ψυχὰς πάντων ἀνθρώπων . τότε κύριος πρὸς Μιχαὴλ εἶπεν : Ἀνάστηθι καὶ πορεύου πρὸς Ἁβραὰμ , καὶ ξενίζου πρὸς αὐτόν
Ιωβαβ Ιωβαβ . καὶ εἶπον Ἰδοὺ ἐγώ . καὶ εἶπεν Ἀνάστηθι καὶ ὑποδείξω σοι τίς ἐστιν οὗτος ὃν γνῶναι θέλεις
7577904 Δευρο
; Τὴν ἄκανθαν ἔξελε . Τί τὸ πρᾶγμα τουτί ; Δεῦρο πάλιν βαδιστέον . Ἄπολλον , ὅς που Δῆλον ἢ
οἵτινες οἶνον μὴ πίνους ' ἄστρου καὶ κυνὸς ἀρχομένου . Δεῦρο σὺν αὐλητῆρι : παρὰ κλαίοντι γελῶντες πίνωμεν , κείνου
7469530 ἀγασαντο
γάρ ἐστι τῆς κλίνης . . . . οἱ νῶϊν ἀγάσαντο . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἀγάσαντο
εἴκελον ἄνθος . ἔξοχα δ ' αὖ τάδε φῦλα φίλην ἀγάσαντο γενέθλην εὔγληνοι λύγγες τε πυρίγληνοί τε λέοντες πορδάλιές τ
7325882 θρυπτομενη
' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι
ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν
7316707 ἀπηγετο
, ἠλέει δὲ αὐτὴν ὁ Κλυτός . Καὶ ἡ μὲν ἀπήγετο εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι
εἴθ ' ὡς ὁ Φάβιος παραδέδωκε δέσμιος εἰς τὴν Ἄλβαν ἀπήγετο . Ῥωμύλος δ ' ἐπειδὴ τὸ περὶ τὸν ἀδελφὸν
7275733 Ἱερεμιαν
σύμβουλος τοῦ φωτὸς , μὴ μεριμνήσῃς τὸ πῶς ἀποστείλῃς πρὸς Ἱερεμίαν : ἔρχεται γὰρ πρός σε ὤρᾳ τοῦ φωτὸς αὔριον
ἀπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Χαλδαίων , ἐλάλησεν ὁ θεὸς πρὸς Ἱερεμίαν λέγων : Ἱερεμία , ὁ ἐκλεκτός μου , ἀνάστα
7271312 φερωνται
χαυνοτέραν ποιοῦντα τὴν ἐπίδεσιν , ἵνα αὐτοὶ οἱ λεπτομερεῖς ἰχῶρες φέρωνται ἀπὸ τοῦ ἕλκους παρὰ τὰ κάτω καὶ μὴ ἀνίας
: ἀπατηλὸν γὰρ τὸ ζῶον . ἔχωνται : κρατῶνται , φέρωνται , κρατηθῶσιν . Ἄνω : πρὸς τὴν ὁρμιάν .
7237982 Κοροιβον
τότ ' ἦσθα , πῶς ἂν ἀπεφήνω ; Μελιτίδην ἢ Κόροιβον οἴει με πρὸς θεῶν , ἵνα τοῖς ὑπὸ σοῦ
Ποινῆς . ἐς μὲν δὴ τὸ Ἄργος ἀναστρέφειν οὐκ εἴα Κόροιβον ἡ Πυθία , τρίποδα δὲ ἀράμενον φέρειν ἐκέλευεν ἐκ
7237475 Μετωπην
προγόνου Μετώπης ἀπὸ Στυμφήλου πόλεως Ἀρκαδικῆς . ματρομάτορα δὲ τὴν Μετώπην λέγει ὁ Πίνδαρος οὕτω . Μετώπη θυγάτηρ μὲν ἦν
' εἶχον καὶ Παρρασίην ἐνέμοντο . ματρομάτορα δὲ λέγει τὴν Μετώπην ὁ Πίνδαρος οὕτω : Μετώπη θυγάτηρ μὲν Λάδωνος τοῦ
7237384 ἀρθητε
] ὑψώθητε : σύναπτε ⌈ δὲ / ⌈ τὸ ” ἄρθητε “ πρὸς τὸ ” μετέωροι “ . τῷ φροντιστῇ
αἱ ἐν τῷ βροντᾶν καὶ τοὺς κεραυνοὺς ἡμῖν ἐμφαίνουσαι . ἄρθητε ] μετεωρίσθητε . . φάνητε ὦ ] συνίζησις .
7206333 φιλοσοφεις
ὄντες . ” καὶ ἅμα ἐς τὸν Ἀσκληπιὸν βλέψας „ φιλοσοφεῖς , „ ἔφη ” ὦ Ἀσκληπιέ , τὴν ἄρρητόν
ἂν ταῦτα ᾤου . „ „ σὺ δέ , ἐπειδὴ φιλοσοφεῖς , ὦ βέλτιστε , ” ἔφη ” τί περὶ
7202881 ὀδονταλγιαϲ
γοῦν ἀφέψημα αὐτῆϲ ϲπλῆναϲ ὀνίνηϲι πινόμενον . ἰᾶται δὲ καὶ ὀδονταλγίαϲ . ὁ δὲ καρπὸϲ καὶ ὁ φλοιὸϲ αὐτῆϲ ἐγγύϲ
δριμὺ καὶ ϲυμπεπτικὸν καὶ ῥυπτικόν : ὅθεν ὄξει μὲν ἑψηθεῖϲαι ὀδονταλγίαϲ ἰῶνται διακλυζομένου τοῦ ὄξουϲ , εἰ δὲ καὶ μέλιτοϲ
7201496 Ἀντρωνα
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών ,
7190987 πλεοις
. Ἐκ τοῦ Θυέστου : Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἐκ τοῦ αὐτοῦ : Οὐκ ἔστιν οὐδὲν χωρὶς
Θετταλικαὶ χλαμύδες πτερὰ εἶχον . Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Θρᾷκες ὅρκια οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν τοῖς
7182583 Ἐπανειμι
σταδίους ρκʹ . Ἐκ Καρύστου εἰς Πεταλίας σταδίους ρʹ . Ἐπάνειμι πάλιν ἐπὶ τὰ ἐκ Δήλου διαστήματα πρὸς νήσους τάσδε
στάδιοι ωʹ . Ἐκ Δήλου εἰς Πάρον στάδιοι υʹ . Ἐπάνειμι πάλιν εἰς Μύνδον , ἀφ ' ἧς κατέλιπον .
7176398 Ἀρητιαδα
ἵνα τὰ πατρῷα κληρονομήσωσι . ναυαγήσαντες δὲ ἐξεβράσθησαν πρὸς τὴν Ἀρητιάδα νῆσον , ὅθεν ἀναλαβόντες αὐτοὺς οἱ Ἀργοναῦται ἔσχον καθηγεμόνας
[ τὴν ] τροφήν . Ἀπὸ δὲ Φαρνακίας εἰς τὴν Ἀρητιάδα νῆσον , ἔχουσαν ὕφορμον τοῖς ἀφ ' ἑσπέρας ἀνέμοις
7175627 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
7171698 ἐνεγκε
, γάμησον , παιδοποίησον , πολίτευσαι : ἀνάσχου λοιδορίας , ἔνεγκε ἀδελφὸν ἀγνώμονα , ἔνεγκε πατέρα , ἔνεγκε υἱόν ,
. . . φησὶν ὁ αὐτὸς ⌈ οὗτος Ἀριστοφάνης : ἔνεγκε . . . χοᾶ . εἴρηκε δὲ τοῦτο ἐν
7171116 θυσιην
, εἴρηται πρότερόν μοι . τύπτονται γὰρ δὴ μετὰ τὴν θυσίην πάντες καὶ πᾶσαι , μυριάδες κάρτα πολλαὶ ἀνθρώπων .
δὲ χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε , τὴν δὲ ἄλλην θυσίην Μελανίππῳ . Ταῦτα μὲν ἐς Ἄδρηστόν οἱ ἐπεποίητο :
7169444 φονευονται
ἐπιγενομένης τρέπονται μὲν οἱ λῃσταὶ καὶ πάντες ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν φονεύονται : εἰσὶ δὲ οἳ καὶ ζῶντες ἐλήφθησαν . Ἱππόθοος
: ὥσπερ γὰρ ἐν νυκτὶ πόλεως ἁλούσης καθεύδοντες οἱ διαβαλλόμενοι φονεύονται . Καὶ τὸ πάντων οἴκτιστον , ὁ μὲν οὐκ
7158096 περιβας
καὶ πίπτει αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἀσπίδα ξυννεύσας . Πευκέστας δὲ περιβὰς πεπτωκότι καὶ ὑπερσχὼν τὴν ἱερὰν τὴν ἐξ Ἰλίου ἀσπίδα
τοῦ Ἠπειρώτου , ὃς ἐκβοήσαντος μὲν ἐκ τῶν ὕπνων αὐτοῦ περιβὰς ἐφύλαττε τὸν Πύρρον , ἀποθανόντος δὲ καιομένου τοῦ νεκροῦ
7156442 Πειθωνα
χώρας ἔστε ἐπὶ θάλασσαν σατράπην ἀπέδειξεν [ Ὀξυάρτην καὶ ] Πείθωνα ξὺν τῇ παραλίᾳ πάσῃ τῆς Ἰνδῶν γῆς . Καὶ
ἐπιταχῦναι πρὸς τοὺς βασιλέας . οὔπω δὲ καταλαβόντος ἡ Εὐρυδίκη Πείθωνα καὶ Ἀρριδαῖον μηδὲν ἄνευ αὑτῆς ἠξίου πράττειν . οἱ
7149959 προσπολους
οὐκ ἂν δυναίμην μητρὸς ἐσβλέψαι τάφον . αἰσχρόν γε μέντοι προσπόλους φέρειν τάδε . τί δ ' οὐχὶ θυγατρὸς Ἑρμιόνης
ὃν μῆνα ἔτεκεν αὐτήν , πέμπουσα ἀμφιπόλους , ἀντὶ τοῦ προσπόλους , ἤγουν δούλους , ἐκέλευσεν αὐτοῖς δηλονότι δοῦναι τὸ
7147629 Χαρισιον
. ὠνομάσθησαν δὲ καὶ ἀπὸ Κρώμου Κρῶμοι , καὶ Χαρισία Χαρίσιον ἔχουσα οἰκιστήν , Τρικόλωνοι δὲ ἀπὸ Τρικολώνου , καὶ
ἀληθῶς : μαίνεται νὴ τοὺς θεούς . τὸν δεσπότην λέγω Χαρίσιον . χολὴ μέλαινα προσπέπτωκεν ἢ τοιοῦτό [ τι .
7139470 Κοτυτω
Δωριεῦσι τιμωμένης Κοτυτοῦς ὠνόμασται Κοτυταρίς . ἦσαν δὲ Τιμάνδρου θυγατέρες Κοτυτὼ καὶ Εὐρυτιώνη , ἃς ἐτίμησαν Ἡρακλεῖδαι διὰ τὸ συναγωνίσασθαι
. ἁ γραία με : Εὐρυτιώνην τὴν Τιμάνδρου θυγατέρα καὶ Κοτυτὼ ἐτίμησαν οἱ Ἡρακλεῖδαι διὰ τὸ συναγωνίζεσθαι εἰς τὴν τῆς
7137065 ἁμιδα
ἀμαυροῖς , ὥστε λήσεις τῷ χρόνῳ . κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένη . ἐγὼ δ '
' ἔχων , καὶ ὁ Ἀριστοφάνης : κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . λέγουσι δὲ καὶ ἅμαξαν δασέως καὶ καθημαξευμένα
7136853 ἀειραντες
υἱός , σύν τ ' ἄλλοι Μινύαι γλαυκώπιδι Τριτογενείῃ θῆκαν ἀείραντες βριθὺν λίθον , ἔνθα δὲ νύμφαι κρήνῃ ὑπ '
βιαζόμεναι χαλεποῖς ἐνέκυρσαν ἀήταις . οἳ δέ σφεων κατὰ πρύμναν ἀείραντες μέγα κῦμα ἠὲ καὶ ἐκ πρῴρηθεν ἢ ὅππῃ θυμὸς
7117173 ὡπλισμενα
, λεπὶς δὲ τὸ λεπτὸν καὶ ξεόμενον . Φρακτά : ὡπλισμένα , ἐσκεπασμένα : φρακτά : ὡπλισμένα : φράζεσθαι γὰρ
Εἰσιδέειν : ἰδεῖν . ὀλοῇ : ὀλεθρίᾳ . κεκορυθμένα : ὡπλισμένα , καθωπλισμένα . λύσσῃ : μανίᾳ , ἀγριότητι ,
7112266 σελαγοιντ
Νίκαρχον . Γ σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν
ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς καίονται . Γ σελαγοῖντ ' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ
7108829 ἀνεκλιθη
ὁ Ξάνθος παραγενάμενος μετὰ τῶν σχολαστικῶν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἀνεκλίθη σὺν αὐτοῖς . καὶ μετὰ τὸ προπιεῖν λέγει “
ἐκ σίτου ; δείκνυσι δὲ ὡς μετὰ τελωνῶν καὶ εἰδωλολατρῶν ἀνεκλίθη . ὁμοίως δὲ καὶ [ ἐν ] τῆι οἰκίαι
7105194 θιγε
ἐνδήσας καὶ εἰς ζέον ὕδωρ ἀποβάπτων ἡσυχῇ ἀποπυρία καὶ πελιώματα θίγε . ἄλλο . ἄλευρον ἴριδος μίξας τῷ μέλιτι καὶ
δριμύτερον εἰπεῖν . τότε δὲ πρόσαγε τὴν δευτέραν μηχανήν . θίγε χειρός , θλῖψον δάκτυλον , θλίβων στέναξον . ἢν
7103334 συμφωνουμεν
τυγχάνει ἔχοντα ἀπέσταλκά σοι . περὶ δὲ τῆς φυλακῆς ἀμφότεροι συμφωνοῦμεν , ὥστε οὐδὲν δεῖ παρακελεύεσθαι . ἔρρωσο . “
ἔξεστι λαμβάνειν ἐξετάζοντας εἰ καλὰ φρονοῦμεν , καὶ βασανίζειν εἰ συμφωνοῦμεν : λόγοις πρὸς ἔργα εἰ ὅμοιοί ἐσμεν τοῖς ἀγαθῶς
7097077 τρυπαν
τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ ποιήσῃς τρῦπαν ὅσον σακκοράφης , ἢ καὶ μικροτέραν , ὅσον βελόνης
βάλε πῦρ ὀλίγον ἐν ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ
7097015 σπενδομενος
πᾶσαν ὀργήν , ἀφαιρῇ δὲ καὶ τὴν ἐξουσίαν , ἣν σπενδόμενος ἂν ἔδωκας ὑπ ' ἀνάγκης . συμπέπλεκται γὰρ οἷς
. λίβανος δὲ εἴρηται , οἱονεὶ ⌋ ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος . δοκοῦσι γὰρ αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ὅλον εἶναι πνεῦμα
7093574 διηθει
. κηρόν , πίσσαν , ῥόδινον τῆκε μαλακῷ πυρὶ καὶ διήθει , χαλβάνην δέ , κρόκον , ἀμμωνιακόν , λιβανωτὸν
χυλὸς ἀναποθῇ : εἶτα ἐν ἄλλῳ τήξας τὰ τηκτά , διήθει κατὰ τοῦ ἑψηθέντος ἐλαίου καὶ χρῶ . Κολοφωνίας λίτρας
7086533 ἀπῃειμεν
; ἔπεμψέ με εἰς Χίον φήσας πέμπειν καθάρσεως ἕνεκα . ἀπῄειμεν οὖν τὴν ἐπὶ Σμύρνης , καὶ μάλα ἐν ἀηδίᾳ
εἴποιμι λόγῳ . μίαν μὲν δὴ ταύτην νίκην καλλίστην νενικηκότες ἀπῄειμεν : ἐπὶ δὲ τὴν δευτέραν κρίσιν ἐχωροῦμεν , τὴν
7077297 Ἀλωρος
, τῆς Ἀλώρου δὲ ἑβδομήκοντα . ἔστι δ ' ἡ Ἄλωρος τὸ μυχαίτατον τοῦ Θερμαίου κόλπου : * λέγεται δὲ
Μήδειαν ὀνομασθείς . τὸ ἐθνικὸν Διζήριος καὶ Διζηρίτης , ὡς Ἄλωρος Ἀλωρίτης . Δίκαια , πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Δικαίου
7075813 Γεραιστῳ
ἥ τε Εὔβοια καὶ τὰ ἄκρα αὐτῆς , ὁ ἐν Γεραιστῷ λιμὴν , καὶ ἱερὸν τοῦ θεοῦ . οὗ καὶ
καὶ Φαληρόθεν καὶ ἐκ Σουνίου καὶ μέχρι τῶν αὐτῷ τῷ Γεραιστῷ προσοίκων χωρίων τοὺς τῆς θαλάττης ἐργάτας . πῶς δὲ
7069828 Ἀσπληδων
Ἀπολλόδωρος . : Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην . τὸ δὲ Ἀσπληδών πλεονασμῷ ποιητικῷ τοῦ α : ἔστι δὲ πόλις Φωκίδος
ἣν δὴ Πελασγικὸν Ἄργος εἶπεν Ὅμηρος . . . : Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ εἶναι Σπληδόνα τὸν Πρεσβῶνος καὶ Στερόπης
7069782 βησετο
ἔδουσι διοτρεφέες βασιλῆες . ἂν δ ' ἄρα Τηλέμαχος περικαλλέα βήσετο δίφρον : πὰρ δ ' ἄρα Νεστορίδης Πεισίστρατος ,
' ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω : πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσετο δίφρον . τὼ μὲν ἄρ ' ἄψορροι προτὶ Ἴλιον
7068224 ἑψητοι
ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἑψῶ τὸ περισπώμενον : ἑψητοὶ τὰ λητὰ ἰχθύδια : ἑψία ἡ παιδία : ἐψιόωντα
ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἑψῶ τὸ περισπώμενον : ἑψητοὶ τὰ λητὰ ἰχθύδια : ἑψία ἡ παιδία : ἐψιόωντα
7065079 ἀγωνιωντα
ὥσπερ οἱ δεδιότες , ἀλλ ' ὡς εἰκὸς ἦν τὸν ἀγωνιῶντα μὲν ὑπὲρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης , θαρροῦντα δὲ τῷ
μὴ ὥσπερ σὺ χαυνοῦντα καὶ διαθρύπτοντα . κατιδὼν οὖν αὐτὸν ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων , ἀνεμνήσθην ὅτι καὶ
7062719 Σαβαιοι
. Ἀπολλόδωρος δευτέρῳ περὶ γῆς . λέγονται καὶ Νουβαῖοι ὡς Σαβαῖοι , καὶ Νουβάδες οἱ αὐτοί . Νουκερῖνοι , ἔθνος
Οὐ γὰρ δὴ οὔκ εἰσι καὶ νῦν ἕτοιμοι κωμῳδεῖσθαι καὶ Σαβαῖοι καὶ Λυκάμβαι , πρὸς δέ γε τὸ τραγῳδεῖσθαι οὐκ
7062572 Τεθνηκεν
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο ,
7058896 ἐφορμησασα
στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασεἡ διπλῆ ὅτι ἐπιεισαμένη ἐστὶν ἐπελθοῦσα , ἐφορμήσασα , ἀπὸ τοῦ εἶμι , ὡς τὸ ἢ τάχα
] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα : ἐφορμήσασα τῶι Ὀρέστηι . τὸ δὲ ἀτμῶι κατισχαίνουσα ἀντὶ τοῦ
7049612 γαλοῳ
Ἠετίωνος , ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα . ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν , αἵ ἑ μετὰ
Λαέρτιος γεγονός . . . . : Βαρύνειν δεῖ τὸ γαλόῳ : τὰ γὰρ εἰς ως θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν
7049478 Ἀριαραθου
κατὰ τὸν πλοῦν ἐπιβουλεύσαντες Ἀριαράθῃ περὶ Κόρκυραν αὐτοὶ προανῃρέθησαν ὑπὸ Ἀριαράθου . ὁμοίως δὲ καὶ περὶ Κόρινθον ἐπιβουλὴν κατ '
ἐς ὀκτακισχιλίους καὶ ἐδίωξε τοὺς λοιποὺς ὑπὲρ Ἅλυν ποταμόν . Ἀριαράθου δέ , τοῦ Καππαδοκῶν βασιλέως , καὶ τοῦδε συμμάχους
7046196 αἰσχιους
: διαφυλάττειν οὖν δεῖ τοῦτο τὸν κυνηγέτην . ἐὰν δὲ αἰσχίους ὦσι καὶ ἄψυχοι πρὸς τὸν δρόμον , οὐδὲν κωλύει
τὸ δὲ τῶν ἀνδρῶν τί ποιήσει ; φεύξονται γὰρ τοὺς αἰσχίους , ἐπὶ τοὺς δὲ καλοὺς βαδιοῦνται . ἀλλὰ φυλάξους
7045365 πλαται
αἱ πλάται . ] Πόθεν οὖν γένοιντ ' ἄν μοι πλάται ; [ Πόθεν ; πόθεν ; ] Τί δ
, αἳ ἐπὶ τοῖς ὤμοις αἰεὶ πεφύκασιν . Αἱ δὲ πλάται πρὸς τὰ γυῖα ἤρθρωνται , ἐπιβάλλουσαι ἐπὶ τὸ ὀστέον
7043876 πανδοκευς
, ἀλλὰ διὰ τοῦ κ , πανδοκεῖον καὶ πανδοκεύτρια καὶ πανδοκεύς . Τὴν φθεῖρα λέγουσί τινες καὶ τὴν κόριν :
. πανήμερος πάννυχος : τοῦτον δὲ πανεύφρονα Κρατῖνος καλεῖ . πανδοκεύς πανδοκεύτρια . καὶ ὡς Κρατῖνος παναγάθη , καὶ ὡς
7039207 πεπρακας
σοῦ πριάμενοι μηδέπω ἐκτετίκαμεν διάφορον . καίτοι ἃ μὲν ἡμῖν πέπρακας , ἔχεις ἔτι καὶ αὐτὸς καὶ οὐδὲν ἔλαττον γέγονέ
σε μή , μαστιγία [ ! ! ! ! ! πέπρακας ] πλεὸν ἔχοντι χρυσίον ? ? ? [ [
7035080 χερϲι
β , μίγνυε τὸν ϲάπωνα τοῖϲ λοιποῖϲ προλειωθεῖϲιν ἐπιτρίβων ταῖϲ χερϲὶ καὶ χρῶ . Περὶ πιτυριάϲεωϲ . πιτύροιϲ ὅμοια ἀπὸ
ὑπηρέτῃ κατέχειν εὐφυῶϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ λίνου , ἀμφοτέραιϲ ταῖϲ χερϲὶ κατέχοντεϲ τὴν τρίχα διακινοῦμεν ἄνω τε καὶ κάτω ,
7034913 Ὑπερβορεοι
, ἧς τὸ ἐθνικὸν Ὑπερασιεύς . Φλέγων κγʹ ὀλυμπιάδι . Ὑπερβόρεοι , ἔθνος . Πρώταρχος δὲ τὰς Ἄλπεις Ῥίπαια ὄρη
δ ' Ὠκεανῷ , Κρόνιον δέ ἑ κικλήσκουσι , πόντον Ὑπερβόρεοι μέροπες , νεκρήν τε θάλασσαν : Οὐκέτι δὲ προφυγεῖν
7030682 ἐξηλθομεν
τὰς θύρας τῶν σταθμῶν ἔνθα ἦμεν κεκλειμένοι ἐκσπάσαντες τοῖς μοχλοῖς ἐξήλθομεν βοηθήσοντες : τὰ ἀκόντια ἀπὸ τοῦ ἐπηγκυλίσθαι - :
τὴν κόλασιν , οὐκ ἂν ἤδη πρόπαλαι καταλιπόντες τὸ σῶμα ἐξήλθομεν ἀπ ' αὐτοῦ ; ἔρρωσο . Συνῆλθον οἱ ἰατροί
7029071 δευσον
. ἀστεῖον ὁ σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σφιν δεῦσον ὅσα γ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα
θερμίνου ἀλεύρου ἀρτεμισίας ἀβροτόνου πηγάνου ἡδυόσμου καὶ ἀψινθίας τοὺς ζωμοὺς δεῦσον μετὰ τῶν ξηρῶν καὶ ἐπίδευσον . Ἄλλο . χολῇ
7027710 φρουδαι
. δὶς παῖδες οἱ γέροντες ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκαβηττόν . μηδὲ στέψω κοτυλίσκον . οὐ
' ἐξορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; Ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκάβηττον . Κείσεσθον , ὥσπερ πηνίω ,
7026252 κλιντηρι
μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξεν , κείμαν δ ' ἐν κλιντῆρι δέκ ' ἄματα καὶ δέκα νύκτας . φράζεό μευ
μετὰ τεῦς ἀνὰ νύκτα τὸν ἱερὸν ὕπνον ἐμόχθει : παγχρυσέῳ κλιντῆρι πόθες καὶ στυγνὸν Ἄδωνιν , βάλλε δέ νιν στεφάνοισι
7024820 διεπερασεν
ἔμπορος τῇ τοῦ φίλου γνώμῃ πλοιαρίῳ ἐπιβὰς σὺν τοῖς σώμασιν διεπέρασεν εἰς Σάμον , καὶ ἀποβάς , ξενίαν λαβών ,
ἀπήντησεν δορί , πληγὴν σιδήρωι παραδοθεῖσαν εἰσιδών , κνήμην τε διεπέρασεν Ἀργεῖον δόρυ : στρατὸς δ ' ἀνηλάλαξε Δαναϊδῶν ἅπας
7024423 ἐνηλυσια
. , . : ἐνηλύσιος : ἐμβρόντητος , κεραυνόβλητος . ἐνηλύσια : τὰ κατασκηφθέντα χωρία ἐνηλύσια - λέγονται , ἔνιοι
Δία τὸν ἐπ ' αὐτῷ καταιβάτην . περιειρχθέντα δὲ τὰ ἐνηλύσια ἄψαυστα ἀνεῖτο . πόλεως δ ' αὖ μέρη καὶ
7023553 Ἑπου
εἴσω τοῦ ποδός : οὐ γὰρ ἂν ἐμβαίη ἑκών . Ἕπου νῦν , δραπέτα : δέχου τοῦτον σύ , πορθμεῦ
γυναικὶ προσιέναι : ὅταν φάναι μάλιστα τυγχάνηις βλαβῆναι βουλόμενος . Ἕπου θεῷ . γνῶθι σαυτόν . πατρίδα τὸν κόσμον ἡγοῦ
7017599 τυπῃ
' ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς
τοῦ ποιοῦμαι καὶ τῶν ὁμοίων τῆς πρώτης τῶν περισπωμένων . τυπῇ , τυπεῖται . Δυϊκά . Τυπούμεθον , τυπεῖσθον ,
7016449 τυπτονται
τὸ δὲ κατ ' Αἰγυπτίους μὴ καὶ γελοῖον ᾖ : τύπτονται γὰρ ἐν τοῖς ἱεροῖς τὰ στήθη κατὰ τὰς πανηγύρεις
ἄλλο ἄγαλμα Ἡρακλέος προσάγουσι πρὸς αὐτό : ταῦτα δὲ ποιήσαντες τύπτονται οἱ περὶ τὸ ἱρὸν ἅπαντες τὸν κριὸν καὶ ἔπειτα
7014034 λιπωσι
ιγ , ἐάν τε προσλάβωσι ΔΥ ιβ , ἐάν τε λίπωσι , ποιοῦσι ⃞ον . δεήσει ἄρα ΔΥ ιβ ἴσας
τε προσλάβωσι τὸν δὶς ὑπ ' αὐτῶν , ἐάν τε λίπωσι , ποιοῦσι ⃞ον , ἐκτίθεμεν δύο ἀριθμούς , τόν
7008406 Κλεοβις
ἄγαλμα ἀνέθηκαν Μειλιχίου Διός . πλησίον δέ εἰσιν ἐπειργασμένοι λίθῳ Κλέοβις καὶ Βίτων αὐτοί τε ἕλκοντες τὴν ἅμαξαν καὶ ἐπ
ἓν ι μακρὸν Βουσίρι , ὥσπερ ὄφιος ὄφιι ὄφι καὶ Κλέοβις Κλεόβιος Κλεόβιι Κλεόβι , κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο ιι
7005917 μετοικιζεται
ὡς ἐκ Τίρυνθος ἔφευγεν Εὐρυσθέα , παρὰ Κήυκα φίλον ὄντα μετοικίζεται βασιλεύοντα Τραχῖνος . ἐπεὶ δὲ ἀπελθόντος ἐξ ἀνθρώπων Ἡρακλέους
τὸ βούκερων ἄγαλμα τὸ Αἰγύπτιον , ἀφεῖσα τὴν Μέμφιν δεῦρο μετοικίζεται κινήσασα μὲν ὀνείρασι Σέλευκον τὸν ἀπὸ τοῦ Σελεύκου τέταρτον
6999563 Ζηνας
Ἴδας Βρασίδας . τὸ μέντοι Θευδᾶς περισπᾶται , ὡς Μητρᾶς Ζηνᾶς Πυθᾶς : τὸ δὲ Κερκιδᾶς ἀπὸ συναλοιφῆς . Τὰ
” ἐλθὲ πρὸς τὰ παρακείμενα κτήματα . “ ὁ δὲ Ζηνᾶς ἤνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸν ἀγρὸν καί φησιν ” ἀπελθέτω
6998084 πορευθῃς
Ζήσῃ , φησίν , ἐὰν τὰς ἐντολάς μου φυλάξῃς καὶ πορευθῇς ἐν αὐταῖς : καὶ ὃς ἂν ἀκούσας τὰς ἐντολὰς
μὴ ἔλθῃς , μὴ πορευθῇς . μὴ ἔλθῃς ] μὴ πορευθῇς . ὁδοὺς ] τὰς ἀγούσας . ἐφ ' ἑβδόμαις
6998048 ἐπινομον
, φησίν , ἤγουν εἰς τὸν ἰσμηνὸν καλεῖ συνέρχεσθαι τὸν ἐπίνομον ὑμῶν τῶν ἡρωΐδων στρατὸν ὁμηγυρέα καὶ συνηθροισμένον , ἵνα
τὸ Ἰσμήνιον καλεῖ συνέρχεσθαι τὸν ἐπίνομον τῶν ἡρωΐδων στρατόν . ἐπίνομον δὲ στρατὸν εἶπε τὰς ἐπινεμομένας καὶ ἐποπτευούσας τὰς Θήβας
6991624 παρατιθῃς
. καὶ παρατίθει γ ' αὐτά , παῖ , ὅταν παρατιθῇς , μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ
σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σπόδησον ἅττ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα κἀσκοροδισμένα . διὰ γὰρ τὸ
6989855 ὠρθωται
μεμνῆσθαι τοῦ Μίνω , μᾶλλον δὲ μεμνημένος διατελεῖς , ὅθεν ὤρθωται μὲν τὰ καιρῶν , ἡμῖν δὲ ἔστιν εἰπεῖν τι
δὲ ὅταν ἅπαντα πλάγια , καθῆσθαι δὲ ὅταν τὰ μὲν ὤρθωται τὰ δὲ ἐπλαγίασται . ἀλλὰ τὸ μὲν διὰ παραδειγμάτων
6988652 ψαλλ
κώλων ηʹ . ἄνια ] † λυπηρὰ ἢ ἀθεράπευτα . ψάλλ ' ] τέμνε , κόπτε . ἔθειραν ] τὴν
νόμους . πρὸς Ἄρειον δὲ τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά τι αὐτὸν ψάλλ ' ἐς κόρακας ἔφη . ἐν Σικυῶνι δὲ πρὸς
6988338 Ἐμοιγ
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως
6987532 μισθαριον
' οὐδενός . Τί λέγων ἀποτρώγειν ἀξιώσει νῦν ἐμοῦ τὸ μισθάριον ; μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῦ . Οὗ δὴ λέγεται
' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ κναφεὺς δ
6984760 ζυμωσας
αʹ . πεπέρεως κοκ - κία μʹ . συντρίψας καὶ ζυμώσας μέλιτι δίδου νήστει καὶ εἰς κοίτην . [ Κάπνισμα
γλήχωνα μετ ' ὀξυκράτου προεψήσας δὸς πιεῖν , ἢ βερονίκην ζυμώσας μετὰ μέλιτος δίδου φαγεῖν , ἢ ῥαφανὴν ὀπτὴν ἐσθιομένην
6983762 ἰχθυβολοι
ἀμήσαιτο . τὰς δ ' ὁπότε φράσσωνται ἐπί σφισι πεπτηυίας ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ
μάλ ' ἱεμένην νεάτης ἁλός : οἱ δ ' ἐσιδόντες ἰχθυβόλοι μάλα ῥεῖα καὶ ἀσπασίως ἐδάμασσαν . Δελφίνων δ '
6981545 κατακεισο
, ἐσχαρίς , τράγημα δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ
' , ἔφη φάναι , Σώκρατες , παρ ' ἐμὲ κατάκεισο , ἵνα καὶ τοῦ σοφοῦ ἁπτόμενός σου ἀπολαύσω ,
6979353 ὑπαλληλοι
καθόλου πᾶς ἄνθρωπος ζῷόν ἐστιν οὐδεὶς ἄνθρωπος ζῷόν ἐστιν ὑπαλλήλοι ὑπαλλήλοι ἀντιφατικοί ἀντιφατικοί ὡς καθόλου καθόλου ὡς τὶς ἄνθρωπος ζῷόν
ἐναντίαι καθόλου πᾶς ἄνθρωπος ζῷόν ἐστιν οὐδεὶς ἄνθρωπος ζῷόν ἐστιν ὑπαλλήλοι ὑπαλλήλοι ἀντιφατικοί ἀντιφατικοί ὡς καθόλου καθόλου ὡς τὶς ἄνθρωπος
6977589 Φιλοστεφανῳ
Φλεγύας Φλεγύαντος παρ ' Εὐριπίδῃ . , Ἐλέας Ἐλέαντος παρὰ Φιλοστεφάνῳ , Σατύας Σατύαντος παρ ' Ἡγησίππῳ . : εὑρέθη
τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων ἀνθρώπων . Ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Φιλοστεφάνῳ . . . ο , , , , .
6974737 παρακεισεται
καὶ ἐξ ὅτου ἤρξατο ἕκαστα καὶ ἀφ ' ὅτου . παρακείσεται δὲ ἁπανταχοῦ τὰ Ἠλείων , δεῖ γάρ που τὰ
πρὸς βουλάς . ” „ καὶ τράπεζα „ ἔφη ” παρακείσεται ἥκοντι ; ” „ νὴ Δί ' , „
6973280 ἐπουρανιοι
δὲ εἰς Ὄλυμπον παραγεγονέναι : αἱ γὰρ κορυφαὶ τοῦ Ὀλύμπου ἐπουράνιοι . . . . Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι : ἡ
, πολυάργυρον , πολυτάλαντον . θεοὶ ὑπερουράνιοι , ἐνουράνιοι , ἐπουράνιοι , ἐναιθέριοι , ἐναέριοι : ἐπίγειοι , οἱ αὐτοὶ
6971593 ὀτοτοτοι
πόσις σός , παῖδ ' ἔδωκ ' αὐτῶι θεός . ὀτοτοτοῖ : τὸν ἐμὸν ἄτεκνον ἄτεκνον ἔλακ ' ἄρα βίοτον
ἐρημώσας ' ] ἤγουν ἀφεῖσα . στροφή . ἡμέτερον + ὀτοτοτοῖ : αἱ περίοδοι αὗται πᾶσαι καλοῦνται ὡς εἴρηται ἀλλοιόστροφοι
6969809 θενε
αὐτῆς νευούσης ἐπί τινα τόπον ὑψηλόν . 〚 τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν : Πρὸς τὴν τῶν παί - δων
βίον ; ἔα ἔα : βάλε βάλε βάλε : θένε θένε θένε . τίς ἁνήρ ; λεῦσσε : τοῦτον αὐδῶ
6969675 ἐφορμων
περαιοῦσθαι τὸν Ἀδρίαν ἐβούλετο : Μούρκιος , ναύαρχος τῶν πολεμίων ἐφορμῶν ἐν τῇ νησῖδι τῇ κατὰ Βρεντήσιον , κωλύσων δῆλος
ἐρῶ γὰρ καὶ πρὸ τῶνδε , μηδέ με φύλασς ' ἐφορμῶν ἔνθα χρὴ ναίειν ἐμέ . Μαρτύρομαι τούσδ ' ,
6968518 Μιμαντος
δευτέρας συλλαβῆς διὰ τοῦ ντ κλίνονται , οἷον γίγαντος , Μίμαντος . ὁμοίως καὶ τὸ Κάλχαντος , Φόρβαντος . ἃ
ἐστίν . σκόπελον ] κορυφήν . νιφόεντα ] χιονώδη . Μίμαντος ] ὄνομα ὄρους ⌈ τῆς Μυσίας . / ⌈
6963106 συναπεδημησεν
ἄλλους . αὐτὸς δὲ Πειρίθωι τὴν ὑπουργίαν ἀποδιδοὺς εἰς Ἤπειρον συναπεδήμησεν ἐπὶ τὴν Ἀιδωνέως θυγατέρα τοῦ Μολοσσῶν βασιλέως , ὃς
περὶ ἐμοῦ ἀληθῆ ὄντα διηγήσατο : καὶ γὰρ ἐπαίδευσεν καὶ συναπεδήμησεν καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας ἐνέγραψεν , καὶ κατά γε
6958734 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
6955674 γραπτον
που : λιθάργυρος δ ' ὄλπη παρῃωρεῖτο χρίσματος πλεκτὸν Σπαρτιάτην γραπτὸν κύρβιν . τὸν γὰρ λευκὸν ἱμάντα ἐξ οὗ ἡ
' ὃν ἐφονεύθη ὁ Αἴας , ἀνεδόθη βοτάνη καὶ εἶχε γραπτὸν τὸ αἲ αἴ . τὸν ὑάκινθον τὸ αἷμα τοῦ
6954864 κατεστρατοπεδευσατο
τὴν τῶν Λοκρῶν χώραν καὶ πολλὴν τῆς πολεμίας γῆς δῃώσας κατεστρατοπεδεύσατο πλησίον ποταμοῦ τινος ῥέοντος παρὰ φρούριον ὀχυρόν . τούτῳ
ἑκατὸν προσῆγε τῇ πέτρᾳ . καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ κατεστρατοπεδεύσατο , ἵνα ἐπιτήδειον αὐτῷ ἐφαίνετο , τῇ δὲ ὑστεραίᾳ
6947866 πορνιδιον
κατεδήδοκεν , ἀλλ ' οὐδὲ κατεμώρανεν , οὐδ ' ἐλύσατο πορνίδιον , οὐδὲ θυροκοπῶν ὦφλεν δίκην . οὕτω τὸ γῆρας
ἀποτρώγων . ἡ πασῶν δὲ ἰταμωτάτη , τὸ ἐκ Κεραμεικοῦ πορνίδιον , ἡ μέτοικος ἡ Φενεᾶτις , Ὑακινθίς , κύστιν
6944604 ἐπιδιαιρειν
ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ . Ἔοικε γὰρ ἐπιδιαιρεῖν ὁ θύων καὶ τὸ μὲν αἷμα τῷ θυσιαστηρίῳ προχέειν
τὸ τραῦμα , ἀλλὰ καὶ τὰ πλησίον μέρη τὰ ἀφεστῶτα ἐπιδιαιρεῖν δεῖ καὶ τῇ ἐπὶ τῶν ἀποστημάτων χρῆσθαι ἀγωγῇ .
6938205 Παντ
λικαούρι . Ὠτειλαί : πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο
ἡμέραι , ἤτοι αἱ ἐφημερίδες αὐτοῦ , ἄρχονται οὕτως : Πάντ ' ἐδάης Μουσαῖε θεοφραδές . εἰ δέ ς '
6938181 Ἀνυτῳ
πλοῖον αὐτοῦ τῶν ταρίχων ἀφίκηται . “ Αὐτὸς δὲ καὶ Ἀνύτῳ τῆς φυγῆς αἴτιος γενέσθαι δοκεῖ καὶ Μελήτῳ τοῦ θανάτου
μάλιστα καὶ χρεῶν φυγὼν βάρη . Ἀριστοφάνης ὁ κωμικὸς ἠξιωμένος Ἀνύτῳ τε καὶ Μελήτῳ κατὰ Σωκράτους τοῦ φιλοσόφου τὸ δρᾶμα
6936467 πολυγομφον
. ἄγριον ὑποβλέπει με : ἀγριφὴς δίκελλα : σκεῦος γεωργικὸν πολύγομφον . ἀγραδίκη : ὠφληκότων τῷ δημοσίῳ γράφουσι τὰ ὀνόματα
πολύγομφον ὅδισμα ] ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων
6935014 Νοτῳ
δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Συρίας : ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Νότῳ . κυριεύει δὲ γονάτων . ἀναβαίνει δὲ τὸ ζῴδιον
ἀγχοῦ βαιῆς κυνοσουρίδος Ἄρκτου , ἄλλος δ ' ἐν διερῷ Νότῳ ἵσταται : ἀλλ ' ὁ μὲν ὑψοῦ κεῖται ὑπερχθόνιος
6934790 Μηλον
παχύτητος : τοῦτον οὐδεὶς ἠδύνατο ὠφελῆσαι : διελθὼν δὲ ἐς Μῆλον , ᾗ τὰ θερμὰ λοετρὰ , τοῦ μὲν κνησμοῦ
εἶναι ἔδραμεν : ἐφ ' οὗ οἱ Ἀθηναῖοι ἀγανακτήσαντες τὴν Μῆλον ἐκάκωσαν . Διαγόρας γέγονέ τις βλάσφημος ἐπὶ τὸ θεῖον
6933472 Ἀναφη
Ἀνακωνόθεν Ἀνακῶνάδε Ἀνακωνᾶς οὐ καλῶς φασίν . Ἀνάκη , ὡς Ἀνάφη , πόλις Ἀχαΐας . τὸ ἐθνικὸν Ἀνακαῖος ὡς Ἀναφαῖος
Θηρασία : ἡ Κῶς : Φολέγανδρος , Παρίας ἐγγύς : Ἀνάφη : Σίκινος : Γύαρος , ἔμπροσθεν Ἄνδρου : Ἀστυπάλαια
6931981 καλπιν
τε καὶ τοὺς ἐμπλέοντας . τὸ μὲν δὴ περὶ τὴν κάλπιν τὴν χρυσῆν τὴν ἐν Χίῳ ποτὲ φανεῖσαν τῇ νήσῳ
περιρρεομένην ὑπὸ τοῦ ὕδατος πηγήν . ἢ τὴν δυναμένην βάψαι κάλπιν καὶ οὐ περαιτέρω : καὶ ἄλλως : ὡς κοτυλήρυτον
6929681 Κορωνην
. γελῶ τὸ πρὸς τὸν Κύπριον ἐννοούμενος . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν
πάλαι τηροῦντ ' ἐνεδρεύσας πάντ ' ἔχει . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν
6929505 ἐρημαιην
φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν ἥμιν ; ” Λέοντα φεύγων ταῦρος εἰς ἐρημαίην σπήλυγγα κατέδυ ποιμένων ὀρειφοίτων , ὅπου τράγος τις χωρὶς
πῦρ ἴδιον πλεκτῇσιν ἐνὶ κλισίῃσι βαλόντες : Ἰλιάδος δὲ λιπόντες ἐρημαίην χθονὸς ἀκτὴν πλώετε πασσυδίῃ ψευδώνυμον οἴκαδε νόστον , εἰσόκεν
6926640 Ῥηναιαν
, ὡς ἐν τοῖς περὶ Κνιδίας Ἰάσων φησίν . καὶ Ῥήναιαν : Ῥήναια νῆσος παρακειμένη τῇ Δήλῳ , ἣν καὶ
, ἶσον Δωριέεσσι νέμων γέρας ἐγγὺς ἐοῦσιν : ἶσον καὶ Ῥήναιαν ἄναξ ἐφίλησεν Ἀπόλλων . ὣς ἄρα νᾶσος ἔειπεν :
6925567 μηλωτην
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον ,
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ

Back