, μή τίς ς ' ἔκτοσθε νοήσας ἢ βάλῃ ἢ ἐλάσῃ : τὰ δέ σε φράζεσθαι ἄνωγα . ” τὸν
, ἐρέω δὲ ἕκαστα . ὁππότε κεν Κίρκη ς ' ἐλάσῃ περιμήκεϊ ῥάβδῳ , δὴ τότε σὺ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος
7710681 βαλλ
' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ ' εἰς κόρακας . τίς ἐσθ ' ὁ κόψας
μὴ γεννήσαντα παῖδα ἄρρενα : “ τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλλ ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων νυμφίον ἐν μεγάρῳ . ” ἄκικυς
7648603 ἐκπορθησαι
εἰς τὸν ἐμὸν οἶκον θορεῖν καὶ πηδᾶν καὶ ὁρμᾶν καὶ ἐκπορθῆσαι ἐμὲ ἐκ τῶν πωλικῶν ἤτοι παρθενικῶν καθεδρῶν . τὸ
βασιλεῖ Περσῶν τοῦ δέξασθαι τὸν βασιλέα Ἰνδῶν πολεμοῦντα αὐτῷ καὶ ἐκπορθῆσαι πᾶσαν τὴν ὑπ ' αὐτοῦ βασιλευομένην γῆν . Καὶ
7573989 ἀπεδανος
, καὶ ἠλάσκω κατὰ τροπήν , ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς
σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπεδανὸς ὁ μὴ δυνάμενος ἐκ τοῦ πέδου ἀναστῆναι δι '
7546549 ἀρνω
: καὶ αἰνύμενος καὶ ἀπαινύμενος . παρὰ τὸ αἰρῶ † ἀρνῶ , ὡς περῶ περνῶ , ἀφ ' οὗ :
: λύγη γὰρ ἡ σκοτία : ἀναίνετο , παρὰ τὸ ἀρνῶ ἀρνοῦμαι : ἢ παρὰ τὸ ναὶ ἐπίρρημα , ναίω
7536487 διεξηιε
τὸν στρατόν . Ποιησάντων δὲ τούτων τοῦτο , μετὰ ταῦτα διεξήιε ὁ στρατός . Ἡγέοντο δὲ πρῶτοι μὲν οἱ σκευοφόροι
, ἔχεσθαί τινα τοῦ λοιποῦ κελεύω . Ταῦτα εἴπας Ξέρξης διεξήιε διὰ τῶν νεκρῶν καὶ Λεωνίδεω , ἀκηκοὼς ὅτι βασιλεύς
7530975 τεγγων
δορὸς κλασθὲν πέτευρον , νερτέρων κειμήλιον , Αὔσιγδα Κινύφειος ᾗ τέγγων ῥόος νασμοῖς λιπαίνει . τῷ δὲ Νηρέως γόνῳ Τρίτωνι
δὲ φόρτον ταῖσδ ' ἔχων χρείας ἐμῆς Ἄδραστος ὄμμα δάκρυσιν τέγγων ὅδε κεῖται , τό τ ' ἔγχος τήν τε
7469493 τυπῃσιν
ναῦται . θοῶς : ταχέως . βουπλῆγος : πελέκυος . τυπῇσιν : τύψεσι , ταῖς πληγαῖς . Γενύων : ἐξ
ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις ,
7460462 δοχμος
μὴ εὐθεῖαν . * ἴλλων : συστρεφόμενος περιβλέπων περιστρεφόμενος στρέφων δοχμός : ἀνακρούων ἤτοι ἀνακόπτων ἢ ἐναντιούμενος τῇ τοῦ ἑρπετοῦ
ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ . δοχμόν : πλαγίως . δοχμός : πλάγιος . δόχμιος : πλάγιος . Ἡ δέ
7444187 ἀνηῃ
. . Ἀνήῃ : εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ : σημαίνει καταλείποι . ἔστιν ἀνῷ ἀνῇ ὑποτακτικόν ,
ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . ἀνήγκακα : ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω
7426520 λεχριος
. ποτὶ γλωχῖνα : πρὸς τὴν γωνίαν τοῦ θρόνου . λέχριος : πλαγίως . ἐνδρομίδας : κυρίως τῶν κυνηγῶν τὰ
ἔδωκε μόσχῳ λάλον Ἄπιδι στόμα . παρὰ δ ' αὐτὸν λέχριος στὰς ἐλιχμήσατο στολήν , προφανῶς τοῦτο διδάσκων , Ἀποδύσῃ
7403733 ἀρκυν
δὲ εὑρεθῇ , διώκεται . ἐὰν μὲν οὖν εἰς τὴν ἄρκυν ἐμπίπτῃ , τὸν ἀρκυωρὸν ἀναλαβόντα τὸ προβόλιον προσιέναι καὶ
: τοῦ λίνου τὸ περίφραγμα : γράφεται ἄρκυν ὀλέθρου . ἄρκυν : ἕρκος , βρόχον , δίκτυον . Τεχνάζει :
7393137 διεδρα
πολεμίων αἰσθάνεσθαι : μετὰ δὲ οὐ πολὺ καὶ ἐς ἅπαντας διέδρα ἡ ἄγνοια . ἀναλαβόντες οὖν τὰ ὅπλα καὶ διαστάντες
τρυφῆς τὸν πόνον οὐκ ἐνεγκὼν ἐς τὴν ἁμαξιτὸν αὐταῖς χοινικίσι διέδρα καὶ παροδεύουσι λοχαγοῖς ἑαυτὸν ἐμήνυσέ τε καὶ ἀνῃρέθη .
7388762 εξε
[ ] κα [ μ [ φοιτ [ ἅτ [ εξε ? [ εβ ? ? [ εβυ ? [
! [ ! ! ] ! ! ! [ ] εξε ? ! [ ! ] [ [ ] ον
7382552 ἡβαιος
ἐστι ἐπ ' ὀλίγον βῆναι . ἢ παρὰ τὴν ἥβην ἡβαιός , ἥτις ταχέως ἄρχεται καὶ ταχέως λήγει , .
, τὸ ἐπικλίνω : ἐὰν δὲ παρὰ τὴν ἥβην , ἡβαιός , ἐξ οὗ καὶ τὸ βαιός κατὰ ἀποβολὴν τοῦ
7380232 ῥιψω
νηπίῳ τίτθη κλαίοντι “ σῖγα . μή σε τῷ λύκῳ ῥίψω . ” λύκος δ ' ἀκούσας τήν τε γραῦν
οὐ πολύ σε ὀνήσει ἡ ἀθανασία , ἐπεὶ ἀράμενός σε ῥίψω ἐπὶ κεφαλὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , ὥστε μηδὲ τὸν
7365436 λελυμενος
Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη
ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων
7357250 κεις
ὁμιλέομεν , ὁμοῦ τὰς ἴλας συμβάλλομεν . . . . κεῖς ' ἵππους τε καὶ ἅρμ ' ἰθύνομεν : ἡ
Πουλυδάμα σὺ μὲν αὐτοῦ ἐρύκακε πάντας ἀρίστους , αὐτὰρ ἐγὼ κεῖς ' εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο : αἶψα δ '
7344523 κλιντηρι
μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξεν , κείμαν δ ' ἐν κλιντῆρι δέκ ' ἄματα καὶ δέκα νύκτας . φράζεό μευ
μετὰ τεῦς ἀνὰ νύκτα τὸν ἱερὸν ὕπνον ἐμόχθει : παγχρυσέῳ κλιντῆρι πόθες καὶ στυγνὸν Ἄδωνιν , βάλλε δέ νιν στεφάνοισι
7336559 πανδακρυτον
πῶς ποτ ' ἀμφιπλήκτων ῥοθίων μόνος κλύων , πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν : ἵν ' αὐτὸς ἦν πρόσουρος
. ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος , ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος : ὤμοι , πατρὸς δὴ νῦν
7326986 βλωμος
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι
7326279 τρεπηται
καταψύχειν λέγουσιν , ὅταν τὸ καῦμα λήγῃ καὶ εἰς ψύχος τρέπηται . Πλάτων ἐν Φαίδρῳ : ” ἐπειδὰν ἀποψύχῃ ,
ὑδεριῶϲι ἡ ὁδὸϲ ἐπιγίγνεται , ἢν ἐϲ ἀγαθὸν ἡ νοῦϲοϲ τρέπηται : ἀγαθὸν δὲ ἡ λύϲιϲ τῆϲ αἰτίηϲ καὶ μὴ
7325749 στηριζων
ἢ κρύφα ἢ φανερῶς ἐπιβουλευθεὶς ἀπολεῖται . ἐὰν δὲ Κρόνος στηρίζων τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ
ἢ κρύφα ἢ φανερῶς ἐπιβουλευθεὶς ἀπολεῖται . ἐὰν δὲ Κρόνος στηρίζων τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ
7325308 βαιταν
ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα περιβόλαια καλοῦσι βαίτας ,
τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον , οὐ τέ γε Λάκων τὰν βαίταν ἀπέδυς ' ὁ Καλαιθίδος : ἢ κατὰ τήνας τᾶς
7316228 προπτωϲεωϲ
καὶ ἀναπληρωθῆναι τὸ ὑγρόν . Περὶ τῆϲ τοῦ ὅλου ὀφθαλμοῦ προπτώϲεωϲ . ἡ πρόπτωϲιϲ τοῦ ὅλου ὀφθαλμοῦ ϲυμβαίνει ἔκ τινοϲ
ἀπολύειν φυλαττόμενον , μὴ τρωθῇ ὁ κερατοειδήϲ , ἵνα μὴ προπτώϲεωϲ ἐκ τούτου πρόφαϲιϲ γένηται . μετὰ δὲ τὴν ἐκτομὴν
7313282 τυπῃ
' ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς
τοῦ ποιοῦμαι καὶ τῶν ὁμοίων τῆς πρώτης τῶν περισπωμένων . τυπῇ , τυπεῖται . Δυϊκά . Τυπούμεθον , τυπεῖσθον ,
7312820 περιρρηδης
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος :
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι
7308965 πηδησασα
τ ' ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον
: πήδημ ' ἐς Ἅιδου : ἀντὶ τοῦ : ταχέως πηδήσασα ἐν τῷ Ἅιδῃ : τὴν πόρρωθέν μου καὶ ἀπροσδόκητον
7301517 πωλουμενην
οὐχ ὑπὲρ γυναικὸς ἐγκαλεῖ κατὰ νόμους αὐτῷ γαμηθείσης , ἀλλὰ πωλουμένην ἠγόρασεν αὐτήν : ὁ δὲ τῆς μοιχείας νόμος οὐκ
κόρην ἐπρίατ ' [ ἐραϲθεὶϲ ] [ εὔποροϲ ] [ πωλουμένην , πωλουμένην εὔποροϲ ἐραϲθεὶϲ [ ] [ ἐπρίατο :
7298669 κακαβον
πρόσβαλε τὸ μέλι , κἀπειδὰν ἑψηθῇ καὶ μέλλῃς αἴρειν τὴν κάκαβον , τότε πάλιν ἐπίβαλε τὰ ξηρὰ καὶ ἕψε ,
: ταχὺ γὰρ πήγνυται . εἶτα πάλιν ἀνάλαβε εἰς τὴν κάκαβον καὶ πάλιν διήθησον καὶ οὕτω ποίει θερμαίνων , ἕως
7284372 ἀμετροιϲ
τῶν καταϲτάϲεων , ἀλλὰ καὶ κωλύϲει γενέϲθαι ταῖϲ τοῦ περιέχοντοϲ ἀμέτροιϲ κράϲεϲιν τὴν ἐναντίαν ἐπιτεχνώμενοϲ δίαιταν . ὅϲα μὲν οὖν
λεγομένων . Περὶ τῶν ἐπὶ διαρροίαιϲ ἢ αἱμορραγίαιϲ ἢ ἱδρώτων ἀμέτροιϲ κενώϲεϲι λειποθυμούντων . τοῖϲ μὲν οὖν ἐπὶ χολέραιϲ καὶ
7279766 μυζω
καλεῖται δὲ καὶ ὁ διάπυρος σίδηρος : μύδρος ἐκ τοῦ μύζω τῶ ἠχῶ ῥῆμα , γίνεται πεποιημένη φωνή . μεμερτινὸς
ῥώζω καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ , ὡς μύζω μυδῶ καὶ χάζω χαδῶ , ἔνθεν τὸ „ κεχανδότα
7278230 φερηι
θεῶν , Ὁσία δ ' ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαι πτέρυγι φέρηι , τάδε Πενθέως ἀίεις ; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν
γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν . ἐπίσχες ὀργὰς αἷσιν οὐκ ὀρθῶς φέρηι , Θεοκλύμενε , γαίας τῆσδ ' ἄναξ : δισσοὶ
7271178 καμπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . λέγει δὲ ὅτι δύναται καὶ παρὰ τὸ κάμπτω κάμψω κάμψα εἶναι : ἐπειδὴ ἐκ κεκαμμένων ξύλων αὐτὴν
τοῦ Ἀντιγόνου φρονῶ . Ἀνύω : πράττω . Νύσσω : κάμπτω : ἐξ οὗ καὶ Νύσσα , ὁ καμπτήρ .
7260616 ἀπαγαγοι
δημαρχῶν τοὺς φονέας τοῦ πατρὸς ἐπὶ τὸν δῆμον ἐς δίκην ἀπαγάγοι : Ἀντώνιός τε τῆς ἄρτι συγκειμένης πρὸς τὸν Καίσαρα
ἀλλ ' ἀλάστορός τις οἰζύς : ἃν μήτε πέλαγος ἅλιον ἀπαγάγοι πάλιν μήτε πατρῶιον ἵκοιτ ' ἐς οἶκον . ὦ
7250492 μυσας
βελτίω τρέπου . τηνδὶ λαβὼν τὴν ψῆφον ἐπὶ τὸν ὕστερον μύσας παρᾷξον κἀπόλυσον , ὦ πάτερ . οὐ δῆτα :
σου ] οὐκ ἐάσω σε λέγειν . ἀσκαρδάμυκτος : μὴ μύσας τοὺς ὀφθαλμούς . σκαρδαμυκτεῖν γὰρ τὸ σκαίρειν καὶ μύειν
7242470 ἡϲυχιη
ὁρῆϲθαι τὰ πάντα ἡδέωϲ . λαλιὴ τῶν παρεόντων φιλομειδήϲ : ἡϲυχίη , θυμηδίη τοῦ νοϲέοντοϲ . ὀϲμαὶ εὐώδεεϲ , ἀβαρέεϲ
μηδὲ βαθείη , ἄθερμοϲ : ὄρθιον δὲ τὸ ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη .
7241819 βλωψ
ο εἰς ω ῥώψ , ὡς βλέπω βλέψω βλὲψ καὶ βλώψ , ἐξ οὗ τὸ ” παραβλῶπες ” . .
ο εἰς ω , κλώψ : ὡς βλέπω βλὲψ βλὸψ βλώψ . ὅθεν παραβλῶπες τῶν ὀφθαλμῶν . Κονιορτός . παρὰ
7237800 ὠσπερ
βίου . Ὡροσκόπος δὲ τῶν καταρχῶν τυγχάνει , Ὅτι περ ὤσπερ ἐξ ἀφανοῦς εἰς φάος Ἀνέρχεται πρώτιστον ἐκ τόπων ὅλων
σύ , τοῦτον αὖτις ὦδ ' ἔχων ἦκε δεδεμένον οὔτως ὤσπερ ἐξάγεις αὐτόν , Κόσιν τέ μοι κέλευσον ἐλθεῖν τὸν
7236475 Μεθες
, μηδαμῶς , μὴ πρὸς θεῶν , μεθῇς βέλος . Μέθες με , πρὸς θεῶν , χεῖρα , φίλτατον τέκνον
Τί παραφρονεῖς αὖ ; τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον ; Μέθες , μέθες με . Ποῖ μεθῶ ; Μέθες ποτέ
7234797 στρεφω
, παρὰ τὸ θῶ , τρίτης ἐστὶ συζυγίας , τὸ στρέφω , θήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα θώνη , καὶ
τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς α καὶ τοῦ φ
7234161 ὀμιχειν
: Ἡσίοδος : μήδ ' ἀντ ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμιχεῖν . παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς ,
οἷον ἀμιδαχεῖν : τροπῇ τοῦ α εἰς ο καὶ συγκοπῇ ὀμιχεῖν . . . . . . ὀμιχεῖν : ὀμιχεῖν
7228934 εἰλεον
ἡ χαλεπωτάτη τῶν κωλικῶν ἐϲτιν αὕτη διαθέϲεων τὴν εἰϲ τὸν εἰλεὸν ἀπειλοῦϲα μετάϲταϲιν . τοῖϲ δὲ διὰ δριμεῖϲ καὶ δακνώδειϲ
παρέστασαν οἶνον ἄγουσαι . Ἵππυς δ ' ὁ Ῥηγῖνος τὴν εἰλεὸν καλουμένην ἄμπελον βιβλίαν φησὶ καλεῖσθαι , ἣν Πόλλιν τὸν
7227614 μηλειον
' ἐπόρουσε καὶ ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ '
γέ ς ' , ἢν θέληις , ὅλον πίθον . μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον ; ὃν ἂν θέληις σύ
7226320 γαιω
ω , ἀγριώτης . Ἀγαυός . Ἡρωδιανὸς λέγει παρὰ τὸ γαίω τὸ γαυρίω ἀγαιὸς εἶναι , καὶ τροπῇ τοῦ ι
αἰγιαλός : παρὰ τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς
7224375 ζαπληθη
Μάταλλος μυριόνταρχος θανών , ἵππου μελαίνης ἡγεμὼν τρισμυρίας , πυρσὴν ζαπληθῆ δάσκιον γενειάδα ἔτεγγ ' , ἀμείβων χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ
μυριόνταρχος ] μυρίων ἄρχων ἀνδρῶν . πυρρὰν ] ξανθήν . ζαπληθῆ ] πολλὴν . δάσκιον ] μεγίστην διὰ τὸ πλῆθος
7221820 ἀειρω
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν .
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει
7220936 μισητος
οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ .
[ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [
7217677 ὑπαγ
κέχρηται τῇ λέξει Εὔπολις ἐν Βάπταις : σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . τὸ ἰχθυᾶσθαι τοῦ κυνηγετεῖν διαφέρει
ταῖς κοχώναις καὶ τιθεῖς ἄνω σκέλη . Σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . Ἀναρίστητος ὤν κοὐδὲν βεβρωκώς ,
7215985 τιταινω
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
7212167 Νεφεριν
ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν
ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν
7211981 ψω
οὕτω Φιλόξενος . . , : ψιλός : παρὰ τὸ ψῶ , ὅθεν καὶ τὸ καταψῶ : οὗ πᾶν ὁτιοῦν
ποδὶ κατὰ τὸ λεληθὸς , οἱονεὶ παρασύρων : ἀπὸ τοῦ ψῶ , οὗ παράγωγον τὸ ψαύω . καὶ οἱ ναῦται
7210786 κυλινδομενος
' ἰὼν μυχάτου ποταμοῖο , ἄλλοτε δ ' αὖ ψαμάθοισι κυλινδόμενος ποτὶ χέρσον , ἄγριον ἀσθμαίνων , στρωφώμενος ἀμφ '
φραγμῶν περιώριζον τοὺς τόπους . Ὅμηρος : αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον . δηρίομαι πολέσιν : διαφιλονεικήσω πλείστοις περὶ
7209592 ληγοι
ἐπιτοπλεῖστον , καὶ πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι ἢ λήγοι , καὶ διαφορὴν καὶ ὥρην καὶ ἡλικίην παρατηροῦντα ἰητρεύειν
τρισύλλαβα προπαροξύνονται , εἰ ἡ πρὸ τέλους συλλαβὴ εἰς φωνῆεν λήγοι : Ὄνειον κόνειον γένειον δάνειον . τὸ δὲ κοινεῖον
7209492 μακελην
μοί τι τέκνοις ἀποθύμιον ἕρπῃ . εἴσατο γάρ μοι ἔχων μακέλην εὐεργέα χερσί παῖς ἐμὸς ἀμφοτέρῃσι , βίη Ἡρακληείη ,
Ἡφαίστοιο : αἰεὶ δὲ προπάροιθεν ἑοῦ χροὸς ἠύτε γέρρον νώμασκεν μακέλην , περὶ δ ' ὄμμασιν ἔνθα καὶ ἔνθα πάπταινεν
7207452 Μεταληψις
κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο ,
ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους ,
7205273 εἰσελθε
τότε διὰ ἀλειμμάτων , διὰ ἀρωμάτων παραμυθοῦ αὐτὴν , καὶ εἴσελθε κρατῶν εὐώδεις βοτάνας , καὶ μάλιστα εἰ χαίρει ὁ
λεγόμενον καὶ παραχαραττόμενον , ὡς τὸ παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μισουμένῳ εἴσελθε κἂν νῦν , ὦ μακάριε . οὐχ ἥκιστα ]
7195920 ὑφαινων
φροντίδι εἰσὶ , φροντίζονται . δολόφρονα μῆτιν : δόλον . ὑφαίνων : ποιῶν . Ἀναψάμενος : δεσμήσας . ἀκροτάτοιο :
ἔπεμψεν ἐπιστολήν , δι ' ἑνὸς δὲ ῥήματος πᾶσαν ἦλθεν ὑφαίνων , ὥστε με καὶ πρὸς γέλωτα ὑπενεχθῆναι . διὰ
7190301 ἠπεδανος
δὲ βίη λέλυται , καὶ χαλεπὸν γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι
δασύνεται τὸ πρὸ αὐτοῦ , ἐγένετο τοῦ β πλεονασμός . ἠπεδανὸς παρὰ τὸ πέδον , ὃ σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς
7188123 ὑποχωρω
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν
7186711 ἀπενεγκε
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . ἀγαθοῦ δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκ ποδῶν . Ὁ κάπηλος γὰρ οὑκ τῶν
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . Ἀγαθοῦ Δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκποδών . Ξέναρχος ἐν Διδύμοις : ὡς ὑπό
7185233 αἰγιδιων
δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας . λεχθέντων καὶ τούτων
γὰρ κἂν ἀκαλήφαις τὸν ἴσον χρόνον ἐστεφανῶσθαι . ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας . ἀτραπίζοντες τὰς ἁρμονίας
7184105 Φυ
' οὐδὲν πρᾶγμά σοι : τὰ πλεῖστα γὰρ ἀποπεπόνηκας . Φῦ , ἰοὺ τῆς ἀσβόλου . Αἰθὸς γεγένημαι πάντα τὰ
μ ' ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τελευτῇ τῆς ὁδοῦ . Φῦ φῦ . Ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ . Ὡς δεινόν
7181930 τηκομαι
οὖσαν γενομένην . ἇς ὑπὸ . ὑφ ' ἇς * τήκομαι ἀντὶ τοῦ λείβομαι : ὡς ἐκ πέτρας ἐκ πηδῶσα
ἀναπιδύουσα : ὅ ἐστι πηδῶσα : τὸ δὲ ἑξῆς : τήκομαι ὡς λιβὰς πιδακόεσσα ἣν πετρίνην - εἶπεν διὰ τὸ
7181660 ξηραινω
καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν
, κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ ,
7174460 ἱκω
ἄμυδις δὲ ψιλοῦται . ἱδρὼς δασύνεται * * * οὕτως ἵκω ἵξω ἴξαλος . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ
, ἵνα καὶ αὐτὰ λείπωνται τρισὶ γράμμασι τοῦ κίχω καὶ ἵκω . . . , : Ἡρακλείδης δὲ ἐν οἷς
7174297 φορεεσκεν
φέρων τὸ κάλυμμα τραπέζης , ζώνην θ ' , ἣν φορέεσκεν ἀγαλλομένη περὶ δειρήν , εἰς λέχος ἥνικ ' ἔβαινε
ἐρεμνὴν δίπτυχα λώπην αὐτῇσιν περόνῃσι καλαύροπά τε τρηχεῖαν κάββαλε τὴν φορέεσκεν ὀριτρεφέος κοτίνοιο . αὐτίκα δ ' ἐγγύθι χῶρον ἑαδότα
7173516 βαβαξ
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας
7171799 δειπνησων
αὐτὸς αὑτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον εἴρηκεν ἐπὶ συμποσίου Λυσίας ἐν τῷ
αὐτὸς αὐτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον δὲ καὶ ἄλλοι τε καὶ Πλάτων
7167036 κωλυσῃς
ὅτι ἐστὶ καὶ ἄλλῃ τινὶ Ῥοδάνης καλός . μή με κωλύσῃς μηδὲ θελήσῃς φόνου εἴργειν ἐν ἐρημίᾳ . οἶδας δὲ
ἑτέρους . ἐμὲ δὲ προθυμούμενον ἀπελθεῖν εἰς τὸν Δία μηδαμῶς κωλύσῃς . θαρρῶ γὰρ ταύτην τὴν δωρεὰν , ἤτοι τὸ
7165069 τορω
Μεθόδιος , . , . . Ἀντετόρησεν : εἰς τὸ τορῶ , . , . Ἄντηστιν : ἡ δὲ κατ
δὲ ἐκ τοῦ τείρω , τὸ καταπονῶ . τὸ οὖν τορῶ γίνεται κατὰ συγκοπὴν τρῶ τρήσω , σημαίνει δὲ τὸ
7164290 δευω
. εἰσκεκρουσμένους τοὺς πύνδακας πτίττω , καταλῶ , βράττω , δεύω , μάττω , πέττω . χωρεῖ ἄκλητος ἀεὶ δειπνήσων
τοῦ ε εἰς α , δαύω : ἵνα μὴ τὸ δεύω τούτου ἐπὶ τὸ χρήζω συμπέσῃ . Δῖος , ὁ
7164212 χερϲι
β , μίγνυε τὸν ϲάπωνα τοῖϲ λοιποῖϲ προλειωθεῖϲιν ἐπιτρίβων ταῖϲ χερϲὶ καὶ χρῶ . Περὶ πιτυριάϲεωϲ . πιτύροιϲ ὅμοια ἀπὸ
ὑπηρέτῃ κατέχειν εὐφυῶϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ λίνου , ἀμφοτέραιϲ ταῖϲ χερϲὶ κατέχοντεϲ τὴν τρίχα διακινοῦμεν ἄνω τε καὶ κάτω ,
7162514 ἐθαμιζεν
ἐῆος . ” ἐθάμιζεν ἐπύκναζεν : “ ἐπεὶ οὔτι κακιζόμενος ἐθάμιζεν . ” ἔθεεν ἔτρεχεν . ἐθελοντῆρας ἑκουσίους . ἔθειραι
“ εἰ δύνασαί γε , περίσχεο παιδὸς ἐῆος . ” ἐθάμιζεν ἐπύκναζεν : “ ἐπεὶ οὔτι κακιζόμενος ἐθάμιζεν . ”
7157052 λαληθρον
ἔγημε Γλαύκην τὴν θυγατέρα Κρέοντος τοῦ βασιλέως τῶν Κορινθίων . λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς
κεραΐδα , τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα , εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο , φθογγὴν ἑδώλων Χαονιτικῶν ἄπο βροτησίαν ἱεῖσαν
7152684 ἀμαν
διὰ τὸ πένθος : τὸν ἐμὸν τράχηλον : σκιάζων δέραν ἀμάν : ἀντὶ τοῦ ἀγαπητικῶς περιπτυσσόμενος καὶ ἐκτενῶς ἀσπάζου τὴν
διὰ τὸ πένθος : τὸν ἐμὸν τράχηλον : σκιάζων δέραν ἀμάν : ἀντὶ τοῦ ἀγαπητικῶς περιπτυσσόμενος καὶ ἐκτενῶς ἀσπάζου τὴν
7150486 ἀφετηρ
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ
εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ
7149874 ἀμαθοιο
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ
7148393 ἑζετ
ἐκ Κολοφῶνος ἑταίραν , ἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετ ' Ἔρως . ἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶ
πήματα πάσχω . ” ὣς εἰπὼν κατ ' ἄρ ' ἕζετ ' ἐπ ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι πὰρ πυρί :
7146817 δερεις
ἐπὶ τῶν ἀπορούντων . Ἐν φρέατι κυσὶ μάχεσθαι . Ἐκδεδαρμένον δέρεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : βέλτιον δὲ ἐπὶ
: ἐπὶ τῶν μακρὰν ὁδὸν καὶ ἔρημον πορευομένων . Ἀσκὸν δέρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων . Ἀσκῷ
7146364 καυσω
οἱ κλαίοντες . Κῆλον . παρὰ τὸν κήσω μέλλοντα τὸ καύσω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε . Ὅμηρος , πυρὶ
μαίρω , τὸ λάμπω , ὅθεν μαρμαίρω , ὡς καίω καύσω , καὶ κλαίω κλαύσω : οὕτω καὶ παρὰ τὸ
7141917 χαζω
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ
7141381 καταγιγαρτισαι
βʹ ἰαμβικὰ δίμετρα , τὸ δὲ ἓν μονόμετρον . Γ καταγιγαρτίσαι : ἀντὶ τοῦ κατὰ τῶν γεωργικῶν γιγάρτων βαλεῖν καὶ
τοῦ φελλέως , μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι . Φαλῆς Φαλῆς , ἐὰν μεθ ' ἡμῶν ξυμπίῃς
7140537 σπυριδιον
. φερνὴ μὲν ἡ προίξ , φέρνιον δὲ τὸ ἁλιευτικὸν σπυρίδιον . φύλλον καὶ φῦλον διαφέρει . φύλλον μὲν γὰρ
, φησίν , χαράδρα κατελήλυθεν . συσκευασάμενος δεῖπνον εἰς τὸ σπυρίδιον , ἐβάδιζεν ὡς πρὸς Ὠφέλην . τὸν ἱδρῶτα καὶ
7139463 ἱκνω
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον ,
7138308 εἰσειμ
καλῶ . Ἐγὼ δ ' ἐμαυτῷ τόδε λαβὼν τὸ φορτίον εἴσειμ ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων . Εἶδες ,
ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμακοσίους εἰ μή τις αὐτὴν κατακλιεῖ ἔπειτ ' εἴσειμ ' , ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ
7137713 κοιλαινω
γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες
γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς :
7137310 λαιλαπα
ἐκ δίης : οἷον : αἰθέρος ἐκ δίης ὅτε Ζεὺς λαίλαπα τείνει , ὅτε , φησίν , ὁ Ζεὺς μετὰ
ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον ὁμοῦ στεροπῇσι
7132488 ὀρουων
, ὀρτός : καὶ συνθέτως κονιορτὸς , ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ ὁρμῶν , ὡς σπείρω σπαρτός . Κοντὸς ,
αἶψα αὖ ἐρύων , τῷ δ ' αὖτις ἀάσχετος ἰθὺς ὀρούων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον
7131363 εἰργω
ἐπικρατείᾳ , ἔχω , κρατῶ , φυλάσσω , τηρῶ , εἴργω . καὶ τὸ μὲν ἐρίζω σοι , παλαίω σοι
: συνεχόμενον . τὸ δὲ ἐεργμένον παράγεται μὲν ἀπὸ τοῦ εἴργω τὸ κωλύω , σημαίνει δ ' ὅμως καὶ τὸ
7126956 κοινολεκτρον
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον
7124416 παρημενος
' ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν . ἔνθα μένειν καὶ πάντα παρήμενος ἐξερέεσθαι , ὄφρ ' ἂν ἐγὼν ἔλθω Σπάρτην ἐς
σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ ' ἅλα δοίης , ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι : τὰ
7124253 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
7122466 ἐξιει
] ῥέων ἀπὸ μεσημβρίης μεταξὺ Σύρων „ τε καὶ Παφλαγόνων ἐξίει „ κατὰ τὸν Ἡρόδοτον ” ἐς „ τὸν Εὔξεινον
ὑμνοῦσί σε πάρεχε . ὑποχάλα πρὸς τοὺς μισθούς . ὥσπερ ἐξίει . Ἱστίον ἀμπετάσας ] δεῖ γὰρ ἀνέμου πνεύσαντος τὸ
7121125 σαγην
οἶμαι ἀντὶ τοῦ ἐοικώς . παντελῆ ] τελείαν . παντελῆ σαγὴν ] πανοπλίαν ἢ τελείαν περιβολὴν ἔχων ξένου . φωνὴν
μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ ' ἐφ '
7118985 μυξωτηρων
ἐπί τε πουλύπων μετὰ τὴν χειρουργίαν καὶ ἐπὶ τῶν αἱμορραγούντων μυξωτήρων ἐπί τε ἄλλων τῶν ἐν τοῖς πόροις γινομένων παθῶν
οὖν προϲήκει τοὺϲ τὴν ὀϲφρητικὴν δύναμιν βλαβένταϲ ἤ τινα τῶν μυξωτήρων ἐμπεφραγμένον ἔχονταϲ ἐν ξηροτέροιϲ τόποιϲ τὴν διατριβὴν ποιεῖϲθαι ,
7117067 κρυψῃς
. ἤγουν , ἅπερ εἶπας κατὰ τοῦ Διὸς , μὴ κρύψῃς , ἵνα μὴ κἀκεῖνος πάλιν με πρὸς σὲ πέμψῃ
τις , ἐνὶ τριόδοισιν ἀκούει . εἰπὲ δέ , μὴ κρύψῃς , τέον οὔνομα καὶ σέο πάτρην . οὐ γὰρ
7116401 τᾠκιδιον
σῶς ὁ ὑγιὴς παρὰ τῷ ποιητῇ , καὶ τὸ οἰκίδιον τᾠκίδιον , καὶ προόρα πρώρα . ἔργον ἄπαστον : βρῶσις
, ἀλλ ' ἀντὶ τοῦ “ ἐλθέ ” . καὶ τᾠκίδιον : τὸ οἰκίδιον . ὑποκοριστικῶς δὲ εἶπε κατασμικρύνων καὶ
7116220 σειω
σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ
παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ σείω ,
7112295 Ἁλιου
κεραύνιαί τ ' ἐκ Διὸς πυρίβολοι πλαγαὶ λέχεά θ ' Ἁλίου . ὦ δυστάλαινα τῶν ἀμετρήτων κακῶν Ὠκεανοῦ κόρα ,
δὲ ναυβάται [ φωτὸς ] ὑπεράφανον [ θάρσος ] : Ἁλίου τε γαμβρῷ χόλωσεν ἦτορ , ὕφαινέ τε ποταινίαν μῆτιν
7109824 Πυραμος
χρησμὸς ἐκπεπτωκὼς φέρεται τοιοῦτος „ ἔσσεται ἐσσομένοις ” , ὅτε Πύραμος ἀργυροδίνης ἠιόνα προχέων „ ἱερὴν ἐς Κύπρον ἵκηται .
καὶ τὸ ὑποκείμενον πέλαγος . διὰ δὲ τῆς Καταονίας ὁ Πύραμος , πλωτός , ἐκ μέσου τοῦ πεδίου τὰς πηγὰς

Back