χίμαρος ἐμπεσὼν εἰς τὸ στόμα καὶ ἀνευρεθεὶς τῇ ὑστεραίᾳ κατὰ Ἄνδειρα ὑπὸ τοῦ ποιμένος κατὰ τύχην ἐπὶ θυσίαν ἥκοντος .
. περὶ μὲν τῶν Σκηψίων ταῦτα . Μετὰ δὲ Σκῆψιν Ἄνδειρα καὶ Πιονίαι καὶ ἡ Γαργαρίς . ἔστι δὲ λίθος
6758935 κραθεις
: εἶτα μετὰ γῆς τινος καμινευθεὶς ἀποστάζει ψευδάργυρον , εἶτα κραθεὶς χαλκῷ ὀρείχαλκος . Ἀνδειρηνός καὶ Ἀνδειρηνή . . .
. ἀλλ ' ὁ περὶ τί νοῦς μετ ' αἰσθήσεων κραθεὶς σωτηρία πλοίων ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις γίγνοιτ
6488029 ὀρειχαλκος
θεῶν θυσίαις . . . . , : Ὁ δὲ ὀρείχαλκος εἶδος μέν ἐστι χαλκοῦ , ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Ὀρείου
μετὰ γῆς τινὸς καμινευθεὶς ἀποστάζει ψευδάργυρον : εἶτα κραθεὶς χαλκῷ ὀρείχαλκος γίνεται „ Στράβων ιγʹ καὶ Θεόπομπος ιγʹ . τὸ
5849424 ἀποσταζει
οὐρέουσιν . Οἷσιν ἐκ ῥινῶν ἐπὶ κωφώσει καὶ νωθρότητι μικρὰ ἀποστάζει , ἔχει τι δύσκολον : ἔμετος τούτοισι συμφέρει καὶ
ὃς καιόμενος σίδηρος γίνεται : εἶτα μετὰ γῆς τινος καμινευθεὶς ἀποστάζει ψευδάργυρον : εἶτα κραθεὶς χαλκῶι ὀρείχαλκος γίνεται . ὁ
5518953 βροντη
ὁριζόμενοι λέγομεν , ἄλλως δ ' ἀποδεικνύντες . ἀποδεικνύντες γὰρ βροντή ἐστι πυρὸς ἀπόσβεσις ἐν νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς
τοῦ πνεύματος πειρωμένου διαφορηθῆναι , κτύπος γίνεται , καὶ καλεῖται βροντή . ἐκεῖνο δὲ τὸ πνεῦμα ἐν τῷ μέσῳ τῶν
5403919 καιομενος
φασὶν εἰπεῖν , ὅτι τότε τελευτήσει Μελέαγρος , ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν
πᾶσαν ὥραν . Ἀπόλλων δὲ καὶ αὐτὸς τῆς παιδὸς πόθῳ καιόμενος ὀργῇ τε καὶ φθόνῳ εἴχετο τοῦ Λευκίππου συνόντος καὶ
5349441 καλουμενος
ᾀσεῖ δ ' ὥς ποκ ' ἔδεκτο : τὶς αἰπόλος καλούμενος Κομάταςταὐτὸν δέ ἐστιν εἰπεῖν Μενάλκαςτοῦ οἰκείου δεσπότου θρέμματα βόσκων
ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλλοπας . περὶ τοῦ τίς ὁ καλούμενος ἱερὸς ἰχθὺς ὁ τὴν Τελχινικὴν ἱστορίαν συνθείς , εἴτε
5206670 Κανωβος
Μερόην , ὑπὲρ γῆν δύνανται γίνεσθαι , καθάπερ αὐτὸς ὁ Κάνωβος ἐνταῦθα φαίνεται τοῖς βορειοτέροις ἡμῶν μὴ φαινόμενος : καίτοι
. εʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου
5200078 ἀγεται
τοῦ τελαμῶνος ἀρχὴ διάκειται ἐκ πλαγίων τῆς κεφαλῆς , εἶτα ἄγεται λοξὴ ἐπὶ κορυφὴν καὶ τὸν ἕνα κροταφόν . ἐκεῖθεν
τῆς τοῦ ἐλέφαντος φάτνης κατορύττει πλησίον ὁ θερμόβουλος ἄνθρωπος , ἄγεται δὲ τὴν ἄλλην . ἐνταῦθα οὖν ὁ ἐλέφας τῇ
5173173 παγος
τῆς Ἀθηνᾶς τὸν Ὀρέστην , ἐφ ' ὧι ὁ Ἄρειος πάγος ὑπῆρχε , τῆς δίκης ἀκούσαντος Μενεσθέως μεταξὺ Οἴακος τοῦ
καὶ ἐὰν ἀναζυμωμένης τῆς γῆς ἐπιγένηται ψύχη καὶ πάχνη καὶ πάγος ἐκπήγνυσιν : καὶ διαδύεται διὰ τὴν μανότητα καὶ αὐτὴν
5153350 Τυφως
Τυφώς . θ ἡσσωμένων ] ἐκείνων γάρ ἐστιν ὁ ἡττηθεὶς Τυφώς . ἡσσωμένων ] πρὸς τὸ μέρος . Ξ εἰκὸς
Τάρταρον προήγαγεν , ὡς καὶ τὴν Ἰσθμόν . καὶ τὸ Τυφώς : ἔδει γὰρ ὁ Τυφών . Ὅμηρος ἑτέραν εὐθεῖαν
5097477 Κανθαρου
Πηλεὺς δ ' ἐστὶν ὄνομα κεραμέως , ξηροῦ λυχνοποιοῦ , Κανθάρου , πενιχροῦ πάνυ , ἀλλ ' οὐ τυράννου νὴ
τῶι ὄντι γάρ ἔστιν ἐν τῆι Ἀττικῆι κώμηι λεγομένη οὕτως Κανθάρου λιμήν , οὐχὶ Κάνθαρος , ὡς Φιλόχορος ἱστορεῖ ,
5091244 Μαρσυας
γενεᾷ . τούτων πεποιημένα ἐστὶν ἐπὶ τῷ βάθρῳ Μοῦσαι καὶ Μαρσύας αὐλῶν . ἐνταῦθα ἀνὴρ ἐπείργασται στήλῃ Πολύβιος ὁ Λυκόρτα
ὅσον αἱ πηγαὶ καὶ τὸ ἄντρον , ἐκποδὼν δὲ ὁ Μαρσύας ἢ ποιμαίνων ἢ μετὰ τὴν ἔριν . μὴ ἐπαίνει
5073330 κρηνη
ἀῆται . αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ , κρήνη ὑπὸ σπείους : περὶ δ ' αἴγειροι πεφύασιν .
διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Λέρνη ἡ κρήνη : Κέρνη ὁ λιμήν : πτέρνη : Πέρνη ἡ
5059813 Λυδης
, ὥς φησι Κλέαρχος ἐν τοῖς Ἐρωτικοῖς , τῆς βαρβάρου Λυδῆς εἰς ἐπιθυμίαν καταστὰς ἐποίησεν ὃ μὲν ἐν ἐλεγείοις ,
βαρὺν ἠδὲ Φερεκλῆν ἐχθρὸν μισήσας οἷ ' ἀνέπεμψεν ἔπη . Λυδῆς δ ' Ἀντίμαχος Λυδηίδος ἐκ μὲν ἔρωτος πληγεὶς Πακτωλοῦ
5023579 ὑποσημαινεται
μᾶλλον εἴη ἂν ὅστις τὰ δέρματα ἐσθίει δερμηστής , ὡς ὑποσημαίνεται καὶ ἐν Ϛʹ Μιλησιακῶν Ἀριστείδου . . . .
διὰ γὰρ τὸ πτερωτὸν τοῦ ζῳδίου ἀφανῆ τὸν δραπέτην ἔσεσθαι ὑποσημαίνεται . Ζυγὸς τὴν Σελήνην ἔχων ἢ τὸν ὡροσκόπον ἐπανάγει
4989382 Ὀσιρις
τὸν προεγνωσμένον θεόν . καὶ εἶπε , φησίν , ὁ Ὄσιρις , Εἶτα , ὦ μέγιστε Ἀγαθὸς Δαίμων , πῶς
, Τίρις ὄνομα κύριον , Πετόσιρις καὶ αὐτὸ κύριον , Ὄσιρις ὁ Διόνυσος παρ ' Αἰγυπτίοις , καλάσιρις , Ὄσιρις
4975882 γυναικειος
δικασταί , οὑτοσὶ ὁ τὰς γνάθους λεῖος καὶ τὸ φώνημα γυναικεῖος καὶ τὰ ἄλλα εὐνούχῳ ἐοικὼς εἰ ἀποδύσαιτο , πάνυ
ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ μὲν ἀγαθός : καὶ γὰρ ἀγάμοις γάμον προαγορεύει
4972903 πετρα
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ '
4965600 χωρος
σοι βούλεται παραστῆσαι , ὅτι ἕτερος νηπίων καὶ ἕτερος τελείων χῶρός ἐστιν , ὁ μὲν ὀνομαζόμενος ἄσκησις , ὁ δὲ
ἕξεις πλοῦτον : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων ⋮ Θεσσαλονίκῃ τῇ Μακεδονίτιδι χῶρός ἐστι γειτνιῶν καὶ καλεῖται Νίβας : οὐκοῦν οἱ ἐνταῦθα
4965072 σιδηρος
: οἱ ἐκτὸς ἔτι τῶν Μεγάρων ὄντες καὶ μήπω εἰσελθόντες σίδηρός τε : λιθουργός . ὕλην : ἄλλην δηλονότι .
σοφοὺς ἐς τὰς τέχνας εἶναι . Σαυρομάταις γὰρ οὔτε αὐτοῖς σίδηρός ἐστιν ὀρυσσόμενος οὔτε σφίσιν ἐσάγουσιν : ἄμικτοι γὰρ μάλιστα
4914597 οὐρανιος
τυραννικὸν ποιητικῷ , ποτέρῳ ἂν αὐτοῖν φανείη ἐνθεώτερος , καὶ οὐράνιος , καὶ ἄξιος Ἀφροδίτης ἐπονομάζεσθαι , καὶ ἔργον εἶναι
γαῖαν , οἶκε θεῶν μακάρων , ῥόμβου δίναισιν ὁδεύων , οὐράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς , ἐν στέρνοισιν ἔχων
4898045 χαλκευς
ἀνάγκη αὐτὴν μέρος εἶναι : οὐ γάρ , ἐπειδὴ ὁ χαλκεὺς ἀπο - τελεῖ τὸν ἄκμονα , ὁ ἄκμων μέρος
ἐπ ' ἀγαθῷ ἐφθόνει καὶ ἐμήνιε διὰ τὴν τέχνην οὔτε χαλκεὺς χαλκεῖ οὔτε τέκτονι τέκτων , οὐδὲ λῷόν τε καὶ
4882002 τυλος
: τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν
πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ
4881677 Δερκυλλος
Ἄρτεμιν δ ' ἐξιλασάμενος ἀνακτᾶται τὸ φῶς : καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος ἐν γʹ Αἰτωλικῶν . . . . . :
, Ἄρτεμιν δὲ ἐξιλασάμενος ἀνακτᾶται τὸ φῶς , καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος ἐν γʹ Αἰτωλικῶν . Ἀράξης ποταμός ἐστι τῆς Ἀρμενίας
4871882 ἐμμανης
ὃν ἐὰν εὕρῃ τις τῶν μυστηρίων ἐπιτελουμένων τῆς θεᾶς , ἐμμανὴς γίνεται : καθὼς ἱστορεῖ Ἀγαθαρχίδης ἐν τοῖς Φρυγιακοῖς .
Βοιωτίας , ὅθεν καὶ Γλαῦκος * * γευσάμενον * * ἐμμανὴς γέγονε καὶ ἥλατο εἰς θάλασσαν [ ὁ Ἀνθηδόνιος ]
4869740 ἠστραψεν
οἷον εἰ βαδίζοντος ἤστραψεν : οὐ γὰρ διότι βαδίζει , ἤστραψεν , ἀλλὰ συνέβη : καὶ εἰ τὰς ἀμπέλους ὀρύττων
συμβεβηκός τινων μηδὲ κατὰ σύμπτωμα αἴτια , οἷον εἰ βαδίζοντος ἤστραψεν : οὐ γὰρ διότι βαδίζει , ἤστραψεν , ἀλλὰ
4857572 Νεμεσεως
κατά τι δίκαιον ἀνισώθη τὸ δοκοῦν ἐκεῖ ἐλλελεῖφθαι πρὸς τῆς Νεμέσεως , καὶ ἐκλήθη αὕτη ἐντεῦθεν Ἀδράστεια . ἕτεροι δὲ
αὕτη . ὁ Ζεὺς ἐρασθεὶς ὡς οἱ μὲν λέγουσι τῆς Νεμέσεως , οἱ δέ , τῆς Λήδας , βουλόμενος συγγενέσθαι
4821345 ἱερευς
ἕλον Ἀτρεΐδῃ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον . Χρύσης δ ' αὖθ ' ἱερεὺς ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων λυσόμενός
Διονύσου κατὰ μικρὸν ἐξιλασκομένου τὴν αἰδῶ ἄρχει λόγου πρῶτος ὁ ἱερεὺς πρὸς τὸν Σώστρατον : “ Τί οὐ λέγεις ,
4817987 Δαιδαλου
ταχύ : τί σιγᾷς ; οὐκ ἐρεῖς ; Ἑρμῆς ἔγωγε Δαιδάλου φωνὴν ἔχων ξύλινος βαδίζων αὐτόματος ἐλήλυθα . Πρῶτον μὲν
οὐδέν . Ἀττικὸς ὁ τοῦ δεν πλεονασμός . Δαιδάλου . Δαιδάλου , ὡς ἔοικεν , τῶν τῆς γονῆς ὀχετῶν Σωκράτης
4815100 βαθυς
δὲ ποιηταῖς θηλυκῶς . ἐκδεκτέον οὖν καὶ τὸ παρὰ Ἐρατοσθένει βαθὺς αὐλῶν θηλυκῶς εἰρῆσθαι , ὡς θῆλυς ἐέρσα . πᾶν
πολιῆς ἁλὸς ἄσπετον ὕδωρ . κολπώθη δ ' ὤμοισι πέπλος βαθὺς Εὐρωπείης ἱστίον οἷά τε νηὸς ἐλαφρίζεσκε δὲ κούρην .
4803628 ἱδρυσαμενου
στάδια ἔστιν Ἀσκληπιοῦ ναός , ἐπίκλησιν μὲν Δημαινέτου ἀπὸ τοῦ ἱδρυσαμένου , ἐρείπια δὲ καὶ αὐτός : ᾠκοδομήθη δὲ ἐπὶ
μνήματος τῶν γυναικῶν Δήμητρός ἐστιν ἱερὸν ἐπίκλησιν Πελασγίδος ἀπὸ τοῦ ἱδρυσαμένου Πελασγοῦ τοῦ Τριόπα , καὶ οὐ πόρρω τοῦ ἱεροῦ
4803598 Φωκιδος
Δήλῳ : Πύθια : ἀγὼν τελούμενος ἐν τῇ Πυθοῖ τῆς Φωκίδος : Ἴσθμια ἀγὼν τελούμενος ἐν τῷ Ἰσθμῷ : Ὀλύμπια
, ὡς Γορδιοτειχίτης τοῦ Γορδίου τείχους . Ἀγάθεια , πόλις Φωκίδος , ὡς Ἑλλάνικος πρώτῳ Δευκαλιωνείας . ὁ πολίτης Ἀγαθεύς
4790725 φυομενος
ἐοικέναι . ὁ κυψελίτης ῥύπος , ὁ ἐν τῷ ὠτίῳ φυόμενος . Φιλόξενος . Κεφαλή . ἥτις καρφαλή ἐστι .
εἰς τὰς ἐσχάτας ἐλπίδας συστέλλονται . ὁ δὲ προειρημένος λίθος φυόμενος ἐν ταῖς πέτραις τὴν μὲν ἡμέραν διὰ τὸ πνῖγος
4787179 Δωρα
Δῶρον τὸν Ποσειδῶνος οἰκιστὴν αὐτῆς γεγονέναι „ . καὶ Ἀρτεμίδωρος Δῶρα τὴν πόλιν οἶδεν ἐν ἐπιτομῇ τῶν ιαʹ ” συνεχῶς
οὐδεμία πόλις , τῆς μέντοι Φοινίκης παρὰ τὸ Καρμήλιον ὄρος Δῶρα πόλις ὀνομάζεται μηδὲν ἐπικοινωνοῦσα τοῖς Ἀπίωνος φλυαρήμασι : τεσσάρων
4758522 πλυθεις
κενοῖ γὰρ ὡς οὐδὲν ἄλλο τὸν μελαγχολικὸν χυμόν . ἀλλὰ πλυθεὶς μὲν ὕδατι διὰ τῶν κάτω καθαίρει μᾶλλον , ἄπλυτος
, καὶ ὁ καρπὸς δὲ καὶ ὁ χυλός , ὅστις πλυθεὶς ἀσθενέστερός τε καὶ ἀδηκτότερος γίνεται , ὥς τινα δριμύτητα
4758430 ἀνδριας
ἀπὸ φρονήσεως γίνεται . Καὶ μὴν καὶ ἡ φρόνησις μετὰ ἀνδρίας ὑφίσταται : ἐπιστήμη γάρ ἐστιν ἀγαθῶν : οὐδεὶς δὲ
προσέτι δὲ καὶ Ῥωμαίοις , μεγίστην ἀπόδειξιν παρεχόμενα ἀρετῆς καὶ ἀνδρίας τῶν ἐπιφανεστάτων ἀνδρῶν ἀρχή τε κατελύθη μεγίστη δὴ καὶ
4754573 κορυνητης
πλάνη πλανήτης : κώμη κωμήτης : ὑπήνη ὑπηνήτης : κορύνη κορυνήτης : νίκη νικήτης : ἄλη ἀλήτης : κόμη κομήτης
ὃ μὲν υἱὸν Ἀρηϊθόοιο ἄνακτος Ἄρνῃ ναιετάοντα Μενέσθιον , ὃν κορυνήτης γείνατ ' Ἀρηΐθοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις : Ἕκτωρ δ
4754407 Λυκιας
παῖδας καὶ ὥσπερ τυφλὸς γεγονὼς πενθῶν περὶ τὴν ἐρημίαν τῆς Λυκίας διῆγεν ἥτις Ἀλήιον ἀπὸ τῆς ἐκείνου ἄλης καὶ πλάνης
τὸν ἴδιον ἄνδρα Προῖτον . καὶ ὃς πρὸς τὸν τῆς Λυκίας βασιλέα κηδεστὴν ὄντα αὐτοῦ Ἰόβατον ἀποστέλλει ὑπ ' αὐτοῦ
4750367 γειτων
προσηκόντων χάριτος τυχεῖν . οὐκοῦν καὶ ἐτάφη μεγαλοπρεπῶς καὶ ὁ γείτων τῷ φόνῳ ποταμὸς ἐκλήθη Πίνδος ἐκ τοῦ νεκροῦ καὶ
ποταμὸς κατέρχεται . Κρᾶθις : τὸ ἑξῆς : Κρᾶθις δὲ γείτων χῶρος συνοίκους αὐτοὺς δέξεται Κόλχων Πόλαις ἠδὲ Μυλάκων ὅροις
4745220 Προυσιας
διὰ παντὸς καὶ Διονύσιος καὶ Ἑλλάνικος καὶ Εὔδοξος . : Προυσιάς . Ὅτι τὸ ποτήριον τοῦτο ἔξορθόν ἐστι , προείρηται
. . . . . . νζ ∠ ʹδ μβ Προυσιάς . . . . . . . . .
4737219 νεφελης
μεγέθη λουτρῶν , ἔδεισα δὲ οἰκίας πλὴν τῆς ἐμαυτοῦ πάσας νεφέλης μὲν ἐπὶ τὰ ὄμματα ἐρχομένης , τοῦ πνεύματος δὲ
νοῦς : ὅντινα τὸν ὕμνον οὔτε ὁ χειμὼν τῆς μεγαλοήχου νεφέλης ἀπηνὴς στρατὸς ἐπελθὼν οὔτε ἄνεμοι ταῖς πνοαῖς τύπτοντες καὶ
4710768 προσηγορευθη
ἔφη καὶ αὐτὸς βούλεσθαι ὁμηρεῖν : ὅθεν ἀντὶ Μελησιγένους Ὅμηρος προσηγορεύθη . γενόμενος δὲ ἐν ἡλικίᾳ καὶ δόξαν ἐπὶ ποιητικῇ
, ἀπὸ Βύβλης τῆς Μιλήτου θυγατρός . ” Βύβλος δὲ προσηγορεύθη ἐκ τοῦ πάσης ἀρχαίης βίβλου φυλακὴν ἀσινέα ἐν ταύτῃ
4698126 Δικτης
: Μυθεύουσιν ἐν Κρήτῃ γενέσθαι τὴν Διὸς τέκνωσιν ἐπὶ τῆς Δίκτης , ἐν ᾗ καὶ ἀπόρρητος γίνεται θυσία . Λέγεται
: μυθεύουσιν ἐν Κρήτῃ γενέσθαι τὴν Διὸς τέκνωσιν ἐπὶ τῆς Δίκτης , ἐν ᾗ καὶ ἀπόρρητος γίνεται θυσία . λέγεται
4697971 προσαγορευομενος
τῶν Ἀθήνησιν ἑορτῶν οὕτω γράφει : ὁμοίως δὲ καὶ ὁ προσαγορευόμενος πέλανος : λέγεται δὲ πέμματά τινα τοῖς θεοῖς γινόμενα
ἄρτον Διόνυσον εὑρεῖν ἐν ταῖς στρατείαις . ΕΤΝΙΤΑΣ ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας , ὥς φησιν Εὐκράτης . πανὸς ἄρτος :
4694952 μυδρος
καλὸν ποίκιλμα τέκτονος σοφοῦ , ὅθεν τε λαμπρὸς ἀστέρος στείχει μύδρος ὅ θ ' ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται .
. . α . , . Ἀμυδρός : παρὰ τὸ μύδρος , ὃ σημαίνει τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , ἀμυδρός ,
4688025 Κυκνου
ὅτι ὁ Τένης φύσει μὲν ἦν Ἀπόλλωνος , ἐπικλήσει δὲ Κύκνου . διὰ τοῦτο οὖν ἀνεῖλε Μνήμονα ὁ Ἀχιλλεὺς ὡς
Κατεβλήθη δὲ ἡ μεγάλη ἰσχὺς τοῦ ἀνδρὸς , ἤγουν τοῦ Κύκνου . Κατέπεσε γὰρ , ὥσπερ καταπίπτει δρῦς , ἢ
4684105 ἡλω
καθ ' ὑπόθεσιν : εἰ δὲ ἐδεξάμην , καὶ μὴ ἥλω ὁ πατὴρ οἷα εἰκὸς , οὐκ ἂν παρ '
τὰ ὄρη πόθῳ ἀρσένων , ὡς εἶχε τοῦ κόσμου καὶ ἥλω περὶ τὸν κάτω Ταῦρον ὑπὸ τοῦ ἀρώματος ἑλχθεῖσα .
4679003 ἀλιτηριος
γοῦν ἐκείνων τοὺς πονηροὺς ἀλιτηρίους ἐκάλουν . καὶ ἄλλως : ἀλιτήριος λέγεται , ὅτι λιμὸς ἐγένετο ἐν Ἀθήναις καὶ οἱ
νικήσῃ καθ ' ἡμῶν ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρός , ὁ ἀλιτήριος δαίμων : μὴ δὴ τοσοῦτον δυνηθείη ἡ ἡμετέρα κακία
4677409 Πυθωνος
ἐς ἅρμ ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκˈλάροις ἐπόπταις . ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων
καὶ τῷ χορῷ τῶν νέων τὸν Ἀπόλλωνα , διότι ἐκ Πυθῶνος εἴληφε τὴν νίκην καὶ τὸ μέλος , ὃ νῦν
4671016 ὀνομαζομενος
γίγνεται , ἐν δὲ τῇ παντελεῖ ἐπιστροφῇ ὁ πέτρινος δὴ ὀνομαζόμενος τῇ Κελτῶν φωνῇ , ὅς ἐστι πάντων χαλεπώτατος .
πληρώσεως . Θαλῆς μὲν οὖν , εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὀνομαζόμενος , φησὶ τοὺς ἐτησίας ἀντιπνέοντας ταῖς ἐκβολαῖς τοῦ ποταμοῦ
4667019 κωμη
, πόλις Φοινίκης . τὸ ἐθνικὸν Σαμφαῖος . Σάμψα , κώμη τῆς Ἀραβίας . τὸ ἐθνικὸν Σαμψηνός . σάμψα δὲ
. . . . οδ ∠ ʹ κϚ : Ἄῤῥη κώμη . . . . . . . . .
4660143 Κωλιας
Ἀφροδίτης ἱερόν ἐν τῇ Ἀττικῇ . ὁ δὲ τόπος καλεῖται Κωλιάς : ἔστι γὰρ ἐγκείμενος ὁμοίως ἀνθρώπου κώλῳ . καὶ
Κωλιάς , ἄκρα ἤτοι ἀκτὴ Φαληροῖ , ὅπου καὶ Ἀφροδίτη Κωλιάς . ὁ δὲ τόπος καλεῖται : ἐκκείμενος γάρ ἐστι
4657066 στηλη
[ κύρβις / ] ] νόμων πλήρης . κύρβις ἡ στήλη , ἐν ᾗ γεγραμμένοι ἦσαν οἱ νόμοι . κρόταλον
γράμματα καὶ τὴν στήλην εἶναί τι σεμνόν , ἐμοὶ δὲ στήλη οὐρανομήκης ἕστηκεν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ μαρτυροῦσα τὴν ἀρετήν .
4651512 ἐπωνυμος
ἔργων : ἀλλοίων ἐπιστήμων ἔργων . ἀλλοίοισι : διαφόροις . ἐπώνυμος : αἴτιος , ἐπιστάτης : γράφεται ἐπίσκοπος ἤως ἐπιτηρητικός
πατρός , Ἑρμῆ , φύλασσε , κάρτα δ ' ὢν ἐπώνυμος πομπαῖος ἴσθι , τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν ἱκέτην : σέβει
4651051 ῥαγεισης
δὲ τὰς Ῥάγας τὰς κατὰ Μηδίαν ὠνομάσθαι φησὶν ὑπὸ σεισμῶν ῥαγείσης τῆς περὶ τὰς Κασπίας πύλας γῆς , ὥστε ἀνατραπῆναι
αἷμα ῥέῃ , φλεβός τινος ἢ ἀρτηρίας δι ' ὁποιανδήτινα ῥαγείσης αἰτίαν . ἤτοι γὰρ διὰ πτῶμα ἢ πληγήν ,
4649428 Ἀδωνις
διὰ τοῦ δ κλίνεται εἴτε ἀρσενικὰ εἴη εἴτε θηλυκά , Ἄδωνις Ἀδώνιδος , Πάριδος Θέτιδος Μέμφιδος : τὰ ἐν τοῖς
κλισμῶ , πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων , ὁ τριφίλητος Ἄδωνις , ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς . παύσασθ ' ,
4643864 Ἀθως
, ποταμοὶ ἐξαιρούμενοι τῆς γῆς καὶ θαλάττης ζεῦγμα καὶ ὁ Ἄθως ὡς ἐτμήθη . φασὶ δὲ καὶ ἀνδρῶνι ἐντυχεῖν ,
ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἄθως καλύπτει πλευρὰ Λημνίας βοός . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα
4639372 Τριπτολεμος
Διόνυσος μετὰ τὸν Κάδμον καὶ τὸν Πενθέα , ὀψὲ ὁ Τριπτόλεμος μετὰ τὸν Ἐριχθόνιον καὶ τὸν Κέκροπα . Εἰ δὲ
' ἄλλων τὸν σῖτον ἐπαγομένους , παρ ' ὧν ὁ Τριπτόλεμος ἦν καὶ τὸ ἅρμα τῶν δρακόντων ἀνίπτατο . καίτοι
4633317 πολιχνη
πολύς , εἶτ ' ἄκρα Φειά : ἦν δὲ καὶ πολίχνη „ Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν , Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα :
εὐχόρτου † λικιβάττεω : καὶ Πάριον κολιῶν κυδρὴ τροφὸς ἔσκε πολίχνη : Ἰόνιον δ ' ἀνὰ κῦμα φέρων Γαδειρόθεν ἄξει
4628687 ἐκληθη
ὁ τῇ βάσει λειπόμενος σκάζειν λέγεται . ὕστερον δ ' ἐκλήθη κατ ' εὐφημισμὸν ἀριστερὰ καὶ εὐώνυμος . Σκαιῇσι πύλῃσι
ἀπὸ Μουνύχου τινὸς βασιλέως τοῦ Παντακλέους . . . : ἐκλήθη δὲ Μουνυχία , ὥς φησιν ὁ Διόδωρος παραφέρων τὰ
4625744 Φαρσαλῳ
Αὐτὸς δ ' ἐπὶ τῇ νίκῃ δύο μὲν ἡμέρας ἐν Φαρσάλῳ διέτριψε θύων καὶ τὸν στρατὸν ἐκ τῆς μάχης ἀναλαμβάνων
, ὅτε ὁ Βροῦτος ἐγίγνετο . διὸ καὶ νικῶν ἐν Φαρσάλῳ μετὰ σπουδῆς λέγεται τοῖς ἡγεμόσιν εἰπεῖν Βροῦτον , ὅπῃ
4624117 ἀκτη
τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο , Δήμητρος μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ
δ ' αἶψα ταμόντες , ὅθ ' ἀκροτάτη πρόεχ ' ἀκτή , θάπτομεν ἀχνύμενοι , θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες .
4597061 Κυχρεως
Κυχρεὺς οὗτος καὶ Κέκροψ ὁ διφυὴς καλούμενος . ? ἀπὸ Κυχρέως τοῦ Σαλαμῖνος καὶ Ποσειδῶνος , ὃς Ὄφις ἐπεκλήθη διὰ
δὲ φυγὼν ἐξ Αἰγίνης κατήντησεν εἰς Σαλαμῖνα , καὶ γήμας Κυχρέως τοῦ βασιλέως τῶν Σαλαμινίων θυγατέρα Γλαύκην ἐβασίλευσε τῆς νήσου
4595939 λιθος
οἷά τε δι ' ἔθους ἐγγίνεσθαι . οὐδέποτε γὰρ ὁ λίθος ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι , αἱ δὲ ἠθικαὶ ἀρεταὶ δι
μὲν ἐπίστασθαι εἰς ως περατουμένην : „ ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος „ : καὶ ἀκόλουθος αἰτιατική :
4594676 περιγραφη
τὸ σχῆμα ποιητικῶς μὲν ἐκ παραλλήλου καλεῖται , ῥητορικῶς δὲ περιγραφή . . ΝΟΥΣΩΝ Τ ' ΑΡΓΑΛΕΩΝ . Ἀπὸ κοινοῦ
. . νζ γʹ λε γιβʹ . Ῥόδου νήσου ἡ περιγραφή , Πανὸς ἄκρον . . . . . .
4583762 φορος
πλέκω πλόκος , σπείρω σπόρος , λέγω λόγος , φέρω φόρος : οὕτω καὶ τρέχω τρόχος . . . .
συνεργείᾳ πολὺν χρόνον γεγονότες . φόρος καὶ φορὸς διαφέρει . φόρος μὲν γὰρ λέγεται ὁ φέρων . οὕτως καὶ φόνος
4583627 ἐγχωριος
πολίτης , ἀστός , οἰκήτωρ , ἔνοικος , ἔντοπος , ἐγχώριος , ἐγγενής , καὶ τὸ πλῆθος δῆμος , ὄχλος
πλουσίου Νείλου . καὶ χώριος οὐ σύνθετον , ἀλλὰ τὸ ἐγχώριος καὶ ἐπιχώριος σύνηθες ἐκ τοῦ ἐν χώρᾳ καὶ ἐπὶ
4577640 ἡρπασε
τὸν θεὸν μηδὲ χρησμῳδεῖν . ὀργισθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ Ἡρακλῆς ἥρπασε τὸν μαντικὸν τρίποδα καὶ πρὸς αὐτὸν εἵλετο τὴν μάχην
, εἶτα διανοίᾳ μεταδιώκοντα ἄντικρυς ἐκβοῶσι : „ θηρίον πονηρὸν ἥρπασε καὶ κατέφαγεν Ἰωσήφ „ . ἀλλ ' οὐ θηρίον
4574967 Κυων
ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἐπιτέλλει . ὡρῶν ιε : Κύων ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ
ἐπὶ πλέον ἄχρι παρ ' αὐτὸν Κρητῆρα , φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς :
4574001 Ἀγαμηδης
τῷ ὑποβρυχίῳ γελάσαντες τεθνήκασιν . ἠξιώθησαν δὲ ὁ Τροφώνιος καὶ Ἀγαμήδης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ μαντεύεσθαι διὰ τὸ κτίσαι αὐτοὺς ἀπὸ
τὸν φῶρα . Ὁ δὲ παγίδας ἔστησεν , αἷς περιπεσὼν Ἀγαμήδης ἀναιρεῖται . Τροφώνιος δὲ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τεμὼν πρὸς
4573694 ναυλοχων
μέν , ὀλίγανδρον δέ , ἀφικνεῖται : καὶ πρῶτον μὲν ναυλοχῶν ἐν τῷ πορθμῷ μεταξὺ τῆς Κέρνης καὶ τῆς Σαρπηδονίας
τὸ πολλὰ τῶν ἐπῶν ἀντιμαρτυρεῖν αὐτοῖς . διὰ τί γὰρ ναυλοχῶν ἔσχατος φαίνεται ὁ Αἴας , οὐ μετ ' Ἀθηναίων
4572958 δρακων
ζῷον ὑπερφυές , Διονύσου ἄγαλμα , ᾧ Ἰνδοὶ ἔθυον : δράκων ἦν μῆκος πεντάπλεθρον , ἐτρέφετο δὲ ἐν χωρίῳ κοίλῳ
Αὐλίδι , πόλει τῆς Βοιωτίας . ἔνθα καὶ θυόντων αὐτῶν δράκων ἐπὶ τὸ πλησίον ἀνελθὼν δένδρον στρουθοῦ νεοσσοὺς ὀκτὼ διέφθειρεν
4572719 Κενταυρος
τ [ ] ἐραννὰν ἐπὶ δαῖτα ? [ ] ὀρικοίτας Κένταυρος [ ] αἰτεῖ δέ με παίδατα ? [ ]
ἠεροειδῆ καὶ προσκεκλιμένος μὲν ἐπ ' οὐδαίοιο χαμεύνης κεῖτο μέγας Κένταυρος , ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ ἱππείαισιν ὁπλαῖσι τανυσσάμενος θοὰ κῶλα
4570931 ὑποχωρουσης
διοικεῖται . Ἀπὸ δὲ Ὀπώνης τῆς ἀκτῆς εἰς τὸν νότον ὑποχωρούσης ἐπὶ πλεῖον , πρῶτα μέν ἐστι τὰ λεγόμενα μικρὰ
ζῶον διὰ πυρὸς καιομένου καὶ οὐδὲν πάσχει , περισχιζομένης καὶ ὑποχωρούσης αὐτῇ τῆς φλογός : εἰ δὲ ἐμμείνῃ τῷ πυρὶ
4564803 γεγονυια
ἤδη τῶν παχέων , αὖθις τῇ συγκινήσει συγχεῖται οἷον ἡ γεγονυῖα κατάστασις . Καὶ τοιαῦτα μὲν δεῖ περὶ τοῦ χρόνου
. καὶ τῇ τρίτῃ λύσας , ἐὰν μὴ φανῇ φλύκταινα γεγονυῖα μεγάλη , πάλιν ἐπιτίθει τὸ αὐτὸ φάρμακον : τῇ
4555753 Ἀνθηδονιος
ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔστιν ἀθάνατος . Γλαῦκος ὁ Ἀνθηδόνιος ἦν ἁλιεύς . ἐμμανὴς δὲ γενόμενος ἥλλατο εἰς τὴν
κρανίων , ἀλλὰ καὶ τῆς ἀειζώου βοτάνης , ἧς ὁ Ἀνθηδόνιος ἐκεῖνος ἐμφορηθεὶς δαίμων ἀθάνατος † πάλιν ητις † γέγονε
4555640 δισκος
λόγον , Οἵτινες εἰσὶ κύριοι τῆς ἡμέρας . Πρώτης κύριος δίσκος ἐστὶν Ἡλίου : Τῆς δευτέρας δ ' αὖ ἡ
Κλοπῆς τε δηλοῖ ψευδεπιπλάστους λόγους . Κρόνου δ ' ἐναντίωμα δίσκος Ἡλίου , Τῆς ἡλιακῆς λαμπάδος δ ' ἀστὴρ Κρόνου
4548425 Κυνα
⋖ η , ὄξους # ιβ . λειοτρίβει τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασιν , ἕως πᾶν τὸ ὄξος ἀναλωθῇ ξηρανθέν ,
ὕδατος ὀμβρίου παλαιοῦ ξέστας δώδεκα , καὶ ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασιν ἡλίαζε φυλασσόμενος ὄμβρους καὶ δρόσον . Ῥοΐτης δὲ
4544718 κατεκρημνισθη
Εὐφορίων φησὶν , ἐπειδὴ Σάρων τις κυνηγὸς ἐπιδιώκων σῦν ἐκεῖθεν κατεκρημνίσθη εἰς θάλασσαν , καὶ διὰ τοῦτο Σαρωνικὸν κληθῆ -
ἣν αὐτὸς μὲν ἐσώθη ἐπιβουλευόμενος ὑπὸ Λαοδίκης , ἡ δὲ κατεκρημνίσθη , ὡς γράφει Φύλαρχος διὰ τῆς δωδεκάτης τάδε λέγων
4543899 ἀνεδοθη
τοῦ Ταύρου ἐστὶν αὕτη . ταῦρός τις ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος ἀνεδόθη περὶ τὴν Ἑλλάδα . οὗτος ἐλυμαίνετο τὴν χώραν καὶ
. βλάστε μὲν νᾶσος : ὁ νοῦς : ἀνεβλάστησε καὶ ἀνεδόθη ἐκ τῆς θαλάσσης ἡ νῆσος , ἔχει δὲ αὐτὴν
4541654 Ποταμος
ἐπὶ τῶν ματαιολογούντων . Ποικιλώτερος : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Ποταμὸς τὰ πόῤῥω ποτίζων τὰ ἔγγιον καταλείπει : ἐπὶ τῶν
καὶ ἕκτῳ μέρει . Ὅταν δὲ ὁ ἀπὸ τοῦ Ὠρίωνος Ποταμὸς ἀνατέλλῃ , συνανατέλλει μὲν αὐτῷ ὁ ζῳδιακὸς ἀπὸ Ταύρου
4533554 ἐγενεθ
} ἐκ δὲ πόσιος μῶκος , ἐκ μώκου δ ' ἐγένεθ ' ὑανία , ἐκ δ ' ὑανίας δίκα .
Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ ' ἐμῆς ; ὑμῖν ἐγένεθ ' ὅμοιος , οὐ σέβων θεόν . τοιγὰρ συνῆψε
4525673 λεγομενος
καὶ ὑγροί . Μέλανος διὰ βένθεα : Μέλας πόντος οὕτω λεγόμενος , ὡς ἱστορεῖ Εὔδοξος ἐν δʹ Γῆς περιόδου :
, μέγα καὶ ὑπὲρ μέτρον . Κάλλιχθυς : ὁ ἱερὸς λεγόμενος , ἱερὸς ἰχθύς . ἰαίνεται : εὐφραίνεται . Ὄρκυνος
4524181 Περιλαος
ἐποίει τὸ φάρμακον ὅσα ἐδύνατο . Ὡς δὲ εἰσῆλθεν ὁ Περίλαος , εὐθὺς ἰδὼν τὴν Ἀνθίαν κειμένην ἐξεπλάγη καὶ ἀνεβόησε
Ῥόδου ναυσίν , ἐχούσαις ἀπὸ Καρίας πληρώματα , καὶ διότι Περίλαος μετὰ στρατιωτῶν παράγει πεζῇ , παρεχόμενος τῷ στόλῳ τῆς
4524029 Ἐλευσις
. Πειραιεύς : πόλις Ἀττικῆς καὶ λιμήν . Ἐλευσῖνι . Ἐλευσίς : δῆμος καὶ πόλις Ἀττικῆς . ἐντέτηκε . ἐγκεκόλληται
ἀνετίθεσαν καὶ ὡσανεὶ λιτανεύουσαι ἀπήρχοντο εἰς Ἐλευσῖνα . ἡ δὲ Ἐλευσίς ἐστι λιμὴν τῆς Ἀττικῆς . ἡ δὲ μελίτεια εἶδος
4523745 ἀστραπη
, ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν δὲ ” ἀστραπὴ “ καλλωπισθεῖσα κέκληται . Τί δὲ τὸ πῦρ καὶ
ῥάβδῳ τῇ βασιλικῇ , πλὴν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπὴ καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φέγγος ἡλίου καὶ αἱ
4520841 Κλημης
πραχθὲν οὐδὲ ὑπερβολὴν ἑτέρῳ καταλέλοιπε δικαιότητός τε καὶ γνώμης : Κλήμης γὰρ ὁ Βυζάντιος τραγῳδίας ὑποκριτὴς ἦν μὲν οἷος οὔπω
κλίνεται ὡς ἀπὸ εὐθείας τῆς Ἄλενς Ἄλεντος : οὕτω καὶ Κλήμης Κλήμεντος . Ὁ Χρύσης τοῦ Χρύσου : τὰ εἰς
4520820 Αἰσαρου
πόλις τοῦ πολυστεφάνου Κρότωνος ἐπὶ ταῖς ἐκβολαῖς τοῦ καλοῦ ποταμοῦ Αἰσάρου . Ἐκεῖσε δὲ τὸν μέγαν ἢ τὸν ὑψηλὸν τῆς
σφεων ἱμερτὸν πτολίεθρον ἐϋστεφάνοιο Κρότωνος , ναιόμενον χαρίεντος ἐπ ' Αἰσάρου προχοῇσιν , ἔνθα καὶ αἰπὺν ἴδοιο Λακινιάδος δόμον Ἥρης
4519282 ἐτησιος
οὐδὲν εἰς πέρας ἀχθήσεται . Καὶ ἀλλαχοῦ : Ὁ χαλκομόλυβδος ἐτήσιος λίθος . Ἐξίσου τὰ πάντα ὁμορρευστήσαντα χρύσοπτα πάντα ποιεῖ
ῥοῦν , ἐν μικρολόγῳ φησί : χαλκὸς , μόλιβδος , ἐτήσιος λίθος ἐξ ἧς οὖν ὁμορευστήσαντος ποιεῖ τούτοις τὴν διὰ
4515291 τελεσθεις
προφήτου ἀπογόνοις καὶ τοῖς ἄλλοις Φοινικικοῖς ἱεροφάνταις , καὶ πάσας τελεσθεὶς θείας τελετὰς ἔν τε Βύβλῳ καὶ Τύρῳ καὶ κατὰ
ἔστω δὲ ἐπ ' αὐτῷ καὶ ἡ Ἀμφιτρίτη . Οὗτος τελεσθεὶς καὶ φορούμενος πολλὴν ἀγάπην περιποιεῖται τοῖς ἔχουσι καὶ πολλῶν
4513572 Βοτανη
. Βροχή : διὰ τὸ βραχέως θεῖσθαι καὶ χέεσθαι . Βοτάνη διὰ τὸ βιαίως τίνεσθαι , ἤγουν αὔξισιν . Βάπτισμα
Ἐξ ἑνὸς δέ του πρὸς πίστιν τῶν λοιπῶν παραστήσω . Βοτάνη γὰρ ἔστιν , ἡ λεγομένη κώνειον : αὕτη δὲ
4511953 ἐζησεν
γράφει Σόλων ὁ νομοθέτης μεμφόμενος τῆς πόλεως κάθαρσιν . οὗτος ἔζησεν ρν ἔτη , τὰ δὲ Ϙ ἐκαθεύδησεν . Καὶ
γράφεται πάτερ . Ζεῦ μάκαρ : Ζεὺς ἢ ὅτι μόνος ἔζησεν ἀπὸ τῶν ἄλλων , ἢ ἀπὸ τοῦ δεύω τὸ
4508469 Ἀσκληπιος
Ἐμπόριον ὀνομάζεται . Ἅγιον , τόπος Σκυθίας , ἐν ᾧ Ἀσκληπιὸς ἐτιμᾶτο , ὡς Πολυΐστωρ . . . : Κύβελον
πρότερον γὰρ Ἤπιος ἐκαλεῖτο . Ἤπιος : οὕτως πρότερον ὁ Ἀσκληπιὸς ἐκαλεῖτο ἢ ἀπὸ τῶν τροπῶν ἢ ἀπὸ τῆς τέχνης
4506953 ἐξιλασαμενος
ὑπόνοιαν ὅτι διὰ τοῦτ ' αὐτῷ τὸ σύμπτωμα γέγονεν , ἐξιλασάμενος τὸν θεὸν ἐν πολλαῖς ἡμέραις ἀποκατέστη . Μεταλαβὼν δὲ
νίψηται τὸ πρόσωπον , ἀποβάλλει τὴν ὅρασιν , Ἄρτεμιν δὲ ἐξιλασάμενος ἀνακτᾶται τὸ φῶς , καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος ἐν γʹ
4504220 ταωνος
κλίνονται διὰ τοῦ ντ , οἷον Ποσειδῶνος καὶ Τυφῶνος καὶ ταῶνος . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ἰστέον δὲ ὅτι
τρυγόνα θαλασσίαν , καὶ ὑπὸ τὸν λίθον ἡ φωνὴ τοῦ ταῶνος ὥς ἐστι αιω . καὶ ῥίζιον τῆς βοτάνης ὑπόθες
4485119 τιμαται
τιμᾶται ἐν Βοιωτίᾳ . Τεμμικία δὲ ὄρος τῆς Βοιωτίας . τιμᾶται δὲ ἐκεῖ καὶ ἡ Ἀθηνᾶ Βομβυλεία . καὶ ἡ
εἰσι δύο νιτρίαι πλεῖστον νίτρον ἔχουσαι καὶ νομὸς Νιτριώτης . τιμᾶται δ ' ἐνταῦθα ὁ Σάραπις καὶ παρὰ μόνοις τούτοις
4485065 Ταναγρικης
δ ' Ἐλεφαντίδος Ἐλεφαντίτης . [ Ἐλεών , πόλις τῆς Ταναγρικῆς . ] Ἐλιβύργη , πόλις Ταρτησσοῦ , Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ
. τὴν δὲ γῆν τὴν Ὠρωπίαν μεταξὺ τῆς Ἀττικῆς καὶ Ταναγρικῆς , Βοιωτίαν τὸ ἐξ ἀρχῆς οὖσαν , ἔχουσιν ἐφ
4483539 διεκομισεν
ὑπὸ τοῦ θεοῦ λεχθῆναι Χίλωνι Δαμαγήτου Λακεδαιμονίῳ . Γράμματα Βελλεροφόντης διεκόμισεν : ἐπὶ τῶν προξενούντων ἑαυτοῖς τι κακόν . Βελλεροφόντης
τὸν δὲ Φρίξον εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον σωθέντα πρὸς Αἰήτην διεκόμισεν : ᾧ καὶ ἐκδὺς ἔδωκε τὴν χρυσῆν δοράν ,
4482725 Πρωτεως
κατηφὴς καὶ ἀγέλαστος τῆς Τορώνης , ἡ Τορώνη δὲ γυνὴ Πρωτέως . ἡ δὲ σύνταξις καθ ' ὑπερβατὸν ἀπὸ τοῦ
δ ' αὐτοὺς ἐν Σαμοθρᾴκῃ : ἐκ δὲ Καβειροῦς τῆς Πρωτέως καὶ Ἡφαίστου Καβείρους τρεῖς καὶ νύμφας τρεῖς Καβειρίδας ,
4481933 ὀφις
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν ,

Back