δοῦπος ὀρώρει αὐτῶν ἠδ ' ἵππων , περὶ δ ' ἔβρεμεν ἄσπετα τεύχη . Ὡς δ ' ὁπόταν μεγάλοιο βίη
] μα πέτρηι ξ [ ] ν [ ] ν ἔβρεμεν μ [ ] α ? [ ] γλυκυνεκτ [
8187030 ὑπερθεν
πλατέῃ παρὰ λίμνῃ , αὐχμαλέοι κορυφάς , τροχοκουράδες , αὐτὰρ ὕπερθεν ἵππων δαρτὰ πρόσωπ ' ἐφόρευν ἐσκληκότα καπνῷ . νηῦς
οὐρὰν παρ ' αὐτὴν ἐξικνούμενος κάρα . Δελφὶς δ ' ὕπερθεν Οἰστὸς Αἰετός θ ' ὁμοῦ : αὐτὸς Δράκοντα δ
8137420 ἠερι
ἔμελλε πείθεσθαι τεράεσσι . Τὸ δ ' οὐ λάθε Κυανοχαίτην ἠέρι θεσπεσίῃ κεκαλυμμένον , ἀμφὶ δὲ ποσσὶ νισομένοιο ἄνακτος ἐρεμνὴ
μικτοῖσιν ἀρηρεμένους μελέεσσιν , οὔπω διψαλέῳ μάλ ' ὑπ ' ἠέρι πιληθεῖσα οὐδέ πω ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου
7988625 πειρασιν
ἐπιβῆναι Ἀχαιίδος ἡρώεσσιν , ὄφρ ' ἔτι καὶ Λιβύης ἐπὶ πείρασιν ὀτλήσειαν : ἤδη μὲν † ποτὶ κόλπον ἐπώνυμον Ἀμβρακιήων
] μυχον ημ [ ! ! ! ! ! ] πείρασιν ἄντρου ἀραιεγ [ [ ] ου λώβαν τα ?
7932312 ἠχηεντος
, ὧν ἑτέρη , θάμβος περιώσιον ἀνδράσι λεύσσειν , κίνυται ἠχήεντος ὑπὸ πνοιῇ Βορέαο . καὶ τὰ μὲν ὧς ἤμελλε
, Λυκάονος ὁππότε θυμὸν νοσφίσατ ' ἐκ μελέων ποταμοῦ σχεδὸν ἠχήεντος , Ἕκτορά θ ' ὡς ἐδάμασσε , καὶ ὡς
7900367 ὑπερθε
ντ [ . . . ἀργυρέαν τεπ ? [ χρυσῶι ὕπερθε [ ἐκ Δαρδανιδ ! ! [ Πλεισθενίδας ! [
τοκεῦσι , τὰ ματρόθεν μὲν κάτω , τὰ δ ' ὕπερθε πατˈρός . θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκˈμαρ ἀνύεται ,
7840327 γαιαν
, ἐπεί κε τέκωσι , τοκῆες . εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε , ὄφρα σε
εὐωδία : οὗ κινυμένου Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶμα ἔμπης εἰς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . καὶ στρωμνὰς
7794239 ῥοον
προσγένηται , μηδέποτε δ ' ἠρεμεῖν μηδὲ τὸν αὐτὸν * ῥόον κρατεῖν . Ὅρκιόν τ ' εἶναι τὸ δίκαιον καὶ
. ἔνθεν πανσυδίῃ σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες ἔνδιοι ἱκόμεσθ ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο . ἔνθα Διὶ ῥέξαντες ὑπερμενεῖ ἱερὰ καλά ,
7789720 ἐντοσθεν
γαμήλιος αἴθεται αἰδώς : ὣς αἵ γ ' ἐνδόμυχοι θαλάμων ἔντοσθεν ἑκάστη αἰεὶ δηθύνουσιν , ὅπῃ πόσις αὐτὸς ἀνώγει .
Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι : νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε . ” ὣς φάτο Τηλέμαχος , τῷ δ
7779117 ποντος
θηρῶν ἀνόητα γένη , σοὶ δὲ καὶ χθὼν πᾶσα καὶ πόντος καὶ ὁ παμμήστωρ Ἄρης . καίτοι γε πόσῳ κρεῖττόν
παρεῖχ ' ἄφερτον Ἰδαία χιών , ἢ θάλπος , εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών τί ταῦτα
7773713 γαιης
: [ βορέης ] τε νότος τ ' ἐν πείρασι γαίης [ ] οισι μινυνθάνει : ἀγλαὸν ἥβην [ ´πησι
καὶ ὁ Κολοφώνιος Ξενοφάνης : φησὶ γάρ : πάντες γὰρ γαίης τε καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα . ἐκ γῆς δὲ καὶ
7772012 κολωνας
Αἰθίοψι τόποι ὑψηλοὶ , οὓς καὶ τέμπεα καλεῖ Διονύσιος καὶ κολώνας . Ἔνθεν πιοτάτοιο ] Τῶν τῆς Σελήνης ὀρῶν κάτεισιν
μύθοις , εὖτε Ποσειδάων [ μὲν Ἀγαμμάδας ] | ἀμφὶ κολώνας λαΐνεον πυργ ? [ . . | καρτύνατο ]
7713112 ὁθι
σκολιοῖο , μέσην διὰ Ταρσὸν ἰόντος , Ταρσὸν ἐϋκτιμένην , ὅθι δή ποτε Πήγασος ἵππος , ταρσὸν ἀφείς , χώρῳ
. διωρίζετο γοῦν περὶ αὐτῶν : “ Ὄλυμπον δ ' ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμε - ναι :
7706889 γαια
, οὐδὲν δίκαιόν ἐστιν ἐν τῷ νῦν γένει . Ὦ γαῖα πατρίς , ἣν Πέλοψ ὁρίζεται , χαῖρ ' ,
ὅστις ἐστὶ μὴ χείρων πατρός . ἀεί ποθ ' ἥδε γαῖα τοῖς ἀμηχάνοις σὺν τῶι δικαίωι βούλεται προσωφελεῖν . τοιγὰρ
7695566 αἰεν
αἰνὰ ῥέεθρα , ἧχι θοαὶ ναίουσιν Ἐριννύες αἵ τε βροτοῖσιν αἰὲν ὑπερφιάλοισι κακὰς ἐφιᾶσιν ἀνίας . Αἴας δ ' ,
, μή τις ἔνδοθεν κλύῃ . Οὐ τὰν Ἄρτεμιν τὰν αἰὲν ἀδμήταν , τόδε μὲν οὔ ποτ ' ἀξιώσω τρέσαι
7695314 ἐνδοθι
δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον : ἔστι δέ τις αἰπεῖα Προποντίδος ἔνδοθι νῆσος τυτθὸν ἀπὸ Φρυγίης πολυληίου ἠπείροιο εἰς ἅλα κεκλιμένη
καὶ πρόσθεν ἐμῆς ἐπάκουσεν ἐφετμῆς Ἕκτωρ , ὁππότε μιν κατερήτυον ἔνδοθι πάτρης . Ὣς φάτο Πουλυδάμαντος ἐὺ σθένος : ἀμφὶ
7691823 θηρων
' ἀΐξαντε πετέσθην . Ἴδην δ ' ἵκανον πολυπίδακα μητέρα θηρῶν , εὗρον δ ' εὐρύοπα Κρονίδην ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ
ὀπτεύω , σῴζω δ ' εὐθαλεῖς καρποὺς κτείνων παμφύλων γένναν θηρῶν , ἃ πάντ ' ἐν γαίᾳ ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον
7687564 ὑψου
κόμην ὑψοῦ ἔχουσι . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ ὑπέρφρονες , ὑψοῦ τὴν γνώμην αἴροντες . 〛 τοῦτο δὲ διὰ μέσου
τάχιον οἱ Κόλχοι σὺν Ἀψύρτῳ ἔπλευσαν . οἱ δ ' ὑψοῦ νήσοιο : οἱ περὶ τὸν Ἰάσονα ἄνωθεν τῆς νήσου
7680122 ποταμοιο
παχείῃ : Τρωγλοδύτης δ ' ὡς εἶδεν ἐπ ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο , σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο , τείρετο δ '
. κεῖθι δ ' ἂν ἀθρήσειας ὑπειράλιον πτολίεθρον Ἄσπενδον , ποταμοῖο παρὰ ῥόον Εὐρυμέδοντος , ἔνθα συοκτονίῃσι Διωναίην ἱλάονται .
7661913 ἠελιου
ἀλλ ' ἄρα κἀκεῖθεν πάλιν ἤλυθε Σίσυφος ἥρως ἐς φάος ἠελίου σφῆισι πολυφροσύναις οὐδ ' εἰ ψεύδεα μὲν ποιοῖς ἐτύμοισιν
δὲ ἰδόντες θαύμαζον κατὰ δῶμα διοτρεφέος βασιλῆος . ὥστε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης δῶμα καθ ' ὑψερεφὲς Μενελάου
7658089 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
7651318 ἠυτε
. . . οὕτω δὴ νῦν καλὸν σῶμα περισταδόν , ἠύτε θῆρος , τοῦδε δάσαντο κύνες κρατεροί . πέλας †
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο ἀνδρῶν ἐν στήθεσι ἀέξεται ἠύτε καπνός ” . καὶ γὰρ τὸ εὖ βέλτιον ἐν
7648567 οὐρεα
τὸ Ὁμήρειον ἐκεῖνο λέγων ἔπος τὸ ἦ μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα . Ἡ τοῦ ιδʹ
τέκμαρ ἔχουσιν ἄστρα , σεληναίης τε καὶ ἠελίοιο κέλευθοι : οὔρεά θ ' ὡς ἀνέτειλε , καὶ ὡς ποταμοὶ κελάδοντες
7639640 εὐρυς
ἔμελλεν ἐκτελέειν : τῶ καί μιν ἐυφρονέοντ ' ἀνὰ θυμὸν εὐρὺς ἀγάσσατο λαός : ὃ δ ' ἐν μέσσοισιν ἔειπεν
πάντες Ἀχαιοὶ ἄλλοι ὁμῶς ἄλλῃσιν ἐπάλξεσιν : ἔβραχε δ ' εὐρὺς αἰγιαλὸς καὶ νῆες , ἐπεστενάχοντο δὲ μακρὰ τείχεα βαλλομένων
7632335 ἀσπετον
ποικίλου * . στόμα παρὰ τὸ τέμνειν τὰ σιτία . ἄσπετον ἀπλήρωτον πολύν . * . . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον
ὑπ ' ἄνθεσι βεβριθυῖα : ὣς τῆμος Νιρῆος ἐπὶ χθονὸς ἄσπετον οὖδας ἐξεχύθη δέμας ἠὺ καὶ ἀγλαΐη ἐρατεινή . Τῷ
7626862 ἐγγυθι
. ἀλλ ' ἴομεν : μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται , ἐγγύθι δ ' ἠώς , ἄστρα δὲ δὴ προβέβηκε ,
ἀπήμονα φορβήν : ὀψὲ δέ μιν νόος ὦρσε καὶ ἤγαγεν ἐγγύθι πότμου : αὐτίκα δὲ τρέσσας ἀνεχάσσατο : πολλάκι δ
7621850 ἠελιοιο
θεαὶ περικωκύσαντο υἱέα κυδαίνουσαι ἐυθρόνου Ἠριγενείης . Δύσετο δ ' ἠελίοιο φάος : κατὰ δ ' ἤλυθεν Ἠὼς οὐρανόθεν κλαίουσα
] [ τὸν μὲν πρῶτον ] ἔθαλψεν ? ὑπ ' ἠελίοιο ? ? [ βολαῖσιν ] [ ] πωτᾶτο φιλόδρομος
7618241 ἐνθ
δὲ τοῦ ἔνθα : ἐν μὲν τόπῳ Αἴας κεῖται ἀρήϊος ἔνθ ' Ἀχιλλεύς , εἰς δὲ τόπον ἔνθα κατεπλέομεν ,
δ ' ἄμειβον Θρινακίης λειμῶνα , βοῶν τροφὸν Ἠελίοιο . ἔνθ ' αἱ μὲν κατὰ βένθος ἀλίγκιαι αἰθυίῃσιν δῦνον ,
7616995 μελεων
νόος ἀνθρώποισι παρέστηκεν : τὸ γὰρ αὐτό ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισι καὶ πᾶσιν καὶ παντί : τὸ γὰρ
φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων . λάβετ ' εὐπήχεις χεῖρας , πρόπολοι
7615780 νησοιο
Κόλχων παρθενικήν , Μινύῃσι φέρων χάριν : ἐγγύθι Ἄργος ἡμετέρης νήσοιο καὶ ἀνέρες Αἱμονιῆες , Αἰήτης δ ' οὔτ '
' ὁ μὲν ἐς χαλκεῶνα καὶ ἄκμονας ἦρι βεβήκει , νήσοιο Πλαγκτῆς εὐρὺν μυχόν , ᾧ ἔνι πάντα δαίδαλα χάλκευεν
7605887 ῥεεθρα
' ἄσπετος ὕλη : ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα πόντός τ ' ἀτρύγετος : τοὺς δ ' ἄμφεπε
' ὠκυρόῳ κελάδοντι μάχοντο Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν , Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . ὠκυρόῳ κελάδοντι : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως τὰ
7600245 ὀρεσσιν
ἅπασαι , Ἱσταμένου γλυκεροῦ νέον εἴαρος , εὖτ ' ἐν ὄρεσσιν Ἀνθρώπων ἀπάνευθε κύει λιγύφωνος ἀηδών . Νῆσοι δ '
ἐπεστενάχιζε θάλασσα ἄσπετον : ἠλιβάτοισι δ ' ἐοικότα κύματ ' ὄρεσσιν ἄλλοθεν ἄλλα φέροντο . Κατεκλάσθη δ ' ἄρ '
7597353 νισομενων
θεῆς ὕπο κινηθέντες νῆσον ὅλην ἐτίναξαν : ἐπεσμαράγησε δὲ πόντος νισομένων καὶ κῦμα διίστατο : τοὶ δ ' ἐφέροντο αἰνὸν
ἕποντο βροτοὶ ποτὶ δῆριν ἰοῦσι . Τῶν δ ' ἄρα νισομένων πολὺς αἰθέρα δοῦπος ὀρώρει αὐτῶν ἠδ ' ἵππων ,
7585859 χθονα
ἐν ταῖς Βάκχαις ὁ Διόνυσος ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίων χθόνα : οὔποτ ' ἐκ φρενῶν : τὸ ἑξῆς :
ὁρκωμοτεῖν . ὁ δ ' ὅρκος ἔσται μήποτ ' Ἀργείους χθόνα ἐς τήνδ ' ἐποίσειν πολέμιον παντευχίαν ἄλλων τ '
7574744 ἐρυθαινετο
! [ ] [ ] 〚 αὐχένα 〛 ταῦροι [ ἐρυθαίνετο ] ? ? πηγαῖς [ ] των ? ?
Ἡροῦς ἐν μελέεσσι ῥόδων λειμῶνα φανῆναι : χροιὴ γὰρ μελέων ἐρυθαίνετο , νισσομένης δὲ καὶ ῥόδα λευκοχίτωνος ὑπὸ σφυρὰ λάμπετο
7569624 καθυπερθε
, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ Δαρδανίης προπάροιθε πύλης ἐρικυδέα φῶτα πυρκαϊῆς καθύπερθε βάλον . Τὸν δ ' αὐτὸς Ἀπόλλων ἐκ πυρὸς
στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων : μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο λαοῖσιν καθύπερθε πεποιθότες ἠδὲ βίηφιν . οἳ δ ' ἄρα χερμαδίοισιν
7565532 ἠχηεντα
τὰ μὲν περὶ τοῦ οἴκου εἰρήκασιν , ὥς ἐστι δώματα ἠχήεντα . τοιαῦτα γὰρ δὴ τὰ ὑψόροφα καὶ μεγάλα .
ἐν οὔρεσιν ἐξεπεφύκει πίννας ἦλθε φέρων † καὶ ἄμυλα † ἠχήεντα , ἃς κατὰ φυκότριχος πέτρης λευκὸν τρέφει ὕδωρ ψῆττά
7560154 εὐρυν
καὶ γνώμεναι εἴ μιν ἅπαντες ἀθάνατοι φοβέουσι , τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι , τοσσάκι μιν μέγα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο πλάζ
λοιμόν , ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί : ἢ τῶν γε στρατὸν εὐρὺν ἀπώλεσεν ἢ ὅ γε τεῖχος , ἢ νέας ἐν
7555919 χθων
ὑπ ' ἐκείνου ἢ δι ' ἐκείνου . . πᾶσα χθών : ἤτοι χθὼν ἐστεφάνωνται τῷ ὠκεανῷ , ἢ ὑπὸ
” ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδας ' ἠέρα , εἴσατο δὲ χθών : γήθησέν τ ' ἄρ ' ἔπειτα πολύτλας δῖος
7553472 οὐδας
Σαρωνίδα κικλήσκουσιν . πρόσθε γε μὴν Ἰσθμοῖο πρὸς αὐγὰς Ἀττικὸν οὖδας , τοῦ διὰ θεσπεσίου φέρεται ῥόος Ἰλισσοῖο , ἔνθεν
ἀμύμονος οἶδα γενέθλην : οὐ Πύλον ἠμαθόεσσαν ἔχεις , Νηλήιον οὖδας , Ἀντίλοχον δεδάηκα , τεὴν δ ' οὐκ εἶδον
7526235 οἰδμα
! ! ! ! ! ! ] ως ? ? οἶδμα ? ? πολυπλάγκτοιο θαλάσσης [ ] [ ! !
νησιάζεται γὰρ , ὡς καὶ ἑξῆς [ ] : Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου :
7524844 ἀλσεα
' ἐν ἁρμάτεσσι διφρούχοις ἐγυμνάζοντ ' ἀν ' εὔδι ' ἄλσεα πολλάκι θήραισιν φρένα τερπόμεναι , ἱερόδακρυν λίβανον εὐώδεις τε
νοήσω . ταῦροι , καλὰ νέμεσθ ' , ἵνα παρθένῳ ἄλσεα δείξω . τί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δ
7524219 δουπος
θάλασσα . Ταύροισιν : ἤως ταύρων κατ ' ἀντίπτωσιν . δοῦπος : κτύπος . ἱκάνει : φθάνει . Θεινόντων :
' ἀλλήλοισιν ἐναντίον ἀΐξαντες μάρνανται : κρατερὸς δὲ πρὸς αἰθέρα δοῦπος ἱκάνει : οὐδέ τ ' ἀλεύασθαι θέμις ἔπλετο δήϊον
7523122 ἠδε
, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες , οἵ μ ' εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον
ἔστιν συναθροιζόμενοι ' . . . . Αὔλιον ἄντρον : ἠδὲ καὶ † Αὐλίην ἄντρον ἐπωνυμίην καλέουσιν . ' .
7521844 ἑκας
, τὰ κταμένων ἀποαίνυμαι : οὐ γὰρ ὀΐω ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν . τώ μοι δούρατά τ ' ἔστι
τόν γε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν κείμενον ἐν πεδίῳ ἑκὰς ἄστεος , οὐδὲ κέ τίς μιν κλαῦσεν Ἀχαιϊάδων :
7521091 ἀμ
οὔ πῃ δύναμαι ἰδέειν : πάντῃ δέ μοι ὄσσε Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον εἰσορόωντι : ἦε τὸν ἡνίοχον φύγον ἡνία
τεθαλότας : αἱ δ ' ἀνάριθμοι μήλων χιλιάδες βοτάνᾳ διαπιανθεῖσαι ἂμ πεδίον βληχῷντο , βόες δ ' ἀγεληδὸν ἐς αὖλιν
7520068 Βορεαο
αὖθι λέλειπτο . τάων δ ' αὖ κατόπισθε δύω υἷες Βορέαο φάσγαν ' ἐπισχόμενοι ἐπ ' ἴσῳ θέον , ἐν
: ἴχνια γὰρ νυχίοισιν ἐπηλίνδητ ' ἀνέμοισιν κινυμένης ἀμάθου . Βορέαο μὲν ὡρμήθησαν υἷε δύω πτερύγεσσι πεποιθότε , ποσσὶ δὲ
7506019 ποσσιν
' ἀπίθησε διάκτορος Ἀργεϊφόντης . αὐτίκ ' ἔπειθ ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν
κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο , ὅσς ' Ἀγαμέμνονος ἵπποι ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο . δώσει δ ' ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα
7490407 σθενος
ἔβραχε , μαίνετο δέ σφιν ἶσον θυμὸς Ἄρηι , τόσον σθένος ἀμφοτέροισι δῶκεν ἐπειγομένοισι σακέσπαλος Ἀτρυτώνη . Ἀργεῖοι δ '
λυσόμενος χαλκέων Ἰξίονα νειόθι δεσμῶν , ῥύσομαι ὅσσον ἐμοῖσιν ἐνὶ σθένος ἔπλετο γυίοις , ὄφρα μὴ ἐγγελάσῃ Πελίης κακὸν οἶτον
7486687 ποντου
πόρον , ἤγουν πρὸς τὰ ἀριστερὰ μέρη , τοῦ Εὐξείνου πόντου ἐξ ἐναντίας τοῦ Βορυσθένους ποταμοῦ μεγαλώνυμος καὶ ἔνδοξός τις
τυρὸν καὶ σίλφιον . ἅττα τε σάρκα μὴ πίειραν ἔχῃ πόντου τέκνα , τῷδε τρόπῳ χρὴ σκευάζειν . ἤδη σοι
7482247 ἀειρομενος
, μητέρα Ταπροβάνην Ἀσιηγενέων ἐλεφάντων , ἧς ὕπερ , οὐρανίῃσιν ἀειρόμενος στροφάλιγξι , δινεῖται κατὰ κύκλον ἐν αἰθέρι Καρκίνος αἴθων
, καὶ ὑδερωθῆναι , καὶ ὁ ὀμφαλὸς ἐκστήσεται αὐτῇ , ἀειρόμενος ὑπὸ τῶν μητρέων , καὶ ἔσται μελάντερος τῶν πέριξ
7478579 ἠερα
ἀπάγει τοῦ πνεύμονος ἅμα τῷ ἠέρι . Τὸν μὲν οὖν ἠέρα χρὴ , γενόμενον θεραπείην , ἀνάγκῃ ὀπίσω τὴν αὐτὴν
, ἐπειδὰν ἁρπασθῇ καὶ μετεωρισθῇ περιφερόμενον καὶ καταμεμιγμένον ἐς τὸν ἠέρα , τὸ μὲν θολερὸν αὐτέου καὶ νυκτοειδὲς ἐκκρίνεται καὶ
7478343 ὑπαι
θώκοις ἐν σφετέροις οὔθ ' ἕστασαν οὔτε κάθηντο , χλωροὶ ὑπαὶ δείους πεφοβημένοι , οἱ δ ' ὑπὸ νίκης ἀλλήλοισί
ἐκεῖνος μὲν οὕτω περὶ αὐτῆς „ οἳ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ ” πόδα νείατον Ἴδης Ἀφνειοί , πίνοντες ὕδωρ μέλαν
7473358 ἡχι
? ⌋ [ ] ! ! ν ? βου [ ἧχι πολυκροκάλοιο ] ⌊ [ παρ ' ἀνδήροισι ⌋ Νεμείης
τῶν δ ' ἰξύας ἄχρις ἱκέσθαι αἰδοίων ἐφύπερθε διαμπερές , ἧχι μάλιστα Ἄρεος ἀκαμάτοιο πέλει πολυώδυνος αἰχμή . Πάντῃ δ
7467963 εὐτε
δύο λέξεων εὑρίσκεται , οἷον ὁ αὐτός ωὐτός , Ε εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνήρ , ἐμέο αὐτοῦ ἐμεωυτοῦ καὶ κατὰ
φορέοντο . ὡς δὲ δράκων σκολιὴν εἱλιγμένος ἔρχεται οἷμον , εὖτέ μιν ὀξύτατον θάλπει σέλας ἠελίοιο , ῥοίζῳ δ '
7451703 ἑκατερθεν
κάμε τέχνῃ , πυκνὰ συναΐσσοντες : ἐπέψαυον δὲ λόφοισιν ἀλλήλαις ἑκάτερθεν ἐρειδόμεναι τρυφάλειαι . Ζεὺς δὲ μέγ ' ἀμφοτέροισι φίλα
θοῆς ἐπεβήσατ ' ἀπήνης , σὺν δέ οἱ ἀμφίπολοι δοιαὶ ἑκάτερθεν ἔβησαν . αὐτὴ δ ' ἡνί ' ἔδεκτο καὶ
7450331 ἀγχι
χόλον διέχευεν Ἀθήνη ἀνέρας εἰσορόωντος ὁμήθεας . Οἳ δέ οἱ ἄγχι ἤλυθον ἀχνυμένοισιν ἐοικότε , καί ῥά μιν ἄμφω ἄντρου
Ἕκτορος αἰπὰ μέλαθρα νηόν τε ζάθεον Τριτωνίδος , ἔνθά οἱ ἄγχι δώματ ' ἔσαν καὶ βωμὸς ἀκήρατος Ἑρκείοιο . Καί
7441400 λαχνηεντα
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν : οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν ἐξ αὐτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν , οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν . ἐξαυτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
7436624 αἰζηων
δ ' ἀπάτερθεν ἀῆται ὀρνυμένην μάλα τυτθὸν ὑπὲρ δαπέδοιο φέρεσκον αἰζηῶν μετόπισθε : περίαχε δ ' ἄκριτος αὐδή , οἷον
τῷ δὲ πυρὶ ἡ ὕλη δεσπόζει ] κυριεύει ἐμφθορέων δὲ αἰζηῶν : τῶν ἐν θαλάσσῃ φθειρομένων ἐμφθορέων ] ἐμφθειρομένων ὕλη
7434577 νεφεων
, ] εἰ μὴ Ἀθήνη λάβρον [ ἐπεβρόντησε ] διὲκ νεφέων καταβᾶσα [ ] : πληξαμένη θέναρι [ ] δ
, θηροτρόφε , ὑγροκέλευθε , μήτηρ μὲν Κύπριδος , μήτηρ νεφέων ἐρεβεννῶν καὶ πάσης πηγῆς νυμφῶν νασμοῖσι βρυούσης : κλῦθί
7433177 φυλα
Κίμβρων εὐπορίας ἰδόντας : ἀφανισθῆναι δ ' αὐτῶν τὰ δύο φῦλα τριῶν ὄντων κατὰ στρατείας . ὅμως δ ' ἐκ
εἶναι , μήτε θήλεα . Νέμονται . γράφεται καὶ φύονται φῦλα . Νειρίται : κοχλίαι . Νειρίτης ὁ κόχλος ὁ
7428129 ἰδεσθαι
τε νέης ἐνὶ ἤματι μήνην ἢ ἴδεν ἢ ἐδόκησεν ἐπαχλύουσαν ἰδέσθαι : ἐς δ ' ἑτάρους ἀνιὼν μυθήσατο μή μιν
καὶ τείχεα μακρά , ὑψηλά , σκολόπεσσιν ἀρηρότα , θαῦμα ἰδέσθαι . ἀλλ ' ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ '
7421943 ἀσπετος
Ὀλυμπίου εἰσὶν ἀοιδοί , ἃς ἐν χέρσῳ θρέψε Διὸς παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν
ἂν δ ' ὀλοὸν σύριγξ ' ἐπὶ δ ' ἔβραχεν ἄσπετος αἰθήρ : Δένδρεα δ ' ἐσμαράγησε , κραδαινόμεν '
7417247 ὁσσον
δαφοινοῖς δαίνυσθαι στομάτεσσιν ἀμειδέα παιδὸς ἐδητύν . Ζεῦ πάτερ , ὅσσον ἔφυ ζήλοιο πανάγριον ἦτορ . κεῖνον καὶ φύσιος κρατερώτερον
, ἄλλοι δ ' ἐγκατόεντα κεκρύφαλον : ὧν ἀπερύσας δραχμάων ὅσσον τε δύω καταβάλλεο μοίρας τέτρασιν ἐν κυάθοις μέθυος πολιοῦ
7414028 θηρ
τήνδε μικρὸς ὢν τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις
. ἀλλὰ διεψεύσθης , σεσοφισμένε : δὴ γὰρ ὁ μὲν θὴρ ἦε δράκων , σὺ δὲ θήρ , οὐ σοφὸς
7413499 ἀνορουσε
θάλασσάν φησιν Ὅμηρος [ γ ] : Ἠέλιος δ ' ἀνόρουσε λιπὼν περικαλλέα λίμνην : κῦμα , οἴδημά τι ὄν
] κἀλέφαις . ὢς εἶπ ' : ὀτραλέως δ ' ἀνόρουσε πάτηρ [ ] ? φίλος : φάμα δ '
7404705 οἱτ
γνώσηι δ ' ἀνθρώπους αὐθαίρετα πήματ ' ἔχοντας τλήμονας , οἵτ ' ἀγαθῶν πέλας ὄντων οὔτ ' ἐσορῶσιν οὔτε κλύουσι
ἀναθήματα ποικίλλωσιν ἀνέρες ἀμφὶ τέχνης ὑπὸ μήτιος εὖ δεδαῶτε , οἵτ ' ἐπεὶ οὖν μάρψωσι πολύχροα φάρμακα χερσίν , ἁρμονίηι
7404509 χθονι
διπλοῦς πέφυκ ' ἀνήρ . πάλαι πάλαι χρῆν τῆιδε συγκάμνειν χθονὶ ἐλθόντα , καὶ μὴ τοὐπὶ ς ' Ἀργείων ὕπο
ἐς χρόνον ἔλθοις , ὁ κλυτὸς ἐν μερόπεσσι καὶ ἐν χθονὶ παμβασιλῆος . ἔμπλεος εἰς πλόον ἦλθον ἀμετρήτων [ ]
7404491 ἠδ
Μύδωνά τε Ἀστύπυλόν τε Μνῆσόν τε Θρασίον τε καὶ Αἴνιον ἠδ ' Ὀφελέστην : καί νύ κ ' ἔτι πλέονας
ἔπειτα Γαῖ ' εὐρύστερνος , πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεί , ἠδ ' Ἔρος Ἡσιόδῳ δὲ καὶ Ἀκουσίλεως σύμφησιν μετὰ τὸ
7389959 κυμα
λέγει τῶν ὕμνων τὸ πνεῦμα . νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὅπα κῦμα κατακλύσει ῥέον : ἀλληγορικῶς ταῦτα λέγει : προσυπακουστέον δὲ
πέτρας , ὅτι τὴν ναῦν προσέρρηξεν ἂν τῇ πέτρᾳ τὸ κῦμα , καὶ οὐκ αὐτὴ ἡ πέτρα συνεκρότησε τῇ ἑτέρᾳ
7387302 γαιῃ
ἀναδέξασθαι , ἐν γὰρ ἁπάσαις ἦν τὸ ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ , ὑπολαβόντα τὸ ἑαυτῆς νοεῖσθαι ἐκ τοῦ ἑῇ ,
δὲ καὶ μεσσηγύ , πάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν , ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι . Τὸν δ ' ὡς
7383656 κελευθους
κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ ' εὔφρονα καὶ φιλίαν νόστοιο μοῖραν :
δακεῖν σπεύδοντας ἐυστρέπτοιο χαλινοῦ : καὶ στόματος μεγάλοιο λαθὼν ἀνέῳξε κελεύθους ἀνδράσι κευθομένοισι παλίρροον ἆσθμα φυλάσσων , καὶ διὰ μυκτήρων
7381552 ἑρκος
καὶ εὐρυχωρίαν ἔχουσιν οὗτοι , καὶ εἰσὶν ἀνώτεροι : καὶ ἕρκος δὲ περιβάλλουσι τούτοις , οἱονεὶ τεῖχος εἶναι καὶ περίβολον
τῶν ἄλλων κρατεῖν ἀριθμῶν ὁ δέκα φαίνεται πάντων τε λόγων ἕρκος τι καὶ περίκλεισις καὶ δοχεῖον διόπερ καὶ κλειδοῦχος ἐκαλεῖτο
7377469 κελευθα
ἁρπαλέην : τροφὴν ἄσμενον . ἁρπαλέην : ἁρπακτικήν . ἄλλα κέλευθα : ἄλλαι ὁδοί . Κευθμῶνες : κρυπτῆρες τόποι .
Καδαυάδη . ἀλλὰ γὰρ εἰς Ἀχέροντα τὸν οὐ φατὸν ἶσα κέλευθα , ὡς αἶνος ἀνδρῶν , πάντοθεν μετρεύμενα . σῆμα
7377109 ἠελιος
οὐ κατὰ διάνοιαν ἐφάνη αὐτοῖς μέγας κτλ . εὖτε γὰρ ἠέλιος φαέθων ὑπερέσχεθε γαίης : ἡ διπλῆ ὅτι ἐξ ἡρωικοῦ
γειοτόμον δαμάλῃσιν ἐπιθύνουσιν ἄροτρον : ἢ πάλιν ἑσπερίῃσιν ὅτ ' ἠέλιος ζυγὰ κλίνει , ὁππότε σημαίνουσιν ἑαῖς ἀγέλῃσι νομῆες ,
7376054 θηρες
πάλαι γενέσθαι τροφούς τε καὶ φύλακας . Οἱ γὰρ νῦν θῆρες γυναῖκες ἀρχῆθεν ἐτύγχανον , θρέπτειραι τοῦ Βάκχου θεοῦ ,
, καὶ † ἀνδράσι νήπιος ἐών † πιλναμένης , καὶ θῆρες ἀνὰ δρυμὰ πρηΰνονται . τινὲς ἀνέγνωσαν δρυμά ὡς ἀπὸ
7375150 γυια
ἐξορμήσεις . ἐν γυιοδάμαις δὲ , τοῖς ἀθληταῖς τοῖς τὰ γυῖα τῇ γυμνασίᾳ καταπονοῦσιν , ἢ τοῖς καταπονοῦσι τὰ τῶν
. γάνος . . . : γάνος ἀπὸ τοῦ τὰ γυῖα ἰαίνειν λέγεται : τὸ μέλι , τὸ ὕδωρ ,
7375063 αἰγλης
ἐν εὐστέρνοις χοάνοισι τῶν δύο τῶν ὀκτὼ μερέων λάχε νήστιδος αἴγλης , τέσσαρα δ ' Ἡφαίστοιο : τὰ δ '
ῥηθεῖσι : “ τὰς δύο τῶν ὀκτὼ μερέων λάχε Νήστιδος αἴγλης , τέσσαρα δ ' Ἡφαίστοιο , τὰ δ '
7373426 Ὠκεανοιο
τ ' ἀσφάλτῳ τε πολυφλοίσβῳ τε θαλάσσῃ ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο . ἀλλὰ μάκαρ Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν
ὁτὲ δὲ οὕτως : δ ' ὅσσον κοίλοιο κατ ' Ὠκεανοῖο δύηται , τόσσον ὑπὲρ γαίης φέρεται : πάσῃ δ
7370641 ἀδην
τουτέστιν ὠμὰ τὰ φύλλα διαμασήσασθαι καὶ τὸν χυλὸν αὐτῶν καταπίνειν ἄδην ] δαψιλῶς κίχορα δὲ καὶ καρδαμίδας : εἴδη λαχάνων
Νεσταίους τε καὶ Ὤρικον εἰσαφικέσθαι . ἀλλὰ τὰ μὲν στείχοντος ἄδην αἰῶνος ἐτύχθη : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖθι θύη
7370288 κατεναντιον
, οἱ καὶ Ἰνδοσκύθαι καλούμενοι , κατοικοῦσιν , ὅστις Ἰνδὸς κατεναντίον τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατέρχεται , ταχὺν ῥοῦν ὀρθὸν ἐπὶ
μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναι : αὐτὰρ ὅ γ ' ἠελίου κατεναντίον αὐγάζοντος αὐτίχ ' ὑπὲρ δαΐδων ὀλίγην ἀκτῖνα τανύσσει :
7357966 μεσσηγυς
Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μετάφρενον οὔτασε δουρὶ ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν , ἤριπε δὲ πρηνής
ἐννοουμένῃ . ἀλύει : ἀδημονεῖ . Οἱ : αὐτῷ : μεσσηγύς : διὰ μέσης . κύκλα : διαδρομαί . Λισσομένη
7354023 μεροπων
, ἃ δή κ ' αἰσχρὸν ἀγορεύειν , εἰσι θεοὶ μερόπων δόλῳ ἡγητῆρες ἀβούλων τῶν δὴ κἀκ στόματος χεῖται θανατηφόρος
ὡς Ὅμηρος ψεύδεται λέγων : Οὐ γάρ πω πεπόλιστο πόλις μερόπων ἀνθρώπων . Τῷ δὲ Ἐνὼχ ἐγενήθη υἱὸς ὀνόματι Γαϊδάδ
7351246 κολωναι
πάροιθεν ἔασιν ὀλιζότεροι πόδες αὐτοῖς . τοὔνεκα ῥηΐδιοι πτώκεσσι πέλουσι κολῶναι , ῥηΐδιοι πτώκεσσι , δυσάντεες ἱππελάτῃσι . ναὶ μὴν
ἐπήιεν ἀθρόα φῦλα θῆρές τ ' οἰωνοί τε βαθυσκόπελοί τε κολῶναι καὶ ποταμοὶ καὶ πᾶσα βαθύσκιος ἤιεν ὕλη . Ἀλλὰ
7348539 πεδον
στεφάνοισι κάρη παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεράπευε
ΜΥΚΑΙ . Ἀριστίας : μύκαισι δ ' ὠρέχθει τὸ λάινον πέδον . Πολίοχος : μεμαγμένην μικρὰν μελαγχρῆ μᾶζαν ἠχυρωμένην ἑκάτερος
7344224 ῥιμφα
ὡς δ ' ὅτ ' ἀεθλοφόροι περὶ τέρματα μώνυχες ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι : τὸ δὲ μέγα κεῖται ἄεθλον ἢ
χαλεπά , καὶ “ ῥιγεδανῆς Ἑλένης ” τῆς φρικώδους . ῥίμφα ταχέως . ῥινός ἐπὶ μὲν τοῦ δέρματος τοῦ μυκτῆρος
7342304 ἐνερθε
υἱὸς τῆς Κισσέως . . Ἰφιδάμας δὲ κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε νύξ ' , ἐπὶ δ ' αὐτὸς ἔρεισε .
ἀγγελίην ποτιδεγμένοι αὐτίκ ' ἀκοῦσαι , ὣς οἱ καγχαλόωσιν ἐσαθρήσαντες ἔνερθε ῥινὸν ἀνερχομένην εὐάγγελον : αὐτίκα δ ' ἄλλοι ἀσκοὶ
7338362 ὑψοθεν
θεοὶ δόσαν εὐμενέοντες : τρήρων μὲν φεύγουσα βίην κίρκοιο πελειάς ὑψόθεν Αἰσονίδεω πεφοβημένη ἔμπεσε κόλπῳ , κίρκος δ ' ἀφλάστῳ
μέλος ἢ τὸ καταχές τῆν ' ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ . αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον
7325589 ὁπποτε
αὐτῷ πότμος ὁμοῖος ἑσπέσθαι παρὰ βωμὸν ἀληθέος Ἀπόλλωνος ὕστερον , ὁππότε μιν ζαθέου δηλήμονα νηοῦ Δελφὸς ἀνὴρ ἐλάσας ἱερῇ κατέπεφνε
γε δώσεις πλείοσιν ἢ ἔχομαι : ἡ γὰρ δίκη , ὁππότε πάτρης ἧς ἀπέῃσιν ἀνὴρ τόσσον χρόνον ὅσσον ἐγὼ νῦν
7319447 νιφοεντος
ὅπλα ἐκάλεσεν ὁμοίως ἡμῖν νῦν . . παρ ' Οὐλύμπου νιφόεντος . : Ν . τέκνον ἐμόν , τοῦτον μὲν
μόνη , οὐδέ τις ἄλλος ἀθανάτων , οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , καὶ Διὸς ὄμμα τέλειον : ἐπεί γ
7311995 τυτθον
τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίγνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . Ἀπτῆνα , τυτθόν , ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων . Ἀλλ ' ἢ τρίορχος
, ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . ἔγρεο τυτθόν , Ἄδωνι , τὸ δ ' αὖ πύματόν με
7310138 πασαων
. πρὸς δ ' αὐγὰς Ἰνδῶν ἐρατὴ παραπέπταται αἶα , πασάων πυμάτη , παρὰ χείλεσιν Ὠκεανοῖο , ἥν ῥά τ
δέ μοι , Διός , ἔννεπε , Μοῦσα , νήσων πασάων ἱερὸν πόρον , αἵτ ' ἐνὶ πόντῳ ἀνδράσι φαίνονται
7309923 πελεται
ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ , οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι . Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου
τὸν λόγον , λέγων [ Τ ] αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν , ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ
7308618 αὐτως
ὀλέθριον οὔτε λίνοιο ἀμφιβολὰς ἐφέηκαν ἁλίστονοι ἀγρευτῆρες , ἀλλ ' αὔτως ἐρύουσιν ἀναψάμενοι μίαν οἴην ἐν ῥοθίοις : αἱ δ
μούνην σεῖο λίπῃς ἀπάνευθεν , ἐποιχόμενος βασιλῆας , ἀλλ ' αὔτως εἴρυσο : δίκη δέ τοι ἔμπεδος ἔστω καὶ θέμις
7303771 νηδυα
ἀμυνέμεν Ἀργείοισι : τόν ῥα τότ ' Αἰνείας ἁπαλὴν ὑπὸ νηδύα τύψας νοσφίσατ ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο
. . . . . . . . . . νηδύα πλησάμενοι πολυχανδέα , πάντ ' ἐπιόντες αἷμα μέλαν πίνουσιν
7300708 τοθι
? ? ἀφίκοντο θεῶν ] ? περικαλλέα [ νᾶσον ] τόθι ] Ἑσπερίδες παγχρύσεα [ ] ? δώματ ] ?
ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο , κεύθετ ' ἐνὶ σπήλυγγι , τόθι σκέπας ἄρκιον εὕρῃ , καὶ βόσιος χατέουσα πόδας χεῖράς
7290779 ἠϋτε
ῥῆξαι μάλα περ μενεαίνων : ἴσχον γὰρ πυργηδὸν ἀρηρότες , ἠΰτε πέτρη ἠλίβατος μεγάλη πολιῆς ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα , ἥ
εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν πρωτοτόκου νύμφης ἢ μηκάδος οὐθατοέσσης : τόν ῥα
7282635 μεροπεσσιν
καὶ χίμαροι λασίῃσιν ἐφιππεύουσι χιμαίραις : καὶ δ ' αὐτοῖς μερόπεσσιν ἐν εἴαρι μᾶλλον ἔρωτες : εἴαρι γὰρ πάνδημος ἐπιβρίθει
ἔμπαλιν , ὁππόθι λήγει . οὐ μὲν δὴ πάντεσσιν ὁμῶς μερόπεσσιν ἔοικεν οἴης ἐκ χώρης ἐτέων λάζυσθαι ἀριθμόν : ἄλλη
7282534 αἰψα
ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς δινεῖται : ταὶ δ ' αἶψα κραδαινόμεναι ἑκάτερθεν σύμπεσον ἀλλήλαισι , καὶ οὐρῆς ἄκρον ἔκερσαν
τοῖο λίθοιο , τί τοι πλέον οὐρανιώνων φθέγγωμαι ; τῶν αἶψα καὶ ὑψόθι περ μάλ ' ἐόντων ἦτορ ἐπιγνάμπτει καὶ
7282246 θεινομενων
οὐδ ' ἀπέληγον ὑσμίνης . Πάντων δὲ καρήατα δεύετο λύθρῳ θεινομένων ἀνὰ δῆριν ἀμείλιχον , ὡς ἐτεόν περ : οἴνῳ
Θεινόντων : οὐταζόντων . ἄμοτον : ὁμοῦ , ἀκατάπαυστον . θεινομένων : οὐταζομένων . Ἕλῃ : λάβῃ . ἑτεραλκέα νίκην
7281197 ἀρρηκτον
Τηλάνδροιο χῶρον ἐς ἱμερόεντα , πέτρην δ ' ἐφύπερθε βάλοντο ἄρρηκτον : Νύμφαι δὲ περίβλυσαν ἱερὸν ὕδωρ ἀενάου ποταμοῖο τὸν
ἀνδράσι κάρτος ἀέξει . Καὶ γάρ τ ' ἠλίβατον πέτρην ἄρρηκτον ἐοῦσαν μήτι ὑποτμήγουσιν ἐν οὔρεσι λατόμοι ἄνδρες ῥηιδίως :

Back