ἀεὶ δὲ ἄμεινον ἀρχόμενον ὑφαίνεσθαι ἱστὸν ἰδεῖν ἢ πρὸς τὸ ἐκτέμνεσθαι ὄντα : ἔοικε γὰρ τῷ βίῳ . ὁ μὲν | ||
τῶν μὲν τὰ ἀπόρρητα τοῖς πολεμίοις ἀπαγγειλάντων ἐπέταττεν ὁ νόμος ἐκτέμνεσθαι τὴν γλῶτταν , τῶν δὲ τὸ νόμισμα παρακοπτόντων ἢ |
βρέγματος ἄχρι ἰνίου , ἐγκύκλιον δὲ κατὰ μετώπου . εἶτα διπλώσαντες ἐπὶ μεσοφρύου εὐθεῖαν κατὰ βρέγματος ἐπὶ ἰνίον προκαταλαμβάνομεν , | ||
: εἴσιν δὲ αὐταὶ μοῖραι νϚ κ . ἃς καὶ διπλώσαντες , τὰς γενομένας ριβ μ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν τῶν |
εἰς δίαιταν καὶ ὅσα εἰς διάγνωσίν τε καὶ πρόγνωσιν τοῦ ἀρρωστήματος ἀναφαίνονται . διὰ τοιαύτης γὰρ ἀναγόμενος τῆς μεθόδου βραχύ | ||
ἤτοι γέλωτες , ἢ ἀγριότητες αὐτοῖς , τὸ τέλος τοῦ ἀρρωστήματος , ὧν τὸ μὲν μανία λέγεται τὸ δ ' |
γε ἀριθμεῖν δυνάμενος οὐδὲν ἧττον ἐν τῷ πλήθει ἢ μόνος ἀριθμεῖ , καὶ οἱ κατὰ μόνας ἄριστα κιθαρίζοντες οὗτοι καὶ | ||
δὲ μόνος οὗτος ὡς ἀληθῶς ἀνδρεῖος . Ἐπὶ πᾶσι δὲ ἀριθμεῖ πέμπτον εἶδος ὁμωνύμου ἀνδρείας τὸ τῶν δι ' ἄγνοιαν |
μασχάλην : αὐτὸς δὲ ἑωυτὸν ὑψηλότερον ἐπὶ τοῦτον τὸν ὦμον ποιεέτω , ἢ ἐπὶ τὸν ἕτερον : τοῦ δὲ κρεμαμένου | ||
τριήκοντα ἡμέρῃσιν , εἰ θανάσιμον ἢ οὔ . Ταῦτα μὲν ποιεέτω , ὁκόταν αἱ τριήκοντα ἡμέραι παρέλθωσιν . Ἐν δὲ |
ἡμιόλιον . ἐπὶ τῷ τέλει πάντων κορωνίς . 〛 τὸν κλέψαντα τὸν κύνα τὸν Κέρβερον . ἥκει τῳ κακόν : | ||
δὲ πρὸς αὐτάς : ” κάκιστα ζῷα , τὸν μὲν κλέψαντα ὑμῶν τὰ κηρία ἀθῷον ἀφήκατε , ἐμὲ δὲ τὸν |
. καὶ ὅτι ἐν ταῖς ἰσημερίαις μόνος τῶν ἄλλων ζῴων δωδεκάκις τῆς ἡμέρας κράζει καθ ' ἑκάστην ὥραν . Θυμὸν | ||
παραχωρήσεις , πεπραγματευμένας δὲ ἔχομεν γραμμικῶς τὰς τῆς σελήνης , δωδεκάκις ἑκάστην τῶν ἐκεῖ παραθέσεων ποιήσαντες διὰ τὸ τὴν μεγίστην |
Ἐπὶ δόρυ ἐπίστρεφε , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ περίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ ἐκπερίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπ ' | ||
εὔοσμον ἐξικνούμεθα : καταλαμβανόμεθα ὑφέσθαι : παραχωρεῖν ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων |
πολυποδίου δασεῖα καὶ ἔχουσα κοτυληδόνας , ὥσπερ αἱ τοῦ πολύποδος πλεκτάναι . καθαίρει δὲ κάτω : κἂν περιάψηταί τις οὔ | ||
, κόγχαι , κτένες , τευθίδες . πολυπόδεια κρέα ἢ πλεκτάναι , σηπίαι σηπιδάρια . ἐχῖνοι θαλάττιοι : ἔνιοι δὲ |
ἐμῶν οὐδ ' ἔγκαφος . ἐγκεντρίδας τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο , οἷς ἐλαύνονται οἱ ἵπποι . | ||
δ ' ἀγκώνων τὰ μὲν κάτω μέρη τετράγωνα καὶ λεπτὰ πτέρνας ὠνόμασαν οἱ ὀργανικοί , τὰ δ ' ἄνω πλατέα |
' ἄρτον ΚΥΛΛΑΣΤΙΝ καλοῦσιν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης Δαναίσι : καὶ τὸν κυλλᾶστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . | ||
κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . ΣΗΠΙΑ . Ἀριστοφάνης Δαναίσι : καὶ ταῦτ ' ἔχοντα σηπίας καὶ πουλύπους . |
προν ἀφῖχθαι καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Ἀλεξάνδρῳ Ἄγανον : θεραπευτά : ὦ Φοῖβ ' ἀκέστορ : γράφεται καὶ ἀκεστῶν | ||
προν ἀφῖχθαι καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Ἀλεξάνδρῳ Ἄγανον : θεραπευτά : ὦ Φοῖβ ' ἀκέστορ : γράφεται καὶ ἀκεστῶν |
ἀλλὰ τὰς πρὸς ἐνιαυτῶν ὡρισμένον ἀριθμόν , οἳ ἐντός εἰσι πεντηκονταετίας . οὐ γὰρ κτημάτων αἱ πράσεις ἀλλὰ καρπῶν ὀφείλουσιν | ||
. οὕτως καὶ τοῖς Λευίταις τὰ μὲν ἔργα ἐπιτελεῖν ἄχρι πεντηκονταετίας διείρηται , ἀπαλλαγεῖσι δὲ τῆς πρακτικῆς ὑπηρεσίας σκοπεῖν ἕκαστα |
κατὰ τὰ χρώματα καὶ τὰς συστάσεις γενομένας καὶ προσέτι τὰς λειότητας καὶ τὰ τοπικὰ διαστήματα . Ἔπειτα καί , εἰ | ||
χυλοὺς διὰ στόματος ἢ μαλακότητας εὐενδότους καὶ σκληρότητας ἀντιτύπους ἢ λειότητας καὶ τραχύτητας , ψυχρότητάς τε αὖ καὶ θερμότητας διὰ |
- νικόν . καὶ ὅτι Σινωπικὸν καὶ Χαλυβδικὸν εἰς τὰ τεκτονικά , τὸ δὲ Λακωνικὸν εἰς ῥίνας καὶ σιδηροτρύπανα καὶ | ||
ἕκαστον καὶ σῴζει τὰ κατάλληλα ἔργα : τὸν τέκτονα τὰ τεκτονικά , τὸν γραμματικὸν τὰ γραμματικά . ἂν δ ' |
ἀναμετροῦσι τὴν γῆν ὡς ἐν Αἰγύπτῳ , καὶ τὰς κλειστὰς διώρυγας , ἀφ ' ὧν εἰς τὰς ὀχετείας ταμιεύεται τὸ | ||
τρισμυρίων καὶ ἑξακισχιλίων σταδίων . τὰ μὲν οὖν περὶ τὰς διώρυγας τοιαῦτα . Ἡ δὲ χώρα φέρει κριθὰς μὲν ὅσας |
εʹ β , νεφελοειδ ' . Οἱ περὶ τὸν Περσέα ἀμόρφωτοι . ὁ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ γόνατος | ||
δʹ ε , εʹ β . Οἱ περὶ τὸν Σκορπίον ἀμόρφωτοι . ὁ ἑπόμενος τῷ κέντρῳ νεφελοειδής . . . |
ἐς ὕδωρ θερμὸν , προστιθέσθω πρὸς τὰς γνάθους καὶ τὰ σιαγόνια . Ἀναγαργάριστον δὲ αὐτῷ ποιέειν ὀρίγανον καὶ πήγανον καὶ | ||
λαμβάνει καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει |
ἐν ἔτει ἑκατοστῷ εἰκοστῷ ἑβδόμῳ ζωῆς αὐτοῦ , λέγων : Ἕβδομος υἱὸς ἐγενόμην τῷ Ἰακώβ , καὶ ἤμην ἀνδρεῖος ἐπὶ | ||
, ἀλλ ' ἐν τῷ μέσῳ , οἷον Βδέλλα , Ἕβδομος , τούτου χάριν ὡς πλείονας συντάξεις καταδεξάμενον προετάγη τοῦ |
δοκεῖν εἰληχέναι . ἐγίνοντο γάρ τινες , ὡς εἴπομεν , κληρωτοὶ ἐξ ὅλου τοῦ δήμου πρόεδροι . οὗτοι δὲ μετὰ | ||
ἀρχὰς εἴδη τρία , ὧν ἓν μὲν καὶ φανερώτατον οἱ κληρωτοὶ καὶ οἱ χειροτονητοὶ ἄρχοντες , δεύτερον δὲ ὅσοι τι |
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . . Ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Δωτίας τῆς Ἐλάτου . | ||
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . Καλλίμαχος ἐν τοῖς ὕμνοις ” οὔπω τὰν Κνιδίαν |
τὸ μέτρον ἀναλόγως τῆς ἀποστάσεως . Ἐπί γε μὴν τῶν ἀφαιρούντων τῷ πάχει τὰ χρώματα τοιοῦτος ἂν ὁ λόγος ἀποδοθείη | ||
ὁ τρόπος . χρὴ οὖν ἄτερ πάσης προσαγωγῆς διὰ τῶν ἀφαιρούντων διαιτᾷν . Ἐὰν δὲ τῆς ☾ ἐν ♊ οὔσης |
γεωργικοῖς αὐτοῦ φησιν , ὅτι καλῶς ἐγκεντρίζεται τὰ μῆλα εἰς δαμασκηνά , καὶ ὅτι τὸ μῆλον εἰς κίτριον ἐγκεντριζόμενον σχεδὸν | ||
καὶ ἀπὸ παρασπάδων φυτεύεσθαι , ἔστι ταῦτα : βερικόκκια , δαμασκηνά , ἀμύγδαλα , φοῖνιξ , πιστάκιον . Ὀρύξας βόθρον |
. . . . . . . . σω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . καὶ Πλάτων ἐν Νυκτὶ | ||
, κάρυ ' , ἀμυγδάλαι καὶ λύχνον δίμυξον οἴσω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . |
ἀρχὰς ὡς μηδεμιᾶς τινος ἐπεξειργασμένης ἀγωγῆς , ἀναγκαῖον καὶ τὰς κλεῖδας ἐπιδεῖξαι , δι ' ὧν ἡ παράδοσις κατὰ τὸ | ||
ἢν ἀπὸ μόνης νεωτερίζηι τῆς ἀσπίδος . μεμηχάνηνται δὴ καὶ κλεῖδας , ἃς οἴονται τῆς παρ ' ἐκείνων ἐπιβουλῆς ἰσχυροτέρας |
, νέτωπον : τουτέων ἑκάστου ἴσον ἐν εἰρίῳ ἢ βαλάνους ποιέουσα προστιθέσθω . Ἄλλο : κολοκύνθης ἀγρίης τὸ ἔνδον , | ||
ἡ κατάτασις μὴ πάνυ , ἡ διόρθωσις τὰ πᾶσι κοινὰ ποιέουσα . μηροῦ δὲ κατάτασις μὲν ἰσχυρὴ καὶ διόρθωσις κοινὴ |
χρυσῶν . ἐὰν δὲ μὴ ἐθέλῃ , ἀεὶ προσεπιτιμᾶν καὶ ἐπαιτεῖν τοῦ χρυσίου προστιθέντα , ἕως ἂν ἀπειπὼν δῷ ὅσον | ||
ὃ καὶ δεδεμένον ἡμῖν πράγματα παρέχει ; ” ἄμεινον ἔφη ἐπαιτεῖν ἢ ἀπαίδευτον εἶναι : οἱ μὲν γὰρ χρημάτων , |
ἕλκη τὰ ἐν φάρυγγι καὶ γλώττῃ τὰ ἤδη νεμόμενα καὶ γαγγραίνας ἄκρως θεραπεύει . Ὁ δὲ πηλὸς τῆς καλιᾶς αὐτοῦ | ||
ἀποτίθεσο ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ . ποιεῖ δὲ πρὸς νομάς , γαγγραίνας , ὦτα πυορροοῦντα ἄνθρακάς τε , ἔτι τε ἕλκη |
πεφιλιππιδῶσθαί φασιν ἔλεγον . μάρτυς Ἄλεξις . Οἰνοπίδης ὁ Χῖος ἀστρολόγος ἀνέθηκεν ἐν Ὀλυμπίοις τὸ χαλκοῦν γραμματεῖον , ἐγγράψας ἐν | ||
ὁ Θεόδωρος ; Οὐδὲ γεωμέτρης , ἔφη . Ἀλλὰ μὴ ἀστρολόγος , ἔφη , βούλει γενέσθαι ; ὡς δὲ καὶ |
ἐπηνθρακωμένα ἰχθύδια . εἴποι δ ' ἄν τις ζωμοὺς καρύκην καρυκεύματα , καταχύσματα , ἀβυρτάκην , παροψίδα : ἔστι δὲ | ||
: ἔθος εἶχον ποιεῖν πλακοῦντας ἢ ἄρτους καὶ ἐπιπάσσειν τινὰ καρυκεύματα ἁλμυρά , καὶ διὰ τοῦτο ἔφη τὰ ἐπίπαστα . |
χειρί . Πήχεος μὲν γὰρ καὶ βραχίονος ἐπὴν ἐπιδεθῶσιν ὀστέα κατεηγότα , ἀναλαμβάνεται ἡ χεὶρ , καὶ ἢν ἐκτεταμένα ἐπιδέῃς | ||
Περὶ γὰρ τῶν σωλήνων τῶν ὑποτιθεμένων ὑπὸ τὰ σκέλεα τὰ κατεηγότα , ἀπορέω ὅ τι ξυμβουλεύσω , εἰ ὑποτιθέναι χρὴ |
ἀρραβάσσειν , ὅ ἐστιν ὀρχεῖσθαι . ἀρρενωπάδες : ἀνδρόγυνοι . ἄρριχος : κόφινος ἐπιτήδειος εἰς συγκομιδὴν σταφυλῶν . τὸ δὲ | ||
' Ἱππώνακτι : † ἀριχῶμαι . ἄλλως οὖν ἐσχημάτισται : ἄρριχος λέγεται ὁ κόφινος , ἐν ᾦ κομίζουσι τοὺς βότρυς |
αὐλῶν ἀνανεῦον πρόσεστιν , αὐλεῖ δὲ τῇ Φρυγίᾳ θεῷ . ἱπποφορβός : Λίβυες μὲν οἱ σκηνῖται τοῦτον εὗρον , χρῶνται | ||
, ἱπποδαμαστής , πωλοδάμνης , ἱπποκόμος , ἵππων ἐπιμελητής , ἱπποφορβός . εἶτα ἵπποι φορβάδες , ἵπποι ἀγελαῖοι , ἵπποι |
' ἐπιχεῖσθαι τὰς κριθὰς δεῖ , πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , ἁνεῖν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , | ||
' ἐπιχεῖσθαι τὰς κριθὰς δεῖ , πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , αἵνειν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , |
, ὀρχήστρια Ἕλληνες . ὀττεύεσθαι Ἀττικοί , κληδονίζεσθαι Ἕλληνες . ὀξίδας οἱ Ἀττικοὶ τὰ μικρὰ λαγύνια . ὀλλύασιν ὀμνύασιν Ἀττικοί | ||
' ἔχει τίνα ; εἰ ναυμαχοῖεν , κᾆτ ' ἔχοντες ὀξίδας ῥαίνοιεν εἰς τὰ βλέφαρα τῶν ἐναντίων . Ἐγὼ μὲν |
τὸ ἀνάλογον εἶναι τὰς περὶ τὰς ἴσας γωνίας πλευρὰς τῶν ἰσογωνίων τριγώνων , δεύτερον δὲ τὸ ὁμολόγους εἶναι τὰς ὑπὸ | ||
περισσότερον . τῶν γὰρ ἴσην ἐχόντων περίμετρον ἰσοπλεύρων τε καὶ ἰσογωνίων ἐπιπέδων σχημάτων μεῖζόν ἐστιν ἀεὶ τὸ πολυγωνότερον , μέγιστος |
ἐξικνούμεθα : καταλαμβανόμεθα ὑφέσθαι : παραχωρεῖν ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων ὑφείλετο | ||
δαιμόνι ' ἀνδρῶν , ἀποπρίω τὴν λήκυθον , ἵνα μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶν . Τὸ τί ; Ἐγὼ πρίωμαι |
τῶν Σαμίων ταὧς ἐστιν . ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν μελεαγρίδων Μηνόδοτος ἐμνήσθη , λέξομέν τι καὶ ἡμεῖς περὶ αὐτῶν . | ||
διὰ παντὸς προνενοημένος τῆς ἀσφαλείας . , . . ) Μηνόδοτος δὲ ὁ Περίνθιος τὰς Ἑλληνικὰς πραγματείας ἔγραψεν ἐν βιβλίοις |
περιλύσεις καὶ τελετὰς καὶ καθαρμοὺς συνέθηκεν : ὁ δὲ Σοφοκλῆς χρησμολόγον αὐτόν φησι . . . . . , : | ||
ἔτι πλέον προσωρέγοντό οἱ . Ἔχοντες Ὀνομάκριτον , ἄνδρα Ἀθηναῖον χρησμολόγον τε καὶ διαθέτην χρησμῶν τῶν Μουσαίου , ἀνεβεβήκεσαν , |
' ἐν ὑπεροχῇ καὶ ἐλλείψει , τὰ δ ' ὅλως χωρίζοντα ὁμοιότησι καὶ διαφοραῖς . Καὶ περὶ μὲν τούτων τῶν | ||
καὶ μεγάλοις , ἀλλὰ μὴ τὰς ἐπὶ τοῖς ἀκολάστοις , χωρίζοντα μὲν ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν ἀνθρωπίνων παθέων , συνεγγίζοντα δὲ |
: οἶνον δὲ πινέτω λευκὸν Μένδαιον ἢ ἄλλον τὸν ἥδιστον ὑδαρέα . Ὁκόταν δὲ αἱ δέκα ἡμέραι παρέλθωσι , σιτία | ||
ἀποσχετέον : ὕδατι δὲ ἐν τῷ τοιῷδε χρηστέον , ἢ ὑδαρέα καὶ κιῤῥὸν παντελῶς δοτέον οἶνον καὶ ἄοσμον παντάπασι , |
νωθροὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἐπιβολήν . οἱ μὲν οὖν ἐναιμότερα τὰ προφαινόμενα τῶν ὀφθαλμῶν δοκοῦντεϲ ὁρᾶν πρὸϲ μανίαν μᾶλλον ἐπιτηδείωϲ ἔχουϲιν | ||
καὶ ὠχρὰ καὶ ποικίλα . ταῦτα γὰρ καὶ τὰ τοιαῦτα προφαινόμενα , τὰς δι ' ἐμέτων κρίσεις ἐπισημαίνει , ὥσπερ |
παραλύσασα τοῦ χιτωνίου καὶ τῶν ἀποδέσμων , οἷς ἐνῆν τὰ τιτθία . καὶ κατ ' Ἀγάθων ' ἀντίθετον ἐξυρημένον . | ||
ἀλλ ' ὡς γυνὴ δῆτ ' ; εἶτα ποῦ τὰ τιτθία ; τί φῄς ; τί σιγᾷς ; ἀλλὰ δῆτ |
ἀμπελὼν δύναται σκαφῆναι ἄτερ κόπου ἢ μόχθου . αὐτὸς οὖν καθαρίσας τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς τρίβους τῆς | ||
: μελῶν θεραπευτικά τὴν τὰ μέλη θεραπευόυσαν * σμώξας : καθαρίσας τρίψας πατάξας ἢ πλήξας * ἄγνου : βοτάνης * |
λυχνώματα . “ κηρωτὴν ” δὲ ἔμπλαστρον φάρμακον . Γ οἰσυπηρά ] ῥύπου πεπληρωμένα . οἰσύπη δέ ἐστι τὸ διαχώρημα | ||
συλλαβὴν ἐκτείνουσιν , ὡς καὶ χρυσίδιον καὶ τὰ ὅμοια . οἰσυπηρά : οἷον : οἰσυπηρὰ ἔρια , τὰ ῥυπαρά . |
Ἱππάρχου , καὶ αὐτὸν τὸν Ἵππαρχον συνεξετάζομεν , ὅπου τι φιλαιτίως εἴρηκεν . ἐν δὲ τούτοις ὁρῶντες ἤδη τὸν μὲν | ||
κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , φιλαιτίως , διαβόλως , ὀνειδιστικῶς , καὶ φιλοψόγως , βλασφήμως |
οὖν τὴν τυραννίδα ἕξεις γευσάμενος τοῦ ξύλου . Τολμήσει γὰρ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ βάκτρον ; οὐκ ἐγώ σε πρῴην | ||
ἐπιτήδεια : λαβόντες δὲ πορεύεσθε εἰς Χερρόνησον , ἐκεῖ δὲ Κυνίσκος ὑμῖν μισθοδοτήσει . ἐπακούσαντες δέ τινες τῶν στρατιωτῶν ταῦτα |
, ὀβελίσκους κρεάγραν , θυίαν , τυροκνῆστιν , στελεόν , κοπίδας , κύβηλιν ἀγωνιστηρίαν . Ἀριστοφάνης δὲ τὴν χύτραν κακκάβην | ||
τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ πρότερον οἴσεις , θεοῖσιν ἐχθρὲ |
ὁπόταν αὐτῷ καρπὸς ᾖ πολύς , καὶ τοὺς τῆς πτελέας κωρύκους : ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ' ἄττα | ||
Πᾶς δ ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ ' ἢ κωρύκους . Πάντως γάρ εἰσι τῶν φίλων ἑνός γέ του |
ζʹ , ἀκρωτήριον ἐπίσημον αʹ . Οἱ πάντες ἀπὸ τοῦ Σηκοάνα ποταμοῦ μέχρι τοῦ Ῥήνου ποταμοῦ , [ τουτέστι ] | ||
καὶ Ἀμβιανοὶ καὶ Σουεσσίωνες καὶ Κάλετοι μέχρι τῆς ἐκβολῆς τοῦ Σηκοάνα ποταμοῦ . ἐμφερὴς δ ' ἐστὶ τῇ τῶν Μεναπίων |
εἰ δὲ καὶ ὑπὸ μύξης ἐκκαθαίρεσθαι δέοι τὸν ἐγκέφαλον , προτρέψομεν αὐτήν , ἐρεθίζοντες φαρμάκοις δριμέσιν , ὧν ἔνια καὶ | ||
ἡμεῖς δὲ οὐ πόρρω τούτων στησόμεθα , ἀλλὰ παροξυνοῦμεν καὶ προτρέψομεν : ἔστι γὰρ ὁ κατευναστικὸς προτροπὴ πρὸς τὴν συμπλοκήν |
τῶν εʹ : γίνονται ρπʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες εὐθυμετρικοὶ πόσοι πήχεις εὐθυμετρικοί ; ποίει τὸ ἀνάπαλιν . Ἐὰν | ||
καὶ ὧν ἥμισυ γίνεται ρνʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες εὐθυμετρικοὶ πόσοι πήχεις εὐθυμετρικοί ; τὸ ἀνάπαλιν ποίει : δὶς |
καὶ ὁ καρπὸς μῆλα περσικά , τὰ λεγόμενα βερίκοκκα : περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος : ὅθεν καὶ τὸ ” περιέφυσαν | ||
πᾶσαν ὥραν βλαστάνει τε καὶ ἀνθεῖ καὶ καρποτοκεῖ καθάπερ ἡ περσικὴ μηλέα καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον ἀπορήσειεν ἄν τις |
. καταλελειμμένον : Ἐγκαταλειφθέν . . ἐναπολειφθέν . . εἰς σάκταν τινά : ἀρσενικῶς δὲ ὁ σάκτας , ὡς αἱ | ||
ὀνομάζετε , τὸν ἀλεκτρυόνα δὲ ὀρτάλιχον . τὸν ἰατρὸν δὲ σάκταν , βλέφυραν δὲ τὴν γέφυραν , τῦκα δὲ τὰ |
μαλθάσσει τὸ στόμα , καὶ τὴν μήλην καθιέναι , καὶ ἀναστομοῦν , καὶ τὸν δάκτυλον ὡσαύτως , καὶ αἰονῇν . | ||
ἐχίνου μὴ κώλυε λαμβάνειν ὀλίγον : ἔχει γάρ τι καὶ ἀναστομοῦν καὶ ἀνακαθαίρειν δυνάμενον . Ὀσπρίων δὲ πυρέττουσι μὲν εὔδηλον |
⌈ καὶ ταῦτα . Γ ἐκ κηθαρίου : τὰ ἐκπέταλα τρύβλια , ἃ Εὐφρόνιος κήθια : ” μικρὸν οὖν ῥοφοῦντα | ||
στέφανον διαπρεπῆ καὶ βυσσίνων ὀθονίων ἱστοὺς ἑκατὸν καὶ φιάλας καὶ τρύβλια καὶ κρατῆρας χρυσοῦς δύο πρὸς ἀνάθεσιν . Ἔγραψε δὲ |
τῆς ζώνης τοῦ Ἀρκτοφύλακος λαμπρὸς ἀστήρ . . . . ἄρκυς : σημαίνει δὲ ἅρκυον καὶ ἄρκυς ἄρκυος θηλυκῶς . | ||
ἠδύνατο ἐκφυγεῖν , ἀλλὰ ἡλίσκετο . ἐπιφέρει γὰρ καὶ τὰς ἄρκυς . ἄρκυς δέ ἐστιν εἶδος δικτύου παχυσχοίνου , ὃ |
ἑσπέρην δὲ , ἄρτος μὲν ἔξοπτος : ὄψα δὲ , σεῦτλα , ἢ σίκυος , οἶνος μέλας λεπτός : ἐδίδοτο | ||
θρίδακα πολυειδῆ . Εἰ θέλεις μείζονα καὶ λευκότερα ποιῆσαι τὰ σεῦτλα , τὰς ῥίζας αὐτῶν βολβίτῳ νεαρῷ ἐπίπλασσε , καί |
ὑδρομέλιτι . Πρὸς δηγμὸν στομάχου , στόματος καὶ κοιλίας . Ἀνδράχνην καθεψήσας ὕδατι ὡς λειφθῆναι τὸ τρίτον , κοτύλην πρόσφερε | ||
, δίδου : καὶ τάχιον οὐρῆσαι ποιεῖ τὸν λίθον . Ἀνδράχνην χυλίσας ξήραινε τὸν χυλὸν καὶ καταπότια ποιήσας , δίδου |
δ ' ἄλλας δύο ἀρχὰς ὑπὸ λοβοὺς ἐπὶ ἰνίον χιάσαντες ἐγκυκλίους ἐπὶ μέτωπον καὶ ἐπὶ μέρος τῆς κεφαλῆς ἀναλαμβανόμενοι καὶ | ||
τὰς ἐπειλήσεις ἔμπροσθεν κατὰ κλειδῶν ἐπὶ στέρνον αὑταῖς τε ἀντεμπλέξαντες ἐγκυκλίους ὑπὸ μασχά - λας ἐπὶ νῶτον , ὁμοίως τὰς |
Ἥλιον πρῶτον : ὅθεν ὁ Διόνυσος ὀργισθεὶς αὐτῷ ἔπεμψε τὰς Βασσαρίδας , ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής : | ||
Ἥλιον πρῶτον : ὅθεν ὁ Διόνυσος ὀργισθεὶς αὐτῷ ἔπεμψε τὰς Βασσαρίδας , ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής : |
δούλων , κλαίων ἀναχωρήσει : ἐὰν δὲ θέλῃς , σὺ δίωξόν με ἐκ τῆς γῆς σαυτοῦ : ἄραρεν : ἀντὶ | ||
δούλων , κλαίων ἀναχωρήσει : ἐὰν δὲ θέλῃς , σὺ δίωξόν με ἐκ τῆς γῆς σαυτοῦ : ἄραρεν : ἀντὶ |
πηγὰς ἔχει , ὁ μέγας Ἴστρος , ὅστις ἐστὶν ὁ Δάνουβις , ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν ἐστραμμένος , πλησίον τοῦ Εὐξείνου | ||
τὴν Μαιῶτιν λίμνην καὶ τὸν Τάναϊν ποταμόν , ὁ καλούμενος Δάνουβις . ὁ πολίτης Βορυσθενίτης , τὸ θηλυκὸν Βορυσθενῖτις , |
, οἶνον δὲ μὴ προσφέρειν , ἔστ ' ἂν ἡ περιωδυνίη παύσηται : τὸν γὰρ οἶνον ὅταν θερμὴ ἐοῦσα ἡ | ||
, χάσμης , οἶνος ἴσος ἴσῳ ἢ γάλα . Ὠτὸς περιωδυνίη , σικύην προσβάλλειν . Ὅ τι ἂν τῶν ἄνω |
αὐτοὺς ἐντείνοντες μέχρι τῆς ἐντεύξεως τοῦ κιρσοῦ , καὶ οὕτως ἀναβαλοῦμεν αὐτὸν ἢ ἑνὶ ἢ δύο τυφλαγκίστροις κατὰ τὰ πρόσθεν | ||
ὑποπίπτοι , τρήσαντες τρυπάνῃ μέχρι σήραγγος , οὕτως τοῖς ἐκκοπεῦσιν ἀναβαλοῦμεν τὰ μέσα τῶν περιτρήσεων . εἰ δὲ μέχρι μυελοῦ |
ἡγεμὼν τοῦ ἐργαστηρίου τριώβολον : ἔτι δὲ πρὸς τούτοις γυναῖκα ἀμόργινα ἐπισταμένην ἐργάζεσθαι καὶ εἰς τὴν ἀγορὰν ἐκφέρουσαν , καὶ | ||
ἂν κωλύοι τὰς ὀνομαζομένας μαντήλας οὕτω καλεῖν . τὰ δὲ ἀμόργινα γίνεσθαι μὲν τὰ ἄριστα ἐν τῇ Ἀμοργῷ , λίνου |
τὸ ἐτυμολογούμενον ὄνομα , ὃν τρόπον ἐκεῖνα τὰ εἰς ἃ κατέληξεν οὐ διότι ἔστιν ἔτυμα παραδεξόμεθα , ἀλλὰ διότι τέτριπται | ||
μδʹ : ταύτας ἀπέλυσα ἀπὸ τοῦ σεληνιακοῦ ζῳδίου Κριοῦ καὶ κατέληξεν περὶ τὴν δʹ καὶ ιʹ μοῖραν τοῦ Ταύρου ἐν |
κράνας : παρακέλευσις , τουτέστιν : ἀπόστητε , ἐκπορεύεσθε . σίττ ' ἀμνίδες : τὸ σίττα καὶ ψίττα βουκολικὰ ἐπιφθέγματα | ||
πελίδνωμα καλοῦμεν . τὰν πέλλαν : σκοτεινήν , μέλαιναν . σίττ ' ἀπὸ τᾶς κοτίνω : τοῦτο μεταξὺ τῆς ᾠδῆς |
, ” ἐπίταττε ἡμῖν , Διόγενες , “ ἀπαγαγὼν αὐτὸν ἡμιωβολίου τυρὸν ἐδίδου φέρειν : ἀρνησαμένου δέ , ” τὴν | ||
ἀντὶ τοῦ , ἕκαστον αὐτῶν ἥμισυ ὀβολοῦ ἦν , ἄξιον ἡμιωβολίου . ζεστὰ , ἡψημένα . ζεστὰ , παρὰ τὸ |
συνέχειν : ἀπὸ δὲ τῆς αὐτῆς ἐννοίας καὶ ὀχῆες οἱ μοχλοί , ἀπὸ τοῦ συνέχειν τὰς θύρας . λέγει δὲ | ||
] ζητητά . μοχλευτά ] ἐφευρετά . , ζητητά , μοχλοί , κλεῖθρα : μοχλεύειν , κινεῖν . πειθώ ] |
: διὸ καὶ οὐκ ἀνάγκη ἐν πᾶσιν εἶναι τὰς τούτων κριτικάς . Φανερὸν οὖν ἐκ τούτων καὶ ὅπως οὐχ ἁπλοῦν | ||
ἐγκλείονται αἱ ψυχαί , ὥστε εἰς μὲν ἀνθρώπους χωρεῖν τὰς κριτικάς , εἰς δὲ πτηνὰ τὰς ἀπανθρώπους , εἰς δὲ |
, πάντα μακροθυμεῖν κελεύει καὶ μὴ κενοσπουδεῖν : ὅσα δὲ κολοβὰ καὶ βραχέα , σπεύδειν ἐγκελεύεται . Ὅσα δὲ στερεά | ||
τὴν θάλατταν φεύγει . Ἐρετριεῖς δὲ τῇ ἐν Ἀμαρύνθῳ Ἀρτέμιδι κολοβὰ θύουσιν . Πέπυσμαι δὲ πρὸς τοῖς ἤδη μοι προειρημένοις |
οἴκοι διορθουμένους ἔπεμψεν ἐπιστολὴν ἀπ ' Ὀλυμπίας βραχυτέραν τῆς Λακωνικῆς σκυτάλης . ἔστι δὲ ἥδε : ” Ἀπολλώνιος ἐφόροις χαίρειν | ||
ξανάα : τὰ ναρκώματα ὑπὸ τοῦ κρύους γινόμενα . περὶ σκυτάλης * σκυτάλην : ὄφις ἐστίν * ἀμφισβαίνῃ : τῇ |
. φαρμακοπώλαις ] γυναιξί ; τοῖσι φ . ) . φαρμακοπῶλαι . . . τά γε λυσιτελοῦντα . . . | ||
, χυτροπῶλαι . τὴν δ ' Αἴγιναν χυτρόπωλιν ἐκάλουν . φαρμακοπῶλαι , καὶ τὸ ῥῆμα φαρμακοπωλεῖν , καὶ φαρμακοτρίβαι παρὰ |
ἀνόδοντος ; ταῦτ ' ἔχων ἐν ταῖς ὁδοῖς ἁρπαζέτω τὰς ἐγκρίδας . τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . τίς τῶν | ||
. μνημονεύει αὐτῶν Στησίχορος διὰ τούτων : χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας ἄλλα τε πέμματα καὶ μέλι χλωρόν . μνημονεύει αὐτῶν |
τοιούτοις οἱ σάτυροι καθηδύνουσι . λυρικοὶ δέ , οἱ καὶ κυκλικοὶ καὶ διθύραμβοι , ἢ ᾔνουν κυδαίνοντες ἀθλητὰς ἀγῶσι νικῶντας | ||
ὁ αὐτός ἐστιν , ὁμοίως δὲ καὶ εἰ οἱ κοσμικοὶ κυκλικοὶ τῆς γενέσεως σύμφωνοι ἢ οἱ αὐτοί . πρὸς ἐπὶ |
τοῖς τῶν θηρίων ἴχνεσιν ἐν τοῖς κυνηγεσίοις . τινὲς δὲ προστακτικῶς ἀνέγνωσαν . ἤγουν ὅπου τις εὐμαθὴς τρίβος ἢ ὁδὸς | ||
πρῶτον πρόσωπον , ὅτι ἐγώ , ἢ ὅταν εἴπω λέγε προστακτικῶς ἐδήλωσα καὶ τὸ δεύτερον πρόσωπον , ὅτι σύ , |
ἔπειτα εἰσιόντα εἰς τὰς ἀλλοτρίας οἰκίας τὰ ἑψόμενα τοῖς ἄλλοις ἀρτύειν ἐμβάλλοντα ὧν ἦν χρεία , κἆθ ' οὕτως ἀνακάψαντα | ||
ἀνήθῳ βραχεῖ καὶ ἐλαίῳ ϲυμμέτρῳ . ἑψηθειϲῶν δὲ τῶν ϲαρκῶν ἀρτύειν ἁλϲὶ ϲυμμέτροιϲ καὶ διδόναι ἐϲθίειν καὶ ῥοφεῖν τὸν ζωμόν |
λαμβάνεται , τρυγᾶν , ὡς Ἀριστοφάνης : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκίαν βλίττουσιν εὑρόντες τινά | ||
καὶ θλίβειν : Ἀριστοφάνης † Ἱππώνακτι : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά |
; ὁπότε καὶ Ἀντιφάνης ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Οἰνομάῳ ἢ Πέλοπι διαπαίζων ἔφη : τί δ ' ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι , | ||
, ” γενώμεθα τῆς Πελοποννήσου , ποιήσομεν ” διαχλευάζων καὶ διαπαίζων αὐτοὺς τῆς ἀβουλίας καὶ ἀκαιρίας : τότε γὰρ ἔδει |
γὰρ ἐκπεσεῖται μυστικῶς : τὸ δὲ συναθροισθὲν πλῆθος συγκεφαλαιώσαντας ἀφαιρεῖν τριακοντάδας . τὸ δ ' ἐντὸς τῶν τριάκοντα λειφθὲν σκοπεῖν | ||
ἀπὸ Αὐγούστου ἔτη πλήρη ρληʹ . ἐκ τούτων ἀφεῖλον δʹ τριακοντάδας , ἀνθ ' ὧν ἀναλαμβάνω ἑκάστου κύκλου ἀνὰ εʹ |
ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν τὴν φακῆν | ||
' ὁ Ἐφέσιός φησιν : ὃν ἡμεῖς ψυγέα καλοῦμεν , ψυκτηρίαν τινὲς ὀνομάζουσιν . τοὺς δ ' Ἀττικοὺς καὶ κωμῳδεῖν |
τῆς Εὐβοίας , χλανίδας δ ' ἐπ ' ὄχου καὶ κυμβία καὶ κάδους ἔχων , ὧν ἐπελαμβάνοντο οἱ πεντηκοστολόγοι . | ||
καὶ ὀξύνεται . Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου ῥυτὰ καὶ κυμβία , φησί , καὶ φιάλας . Δίφιλος δ ' |
ἑνὶ ἑκατέρωθεν παρὰ τοὺς χαλινοὺς ἐντίθεμεν τὰ πτερὰ ἢ τὰς δακτυλήθρας καθήσομεν πταρμικόν τε προσοίσομεν , μάλιστα μὲν αὐτὸν τὸν | ||
, ἀλλὰ καὶ περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶν χειρῖδας δασείας καὶ δακτυλήθρας ἔχουσιν . ἔν γε μὴν τῷ θέρει οὐκ ἀρκοῦσιν |
, μῖξον σὺν αὐτοῖς καὶ σαπώνιν καὶ χρίε ἐξωχάδας καὶ ἐσωχάδας . Κύων ἰχθύς ἐστι θαλάσσιος , οὗ καυθέντος ἡ | ||
σπέρμα ἀποτριτώσας πότιζον , πάνυ γὰρ ὠφελεῖ . [ Πρὸς ἐσωχάδας . ] Ἀμάραντον ἀποβρέξας ὀψὲ καὶ πρωῒ πότιζον . |
Λακερειεύς , καὶ Λακέρεια τὸ θηλυκὸν ὁμοφώνως τῷ πρωτοτύπῳ . Λακιάδαι , δῆμος τῆς Οἰνηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Λακιάδης | ||
τὰ παλαιά . Τοῦτο γὰρ ἡ λέξις δηλοῖ . Ὦ Λακιάδαι : ἐπὶ τῶν μοιχῶν . δῆμος γὰρ τῆς Ἀττικῆς |
μεγάλην τὴν ἐγγὺς τοῦ πάσχοντος μέρους : κακοχυμίας δὲ μόνης ἐνοχλούσης , καθαρτέον : συνελθόντων δ ' ἀμφοῖν , ἀμφοτέραις | ||
δὲ τοῦ παιδὸς καὶ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῷ σφοδρότερον τοῦ θεράποντος ἐνοχλούσης καιρὸν ἐπιτηρήσας ὃν ᾠήθη καλῶς ἕξειν αὑτῷ , πεῖραν |
' ἔστιν ὁ μετὰ ταῦτα φροντίζων ; Μέτων , ὁ Λευκονοιεύς . οἶδ ' , ὁ τὰς κρήνας ἄγων . | ||
, ἔοικε τῆς ἐν Προποντίδι μνημονεύειν ὁ ῥήτωρ νῦν . Λευκονοιεύς : Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Ἀφόβου . Λευκόνοιον |
, κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι | ||
, κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι |
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα : | ||
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα : |
συστέλλει τὰ οἰδήματα καὶ ἰᾶται . καὶ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς διακλυζόμενον ὀδονταλγίαν παύει . πινόμενον δὲ βῆχας ὠφελεῖ . καταπλασσομένη | ||
τὸ δὲ γάρος αὐτῆς , τὰς ἐν τῷ στόματι σηπεδόνας διακλυζόμενον θεραπεύει παραδόξως . Μελάνουρος ἰχθύς . ἐσθιόμενος ὀπτὸς ὀξυδορκίαν |
κρέα σκυλακίου ἢ ὀρνίθεια ἑφθὰ ἐσθίειν , καὶ τοῦ ζωμοῦ ῥοφάνειν : σιτίοισι δὲ ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι τὰς πρώτας ἡμέρας | ||
φάρμακον , ἀλλ ' ὑποκλύζειν μαλθακῷ κλύσματι , καὶ διδόναι ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ψυχρὸν δὶς τῆς ἡμέρης , |
ἰᾶται . τὰ δὲ πτερὰ αὐτοῦ θυμιώμενα , ληθαργικοὺς καὶ ὑστερικὴν πνιγάδα καὶ φρενιτικὴν ἰῶνται . οἱ δὲ ὄνυχες αὐτοῦ | ||
γὰρ αὐτῆς πᾶν πάθος εἰς τὰ ἐντός . ἰᾶται καὶ ὑστερικὴν πνίγα , ἐκβάλλει καὶ τὰ ἔμβρυα , ὠφελεῖ δὲ |
. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ δι ' ἰχθύων τε καὶ μαλακίων τὰ μαλακόστρακα πέφυκεν , ἧττόν τε ὄντα δύσπεπτα τῶν | ||
πεπόνων , ἰχθύων δὲ κεφάλων , γόμφων , καὶ τῶν μαλακίων καὶ τῶν ὀϲτρακοδέρμων καὶ ὀϲπρίων πάντων καὶ πάντων ἁπλῶϲ |
γέροντος τὴν ἀτυχίαν νομίζειν , ὥσπερ οὐδὲ τῶν μικρῶν ἢ σιμῶν ἢ κωφῶν ἢ τυφλῶν : εἰ δ ' ἔστι | ||
σπλῆνα κατέθετο , καί τινα οἷον στόμαχον , ἐκ τῶν σιμῶν αὐτοῦ μερῶν ἀποφύσασα φλεβῶδες ἀγγεῖον , ἐπὶ τὰς πύλας |
ἄλλοι δὲ ἐρινεοῦ ὀλύνθους ὕδατι τρίψαντες εἰς τὰς ῥῖνας ὁμοίως ἐγχέουσιν . Ὁ στροφούμενος βοῦς ἐφ ' ἑνὸς οὐχ ἕστηκε | ||
διέντες τὰ στελέχη ἐπαλείφουσι , καὶ εἰς τὰς ὀπὰς αὐτῶν ἐγχέουσιν . ἐὰν τὰ στελέχη τῶν ἀμπέλων κισσῷ δασεῖ περιδήσωμεν |
καὶ εἰς πλάτανον , ἀφ ' ἧς γίνεται ἐρυθρὰ τὰ δωρακινά . Τὰ μῆλα ἐν διτταῖς ὥραις τοῦ ἔτους φυτευτέον | ||
. Ὀπώρα λέγεται ἡ χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα |
' ὅλου σκαλεύει καὶ τὰ κεκρυμμένα ἐρευνᾷ . Ψιλοῦσθαι καὶ πιττοῦσθαι βλάβας καὶ ζημίας σημαίνει . Ἔτι καὶ τοῦτο . | ||
, ἄφελε , τὸ μύρῳ χρίεσθαι τὰς πολιὰς καὶ τὸ πιττοῦσθαι μόνα ἐκεῖνα . εἰ μὲν γὰρ νόσος τις ἐπείγει |
τὸ γίγαρτον μετὰ μέρους τῶν σαρκῶν , οὔ φασιν αὐτὰς ὡρίμους εἶναι . τινὲς δὲ ἐκ τοῦ ἄρχεσθαι σταφιδοῦσθαι , | ||
δρόσον . Ῥοΐτης δὲ σκευάζεται οὕτως : ῥόας ἀπυρήνους λαβὼν ὡρίμους καὶ ἀποθλίψας τὸν χυλὸν τῶν κόκκων καὶ ἀφεψήσας εἰς |
] καὶ μὴ μεγαλορρημόνει . τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α | ||
ἄρχηται μέρη τινὰ τοῦ ληΐου ξανθίζειν , πάντα τὰ γενήματα θέριζε , καὶ μάλιστα τὰς κριθάς : πολὺ δὲ θᾶττον |
κάνθαρος μαιεύσομαι : παροιμία . τὰ γὰρ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἀφανίζουσιν οἱ κάνθαροι κυλίοντες , ἐπεὶ οἱ ἀετοὶ τοὺς κανθάρους | ||
φρόνησις , τὸ σῶμα τοῦ οἰκειοτάτου ἀνθρώπου τὴν ταχίστην ἐξενέγκαντες ἀφανίζουσιν . ἔλεγε δ ' ὅτι καὶ ζῶν ἕκαστος ἑαυτοῦ |