: ληθώρα : αἰώρα : νοβώρα : τὸ θαλπωρά : ἐλπωρὰ , τὸν τόνον ἀμείψαντα τὴν γραφὴν ἐφύλαξαν . Τὰ
: ληθῶρα : αἰῶρα : νοβῶρα : τὸ θαλπωρά : ἐλπωρὰ , τὸν τόνον ἀμείψαντα τὴν γραφὴν ἐφύλαξεν : χῶρα
6656607 ἀντλω
τοῦτο συναιρεθέντα τὴν πρώτην τῶν περισπωμένων ἐποίησαν συζυγίαν : ἀντλέω ἀντλῶ , ποιέω ποιῶ , πονέω πονῶ : ἔχει δὲ
διὰ τί ἀντλεῖ : τὸν δ ' εἰπεῖν , ” ἀντλῶ γὰρ μόνον ; τί δ ' ; οὐχὶ σκάπτω
6467948 ὁμολογημα
τὰ μὲν οὖν δίκαια ταῦτά ἐστι , νόμος δέ ἐστιν ὁμολόγημα πόλεως κοινὸν διὰ γραμμάτων προστάττον , πῶς χρὴ πράττειν
δικασταὶ [ ] οὐκ ἀπολόγημά ] ἐστιν , ἀλλ ' ὁμολόγημα ὡς οὐ δεῖ με τὰ χρέα ? ] διαλύειν
6323272 Λακερεια
χιτῶνος ἡ Χιτώνη καὶ ἡγεμόνος Ἡγεμόνη . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Λακέρεια . Ἑρμιών δὲ ἀπὸ τοῦ τὸν Δία καὶ τὴν
ἀκαταμαχήτῳ δυνάμει ὁρμῶσαν , εἰς τὴν Λακέρειαν . ἡ δὲ Λακέρεια πόλις Θεσσαλίας . ξενίαν κοίταν : ἢ τὴν μετὰ
6320766 ἐμινγα
κά τοί γ ' ἔθ ' ωὑτὸς εἶμεν ; οὐκ ἐμίνγα κα . } οὐδὲ μὰν οὐδ ' αἰ ποτὶ
κά τοι τόχ ' ωὑτὸς εἶμεν ; Β . Οὐκ ἐμίνγα κα . Α . Οὐδὲ μὰν οὐδ ' αἰ
6288456 Καπνιος
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται
6279611 Τοὐμον
ποσὶ καὶ παρέχων τὸ οὖς ἁπαλόν τε καὶ πρᾷον . Τοὐμὸν ἦθος ἑρμηνεύει σοι , ξένε , καὶ ὅτι πρὸς
δίδασχ ' ἃ χρή με δρᾶν . Ὀκνοῦντ ' ἀνάγκη Τοὐμὸν οὐκ ὀκνεῖ κέαρ . Οὐκ οἶσθ ' ἀπειλάς Οἶδ
6277238 δησειν
σὺν μὲν ὅ γ ' ἠπείλησε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθε δήσειν , καὶ περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων : στεῦτο δ
τῶν πολιτῶν τί χρήσωμαι τῷ πράγματι , ἐπυθόμην ὡς καὶ δήσειν με ἀπειλοῖεν , λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Καλλικράτους
6273746 λελειψεται
αὐτὸς ἄνθρωπος ἔπεσεν : οὐδ ' εἰ τὸ ἀντωνυμικόν : λελείψεται γὰρ τὸ ὁ ἄνθρωπος ἔπεσεν . ἀλλ ' οὐδ
τὸ ἄρθρον τις ἀφέλοι , ἡ λειπομένη φωνὴ ὡς εὐθεῖα λελείψεται , καθό , ὡς εἴπομεν , ἡ πρώτη θέσις
6249652 παρασκευαζομενους
κοινῷ καὶ καταγωγὰς τοῖς ἑαυτῶν βίοις ἀσφαλεῖς τούτους εἶναι τοὺς παρασκευαζομένους : μαχητὰς δέ γε καὶ δικαίους ἄνδρας καὶ τὰς
, καὶ τοὺς παιδοτροφεῖν καὶ μὴ παιδοτροφεῖν , καὶ τοὺς παρασκευαζομένους συμβιοῦν τοῖς δυνάσταις καὶ μὴ προσιόν - τας .
6240894 αἰτιασομαι
λύσω τῶν κατηγορημένων , οὐχ ὑμᾶς , ἀλλ ' ἐμαυτὸν αἰτιάσομαι . Ἐπειδὴ γὰρ οἱ πρεσβύτεροι ταῖς ἡλικίαις ὑπὲρ τῆς
ἀλεκτρυόνων εἶπον . αἰτιάσει ] αἰτιάσῃ . καὶ πῶς ] αἰτιάσομαι ⌈ ἐμαυτόν . / [ ἑαυτόν . ] τεθνήξειῃ
6225064 ἐρησῃ
ἦν “ ; Τίνες οὖν αἱ ἐπίνοιαι , ἴσως γὰρ ἐρήσῃ με . ἄκουε τοίνυν , ὡς ἔχοις ἐλέγχειν τὰ
ἡδομένου τῷ τε ἐκεῖνον ἰδεῖν καὶ τῷ ταῦτα λαβεῖν , ἐρήσῃ δὲ ὅτου δεῖ καὶ θαρροῦντα κελεύσεις λέγειν καὶ τὰ
6216797 Κρατινειον
. Τούτου δὲ μεῖζόν ἐστι συλλαβῇ τῇ τελευταίᾳ τὸ καλούμενον Κρατίνειον : ἔστι γὰρ ἐκ χοριαμβικοῦ ἐπιμίκτου , τοῦ τὴν
καὶ Σχοινίωνος , ὦ Χάρον . Τὸ μὲν οὖν καθαρὸν Κρατίνειον τοιοῦτόν ἐστι : πολυσχημάτιστον δὲ αὐτὸ πεποιήκασιν οἱ κωμικοί
6215063 ὀροπεδια
' ἑξῆς ἤδη τὰ τῆς Ζελείας ” ἐστὶ πεδία καὶ ὀροπέδια καλῶς γεωργούμενα : „ ἐν δεξιᾷ δὲ τοῦ Αἰσήπου
εἶναι καὶ ἐν ταῖς ὑψώσεσι καὶ ἐν τοῖς ἐπιπεδωτέροις . ὀροπέδια δ ' ἐστὶ ταῦτα ἃ κατέχουσιν οἱ Παννόνιοι ,
6204711 προσευρεν
πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν , Παφίης ῥόδον προσεῦρεν . Τὸ ῥόδον δύω τιτρώσκει
χαράσσον : ὃ γὰρ ἡ φύσις προσεῦρεν τὸ ῥόδον μόνον προσεῦρεν . Γλυκερὸν ῥόδον προῆλθεν , γλυκερὴν χάριν κομίζει ,
6204166 λυπω
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ
6197400 ἀμη
ἐστι σημεῖον καὶ βλάβης καὶ μάχης , ἀξίνη δὲ καὶ ἄμη γυναικός τε καὶ γυναικείας ἐργασίας : καὶ γυναικείας μὲν
. ἐργαλείων γεωργικῶν ὀνόματα δρέπανον , δρεπάνη , δίκελλα , ἄμη , μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον ,
6187879 φυλασσουσι
ψάμμοι καὶ αἰγιαλοὶ τῆς θαλάσσης δηλονότι τῆς ἐκεῖσε τηροῦσι καὶ φυλάσσουσι τὰ εὐλιπῆ καὶ λιπαρὰ στελγίσματα καὶ τοὺς ῥύπους τῶν
δοιός : οἱ γὰρ Δωριεῖς τὴν ἐν τοῖς ῥήμασιν ἀναλογίαν φυλάσσουσι καὶ ἐν τοῖς ὀνόμασι πλεονασμῷ τοῦ ι , γίνεται
6185155 ἀρυω
ἀφύσσω μεταγομένου τοῦ χρόνου εἰς ἐνεστῶτα . ἢ ἐκ τοῦ ἀρύω , τὸ ἀπαντλῶ , καὶ τροπῇ τοῦ ρ εἰς
, ὅτι τὸ ἀνύτω καὶ ἀρύτω ἀπὸ τοῦ ἀνύω καὶ ἀρύω γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ τ . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν
6182711 Κρωμνα
τε καὶ ὑλήεντα Κύτωρον „ . οἱ οἰκοῦντες Κρωβιαλεῖς . Κρῶμνα , πόλις Παφλαγονίας , ἡ νῦν Ἄμαστρις , ὡς
ὡς πολίτῃ . Ἄμαστρις , πόλις Παφλαγονίας , ἡ πρότερον Κρῶμνα . ” Κρῶμνάν τ ' Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς
6182127 κωσω
. Κώμη . παρὰ τὸ κῶ ῥῆμα , οὗ μέλλων κώσω . δηλοῖ δὲ τὸ κοιμᾶσθαι . Καταχήνη . ἡ
: παρὰ τὸ κῶ , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων κώσω καὶ ἐξ αὐτοῦ κώμη . ὡς ἂν εἴποι τις
6173000 τρωγω
, βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει
ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ
6164692 ονων
εὐθεῖα „ μέχρι ἀνατολικοῦ πλευροῦ συνελογίσθη μικρῷ πλει - ” όνων ἢ ἐνακισχιλίων , δῆλον ὅτι ἡ Βαβυλὼν οὐ πολλῷ
[ ] ! ! ε [ ] ν [ ] όνων [ ] ! ! [ ] [ ] !
6154848 ἐπενοηθη
στόμα , διότι νευρωδέστατόν ἐστι καὶ αἰσθητικώτατον , ἡ μῖξις ἐπενοήθη τῶν εὐωδῶν , ὅπως μὴ μόνη μηδ ' ἀκραιφνὴς
, τὸ δὲ ἐν αὐτῇ γενόμενον σχῆμα σύνθετον , ὅπερ ἐπενοήθη εἰς διάκρισιν τῆς ἐκ προσώπου γενομένης διαθέσεως εἰς τὸ
6154697 παραληγει
τὴν παραλήγουσαν . Τὰ διὰ τοῦ υδων τῷ υ ψιλῷ παραλήγει , καὶ φυλάττει τὸ ω : Ἀμυδὼν Ἀμυδῶνος :
κορυδαλλός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΛΛΟΣ πολυσύλλαβα , ὁποίῳ φωνήεντι παραλήγει πλὴν τοῦ Α , προπαροξύνεται : Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος
6153636 παρῳχημενῳ
ἀμερής ἐστιν , οὔτε ἀρχὴν ἕξει , ᾗ συνάπτει τῷ παρῳχημένῳ , οὔτε πέρας , ᾧ συνάπτει τῷ μέλλοντι :
ἀναγινώσκω παραγίνεται Τρύφων : ἀκα - τάλληλον γὰρ τὸ ἐν παρῳχημένῳ . ὁμοίως καὶ ὁ ἵνα ἀποτελεστικός , ἵνα φιλολογήσω
6152260 Ἀπεννινον
' ἧς , ὡς εἶπον , ἐπὶ μῆκος τέταται τὸ Ἀπέννινον ὄρος ὅσον ἑπτακισχιλίων , πλάτος δ ' ἀνώμαλον .
Καμπανίας διέτεινε καὶ Σαυνιτῶν καὶ Πελίγνων καὶ ἄλλων τῶν τὸ Ἀπέννινον κατοικούντων . Ἅπασα δ ' ἐστὶν εὐδαίμων καὶ παμφόρος
6138618 μαδαρος
ἔχοντα ἐν τῇ τρίτῃ ἀπὸ τέλους συλλαβῇ α ὀξύνεται : μαδαρός , πλαδαρός , ἀγανός : οὕτως οὖν καὶ ἀγαθός
, διὰ τὸ κάρη ἀκαρός , ὀξύνεται γὰρ ὁμοίως τῷ μαδαρός . προπερισπᾶται δὲ τὸ ἀθῷος διὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦτον
6135499 ἀμαχανον
πιθεῖν σοφοὺς ? [ ] δυνατόν , βροτοῖσιν δ ' ἀμάχανον [ εὑρέμεν ] : ἀλλὰ παρθένοι γάρ , ἴσθ
μᾶτερ ὀμμάτων ; ἄστρον ὑπέρτατον , ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχὺν πτανὸν ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν , ἐπίσκοτον ἀτραπὸν
6111374 ἀφῃρημαι
ποι τῆς γῆς αἰχμάλωτος , ἐγὼ δὲ καὶ τὸ μόνον ἀφῄρημαι παραμύθιον , καὶ τεθνήξομαι δυστυχὴς ἐν δεσμωτηρίῳ μόνος .
, ὅτι χῶσαι τὸν ἐπὶ τῷ σώματι διὰ τὴν ἀπουσίαν ἀφῄρημαι . ὢ μεθ ' οἵους τοὺς ὑπὲρ σοῦ λόγους
6108343 Ἀντινοῳ
δῶρα δ ' ἄρ ' οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος . Ἀντινόῳ μὲν ἔνεικε μέγαν περικαλλέα πέπλον , ποικίλον : ἐν
μοι εὖχος Ἀπόλλων . ” ἦ , καὶ ἐπ ' Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν . ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον
6102866 ΥΙ
ἔσται , ὡς μὲν τὸ ἀπὸ ΜΥ πρὸς τὸ ἀπὸ ΥΙ , τὸ ὑπὸ ΞΡΓ πρὸς τὸ ὑπὸ ΔΡΕ ,
ἐπεί ἐστιν , ὡς τὸ ἀπὸ ΜΥ πρὸς τὸ ἀπὸ ΥΙ , τὸ ὑπὸ ΑΠΒ πρὸς τὸ ὑπὸ ΔΠΕ ,
6102237 ἀντιστοιχουν
ὑποτακτικὸν τοῦ Υ . Κ σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Χ . Λ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
τῷ Ω μεγάλῳ . Π σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Φ . Ρ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
6096180 θανατηρον
. ᾧ : τῷ τραύματι . ἀνάρσιον : ὀλέθριον , θανατηρὸν , ἀναιρετικόν . Ἐννέμεται : ἐστὶ , τρέφεται ,
ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης φύσει πικρᾶς . ζαμενῆ
6093257 Κυλλου
κρότων ζῶόν ἐστι ἐν τοῖς κυσὶ καὶ βουσὶ γινόμενον . Κύλλου πήραν : κυλλοὺς Ἀττικοὶ καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν καὶ
νώτου . Κυκλώπειος δωρεά : ἡ ὄψιμος καὶ ὀλεθρία . Κύλλου Πήραν : ἡ Πήρα χωρίον πρὸς τῷ Ὑμηττῷ ,
6093050 κεχαρισαι
ἄκων περιφορὰν τῶν νεκρῶν ὡς τὸν νεκρόν . Σφόδρα μοι κεχάρισαι , Σιμία , νὴ τοὺς θεοὺς ταυτὶ προείπας :
μου καὶ οὐκ ἐγκαταλιποῦσα τὴν ἐρημίαν αὐτῆς ἔμοιγε πασῶν ἡδίστην κεχάρισαι δωρεάν . μετὰ ταῦτα τῶν παιδίων ἑκάτερον προσαγόμενος καὶ
6092122 ὀργιζομαι
εὐχαρίτου χορείας , οὐδὲν ἄλλο ἢ νομίζω θυγατέρας ἀφῃρῆσθαι . ὀργίζομαι μὲν οὖν αὐταῖς : τί γὰρ ἀπέλιπον τροφέα αὐτῶν
ἤδη πέπεισαι : βούλει δὲ ἀντιλυπήσω σε καὶ αὐτή ; ὀργίζομαι δικαίως ἐν τῷ μέρει . Μηδαμῶς , ἀλλὰ πίνωμεν
6091576 φρυγιστι
Ϝ Ϲ # # # # ∐ # # γ φρυγιστί δ ἰαστί Φ Ϲ Ρ Π Ι # Ε
καὶ μεταπείθοντι ὁ μουσικός . ἃς νυνδή . δωριστὶ καὶ φρυγιστί . πρὸ Μαρσύου Μαρσύας Ὀλύμπου μὲν τοῦ αὐλητοῦ υἱὸς
6091477 ἀπεδωκας
εἰώθασι λέγειν αἱ γυναῖκες , ὡς ἀποτεθεῖσάν σοι μερίδα οὐκ ἀπέδωκας . τᾶς μοι πᾶς εἴη πλεῖος δόμος : τῆς
τί ταύταις ; εἰπέ μοι . οὐκ , ἀλλ ' ἀπέδωκας ἐνέχυρον δήπου λαβών . Ἀναξίλας δὲ ἐν Εὐανδρίᾳ :
6089556 σχιζω
ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ σχίζω , ὁ μέλλων ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ
ἐρυκόμενος : κωλυόμενος , κυκλούμενος , τεμνόμενος : ἐρείκω τὸ σχίζω καὶ κόπτω διὰ διφθόγγου : ἀνεφάνη γὰρ τὸ ε
6084793 ἀπαφρισας
λ , στύρακος # α , οἴνου # Ϛ : ἀπαφρίσας τὸ μέλι καὶ τρίψας τὸν στύρακα μῖξον , καὶ
ἡμέρας κ καὶ διυλίσας αὐτά , ἑψήσας τὸ μέλι καὶ ἀπαφρίσας ἕνωσον καὶ ἀναδήσας ἔα . Μέλιτος ξέστην α ,
6076162 ΓΑΙΑ
τοὺς πολλοὺς παρ ' ἐλπίδα κινδύνους . . ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ ΓΑΙΑ ΠΟΛΥΝ ΒΙΟΝ . Γαῖαν νῦν τὴν ἀρόσιμον λέγει :
, οὐκ ἀπὸ γῆς δὲ , προσέθηκε τὸ , ΤΟΝ ΓΑΙΑ ΦΕΡΕΙ . . ΔΗΜΗΤΕΡΟΣ ΑΚΤΗΝ . Ἤτοι τῆς γῆς
6076045 λωντι
τὸν βουκόλον , τὸν Αἴγωνα , διότι κατέλιπεν αὐτάς . λῶντι νέμεσθαι : καὶ οὐκέτι θέλουσι νέμεσθαι , δηλονότι ζητοῦσαι
κακὸν εὗρον . ἦ μὰν δείλαιαί γε , καὶ οὐκέτι λῶντι νέμεσθαι . τήνας μὲν δή τοι τᾶς πόρτιος αὐτὰ
6073326 δασυνονται
δάμαρτος καὶ μάκαρς μάκαρτος ἀπὸ συμφώνου ἄρχονται , δηλονότι οὔτε δασύνονται οὔτε ψιλοῦνται : τὰ γὰρ σύμφωνα οὔτε δασεῖαν ἐπιδέχονται
Ἴωνες τὰς λέξεις , αἵτινες ἄρχονται ἀπὸ τῶν φωνηέντων καὶ δασύνονται , προστιθέασι καὶ ἔμπροσθεν τοῦ πρώτου φωνήεντος ἄλλο φωνῆεν
6063405 νεμομεθα
ῥινὸς ἀγαγόντες ἐπιπλέκοντες τὴν διμερῆ φορβεὰν καὶ παρ ' αὐτὰς νεμόμεθα ἄχρι τοῦ σκεπασθῆναι ὅλην τὴν κεφαλὴν δίχα τῶν ὀφθαλμῶν
μέλλον , ὃ μέμφονται μάλιστα , μὴ αἰσχύνεσθε . καὶ νεμόμεθα διὰ παντὸς τὴν πόλιν ἐλευθέραν καὶ ἐνδοξοτάτην . σπεύδοντες
6055241 Κινειται
οὗτος νόμος ἄφυκτος , καθ ' ὃν πάντα τέτακται . Κινεῖται δὲ τὸ κινούμενον κατ ' ἐνέργειαν τῆς κινήσεως τῆς
' ἕνεκα λέγομεν , τοῦτο μόνον φυλάττωμεν , ἐρωτῶντες : Κινεῖται καὶ ῥεῖ , ὥς φατε , τὰ πάντα ;
6043222 ψευδοδικταμνον
, ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία , ἄγνος , κόστος ,
ἡ ἥμερος γλήχων , ἐνεργεστέρα δὲ πολλῷ . Τὸ δὲ ψευδοδίκταμνον καλούμενον φύεται ἐν πολλοῖς τόποις , ἐμφερὲς δὲ τῷ
6042185 ἀποτμοτατος
τραχεῖα . ἀποτμότατος κακοδαιμονέστατος : “ νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος . ” ἀπορραίσει ἀπολεῖ καὶ διαφθερεῖ : “ κτήματ
ἑοῖς ' ἔπι γῆρας ἔτετμε . νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων , τοῦ μ ' ἔκ φασι
6041794 πλεονασαν
δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον , πλεονάσαν μιᾷ συλλαβῇ . τὸ δʹ ὅμοιον τῷ βʹ .
. τὸ εʹ προσοδιακόν . τὸ Ϛʹ Πινδαρικὸν ἐκ Σαπφικοῦ πλεονάσαν χοριάμβῳ καὶ συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον . τὸ ζʹ Εὐριπίδειον
6040806 ἀναγινωσκω
καὶ ὑμνῶ σέ . κιθαρίζω σοι , τραγῳδῶ σοι , ἀναγινώσκω σοι , φαίνω σοι , κιρνῶ σοι , στορνύω
οὐκ ἐμὸν ἴδιον μόνου . ὅταν μέν τινα τῶν Ἰσοκράτους ἀναγινώσκω λόγων , εἴτε τῶν πρὸς τὰ δικαστήρια καὶ τὰς
6039596 βιβωντα
τῶν δυϊκῶν βιβάσθων , ὡς τυπτέτων . βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : ἀπὸ τοῦ βιβάω βιβῶ , δευτέρας συζυγίας ,
, . . . Βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : μακρὰ βιβῶντα , μεγάλα διαβαίνοντα , . , . . .
6036989 καταδουλουμενους
καὶ ἀνάξιον τῆς τῶν προγόνων δόξης τὸ περιορᾶν τοὺς Ἕλληνας καταδουλουμένους : διὸ δεδόχθαι τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ τῷ
, οἷς ξυνωμόσατε , ἢ Ἀθηναίους μόνους , τοὺς μὲν καταδουλουμένους τὴν Ἑλλάδα , τοὺς δὲ ἐλευθεροῦντας . καὶ οὐκ
6034344 μιαινεις
ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω ἐν τῷ
: “ Ὦ κακὸν σὺ θηρίον , μέχρι τίνος μοι μιαίνεις τὰ ὦτα ; τί ἐμοὶ καὶ Θερσάνδρῳ κοινόν ;
6026468 αἰγυπτιαζειν
. δ : . . . λέγουσιν ἐξ αὐτῶν καὶ αἰγυπτιάζειν τὸ πανουργεύεσθαι . συλλαλεῖ δὲ εἰς τοῦτο καὶ παροιμία
ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τι ποιεῖν καὶ ἀποτυγχανόντων . ἐπεὶ ἄνω αἰγυπτιάζειν αὐτοὺς ἔφη , οἱ δὲ Αἰγύπτιοι λινοποιοί εἰσιν .
6026378 ἀληθουσα
καὶ ἤλει , οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός .
κουρίδα . . κιθαρῳδός : Ἡ ἀλετρίς . ἀναστήσασα : ἀλήθουσα . . ἀωρὶ νύκτωρ : ὄρθρου . . τὸν
6025681 φυτευομενον
ὑδρόμελι νύκτα μίαν προβρέχουσι τὰ σπέρματα . δεῖ δὲ τὸ φυτευόμενον σπέρμα ὀρθὸν τιθέναι , τὸ μείουρον πρὸς τὴν γῆν
τῶν σκιλλῶν παραφυτεύσει . Τέως εἰδέναι χρή , ὅτι τὸ φυτευόμενον ποτὲ μὲν ὅλον εἰς τὴν γῆν κρύπτεται , ποτὲ
6025681 κορ
[ ογ ? [ ξ ? [ προ ? [ κορ ? [ μα [ τοσ ? ? [ κελ
! [ ] [ ] [ ] ε ? [ κορ ! ! [ ] αι τουϲ [ κοιτ ?
6022523 ὀνειδισῃ
εἶδος τῶν λόγων ποιούμενοι , καί τις πάλιν ἡμῖν αὐτὸ ὀνειδίσῃ . Ἀλλὰ δὴ πειράσομαί γε καθ ' ὅσον ἂν
συνέμιξε τὸ γένος αὐτοῦ καὶ τὴν τέχνην , ἵνα πλέον ὀνειδίσῃ . δείκνυσι δὲ τὴν εὐτέλειαν τοῦ Κλέωνος , ἀφ
6016050 ἡβωωσα
ἡμερὶς ἡ ἄμπελος , ὥς φησιν Ὅμηρος : “ ἡμερὶς ἡβώωσα ” . εἴρηται δὲ διὰ τὸ ἡμερῶσαι τὸ τῶν
. . . . . . . δ . ἡμερὶς ἡβώωσα . ἡμερίς ἅπαξ εἰρημένον . . : τὴν ἄμπελον
6010424 κατασκευηι
. ἔν τε τῶι ἐπιταφίωι καὶ ἐν ταῖς δημηγορίαις ποιητικῆι κατασκευῆι χρησάμενος . . . : , , . .
τῶι τε ἀφέτωι καὶ ἀνειμένωι τῆς κόμης καὶ τῆι ἄλληι κατασκευῆι , ἣ οὐ πρόσω τοῦ Περσικοῦ τρόπου ἤσκητο αὐτῶι
6005343 χηρω
τὸ χηρῶ , ῥῆμα τρίτης συζυγίας . χῆ - ρος χηρῶ . χηρωσταὶ δὲ οἱ τοῦ χήρου καὶ ἐρήμου συγγενῶν
συμβαίνει . . . , : χηρωστής : παρὰ τὸ χηρῶ ῥῆμα τρίτης συζυγίας . † χῆρος χηρῶ † .
5998689 εἰρωνικον
αὐτοὺς ἔχῃς διὰ τὴν δωροδοκίαν . Θ . . . εἰρωνικὸν τοῦτο . Θ . . . φίλως : Προσφιλῶς
. Οὐκοῦν τὸν μὲν ἁπλοῦν μιμητήν τινα , τὸν δὲ εἰρωνικὸν μιμητὴν θήσομεν ; Εἰκὸς γοῦν . Τούτου δ '
5996906 Συνεσιε
; Ναὶ , ἤκουσα : ὅπερ δὲ βούλομαι μαθεῖν , Συνέσιε , τοῦτο με δίδαξον τὸ ποίημα . Πάντως αὕτη
κατάρρους ἐστὶν ἐκ τῶν ποταμῶν πάντοθεν περικλυζόμενος ; Ἀληθῶς , Συνέσιε , ἔφρασας , καὶ ηὔφρανάς μου τὴν ψυχὴν σήμερον
5995770 προσφυξ
] ἀτιμώρητος . πλεχθεὶς ] ἀνθ ' ὧν ἡμῖν χρεωστεῖ πρόσφυξ θέλει γενέσθαι τῆς θεοῦ . οὐ πάρεστιν ] οὐ
εἰς οἶκον δὲ καὶ ἐφ ' ἑτέρου . πελαστὴς ὁ πρόσφυξ , πενεστὴς δὲ ὁ κατὰ πόλεμον δουλωθείς . πλούσιος
5995572 μετηλλαγη
καὶ ἥμερα ἐγένοντο , τουτέστιν ἐκ τῆς ὀργῆς μετέβαλε καὶ μετηλλάγη . ἀπὸ δὲ τῶν ἀφύων κυρίως τῷ “ διεγαλήνισεν
φαγεῖν ἐξ αὐτοῦ ; διὰ τοῦτο καὶ ἡμῖν ἡ φύσις μετηλλάγη . νῦν οὖν οὐ δυνήσει ὑπενεγκεῖν , ἐὰν ἀπάρξομαι
5995451 Μινῳα
προσηγορεύκασιν Ἀθηναῖοι . μετὰ δὲ τὰς Σκειρωνίδας πέτρας ἄκρα πρόκειται Μινῴα ποιοῦσα τὸν ἐν τῇ Νισαίᾳ λιμένα . ἡ δὲ
περιγραφή : Σαμμώνιον ἄκρον νεʹ ∠ ʹʹγʹʹ λεʹ γʹ ιβʹʹ Μινῴα λιμήν νεʹ γʹʹ λεʹ δʹʹ Καμάρα πόλις νεʹ Ϛʹʹ
5995228 ἀρρητοι
βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε ῥητοί τ ' ἄρρητοί τε , Διὸς μεγάλοιο ἕκητι : ῥέα μὲν γὰρ
ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε , ῥητοί τ ' ἄρρητοί τε Διὸς μεγάλοιο ἕκητι . ῥέα μὲν γὰρ βριάει
5991786 πεινω
. τὸ δεινῶ περισπᾶται , ὅτι δεινός , καὶ τὸ πεινῶ , ὅτι πεῖνα . Τὰ εἰς ΝΩ δισύλλαβα παραληγόμενα
, ἀλλὰ σύμφωνον τὸ Ψ καὶ τὸ Ν , οἷον πεινῶ καὶ διψῶ : οὐκ ἀντίκειται δὲ ἡμῖν , ἐπεὶ
5990304 εὐνομουμενας
πρὸς γάμον αὐτῷ τὸ θυγάτριον ἕτοιμος ἦν καὶ προῖκα πόλεις εὐνομουμένας ἑπτὰ καὶ χρυσοῦ ναῦν ἐπιδοῦναι ; καὶ μὴν Ἀγαμέμνων
εὐανδρεῖσθαι . διὰ γὰρ ταύτην τὴν αἰτίαν καὶ τὰς πόλεις εὐνομουμένας οἰκήσουσι καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους κατὰ τρόπον οἰκονομήσουσι ,
5990109 μαζονομια
νῦν κανίσκιον κανήτιον ἐκάλουν , ὡς τὸ λίκνον κάνητα . μαζονόμια δὲ κοῖλοι μεγάλοι πίνακες , ἐφ ' ὧν αἱ
οἰνοχόαι τριάκοντα , ἐξάλειπτρα μεγάλα δέκα , ὑδρίαι δεκαδύο , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε ,
5988136 ἀσπουδει
ζῴων λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν νωθεστέρως καὶ ἀσπουδεὶ πορευομένων . καὶ Ὅμηρός φησι : ἥμενος ἢ ἕρπων
, μεγάλα ἔργα καὶ τοῖς ἔπειτα πυθέσθαι ἄξια ἐργασάμενος οὐκ ἀσπουδεὶ ἀποθανεῖταιταῦτα γνοὺς καταπηδᾷ ἀπὸ τοῦ τείχους ἐς τὴν ἄκραν
5980387 Ἀσωποδωρος
κόσμον ἤλαυνον ἐπ ' αὐτοὺς τοὺς ἵππους , τῶν ἱππάρχεε Ἀσωπόδωρος ὁ Τιμάνδρου . Ἐσπεσόντες δὲ κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους ,
Θηβαῖον γράφει . ἅ νιν ἐρειδόμενον : φυγαδευθεὶς γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ
5978880 ἐγκλισεσι
, εὕρομεν αὐτὸ μήτε ὑδατῶδες ἐκτρέχον ἐν ταῖς μετ ' ἐγκλίσεσι καὶ ἐκρέον , μήτε μελιτωδῶς προσκολλώμενον , χρηστὸν εἶναι
ἄλλα ἐπιρρήματα τῆς τοιαύτης σημασίας ἀκώλυτον ἔσχον ἐν ἁπάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι σύνταξιν . τὴν τοιαύτην σύνταξιν ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ
5976679 Κωλα
ἀντείποι . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου . Κῶλα δὲ καὶ συνθήκη ἀνάπαυσίς τε καὶ τὸ ἐκ τούτων
καὶ ὅσα τοιαῦτα . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα λαμπρότητος . Κῶλα δὲ τὰ μέλλοντα ποιήσειν τὸν λόγον λαμπρὸν μακρότερα εἶναι
5973328 προθυμουμαι
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς
5969109 ἑξουσα
δ ' ἁδελφὴ ' ποιήσει τοῦτό σοι ἀντάλλαγόν γ ' ἕξουσα τούτῳ διδομένη . Μάγειρ ' , ἀηδής μοι δοκεῖς
τὸν ὅρμον ἔσχε Λάβδακος . [ ἐδέξατ ] ' οὖν ἕξουσα δύσφημον [ κλέος ; [ ἐδέξαθ ] ' ,
5968437 ἐκπεπληγμενον
δὲ νόσους , τῶν δὲ νοσερῶν ἀπέχεσθαι μὴ δυνάμενον , ἐκπεπληγμένον δὲ τὸν θάνατον , καὶ πάντας ἐπιβουλεύειν αὐτῷ νομίζοντα
πῶς ἀξία πιστεύεσθαί ἐστιν ; ὑπό τε γὰρ τοῦ κινδύνου ἐκπεπληγμένον αὐτὸν οὐκ εἰκὸς ἦν τοὺς ἀποκτείναντας γνῶναι , ὑπό
5967967 ὀνω
τροπῇ τοῦ ε εἰς ο ὄνομα : ἢ ἀπὸ τοῦ ὀνῶ , ὅ ἐστιν ὠφελῶ , ὄνημα καὶ τροπῇ τοῦ
οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . ὀνῶ , ὄναρ , καὶ πλεονασμῷ τῆς διφθόγγου , ὄνειαρ
5966834 Ἀδωνιον
. δεκάτη πρὸς τῷ Λάτμῳ τῆς Καρίας , ἐν ᾗ Ἀδώνιον ἦν ἔχον Πραξιτέλους Ἀφροδίτην . ἑνδεκάτη κατὰ Βάκτρα .
θεράπαιναν [ ] Ἀφροδίτας [ † † ὐμήναον ὦ τὸν Ἀδώνιον ὠς δὲ πάις πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι . . .
5963221 βραδυνω
βραδύνω ἀπὸ τοῦ δὴν ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ θύνω τὸ βραδύνω . Φιλοφροσύνῃσιν : ἀγάπαις , δεξιώσεσι , φιλίαις .
, πιέζομαι δυσχεραίνων , θλίβομαι , διαλογίζομαι , καταπιέζομαι , βραδύνω . , ξέομαι ταῖς φροντίσι . ἤτοι στρέφων ταῦτα
5961433 κοριδιον
] ἐμαχόμεθα . ξυνέβημεν ] ὡμογνωμονήσαμεν . ἐκορίζετο : ὡς κορίδιον ἤτοι κόριον , μικρὸν βρεφύλλιον ὁτὲ μὲν ταῖς ἀγκάλαις
ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον παράλογον .
5956682 Ἀκηκοας
εὐπρεπῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν ὑποκείμενον δημοτικῷ καὶ φιλοκερδεῖ πρεσβύτῃ . Ἀκήκοας ἀκουσμάτων βαρύτατον , ὦ Σκόπελε ; στόλον Ἀθηναῖοι διανοοῦνται
ποιῆσαι . Οὔκουν φαίνεταί γε δὴ ἐκ τοῦ λόγου . Ἀκήκοας οὖν ὅτι Θεμιστοκλεῖ Κλεόφαντος ὑὸς ἐγένετο ; Ἀκήκοα .
5956512 Ὀξυνεται
ἔθνος , οὗ μέμνηται Ἀσίνιος Κουάδρατος ἐν πρώτῳ Παρθικῶν . Ὀξύνεται δέ . : Μαυρούσιοι καὶ Μαῦροι , ἔθνος μέγα
Ἀπὸ γὰρ τοῦ δαίω τὸ καίω δαῒς καὶ δάς . Ὀξύνεται δὲ τὸ δὰς , ὅτι τὰ ὀξυνόμενα ἐν τῇ
5955439 Παντως
καὶ ἀκοῦσαι ; “ τί φήσομεν , ὦ Ἱππία ; Πάντως δήπου φήσομεν , ὦ Σώκρατες , καὶ ἐν τοῖς
ὅσον γέ με εἰδέναι . Ἆρ ' οὐδὲ γεωμετρικός ; Πάντως δήπου , ὦ Σώκρατες . Ἦ καὶ ἀστρονομικὸς καὶ
5955305 Σκιωναιοι
ἀπέστη ἀπ ' Ἀθηναίων πρὸς Βρασίδαν . φασὶ δὲ οἱ Σκιωναῖοι Πελληνῆς μὲν εἶναι ἐκ Πελοποννήσου , πλέοντας δ '
Λακεδαιμόνιοι καὶ οὐκ Ἀθηναῖοι οἵ τε πάσχοντες Ἀθηναῖοι καὶ οὐ Σκιωναῖοι , ὧν οὐδὲ τοὔνομα πολλοῖς γνώριμον . ἔπειτα καὶ
5954805 προταρβω
προταρβῶ ] φοβοῦμαι . προταρβῶ ] τὸ πρὸ παρέλκον . προταρβῶ ] πρὸ τοῦ γενέσθαι φοβοῦμαι , θ ἀντιστροφὴ κώλων
] τὰς μελλούσας δηλονότι . θ τύχας ] δυστυχίας . προταρβῶ ] φοβοῦμαι . προταρβῶ ] τὸ πρὸ παρέλκον .
5952122 ἀποτρεψομαι
. καίπερ οὖν , φησι , φοβούμενος τοῦτο , οὐκ ἀποτρέψομαι εἰπεῖν τῷ φόβῳ τῷ πρὸς ὑμᾶς . γράφεται δὲ
: ἃ δὲ ἐς πάντας ὅσιον γράφειν , ἐς ταῦτα ἀποτρέψομαι . πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦδε , ἔνθα καὶ τοῦ
5946436 Ζευξιδος
παρήλλαξε καὶ τὴν κλίσιν : ζεῦξις ζεύξιος προσηγορικόν , κύριον Ζεύξιδος : τὸ πέρσις πέρσιδος προσηγορικὸν σημαῖνον τὴν πόρθησιν σημειῶδες
πάντα , καὶ ὥσπερ λόγος εὐδοκίμου γραφῆς , οἷον εἰ Ζεύξιδος εἴη τι ἢ Πολυγνώτου τε καὶ Εὐφράνορος , οἳ
5945801 φρισσω
ἄξια τὰ τοιαῦτα , τρέμω σε , φεύγω σε , φρίσσω σε , τοῦτον φοβοῦμαι , ὡς οὐδεμιᾶς ὄντα ἐνεργείας
καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω , οὗ μέλλων φρίξω , ἀφ ' οὗ φρίκη
5943752 δοκευω
Ἔρωτα νικᾶν Διῒ τὴν μάχην συνάψει . Ὅπερ οὖν πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν
, Κυθήρη , φλογεροὺς πόνους προπέμπει . Μέγα θαῦμα νῦν δοκεύω , ὑπὸ τοῦ ῥόδου κρατεῖται Παφίη , κρατοῦσα πάντων
5943431 ἀορας
, τοῦτο δὲ παρὰ βαρβάρους , αἰτίζων ἀκόλους , οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας . καὶ δή ποτε ἀφικόμενος εἰς Πελοπόννησον
ᾄδει . ἄορας γυναῖκας : “ αἰτίζων ἀκόλους , οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας . ” ἀολλίσασα συναθροίσασα . ἀπάτερθεν ἄπωθεν
5942380 σηπω
παθητικόν . λήβδην καὶ συλλήβδην . Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός .
. παρὰ τὸ δέρκω δέρξω δὲρξ καὶ δόρξ , ὡς σήπω σήψω σήψ , ἔψω ἒψ καὶ ὄψ : ἔνθεν
5940130 Νυμφαιον
. Γύλων ἦν ἐκ Κεραμέων . Οὗτος προδοὺς τοῖς πολεμίοις Νύμφαιον τὸ ἐν τῷ Πόντῳ , τότε τῆς πόλεως ἐχούσης
Φαναγορέων ἀφίστατο τοῦ Μιθριδάτου , Χερρόνησός τε καὶ Θευδοσία καὶ Νύμφαιον , καὶ ὅσα ἄλλα περὶ τὸν Πόντον ἐστὶν εὔκαιρα
5940029 εἰσειμι
πράγματα παρασχὼν ὑμῖν καὶ διοχλήσας . ἀλλ ' ἐγὼ μὲν εἴσειμι , ὅταν εἰσίω , ὅπως ἄν τι νουθετήσαιμι καὶ
καὶ νεκρός , νυνὶ δὲ πλουτεῖς . Εὐκαταφρόνητος τῇ στολῇ εἴσειμι καὶ ταῦτ ' εἰς γυναῖκας . Ὡς ἡδὺ πρᾶος
5939217 ἐπεψεν
δὲ δύναμιν καταβεβλημένην ὑπὸ δυσκρασίας . δύναμις δὲ ῥωσθεῖσα ἢ ἔπεψεν ἢ ἀπεδίωξε τὴν ὕλην , καὶ ἐπαύσατο ἡ νεφρῖτις
τουτέῳ τῆς φύσεως : τῷ μὲν γὰρ χρώματι ὅ τι ἔπεψεν ὡς ῥᾴδιον ὄν : οὐκ ἔτι δὲ καὶ τῇ
5935886 ἀελιω
δὲ φίλημ ' ἁβροσύναν , καί μοι τὸ λαμπρὸν ἔρος ἀελίω καὶ τὸ καλὸν λέλογχε , φανερὸν ποιοῦσα πᾶσιν ὡς
! ! ] ' Ἀχέροντα μεγ ? [ ζάβαις [ ἀελίω ] κόθαρον φάος [ ὄψεσθ ' , ἀλλ '
5934499 συνεστηκοι
: τὰ γὰρ συνεστῶτα καὶ διαιρεῖται : εἰ δὲ μὴ συνεστήκοι , οὐδὲ διαίρεσιν ἐπιδέχεται : τινὲς δὲ μέμφονται τὸν
ὀνόματος καὶ ποιότητος . Παντὸς οὗτινος οὖν προτεθέντος ζητήματος εἰ συνεστήκοι , ἐπισκοπεῖν δεῖ τὸ κρινόμενον , εἰ ἀφανές ἐστιν
5933518 μονογενες
πλεῖος . τὸ δὲ νειός . . . ἀρσενικὸν καὶ μονογενές . Τὰ εἰς ΟΣ καθαρὸν δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ι
ἀπὸ τοῦ πρεσβεία , δηλονότι μονογενές ἐστιν : εἰ δὲ μονογενές ἐστιν , ὤφειλε φυλάξαι τὸ υ ἐν τῇ γενικῇ
5933145 Ἀδυρμαχιδαι
γένηται , ὑπὸ τούτου διαπαρθενεύεται . Παρήκουσι δὲ οὗτοι οἱ Ἀδυρμαχίδαι ἀπ ' Αἰγύπτου μέχρι λιμένος τῷ οὔνομα Πλυνός ἐστι
δὲ κατὰ τάδε Λίβυες . Ἀπ ' Αἰγύπτου ἀρξάμενοι πρῶτοι Ἀδυρμαχίδαι Λιβύων κατοίκηνται , οἳ νόμοισι μὲν τὰ πλέω Αἰγυπτίοισι
5932794 ὀρεγω
ἀπὸ τοῦ ὀργῶ : τὸ ἀκμάζω : τοῦτο παρὰ τὸ ὀρέγω τὸ ἐπιθυμῶ : καὶ συγκοπῆ ὀργῶ . ὀμαιχμία ,
τῷ Α : ψέγω φλέγω λέγω εἴργω πνίγω ἀμέλγω ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη
5931423 ρπδʹ
σημεῖα ὡς ἐπὶ τραύματι κινδυνεύειν τὸν τρωθέντα ἐπὶ γερόντων . ρπδʹ . Ἐπιγεγονότα δὲ τῶν ἐπιγεγονότων ὡς ὁ ἐπὶ τραύματι
: Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ ἐβασίλευσαν ἔτη ρπδʹ . : Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ

Back