καὶ τὴν φυγὴν τῶν πολεμίων ἰδών , ἐπὶ μὲν τοὺς ἐκφυγόντας ἔπεμπε διώκειν ἱππέας πολλούς , τοῖς δὲ συσκευαζομένοις ἔτι | ||
τῆς τοῦ οἴνου πόσεως ὑπὲρ ἐλπίδα τὸν τοῦ θανάτου κίνδυνον ἐκφυγόντας . Χρὴ δὲ καὶ ἀνατρίβειν τὰ κατεψυγμένα μόρια ἰρίνῳ |
ὅτι ὑπὸ τοῦ Φρίξου φησὶν ἀνατεθῆναι τῷ Ἄρει τὸ τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ δέρος . κεῖτο γὰρ λόχμᾳ : τῷ δασεῖ | ||
θεῶν πρόνοιαν ἐκ τῆς Εὐρώπης εἰς τὴν Ἀσίαν ἐπὶ κριοῦ χρυσομάλλου , τὴν μὲν παρθένον ἀποπεσεῖν εἰς τὴν θάλατταν , |
ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς φόνωι . καὶ μὴ προδῶις μου τὴν κασιγνήτην ποτέ | ||
ὠνομάσθη . ὁ δὲ Πέλοψ εἰς Ὠκεανὸν ἐλθὼν καὶ Ἡφαίστῳ ἁγνισθεὶς λαβὼν Πῖσαν τὴν Οἰνομάου βασιλείαν καὶ τὴν Ἀπίαν Πελασγίαν |
Βοιωτοί τινες ἀφείλοντό μου τὸ ζεῦγος τῶν βοῶν . Γ Βοιωτίους ] πολέμιοι γὰρ αὐτῶν ἦσαν . ὅτι πολέμιοι ἦσαν | ||
Βοιωτίοισιν ἐν σκύφοισιν οἶνος ἡδύς . διήνεγκαν δὲ μετὰ τοὺς Βοιωτίους οἱ Ῥοδιακοὶ λεγόμενοι Δαμοκράτους δημιουργήσαντος . τρίτοι δ ' |
νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ οἱ | ||
ἀφίημι δ ' ἐλευθέραν καὶ τὴν τοῦ Μίκρου μητέρα καὶ Νοήμονα καὶ Δίωνα : καὶ Θέωνα καὶ Εὐφράνορα καὶ Ἑρμείαν |
Πέλοπα ἐς Ὀλυμπίαν ἀφικέσθαι , ὡς τὴν ἐντὸς Ἰσθμοῦ χώραν Ἀπίαν ἀπ ' ἐκείνου καλεῖσθαι . Ἄπιδος δὲ ἦν Θελξίων | ||
Σιπύλῳ γενομένης καὶ διαβάσεις Πέλοπος ἐνθένδε εἰς τὴν πρότερον μὲν Ἀπίαν , Πελοπόννησον δὲ ἀπ ' ἐκείνου κληθεῖσαν : ἀφ |
κατὰ τῆς γῆς καὶ τὰ ἄλλα φάσματα ἠφανίσθη καὶ τὴν Χρυσίδα ἐξεπέμψαμεν περὶ αὐτό που σχεδὸν τὸ λυκαυγές . εἰ | ||
. Μένανδρος δ ' ἐν Κόλακι τάσδε καταλέγει ἑταίρας : Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον |
. . . , : , , . . : Ἀιδωνέως δὲ τοῦ Μολοσσοῦ ξενίζοντος Ἡρακλέα , καὶ τῶν περὶ | ||
ἀπεμνήσθησαν καὶ χάριτας ὑπὲρ αὐτῶν ἀπέδοσαν Θησεὺς μὲν Ἡρακλεῖ . Ἀιδωνέως γὰρ αὐτὸν τοῦ Μολοττῶν βασιλέως δήσαντος , ὅτε ἐπὶ |
μῆκος στάδια ρʹ . Εἰς Αἰγιλίαν πλοῦς προαριστίδιος . [ Αὐτῆς Αἰγιλίας μῆκος στάδια νʹ . Ἀπ ' Αἰγιλίας εἰς | ||
ρʹ . Εἰς Ῥόδον ἀπὸ Καρπάθου πλοῦς στάδια ρʹ . Αὐτῆς Ῥόδου μῆκος στάδια χʹ . Ἀπὸ Ῥόδου εἰς τὴν |
κινωπησταῖς : ἑρπησταῖς κινουμένοις ἑρπυστικῶς * ζόρκες : αἴγαγροι * τρόχμαλα : τροχόεντας λίθους δρόμους τρόχμαλα δὲ τοὺς τραχεῖς τόπους | ||
* ζόρκες : αἴγαγροι * τρόχμαλα : τροχόεντας λίθους δρόμους τρόχμαλα δὲ τοὺς τραχεῖς τόπους καὶ πετρώδεις , ἢ τὰς |
ἑαυτῆς , ἣν μόλις ἡνίαις μετ ' ἐπανατάσεως μαστίγων ἔστι κατασχόντα πραῧναι . διόπερ λόγιον τοῦ ἵλεω θεοῦ μεστὸν ἡμερότητος | ||
τε ᾔσθοντο καὶ ἀπαγγέλλουσι τοῖς Ἕλλησι τὰ ἐν τῇ νυκτὶ κατασχόντα τοὺς βαρβάρους . ἀναθαρσήσαντες δὲ οἱ Φωκεῖς προθυμότερον ἔτι |
δὲ ὅτι ὅταν καταφάγῃ μὴ γνοῦσα σὺν ἄλλοις φυταρίοις τὸ παρδαλιαγχὲς λεγόμενον βοτάνιον , ἀνθρωπείαν κόπρον φαγοῦσα ὑγιάζεται : ὅθεν | ||
μῦας , ἢν αὐτῆς γεύσωνται , ἀλλὰ μὴν δὴ καὶ παρδαλιαγχὲς ἥδε παρ ' ἐνίων προσαγορεύεται , ἐπεί τοι καὶ |
τῆς Ἀττικῆς , Κραναῖος ὡς Ἀθηναῖος . Κράνεια , χωρίον Ἀμβρακιωτῶν . Θεόπομπος πεντηκοστῷ πρώτῳ . τὸ ἐθνικὸν Κρανειάτης ὡς | ||
ἐν τῇ Τραχῖνι πόλιν ἔκτισαν . Ὡς Ἀθηναῖοι πολλοὺς τῶν Ἀμβρακιωτῶν ἀνελόντες ἠρήμωσαν τὴν πόλιν . Περὶ τῶν Λακεδαιμονίων τῶν |
ἄρδω , ὁ μέλλων ἄρσω , ἐξ αὐτοῦ ἄλσος . ἄλδω , τὸ αὐξάνω , παράγωγον ἀλδάνω , ὡς αὐξάνω | ||
ἐστιν ὑψηλόν . . . . ἄλσος : παρὰ τὸ ἄλδω , τὸ αὔξω , ἄλσω ἄλσος . ἢ παρὰ |
κροκέωι πέπλωι ζεύξομαι ἆρα πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλους ' ἀνθοκρόκοισι πήναις ἢ Τιτάνων γενεάν , τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρωι κοιμίζει φλογμῶι | ||
ἀριστείας αὐτῆς ὑφαίνουσα [ ἢ ] τὴν Γιγαντομαχίαν : ἀνθοκρόκοισι πήναις : κροκωτοβαφέσιν : ἄνθος γὰρ τὸ βάμμα : ἄλλως |
τοῦτο δὲ παρὰ τὴν βίαν βιαρός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ βριαρός , ἔνθεν τὸ Βριάρεως . ἢ παρὰ τὸ † | ||
βριαρώτερος καὶ Βριάρεως . εἴρηται παρὰ τὴν βίαν βιαρός καὶ βριαρός , . , . * ? Βριάρηο : οἷον |
: Ῥῶμον δὲ Καπύην μὲν ἀπὸ τοῦ προπάππου Κάπυος , Ἀγχίσην δὲ ἀπὸ τοῦ προπάτορος Ἀγχίσου , Αἰνείαν δὲ τὴν | ||
. ὄντος δὲ τοῦ Αἰνείου ἐκεῖ ἔτυχε τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἀγχίσην τελευτῆσαι . καὶ πολυτρόπως αὐτὸν καύσας τὸν χοῦν αὐτοῦ |
χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως τι ποιούντων , καὶ | ||
ἂν ῥηθείη . Ἄρεος νεοττόν : ἐπὶ τῶν φιλοπολέμων . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ |
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμὸν ἀρεῖν . Χεῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥαφᾶν . | ||
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμὸν ἀρεῖν . Χεῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥαφᾶν . |
, ἣ Σπάρτη πρότερον , ἀπὸ Σπαρτοῦ τοῦ Ἀμύκλαντος τοῦ Λέλεγος τοῦ Σπαρτοῦ , ἢ διὰ τὸ τοὺς πρώτους συνοικίσαντας | ||
ἔρημον οὖσαν οὕτω σχεῖν τοὺς πρώτους λέγουσιν οἰκήτορας : ἀποθανόντος Λέλεγος , ὃς ἐβασίλευεν ἐν τῇ νῦν Λακωνικῇ , τότε |
, : θρυλίχθη : ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : ” θρυλίχθη δὲ μέτωπον ” . ἔνιοι δὲ παρεσύρθη , τινὲς | ||
θρόνα ἄνθη : “ ἐν δὲ θρόνα ποίκιλλε . ” θρυλίχθη ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : “ θρυλίχθη δὲ πρόσωπον |
μαλακῶς καθέζωνται , τὰ καλούμενα ὑπηρέσια . . . . φοινικίδας ] οἱονεὶ πυρρὰ παλλία . . . . ἢ | ||
Ἰνδοὶ καὶ ἀποθλίβουσι , καὶ ἐξ αὐτῶν βάπτουσι τάς τε φοινικίδας καὶ τοὺς ὑπ ' αὐταῖς χιτῶνας καὶ πᾶν ὅ |
τοῦ α εἰς ο ὅσιος . . . , : ὄτριχας οἰέτεας : οἷον ὁμότριχας . καὶ ἐν τῷ οἰέτεας | ||
' ὀπισθίδια . ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὑμὲ τοὺς ὄτριχας ἐξορμίζομαι πλόον δοκάζων : ποντίναι γὰρ ἤδη τοῖς ταλικοῖσδε |
οἰκτρὸν ] ἐλέους ἄξιον . πόλιν ] τὴν ἡμετέραν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν ἢ τὴν μεγάλην ἀπὸ Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος | ||
Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος ἐκεῖσε . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν . θ ὠγυγίαν ] τὴν παλαιάν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν καὶ παλαιὰν |
ποιοῦντος συλλαβήν : συλλαβῆς μέν , οἷον ὁμόπατρος ὄπατρος , ὁμότριχας ὄτριχας , ὁμοέτεας οἰέτεας . φωνήεντος δέ , οἷον | ||
τῶν γερόντων : ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὕμμε τοὺς ὁμότριχας ἐξορμίζομαι , πλόον δοκάζων πόντιον . ναὶ γὰρ ἤδη |
ἀποκρύψας συνέταξεν , ὅταν ἴδωσι πέλτην χαλκῆν ἀρθεῖσαν , ἐκδραμόντας ἀναιρῆσαι πάντας τοὺς ἠθροισμένους . ἀνεδείχθη μὲν ἡ πέλτη , | ||
γυναι - κείας φύσεως . ἔδει γὰρ πρῶτον λογισμῷ τινι ἀναιρῆσαι τὸ εἶναι αὐτὰς , εἶθ ' οὕτως ἄρξασθαι τῶν |
νεμέεσσι δὲ τοῖς πρὸς νομὴν ἐπιτηδείοις . * καὶ ἐν νεμέεσσι : καὶ ἐν τοῖς τόποις περιεκτικοῖς βοσκῆς * φωλεύει | ||
ἐν κνημοῖσι ] ἐν τοῖς τραχέσι καὶ δυσβάτοις τόποις ἐν νεμέεσσι ] γράφεται ἐν κνημοῖσι Φαλακραίῃς : Φαλάκρα δὲ ἀκρωτήριον |
τι ἐπιφαίνουσα , κατάγραφος , πάνυ εἰκασμένη , ὑπὸ θριξὶν ἱππείαις ἀνοίγουσά τε καὶ αὖθις ἐπικλείουσα τὸ στόμα , καὶ | ||
' Ὁμόλας ἔναυλοι , πεύκαισιν ὅθεν χέρας πληροῦντες χθόνα Θεσσάλων ἱππείαις ἐδάμαζον . τάν τε χρυσοκάρανον δόρκα ποικιλόνωτον συλήτειραν ἀγρωστᾶν |
καὶ τοῖς ξύλοις : ἐν γὰρ τοῖς ὄρεσι μικραὶ καὶ ὀζώδεις καὶ ἀκανθώδεις γίνονται : πάντα δὲ καὶ ἐν τοῖς | ||
μᾶλλον , ὥσπερ αἱ τῆς δρυός , αἱ δὲ οἷον ὀζώδεις καὶ θυσανώδεις , ὥσπερ αἱ τῆς ἐλάας : τοῦτο |
τὸ γελοιότερον μεταφράζοντες , ταύτην ἐπὶ τῆς χελώνης φασίν . Ὄϊς τὴν μάχαιραν : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς τοῖς πράγμασι χρωμένων | ||
προσῆκε θαυμάζειν ἢν θᾶσσον ἀδικῶν ὀψέ τις κακῶς πράσσῃ . Ὄϊς τις εἶπε πρὸς νομῆα τοιαῦτα : “ κείρεις μὲν |
: παρὰ τὸ ἀροῦν , ἢ παρὰ τὸ ἀραιοῦσθαι τὴν γεωργουμένην γῆν , . , , . . α . | ||
πλησιάζειν αὐτῇ καὶ διὰ τὸ ὀλίγην παντάπασιν ἔχειν χώραν τὴν γεωργουμένην . εἰκὸς οὖν ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν |
μάχης ] τῆς ναυμαχίας . ἀμηχανεῖν ] τοὺς Πέρσας . θώμιγγος ] θῶμιγξ κέκληται τὸ λεπτὸν σχοινίον . κακῶν ὁρῶν | ||
λίθοις ἐβάλλοντο καὶ συνετρίβοντο λιθολευστούμενοι , ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας |
διοίξηις σφάγια καὶ τρώσηις φόνον ὀξύστομον μάχαιραν ἐς γαίας μυχοὺς κρύψον παρ ' αὐτὰς ἑπτὰ πυρκαιὰς νεκρῶν . φόβον γὰρ | ||
. κεκαρτέρηται τἄμ ' : ὄλωλα γάρ , πάτερ . κρύψον δέ μου πρόσωπον ὡς τάχος πέπλοις . ὦ κλείν |
Λακεδαιμόνιοι τοῖς ὅρκοις , ἐς δὲ Πύλον ἐκόμισαν τοὺς ἐκ Κρανίων Εἵλωτας λῄζεσθαι , τὰ δ ' ἄλλα ἡσύχαζον . | ||
ἔστησαν οἱ Ἀθηναῖοι ἔχουσαν τὰς Λακωνικὰς σπονδάς . τοὺς ἐκ Κρανίων εἵλωτας ληΐζεσθαι : εἵλωτες λέγονται οἱ τὴν Μεσηνιακὴν οἰκοῦντες |
. γελῶ τὸ πρὸς τὸν Κύπριον ἐννοούμενος . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν | ||
πάλαι τηροῦντ ' ἐνεδρεύσας πάντ ' ἔχει . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν |
ο Ἄονες : ἔθνος Βοιωτίας , ἀφ ' ὧν ἡ Ἀονία . καὶ Ἄων τὸ ἐθνικόν , καὶ Ἀόνιος καὶ | ||
Ἀονία . καὶ Ἄων τὸ ἐθνικόν , καὶ Ἀόνιος καὶ Ἀονία . . . ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . |
Ἔγνωκ ' ἐγὼ δὲ χαλκίον τοῦτό γ ' ἐς τὸ κοτταβεῖον ἱστάναι καὶ μυρρίνας . Ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε | ||
ἀποκοτταβίζειν , ἀπ ' ἀγκύλης βάλλειν . καὶ τὸ μὲν κοτταβεῖον ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὀρόφου ὕπτιόν τε καὶ λεῖον , |
τύπτοντες κατεργάζονται τὸν Οἰωνόν . τοῦτο Ἡρακλέα μάλιστα ἐξηγρίωσεν ἐς Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας : αὐτίκα δὲ ὡς ὀργῆς εἶχε | ||
πλὰν Νέστορος : Σπάρταν / τε λαβὼν δορυάλωτον / , Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς / παῖδας φονεύσας , Τυνδάρεων [ σὺν |
. Ἐπεχείρησαν γὰρ οἱ Πελασγοὶ χῶσαι αὐτὸν , ὥς φησι Δηίλοχος , κατὰ ἔχθος τὸ πρὸς τοὺς Θεσσαλοὺς , ὑφ | ||
ἔστι δὲ Φωκαέων κτίσμα , πάλαι Πιτύουσα λεγομένη , ὡς Δηίλοχος ὁ Κυζικηνός . . . : Βέσβικος , νησίδιον |
ἄλλο . δεῦρο δὴ γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σὺ φίλτατε ; | ||
. δεῦρο δή , γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σύ , φίλτατε |
ἄνθος ἀτιζόμενος πώλων , Σιμόεντι δ ' ἐπ ' εὐρείται πλάταν ἔσχασε ποντοπόρον καὶ ναύδετ ' ἀνήψατο πρυμνᾶν καὶ χερὸς | ||
Ἰὼ γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας , ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν , σέ τοι , σέ τοι μόνον δέδορκα πημονὰν |
τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις : γόμφος κυρίως τὸ ξύλινον καρφίον παρὰ τὸ κόπτω | ||
καὶ ἔκπληξιν ἐμποιοῦντα τοῖς βλέπουσι . . γόμφοις ] ἐν καρφίοις . . ἥλοις . λαμπρὸν ] χρυσοειδές . ἔκκρουστον |
Σέρβοι . μεταξὺ δὲ τοῦ Καυκάσου ὄρους καὶ τῶν Κεραυνίων Τοῦσκοι , καὶ Δίδουροι : καὶ παρὰ τὴν Κασπίαν θάλασσαν | ||
Πτήσεις δὲ ὀρνίθων παρεφυλάξαντο πρῶτοι Φρύγες : καὶ θυτικὴν ἠκρίβωσαν Τοῦσκοι Ἰταλίας γείτονες . Ἴσαυροι δὲ καὶ Ἄραβες ἐξεπόνησαν τὴν |
τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ ' | ||
' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς |
εἰς ΝΗ δισύλλαβα τῷ Υ μακρῷ παραληγόμενα βαρύνεται : μύνη Βύνη Φρύνη . τὸ δὲ γυνή ὀξύνεται τὸ Υ βραχὺ | ||
δύω Δύνη , ἡ καταδύσασα εἰς θάλασσαν , καὶ τροπῇ Βύνη . . . . βυρσοδέψης : ὁ αὐτὸς † |
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ | ||
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν |
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται | ||
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται |
λάβοιτο τοῦ Σικελοῦ κάτω θέμενος : ἄνω γὰρ ὥσπερ κοττάβιον αἴρομαι . Ἀντιφάνης : κότταβος τὸ λυχνίον ἐστί : πρόσεχε | ||
λάβοιτο τοῦ σκέλους κάτωθέ μοι ; ἄνω γὰρ ὥσπερ κοττάβειον αἴρομαι . ὕπνος αὐτὸν ὄντα κακόσιτον τρέφει . δίπυρον καὶ |
, ὕστερον δὲ Χαλδαία , τὸ τελευταῖον δὲ ἀπὸ † Σύρου τοῦ Σούσου Ἀσσυρία . εἴρηται εἰς τὸ Συρία , | ||
δὲ ἐκλήθη ἀπὸ Σύρου τοῦ Αἰθίοπος , οἱ δὲ ἀπὸ Σύρου Χαλδαίου : οἱ δὲ τὴν παράλιον Συρίαν ἀπὸ Κιλικίας |
ἀκόρεστοι . ἀτρύμονες ] πολυπαθεῖς . ἀτρύμονες ] ἀδάμαστοι . ἀτρύμονες ] συμβουλευόμενοι τὰ λῷστα . Ξ μέλεοι : ἄθλιοι | ||
. Ξ κακῶν ἀτρύμονες ] ἐν κακοῖς ἀκμῆτες . κακῶν ἀτρύμονες : οἱ ἀκαταπόνητοι ὑπὸ τῶν κακῶν , ἵν ' |
Σαβάζιον τὸν Διόνυσον οἱ Θρᾷκες καλοῦσι καὶ ⌈ Σαβοὺς [ Σάβους ] τοὺς ⌈ ἱεροὺς [ ἱερεῖς ] αὐτοῦ . | ||
Σαβάζιον τὸν Διόνυσον οἱ Θρᾷκες καλοῦσι καὶ ⌈ Σαβοὺς [ Σάβους ] τοὺς ⌈ ἱεροὺς [ ἱερεῖς ] αὐτοῦ . |
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως | ||
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος |
γνάθοις Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων . ἔμπνους δὲ δαιτρὸς ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας | ||
ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . |
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί | ||
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον |
δ ' ἀντιδίδωσι πᾶσι . περὶ δὲ τῶν μυρμήκων τῶν μεταλλευόντων χρυσὸν ἐν Ἰνδικοῖς πολλοὶ ἱστορήκασιν . σὺν ἄλλοισιν γεράεσσι | ||
τῆς θαλάττης , τὰ ἀθήρατα ἐκθηρωμένων , καὶ τὰ ἀφανῆ μεταλλευόντων , καὶ τὰ πόρρω διωκόντων , καὶ τὰ σπάνια |
εἶναι γένει τῶν Σιθώνων Γιγάντων . Σιθὼν δὲ βασιλεὺς ἦν Θράκης . * Ὄμβρων : Ὄμβροι γένος Γαλατῶν . * | ||
. . ὁ δὲ περιηγητὴς Διονύσιος καὶ τὸν τόπον τῆς Θράκης φησίν , ὅθεν ὁ βορρᾶς πνεῖ , τὴν Ἴσμαρον |
πολύφωνον μέλος τῶν αὐλῶν κατεσκεύαζεν . ἐρρύσατο δὲ πόνων : ἐπεδίωξαν γὰρ τὸν Περσέα μέχρι Βοιωτίας . ὄφρα τὸν Εὐρυάλας | ||
ταῖς ναυσὶν ἐς μάχην τε κατέστησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ νικήσαντες ἐπεδίωξαν καὶ ὁπλίτας τε οὐ πολλοὺς ἀπέκτειναν καὶ τὰς ναῦς |
. . Ἀγγριάς : . . † Ἀγκαλιαγωγοί : οἱ ἀγκαλίδας ἄγοντες ἐν πλοίοις . ἢ ἐπὶ θρεμμάτων . ἀγκαλιδοφόροι | ||
τὸν Δία τὸν πλάνον φασὶ στενωπὸν εἰς στενὸν στῆσαί τινας ἀγκαλίδας ἔχοντας , ὥστε μὴ παρελθεῖν μηδένα . καταλαμβάνομεν τὸν |
αὐτῶν παρώξυνε , καὶ τὰς μὲν θηλείας ἐπὶ τῆς οἰκίας κατετόξευσεν Ἄρτεμις , τοὺς δὲ ἄρρενας κοινῇ πάντας ἐν Κιθαιρῶνι | ||
κατὰ πρόσταγμα τοῦ Διός , ὅτε τὸν Πύθωνα τὸν δράκοντα κατετόξευσεν φυλάττοντα τοὺς Δελφούς , τῆς Γῆς ἔτι ἐχούσης τὸ |
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ . | ||
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν |
, ἀλλὰ τηρεῖν τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας καὶ συγγενεῖς καὶ ὁμοφώνους εὔνοιαν . οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τοῖς βαρβάροις ἀπεκρίθησαν , | ||
προσόντος καὶ τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις πλεῖστ ' ἂν βλάπτειν ἐξ αὐτοῦ ὁρμωμένους |
ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο : | ||
καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς , |
χρυσίου λέγῃ . εἴρηται παρὰ τὸ μὴ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη , τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου ' . . . | ||
χρυσίου λέγει „ . εἴρηται παρὰ τὸ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου , ὡς τὸ ἀχανές πέλαγος |
ἧς βουλῇ νικήσας κατῆλθεν εἰς Ἄργος . τὰς δὲ Ἐρινύας πραείας γινομένας κατ ' εὐφημισμὸν προσηγόρευσεν Εὐμενίδας . παρ ' | ||
ἧς βουλῆι νικήσας κατῆλθεν εἰς Ἄργος . τὰς δὲ Ἐριννύας πραείας γινομένας κατ ' εὐφημισμὸν προσηγόρευσεν Εὐμενίδας . παρ ' |
σοι χάριν οἶδα λαμπράν , εἰ καὶ τοὺς ἄνδρας ἔγνως συνανελεῖν σε βεβουλευμένους , οὐχ , ὡς ἡμεῖς ἡγούμεθα , | ||
εὔλογον φυγόντας ἂν τότε τοὺς Θηβαίους τοῖς Λακεδαιμονίοις συγκαταδουλοῦν , συνανελεῖν τοὺς Λακεδαιμονίους τούτοις νῦν ὑπομεῖναι . πολὺ γὰρ δή |
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . | ||
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “ |
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή | ||
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή |
ʹʹδʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Ἀσωπός νʹ ∠ ʹʹγʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ὄνου Γνάθος ἄκρα ναʹ λεʹ Βοιαί ναʹ ιβʹʹ λεʹ ιβʹʹ Μαλέα | ||
: ὠφέλειαν σημαίνει . Σιαγὼν εὐώνυμος : εὐτυχίαν σημαίνει . Γνάθος εὐώνυμος : ἀλλότριον κάματον σημαίνει . Σιαγὼν δεξιά : |
καὶ Σαλπίων βεβῶσαν ὀχθηρῶν πάγων . Λοῖσθος δ ' ἐγείρει γρυνὸς ἀρχαίαν ἔριν πῦρ εὗδον ἤδη τὸ πρὶν ἐξάπτων φλογί | ||
. γρυνὸν δὲ εἶπε τὸν Ἀλέξανδρον κατὰ μετωνυμίαν καλέσας : γρυνὸς γάρ ἐστιν ὁ κορμός . καὶ Ὅμηρος γρυνοὶ μὲν |
θεάσει αὐτὸν κατὰ τὴν νύκτα φαίνοντα , ὥσπερ λαμπάδα . Πολύπους ζῷόν ἐστι , τὸ λεγόμενον ὀκταπόδιον . οὗτος ζωμευθεὶς | ||
Ὄψον κυρίως πᾶν τὸ διὰ πυρὸς εἰς ἐδωδὴν κατασκευαζόμενον . Πολύπους , πολύποδος , ἡ αἰτιατικὴ τὸν πολύπουν , ὡς |
τάς τε ἐπωιδὰς καὶ τελετὰς καὶ μυστήρια , καὶ περὶ Σαμοθράικην διατρίψαντας οὐ μετρίως ἐν τούτοις ἐκπλήττειν τοὺς ἐγχωρίους : | ||
ἱδρύσασθαι καὶ θυσίας μεγαλοπρεπεῖς ἐπιτελέσαι : ὀνομάσαι δ ' αὐτὴν Σαμοθράικην , ὅπερ εἶναι μεθερμηνευόμενον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἱερὰν |
ὁ μέλλων οὐδίσω , ἀποβολῇ οὖν οὖδις καὶ ἐν συνθέσει ἀμφοῦδις . οὕτως Ὠρίων , . , . . Ἀμφορεύς | ||
ἀμφοῦδις : παρὰ ἀποβολῇ τοῦ ω οὖδις καὶ ἐν συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον |
σεδιὰ μέσου γὰρ ὁ στίχος τοῦ ἄρχετε . φορήται : μανιωδῶς φέρεται . καθόλου τὰ εἰς ται ῥήματα , ὅταν | ||
καὶ ἐπιθυμητικαῖς ὁρμαῖς τῆς ἀφροδίτης . Οἰστρηδόν : ἐρωτικῶς , μανιωδῶς , μετ ' οἴστρου ἤγουν ἔρωτι κινούμενοι . Εἱλομένων |
καὶ τὰ φύλλα λεπτομεροῦς τε καὶ θερμῆς ἐστι δυνάμεως . Ἀκάνθης λευκῆς ἡ μὲν ῥίζα ξηραντικὴ καὶ μετρίως ἐστὶ στύφουσα | ||
ὀξυμέλιτι ἀναγαργαριζόμενον ὠφελεῖ πάνυ : καταφέρει γὰρ ὑγρασίαν πολλήν . Ἀκάνθης Αἰγυπτίας . δραχ . αʹ ἴρεως . . . |
ἠσφαλίζετο , ἡδραίου τὴν ἀρχήν : ἢ διεστοιχίζετο ἀντὶ τοῦ διεμέριζε καὶ ἔνεμε τὰς τάξεις τῆς ἀρχῆς . ἢ τὸ | ||
ἐπιείκειάν τε καὶ δικαιοσύνην τὰς σύνεγγυς νήσους κατεκτᾶτο , καὶ διεμέριζε τὴν χώραν ἔρημον οὖσαν . κατὰ δὲ τούτους τοὺς |
τῶν τῆς Λιβύης . Ζηνόθεμις δὲ αὐτάς φησιν ὠικηκέναι ἐν Αἰθιοπίαι καὶ διερχομένας ἐπὶ τὸ ἀντιπέραν συγγίνεσθαι τοῖς αὐτόθι ἀνδράσιν | ||
] οταφ ! ! ! [ ! ! ! ! Αἰθιοπίαι ] ? ? ἐστιν ! ! ] ! [ |
οὖν μυθωδέστερα τὰ περὶ αὐτοῦ ποιοῦντες ἐκκλησιάζοντά φασιν αὐτὸν ἐπὶ στρατο - πέδου ζόφου κατασκήψαντος ἐξ αἰθρίας καὶ χειμῶνος μεγάλου | ||
μὴ βουλομένων συναφίστασθαι Μήδων , μετὰ δὲ ταῦτα πυθόμενοι καταπεφρονηκότως στρατο - πεδεύειν τόν τε Ἱππόστρατον καὶ τὸν Ὀροντοβάτην ἐπέθεντο |
λυκοσπάδων εἶπον καὶ ἀνωτέρω , καὶ νῦν δὲ εἰρήσεται ὅσα προσακήκοα ἴδια . τὴν ὄψιν ἔχουσι συνεστραμμένην καὶ βραχεῖαν , | ||
ἐκεῖνο ἔχει βρέφος . Τῆς θαλαττίας τρυγόνος ἴδιον καὶ τοῦτο προσακήκοα . ἐπὶ τῆς ἁλιάδος ὀρχεῖταί τις , ὅταν αὐτὴν |
θεοῦ , μετὰ ταῦτα δὲ καὶ θεὸν προσαγορευθῆναι , καὶ καταλαβόντα ἀντρῶδές τι χωρίον ἄβατον τοῖς ἄλλοις ἐνταῦθα διαιτᾶσθαι , | ||
ἤγουν μέχρι τοῦ οὐρανοῦ διηκέτω τὸ βόημα ἐπὶ τὰ νῦν καταλαβόντα ἡμᾶς ἄχη . . Κυχρείας ] τὰς τῆς Σαλαμῖνος |
, πόλις Πελοποννήσου , πλησίον Ἄργους , ὡς Φίλων . Λάμπη . . . ἔστι καὶ τρίτη τῆς Ἀργολίδος , | ||
ἀπὸ Ἰουδαίου Σπάρτωνος ἐκ Θήβης μετὰ Διονύσου ἐστρατευκότος . : Λάμπη , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου |
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ | ||
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ ' |
δὲ δὴ ἄλλαι γλιχόμεναι μὲν ἅπασαι τοῦ ἄνω ἕπονται , ἀδυνατοῦσαι δέ , ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται , πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι | ||
τὸ κοιλότερον : αἱ δὲ τρίται πάντῃ κεκρατῆσθαι , διὸ ἀδυνατοῦσαι τὴν κεφαλὴν αἴρειν ὑποβρύχιαι γίνονται . Λαβὲ δὲ αὐτῶν |
ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ τοῦ Σύφακος ἐς φυγὴν τὸν ποταμὸν ἐπέρων , ἔνθα τις αὐτοῦ τὸν Σύφακος ἵππον ἔβαλεν : | ||
, τὸν δὲ στρατὸν ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ἐς τὸ Βρεντέσιον ἐπέρων ὡς χρησόμενος δὴ ἐς τὰ ἐπείγοντα . καὶ σὺν |
ἐπίτροπον αὐτῶν κατέστησαν τῶν Θρᾳκῶν τινα . Περὶ Μήστρας τῆς Ἐρυσίχθονος φασὶν ὡς , ὁπότε βούλοιτο , ἀλλάσσειν τὴν ἰδέαν | ||
δὲ ὑπ ' οὐδένων . ἔστι δὲ μνῆμα ἐπὶ Πρασιαῖς Ἐρυσίχθονος , ὡς ἐκομίζετο ὀπίσω μετὰ τὴν θεωρίαν ἐκ Δήλου |
τῶν ἄλλων πτώσεων ἀκριβῶς διάγνωσιν . Καν . αʹ . Κλίνεται τοίνυν Αἴας Αἴαντος . Καὶ διατί ; διότι τὰ | ||
καὶ ὁ σωλήν : βαρύτονος δὲ οὐκ ὀξύτονός ἐστιν . Κλίνεται δὲ Ἕλληνος φυλάσσων τὸ η καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς |
θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ : | ||
τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν |
, Ἀτρέως φίλος παῖς , τῆσδ ' ἔρωτ ' ἐξαίρετον μαινάδος ὑπέστη : καὶ πένης μέν εἰμ ' ἐγώ , | ||
: καὶ ἐπιστήσῃ μὴ εἰς οἶκον εἰσέρχεσθαι γυναικὸς ὀρχιστρίδος ἤγουν μαινάδος καὶ ὀρχεῖσθαι ἐπισταμένης , ἵνα μὴ πρὸς αὐτὴν καὶ |
ῥάκιον καὶ ῥάκος : ἄμφω λέγουσιν . σαίρειν : οὐ σαροῦν : μᾶλλον δὲ κορεῖν λέγουσιν : καὶ ἀκόρητον , | ||
Πενέσταις καὶ παρὰ Κρησὶ Κλαρώταις . καλλύνειν : κοσμεῖν καὶ σαροῦν . κάμπιος δρόμος : δρόμοι τινὲς ἦσαν κάμπιοι οὐκ |
, περὶ τὰς θεὰς ἐξαμαρτήσας καὶ τὰ μυστήρια . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ . Ἐγὼ μὲν οὖν καὶ νῦν ἀπὸ τῶν ἱερῶν | ||
ἠδίκησαν , καὶ ἀποστερήσαντες τῆς τιμῆς καὶ φόνου γραφόμενοι . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ : Θαυμάζωμεν οὖν καὶ τοὺς πεπεισμένους τότε τῶν |
καὶ ἀκάκωτον , ἁπαλὴν ἔτι καὶ νέαν καὶ σφριγῶσαν , ἡνιόχησιν καὶ παιδείαν καὶ ἐπιστασίαν εὐμαρῶς δέξασθαι δυναμένην ψυχήν : | ||
παραχρῆμα εἰς δέον καθιστάμενος . μίαν μὲν οὖν λέγουσι ταύτην ἡνιόχησιν ἰσχυράν , οὐχ ὅλου φθειρομένου τοῦ παντός . πάλιν |
ἐλεφάντινον . μετὰ δὲ Κυλλήνην ἀκρωτήριόν ἐστιν ὁ Χελωνάτας , δυσμικώτατον τῆς Πελοποννήσου σημεῖον . πρόκειται δ ' αὐτοῦ νησίον | ||
μοίρας . καὶ παραθέντες τοὺς ἀριθμοὺς ἀπὸ τῆς κατὰ τὸν δυσμικώτατον μεσημβρινὸν ἀρχῆς παροίσομεν ἀεὶ τὴν τοῦ κανονίου πλευρὰν ἐπὶ |
τὰ μέλη συναγαγοῦσαν τὴν Ἶσιν εἰς βοῦν ξυλίνην ἐμβαλεῖν βύσσινα περιβεβλημένην , καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὴν πόλιν ὀνομασθῆναι Βούσιριν | ||
ᾠοῦ ὄστρακον στρόβιλος δὲ πᾶν τὸ περιφερὲς τὴν στρογγύλῳ κελύφῳ περιβεβλημένην . κελυφάνῳ νῦν ὠοῦ λέπει : πάντα γὰρ τὰ |
ὅπως τῷ τόπῳ οἱ φίλοι διαγιγνώσκωνται : οὐ γὰρ ῥᾴδιον μιγάδας τε ὄντας μεθ ' ὅπλων καὶ μετὰ θορύβων συνεισπίπτοντας | ||
δ ' οἰκήτορας καὶ ἡ Δύμη μικρὸν πρὸ ἡμῶν ἀνθρώπους μιγάδας , οὓς ἀπὸ τοῦ πειρατικοῦ πλήθους περιλιπεῖς ἔσχε Πομπήιος |
, ὡς τῶν τεμνομένων αὐτῆς κεφαλῶν ἀνεφύοντο πλείους , κελεῦσαι Ἰολάῳ ἐπικαίειν τὰς τεμνομένας . ὕδωρ παραρρέει : ἐπὶ τῶν | ||
ἀλλὰ μάλιστα τοῦτον τετίμηκε νικήσαντα τὸν αὐτῷ ἀνακείμενον , τῷ Ἰολάῳ , ἀγῶνα , τὰ Ἰόλαια καλούμενα , ἃ καὶ |
τετρακόσιοι , τούτων δὲ Ἀμπρακιωτέων πεντακόσιοι . Μετὰ δὲ τούτους Λευκαδίων καὶ Ἀνακτορίων ὀκτακόσιοι ἔστησαν , τούτων δὲ ἐχόμενοι Παλέες | ||
ἐσέπλευσαν ἐς τὸν κόλπον τὸν Κρισαῖον καὶ Κόρινθον ἅπαντες πλὴν Λευκαδίων . καὶ οἱ ἐκ τῆς Κρήτης Ἀθηναῖοι ταῖς εἴκοσι |
τὴν Ἀκαρνανίαν ὠνομάσθαι φησὶν ἀπὸ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀκαρνᾶνος , Ἀμφιλόχους δὲ ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ Ἀμφιλόχου , ὥστε ἐκπίπτει εἰς | ||
φησὶν ὁ Σοφοκλῆς „ Λάκμου τ ' ἀπὸ Περραιβῶν εἰς Ἀμφιλόχους ” καὶ Ἀκαρνᾶνας , μίσγει δ ' ὕδασιν τοῖς |
ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονός , πατρὸς κατ ' εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι . ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοι δαίμονες , | ||
] τὴν Ἑλληνικήν . πλήθουσι ] † πλήρεις εἰσί . δυσπότμως ] ἀθλίως , δυστυχῶς . ἐφθαρμένων ] † ἀποθανόντων |
θ ' Ἱκετάονά τ ' ὄζον Ἄρηος : Ἀσσάρακος δὲ Κάπυν , ὃ δ ' ἄρ ' Ἀγχίσην τέκε παῖδα | ||
εἴκοσιν : ἔπειτα Κάπυς δυεῖν δέοντα τριάκοντα : μετὰ δὲ Κάπυν Κάλπετος ἄχρι τρισκαίδεκα ἐτῶν κατέσχε τὴν ἀρχήν : ἑξῆς |
καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν | ||
, κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ , |
νεμέθω , φλέγω φλεγέθω , φθίνω φθινύθω , οὕτω καὶ βαρῶ βαρύθω . ἀπολείπεται : στερίσκονται . Οὐκ ἀπολείπεται ἅλμης | ||
, οἷον : κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω τὸ βαρῶ : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ |
; τί δὲ δρῶ ; τί δὲ μήσωμαι ; πῶς τολμήσω μήτε σε κλαίειν μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβῳ ; ἀλλὰ | ||
πρὸς αὐτὴν οἷος παρ ' ἐκείνης πρὸς μὲ γεγένησαι , τολμήσω ἀναρρῖψαι τὸν κύβον . Θάρρει , ὦ Λυκῖνε , |