πρὶν πλανηθῶ ἐν τῆι σαρκὶ ταύτηι τῆι βδελυρώδει καὶ πρὶν ἐνδῦναί με τήν τε μέθην αὐτῆς καὶ τὸν τρόπον ?
: ἔσθημα δ ' ἐστὶ διπλοῦν τὴν χρείαν , ὡς ἐνδῦναί τε καὶ ἐπιβαλέσθαι . καὶ ὅτι μὲν ἐπίβλημά ἐστι
7307904 χλαμυδα
γόνυ καὶ κρηπὶς ὑπὲρ σφυρὸν ἔρεισμα ἀσφαλὲς τῇ βάσει , χλαμύδα τε κοκκοβαφῆ ὑπὲρ αὐχένος κολπώσας τὸ θηρίον ὑφίσταται .
τὸ ἱππικὸν χλαμύδα , ὡς Θετταλῶν . πρώτην δέ φασι χλαμύδα ὀνομάσαι Σαπφὼ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος εἰποῦσαν ἐλθόντ ' ἐξ
7143332 ἐνδεδυκως
' ἐξ ἱματίου τύραννος ἦν , πορφυροῦν μὲν μεσόλευκον χιτῶνα ἐνδεδυκώς , χλαμύδα δὲ ἐφεστρίδα περιβεβλημένος πολυτελῆ καὶ ὑποδούμενος λευκὰς
μετοχαὶ ἠσθημένος , ἀμπεχόμενος , ἐσταλμένος , ἠμφιεσμένος , ἐνδεδυμένος ἐνδεδυκώς : ἐνδὺς γὰρ καὶ εἱμένος καὶ ἐπιειμένος , οὐ
7092876 ἡρπασε
τὸν θεὸν μηδὲ χρησμῳδεῖν . ὀργισθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ Ἡρακλῆς ἥρπασε τὸν μαντικὸν τρίποδα καὶ πρὸς αὐτὸν εἵλετο τὴν μάχην
, εἶτα διανοίᾳ μεταδιώκοντα ἄντικρυς ἐκβοῶσι : „ θηρίον πονηρὸν ἥρπασε καὶ κατέφαγεν Ἰωσήφ „ . ἀλλ ' οὐ θηρίον
7084591 πηραν
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε
7036593 τιαραν
. . . . , : κυρβασίην : τὴν λεγομένην τιάραν . Ἑκαταῖος δέ φησιν ὅτι πῖλον βαρβαρικὸν οἱ κωμικοὶ
, ἣν κνηστῆρι κατατρίψαιεν ὀδόντας . κυρβασίην : τὴν λεγομένην τιάραν . Ἑκαταῖος δέ φησιν , ὅτι πῖλον βαρβαρικὸν οἱ
7033881 σκυμνον
ἐκλήθησαν δὲ ὅτι , ὅτε ἔκτιζον τὴν πόλιν , ἀλώπηξ σκύμνον ἄλλοθεν φέρουσα κατετίθετο . Ἄλωρος , πόλις Μακεδονίας .
τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν . ποιμὴν νεογνὸν λύκου σκύμνον εὑρὼν καὶ ἀνελόμενος σὺν τοῖς κυσὶν ἔτρεφεν . ἐπεὶ
7010602 καυσιαν
λόγος τὴν τριήρη , πνεύματος μεγάλου ἐμπεσόντος αὐτῷ ἐς τὴν καυσίαν καὶ τὸ διάδημα αὐτῇ συνεχόμενον , τὴν μὲν δὴ
οὐδὲ τὰ βίου νῷν ἴσως δεῖ φροντίσαι . Χλαμύδα , καυσίαν , λόγχην , ἀορτήν , ἱμάτια . Ἐκ Κύπρου
6981032 στρεπτον
λέγειν χρῆν καὶ δῶρα φέροντας πορφύρεόν τε εἷμα καὶ χρύσεον στρεπτὸν περιαυχένιον καὶ ψέλια καὶ μύρου ἀλάβαστρον καὶ Φοινικηίου οἴνου
ποιήσας καὶ χρίσας ἐντίθει τῷ αἱμοῤῥαγοῦντι μυκτῆρι . ἄλλο . στρεπτὸν δι ' ὀθόνην ποιήσας συναπόβρεχε ὄξει δριμεῖ καὶ λύχνῳ
6945370 Τυριαν
Δανάη , ἀφ ' ἧς Περσεύς . τὴν δὲ Εὐρώπην Τυρίαν εἶπεν , ἐπειδὴ ἡ Εὐρώπη ὑπὸ Διὸς ἁρπασθεῖσα ἐκεῖθεν
ἀληθὲς ἔχει ὧδε . ἀνὴρ Κνώσιος ὀνόματι Ταῦρος ἐπολέμει τὴν Τυρίαν χώραν . τελευτῶν οὖν ἐκ Τύρου ἥρπασεν ἄλλας τε
6930042 λεοντην
καταπάττεις : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθεῖν διωκόντων . Ἐνδύετέ με τὴν λεοντῆν : ἐπὶ τῶν μεγάλοις ἐπιχειρούντων . Ἐν δὲ διχοστασίῃ
καὶ ἀνέκειτο , στρωμνὴν καθ ' αὑτὸν ἔχων , ἠμφιεσμένος λεοντῆν : ἐφόρει δὲ καὶ τόξα Σκυθικὰ καὶ ῥόπαλον ἐκράτει
6929020 Εὐρυτιωνα
ἱκετεύσας καθαίρεται παρ ' αὐτῷ τὸν φόνον : καὶ αὖτις Εὐρυτίωνα ἐν κυνηγεσίοις ἄκων ἐπὶ συὸς βολῇ κτείνει : καὶ
, Ὑλεὺς μὲν καὶ Ἀγκαῖος ὑπὸ τοῦ θηρὸς διεφθάρησαν , Εὐρυτίωνα δὲ Πηλεὺς ἄκων κατηκόντισε . τὸν δὲ κάπρον πρώτη
6926032 νυκτεριδα
Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς νυκτερίδα , γλαῦκα , βύζαν . Πανδάρεος εἰς ἁλιαίετον ,
ἄνδρα καὶ οὐκ ἄνδρα τὸν εὐνοῦχον εἰπεῖν , καὶ τὴν νυκτερίδα ὄρνιν καὶ οὐκ ὄρνιν , ἐν τοῖς πράγμασι δὲ
6925995 πορφυραν
καὶ πορφυρῶν στρωμάτων , ὁ μηδέποτε ἐπὶ τοῦ τρίβωνος ἑωρακὼς πορφύραν πρότερον , οὐδενὸς οὐδὲ Ῥωμαίων ἐν τοιαύτῃ φαντασίᾳ καταχλιδῶντος
αὐτοῦ καὶ λέγων ὡς : „ ἐγὼ μὲν χρυσὸν καὶ πορφύραν ἐνδέδυμαι , σὺ δὲ οὐδὲν καλὸν φέρεις ἐν πτεροῖς
6921608 ἀπεστραφη
. κἀκεῖνοι διὰ σημείων τινῶν μαθόντες , ὅτι θεόπεμπτον ἀγαθὸν ἀπεστράφη , καὶ μεγάλην συμφορὰν ἀποφαίνοντες τὸ μὴ πάσας αὐτὸν
, ἐμίσησεν αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ : * φέρουσα γὰρ ἀθανασίαν ἀπεστράφη ἰδοῦσα τὸ ἐγγεγονός * . ἄτρεστον κάπρον δὲ λέγει
6919332 ῥακια
ἀθάνατον καὶ ἀναφαίρετον . Οὐχ ὁρᾷς | οἷος ἦν Ὀδυσσεὺς ῥάκια κακ ' ἀμφὶ [ σώματι ] ἔχων , ὥστε
ὡς πρὸ πολλοῦ γεγονὸς αὐτῷ , ἢ διὰ τὸ παλαιὰ ῥάκια περιβαλεῖν αὐτὸν τὸν Τήλεφον . ῥῆσιν μακράν : τὸ
6917333 ἐτρεφεν
ἐκτελεσθῇ . στῖφος : σύστημα , πλῆθος . τοῦτο δὲ ἔτρεφεν ὁ Κλέων , ἵνα ἔχῃ , φησί , συνερχόμενον
τόθι σάρκα περὶ σκύλος αὖον ὀπάζει δυσλεπέος καρύοιο τὸ Καστανὶς ἔτρεφεν αἶα . ῥεῖα δὲ νάρθηκος νεάτην ἐξαίνυσο νηδύν ὅς
6914055 ἐδησε
ψεῦδος περὶ αὐτῶν μηνύσαντες . . . . . . ἔδησε τὸν ἵππον ἐκ τοῦ ῥόπτρου τοῦ ἱεροῦ ὡς ἀποδιδούς
Καίσαρος οὐ συνελθόντος , ἀλλὰ τοὺς πρωτεύοντας Γαλατῶν ἀποστείλαντος , ἔδησε τοὺς πρέσβεις . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐστράτευεν ἐπ '
6862276 ὀνηλατης
λύκου τοῦτο καταψεύσασθε . ὁ μὲν οὖν ἀκάθαρτος παῖς ἐμὸς ὀνηλάτης ἔχαιρε καί με αὐτίκα ἤθελεν ἀποσφάττειν . ἀλλ '
αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη , ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν , ὅτι ποιήσει , οὐ μόνον τοῦ ὄνου
6862126 ἀνυποδητος
καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ οὗ καὶ πέδιλον τὸ
ἐξηρτημένος καὶ ῥόπαλον ἐξ ἀχράδος πεποιημένον μετὰ χεῖρας ἔχων , ἀνυπόδητος , ῥυπῶν , ἄπρακτος , τὸν ἀγρὸν καὶ ἡμᾶς
6849296 κορωνην
ὁ ἀγαθὸν τέλος τοῖς φθάσασιν ἐπιθεὶς χρυσέην ἐπιθεῖναι τῷ παντὶ κορώνην λέγεται . χρυσὸς Κολοφώνιος : οἱ Κολοφώνιοι τὸν κάλλιστον
ἐπιβλῆτες , βαλανάγραι , ὀχεῖς . τὸν δὲ ὀνομαζόμενον κόρακα κορώνην Ὅμηρος καλεῖ . εἰσιόντων δὲ πρόθυρα καὶ προπύλαια .
6844914 θυρσον
φιάλης γάλα πάλιν ἐκάθητο . εἶχε δὲ ἐν τῇ ἀριστερᾷ θύρσον ἐστεμμένον μίτραις . αὕτη δ ' ἐστεφάνωτο κισσίνῳ χρυσῷ
ἁμίλλαισιν ἀνάγκας ; μόλε , χρυσῶπα τινάσσων , ἄνα , θύρσον κατ ' Ὀλύμπου , φονίου δ ' ἀνδρὸς ὕβριν
6841617 ὑδρας
Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν ἐλθόν
ὀχετὸν ἐπάγει : ἐπὶ τῶν ματαιοπονούντων ἢ ματαιολογούντων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Ποταμὸς τὰ πόῤῥω ποτίζων
6835393 τικτουσαν
αἴτια τῆς δυστοκίας τὰ μὲν παρ ' αὐτὴν εἶναι τὴν τίκτουσαν , τὰ δὲ παρ ' αὐτὸ εἶναι τὸ τικτόμενον
τοῖς ἄρτοις πονηρὸν γίγνεται . Ἄχθομαι δ ' ἀπολωλεκώς ἀλεκτρυόνα τίκτουσαν ᾠὰ πάγκαλα . Μᾶζαι , πλακοῦντες , ἰσχάδες Τιθράσιαι
6832964 Ποιμην
τῶν προβάτων ἀγέλην κράτιστος νέμειν ; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ποιμήν . Οἱ τοῦ ποιμένος ἄρα νόμοι ἄριστοι τοῖς προβάτοις
ἔστι δὲ καὶ χωρίον Κυζίκου . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως . Ποιμήν , ὄρος τῆς Ποντικῆς , ἀφ ' οὗ καταρρεῖ
6831858 Ἀηδων
παρὰ τὴν κρηνίδα κατωδύρετο καὶ αὐτῆς ἐπηκροάσατο τὸν λόγον ἡ Ἀηδών . ἐπεὶ δὲ ἀλλήλας ἔγνωσαν καὶ ἠσπάσαντο , ἐπεβούλευον
ὁπόσον ἂν πλῆθος εἰσενέγκηται . ἐγένετο δὲ τῷ Πανδάρεῳ θυγάτηρ Ἀηδών : ταύτην Πολύτεχνος ὁ τέκτων ἔγημεν , ὃς ᾤκει
6828965 περιθεμενος
δεομένων δὲ ὡς οὐ βουλόμενον , ἐπεὶ μόλις ἀνέπεισαν , περιθέμενος τοὺς σπόγγους καὶ τὰς ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους
δὲ φήμης εἰς Πέργαμον κομισθείσης , Ἄτταλος ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ περιθέμενος τὸ διάδημα καὶ τὴν γυναῖκα γήμας ἐβασίλευσε πυθόμενος δὲ
6828932 Δαφνις
Χλόη μὲν εἰς τὴν ὕλην ὡς εἰς ἕλος κρύπτεται , Δάφνις δὲ λαβὼν τὴν Φιλητᾶ σύριγγα τὴν μεγάλην ἐσύρισε γοερὸν
' ἄναλλα γένοιτο , καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι , Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει , καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι ,
6796084 κισσηριν
δ ' αὐτὸν λελογχωμένον : καὶ ἔβαλε μέν τις ὡς κίσσηριν , ἦν δὲ λίθος . τὸ δὲ ἕνεκα τίνος
: λέγει δὲ ὅτι εὐνοῦχος νυκτερίδα καθημένην ἐν νάρθηκι ῥίψας κίσσηριν ἐφόνευσε . καὶ ἄνθρωπον μὲν οὐκ ἄνθρωπον ἐκάλεσε τὸν
6795586 πελεκυν
. Καὶ τίς ὁ ἀποκείρων ἔσται ; Μένιππος οὑτοσὶ λαβὼν πέλεκυν τῶν ναυπηγικῶν ἀποκόψει αὐτὸν ἐπικόπῳ τῇ ἀποβάθρᾳ χρησάμενος .
ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε μέσσῳ
6793232 στολην
τὸν δὲ Λεπτίνην ἐζήτουν συλλαβεῖν . ὁ δὲ τὴν ἰδίαν στολὴν ἀποθέμενος καὶ λαβὼν ναύτου σκευὴν καὶ φορτίον ξύλων ἀράμενος
καὶ Παυσανίας ὁ Σπαρτιάτης βασιλεὺς καταθέμενος τὸν πάτριον τρίβωνα Περσικὴν στολὴν ἐνεδύετο . καὶ Ἀλέξανδρος δὲ ὡς τῆς Ἀσίας ἐκυρίευσεν
6785597 στρωμνην
ἐν ταῖς ἀκάνθαις * ἰός : φάρμακον * κοῖτον : στρωμνήν * αὐαλκέου [ ] : ξηραίνοντος τοῖς ἀνθρώποις [
: τῷ ξηρῷ χόρτῳ * στορέσας : στρώσας τὴν χορτώδη στρωμνήν * ἀκρέσπερος : ἐπιμελούμενος τῶν ἔργων , ὡς ἀκρέσπερον
6766656 Χλοη
οἶκον φίλον προσλαβεῖν ἀγαθόν τι μέγα : περισπούδαστος δὲ καὶ Χλόη , καλὴ καὶ ὡραία κόρη καὶ πάντα ἀγαθή :
φανερῶς ἐπὶ τὴν δρῦν , ἐν ᾗ ἐκαθέζετο Δάφνις καὶ Χλόη , παραγίνεται καὶ ἀκριβῶς μιμησαμένη τὴν τεταραγμένην , σῶσόν
6752900 Λαμων
ψάμμου μαλθακῆς . Ἐν τῷδε τῷ ἀγρῷ νέμων αἰπόλος , Λάμων τοὔνομα , παιδίον εὗρεν ὑπὸ μιᾶς τῶν αἰγῶν τρεφόμενον
αἵδε ὑμῖν τρισχίλιαι . Μόνον ἴστω τοῦτο μηδείς , μὴ Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν
6752682 ἀπεσεισατο
ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο , ἣ δεινὸν φρίξας ' ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα ἐν Νεμέᾳ , ἀνάγους ' αὐτὸν διὰ
ὅτι ῥῖνες διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι γεγόνασι ; καὶ πάντα μὲν ἀπεσείσατο , ἀσμένως δὲ προσῆλθε τῷ γάλακτι , καὶ ἐκ
6749368 αἰγα
. ” ἐπιλέγει δὲ καὶ ὅτι ” Ὠλενίην δέ μιν αἶγα Διὸς καλέους ' ὑποφῆται „ δηλῶν τὸν τόπον διότι
ἢ αἰνίττομαι . αἰγίλιπος πέτρης τῆς οὕτως ὑψηλῆς ὥστε καὶ αἶγα μὴ ἐπιβαίνειν : ἁλτικὸν γὰρ τὸ ζῷον : “
6748111 Περσικην
, καὶ ταῦτα ἀπὸ στρατείας ἥκοντος , ἆρ ' οὐ Περσικήν τινα καὶ Μηδικὴν ἐξηγεῖται , σχεδόν τε οὐ πολὺ
ἔχοις , ταῦθ ' ἡμῖν ἐμέμψω ; καὶ οὐδὲ τὴν Περσικήν τε καὶ Λακωνικὴν τάξιν τῆς δίκης ἐτίμησας , οὐδὲ
6732625 πετασον
ἀπόγεια , τὴν ἀποβάθραν ἀνελώμεθα , τὸ ἀγκύριον ἀνεσπάσθω , πέτασον τὸ ἱστίον , εὔθυνε , ὦ πορθμεῦ , τὸ
δὲ καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ τά τε πέδιλα καὶ τὸν πέτασον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τὸ κηρύκειον ἐν τῇ χειρί
6731483 νησας
παρήγγελλεν ἀπέτρεψαν , ἔκτεινε πάντας : ἐν δὲ ἱερῷ πυρὰν νήσας καὶ κλίνην ἐπιθεὶς ἐπὶ τῇ πυρᾷ , παρευωχήθη σὺν
κρύψει τὸν Εὐρυπύλου νεκρὸν σωρηδὸν ἐπ ' αὐτῷ τοὺς νεκροὺς νήσας . ιαʹ . Ἡ διεκπαίουσα τοῦ ποταμοῦ ναῦς ὑπὸ
6720735 ἐνεδυσατο
. Καὶ ἐξεδύσατο Ἀσενὲθ τὴν στολὴν αὐτῆς τὴν βασιλικὴν καὶ ἐνεδύσατο τὴν μέλαιναν καὶ ἔλυσε τὴν ζώνην αὐτῆς τὴν χρυσῆν
ἐμιμεῖτο δὲ τὸν Παυσανίου μηδισμὸν καὶ καθομιλῶν Φαρνάβαζον τὴν Περσικὴν ἐνεδύσατο στολὴν καὶ τὴν Περσικὴν ἔμαθε φωνὴν καθὰ καὶ Θεμιστοκλῆς
6715886 ὑπερμεγεθη
τραχήλῳ γινόμενα , καὶ τῶν ἐν ἄλλοιϲ δὲ τόποιϲ τὰ ὑπερμεγέθη , παραιτηϲόμεθα χειρουργεῖν διὰ τὸ μέγεθοϲ τῶν ἀγγείων ,
εὐρεῖαν , πλατεῖαν , προμήκη ὑπερμήκη μηκίστην , μεγάλην μεγίστην ὑπερμεγέθη παμ - μεγέθη , ὑπέρογκον , ἡπλωμένην , ἐκτεταμένην
6699222 καθευδοντα
κίνησιν : ὁ γὰρ ὕπνος διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖος , καθεύδοντα δὲ ἠρεμεῖ τὰ ζῷα καὶ οὐ κινεῖται ὑφ '
γὰρ ἐγρηγορότα φατέον ζῆν ἀληθῶς καὶ κυρίως , τὸν δὲ καθεύδοντα διὰ τὸ δύνασθαι μεταβάλλειν εἰς ταύτην τὴν κίνησιν ,
6695757 ξαινοντα
Ἐρετρῆ καὶ μὴν Μικκύλον εἰσεῖδον . . . τῶν ἐρίων ξαίνοντα γυναῖκά τε συγξαίνουσαν , τὸν λιμὸν φεύγοντας ἐν αἰνῆι
Μῆδος ἐψιμυθιωμένον καὶ κεκοσμημένον γυναικιστὶ , καὶ μετὰ τῶν παλλακίδων ξαίνοντα πορφύραν , ἀναβάδην τε μετ ' αὐτῶν καθήμενον ,
6690388 ἐνδυσαμενος
οὔτ ' ἐκεῖ οὔτ ' ἐνθάδε δεῖ ξενίζεσθαι . ὅτι ἐνδυσάμενος καὶ ἐλθὼν εἰς τὰς γυναῖκας κατάδηλος ἐγενόμην . τὸ
' ἐξοχῶν καὶ πετρῶν εὑρισκόμεναι τῇδε κἀκεῖσε , ὁ ἁλιεὺς ἐνδυσάμενος δέρμα αἴγειον τοῖς κροτάφοις ἑαυτοῦ ἐμβάλλει κέρατα , εἰκόνα
6687661 περιτυγχανει
πετόμεναι θαρροῦσιν , ἀνωτέρω ἄξαι μὴ δυναμένου . Ἐλέφαντος πωλίῳ περιτυγχάνει λευκῷ πωλευτὴς Ἰνδός , καὶ παραλαβὼν ἔτρεφεν ἔτι νεαρόν
μαθεῖν ἄξιον . ὁ Ἠπειρώτης Πύρρος ὡδοιπόρει , εἶτα μέντοι περιτυγχάνει πεφονευμένῳ , καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ μέντοι καὶ φρουροῦντι
6672638 ἐλαφον
Διόνυσον . ἐφόνευσε δὲ αὐτὸν μανεὶς εἰς θήραν δόρατι νομίσας ἔλαφον εἶναι , ὅθεν καὶ τῆς βασιλείας ἐξέπεσε καὶ τῆς
Ἴλιον ἦν Ἀγαπήνωρ . οὗτος μὲν δὴ ἐπιδείκνυσιν ὁ λόγος ἔλαφον εἶναι πολλῷ καὶ ἐλέφαντος μακροβιώτερον θηρίον : μετὰ δὲ
6667505 καθημενην
καὶ τραχὺ καὶ ὑψηλὸν ἦν , ἐπὶ δὲ τοῦ ἀκροτάτου καθημένην γυναῖκά τινα δεῖξαι , ἥτις ἔσχε φυσικὸν κάλλος ,
μὴ καλῶς ἰδεῖν : ἠμβλυώπει γάρ : καθημένην καὶ οὐ καθημένην διὰ τὸ ἀνεπιστρόφως κρέμασθαι : ξύλον τε καὶ οὐ
6665282 κιστην
Κλεοπάτρᾳ τῶν γενεθλίων , τῇ πρὸ τούτων νυκτὶ θεῖναι τὴν κίστην πρὸ τῶν βασιλείων παρεσκευάσατο . οὗ συντελεσθέντος καὶ τῆς
ἀναγράψαιμι τῶν λεγομένων τὰ κεφάλαια . Γ ” ἐνεγκάτω τὴν κίστην τις “ , φησίν , ” ἵνα ἀναγράψωμαι καὶ
6664570 χλανιδα
, οὐδὲ μέχρι τοῦ τέλους πάλιν ἔμεινεν εὐτυχῶν . Τὴν χλανίδα πάντες , ὡς ἔοικεν , οὐκ ἐμέ προσηγόρευον :
, οὐδὲ μέχρι τοῦ τέλους πάλιν ἔμεινεν εὐτυχῶν . τὴν χλανίδα πάντες , ὡς ἔοικεν , οὐκ ἐμὲ προσηγόρευον :
6661807 δοραν
ἐκείνη φησίν : „ εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ . „ καὶ τοῦ λύκου [ αὐτίκα
οἱ Ἰαμίδαι ἢ μηρὸν πιμελῇ κεκαλυμμένον εἰς πῦρ ἐμβάλλοντες ἢ δορὰν προβάτου σχίζοντες καὶ ἐκ τῆς σχίσεως , εἰ μὲν
6653843 πηρην
Λαμπάδα θεὶς καὶ τόξα βοηλάτιν εἵλετο ῥάβδον οὖλος Ἔρως , πήρην δ ' εἶχε κατωμαδίην , καὶ ζεύξας ταλαεργὸν ὑπὸ
Ἀχαιούς , ὡς μὴ ψυχρὸς ἐὼν θερμηγορέειν ἐπιχειρῇ χρυσῷ σαξάμενος πήρην μάλα πολλὰ δανείζων , ἐν καλαῖς Πάτραισιν ἔχων τρὶς
6652892 συμμιγη
πάντα πεπλήρωτο , ὥσπερ ἂν εἰς σφαγὴν συγκλεισθέντων προβάτων καὶ συμμιγῆ φωνὴν ἀφιέντων . οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν πρὸς τοὺς
τὰ δὲ μέσα τῆς οἰκήσεως μέσην ἔχει τὴν ἰδέαν καὶ συμμιγῆ τά τε σημεῖα καὶ τὰς γνώμας . οἱ δὲ
6652180 Χλοην
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν ,
6649706 ἐτοξευσε
τῶν ἐξ Ἰνοῦς ἐστερήθη παίδων : αὐτὸς μὲν γὰρ μανεὶς ἐτόξευσε Λέαρχον , Ἰνὼ δὲ Μελικέρτην μεθ ' ἑαυτῆς εἰς
ἠρέμα δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῖ φαρμάκῳ , τούτῳ χρίσας εὐτέχνως ἐτόξευσε : τὸ δὲ ἐνεχθὲν εὖ μάλα ἐντόνως καὶ διακόψαν
6636822 Δαφνιν
καὶ τὰς αἶγας ἀπ ' ἀλλήλων μεμερισμένας ἢ Χλόην καὶ Δάφνιν . Τοιαῦτα δὲ αὐτῶν παιζόντων τοιάνδε σπουδὴν Ἔρως ἀνέπλασε
. Ἡ μὲν δὴ μαθοῦσα λυπηρῶς πάνυ διῆγε καὶ τὸν Δάφνιν ἐλάνθανεν ἐπὶ πολύ , λυπεῖν οὐ θέλουσα : ὡς
6635343 Μεδουσης
δὲ ἐπεὶ αἱ λοιπαὶ Γοργόνες ἐπὶ τόκῳ μυκώμεναι τὴν κεφαλὴν Μεδούσης ἀνεκαλοῦντο . οἱ δὲ Μυχάλην αὐτήν φασιν , ἐπεὶ
ὄφις ἐπὶ τὸν Πηλέα ἐστὶν ὁρμῶν . αἱ δὲ ἀδελφαὶ Μεδούσης ἔχουσαι πτερὰ πετόμενον Περσέα εἰσὶ διώκουσαι : τὸ δὲ
6631916 εἰκασμενην
ὡς ὁπόταν φῇ : τὴν δὲ θεῷ ἑπομένην τε καὶ εἰκασμένην ψυχὴν καὶ τὰ τούτοις ἑξῆς . Καὶ γάρ τοι
τῷ φρέατι καθῆσθαι Δήμητρα μετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς παιδὸς γραῒ εἰκασμένην : ἐντεῦθεν δὲ αὐτὴν ἅτε γυναῖκα Ἀργείαν ὑπὸ τῶν
6631738 μαγικην
οἱ τοῦ σώματος χαρακτῆρες ἀνθρωπόμορφοι . τὴν μὲν οὖν ἀληθῆ μαγικήν , ὀπτικὴν ἐπιστήμην οὖσαν , ᾗ τὰ τῆς φύσεως
τοξικήν , Ἀπολύων διὰ τὴν ἰατρικήν , Ὁμοπολῶν διὰ τὴν μαγικήν : τὰ πάντα γὰρ ἁρμονίᾳ πολεῖ . οὗτος δὲ
6630916 Δρυαντα
ἔστ ' ἂν ἐπανέλθῃ , καὶ συντείνας σοβεῖ παρὰ τὸν Δρύαντα . Καὶ εὑρὼν πυρούς τινας ἁλωνοτριβοῦντα μετὰ τῆς Νάπης
εὐθεῖαν , καὶ οὐκ ἔχουσιν ἰσοσύλλαβον τὴν αἰτιατικήν , τὸν Δρύαντα γὰρ καὶ τὸν Θόαντα καὶ τὸν Αἴαντα ἐστὶν ἡ
6628321 Ναυσικααν
δ ' ἐν Ἰθακησίων Πολιτείαι καὶ Ἑλλάνικος δὲ Τηλέμαχόν φασι Ναυσικάαν γῆμαι τὴν Ἀλκινόου καὶ γεννῆσαι τὸν Περσέπτολιν . .
ἡ κόρη : τί γὰρ σοφὸν ἢ εἶπε πρὸς τὴν Ναυσικάαν ἢ ἔπραξε ; καλεῖ δὲ αὐτὸν Ὁμήρου παίγνιον καὶ
6627572 ῥοπαλον
τῆς ἀθλήσεως μελέτην , ἔτι δὲ διὰ τὴν περὶ τὸ ῥόπαλον ἰδιότητα τὴν πρόσοψιν Ἡρακλεωτικὴν εἶχεν . ὡς δ '
ἀγροτέρης Διονύσιος αὐτὸς ἐλαίης χλωρὸν ἀπὸ ⌋ δρεπάνῳ θῆκε ταμὼν ῥόπαλον . * ! ! ! ! ! ! !
6621870 λαμπαδα
σάλπιγγος ἐν ταῖς μάχαις καὶ τοῖς μονομαχείοις ἐν μέσῳ τις λαμπάδα καιομένην ἔρριπτε σημεῖον τοῦ κατάρξασθαι τῆς μάχης . τούτῳ
δ ' Ἥφαιστος ἀνέστη . γρουνοὶ κορμοὶ οἷον γρουνοὶἀνέστη . λαμπάδα δὲ λέγει τὸν αὐτὸν , παρόσον ἡ Ἑκάβη ἐγκυμονοῦσα
6615705 ἐφορει
, αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τὰς αὑτοῦ γονὰς ἐρραψάμενος τῷ μηρῷ ἐφόρει δέκα μῆνας ἐξ ἀρχῆς , δίαιταν ἔχων ἐν Νύσῃ
δι ' ἧς τοὺς παριόντας ἔκτεινε . ταύτην ἀφελόμενος Θησεὺς ἐφόρει . δεύτερον δὲ κτείνει Σίνιν τὸν Πολυπήμονος καὶ Συλέας
6610022 νεβρον
παρ ' ὀφρύν , ἥν ποτ ' ἐν πατρὸς δόμοις νεβρὸν διώκων σοῦ μέθ ' ἡιμάχθη πεσών . πῶς φήις
χοῖρον λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης
6600528 χρυσην
. . Γ . Κλεάνθης δὲ ἐν Λέσβῳ οὕτω τιμᾶσθαι χρυσῆν Ἀφροδίτην . . πόρνης δὲ Ἀφροδίτης ἱερόν ἐστι παρὰ
: οὐ μόνον προπίνων , ἀλλὰ καὶ τὴν φιάλην χαρίσεται χρυσῆν οὖσαν . δηλοῖ γὰρ τὸ δωρεῖσθαι , ὡς καὶ
6593570 ἐπτερωμενον
. κἀκεῖνος δὲ οὐκ ἦν ἵπποςοὐ γάρ ἐστιν ὅπου τις ἐπτερωμένον ἵππον εὑρήσειἀλλὰ πλοίῳ ἐμβὰς οὗ πτερὰ τυγχάνει τὰ λαίφη
κατ ' ὄναρ λαμπάδα τεκεῖν . τινὲς δὲ ἤκουσαν γρυνὸν ἐπτερωμένον τὴν ναῦν διὰ τὰς κώπας ἤτοι τὰ πτερά ,
6591082 ἁλουργη
καὶ τὴν βακτηρίαν καὶ τὴν κόμην , φιλῇς δὲ τὰ ἁλουργῆ καὶ τὴν τρυφήν , οὐ παύσει τοὺς ἐραστὰς ἐπισυρόμενος
ὑακίνθου τε καὶ σμαράγδου καὶ στρεπτὸν τοιοῦτον πλατὺν καὶ χλαῖναν ἁλουργῆ τε καὶ χρυσόπαστον ἠμφιεσμένος . ὅμως κἂν ταύτης τις
6590089 πορφυριδα
ἐν ταραχῇ ὄντα πολλῇ κατὰ Τροίαν ἀκαταστασίαν τῶν Ἑλλήνων παῦσαι πορφυρίδα ἔχοντα . μυοῦνται δὲ ἐν τῇ Σαμοθρᾴκῃ τοῖς Καβείροις
Αἴαντι δὲ συνάχθοιτο δεύτερον ἡττηθέντι . ἐφόρει δὲ ὑπὸ τρυφῆς πορφυρίδα καὶ στρόφιον λευκὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς εἶχεν σκίπωνί τε
6588573 κομην
' ἀπαγγελῶν ἄρα ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . .
χρωμένουϲ . εἰ δ ' ἐπὶ τούτοιϲ βέλτιον διατεθῶϲι , κόμην ἀψινθίου ἐν μελικράτῳ ϲυνέψονταϲ διδόναι πίνειν καὶ παντοίωϲ ῥωννύναι
6587906 ἐνδυς
Περγαίων τινὰς τὴν ὁδὸν ἡγησομένους . καὶ ὁ Ἀμφοτερὸς στολὴν ἐνδὺς ἐπιχώριον , [ καὶ ] ὡς μὴ γνώριμος εἶναι
ἀπὸ Λακεδαιμονίων , νὺξ ἐν μέσῳ , ὁ δὲ ἐσθῆτα ἐνδὺς ῥυπῶσάν τε ἅμα καὶ φαύλην ὧδε ἔχων προῄει πρόσωπόν
6584970 βουν
τὰν παρεοῖσαν ἄμελγε : κατὰ τὴν παροιμίαν : τὸν θέλοντα βοῦν ἔλαυνε , ἤγουν τὴν ἀγαπῶσαν φίλει . κιχλίζοντι :
ἔφην ἐγώ . βοῦν δ ' εὐρυμέτωπον ; οὐ θύω βοῦν , ἄθλιε . μῆλα θυσιάζεις ἆρα ; μὰ Δί
6581058 ἐκλαυσε
τῷ Βαρούχ , καὶ λύσας ἀνέγνω καὶ κατεφίλησεν αὐτὴν καὶ ἔκλαυσε ἀκούσας διὰ τὰς λύπας καὶ τὰς κακώσεις τοῦ λαοῦ
ἓξ ἡμέρας ἐτελεύτησεν καὶ ἡ Εὔα . ζώσης δὲ αὐτῆς ἔκλαυσε περὶ τῆς κοιμήσεως αὐτῆς διὰ τὸ μὴ γινώσκειν ποῦ
6578004 χελιδονα
ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ
ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς
6576866 Λαμωνα
αὐτίκα τε δώσειν ἐπηγγέλλοντο τὴν Χλόην καὶ πείσειν ὑπισχνοῦντο τὸν Λάμωνα . Ἡ μὲν δὴ Νάπη μετὰ τοῦ Δάφνιδος αὐτοῦ
Καὶ τὴν μὲν ἀποπέμπει κομίσουσαν τοὺς ἀμφὶ τὸν Δρύαντα καὶ Λάμωνα καὶ ὅσα πρέπει θυσίᾳ : αὐτὸς δὲ ἐν τούτῳ
6568355 ὀρνιν
. Ποῦ γὰρ ἶσον ἰχθύν τε ἀνελκύσαι τοῦ βυθοῦ καὶ ὄρνιν ἐξ ἀέρος ἐπισπάσασθαι , καὶ θηρσὶν ἀγρίοις μάχην ἐν
' ἄλλο σῶμα εἰς γῆν κύψασαι ποιοῦσι προσιέναι ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον , καὶ εἶτα ἐπιθέμεναι κτείνουσι . τοὺς δὲ
6560486 κροκωτῳ
; τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος λαλεῖ κροκωτῷ ; τί δὲ δορὰ κεκρυφάλῳ ; τί λήκυθος καὶ
. Ἐπειδὴ γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν χιτῶνι κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς
6560189 χρυσοπαστον
ἤδη δὲ πέρας ἔχοντος τοῦ δράματος ἀποδυσάμενος ἕκαστος αὐτῶν τὴν χρυσόπαστον ἐκείνην ἐσθῆτα καὶ τὸ προσωπεῖον ἀποθέμενος καὶ καταβὰς ἀπὸ
διαδήματα ἔχοντας καὶ ξίφη ἐλεφαντόκωπα καὶ ἐπίσειστον κόμην καὶ χλαμύδα χρυσόπαστον , ἢν δέ , οἷα πολλὰ γίνεται , κενεμβατήσας
6559334 Φιλομηλαν
καθῆκον ἐκ τοῦ θεοῦ : λέγουσιν ὡς Τηρεὺς συνοικῶν Πρόκνῃ Φιλομήλαν ᾔσχυνεν , οὐ κατὰ νόμον δράσας τὸν Ἑλλήνων ,
τὴν παῖδα . Ἐπερυθριῶν δὲ τῷ δράματι , γλωσσοτομεῖ τὴν Φιλομήλαν ὅπως τὸ ἀθέμιτον μὴ ἐξείποι πρᾶξιν καὶ καταλιμπάνει αὐτὴν
6547342 πεποιημενην
δ ' ὄπισθεν αὐτοῦ κοίλην καὶ ὁμοίως συμπεριαγῆ τῇ ἐκτὸς πεποιημένην , καθάπερ γὰρ καὶ τῶν ἀρχαίων ὀργάνων τὰ πλεῖστα
οὔτι που ταῖσδε ὁμοίαν , ἐκ σιδήρου τε καὶ χαλκοῦ πεποιημένην , πολὺ μέντοι κραταιοτέραν , τὸ δὲ σχῆμα καὶ
6542068 ἐμβαλουσα
ἀντὶ τοῦ “ ζέσον ” . γρ . ἄφευε . ἐμβαλοῦσα καὶ μίξασα καὶ τῶν πυρῶν σὺν αὐτοῖς : δοκοῦσι
ἐξ Ὑπερβορέων παραγεγονέναι , ὡς τάχιστα ὤφθη εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβαλοῦσα , ἐμμανῶν γενομένων τῶν μάντεων διεσπάσθη ὑπ ' αὐτῶν
6538202 ἁρπην
: εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ , ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην καρχαρόδοντα , δόλον δ ' ὑπεθήκατο πάντα . ἦλθε
μόλιβδον βαστάζει ἐν τῇ ἀριστερᾷ , ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ ἅρπην , καὶ ῥίπτων ἑαυτὸν ἐν τῷ βυθῷ , δεδεμένος
6536117 ἁρπης
καὶ ἄμπελος * γαμφαῖσι καὶ σιαγόσιν ἅρπαις ἤγουν δρεπάναις ἢ ἅρπης καὶ δρεπάνης . πλανηθεὶς ὑπὸ τῶν ἄλλων εἶπον καὶ
. Ἢν δὲ ἀπωθῆται ἢ ἀπορρίψῃ , ἴστω τῇ τῆς ἅρπης ἀπειλῇ ἔνοχος ὤν , κἂν πέμψῃ ὅσα ἐχρῆν .
6534641 ξυστιδα
τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολήν . ὁ δὲ Σικελίας τύραννος Διονύσιος ξυστίδα καὶ χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ περόνῃ μετελάμβανε τραγικόν . Ἀλέξανδρος
οἱ ἁ μεγάλοιτος ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν
6529252 ἐκαθευδε
ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος
[ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο .
6526139 φριξας
σκύλακι κελεῦσαι αὑτὸν περικαθᾶραι . μαινόμενον δὲ ἰδὼν ἢ ἐπίληπτον φρίξας εἰς κόλπον πτύσαι . Ἔστι δὲ ἡ μεμψιμοιρία ἐπιτίμησις
φυσικῇ μανίᾳ πληγεὶς τόν τε αὐχένα σιμώσας καὶ τὴν κόμην φρίξας , ὄρθιον ἀρθεὶς τῆς ἕδρας αὐτὸν ἀπεβάλετο , καὶ
6524672 ἠμφιεστο
, οἷς ἐνέβαλλον ταῖς τῶν πολεμίων ναυσὶ καὶ κατέδυον : ἠμφίεστο δὲ ταῦτα χαλκῷ ἢ σιδήρῳ , τύπον ἀποτελοῦντα κριῶν
ἃ χρόνου δεῖται εἰς τὸ θαυμάσαι καὶ ὀφθαλμῶν ἀκριβεστέρων . ἠμφίεστο δὲ λευκόν τινα κόσμον † ἰκέον † διαφανῶν καὶ
6521259 βυσσῳ
βᾶριν , ὁ δὲ λίθος ὄπισθε ἐπελκόμενος καὶ ἐὼν ἐν βυσσῷ κατιθύνει τὸν πλόον . Ἔστι δέ σφι τὰ πλοῖα
ἐνδύματα ἀμόργινα ἢ ἀμοργίδια λεγόμενα : οἱ δὲ τὰ παραπλήσια βυσσῷ . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου ὑποστάθμη
6520882 χιτωνισκον
μέν , “ ἔφη , ” τὸ ἄροτρον μεθεὶς τὸν χιτωνίσκον ἐκάθηρεν : ὡς δ ' αὖθις ἐδάκνετο , ἵνα
φέρειν τὸ μέγεθος τῆς ὀδύνης . ἠναγκάσθημεν οὖν αὐτοῦ τὸν χιτωνίσκον ἀφελεῖν , οὐκ ἀποδύσαντες , ἀλλὰ διαρρήξαντες μὲν πρῶτον
6511202 Χλοης
τοιούτου γηροτρόφου εὐτυχήσαντας . Καὶ τοῖς ἐπαίνοις μὲν ἥδετο , Χλόης ἀκροωμένης : ὅτε δὲ κατεῖχον αὐτόν , ὡς θύσοντες
λόγων . Ὁ δὲ Δόρκων ὁ βουκόλος , ὁ τῆς Χλόης ἐραστής , φυλάξας τὸν Δρύαντα φυτὸν κατορύττοντα πλησίον κλήματος
6509907 ἀγρευσαι
γῆν κάτω αὐτοῖς πτεροῖς . Φασὶν δὲ καὶ Καρχηδόνιον νεανίαν ἀγρεῦσαι λέοντα ἄρτι ἐκ γάλακτος , καὶ ἡμερῶσαι τοῦτον παρανόμῳ
ὅ τι λέγοιεν . οἱ δέ φασιν ἐν ἁλείᾳ μὲν ἀγρεῦσαι μηδέν , ἐφθειρίσθαι δέ , καὶ τῶν φθειρῶν οὓς
6509847 προσενεχθεισης
Τένην καὶ Ἡμιθέαν ἀφῆκεν εἰς θάλασσαν . τῆς δὲ λάρνακος προσενεχθείσης τῇ τότε Λευκόφρυι νήσῳ , νῦν δὲ ἀπὸ τοῦ
πετάλων ἁψάμενος ἀκινητεῖ καὶ λύκος ἀκίνητος μένει , σκίλλης αὐτῷ προσενεχθείσης . Πελαργοὶ πέταλα πλατάνου ταῖς ἰδίαις νοσσιαῖς ἐπιτιθέασι ,
6501306 ὡπλισμενον
γυμνὸν ἐλέφαντα ἴδωσιν , ἵπποι φεύγουσι : πυργοφόρον δὲ καὶ ὡπλισμένον , βέλη καὶ σφενδόνας ἐξαφιέντα οὐδὲ ἰδεῖν τὴν ὄψιν
. ἔκριναν δή τινα τῶν οἰκείων τὸν μάλιστα εὐτολμότατον ἔνδον ὡπλισμένον καταλιπεῖν ἐλλοχῶντα . νύκτωρ οὖν ἐπὶ τὴν συνήθη δαῖτα
6501001 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
6498036 Μεδουσαν
ὁμοῦ καὶ πέπηγεν αὐτοῦ τὰ πολλά , ὅσα εἶδε τὴν Μέδουσαν : ὁ δὲ λύσας τὰ δεσμὰ τῆς παρθένου ,
, , . . . . . : Φερεκύδης φησὶ Μέδουσαν εἶναι τὴν Πολύβου γυναῖκα , θυγατέρα δὲ Ὀρσιλόχου τοῦ
6492874 κυνηγετης
τοῦ πολίτου καὶ ἡ πολῖτις τῆς πολίτιδος , καὶ ὁ κυνηγέτης τοῦ κυνηγέτου καὶ ἡ κυνηγέτις τῆς κυνηγέτιδος , οὕτω
Ἰηλυσὸν περὶ τὸν καλούμενον Σχεδίαν . καὶ αὐτοῖς περιτυχὼν Θαμνεὺς κυνηγέτης ἦγεν ὡς ξενίσων εἰς τὸν οἶκον καὶ τὸν οἰκέτην
6487861 βυρσαν
ὅθι πνεύμονος ἕδρη . ἀλλ ' οὐδ ' ὣς ὑπὸ βύρσαν ἔδυ πολυώδυνος ἰός , ἀλλ ' ἔπεσε προπάροιθε ποδῶν
δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα βοῦς μέγιστος , τὴν δὲ βύρσαν καὶ τὸ χρῶμα ἐλέφαντος ἔχει καὶ σχεδὸν εἰπεῖν καὶ
6485650 λαρνακα
. πεῖραν οὖν καθεῖναι καὶ μάλα ἐλεγκτικήν φασιν αὐτόν . λάρνακα πληρώσας κεραστῶν ἐμβάλλει τὸ βρέφος , οἱονεὶ πυρὶ τὸν
' ἄρα καὶ ὁ τῶν γυναικῶν χορὸς τὴν θεοφόρον ἀράμεναι λάρνακα καὶ ὄνῳ ἐπιθέμεναι τὸν αἰγιαλὸν καταλαμβάνουσι καὶ θαλαττοπόνῳ πρεσβύτῃ
6484801 Δαφνιδος
Πᾶνα καὶ τὰς Νύμφας ὡς οὐδὲν ψεύσομαι . Οὐκ εἰμὶ Δάφνιδος πατήρ , οὐδ ' εὐτύχησέ ποτε Μυρτάλη μήτηρ γενέσθαι
γεγενημένοις καὶ ἀβίωτον νομίζων τὸν βίον , εἰ μὴ τεύξεται Δάφνιδος , περιπατοῦντα τὸν Ἄστυλον ἐν τῷ παραδείσῳ φυλάξας καὶ
6484288 Γυγης
ναιετάουσιν ἐπ ' Ὠκεανοῖο θεμέθλοις , Κόττος τ ' ἠδὲ Γύγης : Βριάρεών γε μὲν ἠὺν ἐόντα γαμβρὸν ἑὸν ποίησε
: αὐτὸς δ ' ἔφη ταύτας γινώσκειν . Ὁ δὲ Γύγης ἐκέλευε τὸν ἄνθρωπον ἡγεῖσθαι : καὶ αὐτὸς ἐκείνῃ τὸ
6474494 ὑδρον
συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν τῇ κρήνῃ ὕδρον ἔφερε τοῦτον σὺν τῷ κρατῆρι , φάσκων αὐτὸν ἐκπίνειν
τὰς ἀπὸ τῆς συκῆς κάμπας εἰς κανθαρίδας , τόν τε ὕδρον εἰς ἔχιν , ξηραινομένων τῶν λιμνῶν . Ἔνια δὲ
6468257 ζωμ
' ἀμφορεαφόρος τις ἀποφορὰν φέρων . οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ ' ἐνδεδυμένην ; ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ '
' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα παρυφές , ξυστίδα ,

Back