δὲ Μινυῶν οὕτω σύντασσε : ὅντινα ναὸν σὺν τοῖς πεντήκοντα ἔδειμεν , αἱ κρόκαι δὲ καὶ αἱ ψάμμοι καὶ αἰγιαλοὶ
αὐτοῦ Ἀσσυρίοις γράμμασιν Σαρδανάπαλος Ἀνακυνδαράξου παῖς Ταρσόν τε καὶ Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ . ἔσθιε , πῖνε , ὄχευε
8841626 Σαρδαναπαλος
ἀπόγονος Φάρμη † , βασιλέως Κυπρίων , πλούτῳ διαφέρων . Σαρδανάπαλος δὲ , Ἀσσυρίων βασιλεὺς , ὃς ἐπ ' ἀκολασίᾳ
τοὺς ξένους τοὺς ἐξ ἄλλων πόλεων ἥκοντας . τίς ὁ Σαρδανάπαλος : Οὗτος υἱὸς Ἀνακυνδαράξου βασιλεὺς Νίνου Περσικῆς χώρας ,
8705551 Ἀγχιαλην
εἶναι Ἀσσυρίοις γράμμασι τοιάνδε „ Σαρδανάπαλλος ὁ Ἀνακυνδαράξεω παῖς ” Ἀγχιάλην καὶ Ταρσὸν ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . ἔσθιε πῖνε „
ἔχων . οὗ καὶ ἐπιγέγραπται τῷ μνήματι : Σαρδανάπαλος Ἀνακυνδαράξεω Ἀγχιάλην ἔδειμε καὶ Ταρσὸν μιῇ ἡμέρῃ , ἀλλὰ νῦν τέθνηκεν
8378447 Ἀνακυνδαραξου
ἦν αὐτῷ ὃν ἔφραζε τὰ ἔπη , ὅτι Σαρδανάπαλος ὁ Ἀνακυνδαράξου παῖς Ἀγχίαλον καὶ Ταρσὸν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ ἐδείματο .
φησίν : ἐγγεγράφθαι ἐν τῷ τάφῳ αὐτοῦ Ἀσσυρίοις γράμμασιν Σαρδανάπαλος Ἀνακυνδαράξου παῖς Ταρσόν τε καὶ Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ
8308433 Ταρσον
, Κύδνου τε σκολιοῖο , μέσην διὰ Ταρσὸν ἰόντος , Ταρσὸν ἐϋκτιμένην , ὅθι δή ποτε Πήγασος ἵππος , ταρσὸν
μουσικὸν Σολεῦσι μὲν δημοκρατεῖσθαι ἔδωκεν : αὐτὸς δὲ ἀναζεύξας ἐς Ταρσὸν τοὺς μὲν ἱππέας ἀπέστειλεν Φιλώτᾳ δοὺς ἄγειν διὰ τοῦ
7998937 Ἀνακυνδαραξεω
Τοιοῦτος δ ' ἦν καὶ Σαρδανάπαλλος , ὃν οἱ μὲν Ἀνακυνδαράξεω λέγουσιν υἱὸν , οἱ δὲ Ἀναβαξάρου . Ὅτι δὴ
δ ' ἦν καὶ Σαρδανάπαλλος , 〚 ὃν οἱ μὲν Ἀνακυνδαράξεω λέγουσιν υἱόν , οἱ δὲ Ἀναβαραξάρου 〛 . ὅτε
7988557 ἐχρηματιζε
ἐπὶ πλέον , εἶθ ' ἑσπέρας πάλιν ἀφυπνιζόμενος ἐπέπινεν . ἐχρημάτιζε δὲ νήφων μὲν βραχέα τελέως , μεθύων δὲ τὰ
τὴν δόξαν ἐν Χαλκηδόνι γάμου λαμπροῦ πένης ὢν ἔτυχε καὶ ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος : Μιθριδάτην δὲ θεραπεύσας τὸν Εὐπάτορα συναπῆρεν εἰς
7988332 ἐπιχρυσον
τῆς Μαραθῶνι ἀπένειμαν . τὸ μὲν δὴ ἄγαλμα ξόανόν ἐστιν ἐπίχρυσον , πρόσωπον δέ οἱ καὶ χεῖρες ἄκραι καὶ πόδες
μὴ ἁρμόττοντας ὠνοῦνται , κακὸν ἔμοιγε δοκοῦσι ποικίλον τε καὶ ἐπίχρυσον ὠνεῖσθαι . ἀτάρ , ἔφη , τοῦ σώματος μὴ
7862915 Ὀπουντιος
] πενταθ : ο φιλισ : / [ Ἐπάρμοστος ] Ὀπούντιος [ πάλην ] : / [ Μενάλκης ] Ὀπούντιος
Σπεύσιππος Ἀθηναῖος , Ξενοκράτης Καλχηδόνιος , Ἀριστοτέλης Σταγειρίτης , Φίλιππος Ὀπούντιος , Ἑστιαῖος Περίνθιος , Δίων Συρακόσιος , Ἄμυκλος Ἡρακλεώτης
7856207 Μνησιθειδης
. Τοῦ δ ' ἐνιαυσίου χρόνου διεληλυθότος Ἀθήνησι μὲν ἦρχε Μνησιθείδης , ἐν Ῥώμῃ δ ' ὕπατοι κατεστάθησαν Λούκιος Λουκράτιος
. πρέσβεις Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς , Ὑπερείδης Κλεάνδρου Σφήττιος , Μνησιθείδης Ἀντιφάνους Φρεάρριος , Δημοκράτης Σωφίλου Φλυεύς , Κάλλαισχρος Διοτίμου
7833573 Δυνει
παρακείμενος , ἔσχατον δὲ τῆς Παρθένου ὁ ἀριστερὸς ὦμος . Δύνει δὲ ὁ Ὠρίων ἐν ὥραις δυσὶν ὡς ἔγγιστα .
ἄρκτων , ὡς δύο μέρη πήχεως ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Δύνει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥραις δυσί . Τοῦ δὲ
7828410 Σισινης
χρυσίου τάλαντα πρὸς τῇ βασιλείᾳ ἐπιδώσειν χίλια . ὁ δὲ Σισίνης ἁλοὺς πρὸς Παρμενίωνος λέγει πρὸς Παρμενίωνα ὧν ἕνεκα ἀπεστάλη
Ἀρριανός . ἐχρήσατο αὐτῶι ἐν πάσηι τῆι πραγματείαι τετραχῶς . Σισίνης δὲ ὁ Φραταφέρνου παῖς . ἐν μόνωι δὲ τῶι
7817323 μιηι
, τὸ δὲ οὐκ ἐὸν γίνεσθαι . εἰ τοίνυν τριχὶ μιῆι μυρίοις ἔτεσιν ἑτεροῖον γίνοιτο , ὀλεῖται πᾶν ἐν τῶι
: Σαρδανάπαλλος Ἀνακυνδαράξου παῖς Ταρσόν τε καὶ Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρηι μιῆι . ἔσθιε , πῖνε , ὄχευε , ὡς τά
7794056 ἡμισφαιριοις
, Αἰγόκερως , Ὑδροχόος , Ἰχθύες . ἐν ἀμφοτέροις τοῖς ἡμισφαιρίοις : . . . . . . . .
, Ἰχθύς , Κῆτος , Ὠρίων . ἐν ἀμφοτέροις τοῖς ἡμισφαιρίοις : Λαγωός , Προκύων . ἐν δὲ τῶι βορείωι
7790412 Ἀσσυριοις
τὸν τοῦ Ἰλίου ἥρω τίς ξυγγνώμη ; οὐ γὰρ δὴ Ἀσσυρίοις ποτὲ καὶ Τρωσὶ πόλεμος ἐγένετο , οὐδὲ τὰς ἀγέλας
πλησίον δὲ ἱερόν ἐστιν Ἀφροδίτης Οὐρανίας . πρώτοις δὲ ἀνθρώπων Ἀσσυρίοις κατέστη σέβεσθαι τὴν Οὐρανίαν , μετὰ δὲ Ἀσσυρίους Κυπρίων
7749767 Λιξος
δὲ Ἀνίδην ἐστιν ἄλλος ποταμὸς μέγας Λίξος καὶ πόλις Φοινίκων Λίξος , καὶ ἑτέρα πόλις Λιβύων ἐστὶ πέραν τοῦ ποταμοῦ
, οὐκ ἔχων ὅπη τράπηται ἐξ ὀφθαλμῶν τοῦ βασιλέως ὁ Λίξος , ὑποδύεται ὑπὸ τὸ ἅρμα καὶ κρύπτεται . Γύγης
7707888 Βαθυκλεους
καὶ τριάκοντα εἶναι φαίνοιντο ἂν πήχεις . ἔργον δὲ οὐ Βαθυκλέους ἐστίν , ἀλλὰ ἀρχαῖον καὶ οὐ σὺν τέχνῃ πεποιημένον
ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας ὁρμῶντα . οἴδαμεν δὲ καὶ τὸ Βαθυκλέους τοῦ Ἀρκάδος ποτήριον , ὃ σοφίας ἆθλον ὁ Βαθυκλῆς
7697108 κνισοκολαξ
: χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτῃ ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος
. χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτηι ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος
7687823 Λαοκοων
εἰσορόωσαι θάμβεον ὄβριμον ἔργον ὃ δή σφισιν ἔκρυφε πῆμα . Λαοκόων δ ' ἔτ ' ἔμιμνεν ἐποτρύνων ἑτάροισιν ἵππον ἀμαλδῦναι
ἀνεῖλον ἐν τῷ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος ναῷ . ὁ δὲ Λαοκόων Ποσειδῶνος ἦν ἱερεὺς υἱὸς δὲ τοῦ Ἀντήνορος . τοῦτο
7680002 Λαοδοκος
κύριον . Τὰ ἀπὸ ῥήματος κύρια προπαροξύνονται : Ἱππόδαμος Δηΐφοβος Λαόδοκος . τὸ μέντοι ξεινοδόκος οὐ κύριον . Τὰ παρὰ
, πυγμῇ Τυδεύς , ἅλματι καὶ δίσκῳ Ἀμφιάραος , ἀκοντίῳ Λαόδοκος , πάλῃ Πολυνείκης , τόξῳ Παρθενοπαῖος . ὡς δὲ
7678298 Τυμφαιος
καλούμενος Ἡρακλῆς , ὃν ἀνεῖλε καλέσας εἰς δεῖπνον Πολυσπέρχων ὁ Τυμφαῖος , Αἰθίκων βασιλεὺς χαριζόμενος Κασάνδρῳ . Τυμφαῖοι * δὲ
, ὄρος Θεσπρωτικόν . καὶ Τυμφαία πόλις . τὸ ἐθνικὸν Τυμφαῖος καὶ θηλυκῶς Τυμφαία . καὶ κτητικὸν Τυμφαϊκόν . καὶ
7641911 Ἀλεκτορος
οὖρα , πότιζε θρίδακος σπέρματος ⋖ αʹ . Ἄλλο : Ἀλέκτορος λάρυγγα καύσας καὶ λεάνας δίδου πίνειν σὺν ὕδατος #
τοὺς λοιποὺς ἀπέτρεπε . Πολυνείκης δὲ ἀφικόμενος πρὸς Ἶφιν τὸν Ἀλέκτορος ἠξίου μαθεῖν πῶς ἂν Ἀμφιάραος ἀναγκασθείη στρατεύεσθαι : ὁ
7615705 Λυκαονα
ἀνάσσει . ” οὗ τῇ θυγατρὶ συνελθὼν Πρίαμος γεννᾷ τὸν Λυκάονα καὶ Πολύδωρον . καὶ μὴν οἵ γε ὑπὸ τῷ
Φρυγῶν , ἀποκτενεῖ δὲ τὸν Ἕκτορα καὶ πρὸ αὐτοῦ τὸν Λυκάονα καὶ τὸν Ἀστεροπαῖον , μηδὲ φέρειν ἐπὶ τῶν ὤμων
7603977 Δαμαγητος
εἰς ἑαυτὸν ἐπικλίνων . μετὰ δὲ τοῦτον ἵσταται καὶ ὁ Δαμάγητος ὁ πρεσβύτερος τῶν παίδων αὐτοῦ , ὃς ἦν καὶ
Λακεδαιμονίων μὲν οἵδε , Πλειστοάναξ , Ἆγις , Πλειστόλας , Δαμάγητος , Χίονις , Μεταγένης , Ἄκανθος , Δάιθος ,
7564694 Καπυῃ
ἄλλου μὲν οὖν . τοιοῦτον εἴδομεν ποτήριον γραμματικὸν ἀνακείμενον ἐν Καπύῃ τῆς Καμπανίας τῇ Ἀρτέμιδι , ἀργυροῦν , ἐκ τῶν
ἐχρῶντο γὰρ ἑφθοῖς οἴνοις . Πολύβιος δὲ διάφορον οἶνον ἐν Καπύῃ φησὶ γίνεσθαι τὸν ἀναδενδρίτην καλούμενον , ᾧ μηδένα συγκρίνεσθαι
7563381 Ἀκανθος
, Ἀκρόθωοι Ἑλληνὶς , Χαραδροῦς Ἑλληνὶς , Ὀλόφυξος Ἑλληνὶς , Ἄκανθος Ἑλληνὶς , Ἄλαπτα Ἑλληνὶς , Ἀρέθουσα Ἑλληνὶς , Βολβὴ
Ἀκάνθου , ὡς Μνασέας . βʹ ἔστι καὶ ἐν Αἰγύπτῳ Ἄκανθος , Μέμφιδος ἀπέχουσα σταδίους τριακοσίους εἴκοσι καὶ δύο ,
7561946 Θαλπιος
, Ἀγαπήνωρ Ἀγκαίου , Σθένελος Καπανέως , Ἀμφίμαχος Κτεάτου , Θάλπιος Εὐρύτου , Μέγης Φυλέως , Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου , Μενεσθεὺς
τὴν Ἠλείων Ἀγασθένης ἔσχεν ὁ Αὐγέου καὶ Ἀμφίμαχός τε καὶ Θάλπιος : Ἄκτορος γὰρ τοῖς παισὶν ἀδελφὰς ἐσαγαγομένοις διδύμας ἐς
7554690 οἰνοβαρειων
ἱεροῖς ' ἐν δώμασι Κίρκης , ψύχεος ἱμείρων , κατελέξατο οἰνοβαρείων : κινυμένων δ ' ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
. θ . . Ξ . ὁ δ ' ἐρεύγετο οἰνοβαρείων . , ὡς περὶ ἑτέρου . . . Π
7550569 παλλακισιν
: τὸ δὲ ὀψοποιοῖς χώρα : τὸ δέ , θάλαμοι παλλακίσιν : τὸ δέ , συμπόσιον : τὸ δέ ,
καὶ γὰρ τὴν βασιλίδα βιαίως ἔσχε , καὶ ταῖς ἄλλαις παλλακίσιν ἀφειδῶς διετέλει χρώμενος : πειθόμενος δὲ ὑπὸ τῶν φίλων
7549714 εὐφημειτε
ἐμὲ δεῖ λέγειν , εἰ ἀγαθὸς ἦν . ἀεὶ γὰρ εὐφημεῖτε αὐτὸν καὶ κοινῇ καὶ καθ ' ἕκαστον , ὅπου
ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων ποιεῖν θυσίαν τοῦτο λέγει : τοῦτο
7544956 φαιδιμον
θοῶς ἐρικυδὲς ὄνειαρ . εἰ δ ' ἄρα Τοξευτῆρος ἐλαφροῦ φαίδιμον ἄστρον Τιτηνὶς φαιδρῇσιν ἐπαυγάζοι ἀμαρυγαῖς , γαῖαν ἐς ἀλλοδαπὴν
τίσεται , ὅς τις ἐκείνου ἐνθάδ ' ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν . † ) ὑποπτεύονται οἱ τρεῖς ὡς ἀσύμφωνοι
7543605 Τραλλιανος
Καρδιανός Ὀλβιανός Φασιανός , ἀπὸ τῆς Φάσιος πόλεως , Τράλλιος Τραλλιανός , Σάρδιος Σαρδιανός , [ τοῦ δὲ δευτέρου ]
εὕρεσιν τῆς μεθοδικῆς αἱρέσεως . ἐτελείωσε δὲ αὐτὴν Θεσσαλὸς ὁ Τραλλιανός . οἱ δὲ μετὰ τούτους Μνασέας , Διονύσιος ,
7538918 Φιλοκλης
καὶ Ἀνδρίαν , τοὺς ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πάντας κατακρημνίσειαν : Φιλοκλῆς δ ' ἦν στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων , ὃς τούτους
. . . α Δημήτριος Φαληρεὺς . . . α Φιλοκλῆς . . . . . . . . .
7529313 Ναυβολου
τότε Κρῖσαν καλουμένην , καὶ παῖς αὐτῷ ἐξ Ἀντιφατείας τῆς Ναυβόλου Στρόφιος ἐγένετο , οὗ Ἀστυδάμεια καὶ Πυλάδης ἐκ Κυδραγόρας
ἐκλήθησαν ἀπὸ Φώκου τοῦ Αἰακοῦ . τὸν δὲ Ἴφιτον γενεαλογοῦσι Ναυβόλου καὶ Περινείκης τῆς Ἱππομάχου . ἡ δὲ Πυθὼ πόλις
7528251 κεινηι
τὸ μὴ νομίζεται . σὺ τῆιδε κρίνεις , Ἡράκλεις , κείνηι δ ' ἐγώ . τί δῆτα κλαίεις ; τίς
δ ' ἱέρεια ἦν κλειναῖς ἐν Ἀθήναις ἀκροτάτου μεγάλου λυκάβαντος κείνηι ἐν ὥρηι , κείνηι νυκτί , ὁ Λέσβιος Ἑλλάνικος
7516003 Ἰφικλος
Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός . σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο : Ἴφικλος Φυλάκου παῖς τοῦ Δηιονέως . μήτηρ δὲ Μελάμποδος Δωρίππη
: ἐν δὲ τοῖς κατὰ βραχὺ ὑπομνήμασιν ὁ Ἀριστόξενος : Ἴφικλος , φησίν , Ἁρπαλύκην ἐρασθεῖσαν ὑπερεῖδεν . ἡ δὲ
7514563 ὁλοχρυσον
κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ πορφυροῖς . Εἶχον δὲ καὶ κόσμον ὁλόχρυσον ὁμοίως ταῖς γυναιξίν . Ἠνάγκαζόν τε τῶν πολιτῶν τοὺς
ἦν στέφανος χρυσοῦς , καὶ ἐπ ' ἄλλου δὲ κέρας ὁλόχρυσον . ἐπὶ δὲ τὸν Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος θρόνον στέφανος
7513605 Μαιναλου
τὰ τούτου σπλάγχνα συναναμίξαντες παρέθεσαν , συμβουλεύσαντος τοῦ πρεσβυτέρου ἀδελφοῦ Μαινάλου . Ζεὺς δὲ μυσαχθεὶς τὴν μὲν τράπεζαν ἀνέτρεψεν ,
τὰ ἀνατεθέντα ἐστὶν ὑπὸ τοῦ Μαιναλίου Φόρμιδος , ὃς ἐκ Μαινάλου διαβὰς ἐς Σικελίαν παρὰ Γέλωνα τὸν Δεινομένους καὶ ἐκείνῳ
7510838 Φιλα
βασιλικὴν καὶ τὴν ἄλλην ἀποσκευήν , ἣν ἡ γυνὴ Δημητρίου Φίλα παρασκευασαμένη φιλοτιμότερον ἀπεστάλκει τἀνδρί . τὸν μὲν οὖν ἱματισμὸν
ἐθνικὸν ἀμφοτέρων Φικειεύς , ὡς Βουδιεύς Ῥοιτειεύς Αἰγιεύς Σουνιεύς . Φίλα , πόλις Μακεδονίας , κτίσμα Δημητρίου τοῦ Ἀντιγόνου παιδός
7508164 Κανακην
ἔφθειρε , συνουσιάζετο , ἐσυνουσίαζε . , ἐμόλυνε . τὴν Κανάκην ὁ Μακαρεύς . σημειοῦται τὸν Εὐριπίδου Αἰόλον , διότι
⌈ Κανάκην τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ . [ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ Κανάκην . ] ἐπεὶ ⌈ δὲ . . . ἐξῆν
7507965 Πανακεια
ᾧπερ αὐτῷ καὶ Ἥφαιστος συγχορεύει καὶ ὁ σωτὴρ καὶ ἡ Πανάκεια . οὕτω καλὰ τὰ προτέλεια τῶν ἐμῶν παιδικῶν καὶ
παῖδες τοῦ Ἀσκληπιοῦ , Ποδαλείριος , Μαχάων , Ἰασὼ , Πανάκεια , Ὑγίεια . ἀναπέπλασται δὲ τὰ ὀνόματα παρὰ τὸ
7506871 ἡμιθεος
κγʹ . θʹ Ἄνουβις ἡμίθεος ἔτη ιζʹ . ιʹ Ἡρακλῆς ἡμίθεος ἔτη ιεʹ . ιαʹ Ἀπολλῶ ἡμίθεος ἔτη κεʹ .
ἀνδραγαθήμασιν , οἷς τῷ πλοίῳ ἐκείνῳ εἰργάσατο , ἐδόκει τις ἡμίθεος εἶναι καὶ ὑψηλότερα τοῦ αἰθέρος ἐφρόνει . ἀντιπνευσάσης δὲ
7493233 δικερας
Σωτήρια πάντες οἱ τεχνῖται : μεθ ' ὧν πιὼν τὸ δίκερας ὡς τὸν φίλτατον βασιλέα πάρειμι . . . .
. ἔστι δ ' εἰπεῖν καὶ φιάλας Λυκιουργεῖς , καὶ δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν . τὸ δὲ κισσύβιον κισσὸς περιέθει
7492853 διφρος
ἀργυράσπιδες Μακεδόνες φʹ . ἐν μέσῃ δὲ τῇ σκηνῇ χρυσοῦς δίφρος , ἐφ ' οὗ καθήμενος Ἀλέξανδρος ἐχρημάτιζε τῶν σωματοφυλάκων
τὰς μάστιγας , † ἡ οἱονεὶ τομισάργαλος † ἐκαλεῖτο . δίφρος δὲ διωχὴς ὁ δύο φέρειν δυνάμενος . τὰς δὲ
7492023 ἀμφιπολοιο
ἀλλ ' οὐδ ' ὧς ἀπίθησεν , ὅτ ' ἔκλυεν ἀμφιπόλοιο μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ
ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια . Καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . Κοιτὼν ἁπάσαις εἷς , πύελος δὲ μί '
7489378 Ζακυνθιος
τὰ Ἀρχιλόχου , φησίν , [ ὁ ] Σιμωνίδης ὁ Ζακύνθιος ἐν τοῖς θεάτροις ἐπὶ δίφρου καθήμενος ἐρραψῴδει . :
ἣν καὶ Ζακυνθίαν τινὲς ἀνέγραψαν . ὁ πολίτης τῆς Ζακύνθου Ζακύνθιος καὶ Ζακυνθία , τῆς δὲ Ζακυνθίας Ζακυνθιανός ὡς Ἀδριανός
7488757 Σαρδιανος
. Σαμιακὴ λαύρα : ἐπὶ τῶν εἰς τρυφὴν ἐκκεχυμένων . Σαρδιανὸς κάπηλος : ἐπὶ τῶν εἰς τὰ χείρω μεταβαλλόντων .
ἢ τὴν Κύρου καταλύσει ; καίτοι οὐκ ὀλίγων ταλάντων ὁ Σαρδιανὸς ἐκεῖνος ὄλεθρος τὸ ἀμφιδέξιον τοῦτο ἔπος ἐπρίατο . Αὐτά
7487889 Βουτης
φυλῆς Βούτεια , ἀφ ' ἧς οἱ δημόται Βουτάδαι . Βούτης : οὗτος ἔσχε τὴν ἱερωσύνην : καὶ ἀπὸ τούτου
τὴν ἐναντίαν μοῦσαν μελῳδῶν τοὺς Ἀργοναύτας κατέσχε . μόνος δὲ Βούτης ἐξενήξατο πρὸς αὐτάς , ὃν ἁρπάσασα Ἀφροδίτη ἐν Λιλυβαίῳ
7481921 Ἀλκαμενους
τὸ δὲ ἄγαλμα τὸ νῦν δή , καθὰ λέγουσιν , Ἀλκαμένους ἐστὶν ἔργον : οὐκ ἂν τοῦτό γε ὁ Μῆδος
Ἡρακλέα κολοσσοὺς ἐπὶ λίθου τύπου τοῦ Πεντελῆσιν , ἔργα δὲ Ἀλκαμένους , ἀνέθηκαν ἐς τὸ Ἡρακλεῖον . τοῦ δὲ Ἡρακλείου
7480763 ἐτεκνωσεν
Σὴμ ὢν ἐτῶν ρʹ ἐτέκνωσεν τὸν Ἀρφαξάθ , Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν
βασιλείαν παρέλαβε καὶ τὴν μητέρα ἔγημεν ἀγνοῶν , καὶ παῖδας ἐτέκνωσεν ἐξ αὐτῆς Πολυνείκην καὶ Ἐτεοκλέα , θυγατέρας δὲ Ἰσμήνην
7480200 Ἠνοπος
δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . Λειώδης δὲ πρῶτος ἀνίστατο , Ἤνοπος υἱός , ὅ σφι θυοσκόος ἔσκε , παρὰ κρητῆρα
. Χ . . . . πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα Ἤνοπος υἱόν Ἀγκαῖον δὲ πάλην Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη
7473813 Μηκιστεως
καὶ Σθένελος : παρῆν δὲ ἔτι καὶ ἐπὶ τούτων Εὐρύαλος Μηκιστέως καὶ Πολυνείκους Ἄδραστος καὶ Τιμέας . τῶν δὲ ἀνδριάντων
δ ' ἅμ ' Εὐρύπυλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φώς , Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος . ἐκ πάντων δ ' ἡγεῖτο
7473010 Δερκυλος
Ἠλέκτρας τῆς Ἄτλαντος αὐτὸν λέγουσι γεγαμηκέναι : Κύπριδος Ἁρμονίαν : Δέρκυλος [ . ] Θηβαίου τινὸς Δράκοντος , Ἄρεως δὲ
φησι κογχύλιον , χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα . τοὺς δὲ στραβήλους Δέρκυλος καὶ ἄλλοι ἀστραβήλους καλοῦσι . κόγχαι δὲ καὶ θηλυκῶς
7450431 Ἀλκετας
καὶ τῶν ἀξιολόγων ἡγεμόνων τοὺς ἱκανούς , ὧν ἦσαν ἐπιφανέστατοι Ἀλκέτας ὁ ἀδελφὸς καὶ Νεοπτόλεμος , καὶ τούτοις παρεκελεύσατο πάντα
μὲν Ἠπειρῶται καταπλαγέντες προσεχώρησαν τοῖς πολεμίοις , ὁ δ ' Ἀλκέτας καταλειφθεὶς κατέφυγεν εἰς Εὐρυμενὰς πόλιν Ἠπειρωτικήν . ἐνταῦθα δ
7450318 Ἀριαραθην
ὑπὲρ τῆς βασιλείας τῷ γνησίῳ . τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα καὶ Ἀριαράθην φασὶ μετονομασθῆναι , παιδείας τε Ἑλληνικῆς μετασχεῖν , καὶ
. ) Ὅτι Εὐμένης ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῇ κατὰ τὸν Ἀριαράθην ἐκπτώσει βαρυνόμενος , καὶ διὰ τῆς ἰδίας ἀφορμῆς σπεύδων
7445117 στοληι
μῦθος ἀνθρώπων ἔχει , Λακεδαίμον ' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν
ἄρκυν ἐς μέσην πορεύεται . καὶ μὴν ὄχοις γε καὶ στολῆι λαμπρύνεται . τί δῆτα δρῶμεν ; μητέρ ' ἦ
7443940 Ἀριαραθης
ἦσαν δ ' οὖν διωρισμένοι , προσεκτήσατο δ ' αὐτοὺς Ἀριαράθης ὁ πρῶτος προσαγορευθεὶς Καππαδόκων βασιλεύς . Ἔστι δ '
Τρόκμοι καὶ Τολιστόβιοι , καὶ Καππαδόκαι τινές , οὓς ἔπεμψεν Ἀριαράθης , καὶ μιγάδες ἄλλοι ξένοι κατάφρακτός τε ἵππος ἐπὶ
7441154 Δημοστρατος
ἦν δὲ τῶν αἱρεθέντων Καλλίας Ἰππονίκου , Αὐτοκλῆς Στρομβιχίδου , Δημόστρατος Ἀριστοφῶντος , Ἀριστοκλῆς , Κηφισόδοτος , Μελάνωπος , Λύκαιθος
ὄντος ψόφου τῶν γυναικῶν ἐν τοῖς δώμασιν . Χολοζύγης : Δημόστρατος Βουζύγης ἐλέγετο , ὃν Χολοζύγην εἶπε διὰ τὸ μελαγχολᾶν
7439809 Δεινολοχος
πανίαν καὶ πάνια τὰ πλήσμια : Βλαῖσος ἐν Μεσοτρίβᾳ καὶ Δεινόλοχος ἐν Τηλέφῳ Ῥίνθων τε ἐν Ἀμφιτρύωνι . καὶ Ῥωμαῖοι
ἐπεὶ καὶ πρὸ ἐμοῦ Σοφοκλῆς ὁ τῆς τραγῳδίας ποιητὴς καὶ Δεινόλοχος ὁ ἀνταγωνιστὴς Ἐπιχάρμου καὶ Ἴβυκος ὁ Ῥηγῖνος καὶ Ἀριστίας
7437666 Εὐρυτιων
φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε δ ' Εὐρυτίων Ἴρου παῖς Ἀκτορίωνος τρηχείην Ὀπόεντα λιπὼν , σὺν δ
οἷον Ἠετίων Ἠετίωνος , Δευκαλίων Δευκαλίωνος , Ἀμφιτρύων Ἀμφιτρύωνος , Εὐρυτίων Εὐρυτίωνος , Ἠλεκτρύων Ἠλεκτρύωνος , Ἐρευθαλίων Ἐρευθαλίωνος : ὅθεν
7437242 συνδικος
καὶ τῶν λελειτουργηκότων οἷς ἥδιον . ἦλθεν ἄν τις καὶ σύνδικος καὶ διδάσκαλος . ἕδραι τε λίθου δύο , τοῦ
καὶ τοῦτ ' ἔστιν : ὁ μὲν γὰρ ἀδελφὸς καὶ σύνδικος , Φᾶνος δ ' ἐπιτήδειος καὶ φυλέτης , Φίλιππος
7436750 Ποδαργος
. ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος , καὶ κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης . τίς
εἶναι αὐτῶν ἓν μνῆμα , ἐν ᾧ γέγραπται : Σᾶμος Πόδαργος Λάμπος Ἄλκιμος Θόας . Θύρσις ὅδ ' ὡξ Αἴτνας
7436190 διεληλυθοτος
οὐκ ἀπήντησε ταῦτα ταύτῃ : πόθεν ; χρόνου δὲ ὀλίγου διεληλυθότος , αἱ μὲν τοῦ θεοῦ τριετηρίδες ἀφίκοντο , ὃ
ὑπὲρ τῶν μνηστήρων πολεμήσαντες ἀριστεύοντος τοῦ Τηλεμάχου . χρόνου δὲ διεληλυθότος ὁρᾶι Ὀδυσσεὺς ἐνύπνια τὴν αὐτοῦ τελευτὴν σημαίνοντα : καὶ
7435431 Ἱπποδαμας
? [ ] ! ! [ αὐτὰρ ὅ γ ' Ἱπποδάμας ? ? [ πολυήρατον ] ? [ ] ?
γίνονται Μελάνιππος Γοργυθίων Φιλαίμων Ἱππόθοος Γλαῦκος , Ἀγάθων Χερσιδάμας Εὐαγόρας Ἱπποδάμας Μήστωρ , Ἄτας Δόρυκλος Λυκάων Δρύοψ Βίας , Χρομίος
7432038 Ἰσαρχος
ἀπὸ Ἰσάρχου , καθ ' ὃν αἱ σπονδαὶ ἐγένοντο . Ἴσαρχος γάρ , εἶτ ' Ἀμεινίας , μεθ ' ὃν
. Τούτου δὲ τοῦ ἔτους διελθόντος Ἀθήνησι μὲν ἦν ἄρχων Ἴσαρχος , ἐν δὲ τῇ Ῥώμῃ καθειστήκεσαν ὕπατοι Τίτος Κοΐντιος
7431230 Βρυας
, Κλεινίας [ , ] , Ἁβροτέλης , Πεισίρροδος , Βρύας [ . . . ] , Ἕλανδρος , Ἀρχέμαχος
] , Βοῦθος , Ἔρατος , Ἰταναῖος , Ῥόδιππος , Βρύας , Ἔνανδρος [ ? ] , Μυλλίας , Ἀντιμέδων
7428023 Ἀκτις
παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης , Φαέθων .
Ῥόδηςοὕτω γὰρ αὐτὴν Ἑλλάνικος καλεῖἑπτὰ γίνονται παῖδες : Ὄχιμος Κέρκαφος Ἀκτίς Μάκαρος Κάνδαλος Τριόπης Φαέθων ὁ νεώτατος , ὃν οἱ
7426151 ἀνακειμενης
αὐτῶν εὐτρεπίσας , καὶ τῆς κυρίας αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κλίνης ἀνακειμένης , ἔφη πρὸς αὐτὴν ὁ Αἴσωπος “ πρόσεχε τῇ
διὰ τῆς αὐτοῦ ἀσεβείας . τῷ γὰρ ἐν Συρακούσαις Ἀσκληπιῷ ἀνακειμένης χρυσῆς τραπέζης προπιὼν αὐτῷ ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος ἐκέλευσε βασταχθῆναι
7423081 Τριοπης
] , Ἀκτὶς , Μάκαρ , Χρύσιππος , Κάνδαλος , Τριόπης . ἄλλως : Ἡλίου παῖδες καὶ Ῥόδης ἑπτὰ γίνονται
Ὄχιμος , Κέρκαφος , Ἀκτὶς , Μάκαρος , Κάνδαλος , Τριόπης , Φαέθων ὁ νεώτερος , ὃν οἱ κατὰ τὴν
7422061 Ἰφιδαμας
μητρὸς ἀδελφὰς ἐγάμησαν , ὁ μὲν Αἰγιάλειαν τὴν Ἀδράστου , Ἰφιδάμας δὲ Κισσέως θυγατέρα , ὢν Θεανοῦς υἱὸς τῆς Κισσέως
Κισσέως θυγατέρα , ὢν Θεανοῦς υἱὸς τῆς Κισσέως . . Ἰφιδάμας δὲ κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε νύξ ' , ἐπὶ
7418964 Ὀλυμπιονικης
τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων : ἐκ γὰρ τοῦ κοτίνου ὁ Ὀλυμπιονίκης δηλοῦται : καὶ φύτευμα σκιαρὸν τῷ πανδόκῳ καὶ πάντας
ης : πρόσκειται παρ ' οὐδετέρων συντεθειμένα διὰ τὸ νίκη Ὀλυμπιονίκης Ὀλυμπιονίκου : τοῦτο γὰρ καὶ εἰς ης ἐστὶ καὶ
7409878 Εὐπαλαμου
τὴν ἀγνοουμένην ἔξοδον ἀπέκλειε . κατεσκευάκει δὲ αὐτὸν Δαίδαλος ὁ Εὐπαλάμου παῖς τοῦ Μητίονος καὶ Ἀλκίππης . ἦν γὰρ ἀρχιτέκτων
τοῦ Φελλάτα καλουμένου λίθου , ἔργον δὲ εἶναι Σίκωνος τοῦ Εὐπαλάμου , ὥς φησι Πολέμων ἔν τινι ἐπιστολῇ . :
7409635 τραγῳδος
φεύγειν θλιβομένους περὶ ἀλλήλοις καὶ πατουμένους . ὡς δὲ ὁ τραγῳδὸς ἰδίᾳ τοὺς πρώτους αὐτῶν ἀπολαβὼν τήν τε τοῦ προσωπείου
. φορὰ γὰρ γέγονε νῦν τούτου καλή . . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν
7402996 Καλυκην
τετάρτῳ περὶ Μουσικῆς ᾖδον , φησίν , αἱ ἀρχαῖαι γυναῖκες Καλύκην τινὰ ᾠδήν . Στησιχόρου δ ' ἦν ποίημα ,
Ἀεθλίοο κρατερὸν ] ? ? μένος ἀντιθέοιο εὐειδέα ? [ Καλύκην θαλερὴν ] ? ποιήσατ ' ἄκοιτιν : ἣ ?
7394583 Λακριτος
, ἀλλ ' ἀπόλωλεν ἅπαντα τὰ χρήματα : καὶ ἔφη Λάκριτος δίκαιόν τι ἔχειν λέγειν περὶ τούτων . καὶ ἡμεῖς
Λεωκύδης , Θρασυμήδης , Εὔφημος , Προκλῆς , Ἀντιμένης , Λάκριτος , Δαμοτάγης , Πύρρων , Ῥηξίβιος , Ἀλώπεκος ,
7393072 ἀνθηρος
, ὡς ὁ μῦθος ἀνθρώπων ἔχει , Λακεδαίμον ' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι
: Εὐφραίνεσθαι ὁμοῦ . . τρέφεσθαι . . ἀντὶ τοῦ ἀνθηρὸς , παρὰ τὸ λίπος : στίλβει γὰρ τὸ ἔλαιον
7391130 Θεαγενιδου
. . . . ΛΑΙΟΣ ] ΑΙΣΧΥΛΟΥ ] ἐδιδάχθη ἐπὶ Θεαγενίδου ⌋ ? ? ὀλυμπιάδος ? ⌊ ⌋ ? ⌊
ἐν Πλαταιαῖς μάχην ιβʹ ἔτει ὕστερον . ταῦτα ἦν ἐπὶ Θεαγενίδου . καὶ γὰρ τοῦ Ταϋγέτου τι παρερράγη καὶ τὸ
7390630 Ὀδυσσηα
, τοὺς δὲ σχεδὸν εἴσιδε πάντας . αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ οἵδε δὴ ἐγγὺς ἔας
δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης , αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται
7388974 μαρναμενος
μακάρεσσιν Ὀλύμπια δώματ ' ἔχουσι . Ῥωμαίων βασιλεὺς Ἰουλιανὸς θεοειδὴς μαρνάμενος Περσῶν πόλιας καὶ τείχεα μακρὰ ἀγχεμάχων διέπερσε πυρὶ κρατερῷ
[ ] ! ! ! ! θ ? ! [ μαρνάμενος Κουρῆσι ? [ περὶ Πλευρῶνι ] ? [ ]
7387974 Ἐχεμος
Πελοπόννησον . Προεκρίθη τε δὴ ἐκ πάντων τῶν συμμάχων ἐθελοντὴς Ἔχεμος ὁ Ἠερόπου τοῦ Κηφέος , στρατηγός τε ἐὼν καὶ
ἀφίκετο ἐπιδὼν τοὺς παῖδας ἀμφοτέρους τελευτήσαντας : Λυκούργου δὲ ἀποθανόντος Ἔχεμος ὁ Ἀερόπου τοῦ Κηφέως τοῦ Ἀλέου τὴν Ἀρκάδων ἔσχεν
7386680 ἐντετυλιγμενος
, καὶ κρατεῖ , περιέχεται , ἀντιλαμβάνεται . εἱλιγμένος : ἐντετυλιγμένος . Λείπωνται : ἐναπομείνωσιν . μοῦναιν : αἰολικὸν ,
ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι . ἐγκεκορδυλημένος : ἐντετυλιγμένος . ἰστέον , ὅτι λήγοντος τοῦ χειμῶνος , ἀρχομένου
7384604 Ἀρδεα
Ἀρδαλιώτης , τοῦ δ ' Ἀρδαλίς Ἀρδαλός ὡς Θετταλός . Ἀρδέα , κατοικία τῆς Ἰταλίας . Στράβων πέμπτῃ . ἐκλήθη
Ἀλβανῷ ὄρει , διέχοντι τῆς Ῥώμης τοσοῦτον ὅσον καὶ ἡ Ἀρδέα . ἐνταῦθα Ῥωμαῖοι σὺν τοῖς Λατίνοις Διὶ θύουσιν ,
7382243 Δικων
: ἤγουν εὐθείαις , ἐννόμοις , τουτέστι δι ' ἐννόμων Δικῶν . ΑΙ ΕΚ ΔΙΟΣ ΕΙΣΙΝ ΑΡΙΣΤΑΙ : ἤγουν κράτισται
: ἤγουν εὐθείαις , ἐννόμοις , τουτέστι δι ' ἐννόμων Δικῶν . ΑΙ ΕΚ ΔΙΟΣ ΕΙΣΙΝ ΑΡΙΣΤΑΙ : ἤγουν κράτισται
7381373 πηληκα
, νηὸς ἀποπροθορών , ἄμυδις δ ' ἔχε παμφανόωσαν χαλκείην πήληκα , θοῶν ἔμπλειον ὀδόντων , καὶ ξίφος ἀμφ '
γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι σταίη , ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε , τοῖος ἐὼν οἷόν
7379509 Ψυλλα
τιμὴν προκριθέντας καὶ ὑπὸ τῶν αὐτῶν κατὰ φθόνον συνεγκλειομένους . Ψύλλα δέ ποτέ τινι πολλὰ ἠνώχλει . Καὶ δὴ συλλαβών
τὸ προκατειλῆφθαι τὸ πρωτότυπον , ἔχον αὐτοῦ τὸν τύπον . Ψύλλα , χωρίον μεταξὺ Ἡρακλείας καὶ τοῦ Πόντου . Μένιππος
7378526 Αἰγινητης
Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Πυθέου ξενίας . τὸ θηλυκὸν τοῦ Αἰγινήτης Αἰγινῆτις . σπάνια δὲ τὰ εἰς της ἐθνικὰ τῷ
πολίτης Αἰγινεύς , ὡς Στράβων , ὡς οἱ πολλοί , Αἰγινήτης . . . Αἰγιναῖος δὲ ὁ ἔποικος ἢ κέραμος
7378403 Σειρην
, ἐν ᾧ Τρίτων κυπαρίσσινος , ἔχων κρατάνιον ἀργυροῦν , Σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια δύο ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ ,
τῇ νύμφῃ δύσπιστος ἀθύρματα . δάκρυ δ ' ἐκείνου καὶ Σειρὴν γείτων παρθένος ᾠκτίσατο : ἀκτὴν γὰρ κείνην ἀπενήχετο καὶ
7376584 κατηξιωσατο
. προσεῖπε ] ἐχαιρέτισε . προσεῖπε ] ἠσπάσατο . θ κατηξιώσατο ] ἐφιλιώθη . κατηξιώσατο ] ἄξιον ἔκρινε . Ξ
οὔτ ' ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος , Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο : οὐδ ' ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί
7375489 Κορωνου
τεκεῖν νομίζουσιν ἐξ Ἀπόλλωνος καὶ ὁ παῖς ὠνομάσθη Κόρωνος , Κορώνου δὲ γίνονται Κόραξ καὶ νεώτερος Λαμέδων . Κόρακος δὲ
. Κορώνεια , πόλις Βοιωτίας . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ἀπὸ Κορώνου τοῦ Θερσάνδρου . ἐν ταύτῃ οὐ φαίνεται ἀσπάλαξ ,
7374763 ταπησι
ἁπαλαῖσι κοίταις τελεῖν τὰν Ἀφροδίταν . Διὰ νυκτὸς ἐγκαθεύδων ἁλιπορφύροις τάπησι γεγανυμένος Λυαίωι ἐδόκουν ἄκροισι ταρσῶν δρόμον ὠκὺν ἐκτανύειν μετὰ
Πρὸς τοῖς εἰρημένοις . καταδαρθεῖν : Ὑπνῶσαι . . ἤτοι τάπησι . οὕτως γὰρ Ἀττικοί . . ἐν τάπησιν :
7374673 Ἰαρδανου
ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ ἐπέλασσεν , ἧχι Κύδωνες ἔναιον Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . ἔστι δέ τις λισσὴ αἰπεῖά τε
καὶ Ἰαπυγία . Ἰάρδανος , ποταμὸς Λυδίας . Ὅμηρος ” Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα „ . οἱ οἰκοῦντες Ἰαρδάνιοι . Ἰάς
7373994 θιασου
ποιήσῃς αὐτῷ μηδέν „ . εἷς δὲ δὴ τοῦ φιλικοῦ θιάσου καὶ ὁ ἀσκητὴς ὢν εἰκότως προνομίας τῆς αὐτῆς ἀξιωθεὶς
ψυχαῖς . ἡγεμὼν δὲ οἷά τις ἦν χοροῦ τοῦ Αἰγυπτιακοῦ θιάσου παντὸς Ἑλικών , ἐπάρατον καὶ ἐξάγιστον ἀνδράποδον παρεισφθαρὲν εἰς
7372799 στεμμασι
χρυσοῦς , πηχῶν ἑκατὸν εἴκοσι , διαγεγραμμένος , καὶ διαδεδεμένος στέμμασι διαχρύσοις , ἔχων ἐπ ' ἄκρου ἀστέρα χρυσοῦν ,
. Καλλιθόη κλειδοῦχος Ὀλυμπιάδος βασιλείης , Ἥρης Ἀργείης , ἣ στέμμασι καὶ θυσάνοισι πρώτη κόσμησεν περὶ κίονα μακρὸν ἀνάσσης Ἑρμείαν
7371765 Ἀραδιος
. ἐκαλεῖτο δὲ Λεύκοφρυς . ὁ πολίτης Τενέδιος , ὡς Ἀράδιος Ῥόδιος . ἔστι καὶ πόλις Τένεδος πρὸς τῇ Λυκίᾳ
ἐπὶ τῶν ἀηδῶν . σημειωτέον δὲ ὅτι τοῦ μὲν Ἄραδος Ἀράδιος καὶ Τένεδος Τενέδιος καὶ Τενεδεύς καὶ Λέβεδος Λεβέδιος ,
7370520 ἐπιγραφομενηι
δ ' αὐτὰ καὶ Ὀστάνης φησὶ περὶ αὐτοῦ ἐν τῆι ἐπιγραφομένηι Ὀκτατεύχωι . . . , [ ] , .
Ἑκαταῖος δηλοῖ ἢ ὁ γεγραφὼς τὰς περιηγήσεις ἐν τῆι Ἀσίαι ἐπιγραφομένηι : γυναῖκες δ ' ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσι χειρόμακτρα
7369521 Χαυνοι
καὶ ἀμύμονας Ὀμφαλιῆας Συλίονες δ ' ἕσποντο ὁμοῦ . Κεστρῖνοι Χαῦνοί τε καὶ αὐχήεντες Ἐλινοί Μένος πνείοντες Ἀμύνται Ἑπτὰ δὲ
. Χαῦνοι : ἔθνος Θεσπρωτικόν : Ῥιανὸς δ Θεσσαλικῶν Κεστρῖνοι Χαῦνοί τε καὶ αὐχήεντες Ἐλινοί . . Κέλαιθοι : ἔθνος
7368779 ἀραρυιαν
μὲν σταθμὸν ἐυσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν . ἄλλου δ ' ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια
τὴν ἐσχάτην , ἐπεὶ οὐδὲ τὴν λογικὴν καθαράν τε καὶ ἀραρυῖαν , εἴπερ δὲ ἄρα , πόρρωθεν διόψεσθαί τι τῶν
7365641 Μοσχιωνος
. . . ἑρκεῖος Ζεύς : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Μοσχίωνος : . . ἐπερωτᾷ εἰ φράτορες αὐτῷ καὶ βωμοὶ
τὴν γενικήν : Ἡφαιστίων Ἡφαιστίωνος : Ξενίων Ξενίωνος : Μοσχίων Μοσχίωνος : Ἠμαθίων Ἠμαθίωνος : Μελανίων Μελανίωνος : Πορφυρίων Πορφυρίωνος
7364202 Λιμοξηρος
σὺ γένωμαι , ἂν μὴ κἀγὼ ποιήσω αὐτὸ ἄλλῳ . Λιμόξηρος ὕπαρχος τὸ βῆμα αὐτοῦ ἐκέλευσε πρὸς ἀρτοκοπεῖον γενέσθαι .
ἑστὼς φαγεῖν , τοὺς δὲ ἐν τῇ προβολῇ καθήμενος . Λιμόξηρος κωμῳδίας ὑποκριτὴς τὸν ἀγωνοθέτην πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν ἄριστον ᾔτει
7364145 Κεφαλῳ
οὐ τοὺς καλλίστους ; οἷς καὶ σύνεισιν : Ἠὼς μὲν Κεφάλῳ καὶ Κλείτῳ καὶ Τιθωνῷ , Δημήτηρ Ἰασίωνι , Ἀφροδίτη
ἔχων εἰς Θήβας ἔπλει , καὶ τὰς νήσους Ἑλείῳ καὶ Κεφάλῳ δίδωσι . κἀκεῖνοι πόλεις αὐτῶν ἐπωνύμους κτίσαντες κατῴκησαν .
7362924 Κυδων
πόλις Σικελίας . τρίτη Λιβύης . ὁ πολίτης Κυδωνιάτης καὶ Κύδων καὶ Κυδώνιος καὶ Κυδωναῖος , καὶ Κυδωνία θηλυκῶς καὶ
μᾶλλον ἐδικαίου αὐτὴν τεθνάναι . Ἐπειδὴ δὲ ἐσφαγιάσθη , ὁ Κύδων τὸν ἱερέα κελεύει αὐτῆς διατεμεῖν τὸ ἐπομφάλιον , καὶ

Back