: οὔ γε μὴν ἐξαιρέτως ἐπὶ τῶν προστακτικῶν τὸ τοιοῦτον ἐγχωρήσει : πολὺ γὰρ πρότερον καὶ ἐπὶ τῆς ὁριστικῆς ἐγκλίσεως | ||
ἐστι . καὶ ζῶ καὶ ἀναπνέω : οὐ γὰρ ἔτι ἐγχωρήσει τὸ ἤτοι ζῶ ἢ ἀναπνέω . ἡ συνάφεια γὰρ |
τὰ καίρια ; Ἐγὼ μὲν οὐδέν ' οἶδ ' : ἐποικτίρω δέ νιν δύστηνον ἔμπας , καίπερ ὄντα δυσμενῆ , | ||
σποδόν . Ὦ δύσποτμ ' , ὡς ὁρῶν ς ' ἐποικτίρω πάλαι . Μόνος βροτῶν νυν ἴσθ ' ἐποικτίρας ποτέ |
Ἀττικοὶ λέγουσιν . . Εἰρηναῖός φησι παροξυτόνως Ἀττικοὺς λέγειν τὸ μέθεσθε . . ἠνὶ : Ἰδού . . , . | ||
ἐς τάσδε Θήβας . σοὶ δὲ τἄλλα χρὴ μέλειν . μέθεσθε χειρῶν τοῦδ ' : ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢν οὐκ |
“ Ἔτι περὶ δικαιοσύνης : ” Οὐ μοιχεύσεις , οὐ φονεύσεις , οὐ κλέψεις , οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον | ||
' , ὡς μάθηις περαιτέρω . ἴθ ' , οὐ φονεύσεις παῖδ ' ἐμόν , λεῖπε χθόνα . ὦ θύγατερ |
οὔ , παραινῶν : οὐ φονεύσεις οὐ μοιχεύσεις , οὐ κλέψεις , οὐ ψευδομαρτυρήσεις ; ἀλλ ' εἰ σοφίζονται τὰ | ||
„ λέγων , ” οὐ φονεύσεις , ” „ οὐ κλέψεις „ καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ . λεκτέον οὖν ἓν |
' ἀντιρρόπους . πιθανώτατα ἐν τούτοις ὁ Ἀντιφάνης καὶ τὸν Μισγόλαν κεκωμῴδηκεν ὡς ἐσπουδακότα περὶ κιθαρῳδοὺς καὶ κιθαριστὰς ὡραίους . | ||
λέγω , πάντες ὅσοι κατ ' ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐγίγνωσκον Μισγόλαν καὶ Τίμαρχον ἴσασιν . Ἧ | δὴ καὶ πάνυ |
ζῳδίοις . Σώματα δὲ ἀγοράζειν , ἐν μὲν τοῖς στερεοῖς παράμονα μὲν σημαίνει , αὐθάδη δέ : ἐν τοῖς ἀνθρωποειδέσιν | ||
τοῦ περιποιητικοῦ παρῆν ὁ ἀστήρ . προσοδικῶς οὖν γενόμενος οὐ παράμονα ποιήσει τὰ προσοδιασθέντα ὑπὸ τῶν ἀνοικείως κατὰ γένεσιν ἠστερισμένων |
ἐπικείμεναι τῷ τόπῳ τρίχες , καὶ τότε ψιλοῦνται τελέως . Συνίσταται δὲ ποτὲ μὲν φλεγμονῆς προηγησαμένης καὶ σφοδρῶς ψυχθείσης , | ||
τὸ φύλαξόν με , κύριε , ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ . Συνίσταται ὁ ὀφθαλμὸς ἐκ τεσσάρων χιτώνων , ὑγρῶν δὲ τριῶν |
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις | ||
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους |
ἐκδόσεως γραφὴ ὑποδύσκολος καθ ' Ἡρακλείδην αὕτη ” οὐ μέντον κάμετόν γε ” ἀντὶ τοῦ οὐ μέντοι . καὶ ἔστι | ||
τὸ οὐ μέντοι οὐ μέντον , οἷον „ οὐ μέντον κάμετόν γε μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν „ . ἔμπαλιν δέ , |
οἷον ἔειπες : ὃς κέλεαι πολέμοιο συνεσταότος καὶ ἀϋτῆς νῆας ἐϋσσέλμους ἅλαδ ' ἑλκέμεν , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ | ||
, τότε οἱ κράτος ἐγγυαλίξω κτείνειν εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκηται δύῃ τ ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν |
δὶς γενόμενος ποιεῖ Ϛ : ἔστι δὲ ὁ γ . Ζητῶ οὖν ʂ Ϛ # ΔΥ α ἴσους κύβῳ παρὰ | ||
γʹ ; Ταῦτα γὰρ οὖν ἐκεῖνα πολλαπλασιαζόμενα μονάδα ποιοῦσι . Ζητῶ τὴν ἀπόδειξιν τοῦ τοιούτου προβλήματος . Καὶ εἰς ἕτερα |
μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος . τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν ; φθόνος μὲν οὐδείς , σὰς δ | ||
: ἐκ τῶν δυνατῶν . ὡς ἐπιπλῆστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν : γεγωνίσκειν , τὸ ἐκτεταμένως καὶ ἐξακούστως βοᾶν . ἔτι καὶ |
κατακαίριον εἶπεν . Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ | ||
οἱ γεννήτορες . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Πύθια καὶ Δήλια : ἐπὶ τῶν ταχέως ἀπολλυμένων |
τοῦ Λάκκου ὀρχουμένου καὶ εἰς κάδον τινὰ ἐμπεσόντος , ὁ λάκκος , ἔφη , εἰς τὸν κάδον ἐμπέπτωκεν . ἐπιδόντος | ||
καὶ περιζώματα καὶ καυνάκαι καὶ μολόχινα καὶ σινδόνες ὀλίγαι καὶ λάκκος χρωμάτινος . Φέρεται δὲ ἀπὸ τῶν τόπων ἐλέφας καὶ |
] ! ! [ ] ὣς ἔφατ [ ' ] σεμ ? ? ! [ ] ! ! α ? | ||
[ [ ] ! ! [ . . ωσε [ σεμ ? ? ! [ ! ! α ? ! |
πυρία διὰ ἅλμηϲ ἢ θαλάϲϲηϲ ὠφελεῖ . προπότιζε δὲ δάφνηϲ ἁπαλοῖϲ φύλλοιϲ ὅϲον ⋖ β μετ ' οἴνου αὐϲτηροῦ ὅϲον | ||
ὄνυχοϲ αὐξομένην ἀφαιρεῖϲθαι κοπαρίῳ μετεωριζόμενον . Μυρϲίνῃ καὶ ῥοιᾶϲ φύλλοιϲ ἁπαλοῖϲ προϲκατάπλαϲϲε . Ἄλευρον πίϲϲῃ μίξαϲ ἐπιτίθει . Θεῖον λεῖον |
τοῦ ἀβέλτερος μετὰ τοῦ στερητικοῦ α , τοῦτο παρὰ τὸ βέλτερος : τὸ θηλικὸν , ἀβελτηρία : καὶ τροπῆ τοῦ | ||
εἰς τὸ Περὶ συγκριτικῶν . . . . . . βέλτερος : βέλτερος : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος |
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται | ||
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα |
, . . . . βάλε χεῖρ ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην . † ) ξεστικῶς . ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα καὶ | ||
λήψω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐπίρρημα λήβδην : ὡς λείχω λίγδην : ἄκρον ἐπιλίγδην : σφριγῶσιν ἀκμάζωσι . σκυτίνας , |
ἦν δ ' ἐγώ : ἀλλ ' ὅμως ἐπείπερ ἐνταῦθα ἐληλύθαμεν , ὅσον οἷόν τε σαφέστατα κατιδεῖν ὅτι ταῦτα οὕτως | ||
καὶ πεφυζότες . . . , : εἰλήλουθμεν [ ἤγουν ἐληλύθαμεν ] , ὃ κατὰ τὸν ῥηθέντα Ἡρακλείδην πεποίηται διαλέκτοις |
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι , | ||
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . . |
εὗρον ] . . . καὶ παρὰ τὴν παροιμίαν τὴν ἁπαλώτερος τρύχνου παρῳδῶν ὁ κωμικός φησιν : ἤδη γάρ εἰμι | ||
μέσοι . ξανθίας δ ' ἐπὶ ποσὸν βρωμώδης ἐστὶν καὶ ἁπαλώτερος τοῦ ὀρκύνου . ταῦτα μὲν οὖν ὁ Δίφιλος εἴρηκεν |
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν | ||
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο , |
διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω | ||
μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου |
: ὁ φαλακρός . παρὰ τὸ ψῶ ὁμοίως καὶ ψήσω ψηνός . . . , . , . . , | ||
τὸ ψῶ ψήσω ψηνός . . . . . . ψηνός : ὁ φαλακρός . παρὰ τὸ ψῶ ὁμοίως καὶ |
καὶ τὸ ἀρνοῦμαι , ἀναίνομαι . ἢ παρὰ τὸ ναὶ ἀναίνω . ἢ παρὰ τὸ αἰνῶ καὶ ἐπαινῶ καὶ οὐ | ||
. . . . Ἀπηνήναντο : ἠρνήσαντο : ἀπὸ τοῦ ἀναίνω , οἷον : οἱ δ ' οὐ γιγνώσκοντες ἀπηνήναντο |
ἄνδρες δικασταί , δεῖξαι καὶ μετὸν τῆς πόλεως ἡμῖν καὶ πεπονθότ ' ἐμαυτὸν οὐχὶ προσήκονθ ' ὑπὸ τούτου . δέομαι | ||
τἄργα τἄμ ' , ἐπεὶ τά γ ' ἔργα μου πεπονθότ ' ἐστὶ μᾶλλον ἢ δεδρακότα , εἴ σοι τὰ |
' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων ” καὶ οὐκ ἐπητύος . . . . , . . ν . | ||
, αἴ κε τὸ τόξον ἐντανύσῃς : οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις ἡμετέρῳ ἐνὶ δήμῳ , ἄφαρ δέ σε νηῒ |
καταιγίδας . καὶ ὅτι πτῶσις ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας , | ||
τῶν τοιούτων ὀνομάτων Ἀττικόν ἐστιν . Ὅμηρος ἐπὶ τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν . Κρατῖνος ὁμοίως τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις |
τὸ ἀλιτῶ ἀλιτός . ἢ ὁ ἀνδροφόνος : παρὰ τὸ ἀλοιᾶν , τὸ τύπτειν , ἔνθεν καὶ πατραλοίας . . | ||
δὲ προπαροξυτόνως τὸ κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς |
διενέμοντο : ξύλινοι δ ' ἦσαν . μυστίλη μὲν οὖν ψωμὸς κοῖλος εἰς ἔτνος ἢ ζωμὸν βαθυνθείς , ἀφ ' | ||
πίθον : κάβος γὰρ σίτου μέτρον . ὁ δὲ μέγας ψωμὸς ἐκαλεῖτο Θετταλικὴ ἔνθεσις . καὶ τὸ μὲν πιεῖν ἐθέλειν |
. Τὰ ὀνόματα τῶν δʹ ὀνομάτων τῆς ἄρκτου : ἔαρ Μὲν παμύρ : θέρος Σαπποῦρ : μετόπωρον Ἀνζηρίν : χειμὼν | ||
ὡς ἡ Λάκαινα τῶν Φρυγῶν μείων πόλις ” . „ Μὲν οὖν τοῦτο πράξω „ : τίς ἂν ἀνάσχοιτο οὕτω |
Τί αὐτὸν καλεῖς , ἄνθρωπε ; οὐκ , ἂν μὴ καλέσῃς , ἥξει ; Τῷ υἱεῖ πρὸς Αἰγυπτίους ἀπαίροντι καὶ | ||
μέν γε πειρῶνται λανθάνειν καὶ ἃ τολμῶσιν ἀρνοῦνται , κἂν καλέσῃς λῃστήν , ὕβρισας , οἱ δὲ φιλοτιμοῦνται καὶ σεμνύνονται |
πρὸς τὸ δῆγμα τῆς ἐχίδνης καὶ μυγάλης . ] Τρίφυλλον ἀσφάλτιον ἕψε καὶ ἀφεψήματι θερμῷ τόπον ἀποδηχθέντα πυριᾷ . οὐδεὶς | ||
, σχοίνου ἄνθος , τερμίνθου καρπός , τρίφυλλον ἡ καὶ ἀσφάλτιον , στρύχνου τοῦ ἁλικακκάβου ὁ καρπός , ὑπερικοῦ ὁ |
πόρρωθεν ἀχάριστος εἶ , ὃς Φιλόδημον τὸν Φίλωνος πατέρα καὶ Ἐπικράτους οὐκ ἀγαπᾷς οὐδὲ προσκυνεῖς , δι ' ὃν εἰς | ||
ἀντὶ τοῦ ἐφεξῆς . . ἀντὶ τοῦ πάνυ . . Ἐπικράτους ] ἔοικεν οὗτος εἶναι ὁ Κυρηβίων , περὶ οὗ |
, βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει | ||
ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ |
δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν | ||
κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ |
κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη : | ||
' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ] |
μοίρας κγ # . καὶ ἦν ὁ χρόνος κατὰ τὸ υπϚʹ ἔτος πάλιν ἀπὸ Ναβονασσάρου κατ ' Αἰγυπτίους Φαμενὼθ λʹ | ||
. . . . . . . . τπδʹ υλβʹ υπϚʹ φιβʹ φοϚʹ χμηʹ ψκθʹ λεῖμμα βπλάσιον τοῦ αʹ ψξηʹ |
μικροῦ γράφονται : ἑκηβόλος : ἐλαφηβόλος : πετροβόλος . Τὸ πολῶ διφορεῖται κατά τε γραφὴν , καὶ σημασίαν : ἐπὶ | ||
ἐπὶ τοῦ πιπράσκω , διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον : πολῶ γὰρ τὸ ἀναστρέφομαι , παρ ' ὃ καὶ πόλις |
καὶ ἄγκυρα ἱερά , ᾗ χωρὶς ἀνάγκης οὐ χρῶνται . ἀποβάθρα καὶ διαβάθρα , ἣν σκάλαν καλοῦσιν . οἱ δὲ | ||
οὗ καὶ φενάκη . . . . , . : ἀποβάθρα : ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις , δι ' ἧς |
: καὶ αἰνύμενος καὶ ἀπαινύμενος . παρὰ τὸ αἰρῶ † ἀρνῶ , ὡς περῶ περνῶ , ἀφ ' οὗ : | ||
: λύγη γὰρ ἡ σκοτία : ἀναίνετο , παρὰ τὸ ἀρνῶ ἀρνοῦμαι : ἢ παρὰ τὸ ναὶ ἐπίρρημα , ναίω |
πολλὰ συνέτριβον , βρόχοις δὲ τὰ δρέπανα περιέσπων καὶ πολλάκις ἐκθέοντες ἄφνω συνετάρασσον ἀεί τι καὶ κτείναντες ἐπανῄεσαν . ὡς | ||
θύρας , αἵτινες αὐτοῖς κατὰ τὰ μεσοπύργια μικραὶ ἦσαν , ἐκθέοντες ἐκ χειρὸς ἔπαιον τεταραγμένους . Ἀλέξανδρος δὲ πέμπει Ἀλκέταν |
ὁ μέλλων πίσω , ἀφ ' οὗ τὸ πιπίσκω : ψίω : σημειωτέον τὸ εἴω τὸ πορεύομαι , διὰ τῆς | ||
θ , ψύδος καὶ ψύθος . γίνεται δὲ καὶ τὸ ψίω ἀπὸ τοῦ ψῶ ἢ ἀπὸ τοῦ ψαύω , ἀφ |
τὸ παῖσαι κέντρῳ σκορπίον ἢ σφῆκα ἤ τι τοιοῦτον . ἐδέατρος : τὸ μὲν ὄνομα Ἑλληνικόν , ἡ δὲ χρεία | ||
ὅτι προήσθιον τῶν βασιλέων πρὸς ἀσφάλειαν . νῦν δὲ ὁ ἐδέατρος ἐπιστάτης γέγονε τῆς ὅλης διακονίας . ἦν δ ' |
γοῦν διαφορεῖ καὶ ἕλκη τὰ ῥυπαρὰ καὶ ϲηπεδονώδη καθαίρει καὶ ἕρπηταϲ ἰᾶται : ξηρανθεῖϲα δὲ μᾶλλον ξηραίνει . διὰ δὲ | ||
ἐν τῇ θυίᾳ , ἀγαθὸν φάρμακον ἐργάϲῃ πρὸϲ ἐρυϲιπέλατα καὶ ἕρπηταϲ καὶ ἄνθρακαϲ . κεῖται καλῶϲ ἡ κηρωτὴ ἐν τῷ |
ταῦτα χώραν λαβόντων . ἀγκυλωτέρα μὲν οὖν ἡ φράσις οὕτω σχηματισθεῖσα γέγονε καὶ δεινοτέρα , σαφεστέρα δὲ καὶ ἡδίων ἐκείνως | ||
λικνίτης καὶ ὁπλίτης . Ἄσκρη , πόλις Βοιωτίας , ἰωνικῶς σχηματισθεῖσα , ὡς κόρη , Τερψιχόρη . τὸ ἐθνικὸν Ἀσκραῖος |
αὐτίκα σικύη , ἐκαύθη ἔσω , καὶ εἰκοστῇ ἐπαλιγκότησεν , αἱμοῤῥαγικὰ , καὶ τρυγώδεα , καὶ ἐσθιόμενα . Ἡ Τενεδίη | ||
καὶ χεῖρες ναρκώδεες , καὶ καρδιαλγικὰ , καὶ ἠχώδεα , αἱμοῤῥαγικὰ λάβρως , καὶ κοιλίαι καταῤῥήγνυνται τούτοισι , καὶ γνῶμαι |
στίχος : οὐ γὰρ ἀκολούθως καλεῖ ἐν Ἀθήναις οὖσα . Παύσωνα : τὸν σύντροφον καὶ διαιτητήν . Παύσων δὲ ἐπὶ | ||
δὲ ἐπὶ πενίᾳ κωμῳδεῖται ζωγράφος ὤν . μετακαλοῦ σύντροφον τὸν Παύσωνα κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ πενίᾳ ὁ Παύσων ζωγράφος ὤν . |
τοῦ ι διὰ τὴν σύνταξιν : σεσημείωται τὸ εὑρίσκω : τελίσκω : γαμίσκω : κυΐσκω : ὀφλίσκω , ἀφ ' | ||
, , : ὡς γάρ φησιν Ἡρακλείδης , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ |
παραχέας χρῶ , ἢ ταῖς ἰσχάσι μίξας ῥητίνην ἐπιτίθει . Σέλινον μετ ' ἀλφίτου τρίψας κατάπλασσε . κράμβης φύλλα τρίψας | ||
Ἄνηθον θερμὸν καὶ στατικὸν , καὶ πταρμὸν παύει ὀσφραινόμενον . Σέλινον οὐρέεται μᾶλλον ἢ διαχωρέει , καὶ αἱ ῥίζαι μᾶλλον |
χειρόνων γενομένων , οὐκ ἀκίνδυνον . Ὑδατῶδες δὲ καὶ λευκὸν διατελέως ἐν χρονίοισι , δύσκριτον γίνεται καὶ οὐκ ἀσφαλές . | ||
ὁτὲ δὲ ἀποστραφεὶς , ἔκειτο ἡσυχίην ἄγων . Ἀπύρετος δὲ διατελέως , καὶ εὔπνοος : ἔφη δὲ ὕστερον ἐπιγινώσκειν τοὺς |
οὐκ ἂν ἐποιησάμην οὐδένα λόγον τοιοῦτον , εἰ μὴ σφόδρα ἤλγησα : ὥσπερ καὶ πρότερόν ποτε , ἀκούσας ὅτι καθυφίεμαι | ||
εἰσηγούμενος . ἐγὼ δὲ ἥσθην μὲν ταῖς δεδομέναις ἀρχαῖς , ἤλγησα δὲ οὐ μικρῶς : τὸν γὰρ φίλτατον ἡμῖν Ἀρσένιον |
. τὸ δὲ παίδειον ἢ μὴ κρίναντες οἱ νομοφύλακες . παίδειον : τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον : τὸ δὲ παιδίειον | ||
ὡς οὐ καθαρὸς ὢν θύων θανάτῳ ζημιούσθω . τὸ δὲ παίδειον ἢ μὴ κρίναντες οἱ νομοφύλακες , εἰς τὸ δικαστήριον |
οἵτινες καὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ . ἔφλων : ἤσθιον . φλᾶν δὲ τὸ μετὰ ψόφου ἐσθίειν : καὶ γὰρ φλᾶν | ||
ῥίψασπις εἶ . καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ βʹ . φλᾶν : νῦν κατακαίειν : δῆλον δέ , ὅτι τὰ |
βδελυρώτερος , θρασύτερος , ἐπονείδιστος , ἐπίρρητος , ἐπίψογος . Βίοι ἐφ ' οἷς ἄν τις ὀνειδισθείη , πορνοβοσκός , | ||
τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ τῶν φιλολόγων . Βίοι ἀνθρώπων καὶ φυτῶν σπέρματα συνεξομοιοῦνται ταῖς χώραις . Βία |
ὄψει μάλιστα πρόκεινται δύο νῆσοι πελάγιαι , Πανδατερία τε καὶ Ποντία , μικραὶ μὲν οἰκούμεναι δὲ καλῶς , οὐ πολὺ | ||
νῆσος . . . . . μδ γοʹ λ γοʹ Ποντία νῆσος . . . . . . . . |
κολυμβῶ κολυμβήσω κολυμβήθρα , οὐρήσω οὐρήθρα , τὸ δ ' ἀλινδήθρα σημαίνει τὴν κυλίστραν . . . + + . | ||
τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς τι |
ὑπὸ τῶν Φαρνάκου τοῦ βασιλέως παίδων Ἀρσάκης , δυναστεύων καὶ νεωτερίζων , ἐπιτρέψαντος οὐδενὸς τῶν ἡγεμόνων : ἑάλω δὲ οὐ | ||
τῆς προτέρας νεμήσεως ἐπικυρῶν , τὰ δὲ τοῦ καιροῦ βιαζομένου νεωτερίζων . Αἴγυπτον μὲν γὰρ καὶ Λιβύην καὶ τὴν ἐπέκεινα |
. . . . , . , . Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος ὑπὸ τῆς βουλῆς ἔνδειξις : πάλαι θαυμάζω ὑμῶν . | ||
ἐπεσημαίνετο τὴν αὑτοῦ γνώμην . Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος . . . . παλίμβολον : Αἰσχίνης ἐν τῷ |
ἐκ τῶν γεγραμμένων καὶ ἐκ τῶν εἰρημένων γόγων σχεδὸν ἀκριβῶς μεμαθήκατε . ὅτι δὲ καὶ οἱ νόμοι , ὦ ἄνδρες | ||
τὰ πρὸς πατρός , τὰ μὲν ἐξ ὧν ἄρτι μεμαρτύρηται μεμαθήκατε πάντες , τὰ δ ' ἐξ ὧν πρότερον περὶ |
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ | ||
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ |
ἐκείνοις φθέγγεται δι ' ὧν [ ταῦτα ] ἐπιφέρει : Ὁμολογεῖ καὶ αὐτὸς μηδένα τὰς ἀσυμβλήτους ταύτας μονάδας παραδεδωκέναι : | ||
' αὐτῶν ἐμπρῆσαι τὰ σκάφη , βαρυνομένην τῇ πλάνῃ . Ὁμολογεῖ δ ' αὐτῷ καὶ Δαμάστης ὁ Σιγειεὺς καὶ ἄλλοι |
αἰανὸς ὁ σκοτεινός , καὶ ἀπὸ τοῦ ω θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος οἰμώζω καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰμωγὴ ὁ θρῆνος , οὕτω καὶ | ||
ἐπίφθεγμα θαυμαστικὸν λέγωσιν οἱ θεαταί , ὡς παρὰ τὸ οἴμοι οἰμώζω . Γ ἀντὶ τοῦ θαυμαστικόν τι λέγωσιν . στροφὴ |
τινες ἦσαν , ἅσπερ οἱ φωνοῦντες ἐνίκων ἐν παντί . Ταὐτὸ τῇ , Δαφνίνην φορῶ βακτηρίαν . Εἰς τὸν λιμένα | ||
τε κυΐσκεται καὶ ἀποτίκτει δι ' ὃ καὶ ὑστερεῖ . Ταὐτὸ δὲ τοῦτο συμβαίνει καὶ ἐπὶ τῶν σπερμάτων ὅσαπερ εὐβλαστεῖ |
δ ' εἰς τὰς Ἀθήνας ἤδη τριακοντούτης ἐκάθισε παρά τινα βιβλιοπώλην . ἀναγινώσκοντος δ ' ἐκείνου τὸ δεύτερον τῶν Ξενοφῶντος | ||
ἀνελθὼν δὲ εἰς τὰς Ἀθήνας ἤδη τριακοντούτης ἐκάθισε παρά τινα βιβλιοπώλην . ἀναγινώσκοντος δὲ ἐκείνου τὸ δεύτερον τῶν Ξενοφῶντος ἀπομνημονευμάτων |
. ἀτυζόμενον : ἀτύζω : παρὰ τὴν ἄτην γίνεται ῥῆμα ἀτῶ , οὗ παραγωγὸν ἀτύω , ὡς ὀλῶ ὀλύω καὶ | ||
ὄμμα ' . . . . ἀτάσθαλος : παρὰ τὸ ἀτῶ τοῦ ζ εἰς † θ καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ |
γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως , ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί | ||
τοῦ ἄνασσε σύνταξις τὴν γενικὴν ἀπῄτησεν . οὕτως ἔχει τὸ κυριεύω , δεσπόζω , κρατῶ , ἄλλα πλεῖστα τῆς ἴσης |
μονοτρόπους ὥσπερ τοὺς λύκους ἢ τὰς παρδάλεις , αὐτοὺς δὲ ἰλιγγιᾶν πρὸς τὸ πλῆθος , καθάπερ τοὺς Ἀγρίους οὓς ἐδίδαξε | ||
νόσημα , καρηβαρικόν , κεφαλαλγεῖν , καρηβαρεῖν , ἑτερεγκεφαλᾶν , ἰλιγγιᾶν , σκοτοδινιᾶν . ὀφθαλμία ὀφθαλμιᾶν . τάχα δὲ καὶ |
* * † αἴ * * * * * Θεραπεία διαβήτεω . Ὕδρωποϲ ἰδέη τὸ διαβήτεω πάθοϲ αἰτίῃ καὶ διαθέϲει | ||
οὐδὲ ἀνώλεθρον τρωθὲν ἔντερον . Περὶ διαβήτεω . Θῶμα τὸ διαβήτεω πάθοϲ , οὐ κάρτα ξύνηθεϲ ἀνθρώποιϲι : ϲαρκῶν καὶ |
ἐπὶ τῶν φοινιγμοῦ δεομένων χρονίων παθῶν , ὁποῖόν ἐϲτιν ἰϲχιὰϲ ἡμίκραιρα κεφαλαία ϲκοτώματα καὶ τὰ κατὰ τὰϲ νόθαϲ πλευράϲ τε | ||
: καὶ ἐπηλυγασάμενος παρὰ Πλάτωνι τὸ προβαλόμενος καὶ ἐπισκιασάμενος . ἡμίκραιρα : τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς . ἤνεγκα καὶ ἤνεγκον |
τὰ ἐπιῤῥιγώσαντα ἐκ τουτέων , κακά . Ἐμέσματα ἄκρητα , ἀσώδεα , πονηρά . Τὸ καρῶδες ἆρά γε πανταχοῦ κακόν | ||
, ἐξαίφνης παρακρούσαντα ἀλυσμῷ , αἱμοῤῥαγικά . Τὰ κωματώδεα , ἀσώδεα , ὀδυνώδεα ὑποχόνδρια , θαμινὰ σμικρὰ πτύοντα , τὰ |
βραχύ τι καὶ γλυκέος προσειληφόσιν . αὐτὴ μὲν γὰρ ἡ ἀνθεμὶς καὶ τὰς πάνυ θερμὰς ὀδύνας καὶ φλεγμονὰς μεγάλως ὠφελεῖν | ||
ταύτην τὴν βοτάνην Διὸς ὀφρύα πᾶς ὀνομάζει χρυσωπὸν στίλβει πανυπεύκυκλος ἀνθεμὶς ἁβρή . τῆς βοτάνης τὴν ῥίζαν , ὅταν ἀλγῇ |
τῆς οὔ ἀποφάσεως . δι ' ὅτι μέντοι ἡ μή ἀπαγόρευσις ἐπὶ τὰς προειρημένας ἐγκλίσεις συντείνει , ἐν τῷ περὶ | ||
ἀπαγορεύειν ἃ μὴ χρή : πρόσταξις δὲ τῶν πρακτέων καὶ ἀπαγόρευσις τῶν οὐ πρακτέων ἴδιον νόμου , ὡς εὐθὺς εἶναι |
μοι . Τί σοι ἐντείλωμαι ; ὁ Ζεύς σοι οὐκ ἐντέταλται ; οὐ δέδωκέν σοι τὰ μὲν σὰ ἀκώλυστα [ | ||
ταύτας τηρῶν ἄλλων τινῶν προσδέῃ ; ἀλλ ' ἐκεῖνος οὐκ ἐντέταλται ταῦτα ; φέρε τὰς προλήψεις , φέρε τὰς ἀποδείξεις |
ἡ τούτου ἔφορος . πυππάξ . τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον , ὡς καὶ Λυκόφρων ᾠήθη . οὐκ ἔστι | ||
νόσου . ὑπερπυππάζειν : ὑπερθαυμάζειν , ἐκπλήττεσθαι . παρὰ τὸ πύππαξ , ὅ ἐστιν ἐπίρρημα θαυμασμοῦ . ὑποκαθεῖναι τὰς ὀφρῦς |
, καὶ φλεβοτομίαν παραλαμβάνειν . δίαιτα δὲ ἔϲτω λεπτὴ καὶ ἀκριβὴϲ ῥοφήμαϲι χρωμένοιϲ πτιϲϲάνηϲ ἢ τοῖϲ πλυτοῖϲ χόνδροιϲ ἐκ μελικράτου | ||
δὲ καὶ τεταρταίῳ ὁ διὰ τετάρτηϲ . ὅ τε γὰρ ἀκριβὴϲ καῦϲοϲ πάντα τὰ ἄλλα φυλάττων ἀκριβοῦϲ τριταίου γνωρίϲματα μόνῳ |
τῶν κοπροφάγων καὶ εἰκαίων . Κάμηλος καὶ ψωριῶσα πολλῶν ὄνων ἀνατί - θεται φορτία : ἐπὶ τῶν ἐν γήρᾳ μὲν | ||
λόγοις : ἀντὶ τοῦ ἄνευ αἰτίας . ἢ γράφεται καὶ ἀνατί , ἤτοι ἀτιμωρητὶ καὶ ἄνευ ἄτης : συγκοινωνεῖς μοι |
ἀλδήσκω : πιπήσω , πιπίσκω : μαχέσω , μαχέσκω : ἀέσω , ἀέσκω : δείσω , διδείσκω : καὶ ἐπεὶ | ||
τ ' ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον : ὁ μέλλων ἀήσω καὶ ἀέσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄελλα κατὰ πλεονασμὸν τοῦ λ |
λαβεῖν δὲ ἀργότατος . ἀλλ ' ἐπίστειλόν τε καὶ τὸν Σπεκτάτον ἡγοῦ τάχιστα ὄψεσθαι . μεθ ' οὗ βάδιζε , | ||
, ἐγώ τε οἴσω , κακὸς εἰ δειχθείην . Ἔφης Σπεκτάτον μέγαν ὄντα τοῖς ἔργοις μικρὸν γεγενῆσθαι τοῖς παρ ' |
συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ εἰς τὸ ψιλὸν † δ , . . . | ||
〛 Ἀναρροιβδεῖ : ἀναρροιβδεῖ † μέγαν ὕδωρ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ : ἔστι γὰρ ἀναρροφεῖ , πλεονασμῷ τοῦ ι ἀναρροιφεῖ |
ἀεῖραι . ἀθετοῦνται στίχοι πέντε , ὅτι ἐκ τῶν ἐπάνω μετάκεινται . ἱκανὸν δὲ ἦν εἰπεῖν ὅτι οὐκ ἐᾷ ὁ | ||
μετὰ ἀστερίσκων ὅτι οὐ δεόντως ἐκ τοῦ λόγου τῆς Ἀθηνᾶς μετάκεινται ἐνθάδε . προηθετοῦντο κτλ . . . ἀλλ ' |
Ἀρχιλόχοις : Ἔνθα Διὸς μεγάλου θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . Τάττεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων . | ||
' ἐπίβαλλε : ταύτης μέμνηται Κράτης ὁ κωμικὸς Σαμίοις . Τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ῥᾳστώνης δεομένων τινὸς καὶ |
τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' | ||
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἄφεμα : ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι , ἵεμαι , ἕμα καὶ |
ἀπερρηγμέναι , ἀπεσπασμέναι ἀπ ' ἀλλήλων . ἀπὸ τοῦ ῥήσσω ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ ῥώξ | ||
. ῥηματικὸν ὄνομα ἴνις . καὶ θέω θίνη , ῥήσσω ῥήξω ῥηγμίν . αἱ δὲ ἶνες , τῷ εἶναι καὶ |
τῷ δημοσίῳ καὶ κατὰ χάριν μὴ εἰσγραφέντων ἐλέγετο . Ἀγροῦ πυγή : ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν λιπαρῶς προσκειμένων : μεταφορικῶς | ||
: ὁμοία τῇ , Χύτραις λημᾷς καὶ κολοκύνταις . Κρόνου πυγή : τὸ ἀρχαῖον καὶ ἀναίσθητον κρέας . Κρωβύλου ζεῦγος |
Αἷμα δὲ ταύρειον νεοσφαγὲς ποθὲν δύςπνοιαν ἐπιφέρει καὶ πνιγμόν : ἐμφράττον τοὺς περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν κατάποσιν πόρους μετὰ | ||
ἂν εἴη ἐζυμωμένος καλῶς , οὐ δύναται τὸ παχὺ καὶ ἐμφράττον μὴ ἔχειν . λαχάνων δὲ δεῖ λαμβάνειν , εἰ |
ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ τὸ δινῶ καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀλινδῶ . οὕτως Μεθόδιος , . , , . , | ||
ἀπὸ τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς |
. περιβοήτως ὡς Αἰσχίνης , καὶ ὡς Θουκυδίδης καταβοή . μεγαλήγορος δὲ παρὰ Ξενοφῶντι , καὶ μεγαληγορεῖν καὶ μεγαληγορία . | ||
τοῖς σπουδαίοις ὁ Πρόκλος οὐδὲν γράφων , ἐν τοῖς τοιούτοις μεγαλήγορος , καὶ μακρότερα γράφειν τῆς Ἰλιάδος οὐκ ἀπαναίνεται . |
: καὶ τοῦ μὲν κατὰ φύσιν παράδειγμα : νόμος τὸν σεσινωμένον μὴ ἱερᾶσθαι : ἑξαδάκτυλός τις ἢ μὴ γελῶν κωλύονται | ||
δωδεκάτου τόπου τύχῃ μετὰ Ἡλίου τὸν πατέρα δοῦλον λέγε ἢ σεσινωμένον , εἰ δὲ μετὰ Σελήνης τὴν μητέρα δούλην λέγε |
ἐπικρατείᾳ , ἔχω , κρατῶ , φυλάσσω , τηρῶ , εἴργω . καὶ τὸ μὲν ἐρίζω σοι , παλαίω σοι | ||
: συνεχόμενον . τὸ δὲ ἐεργμένον παράγεται μὲν ἀπὸ τοῦ εἴργω τὸ κωλύω , σημαίνει δ ' ὅμως καὶ τὸ |
, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν ἄρ ' | ||
] ἐστερημένος . προπομπῶν ] τῆς θεραπείας τῆς βασιλικῆς . δίαινε ] ἤγουν θρήνει καὶ δάκρυσι τίμα τὴν συμφοράν . |
. , . * . . * ? Ἀπαισοῦ : Παισός , ὡς ὁ ποιητής φησιν : ὅς ρ ' | ||
. τὸ ἐθνικὸν Ἀπαισηνός . ἔστι καὶ τῆς Δαυνίας πόλις Παισός , τὸ ἐθνικὸν Παίσιος , ὡς † τοῦ Ῥώσου |
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις : | ||
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς : |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
. Γαμψώνυχον μηδὲν παράτρεφε . κʹ . Ἐν ὁδῷ μὴ σχίζε . καʹ . Χελιδόνα οἰκίᾳ μὴ δέχου . κβʹ | ||
: καὶ εἰ μὲν ἔνι ” πρίῃ “ ἤγουν μὴ σχίζε , κανονίζεται οὕτως : πρίω καὶ τὸ παθητικὸν πρίομαι |
ἐκ χροὸς οὐταμένοιο καὶ εὐχόμενος μέγ ' ἀύτει : Ἆ δείλ ' , οὔ νύ τοι ἦτορ ἀρηρέμενον φρεσὶ πάμπαν | ||
προσηύδα : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ἆ δείλ ' , ἦ τινὰ καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις |
Μεθόδιος , . , . . Ἀντετόρησεν : εἰς τὸ τορῶ , . , . Ἄντηστιν : ἡ δὲ κατ | ||
δὲ ἐκ τοῦ τείρω , τὸ καταπονῶ . τὸ οὖν τορῶ γίνεται κατὰ συγκοπὴν τρῶ τρήσω , σημαίνει δὲ τὸ |
καὶ μᾶλλον τὰ ὀπτά , φακὸϲ ϲὺν πτιϲϲάνῃ ἡψημένοϲ κέγχροϲ ἑφθόϲ . φευκτέον δὲ ἐπὶ πάντων τὰ ϲφοδρῶϲ ϲτύφοντα καὶ | ||
, βλίτον , θριδακίνη , ἑψητὴ κολοκύντη , [ ϲίκυοϲ ἑφθόϲ , ] πεπέων ὡραῖοϲ . οἴνου δὲ καὶ κρειῶν |
μ ' Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν ἢ νησαίαν ἄξει χώραν δύστανον πόρσω Τροίας ; φεῦ φεῦ . τῶι δ ' ἁ | ||
Τὸ προσαίνειν ἀντὶ τοῦ τρέφειν . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ πόρσω , τὸ μακράν , ἐξ οὗ καὶ πόρσιον τὸ |