φησιν , ὁ τοιοῦτος πλοῦς : ἐὰν οὖν ἐπιτύχῃς , ἅρπασον αὐτόν . χρήματα γάρ : τὰ γὰρ χρήματα τὴν | ||
κἂν ἀποθνῄσκειν μέλλῃς , ἂν μή σοι πωλεῖν θέλῃ , ἅρπασον αὐτόν : ὃν καλέουσι Συρακόσιοι κύνα πίονα : κᾆτα |
δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων καὶ κεντρίνην φησί τινα γαλεὸν εἶναι καὶ νωτιδανόν . Ἐπαίνετος δ ' ἐν ὀψαρτυτικῷ | ||
μελανούρου : ἐσθιέτω δὲ νάρκην καὶ ῥίνην καὶ βατίδα καὶ γαλεὸν καὶ τρυγόνα καὶ βατράχους , τῶν δὲ ἄλλων μηδέν |
, ὃν καλέουσι Συρακόσιοι κύνα πίονα : κᾆτα ὕστερον ἤδη πάσχ ' ὅτι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ΑΧΑΡΝΟΣ . Καλλίας | ||
, ὃν καλέουσι Συρακόσιοι κύνα πίονα : κᾆτα ὕστερον ἤδη πάσχ ' ὅ τι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ἐν δ |
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . . | ||
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ |
' αὐτόν . εἶτα γνούς πως τοῦθ ' ὑποδεῖται , κᾆτά τις εἶπε τῶν ξυμπινόντων ἤδη σύ ; τί οὐχ | ||
ἔδοξα ἐν τῷ δρόμῳ καὶ ἔξω ἐλάσαι τῶν ὅρων , κᾆτά μοι ἄχθεται καὶ τὴν νύκτα τριπλασίαν τῆς ἡμέρας ποιῆσαι |
περιθετὴν πεζῇ διὰ τῆς Περικλέους χώρας ἐσώθη . Καλλιάδης κυβερνήτης καταλαμβανόμενος ὑπὸ νεὼς ταχυτέρας τὸ πηδάλιον ἔσχαζε συχνῶς , καθ | ||
μετὰ δὲ οὗτος μὲν ἀπῇε τὴν ὁδὸν ὁ ὄνος , καταλαμβανόμενος δὲ ὑπὸ δίψης πικρῶς καὶ πνευστιῶν λίαν ἔρχεται ἐπὶ |
καὶ ἀκανθόχοιρος ζῷόν ἐστι μικρόν , πονηρὸν πάνυ . τοῦτον ἀγρεύσας καὶ ταριχεύσας ἔχε ὡς μέγα ἴαμα . τὴν μέντοι | ||
τῇ χλωρᾷ . Τὴν ἡλιακὴν σαύραν ἐὰν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἀγρεύσας ποιήσῃς περόνας βʹ ἢ χρυσᾶς ἢ ἀργυρᾶς καὶ δι |
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους | ||
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα |
πλείων ἡ λύπη γίνεται . ἄπαγε οὖν , πέπαυσο καὶ παράλειπε λέγων τὰ εὐτυχήματα δυστυχημάτων παρόντων : ποθεινὰ δάκρυα : | ||
καὶ κυματοπλὴξ ἀφικνεῖται . χρύσοφρυν ἐξ Ἐφέσου τὸν πίονα μὴ παράλειπε , ὃν κεῖνοι καλέουσιν ἰωνίσκον : λαβὲ δ ' |
βραχὺ κορύσσεται . κἄν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν . τάχ ' ἂν οὖν καὶ ὑμεῖς ἐμὲ τῷ | ||
βραχὺ κορύσσεται , κἤν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν . [ Σῖμον , ὀρκε̄στὰν ἄριστον ] , ναὶ |
' αὐτός φησι καὶ Χειρίσοφον τὸν Διονυσίου κόλακα ἰδόντα Διονύσιον γελῶντα μετά τινων γνωρίμων συγγελᾶν . ἐπεὶ δ ' ὁ | ||
τε γὰρ τοῖς ὕπνοισιν ἐοῦσιν , εὐθέως ἐπὴν γένωνται , γελῶντα φαίνεται τὰ παιδία καὶ κλαίοντα : ἐγρηγορότα τε αὐτόματα |
, οὐδ ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα : λόφοι δὲ κώδων τ ' οὐ δάκνους ' ἄνευ δορός . καὶ | ||
ὠδῖνας τοὺς κύνας τίκτει τυφλούς . Γ χ ' ἡ κώδων Γ : παρὰ τὸ κραυγαστικὸν † ἡ κύων † |
σιωπήσας καὶ παρελκύσας τὸ τόξον ἔβαλε , καὶ τὸν ὄρνιθα πατάξας ἀπέκτεινεν . ἀγανακτούντων δὲ τοῦ μάντεως καί τινων ἄλλων | ||
καθῆκε : πίτνει δ ' ἐς πέδον πρὸς κίονα νῶτον πατάξας , ὃς πεσήμασι στέγης διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι . |
δὲ ἐβούλετο αὐτῷ τὸ ὄνομα ἐκεῖνο ; δηλονότι ὡμολόγηται τὸν πῶλον , ὅταν κορεσθῇ τοῦ μητρῴου γάλακτος , λακτίζειν τὴν | ||
ἵππον φασὶ γενναίαν γενέσθαι : ταύτῃ τὸν ἐξ αὐτῆς γεννηθέντα πῶλον προσάγειν , ἵνα ὀχεύσῃ , τὸν δ ' οὐ |
ναῦς ἕως εἰς λιμένα : διὸ καὶ πομπίλον καλεῖσθαι , χρύσοφρυν ὄντα . καὶ Ἐρατοσθένης δ ' ἐν Ἑρμῇ φησιν | ||
καλούμενος ἱερὸς ἰχθύς . Καλλίμαχος δ ' ἐν Γαλατείᾳ τὸν χρύσοφρυν : χρύσειον ἐν ὀφρύσιν ἱερὸν ἰχθύν , ἢ πέρκας |
δύναται ἔκ τινων σημείων , καὶ πρὶν ἢ τοὺς πολεμίους θεάσηται , κατανοῆσαι τὸ μέτρον τοῦ πλήθους αὐτῶν ἐκ τῆς | ||
ἐκ τῶν λεβήτων , ὧν οὐδεὶς γεύεται εἰ μὴ πρότερον θεάσηται τὸν βασιλέα εἰ ἥψατο τῶν παρακειμένων . ἐν δὲ |
Τοιοῦτον ἡ ψυχή : σῶμα ἐν σάλῳ ἀεὶ καὶ κλύδωνι νηχόμενον καὶ κραδαινόμενον καὶ σειόμενον συνέχει αὐτή , καὶ καθορμίζει | ||
βίας θάνατον . τοῦτον δὲ ἑωρακότες τινὲς ἀποπλέοντες ναῦται Φοίνικες νηχόμενον ἐν τοῖς ὕδασιν ἐλεήσαντες διέσωσαν , καὶ ἤγαγον αὐτὸν |
ἀποδεσμοῦσι λίνῳ καὶ ἐκπεταννύουσιν . οὕτως οὖν , φησί , δῆσόν σου τὴν γνώμην , ἵν ' , ὅταν ἁρπάσῃς | ||
ἀποδεσμοῦσι λίνῳ καὶ ἐκπεταννύουσιν . οὕτως οὖν , φησί , δῆσόν σου τὴν γνώμην , ἵν ' , ὅταν ἁρπάσῃς |
πέντε μνῶν καταλιμπάνειν . ἢν οὖν ἐμοὶ μὲν τὰ χρήματα ἐάσῃ , ἐκείνοις δὲ τὴν ἀρχήν . προπερισπωμένως δὲ ἀναγνωστέον | ||
ἐπισκιάσῃ καὶ κατασχῇ καὶ μηδὲν αὐτῆς ἄφετον μηδὲ ἐλεύθερον μέρος ἐάσῃ , οὐ μόνον ὅσα τῶν ἁμαρτημάτων ἰάσιμα δρᾶν ἀναγκάζει |
εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ | ||
κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι , |
ἴσου ποιήσαντος ἐκλέξασθαι παρῄνει αὐτοῖς . ὁ δὲ λέων ἀγανακτήσας κατεθοινήσατο τὸν ὄνον : εἶτα προσέταξε τῇ ἀλώπεκι μοιράσαι . | ||
εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις |
μυῶν φθορᾶς τοῖς αὐτοῖς κέχρηνται φαρμάκοις . Ἐὰν δὲ ἕνα πιάσας ἐκδείρῃς αὐτοῦ τὴν κεφαλήν , καὶ ἀπολύσῃς , οἱ | ||
. Πάρδαλις ἐν Χεβρὼν προσεπήδησεν ἐπὶ τὸν κύνα : καὶ πιάσας αὐτὴν ἀπὸ τῆς οὐρᾶς , ἀπεκόντισα αὐτὴν καὶ ἐρράγη |
λέξιν τῷ χ . . . ὅτε ἦλθεν ἐπὶ τὸν Κέρβερον . . ἡ ἑτέρα πανδοκεύτρια . . τῷ Διονύσῳ | ||
χρύσια μᾶλ ' ἔνεκεν σέθεν βαίην καὶ φύλακον νεκύων πεδὰ Κέρβερον , τότα δ ' οὐδὲ κάλεντος ἐπ ' αὐλεΐαις |
: κατέλιπον δὲ αὐτὴν ἔνθα ἦν ὁ τῶν λῃστῶν λόχος λανθάνων , ὥστε ἐνεχώρει μηδὲ ἐκείνας τὸ γενόμενον ἑωρακέναι . | ||
ἐν τῷ Αἰόλῳ ὁ Μακαρεύς ἐστιν ὁμιλήσας τῇ ἀδελφῇ καὶ λανθάνων , καὶ συμβουλεύων τῷ πατρὶ τὰς ἀδελφὰς τοῖς ἀδελφοῖς |
δουλεύειν . Ἐχρᾶτο δὲ καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε : τὸ μὲν ὄρθριον μέχρι ὅτεο πληθώρης ἀγορῆς προθύμως ἔπρησσε τὰ προσφερόμενα πρήγματα | ||
ομένων [ ζείδωρον ] [ ] ? ἐς ? ? ὄρθριον ? ? ? [ ἔργον ˘˘ – , ] |
ἀστέρ ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον , ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος ὠκεανοῖο : τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε | ||
βαλανείωι ψυχρῶι καὶ φαύλωι κεκοσμημένον ἰδὼν ἡρῶιον λαμπρῶς ὡς ἐξῆλθεν λελουμένος κακῶς οὐ θαυμάζω ἔφη ὅτι πολλοὶ ἀνάκεινται πίνακες , |
ὅμοιον τοῦτ ' ἐκείνῳ ἢ ἀνόμοιον φήσομεν ; Ἆρα τὸν ἀσθενοῦντα Σωκράτη , ὅλον τοῦτο λέγεις ὅλῳ ἐκείνῳ , τῷ | ||
κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον , Σωκράτη ὑγιαίνοντα καὶ Σωκράτη αὖ ἀσθενοῦντα . πότερον ὅμοιον τοῦτ ' ἐκείνῳ ἢ ἀνόμοιον φήσομεν |
ἡ δὲ στρεπτίνδα , ὄστρακον ὀστράκῳ ἢ νόμισμα νομίσματι τῷ βληθέντι τὸ κείμενον ἔστρεφον . ἡ δὲ πλειστοβολίνδα , οὐ | ||
γένειον καὶ αἵματος : ἐρρύη γὰρ αὐτῷ ἐκ τῆς ῥινὸς βληθέντι . ἐπεὶ δὲ προσῆλθεν , ἤρετο αὐτὸν εἰ βληθείη |
κοτύλην , ἢ ὠμοπλάτην , ἢ πόδα . βαλών : τρώσας . ἐπέδησεν : ἐκώλυσεν , ἔπαυσεν , ἐδέσμευσεν . | ||
, τὸ μὲν θηρίον ἀνεχώρησεν , παρέδραμε δὲ καὶ ὁ τρώσας καὶ οἱ λοιποί . Ἐνιαυτοῦ γε μὴν διελθόντος ὁλοκλήρου |
τῇ παρδάλει , σκορπίῳ δὲ ἀσκαλαβώτης : νάρκη γοῦν τὸν σκορπίον καταλαμβάνει προσαχθέντος οἱ τοῦ ζῴου τοῦ προειρημένου . δράκοντα | ||
δὲ τούτων ἕλκη ἀνίατα . Ἐὰν δὲ τρίψῃς τὸν αὐτὸν σκορπίον μετὰ σπέρματος σκορπιούρου βοτάνης καὶ ποιήσῃς καταπότια , ξηράνας |
ἐμοῦ . κἀκεῖνος οὔτε ἀκοῦσαι πώποτε ἔφασκεν οὔτε ἀπαγγεῖλαι πρὸς Εὐρυπτόλεμον , καὶ οὐ ταῦτα μόνον , ἀλλ ' οὐδὲ | ||
Γλαύκωνος καὶ τῶν τὰ κοινὰ πραττόντων Ἐπικράτεα τὸν Σακεσφόρον καὶ Εὐρυπτόλεμον καὶ τὼς ἄλλως , ὡς εἰ καὶ Περικλεῖ γε |
„ τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών . „ ἀντὶ τοῦ εὐρέως . . . . . . α . . | ||
ὡς ἔξοδος ᾖ τῷ ἰχῶρι , μὴ μοῦνον ἔσοδος , εὐρέως διαπρισθέντος , καὶ φαρμάκοισι χρῆσθαι , ἅσσα ἐφ ' |
Οὔαρε „ , εἶπεν ” φέρε τοὺς τύπους . ” λῃστὴν δὲ πολλαῖς αἰτίαις ἑαλωκότα στρεβλοῦντος ἀνθυπάτου καὶ ἀπορεῖν φάσκοντος | ||
καταβιβασάμενον , εἰς ναῦν ἐνθέμενον , ἐπὶ Πελοποννήσου ἐπεραίωσεν , λῃστὴν ἐραστήν . Οὐ γὰρ ἦν περὶ τὴν Ἀσίαν σῶμα |
ὑπὸ δ ' οὖν τῆς ἐπιθυμίας κρατηθεῖσα τὴν γραφὴν θεωμένη στένουσα λέξει : τί μοι τῶν ὁρωμένων τὸ κέρδος ἀποβαλούσῃ | ||
αὐτοὺς λαθοῦσα ῥᾳδίως ἀπώλλυτ ' ἄν , ἃ καλῶς εἰδυῖα στένουσα ἂν οἴκοι καθῆτο . τὸ θαρρῆσαι τοίνυν αὐτῇ παρ |
πατρὶ ἐτύφθη : ὀργισθεὶς δὲ καὶ τὸν ἡνίοχον καὶ τὸν Λάϊον ὑπερμαχοῦντα τοῦ ἡνιόχου ἀπέκτεινεν . Ἐλθὼν δὲ εἰς Θήβας | ||
, ἐνθύμιον ; Μήπω μ ' ἐρώτα : τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν ' εἶχε φράζε , τίνα δ ' |
, ὃς δεινότατος ἐδόκει εἶναι τῶν ἐν τῆι πόλει : Φιλοκράτη τὸν Ἁγνούσιον , ὃς θρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῆι πολιτείᾳ | ||
Ἡφαιστόδωρον , Κηφισόδωρον , ἑαυτόν , Διόγνητον , Σμινδυρίδην , Φιλοκράτη , Ἀντιφῶντα , Τείσαρχον , Παντακλέα . Μέμνησθε δέ |
σώματι τοιοῦτον βρασμὸν ἐπιτάξῃ , μετὰ τροφὴν δὲ , ἵνα μήπως ὠμὴ ἐξελκομένη ἡ τροφὴ πολλὰ κακὰ ποιήσῃ . ὥσπερ | ||
' ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐπὶ φρεσὶν ἔμβαλε δαίμων , μήπως οἰνωθέντες , ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν , ἀλλήλους τρώσητε |
ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρός , ἐπίπασσε τὸν ἰὸν προσέχων μὴ ὑπερζέσῃ : ἕψε δὲ πάλιν ἕως ἀμόλυντον γένηται καὶ μήλινον | ||
ζέον , ἐπίβαλλε τὸν χυλὸν κατὰ βραχύ , προσέχων μὴ ὑπερζέσῃ : ἀναζέει γὰρ καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ κινδυνεύει ὑπερχυθῆναι ὅλον |
ἀθρόα ] ἄθρουν κήδοι ] βασανιζέτω , βλαπτέτω κήδοι ] λυποίη τὸ δὲ πολλάκι μὲν στέρνοισιν ἀνοιδέον , καθὸ βρωθέντες | ||
φίλος ὡς μέγιστος ἂν εἴης , εἰ δέ τίς σε λυποίη , ὡς δεσπότης ἂν ἀναστρέφοιο ἔχων ἡμᾶς ὑπηρέτας , |
ἄρτον ἀεικῶς , καί ποτέ τις εἴπῃ σμικρὸν τυροῦντ ' ἐσιδοῦσα : πῶς ; φιλίων ὁρμὴν παρ ' Ἀθηναίοισιν ἀείσας | ||
ἐρετμοῦ , λυσάμενοι προὔτειναν ἐν οἴδμασιν : ἡ δ ' ἐσιδοῦσα ἔσσυτο καὶ γενύων προΐει μένος , αἶψα δὲ σειρῇ |
μάθῃς αἷς καὶ πόσαις μηχαναῖς ἡ τύχη με τὸν ἀτυχῆ καταγωνίζεται . Ὑπερμαζᾷς ἢ μέμηνας : ἀκούω γάρ σε λυρῳδοῦ | ||
καὶ χρημάτων δαπάνῃ χρῆται . * * καί . * καταγωνίζεται : τοῦτο δὲ λέγει ὑπὲρ τοῦ Ψαύμιος αἰτίαν σχόντος |
τοὺς οἰκέτας ἐκέλευσεν ἡμέρας ἤδη γενομένης πρὸς τὸν κίονα αὐτὸν δήσαντας μαστιγοῦν . οὕτω δὲ τοῦ σώματος ἤδη πονήρως διακειμένου | ||
βοτρύων , ἀλλ ' ἐκ τοῦ κάτωθεν μέρους τοῦ βότρυος δήσαντας , κρεμνᾶν ἐν ὑπερώῳ , ἵνα μᾶλλον διαπνέωσιν , |
τὸ ὄξοϲ καὶ ἔα ἐμβραχῆναι ἡμέραϲ ζ ἐν τοῖϲ ὑπὸ κύνα καύμαϲιν , εἶτα τὴν ϲκίλλαν ἐπάραϲ τὰ μὲν ξηρὰ | ||
τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν θεασάμενος , οἰηθεὶς ἕτερον εἶναι κύνα μεῖζον κρέας ἔχοντα , ὃ μὲν εἶχεν ἀπέβαλεν , |
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν | ||
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα . |
, τὸ ἐπίγραμμα , ὥστε ἐβουλόμην αὐτὸ ἤδη ἐπιγεγράφθαι . Ἰδὼν δέ τις ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ οἷα τοῖς γέρουσιν | ||
ἁμαρτάνειν , γενναίων δὲ τὸ καὶ ἁμαρτάνοντας αἰσθέσθαι . „ Ἰδὼν δὲ ἐς τὸ ἕδος τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ „ χαῖρε |
τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς πάλης ἐδήλωσεν . ἐνεκολάβησας ] ἤγουν καταπέπωκας : ἀπὸ τοῦ ψωμοῦ ὃν ἄκολον ἔλεγον . καὶ | ||
κόλαβος ἄκολος , ψωμός , ὅθεν τὸ ἐνεκολάβησας ἀντὶ τοῦ καταπέπωκας . τὸ δὲ ὅλον , καταπαλαίσας αὐτὸν ἐκπεριελθὼν καὶ |
, ἔπειτα καταδαρθεῖν ἀλεαίνοντας , μὴ πολὺν δὲ χρόνον : ἐγερθέντα δέ , καθάπερ τοῦ θέρους , τὰ οἰκεῖα πράττειν | ||
συντεταγμένον , οὐ τὸ δεδογμένον ἑαυτῷ . ἕωθεν μὲν γὰρ ἐγερθέντα λαβεῖν αὐτὸν ἔδει πρῶτον τὰς πανταχόθεν ἀπεσταλμένας ἐπιστολάς , |
Ῥηγῖνος ἱστορεῖ , καὶ ὅτι ἀσχέδωρον οἱ Σικελιῶται καλοῦσι τὸν σύαγρον . τὸ δὲ μαρτύριον παρ ' Αἰσχύλῳ : ἔδυ | ||
' ὅτι οἱ περὶ τὴν Σικελίαν κατοικοῦντες ἀσχέδωρον καλοῦσι τὸν σύαγρον . Αἰσχύλος γοῦν ἐν Φορκίσι παρεικάζων τὸν Περσέα τῷ |
λεγομένων στρουθοκαμήλων ὁλοσχερῶς ἐμφόρησον αὐτόν τόν ] τοῦτον πολυπλέκτοισι ] πολυπλόκοις πιέξας ] Δωρικῶς πιέξας ] πιέσας , δεσμώσας νέκταρι | ||
δράκοντά θ ' , ὃς πάγχρυσον ἀμπέχων δέρος σπείραις ἔσωιζε πολυπλόκοις ἄυπνος ὤν , κτείνας ' ἀνέσχον σοι φάος σωτήριον |
περὶ σφυρά μου δέματ ? ' ἐβάλετε ; ἐμέ , σύγγονε βάρβαρε , παρακαλεῖς ; ἱκέτις , τροφέ , ναί | ||
; ἐκ κυμάτων γὰρ αὖθις αὖ γαλήν ' ὁρῶ . σύγγονε , τί κλαίεις κρᾶτα θεῖς ' ἔσω πέπλων ; |
εἶναι , ἐὰν τὸν νόθον ὁ πατὴρ εἰς τὴν οἰκίαν εἰσαγάγῃ , ἔχων τις , εἰσήγαγεν ἔτι περιὼν , καὶ | ||
μόνης δὲ αἰσχύνης ἐπελάθετο . διόπερ ἀμηχανῶν , πόθεν αὐτὴν εἰσαγάγῃ , ἐκέλευσεν αὐτὴν διὰ τοῦ ἀρχοῦ εἰσελθεῖν . ἡ |
λίμνην , ἕλκων τὸν μῦν δέσμιον . ὁ δὲ μῦς πνιγόμενος ἔλεγεν ἐγὼ μὲν ὑπὸ σοῦ νεκρωθήσομαι , ἐκδικηθήσομαι δὲ | ||
, τῇ ὑστεραίῃ ἔθανεν , αἷμα ἐμέων πουλὺ , καὶ πνιγόμενος : ἐς σπλῆνα δὲ , καὶ κάτω αἱματῶδες αὐτῷ |
. Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος Ἑρμαῖος . Ἄλεξις δὲ Μικίωνος : ὅστις ἀγοράζει πτωχὸς ὢν ὄψον πολὺ ἀπορούμενός τε | ||
ὃν ἂν δ ' ἴδῃ πρῶτον πένητα καὶ νέον παρὰ Μικίωνος ἐγχέλεις ὠνούμενον , ἀπάγειν λαβόμενον εἰς τὸ δεσμωτήριον . |
πρὸς τοῦ παιδὸς αὐτοῦ βασιλείας ἐπιθυμοῦντος γενέσθαι , καλέσας αὐτὸν ἔδησεν ἐν πέδαις χρυσαῖς καὶ μετ ' οὐ πολὺ ἀπέκτεινε | ||
τυραννοκτόνος παρὰ πολιτῶν ὀνομάζεσθαι . Ἐρῶντά τις ἑταίρας τὸν υἱὸν ἔδησεν : ἐπεκώμασεν αὐτῷ ἡ ἑταίρα : ῥήξας ἐκεῖνος τὰ |
ἐπιφέρει γὰρ δηγμὸν μετὰ πυρώσεως κατὰ τὰς ἀρχάς : εἶτα ἐξάγαγε : ὡς ἐπίπαν γάρ , κἂν ὑφ ' ἑτέρων | ||
ἠδὲ μαχητήν . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε μογοστόκος Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόως δὲ καὶ ἠελίου ἴδεν αὐγάς , τὴν |
. Οὕτως οὖν τὸν ἕτερον τῶν σκύμνων ἀποδιώξασα , τὸν τετρωμένον οὐκ ἀπολείπει , οὐδὲ εἰ φοβεῖν τις αὐτὴν ἢ | ||
βασιλέα τεθνηκέναι κατήγγελλον , οἱ δὲ ἑαλωκέναι , οἱ δὲ τετρωμένον τοῦτον ἰδεῖν καὶ κατὰ γῆς ἐρριμμένον , οἱ δὲ |
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας | ||
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος |
Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν | ||
δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ |
ποῦ λήγει . καὶ ἔτι ὁ Ὄσκιος ποταμὸς καὶ ὁ Νέσος , ὃν Νέστον οὗτος καλεῖ , ἴσως δὲ ἐκ | ||
τὴν Περσεφόνην . ὅν ποτ ' ἐξηνάριξεν Ἡρακλέα ὁ νέκυς Νέσος δεξιούμενος καὶ φιλοποιησάμενος πάλαι τὸν Ἅδην διὰ τὸν θάνατον |
: μέλλων δὲ βασανίζεσθαι Πολύχαρμος εἶπέ μου τοὔνομα καὶ Μιθριδάτης ἐγνώρισε : Διονυσίου γὰρ ξένος γενόμενος ἐν Μιλήτῳ Χαιρέου θαπτομένου | ||
ἀνώρθωσε , καὶ Φρυγίαν Αἴσωπος | εἰς μόνον τὸν μῦθον ἐγνώρισε . Πλάτων δέ , αἰτιασαμένου τινός , ] ὅτι |
: ὁ Ἀπίων παρατίθεται Ναΐδος εἶναι Νύμφης ὄνομα : ” Νηὶς Ἀβαρβαρέη τέκ ' ἀμύμονι Βουκολίωνι ” . Ἀβίων Ν | ||
Σάτνιον οὔτασε ” δουρὶ Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς ἀμύμων „ Οἴνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθαις Σατνιόεντος ” |
: Κάστορά θ ' ἱππόδαμον Πολυδεύκεά τ ' εἰσενόησα καὶ Μόψον Τιταρῆθεν , ὃν Ἄμπυκι νυμφευθεῖσα Χαονίην ὑπὸ φηγὸν Ἀρηγονὶς | ||
τε Ὁπλέα τ ' Ἐξάδιόν τε Φάληρόν τε Πρόλοχόν τε Μόψον τ ' Ἀμπυκίδην , Τιταρήσιον , ὄζον Ἄρηος Θησέα |
περικτιόνος ἀλεκτρυόνος . τῷ κοιτῶνι , τῷ Σαρπηδόνι , τῷ ἀλεκτρυόνι . τὸν κοιτῶνα , τὸν Σαρπηδόνα , τὸν ἀλεκτρυόνα | ||
δή ποτε καὶ ὅλως ἑνὶ χρῆσθαι προσέταξε , καὶ ἐχρώμην ἀλεκτρυόνι , ᾧ καὶ μόλις καὶ τοῦτο ἐπετάττετο . καὶ |
δὲ σπουδάζειν τῷ ἀνδρί , καὶ διὰ τοῦτο λειφθέντα τὸν Χάρωνα χολᾶν τε καὶ διώκειν αὐτόν , ὁ δὲ ἀποστρεφόμενος | ||
τούτῳ οὖν καὶ Πολύγνωτος γέροντα ἔγραψεν ἤδη τῇ ἡλικίᾳ τὸν Χάρωνα . οἱ δὲ ἐπιβεβηκότες τῆς νεὼς οὐκ ἐπιφανεῖς ἐς |
: Ἀλλ ' ὁπόταν μάρψῃ βυρσαίετος ἀγκυλοχήλης γαμφηλῇσι δράκοντα κοάλεμον αἱματοπώτην , δὴ τότε Παφλαγόνων μὲν ἀπόλλυται ἡ σκοροδάλμη , | ||
τοῦ ἠλέματος καὶ τοῦ κοεῖν , ὅ ἐστι νοεῖν . αἱματοπώτην : καὶ τοῦτο οἰκείως ἐπὶ τοῦ δράκοντος . αἱματοπωτεῖ |
γε ” ἔφη ” μὴ βασκήνωσιν Ἠλεῖοι , λέγονται γὰρ μαστιγοῦν καὶ φρονεῖν ὑπὲρ ἐμέ „ , πολλὰ δὲ καὶ | ||
; ἀλλ ' οὐ δίκαιον . ἐπεὶ καὶ οἱ ἀθλοθέται μαστιγοῦν εἰώθασιν , ἤν τις ὑποκριτὴς Ἀθηνᾶν ἢ Ποσειδῶνα ἢ |
αὐτὸν πέμπτον ἀπὸ Διὸς , λέγοντες ἐκ Διὸς καὶ Γῆς Μάνην γενέσθαι πρῶτον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ βασιλέα : τούτου | ||
γοῦν τις ὁμωνύμους οἰκέτας ἔχων κελεύοι παιδίον κληθῆναι αὐτῷ τὸν Μάνην , εἰ τύχοι , πεύσεται ὁ παῖς ποῖον . |
; τίς γὰρ δύναται θερίσαι γεωργός , ἐὰν μὴ πρῶτον πιστεύσῃ τὸ σπέρμα τῇ γῇ ; ἢ τίς δύναται διαπερᾶσαι | ||
διόπερ ἠξίου τὸν δῆμον δύο ἄνδρας προχειρισάμενον οἷς ἂν μάλιστα πιστεύσῃ , τούτοις ἐπιτρέπειν περὶ τοῦ πράγματος . πεισθέντος δὲ |
ἄρα καὶ ὁ Ἀριστογείτων ἐπὶ τῷ παιδεῦσαι ἄνθρωπον , καὶ ἀνταγωνιστὴν ἡγεῖτο εἶναι τὸν Ἵππαρχον . ἐν ἐκείνῳ δὲ τῷ | ||
: ἤλπισας τὴν Τροίαν χρυσῷ ῥέουσαν ταῖς δαπάναις πλημμυρεῖν : ἀνταγωνιστὴν μέγαν : ἀντεραστήν : λυποῦνται γὰρ οἱ ἐρῶντες ὅταν |
; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ | ||
δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι |
οὐ μόνον προεδρίας ἐξίστασθαι διείρηται νέους πρεσβύταις , ἀλλὰ καὶ παριοῦσιν ὑπανίστασθαι πολιὰν γήρως αἰδουμένους , εἰς ὅπερ ἐλπὶς ἀφικέσθαι | ||
σφετέρῳ γρυσμῷ περιοιχνεῦσα τὸν κνυζηθμὸν τοῦ βρέφεος , ἀνεπάϊστον τοῖς παριοῦσιν ἐτίθει . Διὸ πάντες τὸ ζῷον τοῦτο περίσεπτον ἡγοῦνται |
θεαμάτων ἰδεῖν τὸν λαγὼν ἐξανιστάμενον , φεύγοντα , μεταδιωκόμενον , ἁλισκόμενον . Ἀλλὰ περὶ μὲν ἐννοιῶν γλυκύτητος καὶ ἡδονῆς τοσαῦτα | ||
καὶ ὁ Κῦρος ἐφέρετο , μόνον ὁρῶν τὸ παίειν τὸν ἁλισκόμενον , ἄλλο δ ' οὐδὲν προνοῶν . οἱ δὲ |
, φησί , κατατεθεῖσθαι τὸν πόλεμον οὐδὲ ἐσπεῖσθαι , ἀλλὰ προσμεῖναι , ἕως ἂν εἷς ἐξ ἡμῶν ἄρδην ἀπόληται ; | ||
. Γνόντες δέ σφεας οἱ Εὐβοέες ταῦτα βουλευομένους ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι χρόνον ὀλίγον , ἔστ ' ἂν αὐτοὶ τέκνα τε |
καιρὸν τῆς Μερρίδος τελευτησάσης , ὑποσχέσθαι τὸν Χενεφρῆν τῷ τε Μωύσῳ καὶ τῷ Χανεθώθῃ τὸ σῶμα διακομίσαντας εἰς τοὺς ὑπὲρ | ||
ὕπαρξιν τοὺς Ἰουδαίους τῶν Αἰγυπτίων χρησαμένους διακομίζειν . Τῷ δὲ Μωύσῳ θείαν φωνὴν γενέσθαι , πατάξαι τὴν θάλασσαν τῇ ῥάβδῳ |
δεομένῃ μεταδοῦναι τῆς κατακλίσεως : καὶ τέλος πολλὰ ἐκλιπαροῦσαν ἄπρακτον ἀναστῆναι . λέγειν τε πρὸς τοὺς πυνθανομένους ὡς οὐκ ἀπ | ||
: τὸν μὲν γὰρ οὐδεὶς ἦν ὅστις οὐκ ἂν εὔξαιτο ἀναστῆναι , ὥστε κἀν τοῖς δράμασιν ὡς ἀνεστῶτα ὁρῶντες εὐφραίνοντο |
εἰϲακοῦϲαι : ἐπὶ μὲν τῷ ἀϲκίτῃ ἰδέειν ὄγκον ἐν τῇϲι λαγόϲι , οἶδοϲ ἀμφὶ τὼ πόδε : πρόϲωπα δὲ καὶ | ||
πάντων τὰ παιδία . Περὶ ὑϲτερικῆϲ πνιγόϲ . Ἐν τῇϲι λαγόϲι τῶν γυναικῶν μέϲῃϲι ἐγκέεται ἡ μήτρη , ϲπλάγχνον γυναικήϊον |
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ||
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν |
ἐὼν ἀπὸ πατρὸς ἔτευξεν πάμπαν νηπιάχοις , κλῆρόν τ ' ἔρραισεν ἀΐστως , ὃν θνήσκων ἔλιπεν γενέτης , αὐτοὶ δ | ||
Χρύσας δ ' ἀΐτας , ἆμος ἑψάνδρα τὸν γυιόχαλκον οὖρον ἔρραισεν , ὃν ὡπάτωρ δίσευνος μόγησε ματρόριπτος . Ἐμὸν δὲ |
' εἶναι μιμητικά . Ὑπὸ κυνὸς λυττώσης λυττᾶν πάντα τὰ δηχθέντα πλὴν ἀνθρώπου . Τῶν ζῴων τὰ μακρὰ ἄρσενα εἶναι | ||
δεινόν , κληθῆναι δὲ Ἅιδου κύνα , ὅτι ἔδει τὸν δηχθέντα τεθνάναι παραυτίκα ὑπὸ τοῦ ἰοῦ , καὶ τοῦτον ἔφη |
παραπλήσιον : ἐῴκει γὰρ τῇ μὲν λεκίθῳ , ἥν τινες νεοττὸν ὑπάρχειν λέγουσι , τὰ ἠθικά , τῷ δὲ λευκῷ | ||
βίων . λέγεται δ ' ὅτι Σωκράτης ὄναρ εἶδε κύκνου νεοττὸν ἐν τοῖς γόνασιν ἔχειν , ὃν καὶ παραχρῆμα πτεροφυήσαντα |
θήρης ἀρνύμενος κείνῳ χάριν Οἰνοπίωνι . Ἡ δέ οἱ ἐξαυτῆς ἐπετείλατο θηρίον ἄλλο , νήσου ἀναρρήξασα μέσας ἑκάτερθε κολώνας , | ||
τοῦ ἐπιτελεσθῆναι , ὡς τόδε , Νόστον ὃν ἐκ Τροίας ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη , ἀντὶ τοῦ ἀπεπέλεσε . . χρὴ |
, ὁ μὴ φυλαχθεὶς καὶ νόμος καὶ δήμιος . Μὴ πάσχε πρῶτον τὸν νόμον καὶ μάνθανε . πρὸ τοῦ παθεῖν | ||
γέννα . Ἐπαγγέλλου μηδενί . Φθιμένους μὴ ἀδίκει . Εὖ πάσχε ὡς θνητός . Τύχῃ μὴ πίστευε . Παῖς ὢν |
ἐκ τῶν στρωμάτων καὶ ἀνυπόδητος τὸν λύχνον ἅψας ταῦτα πάντα περιδραμὼν ἐπισκέψασθαι καὶ οὕτω μόλις ὕπνου τυγχάνειν . καὶ τοὺς | ||
ἐν Πύλῳ εἶπεν . πανουργότατα ] λίαν πανούργως . Γ περιδραμὼν ] ἀπατήσας , περιελθών . Γ περιδραμὼν ] ὑποδραμὼν |
οἰκία καὶ ἔτρεφεν [ ἐν ] πολλῇ σπουδῇ θέμενος αὐτῷ Μελιτέα ὄνομα , διότι ὑπὸ μελισσῶν ἐτράφη : ὑπῆλθε γὰρ | ||
; Φιλωνίδην δ ' οὐ τέτοκεν ἡ μήτηρ ὄνον τὸν Μελιτέα , κοὐκ ἔπαθεν οὐδέν ; ἐπινέφελον ἴσσα ὅταν δέωμαι |
, δι ' ἣν βωμοὺς ἱδρυσάμεθα . θυσίαν καινὴν οὐκ ἔθυσας ; ἀλλὰ πάσας ἀθρόως ἀνῄρηκας . μηδὲ ῥυέσθω τῆς | ||
παρῆσθα μέν , ῥᾳθύμως δὲ ἠκροῶ ἐγέλας οὐκ ἐκρότησας οὐκ ἔθυσας ὑπὲρ τῆς φωνῆς , ἵνα Πυθῶδε λαμπροτέρα ἔλθοι , |
δρᾶτε πλὴν δικάζετε . Ἀλλ ' εἴπερ ἐπιθυμεῖτε τήνδ ' ἐξελκύσαι , πρὸς τὴν θάλατταν ὀλίγον ὑποχωρήσατε . Ἄγ ' | ||
παιδευτικὸν ὄντα , ποιῆσαι , ὅτι μὴ μετὰ σπουδῆς αὐτὸν ἐξελκύσαι ; ” ἐπιδραμὼν ” γάρ φησι „ λαμβάνει αὐτὸν |
γεγόνασιν . ὀργισθεὶς δὲ ὁ Ζεὺς ὑποπτέρῳ τροχῷ τὸν Ἰξίονα δήσας ἀφῆκε τῷ ἀέρι φέρεσθαι μαστιζόμενον καὶ λέγοντα : χρὴ | ||
: τὰ δὲ ἐναντία πράττων πονηρός . περιπλακεὶς δὲ καὶ δήσας τινὰ * * καὶ δεσμὰ προαγορεύει καὶ τοῖς νοσοῦσιν |
μάλιστα ἐφρουρεῖτο ὑπό του τῶν Ἡρακλεωτῶν τυράννου , τὸν κώδωνα κατακομίσαι , πειθόμενος μὴ ἄν ποτε τελέσειν αὐτὸν τόνδε τὸν | ||
προσετάχθη ἐκ τῶν ἄνω τόπων σῖτόν τε ὅσον δυνατοὶ ἦσαν κατακομίσαι ἀλέσαντας καὶ τὰς βαλάνους τὰς τῶν φοινίκων καὶ πρόβατα |
† , κισσὸς ὃν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν , βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαΐαισι καὶ | ||
δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τε ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές . τὸ δ ' ἔδαφος πᾶν ἄνθεσι |
μετὰ τοῦ μέλιτος καὶ οὕτως ἐπίπαττε τὰ ξηρὰ λεῖα καὶ ἀποτίθει εἰς πυξίδα θαρρῶν : ἔστι γὰρ πολύχρηστον τὸ βοήθημα | ||
ἐν θέρει : ἀλλ ' ἐν θέρει σὺ τὸν σῖτον ἀποτίθει καὶ μὴ λυρίζων ἡδύνῃς ὁδοιπόρους . Ὁ μῦθος δηλοῖ |
καὶ ἄναιμα τὰ πράγματα : σὺ δὲ ταῦτα αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας , κακῶς δὲ ἐθέρισας : ποιητικῶς γὰρ ἄγαν . | ||
. Κανθάρου σκιά : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν . Καρπὸν ὃν ἔσπειρας θέριζε : ἐπὶ τῶν τοιαῦτα πασχόντων , οἷα ἔδρασαν |
φανὸς τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Φερεκράτης : τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . φανὸν δέ τινές | ||
Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθηῦδ ' |
Βοιωτοί τε πρὸς δέκα ἡμέρας ἐκεχειρίαν ἐπεσπένδοντο πρὸς Ἀθηναίους τῷ δεκέτει : τῷ προειρημένῳ . παρενεγκούσας : προσθεμένας . ἰσχυρισαμένοις | ||
ἐκεχειρίαν δεχήμερον ἦγον . ὥστε ξὺν τῷ πρώτῳ πολέμῳ τῷ δεκέτει καὶ τῇ μετ ' αὐτὸν ὑπόπτῳ ἀνο - κωχῇ |
οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν μὴ προσιέναι ; τὸν ἱμάντα δός , γραῦ . μηδαμῶς , ἀλλ ' ἄφες | ||
“ μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει ” καὶ “ παρὰ κληῖδος ἱμάντα . ” καὶ κληῖδες αἱ θύραι , παρὰ τὸ |
Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα : καὶ πάλιν : Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις . Ἄμμωνος δὲ ἡ Λιβύη . ἄλλως : πῶς | ||
δ ' ἔτι πᾶσα θεοδμήτων ὑπὸ πύργων Ἴλιος ἀκλινέεσσιν ἐπεμβεβαυῖα θεμέθλοις , ἀμβολίῃ δ ' ἤσχαλλε δυσαχθέι λαὸς Ἀχαιῶν . |
ἁλεῦμαι , ὧπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ γριπεύς : καἴ κα δὴ ' ποθάνω , τό γε μὲν τεὸν | ||
καὶ ποιέω πολὺν γέλωτα καὶ τὸν ἱστιῶντ ' ἐπαινέω . καἴ κά τις ἀντίον λίῃ τήνῳ λέγειν , τήνῳ κυδάζομαί |
κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν . ὡς πλεῖστ ' ἐφθέγξαντο θεῶν ἀθεμίστια ἔργα , κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους | ||
γενητὸν αὐτὸν δογματίσασιν . εἰκασμῷ γὰρ ταῦτα καὶ ἀνθρωπίνῃ ἐννοίᾳ ἐφθέγξαντο , καὶ οὐ κατὰ ἀλήθειαν . Ἕτεροι δ ' |
ὡς ὁ ποιητής : εἰλύσω ψαμάθοις τόσην οἱ ἄσιν . πέμψατε . . . ὄλοιντο ] τὸ ἑξῆς οὕτως : | ||
πέμψατε . . . ὄλοιντο ] τὸ ἑξῆς οὕτως : πέμψατε πόντονδε , ἔνθα ἀντήσαντες λαίλαπι χειμωνοτύπωι , βροντῆι , |
προσάγουσι τὰς θυσίας , βοῦν μὲν ἀροτῆρα ὁ γεωργός , ἄρνα δὲ ὁ ποιμὴν καὶ αἶγα ὁ αἰπόλος , ὁ | ||
ἀπὸ γονῆς εἴποις ἂν μοσχίον , τὸν δ ' ἔτειον ἄρνα , εἶτα ἀμνόν , εἶτα ἀρνειόν , ὃς καὶ |
ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου προσποιηθεὶς ἐνδιδόναι τὴν ψυχὴν ταῖς ἀλγηδόσιν ἀνέκραγεν : ἄνετε : ἐρῶ γὰρ πᾶσαν ἀλήθειαν . ὡς | ||
ποιῶν ψωμοὺς ὡς πλίνθους καταπίνειν . ὁ Ξάνθος γευσάμενος πάλιν ἀνέκραγεν “ τὸν πλακουντάριόν τις καλείτω . ” εἰσῆλθεν . |
ἐπὶ μέν γε ποδαγρικῶν ἐχρηϲάμεθα πολλάκιϲ αὐτῷ δι ' ὕδατοϲ ἑψήϲαντεϲ , εἶτα μίξαντεϲ ϲτέαρ ὕειον . ἐπὶ δὲ τῶν | ||
τὸν ἐξ αὐτῶν χυλόν . εἶτα ἐπ ' ὀλίγον αὐτὸν ἑψήϲαντεϲ ἀποθώμεθα ἐν καϲϲιτερίνῳ ἀγγείῳ : τὸ δὲ ὑπολιμπανόμενον ϲτερεὸν |