ὁ τῶν ἀσωμάτων καὶ ἀφθάρτων ἀγαθῶν πτηνὸς καὶ οὐράνιος ἔρως ἐνδιαιτᾶται . ὅταν οὖν ὑπὸ τῆς ἰδέας πληχθεὶς ἕπηται τῇ
, ὑφ ' ὧν τὰ πολλὰ μνήμασιν ἀνθ ' ἱερῶν ἐνδιαιτᾶται . πρὸς ταῦτα χρὴ βλέποντας οὕτω τὴν αἵρεσιν ποιεῖσθαι
6666810 Σελληεις
οὗ καὶ Σελλοὶ οἱ περίοικοι . καὶ ὅτι ἕτερός ἐστι Σελλήεις ποταμός . . . . περιττὸς ὁ στίχος :
εἰς Ἐφύρην ἐθέλει πίειραν ἄρουραν ‚ . ποταμὸς Ἤλιδος ὁ Σελλήεις ὃς ῥεῖ ἀπὸ Λασίωνος ὄρους . . . .
6368174 ἀπορρητος
καὶ νῦν κολάζονται , ἄβατος δὲ τῷ θνητῷ γένει καὶ ἀπόρρητος ὁ οὐρανός . Τοιοῦτος ὁ βίος τῶν θεῶν .
ποταμῷ δὲ Εὐφράτῃ τέμνεται ξὺν ὁμοιότητι τοῦ εἴδους , ὃν ἀπόρρητος ὑποστείχει γέφυρα τὰ βασίλεια τὰ ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἀφανῶς
6366334 προῳδικα
. ἐπῳδικὰ καλεῖται , ἐὰν δὲ ἐν τῇ πρώτῃ , προῳδικά , ἐὰν δὲ ἐν μέσῳ , μεσῳδικά . Ταῦτα
στροφῇ , ἐπῳδῷ , ἀντιστροφῇ , ἐπῳδῷ : ἅτινα ἐλέγετο προῳδικά , ἐπῳδικά , μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . Σύγκειται δὲ
6333964 φλεως
ἐσθίειν . ἔτνος δὲ κύαμος ἤ τι ὄσπριον ἄλλο . φλέως : δισυλλάβως , τὸ φυόμενον ἐν τοῖς ἕλεσι φυτόν
τὰς ὑπεραυξήσεις τῶν ὀνύχων ἀφαιρεῖν . Φλέϊνα τὰ ἀπὸ τοῦ φλέως πλεκόμενα . Πεποίθησις οὐκ εἴρηται , ἀλλ ' εἴ
6304899 ἀρρενοθηλυς
καὶ θήλεος , δυνάμει καὶ πολλαπλασιασμῷ γίνεται , διὸ καὶ ἀρρενόθηλυς καὶ γάμος καὶ ἀρτιοπέρισσος καλεῖται . κέκληται δὲ γάμος
καὶ θήλεος , δυνάμει καὶ πολλαπλασιασμῷ γίνεται : διὸ καὶ ἀρρενόθηλυς καλεῖται . καὶ γάμος καλεῖται κυρίως , ὅτι οὐ
6299015 ἀπηρτισμενος
κεʹ . Τέλειός ἐστιν ἰατρὸς ὁ ἐν θεωρίᾳ καὶ πράξει ἀπηρτισμένος . κστʹ . Ἄριστος ἰατρός ἐστιν ὁ πάντα πράττων
ὀργάνων , . , . * ? Ἀπήορος : ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς : παρὰ τὸ ἀείρω ἀπάορος καὶ ἀπήορος
6280077 μεσῳδικα
ἀντιστρόφῳ , ἐπῳδῷ : ἅτινα ἐλέγοντο προῳδικὰ καὶ ἐπῳδικὰ καὶ μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . . Πινδάρου λυρικοῦ Ὀλυμπιονῖκαι . Ἐπειδὴ
ἀντιστροφῇ , ἐπῳδῷ : ἅτινα ἐλέγετο προῳδικά , ἐπῳδικά , μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . Σύγκειται δὲ τὸ πρῶτον τουτὶ ᾆσμα
6187362 ῥωπος
βοᾶν καὶ κράζειν Ἕλληνες . γέλγη καὶ γελγοπώλης Ἀττικοί , ῥῶπος καὶ ῥωποπώλης Ἕλληνες . γηρᾶναι καὶ καταγηρᾶναι Ἀττικοί ,
δὲ ἐντιθέμενα ταῖς ναυσὶ φόρτος , φορτία , ἀγώγιμα , ῥῶπος , γόμος , παρενθῆκαι . ἀφ ' ὧν ῥήματα
6185464 λυχνια
Ἅμα δὲ τούτοις ἐδημιουργεῖτο καὶ σκεύη ἱερά , κιβωτός , λυχνία , τράπεζα , θυμιατήριον , βωμός . ὁ μὲν
μὲν ἐφ ' οὗ ἐντίθεται ὁ λύχνος , ἡ καλουμένη λυχνία : τοῦ δὲ λυχνίου τὸ ἀπευρυνόμενον , ᾧ ἐπιτίθεται
6171965 διερχομενη
μὴ ἰσοχρονίως μήτε τὸν διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλον αἰεὶ διερχομένη μήτε πρὸς τὴν κατὰ τὸ πλάτος αὐτοῦ πάροδον ἀποκαθισταμένη
φωνῆς , δύο εἰκότως καὶ τόπους , οὓς ἑκατέρα κατέχει διερχομένη , ᾤοντο εἶναι . καὶ τὸν μὲν τῆς συνεχοῦς
6169515 διαρρεων
τοῖς Ἀλβανοῖς οἱ Ἀρμένιοι συνάπτουσιν . Ὁ δὲ Κῦρος ὁ διαρρέων τὴν Ἀλβανίαν καὶ οἱ ἄλλοι ποταμοὶ οἱ πληροῦντες ἐκεῖνον
ὠνεῖται τῇ θεῷ ὅπου ἀνεῖλεν ὁ θεός . ἔτυχε δὲ διαρρέων διὰ τοῦ χωρίου ποταμὸς Σελινοῦς . καὶ ἐν Ἐφέσῳ
6135915 ἀθερωματων
λγʹ . Περὶ χοιράδων . λδʹ . Περὶ ϲτεατωμάτων καὶ ἀθερωμάτων καὶ μελικηρίδων . λεʹ . Περὶ κηρίων . λϚʹ
, εἶτα τοῖϲ πρὸϲ τὰ ἕλκη κολλυρίοιϲ . Περὶ γαγγλίων ἀθερωμάτων ϲτεατωμάτων μελικηρίδων ἐν βλεφάροιϲ . γίγνεταί τιϲιν ἔξωθεν τῶν
6131149 καλλιρροου
' ἔπι Πυρηναῖον ὄρος καὶ δώματα Κελτῶν , ἀγχόθι πηγάων καλλιρρόου Ἠριδανοῖο , οὗ ποτ ' ἐπὶ προχοῇσιν ἐρημαίην ἀνὰ
περὶ Διὸς καὶ Κόρης φησί : κύκλον τ ' ἀέναον καλλιρρόου ὠκεανοῖο [ ὃς ] γαῖαν δίνῃσι πέριξ ἔχει ἀμφιελίξας
6120694 βαθυτερα
, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐπιστάμενον δίαιτάν τε Ἰάδα καὶ ἤθεα βαθύτερα ἢ κατὰ Θρήικας , οἷα Ἕλλησί τε ὁμιλήσαντα καὶ
ταῖς ἐφεξής φλεψὶ κατακερματιζόμενον διανέμει . Ὃ δὴ κἀπὶ τὰ βαθύτερα χωροῦν ἐντεῦθεν τοῦ σώματος εἰς σαρκὸς ἀλλοίωσιν κατεπείγεται ,
6115581 ὠδινει
ἑκάστοτε ἐν ὠδῖσίν ἐστιν , ὅτε χρημάτων ἐρᾷ , [ ὠδίνει , ] ὅτε δόξης , ὅτε ἡδονῆς , ὅτε
βληχητά , ἃ δὴ καὶ μαρυκᾶσθαι λέγουσιν . Ὁ γαλεὸς ὠδίνει διὰ τοῦ στόματος ἐν τῇ θαλάττῃ , πάλιν τε
6114170 τεινηται
ὑετοῖο . Εἴ γε μὲν ἠερόεσσα παρὲξ ὄρεος μεγάλοιο πυθμένα τείνηται νεφέλη , ἄκραι δὲ κολῶναι φαίνωνται καθαραί , μάλα
ὀπιϲθότονοϲ : ὅταν δὲ ἰϲοϲθενῶϲ ἐφ ' ἑκάτερα τὰ μέρη τείνηται , τότε τέτανοϲ ὀνο - μάζεται . τοὺϲ μὲν
6110089 ἑλμινς
καὶ κλητικήν , οἷον ὁ Τίρυνς ὦ Τίρυνς , ἡ ἕλμινς ὦ ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ
ἑλμίνθων γένεσις . Περὶ πλατείας ἕλμινθος . Καὶ ἡ πλατεῖα ἕλμινς πλεονάζει μὲν ἐπὶ πυρετῶν , γίνεται δὲ καὶ ἐν
6107780 εὐδηλα
' οἵᾳ δι ' αἰῶνος τύχᾳ : πεπλήγμεθ ' : εὔδηλα γάρ : νέᾳ νέᾳ δύᾳ δύᾳ : Ἰαόνων ναυβατᾶν
κώλων εʹ . πεπλήγμεθ ' ] ναί , ἐτρώθημεν . εὔδηλα ] φανερὰ ἃ πεπόνθαμεν . νέαι νέαι ] †
6093756 συνδειται
Ἄνθρωπος γοῦν καὶ ζῷον καὶ λογικὸν καὶ πολλὰ μέρη καὶ συνδεῖται ἑνὶ τὰ πολλὰ ταῦτα : ἄλλο ἄρα ἄνθρωπος καὶ
διαρθρώσεως ἔργον ἐκτείνειν τε καὶ κάμπτειν ὅλην τὴν χεῖρα . συνδεῖται δὲ καθ ' ἑκάτερον τῶν περάτων ὁ πῆχυς τῇ
6066416 καταγωγῃ
τοῖς περιέχουσιν αὐτὴν σιδηροῖς δεσμοῖς : ἐν μὲν οὖν τῇ καταγωγῇ , καθότι δεδηλώκαμεν , ἀναγκαῖον ἦν ἀπορθοῦσθαι τὰς λεπίδας
εἴρηκε χαριέντως : σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή . καταγωγῇ γὰρ ἔοικεν ὁ γεροντικὸς θάνατος , ἐκβολὴ δὲ καὶ
6061177 ἐπῳδικα
γὰρ κατὰ σχέσιν τὰ μέν ἐστι μονοστροφικά , τὰ δὲ ἐπῳδικά , τὰ δὲ κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ , τὰ δὲ
δὲ κατὰ σχέσιν τὰ μέν ἐστι μονοστροφικά , τὰ δὲ ἐπῳδικά , τὰ δὲ κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ , τὰ δὲ
6052899 ὀρχηστριδι
ἦρχεν ᾠδῆς . ἐπεὶ δ ' ᾖσεν , εἰσεφέρετο τῇ ὀρχηστρίδι τροχὸς τῶν κεραμεικῶν , ἐφ ' οὗ ἔμελλε θαυματουργήσειν
ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα , παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα . ἡ δὲ λαμβάνουσα
6040487 ἐλλαμπει
φαίνεται . Καὶ τὰ μὲν τῶν θεῶν χρηστὰ τῇ ὄψει ἐλλάμπει , τὰ δὲ τῶν ἀρχαγγέλων βλοσυρὰ ἅμα καὶ ἥμερα
ἐθέλουσι συνιέναι οὐδ ' ἴσασιν , ὅτι , ὅσον ἐκεῖνο ἐλλάμπει , οὐ μήποτε τὰ ἄλλα ἐλλείπῃ , ἀλλ '
6036210 ἀθεατα
ὑπὲρ γῆς ἡλίου , καὶ ἐπεῖδεν ἥλιος ἐν Ῥόδῳ τὰ ἀθέατα θεάματα ἑαυτῷ . καὶ Ὅμηρος μὲν πλοῦτον ἔφη καταχέαι
τούτῳ γὰρ ἐπιτέτραπται δι ' ἔτους ἅπαξ εἰσιόντι ἐπισκοπεῖν τὰ ἀθέατα ἄλλοις , ἐπειδὴ καὶ ἐξ ἁπάντων μόνῳ ὁ τῶν
6026340 ἀμφιφων
ἄμης πλακοῦντος εἶδος , καὶ τὸ διακόνιον δὲ καὶ ὁ ἀμφιφῶν , ὡς φερεκράτης : διακόνιον ἔπησθεν , ἀμφιφῶντ '
ὑπὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου . . , . : ἀμφιφῶν πλακοῦς Ἀρτέμιδι ἀνακείμενος , ἔχει δ ' ἐν κύκλωι
6013110 βομβυλιος
ὁ κρυψιμέτωπος καὶ τρυήλης Μεντορουργὴς εὐλαβῆ ἔχων τὴν κέρκον καὶ βομβυλιὸς καὶ δειροκύπελλον καὶ γηγενῆ πολλὰ οἷα Θηρικλῆς ὤπτα ,
σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος μελίσσης . καὶ ποτηρίου δὲ εἶδος , ὡς
6005829 νεμομενος
ἔνθ ' οὔτε ποιμὴν ἀξιοῖ νέμειν βοτὰ οὔτ ' ἀσχέδωρος νεμόμενος καπρῴζεται . οὐδὲν δὲ θαυμαστὸν Αἰσχύλον ἐν Σικελίᾳ διατρίψαντα
λέγει . Ἦν δὲ ἄρα πέτραις ἠθὰς καὶ ἐν ταύταις νεμόμενος γένος κεστρέως ἰχθύς , καὶ ἰδεῖν ξανθός ἐστι .
5973859 καυληδον
ἐντεριώνην ἔχοντα εὔθρυπτα , οὐ καμπτόμενα διὰ μαλακότητα ἀλλὰ καταγνύμενα καυληδόν , καπνῶδέϲ τι ἐν τῇ θραύϲει ἀνιέντα καὶ τοῦτο
. οἷον ἐὰν γάρ τις λάβῃ εὐθεῖαν καὶ τέμῃ αὐτὴν καυληδόν , ἔσονται δύο στιγμαὶ ἀχρόνως γενόμεναι , ὥστε οὐ
5961270 ἡβᾳ
θεοὶ γενέται , κλύετ ' εὖ τὸ δίκαιον ἰδόντες : ἥβᾳ μὴ τέλεον δόντες ἔχειν παρ ' αἶσαν , ὕβριν
πάντα θύειν ἑκατόν κατὰ μὲν φίλα τέκˈν ' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ δώδεκ ' , αὐτὸν δὲ τˈρίτον . ? Πηλέος
5957656 εἰλικρινης
δ ' ὄντως τῶν θεῶν τυγχάνουσα , τά τε ἄλλα εἰλικρινὴς καὶ καθαρὰ ἄτρεπτος ἀληθής , καὶ δὴ καὶ ὑπὸ
καὶ σφόδρα εὐώδης καὶ τῇ γεύσει πυρροτέρα τήν τε ὀσμὴν εἰλικρινὴς καὶ μὴ νοτίζουσα πταρμούς τε ἐν τῷ κόπτεσθαι κινοῦσα
5955270 ἐρειδομενον
' αἰθέρα καὶ κατὰ πόντον . ἀλλ ' ὁπόταν πλεόνεσσιν ἐρειδόμενον ποσὶ βαίνει , ἔνθα μένος γύοισιν ἀφαυρότερον πέλει αὐτοῦ
Ἀσωποδώρου πατˈρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατˈρῴαν ἄρουραν , ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετˈρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ :
5953167 ἐπιβεβηκε
δὲ ἀστράγαλος κατὰ μῆκος τοῦ ποδὸς κείμενος τῇ μὲν περόνῃ ἐπιβέβηκε καὶ συνήρμοσται ἀκινήτως . τοῖς δὲ τῆς κνήμης ὀστοῖς
γεγονότα πάντα ὑποζεύξας ἑαυτῷ περιέχεται μὲν ὑπ ' οὐδενός , ἐπιβέβηκε δὲ πᾶσιν . ἐπιβεβηκὼς δὲ καὶ ἔξω τοῦ δημιουργηθέντος
5943235 ἐπιβληματα
τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες
ἐσθῆτες μὲν τραγικαὶ ποικίλονοὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος ,
5942494 βιβλιδαριον
εἴποις ἂν βίβλοι , βιβλίον : παρὰ δὲ Ἀριστοφάνει καὶ βιβλιδάριον . καὶ χάρτας δὲ τοὺς γεγραμμένους Πλάτων εἴρηκεν ὁ
Ὅτι Ἀρριανὸς περὶ κομητῶν φύσεώς τε καὶ συστάσεως καὶ φασμάτων βιβλιδάριον γράψας , πολλοῖς ἀγωνίσμασι πειρᾶται δεικνύναι ὅτι μηδὲν μήτε
5934905 ἀμυδροτερα
: αὕτη γὰρ αἰσθητικωτέρα μέν ἐστι τῆς ἐν ἰχθύσιν , ἀμυδροτέρα δὲ τῆς ἐν ἀνθρώποις . διὸ | τῶν ἐμψύχων
αὑτῇ μένειν καὶ θεώρημα εἶναι : καὶ θεωρία ἄψοφος , ἀμυδροτέρα δέ . Ἑτέρα γὰρ αὐτῆς εἰς θέαν ἐναργεστέρα ,
5932301 ξυμμυει
μὲν ἄλλα ἀναστομοῦται , ὁ δὲ ὀμφαλὸς λεπτύνεταί τε καὶ ξυμμύει καὶ ἀποξηραίνεται . Ὥσπερ δὲ τοῖσιν ἐκ τῆς γῆς
, καὶ κοινωνεῖ τῶν ἐσιόντων : τὰ δ ' ἄλλα ξυμμύει : καὶ οὐκ ἀνεστομωμένα ἐστὶ πρόσθεν ἢ ἐν ἐξόδῳ
5930036 καθιδρυται
περιφερόμενον αὐτῷ ἐγκυκλίως αἰθέρα εἶναι , ἐν ᾧ τὰ ἄστρα καθίδρυται τά τε ἀπλανῆ καὶ τὰ πλανώμενα , θεῖα τὴν
. τῆς δὲ Κορωνίδος ἔστι μὲν καὶ ταύτης ξόανον , καθίδρυται δὲ οὐδαμοῦ τοῦ ναοῦ : θυομένων δὲ τῷ θεῷ
5922667 δωδεκαπηχυς
ἣ περιεῖχε τὴν ἐξ Ἰνδῶν κάθοδον Διονύσου , Διόνυσος ἦν δωδεκάπηχυς ἐπ ' ἐλέφαντος κατακείμενος , ἠμφιεσμένος προφυρίδα καὶ στέφανον
τῶν φύλλων ἔχει . μεγέθει δὲ μέγα , καὶ γὰρ δωδεκάπηχυς ἐξ αὐτῆς ἐρέψιμος ὕλη τέμνεται . διττὸν δὲ τὸ
5920085 Ὑδρη
κεφαλή , δύνει δὲ καὶ αὐχήν . Ἀντέλλει δ ' Ὕδρη μὲν ἐπὶ πλέον ἄχρι παρ ' αὐτὸν Κρητῆρα .
' εὖ μάλα πᾶσα μετήορος ἵσταται ἤδη : ἀλλ ' Ὕδρη , κέχυται γὰρ ἐν οὐρανῷ ἤλιθα πολλή , οὐρῆς
5911837 καταρτιζεσθαι
ἀλλὰ τὰ μὲν ἐπὶ τῶν κρατηθέντων δηλούμενα συνακτικὰ καθίσταται τοῦ καταρτίζεσθαι μηρὸν ἐξαρθρήσαντα : οὐ μὴν ἀλλ ' ἵνα μὴ
παραρθρεῖ , ἔσω , ἔξω , ἔμπροσθεν , ὀπίσω : καταρτίζεσθαι δ ' ὀφείλει ἤτοι ἐπὶ τοῦ βάθρου ἢ ἐπὶ
5908331 ἀμπυκι
τι θεῶν δαίδαλμα , τέτυκται , ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι : πὰρ δέ οἱ ἄνδρες καλὸν ἐθειράζοντες ἀμοιβαδὶς ἄλλοθεν
γυνὴ εἶναι . τὸ δὲ τὶ πρὸς τὸ δαίδαλμα . ἄμπυκι : τῷ συνδέοντι τὰς τρίχας , ἀπὸ τοῦ ἀμπέχειν
5907926 Ἀβροκομας
ἔταξεν , ὡς Ὅμηρος ἄξυλον ὕλην λέγει τὴν πολύξυλον . Ἀβροκόμας : οὗτος σατράπης ἦν Ἀρταξέρξου τοῦ Περσῶν βασιλέως .
πεζῇ εἰ μὴ τότε , ἀλλὰ πλοίοις , ἃ τότε Ἀβροκόμας προϊὼν κατέκαυσεν , ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ . ἐδόκει
5901088 νεκρωσει
γὰρ εἰδέναι ὅτι τὰ μέλανα οὖρα ἢ ἐπὶ καταψύξει καὶ νεκρώσει τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ καὶ τοῦ αἵματος καὶ τῶν χυμῶν
καταφοράν τε ἐργάζεται , καὶ χρὴ γινώσκειν ὡς ὅμοιόν τι νεκρώσει πάσχοντα τὰ μόρια καὶ τῶν ὀδυνώντων αἰτίων ἀναίσθητα γίνεται
5896073 νοητος
, ἄρχοντος δὲ νοῦ ὅμως ἀνάγκης . Ὁ μὲν γὰρ νοητὸς μόνον λόγος , καὶ οὐκ ἂν γένοιτο ἄλλος μόνον
τὸ ἔξω . Καὶ μέχρι τοῦ πρὸ τοῦ εἰδώλου ὁ νοητὸς κόσμος ἅπας τέλεος ἐκ πάντων νοητῶν , ὥσπερ ὅδε
5895166 αἰσθητος
. , . , , . Φωνή ἐστιν ἀὴρ πεπληγὼς αἰσθητὸς ἀκοῇ τὸ ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ ἐστιν . πᾶσα
ἤρτηται οὖν ὁ νοητὸς κόσμος τοῦ θεοῦ , ὁ δὲ αἰσθητὸς τοῦ νοητοῦ , ὁ δὲ ἥλιος διὰ τοῦ νοητοῦ
5885682 ἀδιοριστος
καὶ δευτέρῳ προσώπῳ διωρισμένη , ἐν δὲ τῷ τρίτῳ προσώπῳ ἀδιόριστος : ἐπειδήπερ ἀναρίθμητά εἰσι τὰ τρίτα πρόσωπα , εἰ
εἴ γε πρὸ παντὸς σπέρματος ἡ πάντα συνῃρηκυῖα ἐν αὐτῇ ἀδιόριστος μία φύσις . Διὸ καὶ τὸν Μῆτιν πρῶτον ὁ
5881659 ὑποχωρητικα
τὰ ψύχοντα τὰ ἐν τῇ κοιλίῃ : τὰ δὲ τοιαῦτα ὑποχωρητικά ἐστι : καὶ τὰ ψυχρὰ καὶ τὰ ὑγρά :
⌈ καλεῖται [ καλοῦνται ] : τὰ δὲ ἐξοδικὰ ἢ ὑποχωρητικά , ἅπερ ἐπὶ τῇ ἐξόδῳ τοῦ δράματος ᾄδεται ,
5862172 περιειχετο
τῶν καθ ' ἕκαστα : περὶ δὲ γένους οὐχί : περιείχετο γὰρ ἂν καὶ τὸ γενικώτατον , τοῦτο δὲ ἀρχὴ
ἐμνήσθη , ὅτι ὁ οἶκος τοῦ ὑμνουμένου ἑκατέρωθεν ἡρακλείοις τεμένεσι περιείχετο . λέγει δὲ ὅτι , [ εἰ ] ἐπιδέεται
5860604 κτυποις
δ ' ὡς εἰκὸς τὰ περὶ τὸν τόπον ἐθαυματουργεῖτο , κτύποις βροντῶν μειζόνων ἢ ὥστε χωρεῖν ἀκοάς , ἀστραπῶν λάμψεσιν
, μὴ τοῖς λόγοις κλέπτεσθε τοῦ γεροντίου , μὴ τοῖς κτύποις θέλγεσθε τοῦ μυθοπλόκου : ψευδῆ γὰρ ἱστόρησεν , εἰ
5859962 ἀγεννητος
τι ὁ τόπος , ἤτοι γεννητός ἐστιν ἢ ἀγέννητος . ἀγέννητος μὲν οὖν οὔκ ἐστιν : περιτυπούμενος γάρ , φασίν
γένεσις οὖσα πρώτη ἡ ψυχὴ αὐτὴ καθ ' ἑαυτήν ἐστιν ἀγέννητος καὶ ἄφθαρτος , οὕτω καὶ πασχόντων τῶν μετεχόντων τῆς
5858158 ἀρδῃ
Αἰγύπτῳ ποταμὸς καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ταῖς ἐπιβάσεσι πλημμυρῶν ὅταν ἄρδῃ τὰς ἀρούρας , τί ἕτερον ἢ ὑετός ἐστι κάτωθεν
ἀμβλωθρίδια , ἠλιτόμηνα : ὅσα δὲ ἂν ἐπινίφων ὁ θεὸς ἄρδῃ , τέλεια καὶ ὁλόκληρα καὶ πάντων ἄριστα γεννᾶται .
5854924 πεπηγεν
τέρματα τῆσδε σαφῆ χειρὸς ὑφ ' ἡμετέρης : ἀνυπέρβλητος δὲ πέπηγεν οὖρος . ἀμώμητον δ ' οὐδὲν ἔγεντο βροτοῖς .
τοῖς νοητοῖς ἀπὸ τοῦ ἑνὸς καὶ περὶ τὸ ἓν οἷον πέπηγεν . Καὶ γὰρ ὅσον ὑπονοεῖται πληθυόμενον ἐκεῖ , καθόσον
5851682 μιηι
, τὸ δὲ οὐκ ἐὸν γίνεσθαι . εἰ τοίνυν τριχὶ μιῆι μυρίοις ἔτεσιν ἑτεροῖον γίνοιτο , ὀλεῖται πᾶν ἐν τῶι
: Σαρδανάπαλλος Ἀνακυνδαράξου παῖς Ταρσόν τε καὶ Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρηι μιῆι . ἔσθιε , πῖνε , ὄχευε , ὡς τά
5848008 Τρισμεγιστε
, ταῦτα ἡγῇ κενὰ εἶναι ; Πῶς λέγεις , ὦ Τρισμέγιστε ; Οὐ σῶμά ἐστιν ὁ ἀήρ ; Σῶμα .
στενότητος ἐπίσχῃ τὴν κίνησιν ; Παμμέγεθές τι χρῆμα , ὦ Τρισμέγιστε . Ποταπῆς δὲ φύσεως ; τῆς ἐναντίας ἄρα ,
5847980 γαργαρεων
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης
5845983 Ψυχη
ἐμψύχοισι , τὸ δὲ σῶμα διαφέρει ἑκά - στου . Ψυχὴ μὲν οὖν αἰεὶ ὁμοίη καὶ ἐν μέζονι καὶ ἐν
ἀρνούμενοι εἶναι αἴσθησιν ὡμολόγησαν . Ὅμηρος μὲν οὖν εἰπών : Ψυχὴ δ ' ἠΰτ ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται , ἐν
5843798 καλχη
, τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς κλάδοις ἢ ἄνθεσι δασεῖα . κάλχη δὲ ἄνθος , ἢ τὸ ζῷον , ᾗ βάπτεται
ὅτι οὐ τέγγομαι τῷ τῶν ἱερείων αἵματι , ὁποῖα ἡ κάλχη , ὅ ἐστιν [ ἱερεῖον ] . . .
5835739 ἰωνικη
εἷς τις ἀνεδίδοτο συριγμός : εὐμενίᾳ . ἤγουν εὐμενῶς . ἰωνικὴ συστολή . [ . ] Τότε , φησίν ,
. ἀμηχανίῃσι : ἀπορίαις . Ἀνόρουσε : ὥρμησε , συστολὴ ἰωνικὴ , καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς
5827852 Καταντικρυ
χωρίου ἐπὶ Κάραμβιν ἀκρωτήριον ὑψηλὸν καὶ μέγα στάδιοι ρʹ . Καταντικρὺ δὲ τῆς Καράμβιδος ἄκρας ἐν τῇ Εὐρώπῃ κεῖται μέγιστον
, καταφερές . Καταντικρύ , κατ ' ἐναντίον . „ Καταντικρὺ καὶ κατευθὺ τῇ τὰ οἰκεῖα συναγούση ἀποτυπώματα . ”
5825715 ἐλλοχᾳ
ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ τρόπον ἕξεως πνευματικῆς πεφώλευκε καὶ ἐλλοχᾷ δι ' ὅλης ἄχρι περάτων τεταμένον : φλὸξ δέ
κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον δὲ αὐτόν ποτε ἐλλοχᾷ καὶ καθεύδοντα : ἦν δὲ ἄρα ἐμβαλὼν τὸ πρόσωπον
5825146 ἀναπλεοντι
τῶν περὶ τὰ ἱερά . παρηκολούθει δέ τις ἐξ Ἀλεξανδρείας ἀναπλέοντι εἰς τὴν Αἴγυπτον Αἰλίῳ Γάλλῳ τῷ ἡγεμόνι Χαιρήμων τοὔνομα
λιμὴν Δάφνη μαινομένη ἐν τῷ στόματι τοῦ Πόντου ἐν δεξιᾷ ἀναπλέοντι . ἔστι καὶ προάστειον Δάφνη ἐν τῷ στόματι τοῦ
5824463 πωρος
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν
5823249 ἐφεζομενη
γαίῃ πρόσθεν Μηριόναο πάγη ποδός : αὐτὰρ ἣ ὄρνις ἱστῷ ἐφεζομένη νηὸς κυανοπρῴροιο αὐχέν ' ἀπεκρέμασεν , σὺν δὲ πτερὰ
καὶ νηός , ἐπεὶ χόλον εὔνασε Μίνως , σὺν τῷ ἐφεζομένη πάτρην λίπε : τὴν δὲ καὶ αὐτοί ἀθάνατοι φίλαντο
5822478 Ἀμυκλαιος
διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , ἀγοραῖος : Ἀμυκλαῖος : Ἀθηναῖος : κορυφαῖος : Δερκεταῖος : Ἀριδαῖος :
αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς . λέγεται καὶ Ἀμυκλαΐτης ὡς Θηβαΐτης
5822302 συναναφαινεσθαι
τὰ πλείω ἢ ἐλάττω , ἀλλ ' ὡς ἐνδεχόμενα ἀεὶ συναναφαίνεσθαι τοιούτοις ἀρρωστημάτων εἴδεσιν , ἢ πάντα ἢ τὰ πλείω
συνεκλείπει καὶ τὸ ὁποῖόν τί ἐστι διὰ τὸ τοῖς ὅροις συναναφαίνεσθαι καὶ τὰς ἐν τῷ ὁποῖόν τί ἐστι λεγομένας διαφοράς
5820745 Κιλλα
λ , καὶ οὐχ ἕτερον σύμφωνον , οἷον Σκύλλα , Κίλλα , κόλλα , βδέλλα , ἅμιλλα . τὰ δὲ
Ἐν δὲ τῇ Ἀδραμυττηνῇ ἔστι καὶ ἡ Χρῦσα καὶ ἡ Κίλλα : πλησίον οὖν τῆς Θήβης ἔτι νῦν Κίλλα τις
5820485 διανοητικῃ
ἡ ἐν ἑαυτῷ ὑφ ' αὑτοῦ ἀρίστη κίνησιςμάλιστα γὰρ τῇ διανοητικῇ καὶ τῇ τοῦ παντὸς κινήσει συγγενήςἡ δὲ ὑπ '
τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὸ λυπηρὸν τοῦ κακοῦ . τῇ δὲ διανοητικῇ ψυχῇ τὰ μὲν φαντάσματα πρόκειται ὥσπερ καὶ τὰ αἰσθήματα
5820123 Ψυχρον
Αἴγυπτος τοῦ Νείλου . Γράφεται θερμὸν ὕδωρ : ἀκαίρως . Ψυχρὸν γὰρ ὡς ἐπὶ τὰ ἀρκτῶα μέρη , ὥς που
λογικὸν οὐδὲ ἀσφαλὲς διὰ τὴν συνέχειαν τῶν μακρῶν συλλαβῶν . Ψυχρὸν δὲ καὶ τὸ μέτρα τιθέναι συνεχῆ , καθάπερ τινές
5819859 βουβαλος
μόσχος , ἀμνός , χίμαρος , ἔλαφος , δορκάς , βούβαλος , τραγέλαφος , πύγαργος , ὄρυξ , καμηλοπάρδαλις .
τὸ δὲ ἐλάφῳ ἐν τῇ Λιβύῃ . ὅτι ἔστιν ἕτερος βούβαλος ὑπὲρ τὰς Ἄλπεις πλησίον Ῥήνου τοῦ ποταμοῦ . οὗτος
5816234 εἰλουμενος
συνέστηκεν ἀγαθά τε καὶ φαῦλα . ὁ γὰρ κόσμος σφαιρηδὸν εἰλούμενος καὶ τὰς τῶν ἀστέρων ἀπορροίας εἰς τὸν οὐρανὸν πέμπων
διὰ τὴν κοιλότητα : ὃ γὰρ ἐναποληφθεὶς ἀὴρ τῇ κοιλότητι εἰλούμενος ἐπὶ πολὺ καὶ ἐξελθεῖν μὴ δυνάμενος παρατείνει τὸν ψόφον
5812854 ἑνοτητι
τὰ μέρη , τῶν μερῶν δὲ εἰς τὸ ὅλον τρεπομένων ἑνότητι τοῦ παντός . εἰ δὲ ἐρήσεταί τις : τί
ἀντιπαραλλάσῃ πᾶς τις ἁρ - μὸς καὶ τῇ τῶν παρακειμένων ἑνότητι ἰσχὺν λαμβάνῃ . Κλίμακες δὲ ταῖς ἐπιζυγίσιν ἐπικείμεναι διαιρήσουσι
5811137 Θηβαιδι
κορύδυλιν . μνηονεύει αὐτοῦ καὶ Ἀντίμαχος ὁ Κολοφώνιος ἐν τῇ Θηβαίδι λέγων οὕτως : ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν
ἀνευρίσκοντας ἢ μεθοδεύοντάς τι τῶν χρησίμων : διόπερ ἐν τῆι Θηβαίδι χαλκουργείων εὑρεθέντων καὶ χρυσείων , ὅπλα τε κατασκευάσασθαι ,
5809584 κληθεισῃ
τοὺς ἰχθύας αὐτῶν . Ἐν Θρᾴκῃ δ ' ἐν τῇ κληθείσῃ ποτὲ Κεδριπόλει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἱέρακας κοινῇ θηρεύειν
αὐτὴν ἥρπασε καὶ ἐμίγη αὐτῇ ἐν τῇ ἀπ ' αὐτῆς κληθείσῃ Ῥόδῳ . εὐθυμάχαν : ἤτοι μὴ ἐπιστρεφόμενον ἐν τῷ
5808447 ναυλοχιον
. εἰς ἄχυρα καὶ χνοῦν τὴν αὑτοῦ σκιὰν δέδοικεν . ναυλόχιον ἐν τῷ μέσῳ . ἦ που κατὰ στοίχους κεκράξονταί
: ναῦς λοχᾶν καὶ ἐνεδρεύειν . Θουκυδίδης ἑβδόμῃ . καὶ ναυλόχιον : ὁ τοιοῦτος τόπος , ᾧ λιμένες ἔνεισιν .
5804594 εὐειλος
, ἐγχείρησις ἐμπεδορκεῖν ἐπιπταίσματα ἐπιφορήματα ἐπροξένει ἑστιοῦχον ἐσχαρίδα ἑτερεγκεφαλᾶν ἐτνήρυσις εὔειλος εὐζωρότερον εὐθετῆσαι εὐκόπως ἡμιφωσώνιον ἢ πόθεν θεοποιούς , θεοπλάστας
τροφῆς ἀνακτέον συμπαραλαμβάνοντα καὶ τὰ τοῦ ἀέρος . Ἡ γὰρ εὔειλος καὶ ἁπλῶς ἡ εὐδιεινὴ τὰ ἀσθενέστερα ἐκφέρει μᾶλλον ἡ
5801129 ζητητεα
οὐ γὰρ ἔστιν , ἀλλὰ δῆλον ὅτι ἄλλ ' ἄττα ζητητέα πλὴν ὀνομάτων , ἃ ἡμῖν ἐμφανιεῖ ἄνευ ὀνομάτων ὁπότερα
τῇ τοῦ ἀγαθοῦ ἀνδρὸς χρήσει . Φαίνεσθαι δὲ ταῦτα καὶ ζητητέα εἶναι καὶ χρωμένοις ὠφελεῖν . Οἷς δὲ τὸν ἀγαθὸν
5795125 τροφαλιδας
τε καὶ κατηγλαϊσμένοι . Κἂν αἰγέρων ἔφυσαν εὐγενέστεραι . Ναστοὺς τροφαλίδας ἀμφιφῶντας ἰτρία . Μοχθηρὸς ὢν καὶ τὴν γνώμην ἀχερδούσιος
ἐν Λήμνῳ γάρ φησιν ἀμελχθῆναι γάλα τράγου τοσοῦτον , ὥστε τροφαλίδας γενέσθαι . Τῶν δὲ ἀλκυόνων οἱ ἄρσενες κηρύλοι καλοῦνται
5794433 τριοδιτις
ἔστιν οὔτε ἦν πρότερον : ἀκόλαστος γὰρ ἢ μαχλὰς ἢ τριοδῖτις σοβὰς ἢ τὸ τῆς ὥρας ἄνθος ἐπευωνίζουσα ἢ καθαρσίοις
Ἑκάτῃ ἀποδίδοται ἡ τρίγλη διὰ τὴν τῆς ὀνομασίας κοινότητα : τριοδῖτις γὰρ καὶ τρίγληνος , καὶ ταῖς τριακάσι δ '
5793886 Βιθυνιαι
φησίν . . . ἄλλως : οὐκ ἐν τῆι πέραν Βιθυνίαι , ἀλλ ' ἐν τῆι τῆς Θράικης , ἥτις
τοῦτο πράξας ἀπέθανεν . . Θρασύμαχος Χαλκηδόνιος σοφιστὴς τῆς ἐν Βιθυνίαι Χαλκηδόνος ἔγραψε συμβουλευτικούς , τέχνην ῥητορικήν , παίγνια ,
5793146 πανος
ρικὰ , μὴ ἔχοντα διαστολὴν , βαρύνεται : Τάνος Φάνος πάνος . τὰ μέντοι ἐπιθετικὰ ἢ προσηγορικὰ ἔχοντα διαστολὴν ὀξύνεται
ρικὰ , μὴ ἔχοντα διαστολὴν , βαρύνεται : Τάνος Φάνος πάνος . τὰ μέντοι ἐπιθετικὰ ἢ προσηγορικὰ ἔχοντα διαστολὴν ὀξύνεται
5791443 κιστη
πηκτή ἀκτή βλαστή . τοῦτό τινες βαρύνουσιν . τὸ μέντοι κίστη βαρύνεται καὶ τὸ πέλτη . τὰ δὲ κύρια βαρύνεται
ἡ ξυλίνη , δι ' ὃ καὶ ἀντίπηξ καλεῖται : κίστη δὲ ἡ πλεκτή . κλῆσις μὲν ἡ εἰς ὁτιοῦν
5789619 γεννητα
αἰσθητά , δόξῃ περιληπτὰ μετ ' αἰσθήσεως , γιγνόμενα καὶ γεννητὰ ἐφάνη . τῷ δ ' αὖ γενομένῳ φαμὲν ὑπ
' αὐτῆς ἐδημιούργησε , τὸ δὲ ἔσχατον αὐτῆς εἰς τὰ γεννητὰ καὶ φθαρτὰ σώματα διεκόσμησεν . Διευκρινηθέντων δὴ οὖν τούτων
5787607 Κυφος
φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν τ ' ἐκ Παλαύθρων : *
] τοῦ ἀπογόνου Κύφου . οὕτως φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν
5787489 Ἀλεξανδρᾳ
μονοπροσώπως ὑπόθεσιν ἀφηγεῖσθαι τὴν οἱανδήποτε , οἷός ἐστιν ἐν τῇ Ἀλεξάνδρᾳ Λυκόφρων . Κωμικῶν δὲ ὁ γέλως μετὰ χορευτῶν καὶ
εὐαποκρίτως ἔχῃς : εἰσὶ γὰρ καὶ παρὰ Λυκόφρονι ἐν τῇ Ἀλεξάνδρᾳ καὶ παρὰ Ἡρακλείδῃ τῷ Ποντικῷ ἐν ταῖς Λέσχαις καὶ
5786464 λαμπουσα
δίφρου . ἠὼς δέ ἐστιν ἡ πρὸ τῆς ἀνατολῆς ἡλίου λάμπουσα . ἔνιοι δὲ μονόπωλον οὐχὶ τὴν ἕνα πῶλον ἔχουσάν
με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις . ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικορύφων σέλας ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου ,
5785556 ἠϊκται
* ἀπεχεύατο : ἀπορρίπτει διατείνει * σκολύμῳ : φυτόν * ἠΐκται : ὡμοίωται * τροχέην : γράφεται τραχέην * βριαρή
ζοφοείδελος δέ , ὅτι ζοφοειδής ἐστι κατὰ τὴν ὄψιν . ἠΐκται δέ , ἤγουν ὅμοιός ἐστι σκολύμῳ , ὅ ἐστι
5783834 εἰκοσιοκτω
οὖν τὴν σφαῖραν κατορύξας , εἰς γῆν κατατίθεται ἐπὶ ἡμέρας εἰκοσιοκτώ , ἐν ὅσαις καὶ ἡ σελήνη ἡμέραις τὰ δώδεκα
, αἱ δὲ παραδεδομέναι συλλήβδην καθ ' ἕκαστον τῶν γενῶν εἰκοσιοκτώ . τούτων δέ εἰσιν ὀνομασίαι αἵδε : προσλαμβανόμενος ,
5782247 ἐξωμις
δασύς , ὃν οἱ Σειληνοὶ φοροῦσιν . κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς : ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος , κατὰ τὴν
. ἔξω Γλαῦκε : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ὁ θαλάττιος . ἐξωμίς : χιτὼν ἅμα τε καὶ ἱμάτιον : ἦν γὰρ
5780072 Ἱερος
μυσταγωγίαν κατακρύπτει τῶν θείων δογμάτων . τοιοῦτος γὰρ καὶ ὁ Ἱερὸς σύμπας λόγος καὶ ὁ Φιλόλαος ἐν ταῖς Βάκχαις καὶ
πέρατι πρὸς δυσμαῖς . τὸ ἐθνικὸν Ἰερναῖος ὡς Λερναῖος . Ἱερὸς κόλπος , πλησίον Ἀράδου πόλεως . ὁ οἰκῶν Ἱεροκολπίτης
5779975 καταβαινοντος
τῆς καθ ' ἡμᾶς οἰκήσεως τοῦ ἡλίου , καὶ βορρὰν καταβαίνοντος , αὐχμηρά πως καὶ διατεθερμασμένα ἔτι λείπεται ἡμῶν τὰ
' ἀκριβοῦς αἰθρίας , δι ' ἀνεφέλου τοῦ ἀέρος , καταβαίνοντος ἐκ γῆς τοῦ πνεύματος , κατιόντος τοῦ ἀνέμου ,
5779363 ἀποτικτει
εἰρήσεται νῦν , καὶ μάλα ἐν καλῷ . χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει , καὶ φωλεύει τεκοῦσα , καὶ ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς
κατὰ μικρὰ ἀποθνήσκοντες . Ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη ᾠὰ μὲν ἀποτίκτει πολλά , οὐ πάντα δὲ ἐκγλύφει , ἀλλὰ ἀποκρίνει
5779273 Ζῳον
τῆς προγνώσεως καὶ τῶν ἐν αὐτῇ λοιπῶν οὕτως ζῴων . Ζῷόν ἐστιν ἐν ἀέρι πετόμενον ὃ καλεῖται ἔποψ , ἑπτάχρωμον
λεόντων ἴδια καὶ ἀνωτέρω καὶ νῦν δὲ ἀποχρώντως εἴρηται . Ζῷόν ἐστιν ὁ πυραύστης , ὅπερ οὖν χαίρει μὲν τῇ
5777891 ἑδρα
ἔοικε , τοῖς κακοῖσι φευκτέον . ἅπασι κοινὸν ῥῦμα δαιμόνων ἕδρα . ταῦτ ' οὐ δοκήσει τοῖς Μυκηναίοις ἴσως .
καὶ ψοφέει : ἢ ἐκ τοῦ κόλαξ , κόλος . ἕδρα δὲ παρὰ τὸ ἑδραῖον καὶ ἰσχυρὸν ἢ παρὰ τὸ
5777510 ἐγκεκορδυλημενος
κεφαλῆς , καὶ ἀπὸ τούτου ῥῆμα κορδυλέω , κορδυλῶ . ἐγκεκορδυλημένος ] περικεκαλυμμένος , συνεσφιγμένος τοῖς ἐπιβλήμασιν . κεκορδυλημένος ,
σισύρα περίβλημα ἂν εἴη ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος Ἀριστοφάνης λέγει . σπολὰς δὲ θώραξ ἐκ δέρματος ,
5775599 πυξῳ
περιφεροῦς , γεννωμένου ἐν δρυῒ τῇ ἐχούσῃ τὰ φύλλα ὅμοια πύξῳ . κόπτεται δ ' ὁ καρπός , εἶτα πλύνεται
, καὶ πρός γε τὴν κατόρυξιν ἔτι μᾶλλον ἀσαπής . πύξῳ δὲ χρῶνται μὲν πρὸς ἔνια , οὐ μὴν ἀλλ
5775447 Ῥητωρ
ὄντας ἡμᾶς ὁ τρισκατάρατος οὑτοσὶ Παρρησιάδης ὕβρικεν ἤδη ἐρῶ . Ῥήτωρ γάρ τις , ὥς φασιν , ὤν , ἀπολιπὼν
' εἶναι φλυαρίαν πρὸς ἐκεῖνον . φησὶ γοῦν οὑτωσὶ δυσχεραίνων Ῥήτωρ γάρ ἐστι νῦν τις ὧν γ ' ἐστὶν λέγειν
5773441 τιλμος
τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς Λ καταλήγουσαν ὀξύνεται . ὀφθαλμός τιλμός ψαλμός παλμός ἰνδαλμός . τὸ δὲ Ἄλμος τὸ κύριον
πάντα διακούσας ἀπῆλθ ' εἴσω ποτέ , βρυχηθμὸς ἔνδον , τιλμός , ἔκστασις συχνή . “ ἐγὼ ” γὰρ “
5772772 πορφυρεται
τύχας τοῖς χρώμασιν : ἐρυθραίνεται μὲν γὰρ οἷα παρθένος : πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς : καὶ λευκαίνεται δηλοῦν τὴν ἐν
τύχας τοῖς χρώμασιν . ἐρυθαίνεται μὲν γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν
5772043 Βροντη
ἦχον τὸν γινόμενον κατὰ τὴν πνοὴν τὸ ὄνομα γέγονε . Βροντή , παρὰ τὸ βρομῶ βρόμος : κυρίως δὲ ἐπὶ
Βοῤῥᾶς : ἴσως διὰ τὸ βίᾳ ῥεῖν καὶ ῥάσσεσθαι . Βροντή : ὡς οὖσα βαρεῖα τῇ φωνῇ . Βοῦς :
5767992 Μεδεων
πολυίστωρ , ἀπὸ Μεγιστέως τινός . τὸ ἐθνικὸν Μεγιστεύς . Μεδεών , Βοιωτικὴ πόλις . καὶ Φωκικὴ ἑτέρα . Στράβων
μαντεῖον λέγουσι γεγονέναι . Εἶτ ' Ὠκαλέα πόλις ἐστὶ καὶ Μεδεών . Μετά ταύτην ὑπόκειται Θεσπιὰ , κᾆτ ' ἐχομένη

Back