βορόν , ἤγουν τὸ κατεσθίον καὶ ἀφανίζον πᾶσαν ὕλην . Ἁφαίστου ] τοῦ πυρός . Παῖδ ' ἐκ νεκροῦ ]
ζαμενὴς ἔμειξ [ ὦ Μοῖσαι : τοῦ δὲ παντέχνοις [ Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθάνας [ τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο ;
6336261 αἰθερος
, φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν , αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος , ἔνθα ποθ ' ἁγνὰς ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι
. Ζεὺς δὲ ὁ αἰθήρ . τὸ δὲ θερμὸν τοῦ αἰθέρος , μιγνύμενον τῷ ἀέρι , ζωογονεῖ ὅθεν μυθεύονται τὰ
6281777 ἰχνος
πλάγια παραγόμενον . ἔσται δὴ τρίβος τῷ μὲν βαδίζοντι τὸ ἴχνος τοῦ ποδός , τῷ δὲ κατακειμένῳ τὸ ἰνίον ἅπαν
ἄλλοθέν ποι αὐτὸ ὑπομένουσιν ἢ ὅτι ἡ φύσις παντὶ ἀνθρώπῳ ἴχνος τι ἐγκατέσπειρε φιλοσοφίας . ἢ οὐ φιλόσοφον πρὸς θεῶν
6199695 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
6170356 αὐρα
καὶ ἀπὸ τοῦ ἀήρ ἀέρος γενέσθαι ἀέρα καὶ κατὰ κρᾶσιν αὖρα , ὡς γράες αἱ γραῦς καὶ 〚 αἱ 〛
παρὰ τὸ ξυστὴρ , ξύστρα : καὶ πλεονασμὸς τοῦ υ αὖρα : ἄγγελος , παρὰ τὸ ἄγω ἄγελος καὶ ἄγγελος
6046188 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
5944715 ὀμμα
Ἑρμῆ νεκρῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε , νυκτός τ ' ὄμμα τῆς μελαμπέπλου ἔστιν δὲ ποδαπὸς τὸ γένος οὗτος ;
σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα ,
5873068 ὀμματων
εἰς τὴν αἰχμὴν ἣν ἔχει καὶ εἰς τὸ ὑπέρτερον τῶν ὀμμάτων , ἤτοι τὴν περικεφαλαίαν , θαρρῶν σέβειν ταύτην περισσότερον
θεωρηθέντα οὐ τῷ πνεύματι , ἀλλὰ τῇ γινομένῃ ἀπὸ τῶν ὀμμάτων φορᾷ καὶ νεκρὸν ποιεῖ . ἐγνώσθη δ ' οὕτως
5832143 Ἀμφιαραε
καὶ Ἀμφιάρεως : ἑκατέρως λέγουσιν : ” ὦ δέσποτ ' Ἀμφιάραε πολυτίμητ ' ἄναξ . ” ἀναβάλλεσθαι τὸ ἱμάτιον :
ἀνασχετάς καὶ παρ [ ἀμυντής , ἀλκηστής ὦ δέσποτ ' Ἀμφιάραε πολυτίμητ ' ἄναξ ἄψοφον ἔχειν στόμα ἀνίερος τύχη δημεχθὴς
5814933 λαμπων
φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ
σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων .
5787545 αἰθηρ
τοῦ “ βιοθρέμμονα ” δῆλον , ὅτι ἀήρ , οὐχὶ αἰθήρ . Αἰθέρα : τὸν ἀέρα : ὁ γὰρ αἰθὴρ
οὐδὲν ἐμπόδιον , οὐ τοῦ ἡλίου πῦρ , οὐχ ὁ αἰθήρ , οὐχ ἡ δίνη , οὐχὶ τὰ τῶν ἄλλων
5756509 νεφος
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ
5749165 φλεγων
σκεδασθῆναι ] διαχυθῆναι . θεοῦ ] τοῦ ἡλίου . . φλέγων γὰρ αὐγαῖς ] ὁ γὰρ λαμπρὸς κύκλος τοῦ ἡλίου
ἐνιδρυμένος ἢ κατὰ συστάδην μαχόμενος ὁ Ζεὺς ἀπὸ τῆς χερὸς φλέγων καὶ ἀνάπτων καὶ ἐκπέμπων τὸν κεραυνόν , καὶ οὐδαμῶς
5721944 φαος
σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα : τοῖο γὰρ ὥρη . ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ ' ὑπὸ ζόφον , οὐδὲ ἔοικε δηθὰ θεῶν
Σεληναίη καὶ Ἰχθύσιν ἀμφὶς ἐοῦσα ἢ ἐνὶ Τοξευτῇ καί οἱ φάος ἐνδεὲς ἔστω , ὡς δ ' αὔτως καὶ ἀριθμός
5706492 αὐγη
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα :
5695891 μυδρος
καλὸν ποίκιλμα τέκτονος σοφοῦ , ὅθεν τε λαμπρὸς ἀστέρος στείχει μύδρος ὅ θ ' ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται .
. . α . , . Ἀμυδρός : παρὰ τὸ μύδρος , ὃ σημαίνει τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , ἀμυδρός ,
5682241 φεγγος
δέξαιτο δ ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος , δίκᾳ ξεναρκέϊ κοινόν φέγγος . εἰ δ ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκˈριτος ἁλίῳ σὸς
τοίνυν μηδὲ εἰς τὰς κοίτας λαμπτῆρας φέρεσθαι μηδὲ ἄλλο νυκτερινὸν φέγγος : ἤδη γάρ τινες , ἐπεὶ πάντῃ ἐξείργονται μηδὲν
5641664 ἠερος
νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ κύκλωι ἀνδρομέη τροχάουσα δι ' ἠέρος ὄμματος ἀκτὶς Ἠέλιον βλεφάροισιν ἴδε ζωστῆρα κατόπτρου : καὶ
, αἳ δ ' ἔτι φύζης μνωόμεναι πολιοῖο δι ' ἠέρος ἐσσεύοντο : τῇσι δ ' ἐφ ' Ἡρακλέης κεχολώμενος
5595779 πτηνος
ἱππεύειν μαθεῖν ὡς νομίζω , ἢν ἱππεὺς γένωμαι , ἄνθρωπος πτηνὸς ἔσεσθαι . νῦν μὲν γὰρ ἔγωγε ἀγαπῶ ἤν γ
ἀποτμηθείσης δὲ τῆς κεφαλῆς , ἐκ τῆς Γοργόνος ἐξέθορε Πήγασος πτηνὸς ἵππος , καὶ Χρυσάωρ ὁ Γηρυόνου πατήρ : τούτους
5573073 πεσουσα
διατρίβοντες νοσοῦσι τὸν πλεῖστον χρόνον , οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ πεσοῦσα ἐν τῇ ὕλῃ τὸν πλεῖστον χρόνον τὴν ἀπάτην νοσεῖ
τύχην : συνεζεύχθην : τὸ ἑξῆς : εἰς δούλειον ἦμαρ πεσοῦσα ἀναξίως : χρὴ δ ' οὔποτ ' εἰπεῖν :
5487518 ποικιλμα
. ὅθεν Εὐριπίδης εἶπεν : ἀστέρες δ ' ἐν οὐρανῷ ποίκιλμα τέκτονος σοφοῦ . ἐλάβομεν δὲ ἔννοιαν ἐκ τοῦ τὸν
ἐν τοῖς ἱεροφαντηθεῖσι χρησμοῖς ἀνείρηται καὶ τὸ τοῦ θεοῦ καλὸν ποίκιλμα , ὅδε ὁ κόσμος , ἐπιστήμῃ πανσόφῳ τετελεσιούργηται ,
5457945 πνοας
τέθεικε πρὸς τὸ νηός , τὸ καταιγίσαι λέγω καὶ τὸ πνοὰς καὶ τὰς λοιπάς : διόλου γὰρ τῇ μεταφορᾷ ταύτῃ
, φησί , τὸν Κάστορα εὗρε τεθνηκότα , τὰς δὲ πνοὰς ὑποψυχρούμενον ὑπὸ τῆς φρίκης . καταψύχονται γὰρ οἱ νεκρούμενοι
5439361 ἀθεσφατος
ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' αἰόλα κέρδεα
οὐδ ' εὐρεῖα τέτυκται . ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος , ἐν δέ τε οἶνος γίνεται : αἰεὶ δ
5422183 ζαμενης
Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην , τοῦτ ' αἴτημί σε ὁ ζαμενὴς δ ' ὁ χοροιτύπος , ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε
ἀποδέχεται ὁ Πίνδαρος τὴν μετὰ συνέσεως τόλμαν τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν : ἡ μὲν σύνεσις προεπισκοποῦσα
5400814 ῥεθος
, καὶ γυίων ἄνθος ἀκηράσιον : τῇ δὲ Φιλοκλῆος χρύσεον ῥέθος , ὅς γε καθ ' ὕψος οὐ μέγας ,
τὸν σφοδρὸν καὶ διάπυρον ἄνεμον τοῦ πολέμου . * * ῥέθος κυρίως τὸ πρόσωπον παρὰ τὸ ῥᾶον τὰ ἔθη δι
5393662 ἀστερωπον
εὐχόρευτος εὐπρόσωπος ἐμπρέπων ξανθῶι γενείωι . ἐς δ ' Ὄλυμπον ἀστερωπὸν ἔρχεται πανωιδὸς ἀχὼ θεῶν Ὀλυμπίων ὅμιλον ἀμβρόται ῥαίνοισα μοίσαι
περικλάσεις πεποίηκεν : ὅθεν καὶ Εὐριπίδης φησί τό τ ' ἀστερωπὸν οὐρανοῦ σέλας , χρόνου καλὸν ποίκιλμα , τέκτονος σοφοῦ
5392567 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
5352819 στυγνον
φεύγεις μακρόν , Ἄδωνι , καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ
σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ στυγνὸν καὶ σκυθρωπὸν γεγονός , μόνον δὲ τοὺς ὀδόντας φανεροὺς
5345094 πνεει
εἰς ξένους τόπους , ὅπου τροπή , κίνδυνος ἐστομωμένος , πνέει καθ ' ἡμῶν φλεγμονὰς πυρεκβόλους ; μικρόν τι καρτέρησον
τῷ καί μιν δελέασσιν ἀποπνείουσιν ἀϋτμὴν ῥηϊδίως ἕλκουσιν , ὅσα πνέει ἐχθρὸν ἄημα . εἴκελα δὲ τρίγλῃσιν ὕεσσί τε ,
5339425 κεραυνος
τὸ λαμπρὸν καὶ ἐπιφανές . . ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰγίδος τοῦτό
σὺ λέγειν φαίνει . τί γάρ ἐστιν δῆθ ' ὁ κεραυνός ; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ ,
5334044 στειχει
βασιλεύς : τὸ ἑξῆς : καὶ μὴν βασιλεὺς ὅδε δὴ στείχει Μενέλαος ἄναξ , τῶν Τανταλιδῶν ἐξ αἵματος ὤν ,
τοιαῦτα κἀγὼ σημανῶν ἐλήλυθα : ἀνὴρ γὰρ ἀλκῆς μυρίας στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας
5330092 χωρει
γὰρ τὴν ἐξαίφνης ἔφοδον τῶν ἀκουσθέντων ἢ θεαθέντων εἰς βάθος χωρεῖ τὸ λογιστικόν . τὸ δὲ ἄχθος ἐστὶ λύπη βαροῦσα
τῶν ἄλλων τοῦ σώματος πόρων καὶ τῷ λόγῳ θεωρητῶν εἴσω χωρεῖ , θερμανθεὶς δὲ εἰς τὰ ἔξω πρὸς τὸ συγγενὲς
5329862 ἐνερθεν
καὶ Ἑρμῆ , βασιλεῦ τ ' ἐνέρων , πέμψατ ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς : εἰ γάρ τι κακῶν ἄκος
τοὶ πλάνατες ἀστέρες : ἐν δὲ τᾷ χώρᾳ τᾶς σελάνας ἔνερθεν ἐπὶ τὰ δι ' εὐθείας ἰόντα σώματα ἁ τῶ
5322131 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
5321614 ὀφις
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν ,
5316085 οὐρανιον
πρὸς ἄλληλα καὶ ὁμοιότητα ἔχειν πρὸς ἑαυτὰ , ὥστε τὸ οὐράνιον σῶμα ψυχὴν εἶναι ὠγκωμένην καὶ ζωὴν ἐπὶ πᾶν διεστῶσαν
πρὸς τὴν ὕλην , ἀναγωγός τε ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ καὶ ἄυλον ἀλλ ' οὐχὶ κάτω βρίθουσα περὶ
5314575 ἐδυ
παράγωγον δῦμι , ὁ ἀόριστος δεύτερος ἔδυν καὶ τὸ τρίτον ἔδυ καὶ ἀνέδυ καὶ κατέδυ : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ
. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς ὡς εἶδ ' , ὥς μιν μᾶλλον ἔδυ χόλος , ἐν δέ οἱ ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων
5310973 κυκλωσας
κυνῇ κλήρους . λαχὼν δ ' ὁ Φοῖβος χρυσέην τε κυκλώσας τόξοιο νευρήν , ὀξέως ἀφεὶς πρῶτος τὸ βέλος ἔπηξεν
εἰς , ἀλλ ' οὕτω λέγε : ὁ Ἐνικεὺς δὲ κυκλώσας τὴν χέρα , ἐν πέτρῳ ἔδικε καὶ ἔῤῥιψε μῆκος
5295474 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
5292678 ὁδοιπορος
, τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ ἀδίκῳ . Ὁδὸν ἀπιὼν ὁδοιπόρος γε πάλαι εὑρεῖν αἰτεῖ τῷ Διὶ καθ ' ὁδὸν
. Καὶ γὰρ τῶν ἐκ γῆς φυομένων παντοδαπὸς μὲν θεατὴς ὁδοιπόρος , ὁ δὲ γεωργός , ὑγιής : ὁ μὲν
5288571 ἀρθεις
οὐκ ἀλλοτρίων ἀλλ ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ ' ἡνιοχήσας . ἀρθεὶς δὲ μέγας καὶ τιμηθεὶς ὡς οὐδεὶς πώποτ ' ἐν
ἑστιαθέντες : τούτων γὰρ ὁ λογισμὸς ἀπὸ γῆς ἄνω μετέωρος ἀρθεὶς αἰθεροβατεῖ καὶ συμπεριπολῶν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ τῷ σύμπαντι
5284622 βαινει
τέλειον ἐστὶν ἠλεός . Ἠλίβατος . ἐφ ' ἣν πρώτην βαίνει ὁ ἥλιος : ἢ ἡ παραθαλασσία , ἡ ἐφ
πρὸς ἄλληλά τε οὕτως . ὑπείκει δὲ ὅσον ἐπὶ σμικροῦ βαίνει : τὸ δὲ ἐκ τετραγώνων ὂν βάσεων , ἅτε
5284294 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
5278802 φωτος
τοῦτο καὶ ἡ οὐσία . ἀλλ ' εἰ τῆς τοῦ φωτὸς ἀφθαρσίας οὐ συναπολαύει ἡ δύναμις ἡ αἰσθητική , οὐδὲ
ἄλλως δὲ ἀποδείκνυμεν . τί ἐστι σελήνης ἔκλειψις ; στέρησις φωτὸς ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως . ἡ σελήνη ἀντιφράττεται : τὸ
5265562 πορος
ὀφθαλμὸν , ὅταν ὁ διατείνων ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ μήνιγγος πόρος ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποῤῥαγῇ , ὡς ἀβλεψίαν τελείαν γενέσθαι
πράγματα ἀγερμὸς συναγερμός , ἄθροισις συνάθροισις , συναθροισμὸς ἀθροισμός , πόρος , συναγωγή , ἔρανος , συλλογή , σύστασις :
5264150 λαμπει
καὶ γοητείας , ἵν ' ἀνατείλῃ , ἀλλ ' εὐθὺς λάμπει καὶ πρὸς ἁπάντων ἀσπάζεται , οὕτω μηδὲ σὺ περίμενε
, κράτει δὲ προσέμειξε δεσπόταν , Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα : λάμπει δέ οἱ κλέος ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ :
5240216 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
5223033 κυμα
λέγει τῶν ὕμνων τὸ πνεῦμα . νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὅπα κῦμα κατακλύσει ῥέον : ἀλληγορικῶς ταῦτα λέγει : προσυπακουστέον δὲ
πέτρας , ὅτι τὴν ναῦν προσέρρηξεν ἂν τῇ πέτρᾳ τὸ κῦμα , καὶ οὐκ αὐτὴ ἡ πέτρα συνεκρότησε τῇ ἑτέρᾳ
5219568 σφην
φυλάττουσι δηλονότι ἐν τῇ γενικῇ , οἷον σπλήν σπληνός , σφήν σφηνός , μήν μηνός , Ζήν Ζηνός , ῥήν
τάδε : ἄξων ἐν περιτροχίῳ , μοχλός , πολύσπαστον , σφήν , καὶ πρὸς τούτοις ὁ καλούμενος ἄπειρος κοχλίας .
5212507 ἐρχεται
ΒΕΓ : φανερὸν γάρ , ὅτι διὰ τῶν Β Γ ἔρχεται . Λέγω δή , ὅτι τὰ ἀπλανῆ ἄστρα ,
οὕτως τὸ εἶδος φύσις . οὐ γὰρ ὥσπερ ἡ ἰάτρευσις ἔρχεται μὲν εἰς ὑγείαν , ὀνομάζεται δὲ ἀπὸ τοῦ ποιοῦντος
5210592 Ἀμφιτριτας
εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι , χρυσαλακάτοιο πόσις Ἀμφιτρίτας , ἐμῶν δ ' ὕμνων ἄεξ ' εὐτερπὲς ἄνθος
δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον , εἴτ ' ἐς μέγαν θάλαμον Ἀμφιτρίτας , εἴτ ' ἐς τὸν ἀπόξενον ὅρμων Θρῄκιον κλύδωνα
5206954 ἀναυδος
, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο . ὁ δ ' εἷρπ ' ἄναυδος , μέγα φρονῶν : πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας
φωνῶ γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα αὖος καὶ ἄναυος , ὡς αὐδῶ ἄναυδος , καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ υ ἄναος καὶ Ἀττικῶς
5206095 φαινει
τὰς Πλειάδας εἴληπται . τὰ μὲν γὰρ ἄλλα ζῴδια πρώτην φαίνει τὴν κεφαλὴν κατὰ ἀνατολὰς , ὁ δὲ ταῦρος τὸ
, μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακὴν ἥνπερ περὶ τῶν εἰσφορῶν φαίνει , οὐκ εὔδηλον δι ' ὃ τοῦτ ' ἐποίησας
5205083 φαινεις
Ὦ Ζεῦ , τί τοῦτο , ” ἔφην , “ φαίνεις ἡμῖν τέρας ; ἀλλ ' εἰ τῷ ὄντι σὸς
περιεστώτων χάριν . Ἐκ τῶν πολεμίων εἰσάγεις θρυαλλίδα . Ἔπειτα φαίνεις δῆτα διὰ θρυαλλίδα ; Αὕτη γὰρ ἐμπρήσειεν ἂν τὸ
5203616 ὀμβρος
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος
5199140 ἐκαλυψεν
φάρεϊ πορφυρέωι , Τυρίης βλαστήματι κόχλου , ἀενάου βουβῶνος ἄναξ ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ
τὸ ἐπίγραμμα : τήν ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ '
5187740 ἑλκει
τούτου γλύφεται τὰ σφραγίδια καὶ ἔστι στερεωτάτη καθάπερ λίθος : ἕλκει γὰρ ὥσπερ τὸ ἤλεκτρον , οἱ δέ φασιν οὐ
ὡς αἰτίαν ἀναφερόμενα , οἷον διὰ τί ἡ Μαγνῆτις λίθος ἕλκει ἢ τὸ ἤλεκτρον ἢ ἡ σικύα : ἀντιπερίστασιν γὰρ
5185433 εὐσημος
αὐξηθῆι βροτοῖς . Μεθ ' ὃν κύκλου φοραῖσι ταῖς πολυστρόφοις εὔσημος οὐκ ἄσημός ἐστι Τοξότης τὰ νέρθε δεικνὺς γαστρὸς οὐ
] ἐν . ἁλοῦσα ] ἁλοῦσα δὲ ἡ πόλις . εὔσημος ] ἐπίσημος τῶι καπνῶι . θύελλαι ] τῆς φθορᾶς
5168020 Ἐρως
λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ
οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου
5159994 φυεν
χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . ΠΥΛΕΩΝ . οὕτως καλεῖται ὁ
συγκυλίνδεται τῇ γυναικί , τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον
5159210 πορευεται
νενομισμένου καιροῦ τοῖς νέοις ἀναφύοντος τὸν ἴουλον . στείχει ] πορεύεται . στείχει ] κινεῖται . στείχει ] ἐξέρχεται .
σφοδρῷ ἱσταμένου θέρους , πιεζόμενος ὑπὸ λιμοῦ ἀνὰ τὰ ὄρη πορεύεται ζητῶν ἐξ αἰγῶν ἢ προβάτων αὑτῷ τινα πορίσασθαι τροφήν
5150052 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
5149582 ἀστραπης
σωληναρίῳ χρυσῷ καὶ φορῇ , οὐ βλαβήσεται ὑπὸ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς . περίαπτον δὲ πρὸς κεραυνὸν ἕξεις ἐὰν λίθον κεραύνιον
δὲ ὁ Θέρσανδρος τὸ κάλλος ἐκ παραδρομῆς , ὡς ἁρπαζομένης ἀστραπῆς ἀφῆκε τὴν ψυχὴν ἐπ ' αὐτὴν καὶ εἱστήκει τῇ
5149382 ἱμερου
τῆς τέχνης τὸν χαλκὸν μαλαττούσης , χλιδῆς δὲ ἦν καὶ ἱμέρου μεστὸς καὶ τὸ τῆς ἥβης ἔφαινεν ἄνθος , πάντα
δαρὸν ] ἐπιπολύ . ἐξὸν ] δυνατοῦ ὄντος . . ἱμέρου ] ἐπιθυμίας τῆς σῆς . . τέθαλπται ] ἐξεκαύθη
5141016 ἀνεμος
τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ
ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ
5137668 ὀφθαλμος
μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ
δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ
5126667 ἐρχομενον
φοβεῖσθαι : ἐπὶ τὴν θεραπείαν οὐκ ἄγεσθαι , ἑκόντα δὲ ἐρχόμενον ἥδεσθαι . πατρικῆς δὲ ἀνάγκης ἄμοιρος ἡ τέχνη ,
τὸ μεσαμβρινὸν ἤν σε βαρύνῃ δίψος ἀν ' ἐσχατιὰς Κλείτορος ἐρχόμενον , τῆς μὲν ἀπὸ κρήνης ἄρυσαι πόμα καὶ παρὰ
5119390 ἀχλυος
καὶ αἰγιαλὸν πολλάκις ἐξενεχθῆναι πλείστης αὐτῷ κατὰ τῶν ὀμμάτων ἐσκεδασμένης ἀχλύος . Ἔχονται δὴ προσευξάμενοι τότε τῆς θήρας ὡς οἱ
μὲν ἐπάλληλα πυκνώματα τῶν νεφῶν ἐκμελαίνεται , καὶ μετὰ θολερᾶς ἀχλύος κατηφὴς ἅπας ὁ οὐρανὸς ἀμαυροῦται , τοῦ δὲ ἀέρος
5118310 προκυπτει
οἰκουρῆσαν τὸ πολὺ τῆς ἀκμῆς εἴσω τῆς κάλυκος , ὀψὲ προκύπτει καὶ σχίζεται . ἀλλ ' οὐδ ' ὀπωρίζειν ἔξεστιν
εὐφώνως . γυνὴ δ ' ἀκούει τοῦδε , κἀξαναστᾶσα θυρίδων προκύπτει , καὶ βλέπουσα τὸν παῖδα λαμπρῆς σελήνης ἐν φάει
5116920 εὐφρονηι
τ ! [ ἐν τῆι τεκούσηι [ ] δ ' εὐφρόνηι ? [ ὁ ? μέν ? τις ἄστρων φ
δὲ πῶλοι Θρηικίων ἐξ ἁρμάτων λευκαὶ δέδενται , διαπρεπεῖς ἐν εὐφρόνηι : στίλβουσι δ ' ὥστε ποταμίου κύκνου πτερόν .
5115350 φαιδρος
εἰς ἄφθαρτον , ἱλαραῖς ὄψεσιν ἐκ τῆς κατὰ ψυχὴν εὐθυμίας φαιδρὸς καὶ γεγηθώς φησιν : „ ἐμοὶ μὲν ἀπαλλάττεσθαι καιρὸς
βασιλείαν διὰ τὴν πρὸς Πολυσπέρχοντα ὀργήν . ταῦτα ἀναγνοὺς Κάσσανδρος φαιδρὸς καὶ περιχαρὴς ἐγένετο καὶ τὸν Νικάνορα παραπέμποντα ἐπισπασάμενος εὐηγγελίσατο
5109916 φριττει
δὲ ἄρα ῥίζας θανατηφόρους . ἐπειδὰν δὲ ὑποβλέψῃ ταυρηδόν , φρίττει μὲν παραχρῆμα καὶ ἐγείρει τὴν λοφιάν : ὑπανισταμένης δὲ
φύγοι τὸν μέτριον ; τίς δὲ οὐχὶ καὶ φιλεῖ καὶ φρίττει τὴν ῥώμην τοῦ πάντα μὲν ταύτης ἀκριβῶς ἀναπλήσαντος ,
5107621 ποντος
θηρῶν ἀνόητα γένη , σοὶ δὲ καὶ χθὼν πᾶσα καὶ πόντος καὶ ὁ παμμήστωρ Ἄρης . καίτοι γε πόσῳ κρεῖττόν
παρεῖχ ' ἄφερτον Ἰδαία χιών , ἢ θάλπος , εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών τί ταῦτα
5105757 ἐοικως
ὁ δὲ Ποσειδῶν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν Τροίᾳ συναγωνίζεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς , ἀλλὰ καὶ Ἄρης ἀνδρὸς ἔχων ἰδέαν Ἕκτορι λοιγὸν
γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων γενύεσσι
5100284 νιν
νικήσαντα ἐν τῇ τέχνῃ αὐτοῦ , ἤτοι τῇ αὐλητικῇ , νὶν καὶ αὐτὴν τὴν ἑλλάδα : ἥντινα τέχνην ἐφεῦρεν ἡ
νὶν καὶ τὸ γένειον ὅλον καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ
5098833 ἀλκυονεσσι
, τηλόθι δ ' οἴη λυγρῇσιν κατὰ πόντον ἅμ ' ἀλκυόνεσσι φορεῦμαι , σῶν ἕνεκεν καμάτων , ἵνα μοι σόος
εἴην , ὅς τ ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις .
5097362 καπνος
δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν
ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ
5091045 κελαδει
θεὸς ἡ μεγάλη ? ? ˈ ⚕ης ] αὐλὸς ˈ κελαδεῖ Φρύγιος ? [ ˈ [ ] ! ˈ χορὸν
πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . καὶ ἐν Μήδῳ : ὥς ποτ ' ἐκήλησεν
5085556 καιριος
παῖδα καὶ βασιλέα πάσης ἀρχῆς . καὶ Κύψελος ἔτι ζῳογονούμενος καίριος εἶναι τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἐδόκει , φοβοῦντος αὐτοὺς ἰνδάλματος
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν .
5082697 μετεωρος
βιαιότερον , βέλτιον δὲ ὁ ὑπερορῶν , καὶ ὑπερήφανος καὶ μετέωρος , καὶ ἀπὸ τῆς τερατείας ὁ τερατευόμενος , καὶ
σοὶ καταλύων , ὅτε πρὸς τὴν ἐνταῦθα στρατείαν ἡ Ἑλλὰς μετέωρος ἦν : ὡς δὲ καλὴν εὗρεν ὑποδοχὴν καὶ πλείστης
5082006 πετασας
μὴ καὶ αὐτοὶ τῆς αὐτῶν κακίας κοινωνοὶ δόξωμεν . ὀρνιθοθήρας πετάσας τὰ λίνα ἐκ τῶν ἡμέρων περιστερῶν προσέδησεν : εἶτα
ἐσήλατο χειμῶνος ὄντος καὶ τὸ πεῖσμα κόψας καὶ τὸ ἱστίον πετάσας ἐπέτρεψε τῇ τύχῃ φέρειν . κατήχθη δὲ ἔς τινα
5078195 οὐρανιος
τυραννικὸν ποιητικῷ , ποτέρῳ ἂν αὐτοῖν φανείη ἐνθεώτερος , καὶ οὐράνιος , καὶ ἄξιος Ἀφροδίτης ἐπονομάζεσθαι , καὶ ἔργον εἶναι
γαῖαν , οἶκε θεῶν μακάρων , ῥόμβου δίναισιν ὁδεύων , οὐράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς , ἐν στέρνοισιν ἔχων
5077289 αἰθερα
ἀστεροπήν , νέφος , ὄρνεον , ἄγγελον , ἰχθύν , αἰθέρα , νύκτα , θάλασσαν , ὅλην φύσιν , ἔμφρονι
Χρόνου δὴ καὶ ῥύσεως τέκνα γῆν τε καὶ ὕδωρ , αἰθέρα τε καὶ ἀέρα σὺν αὐτῷ ὑπεστήσατο : καὶ τῇ
5075867 γαιας
, κρύψω τόδ ' ἔγχος τοὐμόν , ἔχθιστον βελῶν , γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται : ἀλλ ' αὐτὸ
μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν ὠιδαῖς , ἅ ποτε Καδμογενῆ
5069551 μαρμαιρων
ἐστιν ὁμίχλης ἠελίου δύνοντος ἐπὶ κλίσιν ἠριγενείης . αὐτὰρ ὃ μαρμαίρων ἀκρέσπερος ἔρχεται ἀστήρ οὐρανὸν αἰγλήεντα διαυγέα πρῶτα χαράσσων :
κατὰ σκοπιὰς Παλλήνης φύεται ἀστέριος καλὸς λίθος οἷά τις ἀστὴρ μαρμαίρων , λυχνίς τε πυρὸς φλογὶ πάμπαν ὁμοίη . Ἴστρον
5068036 μορος
βάτραχον ἐξεδίκησεν . ὁμοίως κἀγώ , ἄνδρες , ἀποθανὼν ὑμῖν μόρος ἔσομαι : καὶ γὰρ Λύδιοι , Βαβυλώνιοι , καὶ
: καί μοι Γεργίθων τε φόνος μέλει ἀπτολεμίστων πισσήρων τε μόρος καὶ δένδρεον αἰεὶ ἀθαλλές . Κλέαρχος δὲ ἐν τετάρτῳ
5063854 κλαζων
ἀείδων : ᾠδῶν . Νηφάλιον : φρόνιμον καὶ γρήγορον . κλάζων : ἠχῶν , βοῶν , τραγῳδῶν . αὐτάρ :
ἐμῆς ἐκέρασς ' εὐτερπέα κόσμον ἀοιδῆς . Ἤειδον δὲ λιγὺ κλάζων διὰ θέσκελον ὕμνον , ὥς ποτέ οἱ δήρισσαν ἀελλοπόδων
5063212 ὑπνος
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ
5059528 φεγγει
νοητὸν κόσμον ἀνέφηνεν ἡνιοχούμενον . ὁ δ ' ἡνίοχος ἀκράτῳ φέγγει περιλαμπόμενος ἐν κύκλῳ δυσόρατος καὶ δυστόπαστος ἦν , ταῖς
. οὖδας ] ἔδαφος . σε ] εἰς σέ . φέγγει ] ἡμέραι . ἀφικόμην ] ἦλθον . Ἡ λέξις
5053447 ὀρνις
ἡ μὲν δέρη θριξὶ χρυσοειδέσι κομᾷ , ἐφάλλεται δὲ καθάπερ ὄρνις ἐπὶ τοὺς ἐκεῖ συχνοὺς κυπέρους . μόνη δὲ καθ
, οἵ ῥ ' ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ '
5049039 φερομενος
ὥσπερ τινὶ βιαίῳ ῥεύματι , μικροῦ πρὸς ἑτέραν ὁδὸν μετωχετεύθη φερόμενος . ἐπανακτέον οὖν ἐπὶ Λιβύην τὸν λόγον . .
παιδεύσεως ἐπὶ τὴν αἴσθησιν , μεθ ' οὕτως ἀριπρεποῦς ἀξιώματος φερόμενος , συλλαβεῖν , καὶ τὸ νοούμενον ἐκ τῶν ἀρχαίων
5044071 πνεων
] ] ] ς ἄκαιρα μωμένους ] νικον ? ? πνέων [ ] ! δε [ ! ! ] ]
κατέσχε πρῶτος , ἀπῆλθεν ἀψάλακτος , ἀλλ ' ὅμως Λακωνικὸν πνέων ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί , σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον
5041138 ἑλκεται
διώκεται . , Ἡ δὲ Κυνὸς μεγάλοιο κατ ' οὐρὴν ἕλκεται Ἀργὼ πρυμνόθεν . Καί οἱ πηδάλιον κεχαλασμένον ἐστήρικται ποσσὶν
τὴν πρὸς τὸ κενούμενον ἀκολουθίαν , ὡς ἐκεῖνός φησιν , ἕλκεται ταχέως , ὥσθ ' , ὅσῳπερ ἂν ᾖ λεπτομερεστέρα
5037132 κεκασμενος
πέλει : πουλὺς δὲ περὶ σφίσι πάμπαν ἄρηρε χρυσὸς δαιδαλέοισι κεκασμένος , οἷσι καὶ αὐτὸς Ἥφαιστος μέγα θυμὸν ἐν ἀθανάτοισιν
Χῖός φησιν περὶ αὐτοῦ : ὣς ὃ μὲν ἠνορέῃ τε κεκασμένος ἠδὲ καὶ αἰδοῖ καὶ φθίμενος ψυχῇ τερπνὸν ἔχει βίοτον
5036803 ἠχει
: Ἑσπέρα , φησίν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ : τὸ δὲ
. . . δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη
5034093 νωμων
κεῖται δείλαιος καὶ ἄθλιος θανὼν οὐ μάλα εὐτυχῶς . . νωμῶν ] κατέφθιτο ἀπὸ τοῦ κοινοῦ . Ἀριόμαρδος ] κατέφθιτο
ἀνθρώποις νόμος . Ζεὺς ὁ καὶ ζωῆς καὶ θανάτου πείρατα νωμῶν θεοῦ θέλοντος μετὰ πάντα γίγνεται . τί δ '
5025515 φλογα
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ
5021269 ὀμμασιν
τῶν ἀστέρων καὶ ἡλίου καὶ σελήνης τὰ προαπαντῶντα φωτίσματα τοῖς ὄμμασιν ἡμῶν , εἰς στενόν τι καὶ ἀμυδρὸν συνελαύνεται καὶ
τ ' ἔφυν εὐκάρδιος . Οἶμαι γὰρ οὐδ ' ἂν ὄμμασιν μόνην θέαν ἄλλον λαβόντα πλὴν ἐμοῦ τλῆναι τάδε :
5020915 θηρος
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως .
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ
5015217 πεδον
στεφάνοισι κάρη παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεράπευε
ΜΥΚΑΙ . Ἀριστίας : μύκαισι δ ' ὠρέχθει τὸ λάινον πέδον . Πολίοχος : μεμαγμένην μικρὰν μελαγχρῆ μᾶζαν ἠχυρωμένην ἑκάτερος
4998554 Τυχα
πτανόπους ? ? [ θεὰ ] θνατοῖς συνομέστιε , παγκρατὲς Τύχα , πῶς χρὴ τεὰν ἰσχύν τε δεῖξαι καὶ φύσιν
θεσμοφόρε χˈρυσανίου ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα , οὐ σθένος Τύχα φερέπολις Τύχα ἀπειθὴς δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον ! ! !

Back