, ἔπειτα δ ' ὕστερον λύπας μακράς . συνεχῶς γὰρ ἐμπιμπλάμενος ἀμελὴς γίνεται ἄνθρωπος , ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός .
φιλοσοφίαν εἶναι . ἢ οὐκ οἶσθα τοῦτον ὅτι τραχηλιζόμενος καὶ ἐμπιμπλάμενος καὶ καθεύδων πάντα τὸν βίον διατετέλεκεν ; ὥστε σὺ
6460729 εὐτονοϲ
, ὠχρόϲ , ἀδρανήϲ , οὐδέν τι πρῆξαι τῶν ξυνήθων εὔτονοϲ : ἀλλὰ κἢν βαδίζῃ , λύεται τὰ μέλεα :
ἐδεήθην . Τοῖϲ δὲ τὸν χαμαιλέοντα τὸν μέλανα προϲενηνεγμένοιϲ δηγμὸϲ εὔτονοϲ καὶ πόνοϲ παρέπεται μετὰ ἀνατροπῆϲ ὅλου τοῦ ϲώματοϲ .
6396115 Ἁλις
ἐῤῥιζομένων . Ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς : ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν . Ἅλις δρυός : ἐπὶ τῶν εἴς τινα δίαιταν βελτίονα μεταβαλλομένων
τοὺς ἀποῤῥήτων κοινωνοῦντας τοὺς περὶ ἅλα καὶ κύαμον ἔλεγον . Ἅλις δρυός : ἐπὶ τῶν εἴς τινα δίαιταν βελτίονα μεταβαλλομένων
6388714 ἐφετμαις
ἐλαφροτάτου πυρὸς ὄμμα . βαίνει γὰρ τάδε θεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς : ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις βόσκων
πορευομένους . ἀνταποδιδόναι καὶ ἀντιχαρίζεσθαι αὐτῷ . . Ἐν ταῖς ἐφετμαῖς δὲ καὶ ταῖς ἐντολαῖς τῶν θεῶν φασι τὸν Ἰξίονα
6352332 ἠπιως
τε ἔτρεψε καὶ οὐκ ἐποιήσατο ὀργὴν οὐδεμίαν , ἀλλ ' ἠπίως αὐτὸν ἀπεπέμψατο . Τούτῳ δὲ ἐς λόγους ἐλθὼν Ξέρξης
τὼς ὥστε νέβρ ? [ μαζῶν ] τε χερσὶν ? ἠπίως ἐφηψάμην ? ἧιπερ ] ? ἔφηνε ? νέον ἥβης
6323727 περιπεπλεγμενον
Ἀθηναῖοι . φέρουσι δὲ οἱ παῖδες τότε θάλος ἐλαίας ἐρίοις περιπεπλεγμένον , ὅπερ εἰρεσιώνην ἐκάλουν . οἱ δέ φασιν ὅτι
τοῖς . διδασκάλοις χορδὴν ἐξ ἐμοῦ , ἤγουν λόγον τινὰ περιπεπλεγμένον ταῖς πανουργίαις , ἵνα αὐτὸν δοκιμάσωσιν . ⌈ οἱ
6311789 εὐφοροι
ἐστὶ καὶ ἀτάκτως κενοῦνται διὰ τὸν ἐρεθισμόν , αὗται δὲ εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι .
. εὐφόρων δὲ λέγει πόνων , ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι πόνοι εὔφοροί εἰσι διὰ τὰ ἆθλα . ἢ εὐφρόνων ἵπποις ,
6298209 τραγῳδικον
Γάρ . μανικὸν : Ἄγριον . . ἀσυμπαθές . . τραγῳδικὸν : Δαιμονικόν . . θρηνῶδες . . ἀλλ '
πολλοῖς τῶν λογοποιῶν , ὡς ἐξετάζων εὑρήσεις . 〛 〚 τραγῳδικὸν : Θρηνῶδες , καὶ οἷον ἐν ταῖς τραγῳδίαις οἱ
6283772 Ἡκιστα
ὀστέα κατεηγότα ἰητρεύεται , κατάψυχρον δὲ κάρτα μηδὲν προσφέρειν . Ἥκιστα μὲν οὖν τὰ πρῶτα ἄρθρα κινδυνώδεά ἐστι , τὰ
εἰσπεμπόντων , ποιητὴς τῶν λόγων οἷς οἱ ῥήτορες ἀγωνίζονται ; Ἥκιστα νὴ τὸν Δία ῥήτωρ , οὐδὲ οἶμαι πώποτ '
6237941 χειροτερον
τῶν ἄλλων πραγμάτων . Ἀλεγεινότερον : ἐμπαθέστερον , λυπηρότερον , χειρότερον . κύντερον : χαλεπώτερον , ἀθλιώτερον . ὅς κεν
παῖδας , οὐχ ὁμόφρονας , ἀδελφοὺς δὲ , τὸν μὲν χειρότερον , τὸν Ἰφικλέα δηλαδή : τὸν δὲ κατὰ πολὺ
6236556 στασω
ταὶ δὲ τραγεῖαι : ἤγουν τὰ δέρματα τῶν ἐρίφων . στασῶ δὲ κρατῆρα : . . . παρόσον ἔλαιον ἐκτίθησι
ταὶ παρὰ τὶν ὄσδοντι κακώτερον ἢ τύ περ ὄσδεις . στασῶ δὲ κρατῆρα μέγαν λευκοῖο γάλακτος ταῖς Νύμφαις , στασῶ
6232594 ἐπιμαστιδιων
ἐπιμαστιδίων ] τῶν θηλαζόντων νηπίων τῶν ἐπὶ τῷ μαστῷ . ἐπιμαστιδίων ] τῶν βρεφῶν . ἐπιμαστιδίων ] τῶν θηλαζόντων νηπίων
ἄσημοι βοαὶ ἀπὸ αἵματος καὶ φόνου γενόμεναι . . τῶν ἐπιμαστιδίων ] νηπίων . . ἀρτιτρεφεῖς ] ἀρτιτρεφῶν , ἤτοι
6221289 προτιμᾳς
' εἰ τὸν τῶν χρημάτων , ἔφησε , πλοῦτον μὴ προτιμᾷς , τό γε πλῆθος τῶν φίλων ὁρᾷς τοσοῦτον ὑπάρχον
ἰδεῖν ” . πείθομαι : οἶδα γὰρ ὅτι καὶ τέκνων προτιμᾷς τὸν Πλοῦτον . χαριέντως δὲ τοῦτό φησιν . ταὐτὸν
6212997 φυσωμενων
. ἕτεροι δ ' εἰσὶ κομπασταὶ τῶν ὑπ ' ἀλαζονείας φυσωμένων , οἳ λιμοδοξοῦντες οὐδενὶ τῶν εἰς τὴν ὠφελιμωτάτην ὀλιγοδεΐαν
βραχὺ δώσομεν . ἐπὶ δὲ τῶν χολὴν μέλαιναν ἐμούντων καὶ φυσωμένων τὸν στόμαχον σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ θερμῷ βεβρεγμένους ἐντίθει ,
6207150 καρχαρον
κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον
ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς ,
6179190 πολεμιωτατον
ἔλαιον τοῖς μὲν φυτοῖς ἅπασίν ἐστιν πάγκακον καὶ ταῖς θριξὶν πολεμιώτατον ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου ,
τὰ νουσήματα , ἀλλὰ σπεύδειν τρύχειν προσφέροντα τῇ νούσῳ τὸ πολεμιώτατον ἑκάστῃ , καὶ μὴ τὸ φίλον καὶ σύνηθες :
6171012 κοκκυμηλεα
τὴν χρόαν τῷ λωτίνῳ . Ἄλλο δέ τι δένδρον ἡ κοκκυμηλέα , μέγα μὲν τῷ μεγέθει καὶ τὴν φύσιν τοῦ
κοκκυμηλέα καὶ σποδιάς : τοῦτο δ ' ἐστὶν ὥσπερ ἀγρία κοκκυμηλέα . Ἀραρὼς δὲ κοκκύμηλον καλεῖ τὸ δένδρον , κοκκύμηλον
6170031 παυσαντο
ἤνυτο δ ' ἠώς . Καί ῥ ' ὅτε δὴ παύσαντο ποτοῦ δαιτός τ ' ἐρατεινῆς , δὴ τότε που
ἱερείου καρποῦσθαι : διὸ ἡ διπλῆ . . αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα : ὅτι πόνον τὸ ἐπὶ
6164511 πλεονασαν
δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον , πλεονάσαν μιᾷ συλλαβῇ . τὸ δʹ ὅμοιον τῷ βʹ .
. τὸ εʹ προσοδιακόν . τὸ Ϛʹ Πινδαρικὸν ἐκ Σαπφικοῦ πλεονάσαν χοριάμβῳ καὶ συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον . τὸ ζʹ Εὐριπίδειον
6161803 ἀμελγομεναι
, ταὶ μὲν ἵνα πρώτιστον ὀχλιζομένας ῥόος ὤσῃ ἀθρόα προσφύονται ἀμελγόμεναι χροὸς αἷμα , ἄλλοτε μέν τε πύλῃσιν ἐφήμεναι ἔνθα
ὥς τ ' ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκὸν ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν , ὣς
6147913 χαρισιον
χαρᾶς . Εὔβουλος : εἶτ ' εὐθὺς ἐξεπήδησα πέττουσα τὸν χαρίσιον . ἐκ τῶν ἀποθετῶν τοῖς Ὁμηρίδαις ἀνασπάσας , φησίν
. . . . . ἐξεπήδης ' ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον . . . . . . . . .
6147479 ἀκαταβλητον
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν
6145636 τετυκοντο
ταχινούς Μελιγουνὶς τὸ πρότερον | ἐκαλεῖτο | ἡ νῦν Λιπάρα τετύκοντο : κατεσκεύαζον πρηόσιν Ὀσσαίοισιν : Ὄσσα Θεσσαλίας ? [
γλυκεροῖο καὶ ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηός , ἔπειτα δὲ δόρπον ἐπισταμένως τετύκοντο . αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο
6138949 πρωτῃσι
πόδας ἀργοὶ ἕποντο . σμερδαλέω δὲ λέοντε δύ ' ἐν πρώτῃσι βόεσσι ταῦρον ἐρύγμηλον ἐχέτην : ὃ δὲ μακρὰ μεμυκὼς
, μέλι χρηστὸν παραχέας . Ταῦτα χρὴ προσφέρειν ἐν τῇσι πρώτῃσι τῶν ἡμερέων τῇσι τεσσαρεσκαίδεκα . Ἢν δὲ ἐπὶ πλεῖον
6138319 στραγγευεσθαι
γὰρ τὸ ἐπικάμπτεσθαι τῷ σώματι , κυπτάζειν δέ ἐστι τὸ στραγγεύεσθαι . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις χώρει , τί κυπτάζεις ἔχων
μὲν λέγεται τὸ ἐπικάμπτεσθαι τῷ σώματι : κυπτάζειν δὲ τὸ στραγγεύεσθαι . κωμῳδὸς καὶ τραγῳδὸς λέγεται ὁ χορευτὴς καὶ ὁ
6128524 λακειν
οἱ γὰρ ἀρχαῖοι καὶ πρὸς αὐλὸν ᾖδον : πρὸς Λίβυν λακεῖν : Λίβυν τὸν αὐλόν φησιν : ἐκ γὰρ τῶν
' ἐξαίροιμι : οὐ πείσαιμ ' ἂν τὴν ἐμὴν φρένα λακεῖν πρὸς Λίβυν αὐλόν : ὅ ἐστιν ᾄδειν πρὸς αὐλόν
6127693 παρακαλεσω
μύθῳ πρὸς τὸν παρόντα χρησόμεθα : πάλιν ἐλθεῖν μοι συνέριθον παρακαλέσω τὸν Αἴσωπον . λόγον δὲ ὑμῖν οὐ Λιβυκόν τινα
ἀπηνῆ γνώμην τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , καὶ παρακαλέσω τὸν μεγάλως ἐμοὶ μισούμενον Δία λῦσαί με ἀπὸ τῶν
6120087 παρετυχες
οὐ παρέτυχες , ἐλλειπὲς δὲ τὸ παρεγενόμην μέν , οὐ παρέτυχες δέἘγὼ . δὲ οὐκ οἶμαι τὰς τοιαύτας φράσεις ἐλλιπεῖς
τῆς φράσεως , ἐγὼ μὲν παρεγενόμην , σὺ δὲ οὐ παρέτυχες . Ἐπὶ τρίτου οὐ συντείνει τὰ τοῦ λόγου .
6116471 εὐιου
καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον . ὦ φάος μέγιστον ἡμῖν εὐίου βακχεύματος , ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε , μονάδ '
δὲ θαλάμοις βουκόλον . . . . κομῶντα κισσῷ στῦλον εὐίου θεοῦ . πόλλ ' ἔστιν ἀνθρώποισιν , ὦ ξένοι
6104104 ἀφεψησας
οὕτω διακειμένων τὸ δέρμα , ἄμεινόν ἐστιν ἐλαίῳ τῶν ὠμοτριβῶν ἀφεψήσας μαλακωτάτῳ πυρὶ μυρσίνας ἢ ῥόδα [ ῥοδίνου ] ἤ
δ ' ἐνίοτε καὶ λίθους θρύπτειν , εἴ τις αὐτὴν ἀφεψήσας πίνοι . Ἀγαρικὸν διαφορεῖ καὶ πάχος τέμνει , διακαθαίρει
6102026 τειρουσι
θάμβος ἔφυ τόδε , θάμβος ἀθέσφατον , ὁππότε θῆρας ἀλλοδαποὶ τείρουσι πόθοι καὶ ὑπείροχα φίλτρα . οὐ γὰρ ἐπ '
ἔλεγεν : Ὦ γέρον , ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι κυβευταί . Ῥοδοφῶν τε ἐκείνῳ τὴν περὶ τὰς γυναῖκας
6084961 οἰκουρον
ἤδη Ῥωμαῖον καὶ τὸν Ἴβηρα Ἕλληνα , καὶ τὸν σκηνητὴν οἰκουρόν : καὶ ἕκαστον ἐκ τοῦ πρόσθεν αἴσχους εἰς τὸ
οἰκούρημα τῶν ἐμῶν δεσποτῶν , ὅ ἐστι : τὸν ἀτυχῆ οἰκουρόν : οἰκουρὸς λέγεται ἡ γυνή : γυναῖκες : τὸ
6083526 φλυαρον
τί μάτην πέτῃ ; ” φλαῦρον : ἀντὶ τοῦ “ φλύαρον , ἀηδές , δύσφημον ” . ἀλλ ' ὀλολύζειν
στρογγύλαι δόλιον ἦθος δηλοῦσι τὸν ἄνδρα ἔχειν , παρειαὶ μακραὶ φλύαρον καὶ ματαιολόγον ἄνδρα δηλοῦσι . Πρόσωπον τὸ πᾶν σαρκῶδες
6083422 γαλακτωδης
βρεχομένοις . περιτρέφεται : γίνεται , αὐξάνεται . γλαγόεσσα : γαλακτώδης , ἀφρώδης , λευκή . Μύξα : ἀφρὸς ,
δ ' ὑπόχλωρος , ἰασπίζων , ἐν δὲ τῷ διίεσθαι γαλακτώδης φαινόμενος , ἀναδάκνων σφοδρῶς . Ὁ δὲ Ἰουδαϊκὸς γεννᾶται
6075969 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
6073627 ἀϲθενεεϲ
οἷϲι δὲ οὐκ ἔνεϲτι ζωοῦϲα ἡ θορή , ῥικνοί , ἀϲθενέεϲ , ὀξύφωνοι , ἄτριχεϲ , ἀγένειοι , γυναικώδεεϲ :
, κεκλιμένῳ δὲ νυϲταγμόϲ : βραδύπνοοι , ϲφυγμοὶ ἀμαυροί , ἀϲθενέεϲ , πυκνοί : πυκνότατοι δὲ ἐπὶ πάϲῃ καὶ ϲμικρῇ
6070982 μακρολογος
δὲ τὸν πολλὰ οὐ μὴν κεκριμένα λέγοντα , πολυλόγος , μακρολόγος , μακρός , ἀπέραντος ἀπεραντολόγος , βόρβορος , προσκορής
. φησὶ γὰρ ” ψήφισμα μακρόν “ , τουτέστιν ἔσῃ μακρολόγος ἢ καὶ πολυλόγος . ψήφισμα μακρόν ] πολυλογίαν .
6059255 ἐκταμνειν
ἀναγκαία ἡ ἐξαρίθμησις : μειοῖ γὰρ , εἰ μόνον ἰοὺς ἐκτάμνειν καὶ φαρμακεύειν οἶδεν . καὶ Ἀριστοφάνης προηθέτει , Ζηνόδοτος
ἢν δὲ ἐϲ ὠτειλὴν ἥκῃ τὰ τρώματα , τὰϲ ἀρτηρίαϲ ἐκτάμνειν . διπλαῖ δέ , αἱ μὲν κατόπιν εἰϲὶ ὤτων
6057852 κωκυτος
καὶ πλεονασμῷ τοῦ θ ἄκυθος . ἢ παρὰ τὸ † κωκυτός καὶ ἄκυτος , ὡς λύω λυτός καὶ ἄλυτος καὶ
Ὠκυτός : ὀξυτός : φορυτός : ἀρυτός : Βηρυτός : κωκυτός : κορδυτός : ὠρυτός : Κολλυτός : τὸ ἄλοιτος
6057789 πολυχυτον
. ἀργέστας : οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον : τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν
τοὺς ἀργέστας , οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον , τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν
6053930 ταχυτεροι
παρὰ τὸ σπᾶν , ὃ ἐστὶ διατείνεσθαι . Ἀφάρτεροι , ταχύτεροι . παρὰ τὸ ἄφαρ . ἔνθεν Ἀλεξανδρεῖς ἀφαρὶ λέγουσι
δὲ ὑγροῖς μεγαλόνοιαν καὶ εὐθυέπειαν καὶ ἀνδρίαν καὶ ὀρθοβουλίαν , ταχύτεροι δὲ εἰς ὀργὴν καὶ εἰς τὰ ἀφροδίσια ἔργα πάντα
6052015 ϲυκινη
ὄξουϲ κεκαυμένη ἀνεμώνη ἡ τὸ φοινικοῦν ἄνθοϲ ἔχουϲα ϲκόροδον τέφρα ϲυκίνη μάλιϲτα νίτρον ὀπτὸν χαλκὸϲ κεκαυμένοϲ ϲτυπτηρία κηρύκων ὄϲτρακα κεκαυμένα
καὶ τὸ ἔλαιον ἐν μελικράτῳ καὶ ϲύκων ἀφέψημα καὶ κονία ϲυκίνη ἢ κληματίνη ϲὺν οἴνῳ πολλῷ καὶ ὀρίγανοϲ ἢ θύμοϲ
6050800 ὀφελλεν
' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα , τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι Ζεὺς ὑψιβρεμέτης : νῦν δ ' οὐδέ
ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά , πόνον δ ' ἀμέγαρτον ὄφελλεν . αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο
6046560 ὠχρων
τοῦτο ξυνέβη : πόνος : ἔμετος χολωδέων , πολλῶν , ὠχρῶν , καὶ πρασοειδέων , ὅτε πίοι : σπασμὸς εἶχε
θερμότερον , τά τε χρώματα τῶν οὔρων τῶν ὑπώχρων καὶ ὠχρῶν ἀφιστάμενα πρὸς τὸ ὑπόπυρρον χωρεῖ καὶ ὑπόξανθον : καὶ
6039619 Ποιων
θέαν , Ζύμῃ τε καὶ στέατι καὶ ταύτην φυρῶν , Ποιῶν τε κολλούρια τὰς μύας τρέφε , Καὶ γίνεται κώνειον
Δυστυχῶν . . κακῶς : Ἤγουν δυστυχῶς . πράττων : Ποιῶν . . εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος : εἶδος φαύλου
6039380 ἐπεσθιειν
λέγεται γοῦν ὁ Πριηνεὺς Βίας ἀπειλοῦντι Κροίσῳ μάλα καταφρονητικῶς ἀνταπειλῆσαι ἐπεσθίειν τῶν κρομμύων , αἰνιττόμενος τὸ κλαίειν , ἐπεὶ δάκρυα
ὃ λαβὼν ἕσταθι . Ὀστακὸν ἁλίπαστον ἀεὶ τὸν θεράποντ ' ἐπεσθίειν . Ὁ Χῖος οὐκ οἶσθ ' ὡς ἁμαμηλίδας ποιεῖ
6038855 ἐλοπα
ἀφύαις τὰς Αἰνάτιδας καλουμένας ἀφύας , τῷ δὲ γλαυκίσκῳ τὸν ἔλοπα καὶ τὸν ὄρφον ἀντιπαρατιθεῖσα , πρὸς δὲ τὰς Ἐλευσινιακὰς
καὶ συναγελαζόμενον . Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Μούσαις τὸν μὲν ἔλοπα καταριθμεῖται , τὸν δὲ κάλλιχθυν ἢ καλλιώνυμον ὡς τὸν
6036475 Ἡδυ
λείπει τὸ ἕλκει . ἐπὶ τῶν ἀντεστραμμένως τι ποιούντων . Ἡδὺ χελώνης κρέα φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν : τῆς χελώνης
ἡ δὲ φρὴν οὐ μανθάνει : ἐπὶ τῶν ἀμαθῶν . Ἡδὺ τἀπόῤῥητα λιχνεύειν : ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων . Ἢ δέος
6035841 μουσοποιος
τοῖς παισὶν εἶπε χρήσιμα . μεγάλα χάρις αὐτῷ . Ὁ μουσοποιὸς ἐνθάδ ' Ἱππῶναξ κεῖται . εἰ μὲν πονηρός ,
' αἰῶνος μακροῦ πένθη μέγιστα δακρύων καρπουμένωι : ἀεὶ δὲ μουσοποιὸς ἐς σὲ παρθένων ἔσται μέριμνα , κοὐκ ἀνώνυμος πεσὼν
6031073 δηξεται
. τότε , ὥς φησιν ἀκολουθίᾳ χρώμενος , ἀναγκαίως ” δήξεται πτέρναν ἵππου ” : καρτερίας γὰρ καὶ σωφροσύνης ἴδιον
τῷ ξὺν τῇ δάφνῃ , προστιθεὶς προσθετὸν καθαρτήριον ὃ μὴ δήξεται : κἄπειτα θυμιωμένη τοῖσιν ἀρώμασι , παρὰ τὸν ἄνδρα
6029062 ἐκκενω
: ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ , γίνεται , δυνάμεως : † λάπαδνα
ὁ ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , σημαίνει δὲ τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ , γίνεται ἀλαπαδνός , ὡς αἰκίζω αἰκιδνός
6029007 ἀμολγαιη
ἀμέλγοντας τὰ κοινά . Ἡσίοδος δὲ “ μᾶζά τ ' ἀμολγαίη . ” οἱ δὲ ἀντὶ τοῦ ἀκμαῖον . παρὰ
τὸν τυρόν φησιν ἢ ὄλυραν βεβρεγμένην γάλακτι . μάζα οὖν ἀμολγαίη ἢ τυρὸς ἢ ἄρτος ἐκ γάλακτος ἐζυμωμένος . σβεννυμενάων
6024999 περιστερον
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις . πάλιν
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις
6019100 Ἁπασι
ταῦτα ἡττώμενα . καί μοι κέρδος ἡττᾶσθαι τὰ τοιαῦτα . Ἅπασι μὲν , ὡς ἐγὼ νομίζω , προφάσεις ἱκαναὶ τοῦ
πίπτειν τὰ δ ' ἄλλα τὴν ἐπιστροφὴν μόνον λαμβάνειν . Ἅπασι μὲν οὖν τοῦτο συμβαίνει ἢ μᾶλλον ἢ ἧττον ἔνδηλον
6015688 μελισμα
Ἀρχιλόχοιο ποθεῖ Πάρος , ἀντὶ δὲ Σαπφοῦς εἰσέτι σεῦ τὸ μέλισμα κινύρεται ἁ Μιτυλήνα . . . . . .
φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ . ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα , καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω , κἢν αὐλῷ λαλέω
6015324 στητας
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
6009896 τυρβη
μέσαις ταῖς ἀγοραῖς ; ταῦτα γὰρ ἅπαντα , οἶμαι , τύρβη καὶ ὄχλος καὶ βαναυσία , καὶ ἀρχαῖα μὲν τὰ
ἀπελήλανται εἰς ἄλλον τόπον , ὡς μὴ μιγνύηται ἡ τούτων τύρβη τῇ τῶν πεπαιδευμένων εὐκοσμίᾳ . διῄρηται δὲ αὕτη ἡ
6009329 Ἰαλεμου
φρουρὰν τοῦ σώματος κατὰ τὸν ὁρῶντα τῶν ὀφθαλμῶν λαμβάνοντες . Ἰαλέμου ψυχρότερος : Ἰάλεμον τὸν θρῆνον φασί . λέγουσι δὲ
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γυμνότερος Ἰαλέμου : ἐπίῤῥημα θρήνου . Τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν οἰκτρῶν
6006353 Σφοδρα
νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ
χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ '
6004859 σκληροσαρκοι
ἡ ἐντεριώνη , ὡσαύτως καὶ τῶν σταφυλῶν αἱ γλυκεῖαι καὶ σκληρόσαρκοι καὶ τῶν μήλων , ὅσα μὴ στυφά . τὰ
ἐσθιώμενα κρέα καὶ τῶν ἀκμαζόντων ζῴων μᾶλλον , ἰχθύες δὲ σκληρόσαρκοι καὶ πόμα οἰνωδέστερον μὲν καὶ ἀκρατέστερον μὴ πλῆθος δὲ
6004358 ὀξυτησι
εἰς τὴν γῆν . Γηθοσύνῃ : χαρᾷ . Γλωχίσι : ὀξύτησι , ξίφεσιν . πεπαρμένοις : πεπηγμένοις , διαπερονισμένοις .
ἐξηπλωμένα , ἐκ πλαγίου . Δάγματ ' : ὀξύτητας , ὀξύτησι τῶν ἀγκίστρων , τοὺς πώγωνας τοῦ ἀγκίστρου . γλαυκῆς
6000284 Ἀγυριν
δισμυρίων . παραγενόμενος δ ' ἐγγὺς τῶν πολεμίων διεπρεσβεύσατο πρὸς Ἄγυριν τὸν δυναστεύοντα τῶν Ἀγυριναίων . οὗτος δὲ τῶν τότε
βοηθείας : καὶ τοῦ μὲν Εὐαγόρου κατηγόρουν , ὅτι τὸν Ἄγυριν βασιλέα σύμμαχον ὄντα Περσῶν ἀνεῖλε , τὴν δὲ νῆσον
5999448 ἐξηραμμενον
φησι , τὸν κλιβανίτην ἄρτον ἰσχνῶς πεπλασμένον καὶ ἐν ἡλίῳ ἐξηραμμένον , εὔπεπτον εἶναι : τὸν δὲ ἐν τοῖς ἰπνοῖς
περὶ τῷ στόματι πεπηγὼς ἀφρός , καὶ τὸ περιπεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον , οἷον λιβανωτός , κόμμι , καὶ
5998957 σιραιου
ἀρτύματα ταῦτα καταλέγει που Ἀντιφάνης : ἀστάφιδος , ἁλῶν , σιραίου , σιλφίου , τυροῦ , θύμου , σησάμου ,
ὕδατος ἑψηθῶσιν αἱ κωδύαι . καὶ διὰ τοῦ γλυκέος δὲ σιραίου τε Κρητικοῦ κάλλιον ἢ διὰ μέλιτος ἑψεῖν , ὅταν
5994636 ὀψοφαγιας
ἐπιθυμίας , εἶναι συμβέβηκεν , ἥτις ὑπ ' οἰνοφλυγίας καὶ ὀψοφαγίας ἀρδομένη τροφαῖς ἐπαλλήλοις σιτίων ὁμοῦ καὶ ποτῶν ἀεὶ κατακλύζεται
οἶστρον ἀνεπίσχετον καὶ λύτταν ἀργαλεωτάτην ἐπιφέρουσα : ὅταν γὰρ ὑπὸ ὀψοφαγίας καὶ ἀκράτου καὶ πολλῆς | μέθης ἄνθρωποι πιεσθῶσιν ,
5991610 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
5988247 ταλαρῳ
. κεράσου δὲ ταῦτα δῶρα ὀπώρα τις αὕτη βοτρυδὸν ἐν ταλάρῳ , ὁ τάλαρος δὲ οὐκ ἀλλοτρίων πέπλεκται λύγων ,
βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Μουσέων ἐν ταλάρῳ καὶ τὸ φακῆν ἕψειν ὃς μὴ φρονίμως μεμάθηκεν εἰς
5983150 Ἀπικιου
τὴν Ῥωμαικὴν ἱστορίαν ἐκδεδωκότι τῇ Ἑλλήνων φωνῇ . περὶ δὲ Ἀπικίου τοῦ καὶ αὐτοῦ ἐπὶ ἀσωτίᾳ διαβοήτου ἐν τοῖς πρώτοις
, . . . Ἀπίκια : εἴδη πλακούντων : ἀπὸ Ἀπικίου τινὸς Ῥωμαίου εὐτρυφήτου ἐπινοήσαντος , . , . *
5980995 εὐθυμιη
ἐνέπιπτον ἀθυμίαι καὶ ἀπαλλαγῆς βίου ἐπιθυμίη , ὁτὲ δὲ πάλιν εὐθυμίη . Ἡ δὲ Κόνωνος θεράπαινα , ἐκ κεφαλῆς ὀδύνης
ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη . πάγχυ δὲ τοῖϲι τοιουτέοιϲι ξυνομαρτέει δυϲελπιϲτίη : τίϲ
5975785 φορυξας
κιθάρα , παρὰ τὸ φέρεσθαι . φορύξας συμφύρας : “ φορύξας αἵματι πολλῷ . ” φόως ἐρέουσα τὴν ἐπιτολὴν τοῦ
: ἢ μίσυ ὅσον δύο ὀβολοὺς τρίψας , ἐν οἴνῳ φορύξας , προστιθέναι . Καθαρτήριον ἐπιμηνίων καὶ λοχείων μάλιστα ,
5975670 ϲαρκοι
. τὰ μὲν οὖν ϲαρκωτικὰ ἢ τῷ καθάραι τὰ ῥυπαρὰ ϲαρκοῖ , ὡϲ τὰ δι ' ὀρόβων , ἀριϲτολοχίαϲ ,
τάχιϲτα γὰρ ἀνακαθαίρει , ϲαρκοῖ καὶ ἐπουλοῖ . καλῶϲ πάνυ ϲαρκοῖ καὶ ὕαλοϲ λειοτάτη ἐπιπαϲϲομένη . χρῶ , πεπείραται .
5975622 ἐπιωγαι
: τῶν ἰχθύων , στενοχωροῦνται . ἠϊόνων : αἰγιαλῶν . ἐπιωγαί : καταδύσεις , καὶ διανοίξεις . Εἱλουμένων : συστρεφομένων
καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ ' ἐπιωγαί : ἐν δέ οἱ εὐφυέες τε νομαὶ καὶ ἀκύμονες
5975380 μαινει
μερικόν . τὸ γὰρ ἄτομον πολλὰ σημαίνει : ση - μαίνει γὰρ καὶ αὐτὸ τὸ καθ ' ἕκαστον , οἷον
ἔξω περιπατεῖς ; μαίνει ; τί οὖν οὐκ ἔνδον ἐγκεκλειμένη μαίνει ; ” φλυαρεῖς . τοῦτό γ ' αὐτό ,
5974746 εὐπεπτοϲ
ἢ λίμναιϲ οὐδ ' ἡδὺϲ ὁμοίωϲ οὔτε εὔχυμοϲ οὔτ ' εὔπεπτοϲ . εἰ δὲ καὶ μοχθηρὸν τὸ ὕδωρ εἴη ,
ἢ τοῖϲι ἄλλοιϲι . τροφὴ ἀνὰ πᾶϲαν ἡμέρην κούφη , εὔπεπτοϲ , τὰ πολλὰ ϲιτώδηϲ : ἔϲτω δὲ καὶ ἡδεῖα
5971464 βρωμη
γυναικῶν : ζωμὸς ἀποσσεύει δὲ μιαιφόνα φάρμακα φώτων δαισαμένων , βρώμη δὲ πέλει χαριεστάτη ἄλλων εἰναλίων μερόπεσσι μετὰ σκάρον ἰχθυμέδοντα
: παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη , ὡς κωλύσω κωλύμη καὶ φιλήσω φιλήμη . σημαίνει
5971379 εὐχυμοτατη
. Ἡ δὲ τροφὴ τὸ μὲν πλέον ἔστω σιτώδης καὶ εὐχυμοτάτη ἐπὶ πάντων , ἁπλουστέρα δὲ καὶ εὐδιοικητοτέρα ἐπὶ τῶν
καὶ μαλακὴ τροφὴ πρὸς ὑγείαν ἐστὶν ἐπιτηδειοτάτη , διότι καὶ εὐχυμοτάτη πάντων ἐστίν . αἱ σάρκες τῶν ζῴων , ὅταν
5969948 ξυνηθηϲ
, ὅκωϲ ἐν ὕδρωψι , αἰτίη . ὁδὸϲ δὲ ἡ ξυνήθηϲ , νεφροί τε καὶ κύϲτιϲ . οὐ γὰρ διαλείπουϲι
ἡλικίηϲ ἐϲ μέγα ἀμείβει τὸν ἄνθρωπον . ἢν γὰρ ἡ ξυνήθηϲ τῷ κακῷ δίαιτα , ἐν ᾗ ἐμβιοτεύει ἡ νοῦϲοϲ
5963295 κορκορον
τῶν δυσχερῶς τινὸς τυγχανόντων . Καὶ κόρκορος ἐν λαχάνοις : κόρκορον Πελοποννήσιοι φασὶν εἶναι λάχανόν τι τῶν εὐτελῶν ἄγριον :
. Μὴ σύ γ ' ἑλιχρύσοιο λιπεῖν πολυδευκέος ἄνθην , κόρκορον ἢ μύωπα , πανάκτειόν τε κονίλην , ἥν τε
5962228 Μενεκινη
δὲ Ἰξιὰς πόλις , ἐν δὲ Μενεκίνη πόλις . . Μενεκίνη πόλις Οἰνώτρων ἐν μεσογείαι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . .
ἐν Ἰσαυρικῶν τρίτῳ . τὸ ἐθνικὸν Μενεδήμιος ἢ Μενεδημιεύς . Μενεκίνη , πόλις Οἰνώτρων ἐν μεσογείᾳ . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ .
5960792 Ἁρμοζει
, τὰς δὲ ὀπισθίους ἔμπροσθεν . Κεφ . ρστʹ . Ἁρμόζει μὲν ἐφ ' ὧν πλευραὶ ἐπιδοῦνται . συντελεῖται δὲ
τραχηλιστὴρ ἢ ἡ διπλοῦς λεγόμενος . Κεφ . ρʹ . Ἁρμόζει μὲν ἐφ ' ὧν καὶ τὸ ὑπὸ στέρνον καὶ
5958891 μελιτεια
ἁ μελίτεια : ἤγουν ἡ μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους
μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους . ῥόδα κισθός . .
5958443 γογγυλιν
ἔντυβον , καὶ σευτλομόλοχον , καὶ γογγύλιν κεφαλωτόν , καὶ γογγύλιν πρώιμον εἰς γογγυλοσπάραγον , καὶ κραμβὶν λευκόν . καὶ
. Μηνὶ Αὐγούστῳ σπείρεται ἔντυβον , καὶ σευτλομόλοχον , καὶ γογγύλιν κεφαλωτόν , καὶ γογγύλιν πρώιμον εἰς γογγυλοσπάραγον , καὶ
5958427 ἀντιλεγεσθαι
ἀφανισθῆναι , μικροῦ , φαύλου καὶ οὐδενὸς ἀξίου καὶ εὐκόλως ἀντιλέγεσθαι δυναμένου , γλισχροῦ καὶ ἀντιλογίαν ἔχοντος κατατετριμμένην , οὐδαμινοῦ
Ἔνδειξις φάσεως διαφέρει , ὅτι τῇ μὲν ἐνδείξει οὐ δύναται ἀντιλέγεσθαι , οἷον ἐνέδειξεν Ἀριστογείτονα Δημοσθένης ὅτι λέγει ὀφείλων τῷ
5955637 βροτειων
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι
5953841 ἀμεμφεα
νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος
Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ '
5949319 ἀνεφικτων
ἀφθονίας , ὃ πολλάκις γίνεσθαι φιλεῖ , πρὸς τὸν τῶν ἀνεφίκτων ἔρωτα ἐξώκειλε καὶ περὶ ἀθανασίας ἐπρεσβεύετο γήρως ἔκλυσιν καὶ
γέγονε θάνατος . Ἄμμον μετρεῖν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀνεφίκτων . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις :
5948340 Ἀμαρυλλι
τινος ὄρους καὶ περισπάσας τῆς ὁπλῆς . ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί : ταῦτά φησιν ἀναμνησθεὶς τοῦ ἔρωτος τῆς Ἀμαρυλλίδος .
κνάκωνα , φυλάσσεο μή τυ κορύψῃ . Ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί , τί μ ' οὐκέτι τοῦτο κατ ' ἄντρον
5947837 Μονῳ
κακῶς ἔχει ἅπας ἰατρός , ἂν κακῶς μηδεὶς ἔχῃ . Μόνῳ δ ' ἰατρῷ τοῦτο καὶ συνηγόρῳ ἔξεστ ' ,
' ἐμισθούμην ναύτας ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων , δανειζόμενος ἀργύριον . Μόνῳ τοίνυν τούτῳ τῶν ἄλλων διαδόχων οὐκ ἔστι πρόφασις ὑπολειπομένη
5945776 βασκαινων
καλὸν οὖν διακρούσασθαι καὶ λέγειν ὅτι οὐ τῆς περιουσίας αὐτῷ βασκαίνων τὸν ἀγῶνα ἐνεστησάμην . Τὰς δὲ ἔχθρας ποτὲ μὲν
δ ' , ὦ κακέ , καὶ τόκ ' ἐτάκευ βασκαίνων , καὶ νῦν με τὰ λοίσθια γυμνὸν ἔθηκας .
5943796 ἀπεοντων
ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ ' ἀοιδαῖς : ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων : οἷα καὶ πολλοὶ πάθον . ἔστι δὲ φῦλον
φυλακὴ δέ τις ἔμπεδος ἔστω μὴ λόχος εἰσέλθῃσι πόλιν λαῶν ἀπεόντων . ὧδ ' ἔστω Τρῶες μεγαλήτορες ὡς ἀγορεύω :
5943712 καρτεριαις
παῖδας καὶ τὰς παρθένους ἐν πόνοις τε καὶ γυμνασίοις καὶ καρτερίαις ταῖς προσηκούσαις τρέφειν , τροφὴν προσφέροντας τὴν ἁρμόττουσαν φιλοπόνωι
τινὲς δὲ ταῖς δυνάμεσι τῶν σωμάτων καὶ ταῖς τῶν ψυχῶν καρτερίαις ὑπομένοντες πολυχρόνιον ἔχουσι τὴν ταλαιπωρίαν : αἱρετώτερος γὰρ αὐτοῖς
5943123 Τευκροιο
. Ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δ ' ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς
, τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀίτας
5942224 Γυμνοτερος
λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπορωτάτων . Γύγου δακτύλιος
ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμβολον τοῖς Ἀθηναίοις ἦν . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἐπὶ τῶν πάνυ πτωχῶν . Ἀντὶ τοῦ
5941729 παιδοκτονος
οὐ διεφθάρη . τὸν πατέρ ' αὑτοῦ δήσας ] ὅτι παιδοκτόνος ἦν . αἰβοῖ τουτὶ καὶ δὴ : γελᾷ ὁ
ἀγνοεῖν συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος εὑρίσκομαι . . . ἔα με μόνην τὴν μοιχείαν
5940299 ἰασιμον
δείκνυσι πολλῷ χείρω τὸν ἀκόλαστον τῷ τὸν μὲν ἀκρατῆ καὶ ἰάσιμον εἶναι , τὸν δὲ ἀκόλαστον ἀνίατον . ἔοικε γὰρ
ἢ ἀρετὴ ἐκ τοῦ ἀρέσκεσθαι . Ἀκεστόν : ἐστι τὸ ἰάσιμον παρὰ τὸ ἀκέσασθαι καὶ ἀνήκεσθαι τὸν ἀθεράπευτον . Ἄχος
5939962 οὐτιδανος
πρὸ τοῦ Δ τὸ Ρ καταλῆγον , οἷον : ἡδανός οὐτιδανός ἐλλεδανός ῥιγεδανός Ἀπιδανός . ἐφυλάξατο δὲ ὁ κανών ”
νύ τοι ἦτορ ἀρηρέμενον φρεσὶ πάμπαν ἔπλεθ ' , ὃς οὐτιδανός περ ἐὼν μέγ ' ἀμείνονι φωτὶ ἄντα κίες :
5939788 Ὀντων
, ὡς τὸ δεύτερον Σαπφοῦς , ὡς προϊόντες δείξομεν . Ὄντων δὴ τούτων τῶν ἀνωτάτω γενῶν , κατὰ τὴν τούτων
μεθισταμένης δὲ πάλιν εἰς τὸ ἀσφαλὲς ἁπάντων ἐγὼ ἀθλιώτατος . Ὄντων γὰρ κακῶν τοσούτων τῇ πόλει ἀδύνατον ἦν ταῦτα ἰαθῆναι
5937217 Νικᾳ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει , ἡμέρα δ ' ἔργον ποιεῖ . Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις . Νόμιζε πάντα κοινὰ
βροτοῖσι περίοδον τ ' ἔχει Χρόνος διοικῶν ἀστέρων γνωρίσματα . Νικᾷ δὲ τούτων οὐθεὶς ἕτερον , ἀλλ ' ἀεί Ἥκει
5935592 καυστικοι
ἀπὸ τοῦ πτύειν τὴν ἅλα . αἰθυντῆρες : ὁρμητικοὶ , καυστικοὶ , διάπυροι : αἰθύσσω γὰρ τὸ διαπύρως καὶ ὀξέως
[ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , οὔροισι πέποσι , καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες ,
5935270 Κἀκεινη
τὰς οἰκείας ἐνεργείας ἐνεργοῦσα κάκιστα καὶ θορυβωδῶς ταύτας ἀποδίδωσι . Κἀκείνη τοίνυν ἡ διαφορὰ πάντων ἐστὶν ἐναργεστάτη , ὡς ἄρα
ἀλλ ' ἤδη τάχα τι βουλεύῃ περὶ γάμου . ” Κἀκείνη μὲν ἐν ποικίλοις ἦν ὀδυρμοῖς : ὁ δὲ Θήρων
5929408 εἰρωνικον
αὐτοὺς ἔχῃς διὰ τὴν δωροδοκίαν . Θ . . . εἰρωνικὸν τοῦτο . Θ . . . φίλως : Προσφιλῶς
. Οὐκοῦν τὸν μὲν ἁπλοῦν μιμητήν τινα , τὸν δὲ εἰρωνικὸν μιμητὴν θήσομεν ; Εἰκὸς γοῦν . Τούτου δ '

Back