| βάλανοι καλούμεναι , ἐν τοῖς συνεχῶς κατομβριζομένοις τόποις κατατιθέσθωσαν . Ἀρίστη γῆ ἡ μελάγγειος ὑπερεπαινουμένη παρὰ πᾶσιν , ὅτι καὶ | ||
| , . , , . . α . * ? Ἀρίστη : ἀπὸ τοῦ ἄριστος ἀρίστη , , * . |
| Ἀλφειοῦ ἀπιέναι . ἐν δὲ τῇ Λευκάδι ἄκρα μέν ἐστιν ὑψηλή , νεὼς δὲ Ἀπόλλωνι ἵδρυται , καὶ Ἄκτιόν γε | ||
| ἑξῆς οὕτως : ἔστι δέ τις ἐν τῇ Προποντίδι νῆσος ὑψηλή , ἀπέχουσα βραχὺ τῆς Φρυγίας κατὰ τὸ ῥεῦμα τοῦ |
| καὶ πλατύτητα ἀνθέστηκέ τε καὶ οὐχ ὑπείκει . Φῦσα δὲ ἐπιχεομένη αὔξεταί τε καὶ ἰσχυροτέρη γίνεται , καὶ ὁρμᾷ μάλιστα | ||
| πᾶσα ἡ γῆ χυτή , ἀλλ ' ἡ τοῖς νεκροῖς ἐπιχεομένη . . . . θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι ἀμύμονα ἔργα |
| ἐπὶ τὴν Κητίαν ἄκραν στάδιοι ιεʹ : ὕφορμός ἐστιν , ἄνυδρος δέ . Ἀπὸ τῆς Κητίας ἄκρας εἰς Διονυσιάδας στάδιοι | ||
| : τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων . Ἐκείνους ὦν τοὺς νεηνίας |
| μὲν ἡμέρων ἀείφυλλα ἐλάα φοῖνιξ δάφνη μύρρινος πεύκης τι γένος κυπάριττος : τῶν δ ' ἀγρίων ἐλάτη πεύκη ἄρκευθος μίλος | ||
| πλείων , ἐλάτη τε καὶ πεύκη καὶ κέδρος , ἔτι κυπάριττος δρῦς καὶ ἄρκευθος : ὡς δ ' ἁπλῶς εἰπεῖν |
| - θρωπον . Ἡ δὲ πόλις ξηρὰ πᾶσα , οὐκ εὔυδρος , κακῶς ἐρρυμοτομημένη διὰ τὴν ἀρχαιότητα . Αἱ μὲν | ||
| ὁ τόπος οὗτος ἐμφερὴς τῷ Ἄμμωνι , φοινικοτρόφος τε καὶ εὔυδρος , ὑπέρκειται δὲ τῆς Κυρηναίας πρὸς μεσημβρίαν : μέχρι |
| ἀγρίων ἃ καὶ πρότερον ἐλέχθη , ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον | ||
| τὴν Μακεδονίαν ] ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος |
| θησαυρός : καί : Ἀγαθῶν ἀγαθίδες : καί : Ἀγαθῶν μυρμηκιά : ἐπὶ πλήθους ἀγαθῶν λέγεται . Ἁγνότερος πηδαλίου : | ||
| Λέγεται δὲ καὶ ἀγαθῶν πόντος καὶ ἀγαθῶν σωρός . Ἀγαθῶν μυρμηκιά : ἐπὶ πλήθους εὐδαιμονίας : διὰ τὸ ἐνεργὸν καὶ |
| ἐφεξῆς δ ' ἐστὶν αἰγιαλὸς λιθώδης , καὶ μετὰ τοῦτον τραχεῖα καὶ δυσπαράπλευστος ὅσον χιλίων σταδίων παραλία σπάνει λιμένων καὶ | ||
| καὶ ὄργανον μὲν τῆς φυσικῆς δυνάμεως ὁ πνεύμων , ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , ὑπερῴα , ὄργανα δὲ τῆς διαλέκτου χείλη |
| : ὧρα , ἄορος : γέα , εὔγεος , καὶ εὔγεως Ἀττικῶς . Καθόλου πᾶν ῥῆμα ἐν κινήσει τινὶ , | ||
| Ἑλικὼν ὀρῶν τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐν τοῖς μάλιστά ἐστιν εὔγεως καὶ δένδρων ἡμέρων ἀνάπλεως : καὶ οἱ τῆς ἀνδράχνου |
| φυτὸν ἐκπέμψῃ ἔξω . Γῆ κηπεύεσθαι ἀρίστη , ἡ μήτε ἀργιλλώδης , μήτε λίαν τραχεῖα , μήτε τῷ θέρει εἰς | ||
| τροφῆς , στερεὰ ὄντα καὶ πυκνὰ καὶ δύστροφα . Καὶ ἀργιλλώδης δὲ γῆ , εἰ μὴ πάνυ εἴη λεπτή , |
| καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
| , καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
| τύμβον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φέρουσι : τύμβος δὲ παρὰ τὸ τύφεσθαι ὅ ἐστι καίεσθαι . ἢ παρὰ τὸ τύφω : | ||
| ἀνάδοσις οὐ ξενισθήσεται παρά τισι μὲν εὑρίσκων τοῦτον ἐν Σικελίᾳ τύφεσθαι , παρά τισι δὲ ἐν Κιλικίᾳ καὶ τοῖς Ἀρίμοις |
| ἀγχούσης ῥίζαν μετ ' ὄξους . Ἡ λέπρα καὶ ἡ ψώρα ἑκάτερον τραχυσμός ἐστι τῆς ἐπιφανείας μετὰ κνησμοῦ καὶ ἀποψήξεως | ||
| . Περὶ τὸν ὄσχεον γίνεται πάθη τρία , κίρσος , ψώρα , ῥάκωσις . υκγʹ . Ὄγκοι ἐν ὀσχέῳ ἐννέα |
| τὰς ῥάχεις . καὶ ἡ μὲν ἱστορία οὕτως . * ἔτυμον : ἀληθές ἀληθῶς * ἰοῦς ' : πορευομένη ἐρχομένη | ||
| ὀνομάτων δέ , οἷον ἀτηρός ἀταρτηρός , ἐδή ἐδωδή , ἔτυμον ἐτήτυμον . Ἔκτασις δέ ἐστιν , ὅταν τὰ συστελλόμενα |
| ἡμιφώνων τὰ μὲν ἐξ ἄκρων τῶν χειλῶν συριγμὸν προϊέντα στενὸν τραχύτερα , ὡς τὰ διπλᾶ καὶ τὸ ἰδιάζον , τὰ | ||
| Λογχῖτις ἑτέρα , τραχεῖα , φύλλα ὅμοια ἀνίησι σκολοπενδρίῳ , τραχύτερα δὲ καὶ μείζονα καὶ μᾶλλον ἐσχισμένα . Λύκιον δένδρον |
| καὶ τὸν μῦθον ἀναπλάττουσιν . Ὑδροφορίαν ἄγεις : ἑορτὴ ἦν πένθιμος Ἀθήνησιν , ἐπὶ τοῖς ἐν τῷ κατακλυσμῷ ἀπολλομένοις : | ||
| ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ θεοῖς ἀφανιζομένοις |
| ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν τετραμμένη ὑπὸ τῶν Ἐρυθραίων κυμάτων τοῦ ὠκεανοῦ κλύζεται , τουτέστιν ὑπὸ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης . Καὶ ταύτης | ||
| διέχουσα : τὸ δὲ ἑωθινὸν μέρος καὶ τὸ νότιον πελάγει κλύζεται τῷ τε Μυρτῴῳ καὶ τῷ Κρητικῷ : νησίδια δὲ |
| . Ταυτὶ μὲν παρὰ πολὺ ὁ ἡμέτερος ἄμεινον καὶ εὐφωνότερον τραχύνεται . εὖ γε , ὦ Τιμόκλεις , ἐπίχει τῶν | ||
| πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , καὶ παρασύρων προστρίβεται τῇ |
| δύσιν ἀποσκοποῦν , ἕως τινῶν ἄλλων ὀρέων ὑψηλῶν καὶ μεγάλων παρατεινόμενον , ἔνθα καὶ πόλις τις Βέρροια καλουμένη κατῴκισται , | ||
| μᾶλλον ἢ ἐνέργημα , καὶ σωματοειδὲς καὶ μεριστὸν καὶ χρόνῳ παρατεινόμενον , καὶ σπεῦδον μὲν εἰς εἶδος οὔπω δὲ ὂν |
| λόγῳ τοῦ Ῥοίτειον καὶ Σίγειον Δαριειεύς . Δαρσανία , πόλις Ἰνδική , ἐν ᾗ αὐθημερὸν ἱμάτιον ἱστουργοῦσι γυναῖκες , ὡς | ||
| Νάρδου ἐστὶ δύο γένη : ἡ μὲν γάρ τις καλεῖται Ἰνδική , ἡ δὲ Συριακή , οὐχ ὅτι ἐν Συρίᾳ |
| . ὅτι ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν ἐστιν , ὃ καὶ προκέκριται , καὶ ἐν προαιρέσει ἤδη τὸ προκεκρίσθαι διὰ τῆς | ||
| δὴ τοῦδε καταφαίνεται ὡς εὐλόγως καὶ ἡ τῶν ἱερῶν ἐθνῶν προκέκριται φωνὴ πρὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων : οὐδὲ γὰρ πάντως |
| ποτε εἶδον : κατὰ ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον , τέφρᾳ ἐμφερής , στίγμασιν οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος : κεφαλὴ δέ ἐστιν | ||
| ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν . Ἄνοιξιν |
| ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ ' εἰσὶ τοῖς ἐμπείροις . διὰ | ||
| καὶ μὴ διάστενον ἔχουσα βάσιν . υβʹ . Θύμος ἐστὶν ἔκφυσις σαρκὸς τραχείας ὁμοία τοῖς ἐδωδίμοις θύμοις περὶ αἰδοίῳ καὶ |
| γινόμεθα , ἄπιστοι καὶ ἐπίβουλοι καὶ βλαβεροί , οἱ δὲ λέουσιν , ἄγριοι καὶ θηριώδεις καὶ ἀνήμεροι , οἱ πλείους | ||
| ὑπολαμβάνω καὶ τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα . μᾶλλον γὰρ ἐμπελασθεὶς λέουσιν ἀκινδύνως συναυλισαίμην ἂν καὶ συνευνηθείην ἑρπετοῖς πᾶσιν ἢ τοῖς |
| κατακρέμαται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις καθάπερ ἵππου οὐρά : ῥίζα ξυλώδης , σκληρά . Ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα ἵππουρις , | ||
| τοῖς ἔχουσι : τῶν μὲν γάρ ἐστι σαρκώδης τῶν δὲ ξυλώδης τῶν δὲ ὑμενώδης . καὶ σαρκώδης μὲν οἷον ἀμπέλου |
| ἄρα κεκλιμένοι χθαμαλοῖσιν ἐπ ' ἄνθεσι ποίης θηλυτέραις ἐλάφοισιν ὁμιλαδὸν εὐνάζονται , ἀλλὰ ποσὶ κραιπνοῖσι θέων ἐκίχανε θέουσαν : φεύγουσαν | ||
| ' ἐγκέρασαν λαρὸν μέθυ καὶ προλιπόντες πίδακα πορφυρέην οὐ τηλόθεν εὐνάζονται , προπροκαλυψάμενοι δέμας ἄλκιμον ἢ σισύρῃσιν ἢ αὐτοῖσι λίνοισιν |
| λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά , δυσήροτος , ἄκαρπος , | ||
| , ἀρκτώιης ἐνόησα πολύστροφον ὁλκὸν ἀπήνης , ὅττι φαεινομένους φύσις ἄσπορος ἄμμιγα παύροις ἀστέρας εἰς ἓν ἄγειρεν ἀλήμονας εἰς ῥάχιν |
| κλῆμα βότρυος ἔχον : ὀφροκόρινθος ὄνομα τόπου : ὀφρυόεσσα , ὀρεινὴ , ἔνδοξος . ὀχμάζει λαμβάνει : κατὰ δὲ τὸ | ||
| μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων συνήχησε μὲν ἡ σύνεγγυς ὀρεινὴ πᾶσα , τὸ δὲ μέγεθος τῆς βοῆς ὑπερῆρε τὴν |
| σύναρθρον ἀντωνυμίαν . τὸ μὲν οὖν ἄρθρον “ ἧς τε πλείστη μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν , ” τὴν δὲ | ||
| ἐὰν εἰς τὸν Πειραιᾶ μεταξὺ καταπλεύσῃ : ἀπόλειψίς τε γὰρ πλείστη γίγνεται , οἵ τε παραμένοντες τῶν ναυτῶν οὐκ ἐθέλουσιν |
| ὅτι καὶ ἐπιδέχεται καὶ οὔ : αὐτὴ γὰρ πρὸς ἑαυτὴν παραβαλλομένη οὐ λέγεται μᾶλλον καὶ ἧττον , ἡ μέντοι ἄτομος | ||
| βέβαιον καὶ ἰσχυράν , ἐπεβούλευσεν ὑπὲρ τῶν μεγίστων ὡς ὤιετο παραβαλλομένη . θεράπαιναν εἶχε πιστὴν καὶ δυναμένην παρ ' αὐτῆι |
| πνεύμασι ] ταῖς ἐκ τῶν μυκτήρων σφοδρῶς ἐκπνεομέναις πνοαῖς . πνεύμασι ] πνοαῖς . ἐσχημάτισται δ ' ἀσπίς : ἡ | ||
| | δὲ ἔχει τὸ πρόσωπον , ὅταν ἀγριαίνῃ ταρασσομένη τοῖς πνεύμασι : καὶ νῦν μὲν ἀφρῷ λευκῷ [ . . |
| βοὸς καὶ εἴρηται παρὰ τὸ κινεῖν τὴν οὐρὰν ἐν τῷ μυκᾶσθαι . καὶ Ἀπίων δὲ εὑρὼν τὴν ἐτυμολογίαν παρὰ Ἀπολλοδώρῳ | ||
| . . . . . Μυκάλη . παρὰ τὸ ἐκεῖ μυκᾶσθαι τὰς Γοργόνας δια Οʹθος . παρὰ τὸν μολυσμὸν τῶν |
| ἐξ οἴνου καὶ μέλιτος καὶ ἀλφίτων καὶ τυροῦ καὶ ὕδατος ἀναμεμιγμένον , ᾧ ἐχρῶντο πρὸς πόσιν . νοσώδη δὲ φύσει | ||
| ὀρῶδες περίττωμα τὸ λεπτὸν τὸ τῷ αἵματι κατὰ τὰς φλέβας ἀναμεμιγμένον ἕλκειν εἰς ἑαυτοὺς οἱ νεφροὶ πεφύκασιν . ἐπειδὰν οὖν |
| νύκτας τε καὶ ἤματα συννεχὲς αἰεί . Ἀμφὶ δέ οἱ χθαμαλή τε καὶ εὔβοτος Ἑρμιονέια τείχεσιν ἠρήρεισται ἐϋκτιμέναις ἐπ ' | ||
| . οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ μαλακός μαλθακός καὶ χαμαλή χθαμαλή . τινῶν δὲ εἰπόντων τὸ αὐτὸ γίνεσθαι καὶ ἐν |
| κράσει σώματός τι ἐνδιδοῦσα ἐπιθυμεῖν ἢ ὀργίζεσθαι ἠνάγκασται ἢ πενίαις ταπεινὴ ἢ πλούτοις χαῦνος ἢ δυνάμεσι τύραννος : ἡ δὲ | ||
| πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται . ” χθαμαλὴ μὲν γὰρ ἡ ταπεινὴ καὶ χαμηλή , πανυπερτάτη δὲ ἡ ὑψηλή , οἵαν |
| βραχὺ γυμνούμενα ἀγγεῖα παραστελλέσθω : γυμνωθεῖσα δὲ ἡ χοιρὰς φαίνεται λευκοτέρα τῆς κατὰ φύσιν σαρκός , ὅτε χρὴ εὐτόνως διαστέλλειν | ||
| ἐξ ἕλκους βαθέος ὄντος παχύτης ὑμένος ἐπιγένηται καὶ ἡ χροιὰ λευκοτέρα φαίνηται . συνίσταται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ λευκοῦ ὑμένος |
| τοῦ γοργονείου εἴδους . Φάλαινά ἐστι καὶ ἐν τῇ γῇ ζωΰφιον ἐν τοῖς λύχνοις ἁλλόμενον . θάλασσαν : θάλαττα ἀπὸ | ||
| τὸ ἀσελγαίνειν . εἴρηται δὲ ὡς παρὰ τὴν βδέλλαν τὸ ζωΰφιον , ὅπερ ἐστὶν ἀναιδέστατον καὶ δυσαπόσπαστον . . . |
| τοὺς διανειμαμένους τὴν Ἀσίαν καὶ πόλεις οἰκοδομήσαντας πιοτάτην ] λιτρώδη πιοτάτην γεωμορίην ἠπείρου : περίφρασίς ἐστιν : ἤγουν γῆν πιοτάτην | ||
| τοὺς Ἴωνας λέγει τοὺς διανειμαμένους τὴν Ἀσίαν καὶ πόλεις οἰκοδομήσαντας πιοτάτην ] λιτρώδη πιοτάτην γεωμορίην ἠπείρου : περίφρασίς ἐστιν : |
| τούτου χάριν ἐριναζομένων : ἐὰν γὰρ συμμύωσιν οὔθ ' ἡ δρόσος οὔτε τὰ ψακάδια δύναται διαφθείρειν ὑφ ' ὧν ἀποπίπτουσι | ||
| , καὶ πλεονασμῷ τοῦ , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι , δρόσος . Δυάς . παρὰ τὸ συνδεδέσθαι ἄλλῳ ἀριθμῷ , |
| Μέμνονος πατρός , κύκλον ἔχουσα ἑκατὸν καὶ εἴκοσι σταδίων , παραμήκης τῷ σχήματι : ἡ δ ' ἀκρόπολις ἐκαλεῖτο Μεμνόνιον | ||
| καὶ γὰρ οἴκοι παρ ' ἡμῖν λόφος ἐστὶν ἐν πεδίῳ παραμήκης , οὗτος δ ' ἐστὶ μεστὸς ψήφων φακοειδῶν λίθου |
| προσήκει αὐτὴν σφόδρα σιμοτομεῖν ἐν τῇ κλαδείᾳ , ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα ταχέως ἀποκάμνῃ . καὶ ἡ ἄμπελος αὐτὴ σφόδρα | ||
| . ἔστι δὲ πᾶσα ἡ χώρα αὕτη πάμφορός τε καὶ πολυφόρος , ἵπποις δὲ καὶ προβάτοις ἀρίστη : ἡ δ |
| . τὸ ἐθνικὸν Ῥοδοπεύς ὡς Σινωπεύς . Ῥόδος , νῆσος ἐπιφανεστάτη . ἐκαλεῖτο δὲ Ὀφιοῦσσα . καὶ Αἰθραία , οἱ | ||
| εὔχυλος , εὐδιοίκητος , τροφώδης μέσως καὶ εὐέκκριτος . τρίγλα ἐπιφανεστάτη ὄψων , εὐστόμαχος , εὔχυλος , εὔστομος : πλακώδης |
| Σαντόνων πόλις ἐστὶ Μεδιολάνιον . ἔστι δ ' ἡ μὲν παρωκεανῖτις τῶν Ἀκυιτανῶν ἀμμώδης ἡ πλείστη καὶ λεπτή , κέγχρῳ | ||
| συχνὴ δὲ καὶ . . . τῶν ἐκτὸς ἡ μὲν παρωκεανῖτις ἡ πρόσβορρος ἀμοιρεῖ διὰ τὰ ψύχη , ἡ δ |
| σταδίους μὲν εἴκοσιν Ἤλιδος καὶ ἑκατὸν ἀφέστηκε , κεῖται δὲ τετραμμένη τε πρὸς Σικελίαν καὶ ὅρμον παρεχομένη ναυσὶν ἐπιτήδειον : | ||
| ἀντὶ παθητικοῦ . αὐλὴ πρόσειλος : ἡ πρὸς τὸν ἥλιον τετραμμένη . καὶ τέγος πρόσειλον . ἀλλόκοτον : σημαίνει μὲν |
| ἔλαιον διαφορητικόν ἐστι καὶ πεπτικὸν ὠμῶν καὶ ἀπέπτων ὄγκων , πεπτικώτερον δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν | ||
| θερμόν ἐϲτι τὸ χλωρὸν ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥϲτε καὶ πεπτικώτερον μέν ἐϲτι τοῦ ξηροῦ μᾶλλον καὶ ὑπνοποιόν , διαφορητικὸν |
| πόλις τις Βέρροια καλουμένη κατῴκισται , καὶ αὐτὴ περιφανεστάτη τοῖς οἰκήτορσί τε καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἷς αὐχεῖ πόλις τὴν | ||
| τῶν πραγμάτων ἐμπειροτέροις ἐκέχρητο τῷ τε βασιλεῖ καὶ τοῖς ἄρχουσιν οἰκήτορσί τε πλείοσιν ἐφρουρεῖτο τῆς τε θαλάσσης ἐκ μέρους ἐκράτει |
| ἔχουσα τὴν ἀποικίαν . Ἡ δ ' Ἰλλυρὶς μετὰ ταῦτα παρατείνουσα γῆ ἔθνη περιέχει πολλά : πλήθη γὰρ συχνά τῶν | ||
| δ ' ἐστὶ στενὴ καὶ παράκρημνος ἐπὶ σταδίους μὲν εἴκοσι παρατείνουσα , πλησίον δ ' αὐτῆς ἐστιν ἐξ ἀμφοτέρων καθ |
| , ὁμοῦ δὲ καὶ δαψίλειά τις δυναμέως . τὸ δὲ ἀμφιλαφής κατὰ ἀντιστοιχίαν εἴρηται κατὰ ἔθος τῶν Μακεδόνων μεταθέσει τοῦ | ||
| φυλλορροεῖ ἡ μέλαινα ἢ ἡ ἄμπελος ἢ ἡ πλάτανος ἡ ἀμφιλαφής τε καὶ ὑψηλή , ἀλλὰ διὰ τί δένδρον φυλλορροεῖ |
| προείλετο πρὸς γάμον συμπραττόντων ἐκείνων . οὕτω δ ' ἐστὶ πετρώδης ἡ νῆσος ὥστε ὑπὸ τῆς Γοργόνος τοῦτο παθεῖν αὐτήν | ||
| καὶ ἡδεῖα οὐδὲν ἀντίτυπον ἢ δύσβατον ἔχουσα , ἡ δὲ πετρώδης καὶ τραχεῖα πολὺν ἥλιον καὶ δίψος καὶ κάματον προφαίνουσα |
| Ἐπεὶ δὲ τὰ μὲν ἥμερα τὰ δ ' ἄγρια τῶν εὐόσμων οὐκ ἀκολουθεῖ κατὰ τὸ γένος ἀλλ ' ἔνθα μὲν | ||
| οὖν ἑψηθεῖσα χρησιμωτέρα γίνεται , καὶ μάλιστα εἴ τι τῶν εὐόσμων συνεψηθείη , βελτίων ἔσται . τὴν δ ' ὑγρὰν |
| πεύκη ἄρκευθος μίλος θυία καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη | ||
| . . . χαλβάνη ἄκνηστίς τε καὶ ἡ πριόνεσσι τομαίη κέδρος . . . . . . : Ἄκνηστις δὲ |
| μετέωρος ἵδρυται μέγιστος καὶ ἐπιφανέστατος καὶ | οἷος οὐχ ἑτέρωθι κατάπλεως ἀναθημάτων , [ ἐν ] γραφαῖς καὶ ἀνδριάσι καὶ | ||
| τῶν μὲν γάρ ἐστιν ἄψυχος ἡ ὕλη , παντοίων δένδρων κατάπλεως , τῶν μὲν ἀειθαλῶν πρὸς τὴν ὄψεως ἀδιάστατον ἡδονήν |
| παρὰ τὸ ἐμυθολόγησαν . . . . ἀμάμαξυς : ἡ ἀναδενδράς , ἐν πλεονασμῷ τοῦ α καὶ τροπῇ ἀμάμαξυς : | ||
| εἴρηται ] παρὰ τὸ ψεύδεσθαι τὸν Αἰσχίνην καὶ ἡ λεγομένη ἀναδενδράς . ψευδομάμαξυν δὲ τὸν Αἰσχίνην καλεῖ διὰ τὸ ψοφώδη |
| , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης ὁ φλοιός | ||
| ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου . ἐν κομάροισι κέονται : κεῖνται καὶ |
| ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω | ||
| αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει : |
| ἢ τοῦ συμφύτου πνευματίου ἀπροαίρετα πρόσεστιν καὶ ὅσα ἡ ἔξωθεν περιρρέουσα δίνη ἑλίσσει , ὥστε τῶν συνειμαρμένων ἐξῃρημένην , καθαράν | ||
| τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρη ἐσέχει , ἡ μὲν τῇ περιρρέουσα , ἡ δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν |
| . θάρσος φίλοις ] ἤτοι διὰ τῶν τοιούτων εὐχῶν θάρσος ἐμποιοῦσα τοῖς φίλοις καὶ λύουσα τὸν ἐν αὐτοῖς ἐνόντα τῶν | ||
| μέλαιναν αἰγίδα φοροῦσα . θ μελαναιγὶς ] ἡ μελαίνας καταιγίδας ἐμποιοῦσα . Ξ εἶσι ] εἰσέρχεται . εἶσι ] εἰσελεύσεται |
| τῶν ὑψηλῶν δένδρων ἀνέρπει καὶ συμπέφυκεν αὐτοῖς , πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν | ||
| σμίλαξ , σμιλάκειος βλαστὸς διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενον : σμίλαξ δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ : ἐπὶ δὲ μέρους σωματικοῦ |
| τούτων μετεξέτερα τῶν κητέων ἐποκέλλειν πολλαχοῦ τῆς χώρης , ἐπειδὰν ἀνάπωτις κατάσχῃ , ἐν τοῖσι βράχεσιν ἐχόμενα , τὰ δὲ | ||
| ἔξω τῆς νήσου κατὰ ῥηχίην στενήν : ἔτι γὰρ ἡ ἀνάπωτις κατεῖχε . πλώσαντες δὲ ἐς ἑκατὸν καὶ εἴκοσι σταδίους |
| ἰᾶται . μετὰ δὲ οἴνου πωθεῖσα ἴκτερον παύει . * ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα | ||
| ῥαγδαῖον . * πολυρραγέους : ῥευματώδους * δίνας : συστροφάς ὑδρηλήν : χλωρὰν ἢ ὑγράν : ἢ ὑδρηλὴν δὲ εἶπεν |
| προθυμούμενος , βιαζόμενος , προθυμῶν . Λάχνη : τρίχωσις , ἀκανθώδης τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα | ||
| ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος , ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ , |
| ἐξ ὧν ἥ τε στρατιὰ πᾶσα ὑδρεύσατο καὶ ὁ τόπος περίρρυτος γέγονε μέχρι θαλάττης καταβάντος ἀπὸ τῶν πηγῶν τοῦ ῥεύματος | ||
| τῶν Περσῶν καὶ αἵματος ἐντεῦθεν ῥυέντος . . περικλύστα ] περίρρυτος . . τὰ Περσῶν ] σώματα . . φίλοι |
| ἐπιστέγην ἕως τῶν ἐπ ' αὐτῷ δοκῶν , ὅπως ᾖ περίδρομος ἔγκυκλος . Ἐξῇρε δ ' ἐκ μέσης τῆς στέγης | ||
| εἶναι τὴν γῆν . . διαπρὸ ] διόλου . . περίδρομος ] στρογγύλη . . διαπρὸ περίδρομος : οὐ περὶ |
| ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε | ||
| τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων |
| μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία παλίουρος ὀξυάκανθος σφένδαμνος , ἣν | ||
| τὰ μὲν συναναβλαστάνει τοῖς ἡμέροις , οἷον ἀνδράχλη ἀφάρκη : ἀχρὰς δὲ μικρῷ ὕστερον τῆς ἀπίου . τὰ δὲ καὶ |
| ἱδρυνθέντα ἐμφράσσει τὴν κάτω κοιλίαν ὑπολείβεται ] στάζει κυκοωμένη ] ταρασσομένη τοῖς πνεύμασι ἔβρασεν ] ἀπέπτυσεν , ἔρριψεν ἔβρασεν ἤλιθα | ||
| , ἀκονήτου , . Ἄγρια : ἀγρίως . κυμαίνουσα : ταρασσομένη . κορύσσεται : διεγείρεται , ἐπαίρεται , ὁπλίζεται , |
| ” . . . , = , : Ταρσός , ἐπισημοτάτη πόλις Κιλικίας , ἣν διὰ τοῦ ε ἔλεγον Τερσὸν | ||
| Νωλανοί , καὶ ἕτεραι πόλεις καὶ ἔθνη : ἐν οἷς ἐπισημοτάτη καὶ μεγίστη καὶ κοινὴ πόλις ἄρτι συντετελεσμένη τοῖς Ἰταλιώταις |
| ῥόδου ἐρυθαινόμενον ἀναδοῦναι . Ἐὰν σκόροδα παραφυτεύσῃς τοῖς ῥόδοις , εὐωδέστερα ἔσται . εἰ δὲ θέλεις ἀδιαλείπτως ἔχειν ῥόδα , | ||
| καὶ ὄρη κρείσσω : καὶ γὰρ καθαρώτερα καὶ λεπτότερα καὶ εὐωδέστερα καὶ ταῖς γλυκύτησιν ἡδίω παρέχουσιν . πεδίων δ ' |
| ἀλγεῖν εἴπερ οὖν ἀνθρώπων πιστότερος καὶ εὐνούστερος ἐλήλεγκται κύων . Πολύποδος ἐς οὖς ἐμὸν καὶ ἐκεῖνο ἧκεν . ἦν πέτρα | ||
| : ἐπὶ τῶν ἀσκέπτως καὶ σπανίως εἰπόντων τι συνετόν . Πολύποδος ὁμοιότης : ἐπὶ τῶν ἐξομοιούντων ἑαυτούς τισιν ἢ χρηστοῖς |
| τὴν γαϲτέρα : μελάνων δὲ ἀγωγά ἐϲτιν ἀμάρακον καὶ ἡ κονίλη λεγομένη διδόμενα ὅϲον ⋖ β ἐπιπαϲϲόμεναι μελικράτῳ καὶ πινόμεναι | ||
| . θύμον δὲ καὶ ἐπίθυμον καὶ ἀμάρακος καὶ ὀρίγανος ἢ κονίλη μελάνων εἰσὶ καὶ φλεγματωδῶν κάθαρσις , ἀλλὰ πολὺ εἰς |
| καὶ ἠρύγγιον . γυρῖνος ὁ μικρὸς βάτραχος . γλαῦξ ἡ πόα γάλακτός ἐστιν γεννητική . γαλῆ ἤτοι ἡ νυμφίστα λεγομένη | ||
| σκολύμῳ , ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα |
| ταῦτα ὅρα τὴν μάθησιν τοῖς νέοις , ἂν ἡμᾶς ἀρέσκῃ λεχθεῖσα ἢ καὶ τοὐναντίον . Λέγε μόνον . Καὶ μὴν | ||
| ἐν ὧι διέτριβεν Ἐνδυμίων , ἔστι δὲ καὶ πόλις ἡ λεχθεῖσα Ἡράκλεια . τὸν δὲ Ἐνδυμίωνα Ἡσίοδος μὲν Ἀεθλίου τοῦ |
| ἂν εἰς τὴν τῶν Κιλίκων . . . . . Σκῆψις : πόλις Τρωική . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τοῦ σκήψασθαι | ||
| τὸ μετεωρότατον τῆς Ἴδης ἐγγὺς Πολίχνας : ἐκαλεῖτο δὲ τότε Σκῆψις , εἴτ ' ἄλλως εἴτ ' ἀπὸ τοῦ περίσκεπτον |
| Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις μιᾶς ὥρας τὸ γιεʹ . Ἡ δὲ Προκόννησος [ ] ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιε ∠ | ||
| ἐξίησιν εἰς τὴν θάλασσαν , καθ ' ὃν τόπον ἡ Προκόννησος ἐγγυτάτω τῆς γῆς ἐστιν ἀπὸ ἑκατὸν εἴκοσι σταδίων . |
| θραυόμενον . Στυπτηρία ἀρίστη ἐστὶν ἡ σχιστή , πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄλιθος . Σῶρι προκριτέον τὸ Αἰγύπτιον , | ||
| εἶναι . Καὶ ἐπεξέλθωμεν ἑκάστου τὴν αἰτίαν . διὰ τί λευκὴ ἡ ὑπόστασις θέλει εἶναι ; τοῦτο κατὰ δύο αἰτίας |
| Σοφοκλῆς ἐν Κολχίσι κυνάραν καλεῖ , ἐν δὲ Φοίνικι κύναρος ἄκανθα πάντα πληθύει γύην . Ἑκαταῖος δ ' ὁ Μιλήσιος | ||
| , γλαύκιον ἢ κόπρος ὄϊος . ἀντὶ ἀκτῆς βοτάνης , ἄκανθα ἢ ἀκάνθου κεράτια . ἀντὶ ἁλικακάβου , δορυκνίου ἢ |
| . ὑπὸ τῶν πολλῶν . ὅτι πολιτεῖαι ἐπαινεταὶ ἥ τε Κρητικὴ καὶ ἡ Λακωνική . καὶ ἀνθρώπων εἴδη . ὅτι | ||
| Μούσαισι ποθεινόν Τιμόθεον κιθάρας δεξιὸν ἡνίοχον . [ ἔστι καὶ Κρητικὴ πόλις Μίλητος . λέγεται δὲ καὶ τὴν Καλυψοῦς νῆσον |
| μὲν κυκλαμίνου χυλὸϲ καὶ νίτρον ἢ ἅλεϲ : φυϲέων δὲ ἀγωγὰ κύμινον ἠδὲ πήγανον . χρὴ ὦν πάντα ὁμοῦ ξὺν | ||
| αἱμαγωγοῖς ἐπὶ γυναικῶν ἐν ἐποχῇ καθάρσεως : ἔστι δ ' ἀγωγὰ τά τε [ οὐ ] διουρητικὰ πάντα καὶ ὅσα |
| . Ῥᾷον βίον ζῇς , ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς . Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος . Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας | ||
| ῥυπτικόν ἐστι , καὶ δηλονότι διὰ τοῦτο καὶ ξηραντικόν . Ῥύπος ὁ ἀπὸ τῶν ἀνδριάντων διαφορητικός ἐστι καὶ μαλακτικὸς καὶ |
| ' ἑταῖρον ὠνόμασεν ὁ ἱερὸς λόγος . καθάπερ γὰρ τοῖς δένδρεσιν ἐπιφύονται βλάσται περισσαί , μεγάλαι τῶν γνησίων λῶβαι , | ||
| τὸ ” περιέφυσαν “ ἐν τοῖς ὑποδήμασιν , ὅπερ οἰκεῖον δένδρεσιν . περσικαί ] ὑποδήματα . ἢ ἴχνη . ὑπολύσας |
| θεὸς ἦν , οἱ δὲ κατὰ χηνῶν καὶ κυνῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο . καὶ οἱ μὲν τοὺς ἄλλους ἅπαντας θεοὺς | ||
| καὶ ἕκαστον καθ ' αὑτὸ σφαιροειδές , ὥσπερ τὰ τῶν πλατάνων : τούτων δὲ τὰ μὲν περὶ τὸν καρπόν , |
| οἴνῳ γλυκεῖ . εἰ δὲ παχύτερον εἴη τὸ γάλα τῆϲ τιτθῆϲ λεπτυνούϲῃ τροφῇ χρηϲτέον καὶ ἀτροφωτέρᾳ καὶ βαλανείοιϲ ϲυνεχέϲτερον . | ||
| καὶ παντάπαϲι ϲβεννυμένου ἢ παχυνομένου ἢ λεπτυνομένου καλὸν μὲν ἑτέραϲ τιτθῆϲ γάλα διδόναι , μὴ ἐπιτρεπούϲηϲ δὲ τῆϲ ἐπιϲτάϲεωϲ διαιτᾶν |
| ὕπτια χαλκοῦ δήγματ ' ἐπικρύπτων , γλαυκοῖς δ ' ἐνὶ βένθεσι λίμνης τοῖον ἀναψάμενος σύροι δόλον : ἡ δ ' | ||
| τείρετο δ ' αἰνῶς ἥρωας κρατερούς , ἀλλ ' ἔδυνε βένθεσι λίμνης μεριδάρπαξ ὄρχαμος μιμούμενος αὐτὸν ἄρηα ὃς μόνος ἐν |
| τοῦ εὔρους ὠνομάσθη : Λιβύη δὲ ὑφ ' Ἑλλήνων ἦν ἄγνωστος πάνυ , ἀπὸ δὲ ἔθνους ἐπισήμου Φοινικῶς ὠνομάσθησαν [ | ||
| ἄδοξος , ἀκλεής δυσκλεής , ἀνώνυμος , ἀφανής , ἀγνώριστος ἄγνωστος , ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος |
| , ἑτοιμάζεται . εὐνῇ : κοίτῃ : οὐ γὰρ ταύταις ἐπέραστός ἐστιν ἡ τέρψις τοῦ γάμου , οἷα καὶ τοῖς | ||
| , ἑτοιμάζεται . εὐνῇ : κοίτῃ : οὐ γὰρ ταύταις ἐπέραστός ἐστιν ἡ τέρψις τοῦ γάμου , οἷα καὶ τοῖς |
| τέρματα τῆσδε σαφῆ χειρὸς ὑφ ' ἡμετέρης : ἀνυπέρβλητος δὲ πέπηγεν οὖρος . ἀμώμητον δ ' οὐδὲν ἔγεντο βροτοῖς . | ||
| τοῖς νοητοῖς ἀπὸ τοῦ ἑνὸς καὶ περὶ τὸ ἓν οἷον πέπηγεν . Καὶ γὰρ ὅσον ὑπονοεῖται πληθυόμενον ἐκεῖ , καθόσον |
| ἑλκωθῇ τὸ στόμα τῶν μητρέων : βούτυρον , λιβανωτὸς , σμύρνη , ῥητίνη , μυελὸς ἐλάφειος , τουτέοισι κλύζειν . | ||
| τοιαῦτα μιγνύντες ὥσπερ κέντρον ἐμποιοῦσιν . Ἔστι δὲ ἡ μὲν σμύρνη θερμὴ καὶ δηκτικὴ μετὰ στύψεως , ἔχει δὲ καὶ |
| . περὶ τὴν ὑπώρειαν δὲ τοῦ καλουμένου Αἵμου πόλις ἐστὶ λεγομένη Μεσημβρία , τῇ Θρᾳκίᾳ Γετικῇ τε συνορίζουσα γῇ : | ||
| ἀνήχθη , ἔνθα λίμνη ὑπῆρχε μεγάλη πλησίον τῆς θαλάσσης , λεγομένη ἡ Νεκυόποντος : καὶ οἱ οἰκοῦντες ἐν αὐτῆι ἄνδρες |
| . ἤρεσκε γὰρ αὐτῷ διαφερόντως ἥ τε πόλις καὶ χώρα πάμφορός τε οὖσα καὶ θέσεως ἐπικαίρου λαχοῦσα ἐν καλῷ τε | ||
| καὶ ποιοῦντες τὴν θερινὴν ὥραν εὔκρατον . ἥ τε χώρα πάμφορός ἐστι καὶ διάφορος κατὰ τὴν ἀρετήν , οὐ μέντοι |
| οὗ φαντάζεσθαι τοὺς πλέοντας τὴν ἀπόκλεισιν τῶν πετρῶν : τμηθεῖσα πεύκη : συνεκδοχὴ , ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν . ἀπὸ | ||
| δοκεῖ διαμένειν ὥσπερ εἰπεῖν τελείως τῶν ἀπὸ σπέρματος , καὶ πεύκη ἡ κωνοφόρος καὶ πίτυς ἡ φθειροποιός . ταῦτα μὲν |
| ἐϲκιρρωμένουϲ ἰᾶϲθαι καὶ χοιράδαϲ διαφορεῖν . Ἄμωμον ἔοικε τὴν δύναμιν ἀκόρῳ , πλὴν ὅτι ξηρότερόν ἐϲτι τὸ ἄκορον , πεπτικώτερον | ||
| τῶν ἐκ βάθουϲ ἡ ζύμη . Ἄϲαρον παραπληϲίαϲ ἐϲτὶ τῷ ἀκόρῳ δυνάμεωϲ , ἐπιτεταμένηϲ δὲ μᾶλλον . Ἀϲβόλη , ᾗ |
| δύσφθαρτος , μετρία πρὸς ἐκκρίσεις . διαφέρει δ ' ἡ πελάγιος τῆς πετραίας , διάπυρος οὖσα κινναβάρει καὶ χρυσώπῃ : | ||
| ἐν ταῖς χειμεριωτάταις ἡμέραις χαίρει τε πρόσγειος μᾶλλον ὢν ἢ πελάγιος . ζῇ δ ' οὐ πλέον δύο ἐτῶν . |
| , κατὰ δέ τινας Ἀβύλη , παρ ' ᾗ καὶ Ταρτησσὸς , ἣν καὶ ὁ Ἀνακρέων φησὶ πανευδαίμονα . Ταύτης | ||
| Γαλῆ Ταρτησία : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ λίαν ἀναιδῶν . Ταρτησσὸς γὰρ πόλις μεγάλη πρὸς τῷ ὠκεανῷ . Γαλῇ χιτώνιον |
| ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ | ||
| ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ |
| παρὰ τὸ ἔρχεσθαι . καὶ Ἀριστοφάνης τὸ μεταξὺ τῶν φυτῶν μετόρχιον ἐκάλεσεν ἐν τοῖς Γεωργοῖς , ὁ δὲ Ἡσίοδος ὄρχον | ||
| . Γ τινὲς μετόρχιον τὸ μεταξὺ τῶν φυτῶν . Γ μετόρχιον Γ : τὸ μεταξὺ τῶν χωρίων , ὅπερ λέγεται |
| ἡμῖν τῆς χώρας πῶς ἔχει ; Οὐκ ἔστιν οὔτε τις ἐλάτη λόγου ἀξία οὔτ ' αὖ πεύκη , κυπάριττός τε | ||
| οὗτοι μὲν οὖν ἐοίκασι τοῖς ὀνόμασι διαφωνεῖν . ἡ δὲ ἐλάτη ταύτας ἔχει τὰς διαφορὰς πρὸς τὴν πεύκην καὶ ἔτι |
| , πάσης πνοῆς ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις | ||
| ἄκρα ὡς Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ λιμένων ἱστορεῖ . τοῦτο ἀδολεσχία : πᾶσα γὰρ νῆσος ὑπὸ θαλάσσης πλησιάζεται ἢ πλήττεται |
| οὐδὲ θυμῷ γενναίῳ χρωμένην : οἶον σῶμα παρειμένον ἐν μιᾷ χώρα κείμενον ἐκνενευρισμένον , οὐδὲ κινεῖσθαι ἔτι δυνάμενον : καὶ | ||
| δὲ ἐθνικὸν Ψιττακηνός διὰ τὸ ἐπιχώριον , καὶ Ψιττακηνή ἡ χώρα , ἧς καὶ Ἀριστοτέλης μέμνηται ἐν τοῖς θαυμασίοις . |
| ἀεὶ περίδρομον ἀνάγκην . Ἠλέκτωρ δὲ δυοῖν θάτερον : ἢ ἤλεκτρος ὁ θεὸς ὀνομάζεται μηδέποτε κοίτης ἐπιψαύων , ἢ τάχα | ||
| Κρονίου ὠκεανοῦ , τῆς νεκρᾶς οὕτω καλουμένης θαλάσσης , ὁ ἤλεκτρος αὔξεται ὁ ἡδεῖαν καὶ καλὴν τὴν λαμπηδόνα ἔχων , |
| σιτηγός , ὁπλιταγωγός , στρατιῶτις , στρατηγίς , ἱππαγωγός , φορτίς , φορτηγός , φορτηγικὸν πλοῖον καὶ ὡς Θουκυδίδης λέγει | ||
| . Φροντίσιν ] * Φροντὶς λέγεται ἐκ τοῦ φέρω , φορτίς , ὑπερβιβασμῷ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν φροντίς . Δίκην |