ζῶντας ἐξήλαυνεν ἀγερωχίας . ὁ κωμικὸς δέ πως γελῶν κωμῳδίαις ἅρπαγά τινα καὶ κακοῦργον καὶ φθόρον τὸ λοιπὸν ἡδραίωσεν εἰς
ζῶντας ἐξήλαυνεν ἀγερωχίας . ὁ κωμικὸς δέ πως γελῶν κωμῳδίαις ἅρπαγά τινα καὶ κακοῦργον καὶ φθόρον τὸ λοιπὸν ἡδραίωσεν εἰς
6959600 χαραδριον
εἰς γλαῦκα , Βύσσα εἰς ὁμώνυμον ὀρνιθάριον , Ἄγρων εἰς χαραδριόν , Εὔμηλος εἰς νυκτικόρακα . Οἰνόη εἰς γέρανον .
, ἁρπάσας ὀβελὸν ἐξέδραμεν , Ἑρμῆς δ ' αὐτὸν ἐποίησε χαραδριόν : Εὔμηλος δὲ τὸν Ἑρμῆν ἐνείκεσεν ὅτι μετεμόρφωσεν αὐτοῦ
6954306 βυρσοδεψην
Δία παρεκάλει . ὁ δὲ Ζεὺς παρεσκεύασε πραθῆναι αὐτὸν εἰς βυρσοδέψην . ὁ δὲ ὄνος ἔτι εἰς χείρονα δεσπότην ἐμπεσὼν
σε λέγειν , προλήψομαι , νικήσω . τοῦτο ὡς πρὸς βυρσοδέψην . ὑποτέμνεται γὰρ τὰ δέρματα ἵνα παχέα φαίνηται .
6908856 ἀλητην
τὸ χαίρειν : ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; γίνεται δὲ τὸ μὲν πρῶτον παρὰ τὸ λύω
καὶ μεταμώνια βάζεις . ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ
6806312 στωμυλον
τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν , λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν , καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ
φαρμακεύτριαν πεπορισμένος καταγοητεύει τοὺς ἀθλίους νεανίσκους . τί γὰρ καὶ στωμύλον ἔχει ; τί δὲ ὁμιλητικὸν καὶ ἡδὺ φέρει ;
6795217 πυκτην
Πουλυδάμας ὁ Σκοτουσσαῖος . Τίσανδρον δὲ τὸν ἐκ τῆς Νάξου πύκτην περὶ τὰ ἀκρωτήρια τῆς νήσου νέοντα παρέπεμπον αἱ χεῖρες
λεγέσθω δὲ τὰ ἐλλογιμώτερα . Γλαῦκον μὲν τοίνυν τὸν Καρύστιον πύκτην ἀπιστούμενον ἐν Ὀλυμπίᾳ τῷ ἀντιπάλῳ Τισίας ὁ γυμναστὴς ἐς
6780302 θρασυν
πρὸς μὲν τὸν δειλὸν θρασὺς φαίνεται , πρὸς δὲ τὸν θρασὺν δειλός . ὁμοίως δὲ καὶ ὁ σώφρων πρὸς μὲν
Μεγαλοσσάκεα Φλογίον τε , Οἰνεΐδης δ ' ἐπὶ τοῖσιν ἕλε θρασὺν Ἰτυμονῆα ἠδὲ καὶ Ἀρτακέα , πρόμον ἀνδρῶν : οὓς
6769361 ἰφθιμον
. πρέποντες : ὄνομα ἰχθύος . Ἴφθιμοι : ἰσχυροί : ἴφθιμον τὸ ἰσχυρὸν , καὶ ὁ μὲν Ἡρόδοτος σύνθετον αὐτὸ
ἔγχεα χερσὶν ἔχοντες , οἵ ἑ μέγαν περ ἐόντα καὶ ἴφθιμον καὶ ἀγαυὸν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος
6739297 ἀγηνορα
δίφρων ? ? ? ? , θεσμοφόρον δ ' ἐτέλεσσεν ἀγήνορα δῆμον Ἀθήνης . καὶ τὰ μὲν ἐν θυέεσσι :
ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει .
6714350 ὀργιλον
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν
6681608 ἐρητυσασκε
καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς . πρὸς τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς τὸ ἀντίσιγμα
βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς : δαιμόνι ' οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς
6680457 λαλον
, ἣν πρὸς ἀλλήλους ποιοῦνται . ἦ πού με καὶ λάλον ἀποκαλοῦσιν αἱ νύμφαι καὶ διακόνους ἄλλοτε ἄλλους ἐκπέμπουσιν ὀψομένους
σε ὁ πατὴρ μεθύων ἐγέννησεν . „ ὅθεν αὐτὸν καὶ λάλον ἀπεκάλει , βραχυλόγος ὤν . ̈ . . Διονυσίου
6676811 κλωψ
Λέων ἀγρεύσας μῦν ἔμελλε δειπνήσειν : ὁ δ ' οἰκότριψ κλὼψ ἐγγὺς ὢν μόρου τλήμων : τοιοῖσδε μύθοις ἱκέτευε τονθρύζων
δρυῶν : θὼψ ὁ πλάνος : κνὼψ εἶδος θηρίου : κλὼψ ὁ κλέπτης : σκὼψ ὁ σκώπτης : Ἀριστοτέλης δὲ
6675491 στερω
τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ,
τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον
6670925 ἐπιφθεγμα
ἐστιν ἔτα καὶ † Δωρικῶς ἔταν † . ὠόψ : ἐπίφθεγμα τῶν ἀφιέντων τινὰς ἅμα τρέχειν ἤ τι τοιοῦτον ποιεῖν
〚 ὦ κοὰξ , κοάξ : Διὰ τὸ συνεχὲς αὐτῶν ἐπίφθεγμα , παίζων λέγει : ὄρρον δὲ , τὸν λεγόμενον
6659341 Αὐτον
. Ἀνάγκᾳ ] Τῇ ἐκ τῆς νόσου . Φίλον ] Αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . Φίλον ] * Οἱ γράφοντες φίλων
τοὺς ματαίους φόβους καταπαύσωσι τοὺς παρ ' αὑτῷ ἕκαστος . Αὐτὸν δὲ θορυβεῖν νυκτὸς τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα δαμάλεις τὰς
6656455 ταμιην
τὸν Κυθέρηθεν , ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παίδευσάν τε Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς ὠρυγῇ ταύτης
δὲ τὸν Κυθέρηθεν ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παιδευθέντα Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίηι ταύτης ἦλθε
6647341 Φυλειδην
πόνοιο : τοῦ ἐν πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . .
πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . . Κ Ν . .
6642607 νεβρος
μοῦνον ὁρᾶν τέμενος . Θρήσασθαι πλατάνῳ γραίῃ ὕπο Γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη .
ἥλατο . τάττεται δὲ ἐναλλάξ , πρότερον τὸ ὡς ὁ νεβρὸς ἅλλεται ἐπὶ τὴν μητέρα , εἶτα τὸ οὕτω καὶ
6610753 ἀτιμαστηρα
καὶ φονεύσας σε φονευθῆναι πέλας σοῦ , ἢ σὲ τὸν ἀτιμαστῆρα ἐκεῖνον τὸν ἀνδρηλάτην καὶ τὸν ἐξελάσαντα ἐκεῖνον ἀπὸ τῆς
ἐκεῖνος σέ . . . συμφέρεσθαι ] συμπαρατάττεσθαι . . ἀτιμαστῆρα ] τὸν ἀτιμάσαντα αὐτὸν πρώην . . τὸν αὐτὸν
6610272 μιξ
ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν : μὶξ δὲ κονυζῆεν φυτὸν ἔγχλοον ἠδὲ καὶ ἀκτῆς καυλοὺς ἠνεμόεντας
ἐπιτάξω , ἀποβολῇ τοῦ ω , ὡς παρὰ τὸ μίγω μὶξ ἐπιμίξ . Ἔναρα . κυρίως ἐν οἷς ἀρήρεται τὸ
6603908 ἀγαννιφον
] ασσε ? δ ' ἀναγκαί [ [ Ὄλυμπον ] ἀγάννιφον ε [ ναίει ἀπήμαντος ] καὶ ἀκηδὴς ἤματα [
χιονισμός . διὰ τοῦτο καὶ Ὄλυμπον , ὄρος ὄντα , ἀγάννιφον λέγει , τὸ ἄγαν χιονιζόμενον . νόστος ἡ εἰς
6585575 πουλυπουν
φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος
: παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν
6581837 τειρε
δύνατο προσαμῦναι . χειρὶ δ ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα : τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος , ὃ δή μιν Τεῦκρος ἐπεσσύμενον
χέρσον ἰόντα ἠελίοιο μένος : τῶ καὶ μέγα φέρτατον ἄνδρα τεῖρε δυσαλθήτοισιν ὑποδμηθέντ ' ὀδύνῃσιν . Ἐκ δέ οἱ ἕλκεος
6574942 βατηρα
δὲ ἐκβαίνεται ῥωμαλέα ἐστίν * ὀροιτύποιο : ὑλοτόμου , βοσκοῦ βατῆρα δὲ τὴν βακτηρίαν κατὰ ἀφαίρησιν τοῦ κ . καὶ
τὴν βακτηρίαν , ἐπεὶ τὰ βοτὰ ἐλαύνει . Ἀντίγονος δὲ βατῆρα , ὅτι δέ , φησιν , ἐκδείραντες τὴν ἀμφίσβαιναν
6570672 φιλοκερδη
καὶ ὑψηλὰ νοοῦντες . ἀσθενὴς δὲ φωνὴ καὶ ἅμα ὑποκλαίουσα φιλοκερδῆ καὶ λυπηρὸν καὶ ἐν πᾶσιν ὑπονοούμενον σημαίνει . ὅσοι
συνετὸν καὶ κερδαλέον κέρδιστον λέγει . οἱ δὲ νεώτεροι τὸν φιλοκερδῆ ἐξεδέξαντο . . , . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν
6558378 γαστριμαργον
τὸν βασιλεύσαντα Λυδῶν πολυφάγον γενέσθαι καὶ πολυπότην , ἔτι δὲ γαστρίμαργον . τοῦτον οὖν ποτε νυκτὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα κατακρεουργήσαντα
ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι . ὀφθαλμοὶ ἑστηκότες ὑπέρυθροι μεγάλοι γαστρίμαργον καὶ λάγνον τὸν ἄνδρα μαρτυροῦσιν . ἐὰν τῶν τοιούτων
6552912 πτωκα
γλαῦκες , ἰκτῖνοι , λαγοί . τὸ μέντοι ‚ ἢ πτῶκα λαγωόν ‚ εἰ μέν ἐστιν Ἰωνικόν , πλεονάζει τὸ
Λατοῦς γὰρ ἶνίς μ ' ἄτιμον τίθησιν τόνδ ' ἀφαιρούμενος πτῶκα , ματρῷον ἅγνισμα κύριον φόνου . ἐπὶ δὲ τῷ
6551551 Μεγην
' ἀμφ ' Αἴαντα καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα Τεῦκρον Μηριόνην τε Μέγην τ ' ἀτάλαντον Ἄρηϊ ὑσμίνην ἤρτυνον ἀριστῆας καλέσαντες Ἕκτορι
θείοιο Μύνητος : Μέγης Μέγου , ἐξ οὗ τὸ Ο Μέγην τ ' ἀτάλαντον Ἄρηϊ , καὶ Μέγητος : ταῦτα
6547912 ἀποπνεοντα
ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ ' ἐν τοῖς περὶ
, ἐπ ' ἄκρῳ δὲ κορύμβια δριμύ τι μετέχον εὐωδίας ἀποπνέοντα . Πολυπόδιον φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν
6530501 Φυλεος
ἠὲ βιῶναι . ἀλλ ' ἴθι νῦν Αἴαντα ταχὺν καὶ Φυλέος υἱὸν ἄνστησον : σὺ γάρ ἐσσι νεώτερος : εἴ
ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων , μεταφορικῶς . . Αἴαντα ταχὺν καὶ Φυλέος υἱόν : ἡ διπλῆ , ὅτι διαστέλλει τῷ ἐπιθέτῳ
6512871 ὀζον
Πρίαμόν τε Λάμπόν τε Κλυτίον θ ' Ἱκετάονά τ ' ὄζον Ἄρηος : Ἀσσάρακος δὲ Κάπυν , ὃ δ '
ἂν μὲν λευκὸν καὶ λεῖον καὶ βραχύ τι ἢ οὐδὲν ὄζον ὑπορρέῃ τὸ πύον καὶ μηδέ τινα ἑτεροειδῆ ἐμφερόμενα ἔχη
6510771 Παφλαγονα
, Λυσιμάχῳ παραδοὺς ὕστερον αὑτὸν καὶ τὰ χρήματα , Φιλέταιρον Παφλαγόνα εἶχεν εὐνοῦχον . ὅσα μὲν δὴ Φιλεταίρῳ πεπραγμένα ἐς
γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί . Καὶ μὴν ἐγώ ς ' ,
6510621 ἐπιθετικον
πλείους : καὶ ἡμεῖς δὲ συγκατατιθέμεθα : οὐ γάρ ἐστιν ἐπιθετικόν , ὡς ἀξιοῖ Τυραννίων . ὁ μέντοι Ἀριστοφάνης ἐκεῖνό
δ ' οὕτως λέγοιτο , καὶ ὀξύνοιτ ' ἂν ὡς ἐπιθετικόν , ὡς τὸ Ἡραῖον τεῖχος καὶ Ἥραιον , καὶ
6508034 στιβαρον
βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην
δὲ γέντο πυράγρην . Ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων , περὶ δ ' ἄντυγα βάλλε
6503561 πτωξ
ζῷον , ἔκπληκτον ῥᾷστα γινόμενον καὶ ἀναπτοούμενον , ὅθεν καὶ πτὼξ ὀνομάζεται , τὸν δ ' ὕπνον ποιεῖται καὶ τὴν
τοῦ πτῶ παράγωγον πτήσω , ὁ μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν
6503157 φρονεοντε
ἰόντε κυδοίμεον , ὡς ὅτε κάπρω ἐν κυσὶ θηρευτῇσι μέγα φρονέοντε πέσητον : ὣς ὄλεκον Τρῶας πάλιν ὀρμένω : αὐτὰρ
Θήβῃ ἐν ἑπταπύλῳ διδυμάονε γείνατο παῖδε , οὐκέθ ' ὁμὰ φρονέοντε : κασιγνήτω γε μὲν ἤστην : τὸν μὲν χειρότερον
6501604 Ἀλκμανα
τὸν Ἐνυάλιον , οἱ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας . Γ Ἀλκμᾶνα λέγουσιν ὁτὲ μὲν τὸν αὐτὸν λέγειν , ὁτὲ δὲ
νός , ὅτε ἀρσενικόν ἐστι . τῷ Ἀλκμᾶνι , τὸν Ἀλκμᾶνα , ὦ Ἀλκμάν : τὰ εἰς ἀμετάβολον ὀξύτονα τὴν
6501003 ἐπομφαλιον
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ
6496182 φυσωντα
: ὑγρόν πυός : πρωτόγαλον ἀθρῶν : σκοπῶν οἰδαίνοντα : φυσῶντα εὐθύνας : τιμωρίας , δίκας ἀμύλους : πλακοῦντας ἐμπολῶ
κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ '
6495457 ἐφευροι
βῆ δ ' ἴμεν Πάνδαρον ἀντίθεον διζήμενος , εἴ που ἐφεύροι . εὗρε Λυκάονος υἱόν : πρὸς τὸ ἀσύνδετον .
' αὖ δήμου τ ' ἄνδρα ἴδοι βοόωντά τ ' ἐφεύροι , τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν ὁμοκλήσασκέ τε μύθῳ : Δαιμόνι
6494702 ἐπεσσυμενον
τε αἰγανέης ἔσσυντο θοώτερον ἠὲ βελέμνου ὑψίκομον ποτὶ φηγόν , ἐπεσσύμενον προϊδόντε αἰνὸν ὄφιν , πετάσαντα γένυν πλείην θανάτοιο .
δυσμενέων οἵ μιν φοβέοντο κιόντα . Ἠύτε κῦμ ' ἀλεγεινὸν ἐπεσσύμενον τρομέουσι ναῦται , ὅ τ ' ἐξ ἀνέμοιο διεγρόμενον
6492865 διηρες
ἔργον . ἡ δὲ διστεγία ποτὲ μὲν ἐν οἴκῳ βασιλείῳ διῆρες δωμάτιον , οἷον ἀφ ' οὗ ἐν Φοινίσσαις ἡ
Θουκυδίδης νῆας δελφινοφόρους . δήπουθεν Ἀττικοί , δηλονότι Ἕλληνες . διῆρες Ἀττικοί , ὑπερῷον κοινόν . δόχμη Ἀττικοί , σπιθαμή
6489983 τηνον
Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν
δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ
6484892 βοοωντα
κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω : ἀντιόωσαν , ὡς τὸ βοόωντα . . . . ἀντίπηξ : ἡ κιβωτός †
βυθὸν ἀτρυγέτοιο , κύματα δ ' ὦκα κελαινὰ πρὸς ἠιόνας βοόωντα φῦκος ἀποπτύωσιν ἐρευγομένοιο κλύδωνος , ἠχὴ δ ' ἀτρυγέτοισι
6484219 συνοφρυς
εἰς ΥΣ πάντα σύνθετα συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ Υ προπαροξύνεται : σύνοφρυς λεύκοφρυς κάλλιχθυς δίβραχυς . Τὰ εἰς ΥΣ θηλυκὰ ἐκτείνοντα
λιγυρῶς ἀνεβάλλετ ' ἀείδεν : κἤμ ' ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν
6483700 φωναν
τε καὶ βίον ὅπερ ἁρμονία ποτ ' ἀκοάν τε καὶ φωνάν : ὅ τε γὰρ νόμος παιδεύει μὲν τὰν ψυχάν
ὃν λόγον γὰρ ἔχει ῥυθμὸς ποτὶ κίνασιν καὶ ἁρμονία ποτὶ φωνάν , τοῦτον ἔχει τὸν λόγον δικαιότας ποτὶ κοινωνίαν :
6482501 Φαλακρος
. Φαέθοντα τόκον : ἐπιφανῆ καὶ καταπληκτικὸν τὴν πρόσοψιν . Φαλακρὸς κτένα , Εὐνοῦχος παλλακήν , Κωφὸς αὐλητήν , Κάτοπρον
Φαλάριδος ἀρχή : ἐπὶ τῶν ὠμῶς τῇ ἀδικίᾳ χρωμένων . Φαλακρὸς κτένα : ἐπὶ τῶν εἰς μηδέν τι συντελούντων :
6481998 ὁρμαινοντα
ὅστ ' ἐπὶ πρύμνᾳ σταθεὶς [ ] ἔσχεν θρασυκάρδιον [ ὁρμαίνοντα ] νᾶας [ ] θεσπεσίῳ πυρὶ [ – –
οὐκ Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν ὕπνος ἔχε γλυκερὸς πολλὰ φρεσὶν ὁρμαίνοντα . ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις
6479216 φαλον
τε μέγαν τε . τόν ῥ ' ἔβαλε πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ
ψυχρὸν γάρ . φαρακλὸς , ὁ τὸ ἄκρον ἔχων . φάλον ὅ ἐστι λευκόν : φολκὸς , παρὰ τὸ φάους
6467697 ἐξεσμενον
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε :
6467524 ἁρπακτικον
. Γ ἅρπυιαι : ἅρπαγες τῶν ἰχθύων : ἅρπυια γὰρ ἁρπακτικὸν ζῷον . Γ γραοσόβαι Γ : ἀπὸ τῶν ἰχθύων
ἀνάκειται τῷ Διΐ : κύνα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τὸ ἁρπακτικὸν , ἢ διότι ἀναιδῶς ἔμελλε τῷ Προμηθεῖ ἐπιτίθεσθαι .
6466531 ἐνικησας
τοῦ χαίρειν , ὡς τὸ ” ἢ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας „ . μέση γὰρ ἡ λέξις . . .
ὅτι ἐνθάδε μηδὲν ἐθρασύνθη . ἢ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας . ἀλύεις νῦν ἀντὶ τοῦ χαίρεις , γαυριᾷς .
6465810 φονικον
, ὥσπερ καὶ τὸ γένος , βάρβαρος : τό τε φονικὸν πάτριον ἔχων καὶ ἐπιχώριον , πρόνοιαν ἐποιεῖτο τὴν ἀρχὴν
καὶ ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ λαβὰς μαχαιρῶν ἐποίησε , τὸ φονικὸν αὐτοῦ ἐνδεικνύμενος διὰ τούτων . ἐμίσησε δὲ αὐτόν ,
6463495 θεραποντ
μειράκιον τουτὶ γάρ , ἐλθὼν ὡς ἔχω , καὶ τὸν θεράποντ ' αὐτοῦ : κεκοινωνηκότες ἱερῶν γὰρ εἰς τὰ λοιπὰ
: Πάντα γὰρ οἰωνοὺς καλοῦσι καὶ τὰ μὴ ὄρνεα . θεράποντ ' ὄρνιν : Ἐπεὶ πολλάκις εἰώθαμέν τινας τῶν θεραπόντων
6461165 μεγαλοφρονα
? [ ] κυριεύοντα κἀπραγμάτευτον [ ] καὶ ὑψηλὸν καὶ μεγαλόφρονα καὶ μεγαλόψυχον καὶ ἅγιον καὶ ἁγιώτατον καὶ [ ]
σοι καὶ Πομπήιος ὑπὸ εὐνοίας , αἱρούμενος ἄνδρα ἄκακον καὶ μεγαλόφρονα ἀντὶ ὑπούλου τε καὶ δολεροῦ καὶ φιλοτέχνου . οὐδὲ
6459525 ὑποδρα
, ὑποδράξ , ὀκλάξ : ἀλλ ' ἐλλεῖψαν ἐν τῷ ὑπόδρα μετέστησε καὶ τὴν ὀξεῖαν , ὅμοιον αὐτὸ καταστῆσαν τῷ
ὅθεν χωρητέον καὶ ἐπὶ τὸν προκείμενον λόγον . Τὸ δὴ ὑπόδρα δύναται μὲν καὶ κατὰ φύσιν εἰς α λήγειν ,
6455700 παλαμαι
αἰσθήσεσι τὴν κρίσιν τἀληθοῦς ὑπάρχειν οὕτως : στεινωποὶ μὲν γὰρ παλάμαι κατὰ γυῖα κέχυνται , πολλὰ δὲ δείλ ' ἔμπαια
ἅπαντα γάρ ἐστι θεῶν ἥσσω : λίθον δὲ καὶ βρότεοι παλάμαι θραύοντι : μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά . οὐ γὰρ
6450388 ἠλδανε
στιβαροί τε βραχίονες : αὐτὰρ Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη μέλε ' ἤλδανε ποιμένι λαῶν . μνηστῆρες δ ' ἄρα πάντες ὑπερφιάλως
ἀλδαίνει αὔξει , ἀπὸ τῆς ἄλσεως , οὗ τὸν παρῳχημένον ἤλδανε . ἀλύων ἀνιώμενος . εἴη δ ' ἂν μᾶλλον
6441416 ποιμενα
ἐκ τοῦ ποιμνίου διαφυγεῖν τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀλκτῆρας , ποιμένα δὲ ὀλίγωρον ἢ κακοῦργον οὔτε ἐκφυγεῖν δυνατὸν τοῖς βοσκήμασιν
δ ' ἀπέκτεινε μὲν μετὰ τῆς Κλυταιμνήστρας τὸν Ἀγαμέμνονα τὸν ποιμένα τῶν Ἀχαιῶν , κἀκείνην Ὀρέστης ὁ υἱός , καὶ
6440741 βαρυνομενον
τοῦ ο μικροῦ : ἐπιστήσεις δὲ ὅτι τὸ μὲν θόλος βαρυνόμενον ἐπὶ οἰκοδομῆς : τὸ δὲ ὀξυνόμενον ἐπὶ ὕδατος τεταραγμένου
μὲν Αἴας κεῖται , ἔνθα κατεπλέομεν . δέδεικται ἄρα ἀναλόγως βαρυνόμενον τὸ ἔνθα . Βαρύνεται καὶ ὅσα ἀντιμεταλαμβάνεται ἑτέροις ἐπιρρήμασι
6440503 σφον
φρενὶ , παρόσον τεθνήκασι καὶ ἐν τῇ γῇ κεῖνται . σφὸν ὄλβον : ὄλβον λέγει τὴν κῶμον , ὅς ἐστιν
Ἀγχίσαο ἄστυ λιπὼν δηίοισι καταιθόμενον πυρὶ πολλῷ υἱέα καὶ πατέρα σφὸν ἀναρπάξας φορέεσκε , τὸν μὲν ἐπὶ πλατὺν ὦμον ἐφεσσάμενος
6439742 κιχειη
θεοὶ καὶ ἐρινύες εἰσίν , Ἀντίνοον πρὸ γάμοιο τέλος θανάτοιο κιχείη . τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη ,
βάς . . ὅν τινα μὲν βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς .
6437134 δολιων
τῶν ἀναισθήτων . Λιβυκὸν θηρίον : ἐπὶ τῶν ποικίλων καὶ δολίων . Λίθον ἕψειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων .
τῆς στρόφιγγος . ὁ δὲ θεράπων τὸ στροφαῖον ἐπὶ τῶν δολίων καὶ συμπεπλεγμένων λόγων ἐκλαμβάνει : ἐπεὶ σημαίνει καὶ τοῦτο
6436118 κορυθαιολος
τῷ καταλόγῳ ταττόμενοι λέγονται Τρῶες „ Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ . „ εἶθ ' οἱ ὑπὸ τῷ Αἰνείᾳ
. ὣς καὶ ἐγών , ὅτε δ ' αὖτε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ Ἀργείους ὀλέκεσκεν ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν , οὐ δυνάμην
6434622 ναας
μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] ,
. . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει ,
6433156 Ξιφος
ἴσων τεύξῃ ποτέ . Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν . Ξίφος τιτρώσκει σῶμα , τὸν δὲ νοῦν λόγος . Ξένος
μοι εὖχος ὀρέξατε . Ποῖον ἐρεῖς τόδ ' ἔπος ; Ξίφος , εἴ ποθεν , ἢ γένυν ἢ βελέων τι
6432844 ἀρηϊος
ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ
: Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν
6431247 ὀμπνιον
ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους
, Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός . στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις γλώσσαις
6423296 ψαλτην
ἱερῷ τοῦ Ὀσίριδος οὐκ ἔξεστιν οὔτε ᾠδὸν οὔτε αὐλητὴν οὔτε ψάλτην ἀπάρχεσθαι τῷ θεῷ , καθάπερ τοῖς ἄλλοις θεοῖς ἔθος
φίλου γνώμῃ παρεγένετο εἰς τὴν Σάμον . καὶ τὸν μὲν ψάλτην εὔκνημον ὄντα λευκοὺς ὑπενέδυσε χιτῶνας καὶ ὑποδήματα , καὶ
6420132 ὑλακομωροι
μὲν Ἀρίσταρχος οἱ τοὺς ἰοὺς ὀξεῖς ἔχοντες , καὶ τὸ ὑλακόμωροι παραπλησίως καὶ τὸ ἐγχεσίμωροι : βέλτιον δὲ ἀκούειν οἱ
νομῆας ἅμ ' ἀγρομένοισι σύεσσι . Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι , οὐδ ' ὕλαον προσιόντα : νόησε δὲ δῖος
6416367 Κυνικον
Ὅτι πᾶν ὑπόληψις . δῆλα μὲν γὰρ τὰ πρὸς τὸν Κυνικὸν Μόνιμον λεγόμενα : δῆλον δὲ καὶ τὸ χρήσιμον τοῦ
χρείας τὸ φασί , τὸ λέγεται , οἷον Διογένην τὸν Κυνικὸν φιλόσοφον ἰδόντα μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτόν φασιν εἰπεῖν , ἢ
6416166 Κικων
Μύτωνος , Λάκων Λάκωνος , Ἴων Ἴωνος : πλὴν τοῦ Κίκων Κίκονος , Μαλθάων Μαλθάονος . Τὰ εἰς ων ὀξύτονα
οὕτως οὖν καὶ Λάκων Λάκωνος . Δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τοῦ Κίκων : τοῦτο γάρ , φημὶ δὴ τὸ Κίκων ,
6409204 κυν
ὁ Τρωός . Ἡ κυνός γενικὴ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τῆς κύν εὐθείας , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς κύων κύονος κατὰ
ἕρπωμες . Φρυγία , τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα , τὰν κύν ' ἔσω κάλεσον , τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον . ὦ
6408487 κατεκτανε
' ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνε δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ . οὐδέ τις Ἀτρεΐδεω ἑτάρων λίπεθ
οὐλομένῃ ἀλόχῳ οἶκόνδε καλέσσας , δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ . ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ :
6407792 τεττιγος
διξ πέρδικος , τὰ δὲ εἰς γος ὡς τὸ τέττιξ τέττιγος , τὰ δὲ εἰς χος ὡς τὸ καλλίθριξ καλλίτριχος
δὲ ἐστὶ τὸ σῦφαρ καὶ ἔκδυμα τοῦ ὄφεως καὶ τοῦ τέττιγος . Κυρίως δὲ λεβηρὶς , ᾧ περιέχεται τὸ ἔμβρυον
6407654 ἐπικαμπες
μακρός . Ῥῆτραι . συνθῆκαι διὰ λόγων . Ῥικνόν . ἐπικαμπὲς ἢ ῥυσόν . Ῥυμβεῖν . ῥομβεῖν . τοῦτο δὲ
ἐπ ' ἄκρων δ ' ἄνθος λευκόν , ὑποπόρφυρον , ἐπικαμπὲς καθάπερ σκορπίου οὐρά : ῥίζα δὲ λεπτή , ἄχρηστος
6399936 καταβρωμα
: καὶ δοκεῖς κατενεγκεῖν με τῆς πέτρας καὶ σεαυτῷ θέσθαι κατάβρωμα . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὡς πολλοὶ τῶν
τῷ δὲ ὀνάγρῳ μεμονωμένῳ τυγχάνοντι σφοδρῶς ἐπελθεῖν καὶ αὑτῷ θέσθαι κατάβρωμα . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὡς οἱ ἀνυπότακτοι καὶ
6397730 Μηθυμναιον
ἐγκατέστησαν : ἁλῶναι δὲ αὐτόθι καὶ Φαρνάβαζον ἐγκαταληφθέντα καὶ Ἀριστόνικον Μηθυμναῖον τὸν τύραννον ἐσπλεύσαντα ἐς τὸν λιμένα τῆς Χίου ξὺν
ἐπινέοντα ἔσωσεν αὑτῷ , ὅτι μὴ ὁ δελφὶς λέγεται τὸν Μηθυμναῖον Ἀρίονα . ὁ δὲ ῥήτωρ οὐχ αὑτὸν μόνον οὐδὲ
6396645 σκυτοτομον
Οὐκοῦν διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ τῇ τοιαύτῃ πόλει τόν τε σκυτοτόμον σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ ,
: ἐργαστὴν δερμάτων . , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα .
6395008 πενταετηρον
Ἄρηος . αὐτὰρ ὃ βοῦν ἱέρευσε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων πίονα πενταέτηρον ὑπερμενέϊ Κρονίωνι , κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν ,
' ὀτρύνοντος ἄκουσαν . αὐτίκα δ ' εἰσάγαγον βοῦν ἄρσενα πενταέτηρον : τὸν δέρον ἀμφί θ ' ἕπον καί μιν
6394418 Ἀκραγαντινον
ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα , καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον . Οἱ μὲν πλείους τῶν πυρετοῖς ἁλισκομένων τῆς τοῦ
ἐπιγράψομεν ἐλεγεῖον ; ἢ τοῦτο ; ἄκρον ἰατρὸν Ἄκρων ' Ἀκραγαντῖνον πατρὸς Ἄκρου κρύπτει κρημνὸς ἄκρος πατρίδος ἀκροτάτης . “
6392953 ἐκταν
, ὀφείλων εἶναι κοινῶς ἔκτην , γινόμενος δὲ κατὰ Δωρίδα ἔκταν , ὃς ἐν χρήσει ὁρᾶται Ἀττικοῖς . Εὐριπίδης Πλεισθένει
. Πῶς εἶπας ; ἦ τῷ δυσμενεστάτῳ βροτῶν ; Ὃν ἔκταν ' αὐτή : τοῦτο γὰρ λέξαι θέλεις . Ἐκ
6390248 θηλασω
ἡ τροφός . παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω . . . . , . . . .
ἀθρεῖν . ἢ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω , οἷον : γυναῖκά τε θήσατο μαζόν , γέγονεν
6389698 ἐδακε
καὶ λύχνους εἵνεκ ' ἐλαίου . τοῦτο δέ μοι λίην ἔδακε φρένας οἷον ἔρεξαν . πέπλον μου κατέτρωξαν ὃν ἐξύφηνα
ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ ' ἀχλαίνων ἔδακε φρένας , ἐμοὶ δὲ τῆς χεέτω μέρος . οὐ
6388465 ὀρθουν
τῶν λόγων αὐτέων ὑπὸ ἀσυνεσίης , τὸν δὲ Μελίσσου λόγον ὀρθοῦν . Περὶ μὲν οὖν τουτέων ἀρκέει μοι τὰ εἰρημένα
ὅστις γυναῖκ ' οὐ λαμβάνω . Οὐ λυποῦντα δεῖ παιδάριον ὀρθοῦν , ἀλλὰ καὶ πείθοντά τι . Υἱῷ προθίμως τἀξιούμενον
6387023 πλεονεκτην
δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην καὶ ἅρπαγα καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων . καὶ ὁ Κῦρος ἐπιγελάσας εἶπεν :
ὥστε καὶ εἰ τοῦτό τις ἐποίησε † τὸ τὸν ἀδικοῦντα πλεονέκτην καὶ τοῦτο ἔχει , ἑκὼν ἄνισα νέμων . ὁ
6381785 ταχυν
ψαίρω τὸ ταχύνω . ψαρὸν ] ποικίλον ἢ σποδοειδὲς ἢ ταχὺν ἀπὸ τοῦ ψαίρειν , τὸν ψ ἔχοντα σημεῖον ,
τῶν ὑπηρετικῶν σκαφῶν εὐπορία τῶν ἐκδεχομένων τὰ φορτία καὶ ἀντιφορτιζόντων ταχὺν ποιεῖ τὸν ἀπόπλουν πρὶν ἢ τοῦ ποταμοῦ ἅψασθαι ,
6380806 γαμφηλῃσι
αἴθωνα μεγάθυμον ἐν εἰλιπόδεσσι βόεσσι , ὤλετό τε στενάχων ὑπὸ γαμφηλῇσι λέοντος , ὣς ὑπὸ Πατρόκλῳ Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων κτεινόμενος
Κλέωνα λέγει . ἀγκυλοχείλης ] ἐπικαμπεῖς ἔχων τὰς χηλάς . γαμφηλῇσι : σιαγόσι . δράκοντα τὸν ἀλλᾶντα . κοάλεμον τὸν
6375280 ὀπαων
γῆρας ὀπάζει . ” ἐπὶ δὲ τοῦ περιεποίησαν ὤπασαν . ὀπάων ἀκολουθῶν . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἕπεσθαι . ἔστι
ο πρὸ τοῦ π ψιλοῦται : ὄπα ὀπώρα ὀπὴ ὀπαδὸς ὀπάων τὸ αὐτό , πλὴν τῶν ἐχόντων ἐπαγόμενον τὸ λ
6374025 Ἀμφιγυηεις
προφρονέως στιβαρῷ δείδεκτο κυπέλλῳ χρυσείῳ , τό ῥα δῶκε περίφρων Ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος κλυτὸν ἔργον , ὅτ ' ἤγετο Κυπρογένειαν ,
. . [ αὐτίκα δ ' ἐκ γαίης πλάσσε κλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς : ζῶσε δὲ
6373860 φαλαρον
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸν φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας .
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸ φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας .
6373762 λαρος
ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν
διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων .
6364656 αἰγυπτιαζειν
. δ : . . . λέγουσιν ἐξ αὐτῶν καὶ αἰγυπτιάζειν τὸ πανουργεύεσθαι . συλλαλεῖ δὲ εἰς τοῦτο καὶ παροιμία
ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τι ποιεῖν καὶ ἀποτυγχανόντων . ἐπεὶ ἄνω αἰγυπτιάζειν αὐτοὺς ἔφη , οἱ δὲ Αἰγύπτιοι λινοποιοί εἰσιν .
6363936 μορμολυκειον
προσκυνοῦντες οὕτως ἀπίθανον κολοσσόν , ἡμισταδιαίαν γυναῖκα , γιγάντειόν τι μορμολύκειον . ἐγὼ δὲ ἐνενόουν μεταξὺ οἷοι ὄντες αὐτοὶ νέοις
κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ :
6362713 θυρωρον
αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις , ἀλλ ' ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι
ταὐτομολεῖν ] τὸ ἐνταῦθα ἐλθεῖν ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον
6362633 χολωσαμενος
Εὔρυτος οὐδ ' ἐπὶ γῆρας ἵκετ ' ἐνὶ μεγάροισι : χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων ἔκτανεν , οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι .
' οὐ πάντες ἀκούσαμεν , οἷον ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ
6359565 Μηριονην
ἐπιχώριος καὶ τὸ κυβιστᾶν . διό φησι πρὸς τὸν Κρῆτα Μηριόνην : Μηριόνη , τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ
καὶ ταύτην διακόψαι , ἐπειδὴ μὴ ἐπηύξατο τῷ Ἀπόλλωνι : Μηριόνην δέ , ἄνδρα οὐ τοξικόν , ἐπευξάμενον τῷ Ἀπόλλωνι
6358864 χερμαδιῳ
μακρῷ λαιμόν , ὃ δ ' ἀλγινόεντος ἀνὰ κροτάφοιο θέμεθλα χερμαδίῳ στονόεντι μάλα κρατερῆς ἀπὸ χειρὸς βλήμενος ἐκπνείεσκε , μέλας
ἔπι πρυμνῇσιν Ἀχαιῶν οὓς ἑτάρους ὀλέκοντα βοὴν ἀγαθὸς βάλεν Αἴας χερμαδίῳ πρὸς στῆθος , ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς ; καὶ
6357445 φαγρον
δὲ Μακηδονίῃ τε καὶ Ἀμβρακίῃ μάλα πολλαί . Σειρίου ἀντέλλοντος φάγρον Δήλῳ τ ' Εἰρετρίῃ τε κατ ' εὐλιμένους ἁλὸς
λαβεῖν λελιημένος ἰχθὺν ἠὲ μέγαν συνόδοντα ἢ ἀρνευτὴν ἵππουρον ἠὲ φάγρον λοφίην , ὁτὲ δ ' ἀγρόμενον σκιαδῆα . ΣΥΑΓΡΙΔΕΣ
6353985 ἑταιρικον
ἴδια δὲ γυναικῶν ὑποδήματα Περσικαί : λευκὸν ὑπόδημα , μᾶλλον ἑταιρικόν . περιβαρίς : θεραπαινίδων μᾶλλον τὸ ὑπόδημα . Τυρρηνικά
ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστως τολμᾶν . τὸ γὰρ συγγενές καὶ τὸ ἑταιρικόν ἀντὶ τῆς συγγενείας καὶ τῆς ἑταιρίας κείμενον μετείληπται :

Back