μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος ἐκλίνην , | ||
ΑΒ εἰς τὸν τῆς Γ πρὸς τὴν Δ λόγον . ἔκλινα πρὸς τὴν ΑΒ εὐθεῖαν ἐν γωνίᾳ τυχούσῃ εὐθεῖαν τὴν |
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . . | ||
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . Ἵππος |
Χεβρὼν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ . Ἀντίγραφον λόγων Ἰσάχαρ . Καλέσας τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ , εἶπεν αὐτοῖς : Ἀκούσατε , | ||
' οἰκίας , οἷς δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν |
πόλιν ἐνενήκοντα : ὅρμος ναυσίν . καὶ ἐκ Μεσημβρίας εἰς Ἀγχίαλον πόλιν στάδιοι ἑβδομήκοντα , καὶ ἐξ Ἀγχιάλου εἰς Ἀπολλωνίαν | ||
πέπονθα χείρω παθεῖν . Ταῦτα εἰς μείζω συμφορὰν ἦγε τὸν Ἀγχίαλον , καὶ ἡ καθ ' ἡμέραν τῆς Ἀνθίας ὄψις |
ἐξοχῇ κλίνας . ὁ δ ' Ἥλιος τὸ πρῶτον ἡδὺς ἐκκύψας ἀνῆκεν αὐτὸν τοῦ δυσηνέμου ψύχους , ἔπειτα δ ' | ||
πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας ψαύειν ἔμελλεν ἰσχάδος Καμειραίης : ἕτερος δ ' ἐπῆλθεν |
' : ἀποτρέχω ? ? ? . δέδειχά σοι [ ἐκκάλει ] καὶ διαλέγου [ ] ὢν τυγχάνω [ ] | ||
! ! ! τρ ' ἔχω δέδειχα σοί : [ ἐκκάλει ] κααλετου [ ! ! ] ? ? ? |
' ἔπι τρύφος αὖον ἐλαϊνέης ἐλέλειπτο σχίζης , ἥν τε μαρανθὲν ἀδηφάγον ἐξέλιπεν πῦρ . τὴν ἐγὼ ἁρπάξας ὀλοοῦ κατένωπα | ||
λαχών . οὐ μὴν ἐμὸν νώνυμνον ἀνθρώποις σέβας ἔσται , μαρανθὲν αὖθι ληθαίῳ σκότῳ . ναὸν δέ μοι τεύξουσι Δαυνίων |
ᾄδουσι γὰρ αἱ παῖδες , ᾄδουσι , καὶ ἡ διδάσκαλος ὑποβλέπει τὴν ἀπᾴδουσαν κροτοῦσα τὰς χεῖρας καὶ ἐς τὸ μέλος | ||
ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος δίκην ἀσκὸς δεδάρθαι . ὑποβλέπει δὲ ἐς τὸν βάρβαρον τοῦτον τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας |
τῆς ἔξω στρατιᾶς ἄρχειν . Καὶ ὁ Μάρκιος οὐθὲν ἔτι διαμελλήσας ἧκεν ἄγων τὴν δύναμιν ἐπὶ Κιρκαίαν πόλιν , ἐν | ||
τῆς ἀληθείας ταλαίπωρον . Μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον οὐδὲν ἔτι διαμελλήσας ὁ Ταρκύνιος ἐπάγεται γυναῖκα τὴν Τυλλίαν οὔτε τοῦ πατρὸς |
εἰπεῖν ἥπατα σεσυκασμένα , ἥπατα συῶν σεσυκοτραγηκότων , ἢ χηνείων ἡπάτων . ἰχθῦς ἐκ ταγήνου , ἰχθῦς ἐξ ἅλμης : | ||
ἔμπνους δὲ δαιτρὸς φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις ἡπάτων σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας πέδῳ . τινθῷ λέβητος τὴν κοιλίαν |
Εὐριπίδῃ , . τά τ ' ἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι : ὁ γὰρ ποιητὴς διὰ τὸ μέτρον ἐξέτεινε τὸ | ||
θεῶμαί σε , ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν , λεύσσω , δέρκομαι , ὀπτεύω . καὶ δοκεῖ μοι τὰ τῆς συντάξεως |
. τρίτος δ ' ὁ νῦν ῥηθείς , ὅτι ἡ ὀιστὸς φερομένη ἕστηκεν . συμβαίνει δὲ παρὰ τὸ λαμβάνειν τὸν | ||
κλίμακά οἱ συνέαξεν . Ὃ δ ' ὑψόθεν ἠύτ ' ὀιστὸς ἔσσυτ ' ἀπὸ νευρῆς : ὀλοὸς δέ οἱ ἕσπετο |
ἔγημε Γλαύκην τὴν θυγατέρα Κρέοντος τοῦ βασιλέως τῶν Κορινθίων . λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς | ||
κεραΐδα , τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα , εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο , φθογγὴν ἑδώλων Χαονιτικῶν ἄπο βροτησίαν ἱεῖσαν |
τὰ μηνίματα ; οὐκ ᾐδέσθης αὐτοῦ τὸ πῦρ ; οὐκ ἐτίμησας αὐτοῦ τὰ μυστήρια ; οὐ κατέκλασέ σε ταῦτα τὰ | ||
ὅπως ἔσῃ ταχέως πατήρ , ἵν ' , ἐπειδή με ἐτίμησας τῷ τὴν γυναῖκα δεῖξαι , ἔχοιμί σε ἀμείψασθαι τοῖς |
, ἄφωνοι , ἐφιδροῦντες , ἐπανενέγκαντες θνήσκουσιν . Αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον . | ||
δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον . Ἐκ καταψύξιος φόβος καὶ ἀθυμίη ἄλογος ἐς σπασμὸν ἀποτελευτᾷ . Αἱ |
ὠοῦ λέκυθον ὀπτὴν μετὰ ἀλφίτου πότιζε . [ Πρὸς στόμαχον ἐμοῦντα χολὴν μέλαιναν . ] Ἐπὶ δὲ τῶν χολὴν μέλαιναν | ||
καὶ ἐπανέρχεται τὰ σιτία εὐκόλως . ἐπὶ δὲ τοῖς ὕπνοις ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ |
; Τραχεῖαν ] Τὴν σκληρὰν καὶ δειλήν . Ἄνευθε ] Μακράν . Ἐγχέων ] Ἤγουν τὰ ἔγχη . Ἀκμὰν ] | ||
τῆς προθέσεως . : , : τὴν Λευκὴν . , Μακράν , . : . . . , : ; |
σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ | ||
; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ |
ὅπλων μεγάλην ἐπιφέρων κατάπληξιν Ἄρει παρεμφερὴς ὑπελαμβάνετο , ὁ δὲ Διώξιππος ὑπερ - έχων τε τῇ ῥώμῃ καὶ διὰ τὴν | ||
τὰς σατραπῶν καὶ βασιλέων κελεύων με δειπνοῦντα προσφέρεσθαι κεφαλάς . Διώξιππος δὲ ὁ Ἀθηναῖος παγκρατιαστὴς τρωθέντος ποτε τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ |
τ ' ἔδωκ ' ἀρόσαι : τουτέστι ταῖς Μούσαις ἔδωκεν ἀρόσαι καὶ σπεῖραι τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον : ἢ | ||
παρεωρακέναι τῆς γῆς : ὅπου γάρ τι καὶ μικρὸν ἑαυτῆς ἀρόσαι παραδέδωκεν ἡ γῆ , ἔοικεν , εἰ συνίημι , |
* μαιμώσσων : διερευνώμενος * ἐπινίσσεται : πορεύεται ἀναστρέφεται * ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * | ||
χαμᾶζε σκαιῇ ἔγχος ἔχων : ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν , ἧκε δ ' |
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν | ||
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας |
, τῆς ἐμαυτῆς πόρτης . ἄπειμι ] ἀπέρχομαι . , ἀπελεύσομαι . καίτοι ] γρ . ” καὶ τοῦτο “ | ||
ἐκ θείας δοκιμασίας ἐλεούμενος ὕστερον ἐν ἑαυτῷ λέγει μικροψυχήσας : ἀπελεύσομαι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ διακρινοῦμαι τῷ θεῷ μου , ὅτι |
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ . | ||
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν |
. ? . πω ? ? πυκνὴν . πολλήν * ἤλυσιν . ἔκβασιν * ἐξορμίσαι . στῆσαι : ἐξαρμόσαι * | ||
σόν : ὡς ἐμὸν κάμνει γόνυ , πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία |
' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι | ||
ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν |
κῦμ ' ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι , ἀντὶ τοῦ ἀπέπνιξεν , διέφθειρεν : παρὰ τὸ ἔρρω , τὸ φθείρω | ||
πίθον , ἵνα ἀρύσηται οἶνον , ἔωσεν ἐς κεφαλὴν καὶ ἀπέπνιξεν . τοῦ δὲ πίθου ἕρματι περιπεσόντος καὶ συντριβέντος . |
ἀνάγει τὸν οἰκεῖον . Ὁ δ ' εὖγε τοῦτον ἀπολέσαι ἐφώνει . Ἀλήθειαν δὲ ὁ Ἑρμῆς ὡς ἀκούει , χαρίζεται | ||
τοὺς γείτονας σιτευόμενος ὡς εἶδεν ἄφνω τὴν φίλην , στραφεὶς ἐφώνει : Πέμψον δέ μοι καὶ τὸ φιβλατώριον . Ἄλλος |
: πατρὸς ἐμοῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με : καὶ | ||
: πατρὸς ἐμεῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με : καὶ |
. Ἔτι ὑγιαίνων εἶπε πρὸς αὐτούς : Ἀκούσατε , τέκνα Ἀσήρ , τοῦ πατρὸς ὑμῶν , καὶ πᾶν τὸ εὐθὲς | ||
πατέρων μου . Καὶ ἰδὼν ἐκεῖ Ἰούδαν καὶ Γὰδ καὶ Ἀσήρ , τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ , εἶπεν αὐτοῖς : Ἀναστήσατέ |
ἱκανὸν γὰρ ἦν εἰπεῖν : Εἰς Ἀΐδαο δόμον κατέβη . Μιν ] Αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα : τὸ δὲ χόλος μέχρι | ||
ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος : ἑλκύσας . Ἀνέδυ : |
οὐκ ἶσος ἄεθλος : ἐπεὶ πόθεν ἶσα τέτυκται , ἰχθὺν ἀσπαίροντα βυθῶν ἀπομηρύσασθαι , καὶ ταναοὺς ὄρνιθας ἀπ ' ἠέρος | ||
ὁ ἐστερημένος τοῦ λάειν , ἤγουν βλέπειν : Ὅμηρος : ἀσπαίροντα λάων , ἀντὶ τοῦ βλέπων . ἢ παρὰ τὸ |
ἐπὶ τῆς ἴσης ἀρχῆςτί οὖν ἐποίησεν ; ὠχρία τε καὶ ἀπεπνίγετο καὶ ὅμοιος ἦν βαλλομένῳ καὶ τιτρωσκομένῳ δεινὸν ποιούμενος , | ||
λίμνην . αὐτοῦ δὲ καταδύντος εἰς βάθος , ὁ μῦς ἀπεπνίγετο , καὶ θνήσκων εἶπεν : ” ἐγὼ μὲν ὑπὸ |
. ἀνθρωποειδὲς θηρίον ὕδατι συζῶν δαῦλος δ ' ὑπήνη καὶ γενειάδος πυθμήν ὁ τὴν ἀείζων ἄφθιτον πόαν φαγών καὶ γεύομαί | ||
κατὰ τοῦ μεσοφρύου ταγῆναι , ἐπιπλέκομεν τὴν διμερῆ φορβεὰν δίχα γενειάδος καὶ μετωπιαίας , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν βρέγμα |
ἐντόνως ὁ καρκίνος τοῦ ξενοδαιτυμόνος : πυρὶ γὰρ τάχα φωσφόρους ὀλεῖ κόρας . ἤδη δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται ἐς σποδιάν , | ||
φιλαργυρίας τὸν ἐν παροιμίας μέρει μνημονευόμενον , ἁ φιλοχρηματία Σπάρταν ὀλεῖ , ἄλλο δὲ οὐδέν . [ Ἡ Πυθία ἔχρησε |
ἀκοῇ γίνεσθαι . καθ ' ἑκάστην δὲ πρόσκρουσιν τοῦ ἀέρος τυπτομένου ὑπ ' αὐτῆς ἀναγκαῖον ἔσται μᾶλλον ἀεὶ καὶ μᾶλλον | ||
με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ Μεμφὶς ἑώρα διὰ θυρίδος τυπτομένου μου , καὶ ἀποστέλλει πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς , |
ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δειρῆς καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνιεῖ πρὶν ἂν διαφάγῃ . Ὁ μὲν δὴ | ||
γὰρ θήλεια συμπλακέντος ἄρα αὐτῇ καὶ συμμιγνυμένου τοῦ ἄρρενος , ἐμφῦσα τοὺς ὀδόντας κατὰ τοῦ αὐχένος , ἀποκόπτει αὐτοῦ τὴν |
γέγονεν οἶδα . καίτοι σύ γ ' ἔφησθά με ταῦτα λέγοντ ' εἰς ἔχθραν ἐμβαλεῖν τουτουσί , Εὐβούλου καὶ Ἀριστοφῶντος | ||
ἀλλὰ σοί . μέμφομαί σοι τοῦθ ' ὅτι χρηστά με λέγοντ ' οὐκ εὖ ποιήσειν προσδοκᾷς . Ἀράβιον ἐξεύρηκα σύμβουλον |
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ | ||
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ |
ἐπιειμένε ἐπημφιεσμένε . ἐπὶ δὲ τῆς Ι Ὀδυσσείας “ μεγάλην ἐπιειμένος ἀλκήν ” Ἡλιόδωρος ἀποδίδωσι πεποιημένον . ἐπιείσομαι ἐπελεύσομαι . | ||
ἠμφιεσμένος , ἐνδεδυμένος ἐνδεδυκώς : ἐνδὺς γὰρ καὶ εἱμένος καὶ ἐπιειμένος , οὐ κατὰ πεζὴν ἂν εἴη ταῦτα τὴν χρῆσιν |
τῷ θεῷ προσφιλὴς ὁ δίχα τοῦ θείου γνωρίσματος ἐναψάμενος τὴν ἁλουργίδα . ὥστε τοῦτ ' ἂν εἴη τὸ γνώρισμα ἐπιδεικτέον | ||
κεφάλαιον ὧν προὐθέμην . Ἆρα εἴ τις ὑψοῦ προκαθήμενος καὶ ἁλουργίδα ἠμφιεσμένος καὶ ἐπιτροπεύων σχεδόν τι ἅπασαν γῆν τε καὶ |
. ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται | ||
. θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται ] αὐξάνεται . θ |
ἐλίγαινε καὶ ἀείδων ἐνόμευε καὶ σύριγγας ἔτευχε καὶ ἁδέα πόρτιν ἄμελγε καὶ παίδων ἐδίδασκε φιλήματα καὶ τὸν Ἔρωτα ἔτρεφεν ἐν | ||
, τάχα κα πολὺ μᾶλλον ἔχοις νῶν . τὰν παρεοῖσαν ἄμελγε : τί τὸν φεύγοντα διώκεις ; εὑρησεῖς Γαλάτειαν ἴσως |
ὑμήν , οὐκέτ ' ἄειδεν ἑὸν μέλος , ἀλλ ' ἔλεγ ' , αἰαῖ αἰαῖ , καὶ τὸν Ἄδωνιν ἔτι | ||
τὴν οἰκίαν βαδιεῖσθε ; οὐχὶ συλλήψεσθε ; καὶ ταῦτ ' ἔλεγ ' ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κεφαλή , ἐξεληλυθὼς |
ὕστερον αὖτε πρυμνόθεν ἐξαγεῖσα κατήριπενὧς ὅγε ποσσίν ἀκαμάτοις τείως μὲν ἐπισταδὸν ᾐωρεῖτο , ὕστερον αὖτ ' ἀμενηνὸς ἀπείρονι κάππεσε δούπῳ | ||
δ ' ὑπετέλλετ ' ὀδόντων ἄσπετος : οὐδ ' ἔλληξαν ἐπισταδὸν οὐτάζοντες ἔστε περ οὐλοὸν ἆσθμα καὶ ἀμφοτέρους ἐδάμασσεν . |
ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι πλακερῷ , ῥοικὰν δ ' ἔχεν ἀγριελαίω | ||
ποιμένες ἀπορίᾳ χειρομάκτρων τυροποιούμενοι ἀποψᾶσθαι οἷς περίκεινται δέρμασι . γέρων ἐσφίγγετο πέπλος : παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν . |
ἔντομα θύουσιν ἄχρι νῦν . Ἀνθέως τοῦ Νομίονος ἐγένετο παῖς Αἰγυπιός : ᾤκει δὲ παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τῆς Θεσσαλίας καὶ | ||
Αἰσύμης πόλεως Θρᾳκικῆς , . , . * . . Αἰγυπιός : Μηριόνης δ ' ἐξαῦτις ἐπάλμενος , αἰγυπιὸς ὥς |
τὴν ἀδελφὴν Καίσαρος εἶχεν Ὀκταουίαν , ἐδικαίουν οἱ διαλλακταὶ τὴν Ὀκταουίαν Ἀντωνίῳ τὸν Καίσαρα ἐγγυῆσαι . καὶ ὁ μὲν αὐτίκα | ||
ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν , καὶ τὴν Ὀκταουίαν ὁ Καῖσαρ χιλίοις λογάσι σωματοφύλαξιν , οὓς ἐπιλέξαιτο Ἀντώνιος |
οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν , | ||
δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες |
ὅπερ οὐκέτ ' ἔστιν ἐπὶ τῆς κατὰ τὰς αὐξήσεις ἢ θρέψεις ἑτεροιώσεως συνεξακούειν . Ἀλλ ' ἡ μὲν φαντασία κατὰ | ||
οὐκ ἔχεις ἐσχάτην καλήν α ὑβρισθήσῃ δεινῶς β τὸ γεννηθὲν θρέψεις γ σώζῃ τῆς κατηγορίας δ δίδεις [ τοὺς ] |
ἀστὴρ διᾴττουσα , εἶτα ἀπέκρυπτεν αὑτὴν διαθέουσα ἢ δρυμὸν ἢ λόχμην ἤ τι ἄλλο τῶν ἐν ὄρει δάσος . καὶ | ||
ἀλλήλας λανθάνειν ἐβουλόμεθα : θατέρᾳ δὲ οἱ ἄνθρωποι ὑπὸ τὴν λόχμην παρήρχοντο . οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει |
ἀθλία . . Θ . . ἀθλία . . τὸν κνισμὸν τίνα : ὡς καπρῶσαν σκώπτει τὴν γραῦν . οὐκοῦν | ||
, ὅταν κατάξηρος ᾖ ὁ ὀφθαλμὸς καὶ δυσχερῶς κινῆται καὶ κνισμὸν μικρὸν ἐμποιῇ . γίνεται δὲ ἐπὶ ξηρότητι καὶ τοῖς |
ὑποσκίοισιν ἐν ψυκτηρίοις . Εὐριπίδης Φαέθοντι : ψυκτήρια δένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . καὶ ὁ τὸν Αἰγίμιον δὲ ποιήσας εἴθ | ||
ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον ⌊ |
διὰ τὸ θαυμάσαι ταύτην . Ὅμηρος ἠύτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσει . διὸ καὶ ἐμυθεύσαντό τινες αὐτὴν ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν | ||
εἶδεν Ὀλύμπου : ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα |
ἀπάρχομαι μέν , ἀλλὰ τῆς ἀτολμίας τὰ κέντρα κεντεῖ καὶ βιάζει τὸν λόγον . σὺ δὸς τὸ τολμᾶν , ἐξάνοιγε | ||
] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει ] βιάζει . ἐπισπέρχει ] ἐπισπεύδει . θ θεὸς ] ἡ |
- δῶνος κατεάγη ἡ σχεδία , βʹ δὲ ὅλαις ἡμέραις ἐνήχετο , τῇ τρίτῃ δὲ ἡ Λευκοθέα ἐλεήσασα αὐτὸν δέδωκε | ||
φυσικὰς ἀνάγκας ἐπλήρου . Ἑνδεκάτῃ ἐπὶ τῇ ἐπιφανείᾳ τὸ παρυφιστάμενον ἐνήχετο λευκὸν μέν , ὑπόγλισχρον δὲ καὶ οἷον εἴρηται ἐν |
ἀκμὴν ἐγγὺϲ οὖϲαν ἢ μακράν , ἐὰν καλῶϲ ἐπιϲκοπήϲῃϲ τὴν ἐπίδοϲιν : τὰ μὲν γὰρ [ ὀρθῶϲ ] κατὰ μικρὸν | ||
ὁ ἄρρωϲτοϲ γίγνεται , οἷον κατὰ τὴν εἰϲβολὴν ἢ τὴν ἐπίδοϲιν ἢ κατὰ τὴν ἀκμὴν ἢ τὴν παρακμὴν τοῦ παροξυϲμοῦ |
] † αὐθόρμητος ἕρπων ] † ἐρχόμενος δαιταλεὺς ] δαιτυμών πανήμερος ] ἤγουν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας κελαινόβρωτον ] ἤγουν | ||
διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο : ἡ δ ' ἔθεεν λαίφεσσι πανήμερος . οὐ μὲν ἰούσης νυκτὸς ἔτι ῥιπὴ μένεν ἔμπεδον |
: κέλευον ἐπικαθίσαι ὑπτίαν ἢ ἐπὶ κουρικοῦ βάθρου καθίσαι καὶ κοιμωμένη ἀπόνως ἐκβάλλει . [ κβʹ . Ἐκβόλιον ἀκίνδυνον ὥστε | ||
ἥκοντα αὐτὸν οὐ προσίετο , ἀλλ ' ὑπὸ τοὐμὸν ἠγάπα κοιμωμένη χλανίσκιον τὸ λιτὸν τοῦτο καὶ δημοτικόν , καὶ τοῖς |
Αἴαντος καὶ Λυσιδίκης τῆς Κορώνου Φίλιος ἐκ Τεκμήσσης δὲ τῆς αἰχμαλωτίδος Εὐρυσάκης Φώκου δὲ πάλιν καὶ Ἀστερίας Κρίσσος καὶ Πανοπεύς | ||
ἔμιμνον , εἴτ ' αὐτοῦ μενεῖς εἴτ ' ἐκφοβηθεῖς ' αἰχμαλωτίδος φόνωι γυναικὸς οἴκων τῶνδ ' ἀπηλλάχθαι θέλεις . ἦλθον |
ἐς ἑσπέρην δὲ σιτίοισιν ὡς ἐλαχίστοισι χρήσθω καὶ μαλθακωτάτοισιν . Ἑτέρη πλευρῖτις : πυρετὸς ἔχει καὶ βὴξ καὶ ῥῖγος καὶ | ||
πόμασι τοῖσιν αὐτοῖσι χρῆσθαι οἷσί περ ἐπὶ τοῖσι πρόσθεν . Ἑτέρη νοῦσος : ἢν ὕδωρ ἐπὶ τῷ ἐγκεφάλῳ γένηται , |
δὲ κατθανόντος ἐς ς ' ἀφίκετο ; ναί : κἀπὶ καρπῶι γ ' αὔτ ' ἐγὼ χερὸς φέρω . πῶς | ||
: ἀντὶ μεθήσω . μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος , ὡς τὸ καρπῶι βριθομένη ἀντὶ τοῦ βρίθεται . σταλαγμὸν δὲ τὴν κατὰ |
. . τῆμος πυρκαιὴ ἐμαραίνετο : καὶ ἐκεῖ οὖν φλὸξ ἐμαράνθη γραπτέον . . καὶ τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ | ||
σὺν αὐτῷ : ὡς τῆνος τέθνακε καὶ ἄνθεα πάντ ' ἐμαράνθη . ῥαῖνε δέ νιν Συρίοισιν ἀλείφασι , ῥαῖνε μύροισιν |
, ἦ τάχα κέν μιν [ ] [ ἠγαθέοις ] ἤειδον ἀριστήεσσιν ἐίσκων [ Ἑλλάδος ] εὐκαμάτοιο : σὲ δ | ||
' ς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . βέλτιστε , πολλοῖς πολλὰ περὶ μαγειρικῆς |
τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο | ||
νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα |
ὀίσατο γὰρ μέγα ἔργον ἐκτελέειν αὐτῆμαρ ἀνὰ μόθον ὀκρυόεντα , νηπίη , ἥ ῥ ' ἐπίθησεν ὀιζυρῷ περ Ὀνείρῳ ἑσπερίῳ | ||
λαὸν ὀλέσσειν Ἀργείων , νῆας δὲ πυρὸς καθύπερθε βαλέσθαι , νηπίη : οὐδέ τι ᾔδη ἐυμμελίην Ἀχιλῆα , ὅσσον ὑπέρτατος |
αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις , ἀλλ ' ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι | ||
ταὐτομολεῖν ] τὸ ἐνταῦθα ἐλθεῖν ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον |
ὄπισθεν τοῦ θαι σ τύπτεσθαι γίνεται . Ὥσπερ καὶ τὸ τετύφθαι χρόνου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου ἐστίν : γίνεται δὲ ἀπὸ | ||
δὲ εἰς ΑΙ λήγοντα ἀπαρέμφατα πάντα βαρύνεται : τύψαι τυφθῆναι τετύφθαι τύπτεσθαι . Πᾶν ῥῆμα ὀξύτονον ἐν τῇ συνθέσει ἀναδίδωσι |
λαβεῖν . ὁ δὲ ἀνδρειότατος σοφιστῶν ἐκεῖνος οὐδ ' οὕτως ἡσύχασεν , ἀλλ ' αὖθις τὰ εἰρημένα ἐμυθολόγευε , καὶ | ||
σὺν τοῖς στρατιώταις ἐγγὺς τῆς γεφύρας ἐν τῇ ὕλῃ συγκαθίσας ἡσύχασεν . οἱ μὲν δὴ Θρᾷκες διαβάντες τὴν γέφυραν ὥρμησαν |
διφθόγγῳ οὐδέποτε παραλήγεται : στῆναι : φθῆναι : τυφθῆναι : τυπῆναι : δοθῆναι : βιῶναι : ἁλῶναι : σεσημείωται τέσσαρα | ||
ἔκτασιν ἀποβάλλοντες τὸ ἀπαρέμφατον ποιοῦσιν , ἐτύφθη τυφθῆναι , ἐτύπη τυπῆναι . Καθόλου παντὸς προστακτικοῦ τὸ πρῶτον πρόσωπον ἐπὶ παντὸς |
τῶν ἰσχίων : διδόναι δ ' ἐσθίειν τὰ τὴν ἔντασιν ἐρεθίζοντα : ἔστι δὲ βρώματα πολύπους , ἐχῖνος , καὶ | ||
ῥῆμα θρεττανελό . ἐκεῖ γὰρ εἰσάγει τὸν Κύκλωπα κιθαρίζοντα καὶ ἐρεθίζοντα τὴν Γαλάτειαν . ἐπεὶ οὖν ἔφη ὁ χορὸς , |
ἠχητικῇ . Λιλαίετο : ἤθελεν . Μίσγεσθαι : ἑνοῦσθαι . ξυλόχους : ὄρη . Ἀλλ ' οὐδέ : ἀλλ ' | ||
καὶ χλωρᾶς . εἰλυοὺς δὲ τὰς καταδύσεις τῶν θηρῶν . ξυλόχους δὲ τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὑλώδεις τόπους . ἔστι |
ἐμπιεῖν : ἔγχει δ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν . οὐκ ἀπολιβάξεις καὶ τριγώνους καὶ λύρας ; ἀντ ' ἀστραγάλων κονδύλοισι | ||
Φιλῖνος οὗτος , τί ἄρα πρὸς ταύτην βλέπεις ; οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά ; Συρακόσιος δ ' ἔοικεν , |
ὑπομείνῃ . ἀνασχήσει ] ὑπομενεῖς , ἤγουν οὐκ εἰς φθορὰν ἀπελθοῦσα ἄφωνος μενεῖς ; εἰώθαμεν δὲ τοιούτοις λόγοις πρὸς τοὺς | ||
: ⌈ ἡ γὰρ [ αὕτη γὰρ ἡ ] Χρυσόθεμις ἀπελθοῦσα εἰς τὸν τάφον τοῦ πατρὸς ⌈ αὐτῆς μετὰ ἐνταφίων |
Τῷ δ ' ἐπὶ δῖον ἔπεφνεν Ἀτύμνιον , ὅν ποτε Νύμφη Πηγασὶς ἠύκομος σθεναρῷ τέκεν Ἠμαθίωνι Γρηνίκου ποταμοῖο παρὰ ῥόον | ||
προσδέχου συμβουλίαν . μὴ πᾶσιν εἰκῆ τοῖς φίλοις πιστεύετε . Νύμφη δ ' ἄπροικτος οὐκ ἔχει παρρησίαν . ] οὓνς |
, μηδαμῶς , μὴ πρὸς θεῶν , μεθῇς βέλος . Μέθες με , πρὸς θεῶν , χεῖρα , φίλτατον τέκνον | ||
Τί παραφρονεῖς αὖ ; τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον ; Μέθες , μέθες με . Ποῖ μεθῶ ; Μέθες ποτέ |
ἔλασσον ἔμπυον τοῦ φύματος γίνεσθαι , ἐπὶ δὲ τοῦ δέρματος φλύκταιναν ἀνίστασθαι ὁμοίαν τοῖς πυρικαύτοις . προστίθησι δ ' ὅτι | ||
Ξενοφῶν . φασὶ δ ' ἀνωτάτω μὲν ἐπικεῖσθαι τῷ ἕλκει φλύκταιναν μέλαιναν ὡς τὸ πολύ , ἧς ἐκραγείσης τὸ ὑποκάτω |
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , | ||
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , |
, καὶ Ἀττικῶς ἐνήνοθα , ἐνήνοθας , ἐνήνοθεν , ἤγουν ἐπέτρεχεν . . Πλησίον δὲ ἐκείνων ἦν πόλις εὔκτιστος . | ||
εἴ κ ' Ἰφίκλοιο θοώτερος αὐγάζοιο , ὅστε καὶ ἀνθερίκοισιν ἐπέτρεχεν , οὐδέ τι καρπὸν σίνετ ' ἀήσυρα γυῖα φέρων |
γενναῖος . . εὐσεβής ] γρ . εὐγενής . . θρασυστόμοισιν ] ὑβρισταῖς . βίᾳ φρενῶν ] ἤγουν ἄκων . | ||
θρασυστόμοισιν ] ἀναισχύντοις , στωμύλοις . θρασυστόμοισιν ] στωμύλοις . θρασυστόμοισιν ] ἀλαζονικοῖς . θρασυστόμοισιν ] ἀλαζόσι . θρασυστόμοισιν ] |
, Ε σημείοις γωνίαι ἴσαι . καὶ αἱ ὑπὸ τῶν ΔΕΑ , ΗΕΘ ἴσαι . λαμβανέσθωσαν γωνίαι διάφοροι : λοιπαὶ | ||
. ἀλλ ' ὡς μὲν τὸ ΔΕΖ τρίγωνον πρὸς τὸ ΔΕΑ τρίγωνον , οὕτως ἡ ΕΖ εὐθεῖα πρὸς τὴν ΕΑ |
' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν : | ||
χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα |
δὲ ἐκβαίνεται ῥωμαλέα ἐστίν * ὀροιτύποιο : ὑλοτόμου , βοσκοῦ βατῆρα δὲ τὴν βακτηρίαν κατὰ ἀφαίρησιν τοῦ κ . καὶ | ||
τὴν βακτηρίαν , ἐπεὶ τὰ βοτὰ ἐλαύνει . Ἀντίγονος δὲ βατῆρα , ὅτι δέ , φησιν , ἐκδείραντες τὴν ἀμφίσβαιναν |
: κρανείας δέ ἐστι ταῦτα , ἰσχυρὰ ἄγαν . εἶτα περισχεθέντα τῷ ἀγκίστρῳ καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἀνέλκουσι | ||
τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα καὶ κλάδοις περισχεθέντα καὶ ἐμποδίζοντα ἐς τὸν ὠκὺν δρόμον ὑπὸ ῥύμης τὸ |
ἀπὸ τοῦ θύειν , ὅ ἐστι μετὰ βίας ἄειν . ἁρπάγδην δὲ εἶπεν ἀπὸ τοῦ ἁρπάζειν , ὡς φοράδην ἀπὸ | ||
ἰούσης νυκτὸς ἔτι ῥιπὴ μένεν ἔμπεδον , ἀλλὰ θύελλαι ἀντίαι ἁρπάγδην ὀπίσω φέρον , ὄφρ ' ἐπέλασσαν αὖτις ἐυξείνοισι Δολίοσιν |
φλέγετο , ζέε δ ' ὕδωρ : οὐδ ' ἔθελε προρέειν , ἀλλ ' ἴσχετο : τεῖρε δ ' ἀϋτμὴ | ||
: [ καὶ ἐν Ἰλιάδι ] „ οὐδ ' ἔθελε προρέειν „ . . . Φ , . . . |
κλίνεται τὸ ἁπλοῦν θήρ θηρός , οὕτω καὶ τὸ σύνθετον πάνθηρ πάνθηρος . Καν . λδʹ . Ὁ Νέστωρ λήγει | ||
. κεφ . ιδʹ . περὶ πάνθηρος . ὅτι ὁ πάνθηρ ὡς ἐκ πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται |
προτέρην ἡμέρην πάντα σφι κακὰ ἔχειν , τὴν δὲ τότε παρεοῦσαν πάντα ἀγαθά . Παραλαβὼν δὲ τοῦτο τὸ ἔπος ὁ | ||
τέχνης ἐξευρήματα , σώζων οὐκ ἀλλοιῶν φύσιν , ἀποίσει τὴν παρεοῦσαν πικρίην ἢ τὴν παραυτίκα ἀπιστίην . Ἡ γὰρ τοῦ |
ὁ Διομήδης : ἐκτὸς ἀπὸ κλισίης . . τὸν παρστὰς ἀνέγειρε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ , λὰξ ποδὶ κινήσας , ὤτρυνέ | ||
ἀγοραῖς ταῖς ἀμφοτέρωθεν ἐχούσαις τὴν οἰκοδομὴν , τὴν πάρδαλιν μάστιγι ἀνέγειρε μανιωθεῖσαν . ἀγορῇσι : συνελεύσεσι , στοαῖς , τόποις |
τοῦ ὁδηγὸς σύντονος : τὸ ἑξῆς : ἃ σὸν πόδα ἐμόχθει : [ γράφεται ] πόδα σὸν τυφλὸν θεραπεύμασιν ἐμόχθει | ||
διέφθειραν οἱ περὶ τὸν Πετρήιον , καὶ ὁ Καῖσαρ αὐτὸς ἐμόχθει μετὰ τοῦ ἄλλου στρατοῦ πάνυ καρτερῶς ὑπό τε δυσχωρίας |
τόσον δέ μοι ἔφρασε μῦθον : μέλπειν μοι , φίλε βοῦτα , λαβὼν τὸν Ἔρωτα δίδασκε . ὣς λέγε : | ||
γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ; |
Βερνίκης ἐπὶ Κελένδεριν στάδιοι νʹ ] . Ἀπὸ Κελενδέρεως εἰς Μανδάνην στάδιοι ρʹ . Ἀπὸ Μανδάνης ἐπ ' ἀκρωτήριον Ποσείδιον | ||
τῷ βασιλεῖ τῶν Μήδων Ἀστυάγει εὐπρόσωπος εὐπάρῃος εὔχρους εὐπρεπεστάτη : Μανδάνην τὸ κοράσιον ὠνόμασεν ὁ σπείρας . πρὸς ταύτην τοίνυν |
. ἐγγυᾶται δέ μου τὸν λόγον ἡ προφῆτις καὶ προφητοτόκος Ἄννα , ἧς μεταληφθὲν τοὔνομα καλεῖται χάρις . τὸν γὰρ | ||
Ἄβολλα Ἀβολλαῖος , καὶ Ἀνθυλλίτης , διὰ τὸν τύπον . Ἄννα , πόλις τῆς Ἰουδαίας ὑπὲρ Ἱεριχοῦντα . τὸ ἐθνικὸν |
: οὐκ εὐπόρως τε γὰρ ἔχω καὶ τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ ' ἀστράβης ὀχηθείς . ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης | ||
. Ὕδωρ ὕδωρ , ὦ γείτονες , πρὶν ἀντιλαβέσθαι τὴν τράμιν μου τῆς φλογός . Θάρρει . Τί θαρρῶ καταπεπυρπολημένος |
λασίοιο δασύτριχος εἶχε τράγοιο κνακὸν δέρμ ' ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι | ||
κεκλυσμένον ἁδέι κηρῷ , ἀμφῶες , νεοτευχές , ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον . τῶ ποτὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός , |
ᾧ τοὺς ἄρτους ἔπλαττον . ἐκ δὲ τῶν ἀρτοποιικῶν ὄνος ἀλέτων , καὶ μύλη καὶ μύλη σιτοποιὸς καὶ μυλήκορον , | ||
ἱμαλὶς δὲ παρὰ Δωριεῦσιν ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλέτων . ἡ δὲ τῶν ἱστουργούντων ᾠδὴ αἴλινος , ὥς |
κρύπτεται . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος , ὑετία | ||
καὶ Κρόνου . πάλιν παρανατέλλει λαμπρὸς ἀστὴρ ὁ ἐπὶ τῆς Λύρας ὁ καλούμενος Λυρικὸς μοίρας καʹ , βόρειος , μεγέθους |
καὶ πίπτει αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἀσπίδα ξυννεύσας . Πευκέστας δὲ περιβὰς πεπτωκότι καὶ ὑπερσχὼν τὴν ἱερὰν τὴν ἐξ Ἰλίου ἀσπίδα | ||
τοῦ Ἠπειρώτου , ὃς ἐκβοήσαντος μὲν ἐκ τῶν ὕπνων αὐτοῦ περιβὰς ἐφύλαττε τὸν Πύρρον , ἀποθανόντος δὲ καιομένου τοῦ νεκροῦ |
, ὅπου λεπτὸς ἡδυτάτην ἀναπνεῖ Ζέφυρος αὔρην , κλῆμά τε Βάκχιον ἰδεῖν χὐπὸ τὰ πέταλα δῦναι ἁπαλὴν παῖδα κατέχων Κύπριν | ||
ἀμείψασα θοάζω Βρομίωι πόνον ἡδὺν κάματόν τ ' εὐκάματον , Βάκχιον εὐαζομένα . τίς ὁδῶι , τίς ὁδῶι ; τίς |
ὄψεως ] ἐμμανὴς οὖσα : τὴν κροκοειδῆ στολὴν ἀποβαλοῦσα , ἀπορρίψασα τῆς τρυφῆς : στολίδα κροκόεσσαν : τὴν ἐκ κρόκης | ||
καὶ πορεύῃ „ ; τὰ ἄδηλα μετατρέχεις , τὰ ὁμολογούμενα ἀπορρίψασα . καλὸν οὖν αὐτὴν ἐπαινέσαι χαίρουσαν ἐπὶ νουθεσίᾳ : |
, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμως καὶ συντρῖψαι σπεύδοντες αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην . ἐπεὶ δὲ πλησίον ἐγένοντο καὶ εἶδον | ||
μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ ' ἅρματος ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων , ἀγένειον ἀκριβῶς , οὐδ ' ἐπ ' ὀλίγον τὴν παρειὰν |