς , καὶ Ἀζὰν ἐκ Πελλάνας Φίλιππος κρατήσας πυγμῇ παῖδας , καὶ Κριτόδαμος
ἔσχεν Ἔλατον Ἀφείδαντα Ἀζᾶνα . τούτων ἀρξάντων τῆς χώρας ὁ Ἀζὰν ἀπ ' αὐτοῦ τὴν ἰδίαν μοῖραν Ἀζανίαν ὠνόμασεν .
6243282 ἀνηγον
σιωπᾶν διεγνωκότος . καθ ' ὃν δὲ χρόνον θαλασσοκρατοῦντες Ἀθηναῖοι ἀνῆγον εἰς ἄστυ τὰς νησιωτικὰς δίκας γραψάμενός τις καὶ τὸν
ἐὼν Εὐηνίου παῖς . Τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς ἐκαλλιέρησε , ἀνῆγον τὰς νέας ἐκ τῆς Δήλου πρὸς τὴν Σάμον .
6240771 Ποδαρκην
Λευκίππην , καὶ τεκνοῖ παῖδας μὲν Τιθωνὸν Λάμπον Κλυτίον Ἱκετάονα Ποδάρκην , θυγατέρας δὲ Ἡσιόνην καὶ Κίλλαν καὶ Ἀστυόχην ,
ὁ Ἴφικλος τοῦτο , τὴν γονὴν ἀναῤῥώννυσι . Καὶ ἴσχει Ποδάρκην παῖδα . Καὶ δίδωσι τὰς βοῦς τῷ Μελάμποδι .
6240634 ἀτταγηνες
ὄλυρα , ζέα , τῶν δ ' ὄρνεων πέρδικες , ἀτταγῆνες , νῆσσαι καὶ τῶν κρεῶν ὀλίγα , οἷον αἴγεια
Σακάδας , ἀδάμας . λεκτέον δὲ καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες . ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ . ὅτι καὶ τούτου Ἀριστοφάνης μέμνηται δῆλον
6239351 ἀγχιγυοι
ἣν καλέουσι Πηγάς : ὄνομα κρήνης Πηγαὶ οὕτω κυρίως . ἀγχίγυοι δὲ οἱ πλησιόχωροι , οἱ γείτονες . ἀμφίγυοι :
αὐτὰρ Ἐρυθραίης πλευρὸν ναίουσι θαλάσσης Μινναῖοί τε Σάβαι τε καὶ ἀγχίγυοι Κλεταβηνοί . τόσσα μὲν Ἀραβίην περιώσια φῦλα νέμονται ,
6238804 Καμαρα
πλήθους καὶ εὐτροφίας τοῦ φυομένου κιττοῦ . Περαϊκῷ δὲ συνεχὴς Καμάρα , προσάντης καὶ πνεύμασιν ἐπίδρομος ἀκτή , παρ '
ὡς Ξενίων ἐν Κρήτῃ . Ὁ πολίτης Ἐλύριος . : Καμάρα , πόλις Κρήτης : καὶ ὁ πολίτης Καμαραῖος .
6236885 Θηραιων
ἕκαστα τοῦτο μὲν τριφύλους ἐποίησέ σφεας , τῇδε διαθείς : Θηραίων μὲν γὰρ καὶ τῶν περιοίκων μίαν μοῖραν ἐποίησε ,
. Ἐνθεῦτεν δὲ τὴν Φρονίμην παραλαβὼν Πολύμνηστος , ἐὼν τῶν Θηραίων ἀνὴρ δόκιμος , ἐπαλλακεύετο . Χρόνου δὲ περιιόντος ἐξεγένετό

Back