| γαῖαν . ” ὣς φάτο , Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα , νώμησεν δ ' ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν : οἱ | ||
| ϲπανίωϲ μέν , ὅτε δὲ παρεῖχεν , ὕδατι ψυχρῷ τοῦτον ἐκίρνα , καὶ τὸ ψυχρὸν δὲ ὕδωρ ἢ καὶ ὀξύκρατον |
| ἠστραγάλιζον , μᾶζαι δ ' ἐν ταῖσι παλαίστραις Αἰγιναῖαι κατεβέβληντο δρυπεπεῖς βώλοις τε κομῶσαι . Κράτης δ ' ἐν Θηρίοις | ||
| , ἀρμενιακά , πραικόκκια , ἐλαῖαι , καὶ μάλιστα αἱ δρυπεπεῖς , λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα , |
| ψιθία , Κρῆσσα , Σύρα , Ῥοδία , Λίβυσσα , Πράμνειος , ἀλωπέκεως , κορώνεως , Λημνία , Βυβλία , | ||
| πάντων καὶ ὑπὲρ τῆς τῶν πλοίων σωτηρίας . . : Πράμνειος οἶνος : Σῆμος ὁ Δήλιος ἐν τρίτῳ ἐν ᾗ |
| μένος εἵλετο χαλκός . οἶνον δ ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον , ἠδ ' εὔχοντο θεοῖς αἰειγενέτῃσιν . ὧδε | ||
| θείοιο . ἀλλ ' ἄγετ ' , οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν , ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ ' ἰόντες : τὸν |
| ἠγλαϊσμένην , πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια , τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις , ὁμοῦ τε χναύειν μαινίσιν | ||
| ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαισμένην πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις κοινῇ τε χναύειν τευθίσιν σηπίδια |
| καὶ μὴ ἦν τοῦτο ποιεῖν , οὐκ ἂν ἐδύναντο αἱ ὄις τὰς κέρκους φέρειν . τοῦτο δὲ ποιοῦσι δι ' | ||
| ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον , ἀλλ ' ἀπολείπῃ , ὥσπερ ὄις ποίμνας , ἇς τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε . ποῖός |
| δυοκαίδεκ ' ἀρίστους βῆν : ἀτὰρ αἴγεον ἀσκὸν ἔχον μέλανος οἴνοιο , ἡδέος , ὅν μοι δῶκε Μάρων , Εὐάνθεος | ||
| ἀνθοσμίου : ἤτοι ἐρυθροῦ , ὡς Ὅμηρος : “ μέλανος οἴνοιο ” . ἀνθοσμίου δὲ ἡδέος , εὐόσμου , ὥσπερ |
| ἔθηκα , λείψας ὑγρὸν ἔλαιον , ἐπ ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης . Ἥρωας δ ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας δούρατ | ||
| ἅλις ἄνθεσι γαῖα , πλήθει δ ' αὖτε κύπελλα βοῶν γλάγος ἠδὲ καὶ οἰῶν , μυκηθμὸς δέ τε πουλὺς ὀρίνεται |
| ' ἀγέρωχοι . Σὴν δὲ μελικρήτοιο μετὰ γλυκεροῖο μιγέντα ὄρνυε πινέμεναι νύμφην , ἵνα νήπιον υἷα μαστοῖσιν μεθύοντα παρ ' | ||
| κνήστι χαλκείῃ , ἐπὶ δ ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε , πινέμεναι δ ' ἐκέλευσεν , ἐπεί ῥ ' ὥπλισσε κυκειῶ |
| δρῦν , κιττόν , ἐρίκην , πρόμαλον , ῥάμνον , φλόμον , ἀνθέρικον , φηγόν , κισθόν , θύμα , | ||
| κύτισόν τε : νάπαισι δ ' ἀνθέρικος ἐνηβᾷ : καὶ φλόμον ἄφθονον ὥστε παρεῖναι πᾶσι τοῖς ἀγροῖσιν . ἀλλὰ τάδ |
| παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν . σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη | ||
| παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν . σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη |
| ὅτι τῶν ἄλλων καρπῶν καὶ φυτῶν ἁπλῶς μνημονεύσας ἐπὶ τῶν ἐλαῶν ἐπήγαγε τὸ “ ὧν ποθοῦμεν ” . καὶ ἴσως | ||
| κυοφορίαις , εἰ καὶ τρύγης ἀμπέλων αὐτουργοῦσα συμμετάσχοι καὶ συλλογῆς ἐλαῶν , εἰ δὲ παρείκοι , καὶ σπόρου καὶ ἀρόσεως |
| , παρατίθεται δὲ μετὰ μέλιτος . . Φιλήτας δὲ Συρακοσίους κύπελλα καλεῖν τὰ τῆς μάζης καὶ τῶν ἄρτων ἐπὶ τῆς | ||
| Δότε μοι λύρην Ὁμήρου φονίης ἄνευθε χορδῆς : φέρε μοι κύπελλα θεσμῶν , φέρε μοι νόμους κεράσσας , μεθύων ὅπως |
| . . Ω . . κυκλικώτερον . . Ο . πλησάμενος δ ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ ' Ἀχιλῆα . ” | ||
| Διονύσιος ὁ περιηγητής . * Νεῖλος : ποταμὸς τῆς Αἰθιοπίας πλησάμενος δέ , ἤγουν ἑαυτὸν ἐμπλήσας καὶ πληρώσας . * |
| φέρεται , φυλαττομένους τῶν νεύρων ψαύειν . εἶτα λύσαντας καταπλάττειν πράσῳ καρτῷ μεθ ' ἁλός , τὰς δ ' ἐπιρροίας | ||
| βρύον ἐστὶ προσεχόμενον ταῖς ἐνδρόσοις πέτραις . Λογχῖτις φύλλα ἔχει πράσῳ καρτῷ ὅμοια , πλατύτερα δὲ καὶ ὑπέρυθρα , τὰ |
| τράπεζαν . σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη παρεόντων . αὐτὰρ ὁ | ||
| : ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πιθόμην , ἀλλ ' ἤσθιον εἴδατα παστά , βολβοὺς ἀσπάραγόν τε καὶ ὄστρεα μυελόεντα , |
| ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν , κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο , νώμησαν δ ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν . οἱ δ | ||
| ' ἀσκηθὲς μέλι χεῦαν ἀργυρέωι κρητῆρι , περιφραδέως κερόωντες : νώμησαν δὲ δέπαστρα θοῶς βασιλεῦσιν Ἀχαιῶν ἐνσχερὼ ἑστηῶσι , καὶ |
| ὁτὲ δὲ στροφάδας παρὰ πέτρην φυκίδας ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον . ΠΕΡΚΗ . καὶ ταύτης Ἐπίχαρμος ἐν | ||
| ὁτὲ δὲ στροφάδας παρὰ πέτρην φυκίδας ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον ἢ πέρκαισι καθηγητὴν μελάνουρον τοῖσί κε θηρήσαιο |
| βραχέωϲ ἀναγραφεῖϲιν ἐπὶ τῶν διὰ πάχοϲ χυμοῦ ὀδυνωμένων , ἕκαϲτον ἑψῶν ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι προϲπλέκων . ποιεῖ δὲ πρὸϲ | ||
| διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας , ἀποκαθαίρων , ἑψῶν ἐν οἴνῳ ὅσον πέντε ῥίζας , καὶ σέλινα συμμίξας |
| χειμῶνος , ἐπιλάμψαντος δὲ τοῦ ἔαρος , τῆς ἐπὶ τὸ μάραθον ῥαθυμεῖ πορείας οὐδ ' ἀφικνεῖται πλησίον ἐπίτηδες αὐτοῦ , | ||
| καὶ ἡ μικροτέρα , κύμινον , λιβανωτοῦ ὁ αἴθαλος , μάραθον , μελάνθιον , μήου αἱ ῥίζαι , πήγανον ἥμερον |
| . . κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , | ||
| μετιοῦσι τὴν νύμφην λέγεις παρέχειν , ἄμητας καὶ λαγῷα καὶ κίχλας . τούτοισι χαίρω , τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ |
| αὖον , ῥοῦν , κύμινον , κάππαριν , ὀρίγανον , γήτειον , ἄννισον , θύμον , σφάκον , σίραιον , | ||
| ὀψωνεῖν ἔοιχ ' ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι . ” ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι , ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά |
| β . τὴν ἴριν κόπτε καὶ σῆθε , τὸν δὲ λίβανον λείου λεπτότατα , εἶτα ἐπιβαλὼν αὐτῷ τὴν ἴριν λειοτάτην | ||
| τετριμμένον , δαφνόκοκκα καὶ κύμινον καὶ μαστίχην καὶ σμύρναν καὶ λίβανον καθαρὸν κοπανήσας καθ ' ἓν ἕκαστον καὶ ἕνωσον αὐτὰ |
| μοι σκόλιόν τι λαβὼν Ἀλκαίου κἈνακρέοντος . καὶ δελφακίων ἁπαλῶν κωλαῖ καὶ χναυμάτια πτερόεντα ἐθέλω βάψας πρὸς ναυτοδίκας ξένον ἐξαίφνης | ||
| οἴμοι δὲ κωλῆς : 〚 Τοῦ κώληκος λεγομένου . 〛 κωλαῖ τὰ ἐμπρόσθια μέρη τῶν ἱερείων . ἔστι δὲ ἱερὸς |
| μελίαν , πεύκην , ἀρίαν , δρῦν , κιττόν , ἐρίκην , πρόμαλον , ῥάμνον , φλόμον , ἀνθέρικον , | ||
| δήπου τὰ κηρία καὶ ἐποίουν μέλι , τήν τε δὴ ἐρίκην καὶ τὸν θύμον αἵδε ποιούμεναι τροφήν . Ἀτὰρ δὴ |
| μεθύων ὑπογελῶν ἀνέσεισε , καὶ πολὺν πλοῦτον ἐπὶ τοῖς ἀνδράσιν ἔχευε . Τούτου χάριν ἀρτίως αἱ ἄρουραι ἐκεῖναι τῷ λιβάνῳ | ||
| ἐπαείρας . αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ὤπτησε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔχευε , Πάτροκλος μὲν σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ καλοῖς ἐν |
| ' ὕδατος ἑψῶντες , εἶτα τὸ μὲν ὕδωρ ἀποχέοντες ἐπιχέουσι σίραιον ἢ οἶνον γλυκὺν ἢ οἰνόμελι : παρεμβάλλουσι δὲ καὶ | ||
| οὐκ ἔλαιον , οὐκ ἀμυγδάλας , οὐ σκόροδον , οὐ σίραιον , οὐχὶ γήτιον , οὐ βολβόν , οὐ πῦρ |
| , καὶ φῦσα οὐκ ἔξεισιν : κύμινον προστιθέσθω : ἢ ἐλελίσφακον καὶ κύπειρον κόψας , καὶ τέγξας τὴν νύκτα ὅλην | ||
| κεφαλήν : πινέτω δὲ νῆστις ὑπερικὸν , λίνου σπέρμα , ἐλελίσφακον ἐν οἴνῳ ὑδαρεῖ : ἐπὴν δὲ παύσηται τὸ ῥεῦμα |
| ⌈ καὶ ταῦτα . Γ ἐκ κηθαρίου : τὰ ἐκπέταλα τρύβλια , ἃ Εὐφρόνιος κήθια : ” μικρὸν οὖν ῥοφοῦντα | ||
| στέφανον διαπρεπῆ καὶ βυσσίνων ὀθονίων ἱστοὺς ἑκατὸν καὶ φιάλας καὶ τρύβλια καὶ κρατῆρας χρυσοῦς δύο πρὸς ἀνάθεσιν . Ἔγραψε δὲ |
| ἀγορᾷ τὰ τεμμάχη καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον | ||
| ἐστίν , καὶ οὐδὲ αὐτὴ μεγάλη . ἀπὸ Κοτυώρων ἐς Μελάνθιον ποταμὸν στάδιοι μάλιστα ἑξήκοντα . ἐνθένδε εἰς Φαρματηνὸν ἄλλον |
| καὶ πρὸς τούτοισί γε θαλλόν , κύτισόν τ ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη , καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον , κότινον , | ||
| . Κᾆθ ' ὁ μὲν ἔτριβε κεδρίδας , ἄννηθον , σφάκον : ἐγὼ δὲ καταχέασα τοῦ στροφέως ὕδωρ ἐξῆλθον ὡς |
| μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον εἰς λάγυνον , ἀλλ ' οὐ κάραβον . εἰς τὴν θεοῖς | ||
| : λάγυνος τρίχους , καί : τὸν μεστὸν ἡμῖν φέρε λάγυνον , καί : δυσχερὴς λάγυνος οὗτος πλησίον ὄξους . |
| οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . ἐν δὲ Κυβευταῖς | ||
| οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . πρὸς φθεῖρα κείρασθαι |
| , ὅπερ πρὸς ὑποχύσεις καὶ λευκώματα χρησιμεύει . Ἀτρακτυλλὶς ἢ κνῆκον ἄγριον ἄκανθά ἐστιν ἐοικυῖα κνήκῳ , μικροτέρα πολλῷ , | ||
| μυγαλῆν ἐν οἴνῳ τετριμμένην πίνοντεϲ ἢ πράϲιον ἢ εὔζωμον ἢ κνῆκον ἥμερον ἢ ϲιϲύμβριον ἢ ἀβρότονον , ἢ τοῖϲ ἄλλοιϲ |
| ' ἐς οἴκους : καὶ γὰρ αἵδ ' ἔξω δόμων δμῳαὶ περῶσιν , αἳ πατρὸς κατὰ σταθμοὺς σαίρουσι δῶμα καὶ | ||
| ' ἰθὺς κίεν : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ἄλλαι δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ |
| ? [ ] ? ? ? ? [ ] νεαρῶν μελιηδέα ? βότρυν ἀείρεις : ἐκ ? σέθεν ? ? | ||
| ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν : οἱ δὲ θεοῖσι λείψαντες μακάρεσσι πίον μελιηδέα οἶνον . αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τε πίον θ ' |
| κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον | ||
| οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο : |
| : ἰσχυρότερον δὲ τούτου τὸ ἅλιμον : ἀπόλλυσι γὰρ τὸν κύτισον . Ἔνια δὲ οὐ φθείρει μὲν χείρω δὲ ποιεῖ | ||
| τε εἶναι τὴν Κέω ἰσχυρῶς καὶ νομὰς οὐκ ἔχειν : κύτισον δὲ καὶ θρία ἐμβάλλειν , καὶ τῆς ἐλαίας τὰ |
| προσφόρους ὑμῖν τροφάς , σκορόδια , τυρόν , κρόμμυα , κάππαριν . . . ἅπαντα ταῦτ ' ἐστὶν δραχμῆς . | ||
| πρῶτος τῶν μεγάλων ἡγήσεται , ἔχων ἐχῖνον , ὠμοτάριχον , κάππαριν , θρυμματίδα , τέμαχος , βολβὸν ἐν ὑποτρίμματι . |
| , ὀβελίσκους κρεάγραν , θυίαν , τυροκνῆστιν , στελεόν , κοπίδας , κύβηλιν ἀγωνιστηρίαν . Ἀριστοφάνης δὲ τὴν χύτραν κακκάβην | ||
| τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ πρότερον οἴσεις , θεοῖσιν ἐχθρὲ |
| καὶ λαγῲ καὶ γυναῖκες εἱλίποδες . Ἐπίχαρμος : ἦν δὲ νάρκαι βατίδες , ἦν δὲ ζύγαιναι , ῥίναι τε τραχυδέρμονες | ||
| : καὶ γὰρ τεσσαρακονθήμεροι ἀπαλλάσσονται : ἀλλ ' οὐδὲ αἱ νάρκαι ἐπιγίνονται ἰσχυραὶ , οὔτε αἱ καταψύξιες τῶν σκελέων τε |
| μαχούμενοι πρὸς Καρχηδονίους ἐβάδιζον ὑπὲρ τῆς Σικελίας , ἐνέβαλον ἡμίονοι σέλινα κομίζοντες : οἰωνισαμένων δὲ τῶν πολλῶν τὸ σύμβολον ὡς | ||
| πρὸς αὔξησιν : κελεύουσι γοῦν , ὅταν τις μεταφυτεύῃ τὰ σέλινα , πάτταλον κατακρούειν ἡλίκον ἂν βούληται ποιεῖν τὸ σέλινον |
| καλὸν ἀείδῃσιν ἔαρος νέον ἱσταμένοιο , δενδρέων ἐν πετάλοισι καθεζομένη πυκινοῖσιν , ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν . | ||
| ἔπος ἐξ ἀρχῆς εἰς τέλος Οὐδέ τί πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν . ὁ δ ' αὐτὸν παραμυθεῖται καὶ λέγει , |
| ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , | ||
| ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , |
| : ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ κύπειρόν τε δροσώδη κἀνθρύσκου μαλακῶν τ ' ἴων λείμακα καὶ | ||
| Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου μαλακῶν τ ' ἴων λείμακα |
| κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν βαθύν , ψιμύθιον , | ||
| οἱ κριταί , καὶ τῷ νικήσαντι μὴ ταινίας ἀλλὰ φιλήματα ἀναδήματα παρὰ τῶν κριτῶν γενέσθαι . ἐπεὶ δὲ ἐξέπεσον αἱ |
| : πρέμνον ἔχιος : ἐχῖνον τοῦτο ὁ Γαληνὸς γράφει * προταμών : ἐκκόψας * χραισμεῖν : βοήθει ἀνδρακάδα δὲ τὴν | ||
| : πρέμνον ἔχιος : ἐχῖνον τοῦτο ὁ Γαληνὸς γράφει * προταμών : ἐκκόψας * χραισμεῖν : βοήθει ἀνδρακάδα δὲ τὴν |
| ; ] καὶ νὴ Δί ' αἱ νῆτται : Ἡ νῆτται εἶδος ὀρνέου , ἔχον τὴν πτέρωσιν ἐκ φύσεως ὥσπερ | ||
| οὐκ ἂν ἐργασαίατο ; ] καὶ νὴ Δί ' αἱ νῆτται : Ἡ νῆτται εἶδος ὀρνέου , ἔχον τὴν πτέρωσιν |
| ; ναί . τοῦτ ' ἐκεῖν ' ἔστιν σαφῶς : ἄμητες , οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον | ||
| , ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φυστή , |
| ' , ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι , | ||
| ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν ἰκμάδ ' ἐς τὰ κάρδαμα . Ἀζύμου κράσεως , ἀντὶ τοῦ τῆς γλίσχρας . |
| ' ἀκάνθης μηδὲ ἓν τούτων παθεῖν . ἐπὶ τὸ τάγηνον φυκίδας , ψήττας τινάς , καρῖδα , φύκην , κωβιόν | ||
| πέμπτῳ ζῴων μορίων . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ : φυκίδας ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον ἢ πέρκαισι |
| ὀπτῆς , ἢν ᾖ μείζων , πολὺ κρείττων , ἢν ὀπταὶ δὲ δύ ' ὦς ' , ἑφθῇ κλαίειν ἀγορεύω | ||
| Τάρταρον . Τί δῆτα λέξεις τἀπίλοιπ ' ἤνπερ πύθῃ ; ὀπταὶ κίχλαι δ ' ἐπὶ τοῖσδ ' ἀνάβραστ ' ἠρτυμέναι |
| χλωρὰ ἐν γλυκεῖ βρέξας ὕδατι λέαινε , μίξας ὠοῦ λευκοῦ λέκιθον καὶ κρόκου τὸ ἀρκοῦν κατάπλασσε : ἢ κρίθινα ἄλευρα | ||
| , καταπλάσσειν μελιλώτῳ ἐν γλυκεῖ ἑφθῷ , μιγνύντα καὶ ὠοῦ λέκιθον ὀπτὴν καὶ ἄρτον ἐν οἴνῳ βεβρεγμένον , βραχὺ δέ |
| σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν | ||
| γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ |
| ] ? γένος , οἷσιν ? [ ἐκεῖναι ἵλαοι ἀντιάσουσι μελίφρονα [ ] θυμὸν ? ? ? ? [ ἔχουσαι | ||
| ἀνῃώρησε καὶ οὐκ ᾐδέσσατο Κύπρις . χειρὶ δ ' ἐλαφρίζουσα μελίφρονα δεσμὸν ἐρώτων στῆθος ἅπαν γύμνωσε καὶ οὐκ ἐμνήσατο μαζῶν |
| , ὄρκυνες : καὶ πρὸς τούτοις ὀρνιθαρίων ἀφάτων πλῆθος , νηττῶν , φαττῶν : χῆνες , στρουθοί , κίχλαι , | ||
| , ὄρκυνες : καὶ πρὸς τούτοις ὀρνιθαρίων ἄφατον πλῆθος , νηττῶν , φαττῶν : χῆνες , στρουθοί , κίχλαι , |
| χρυϲιζούϲηϲ , ἣν Ῥωμαῖοι ῥωβίαν καλοῦϲιν , # β , πολυτρίχου δεϲμὰϲ β , ἀψινθίου δεϲμὴν α , θέρμων λελεπιϲμένων | ||
| ἐν χειμῶνι λεπτυντικοῖς , οἷον σελίνου καὶ ἀδιάντου [ καὶ πολυτρίχου ] , εἶτα ὀξυμέλιτι ἁπλῷ μετὰ ῥαφανίδων , εἶτα |
| σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ στέρνοισι καμίνου . ἄλλοτε φορβάδος αἰγὸς ἐνίπλειον δέρος οἴνης χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ χέρα κόψῃ | ||
| εἶθαρ χρυσείηι προχόωι κήρυκ ' ἀθανάτοισι φέρειν μέλανος οἴνοιο ἀσκὸν ἐνίπλειον κελέβειόν θ ' ὅττι φέριστον οἷσιν ἐνὶ μεγάροις κεῖται |
| εἰς ψύξιν καὶ θάνατον ἄγουσαν : λοιβὰν φονίαν : ἥντινα λοιβὴν ἐξ αἵματος ἔλαχεν ὁ Ἅιδης παρόσον οἱ φονευόμενοι εἰς | ||
| . ἴσως πᾶν ποτήριον ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἢ τὸ λείβειν . ἀφ ' οὗ καὶ λέβης |
| Ἐπίχαρμος δὲ κατ ' ἐξοχὴν ὡς ἡμεῖς : καπυρὰ τρώγων κάρυ ' , ἀμυγδάλας . Φιλύλλιος : ᾠά , κάρυ | ||
| Θετταλὸν λέγεις κομιδῇ τὸν ἄνδρα . Νήττας , σχαδόνας , κάρυ ' ἐντραγεῖν , ᾤ ' , ἐγκρίδας , ῥαφανῖδας |
| πρὸς τὸ εὐγλωττότερον . 〛 εἴδη φυταρίων . . . σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚 | ||
| ἐν τοῖς στεφάνοις ἄνθη ῥόδα , ἴα , κρίνα , σισύμβρια , ἀνεμῶναι , ἕρπυλλος , κρόκος , ὑάκινθος , |
| εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι : ἐν δὲ πόαι ῥίζῃσι | ||
| σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , |
| κατασπᾷ καὶ προσκαλεῖται γάλα πτισάνη ἑφθὴ σὺν μαράθῳ ῥοφουμένη , καρδάμωμον μετὰ κράματος πινόμενον , ἄνησσον μετὰ ῥοφήματος ἢ μετ | ||
| τὸν χρῶτα τῶν ἐργαζομένων ἀφελκοῖ . Δηκτικὸν δὲ καὶ τὸ καρδάμωμον μετὰ θερμότητος . Τοῦ δὲ βαλσάμου ὁ μὲν ὀπὸς |
| βρῶμά τι πολτῶδές φασιν εἶναι . | πρόμαλον φώξας : πρόμαλόν ἐστιν εἶδος φυτοῦ , οὗ μέμνηται καὶ Εὔπολις ἐν | ||
| βρῶμά τι πολτῶδές φασιν εἶναι . | πρόμαλον φώξας : πρόμαλόν ἐστιν εἶδος φυτοῦ , οὗ μέμνηται καὶ Εὔπολις ἐν |
| . εἷς γὰρ τῶν δεδεμένων , οὐκ οἶδ ' ὅθεν ῥίνης εὐπορήσας καὶ συνωμότας πολλοὺς τῶν δεσμωτῶν προσλαβών , ἀποπρίει | ||
| ' ἀγανῶπιν ἄτρωτον οἷά τε παρθενικῆς ἁπαλόχροος αἰνήσουσι . καιομένη ῥίνης δὲ δορὴ τρηχεῖα φαεινοῖς ὕδασι λειωθεῖσα φέρει φυμάτεσσιν ἀρωγήν |
| ὑπὸ Κύνα . δύναμις δὲ καὶ τούτου ἡ αὐτή . Μῆλα κυδώνια κάλλιστα λβ ἐκγιγαρτίσας καλάμῳ κατάτεμε λεπτὰ καὶ βάλε | ||
| , ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τοὺς τὸν μελαγχολικὸν γεννῶντας χυμόν . Μῆλα κυδώνια . . . . . . δραχ . |
| σφαιρία ἢ σέσελι ἢ πέπερι ἢ καρκίνοι ποτάμιοι ἑφθοὶ ἢ ὀπτοί . Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν | ||
| , χορίων , πυρῶν , καρύων , χόνδρου . κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί |
| : λαβὼν δὲ τῆς ὑπουργίας χάριν τὴν τῶν τόξων δωρεὰν ἧψε τὴν πυράν . εὐθὺς δὲ καὶ κεραυνῶν ἐκ τοῦ | ||
| ] ον ἄγαλμαπαρ [ [ ] πυρὸς ? ? ? ἧψε φάος βρ [ [ ] γμα γαιματρ ! [ |
| δ ' αὐτοῦ Νουμήνιος ὁ Ἡρακλεώτης ἐν Ἁλιευτικῷ : φυκίδας ἀλφηστήν τε καὶ χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον . ἀνθίας Ἀνάνιος : | ||
| αὐτοῦ καὶ Νουμήνιος ὁ Ἡρακλεώτης ἐν Ἁλιευτικῷ οὕτως : φυκίδας ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον . καὶ Ἐπίχαρμος |
| ἄψορρος ἀπέπτατο : νηῒ δὲ μέσσῃ δαιτός τ ' ἠδὲ ποτοῖο τετυγμένα τεύχε ' ἔκειτο . Ἂν δ ' ἄρ | ||
| σκύφος . καὶ Φαίδιμος : δουράτεόν τε σκύφος εὐρὺ μελιζώροιο ποτοῖο . τὸ δὲ παρ ' Ὁμήρῳ Ἀριστοφάνης μὲν γράφει |
| ὑπαρχέτω τοῦ ὀπίου τούτου : καὶ τὸν ἐοικότα τῷ κρόκῳ ἕρπυλλον , ὁμοίως καὶ κρῆθμον καὶ χαμαικυπάρισσον ἅμα ἀννήσῳ καὶ | ||
| τὸ δαφνοειδὲς καλούμενον , ἐρέβινθοι καὶ μάλιστα οἱ κριοί , ἕρπυλλον , θύμα , κάλαμος ἀρωματικός , κάρω αὐτό τε |
| Ἅπαντες γὰρ οἱ κράτιστοι ἦμεν οἱ τρέχοντες . Οἱ δὲ κόρυδοι οὐ πολλῷ τινι θᾶττον ὑμῶν διέρχονται τὸ στάδιον ; | ||
| ' ὀλολυγών τηλόθεν ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις : ἄειδον κόρυδοι καὶ ἀκανθίδες , ἔστενε τρυγών , πωτῶντο ξουθαὶ περὶ |
| χρὴ ὡς , ἢν μὴ λάβῃ παρ ' ἐμοῦ τὸν σκύφον , οὔποτε τοιοῦτος ἂν υἱὸς αὐτῇ γένοιτο οἷος ἐγώ | ||
| Διονύσου τόδε ὀσμῆι κατῆρες , σμικρὸν ἀλλ ' ἐπεσβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ ' ἀσθενεστέρωι ποτῶι . ἴτω φέρων τις τοῖς |
| ὕδωρ πᾶν . Φοίνικες αὐστηροί , μῆλα κυδώνια , ἐλαῖαι ἁλμάδες , σταφίδες αἱ αὐστηραί , ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις | ||
| τυγχάνει ἐπίδημος ὤν . θλαστὰς ποῐεῖν ἐλάας οὐ ταὐτόν ἐστιν ἁλμάδες καὶ στέμφυλα : θλαστὴν γὰρ εἶναι κρεῖττον ἁλμάδος . |
| , χαμαίδρυν , ἀμπέλου ῥίζης δέρμα , χαμαιλεύκην , μαστίχην κόστον , κρόκον ὠῶν , πάντα ἑνώσας πλάττε κολλούρια καὶ | ||
| τὴν πληγὴν καὶ κέρας αἰγὸς μελαίνης ἐπίπασον . ἄλλο . κόστον στάχυν , κιννάμωμον , ζιγγίβερ , κύμινον ἐξ ἴσου |
| πλήρη οὖσαν πολλῶν ἀγαθῶν : ἦσαν γὰρ ἐν αὐτῷ συνωπτημέναι κίχλαι καὶ νῆτται καὶ συκαλλίδων πλῆθος ἄπειρον καὶ ᾠῶν ἐπικεχυμέναι | ||
| τότε γενεᾶς ἀφθίτου λαχόντες θείας . κιχλῶν : αἱ μὲν κίχλαι εἶδος στρουθῶν , δοκοῦσι δὲ πρὸς τρυφὴν ἐκ τῶν |
| μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . γενναῖος ἴσθ ' , ὦ οὗτος , ὀλίγον | ||
| μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . Πάμφιλος δὲ τὸν ΑΤΤΑΝΙΤΗΝ καλούμενον ἐπίχυτόν φησι καλεῖσθαι |
| ὑσσώπῳ χλωρῷ . τὰ δὲ κυλοιδιῶντα πρόσωπα προπυριατέον θύμῳ ἢ θύμβρᾳ ἢ ὀριγάνῳ , εἰς ὀθόνιον ἀραιὸν ἐνδεομένοις καὶ ἀφεψωμένοις | ||
| ὁ μέντοι πεπονθὼϲ τόποϲ καταπλαϲϲέϲθω θριδακίνηϲ καρπῷ μετὰ λινοϲπέρμου καὶ θύμβρᾳ καὶ ἀγρίῳ πηγάνῳ ἢ ἡμέρῳ καὶ ἑρπύλλῳ ϲὺν ἀϲφοδέλῳ |
| καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην ταμνομένους κρέα πολλὰ κερῶντάς τ ' αἴθοπα οἶνον . τόφρα δὲ Λαέρτην μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ | ||
| , οὐ γὰρ σῖτον ἔδους ' , οὐ πίνους ' αἴθοπα οἶνον . Ἄνθρωποι δὲ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀφορῶντες , |
| , λυγρῷ δ ' ἀνεμίσγετο λύθρῳ οἶνος ἔτ ' ἐν κρητῆρσι λελειμμένος . Οὐδέ τις ἦεν ὅς κεν ἄνευθε φόνοιο | ||
| μὲν τύχωσι ἔχοντες , ἐς λέβητας ἐπιχωρίους , μάλιστα Λεσβίοισι κρητῆρσι προσεικέλους , χωρὶς ἢ ὅτι πολλῷ μέζονας : ἐς |
| . . ὦτα , λαγώς , σκόμβροι , σησαμίδες , σχάδονες . αὔριον αὐτὰ καλῶς λογιούμεθα . νῦν δὲ πρὸς | ||
| τό τε σκύφος : ὅπερ ὑπέσχου ποτήριον . σχαδόνων : σχάδονες τὰ τῶν κηφήνων κηρία . . . . ὥς |
| μαστίχην . Θ . τὰ ἄκρα τῆς σκύλας . . σχῖνον : Ἤγουν σκίλλαν . . σχῖνος τὸ δένδρον , | ||
| στύφουσιν , ἢ ῥόδα ἐν ὕδατι ἀφεψῶντα ἢ ῥοῦν ἢ σχῖνον ἢ ὀξύκρατον . οὐ χεῖρον δὲ καὶ εἰς τὴν |
| τοῦ γ . Γ οἱ πολλὴν ὀπώραν ἐσθίοντες , ἐὰν κυκεῶνα βληχωνίαν πίνωσιν , οὐ βλάπτονται . βρέχοντες οὖν γλήχωνα | ||
| τοὺς ὑπὸ πωὅλας ὀπώρας † . μετὰ τὸ ὀπώραν φαγεῖν κυκεῶνα πίνουσι , καὶ οὐ βλάπτονται , ἀλλὰ καὶ παχεῖς |
| ὀξύτατον τὸν λάβρακα Ἀριστοτέλης εἶναί φησι καὶ μέντοι καὶ τὴν χρόμιν καὶ τὴν σάλπην καὶ τὸν κεστρέα . πυνθάνομαι δὲ | ||
| τοῦ λίθου φάρμακον τοῦτο καὶ μάλα γε ἀντίπαλον . καὶ χρόμιν δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ φάγρον καὶ σκίαιναν πέπυσμαι |
| σύκων πόμα μελίζωρον εἴρηκεν ἢ ἕτερον ἐκ τῆς μελιζώρου βοτάνης μελιζώροιο ] μελικράτου : ἢ διὰ σύκων ποτοῦ νέον ] | ||
| . Φαίδιμός τε ἐν πρώτῳ Ἡρακλείας : δουράτεον σκύφος εὐρὺ μελιζώροιο ποτοῖο . καὶ παρ ' Ὁμήρῳ δ ' Ἀριστοφάνης |
| ὁμοιότητος ὀλυνθάζειν . γίνεται δὲ τόνδε τὸν τρόπον . ὅταν ἀνθῇ τὸ ἄρρεν , ἀποτέμνουσι τὴν σπάθην ἐφ ' ἧς | ||
| τοῦ παγετοῦ : ἐν δὲ τῷ ἔαρι , ὅτ ' ἀνθῇ τὸ μάραθον , τελειώσσουσιν ἢ χριόμενα , ὥς τινες |
| : παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι ἑστᾶσι κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας . ἦ μέν μοι μάλα πολλὰ γέρων | ||
| τῆς ἔρας ἐσθίοντες , ὅ ἐστι κυρίως : “ λωτὸν ἐρεπτόμενοι . ” ἐρετμόν κώπην . ἔρεσσον ἐκωπηλάτουν , ἀντὶ |
| παχέων ἀρνίων στηθύνια , τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις , ὁμοῦ τε χναύειν μαινίσιν σηπίδια , πιλοῦν τε | ||
| τε παχέων ἀρνείων στηθύνια τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις κοινῇ τ ' ἐναύειν τευθίσι σηπίδια πιλεῖν τε πολλὰς |
| . ὁ δ ' ὄνος γ ' ἔκαμνεν ἑσπέρης ἀλετρεύων πυρὸν φίλης Δήμητρος , ἡμέρης δ ' ὕλην κατῆγ ' | ||
| καὶ σῖτος οὐ πολύς . Φέρει γὰρ καὶ ἡ χώρα πυρὸν μετρίως καὶ οἶνον πλείονα . Τῷ δὲ βασιλεῖ καὶ |
| : κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ | ||
| ταύτην ἐν ταῖς Ὁλκάσιν ἂν λέγοι , συντάξας οὕτω , σκαφίδας μάκτρας . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις εὑρίσκεται σκάφη μακρὰ |
| Πρίαμόν τε Λάμπόν τε Κλυτίον θ ' Ἱκετάονά τ ' ὄζον Ἄρηος : Ἀσσάρακος δὲ Κάπυν , ὃ δ ' | ||
| ἂν μὲν λευκὸν καὶ λεῖον καὶ βραχύ τι ἢ οὐδὲν ὄζον ὑπορρέῃ τὸ πύον καὶ μηδέ τινα ἑτεροειδῆ ἐμφερόμενα ἔχη |
| , τροφώδεις δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκκρίσεις εὖ ἔχουσιν . σάλπαι αἱ πελάγιαι δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι | ||
| καλαμῆες σαῦρον κικλήσκουσι καὶ αἰολίην , ὀρφίσκον πιότατον κεφαλῇ . σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε βόας πορκῆες |
| ὑστέρης . Καὶ ἢν τεκούσῃ ἡ ὑστέρη ἐξανεμωθῇ , ἧπαρ ὄϊος ἢ αἰγὸς ἐς τέφρην κρύψαι , καὶ μετέπειτα ἑψεῖν | ||
| , καὶ νεοσσοῦ ἀλεκτορίδος κρέας ἢ πελειάδος ἢ τρυγόνος ἢ ὄϊος ἢ ὑὸς πίονος τρωγέτω . Τὸν δὲ ἐλλέβορον δι |
| θαλάσσης καὶ γίνεται ἀνθοσμίας . „ καὶ πάλιν : ” ἀνθοσμίας γίνεται ἐκ νέων ἀμπέλων ἰσχυρότερος ἢ ἐκ παλαιῶν . | ||
| ἑξῆς τέ φησι : „ τὰς ὀμφακώδεις συμπατήσαντες ἀπέθεντο καὶ ἀνθοσμίας ἐγένετο . „ : Φαινίας δ ' ὁ Ἐρέσιος |
| οὖρον . ἐντίθεμεν δ ' εἰς τὴν βάλανον νίτρον ὕδατι διειμένον , ἅλμην , ἁλὸς ἄνθος , χολήν , κυκλάμινον | ||
| οὖρον , ἐντίθεμεν εἰϲ τὴν βάλανον ταῦτα : νίτρον ὕδατι διειμένον ἅλμην χολὴν κυκλάμινον . Λίθων κενωτικὰ τῶν τε ἐν |
| ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , | ||
| κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν |
| , πότερον λυττῶντοϲ εἴη τὸ δῆγμα ἢ οὔ . κάρυα βαϲιλικὰ λειοτριβήϲαϲ ἐπιμελῶϲ κατάπλαϲϲε τὸ ἕλκοϲ , τῇ δὲ ἑξῆϲ | ||
| ' ἐλαίου χρῶ : πάνυ κάλλιϲτον . Ἄλλο . κάρυα βαϲιλικὰ ἐμαϲᾶτο γυνή τιϲ καὶ ἐπετίθει τῷ παιδὶ ἀχῶραϲ ἔχοντι |
| σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ΚΟΨΙΧΟΙ . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος : τί οὖν | ||
| πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς , πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ἐπεὶ δὲ σηκῶν περιβολὰς ἠμείψαμεν , ὕδωρ τε |
| ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν , ὃ καὶ στελειὸν λέγεται ποιητικῶς , καὶ στελεός | ||
| ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν , ὃ καὶ στελειὸν λέγεται ποιητικῶς , καὶ στελεός |
| μὴ ξηραίνοντα . Ὅϲα ϲηπτικά . Ἀρϲενικὸν ϲανδαράχη χρυϲοκόλλα κανθαρὶϲ πιτυοκάμπη κεδρία μέλαϲ ἐλλέβοροϲ . Ὅϲα καταϲταλτικὰ τῶν ὑπεροχῶν . | ||
| ὀλίγον . εἰς δὲ τὰς καυστικὰς ἔοικε παραλαμβάνεσθαι κανθαρίς , πιτυοκάμπη , βούπρηστις , ἄσβεστος , διφρυγές , τρὺξ κεκαυμένη |
| τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις , ὁμοῦ τε χναύειν μαινίσιν σηπίδια , πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς , | ||
| στηθύνια τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις ὁμοῦ τε χναύειν μαινίσιν σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε |