οἰκοδομηθῆναι . πάντως δὲ θέλει ὁ δεσπότης τοῦ πύργου τούτους ἁρμοσθῆναι τοὺς λίθους εἰς τὴν οἰκοδομήν , ὅτι λαμπροί εἰσι | ||
ὦ Ξάνθε , ἐμοῦ ἐν τοῖς ζῶσιν ὑπαρχούσης ἑτέρᾳ γυναικὶ ἁρμοσθῆναι οὐ δύνασαι . “ Μεθ ' ἡμέρας δὲ ὀλίγας |
ἐνεψήσας εἰς ἐλαίου γο . γʹ . δίδου ἅμα καὶ διάκλυζε . ἄλλο . πήγανον ὁμοίως ἐνεψήσας ἴσῳ ἐλαίῳ , | ||
ἐλαίου τήξας εἰς ὀθόνιον κατάπλασσε . Ὕδατι ἢ γάλακτι ἐγχυματίζων διάκλυζε ἢ μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ἔγχριε , ὥστε δάκρυον ἐκκριθῆναι |
Οἶσθ ' , ὦ ξέν ' , ὡς νῦν μὴ σφαλῇς ; ἐπείπερ εἶ γενναῖος , ὡς ἰδόντι , πλὴν | ||
] ! ι : σι ? [ ! ! ] σφαλῇς [ ] [ ] [ ] υσος ἐῶν : |
ἐν τῇ δοκιμασίᾳ ἐπὶ τούτων εὑρίσκεται . πλυτέον δὲ κοινῶς πομφόλυγα τὸν τρόπον τοῦτον : ἐνδήσας αὐτὴν καθαρῷ ὀθονίῳ μέσως | ||
μέντοι ἡ νομὴ ὑπεραίρῃ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ , θεραπευτέον οὕτωϲ : πομφόλυγα καλλίϲτην πεπλυμένην διέντα γάλακτι γυναικείῳ ἐπιχρίειν καὶ ἐπάνω μοτὰ |
οἰκόσιτος ἡδὺ γίγνεται . Καὶ συμπαίζει καριδαρίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων , καὶ ψητταρίοις μετὰ κωθαρίων , καὶ σκινδαρίοις μετὰ | ||
Λυκούγρῳ λέγων οὕτως : καὶ συμπαίζειν κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . καὶ Ἀντιφάνης ἐν Τυρρηνῷ : δήμου δ ' |
γίνεται . γελασίνην λῆμμα καὶ ἀνάλωμα καὶ συμπαίζει καριδαρίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων , καὶ ψητταρίοις μετὰ κωθαρίων , καὶ | ||
παρ ' οὐδενὶ τῶν Ἀττικῶν . Ἀναξανδρίδης : κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . Ἀντιφάνης : θρᾷτταν ἢ ψῆττάν τιν |
λούεσθαι καὶ ἀλείφεσθαι μυρσίνῳ ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ , ἐν ᾧ ἐτάκη στέαρ ἀρκεῖον ἢ συάγρων . ἐὰν δὲ νεοσσὸν μικρὸν | ||
τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένος , ἐπειδὴ τάχιστα πρὸς τὸν ἥλιον ἐκεῖνος ἐτάκη , πτερορρυήσας εἰκότως κατέπεσεν : ἡμῖν δὲ ἀκήρωτα ἦν |
Μο ζ ∠ ʹ , ὁ βος Μο ε . Βλέπω οὖν πόθεν ὁ ʂ γέγονεν Μο ζ ∠ ʹ | ||
κρύψεις τάφῳ φράζου τὸν ἄνδρα χὤ τι μυθήσῃ τάχα . Βλέπω γὰρ ἐχθρὸν φῶτα , καὶ τάχ ' ἂν κακοῖς |
εἰ πείσω δέσποιναν ἐμήν : μόχθου δὲ χάριν τήνδ ' ἐπιδώσω . καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης ἀποταυροῦται δμωσίν , ὅταν | ||
χρή . Εἰ μεμηνότι καὶ πρὸς ἰδίαν ἐπειγομένῳ πληγὴν ξίφος ἐπιδώσω φέρων , ἐγὼ τὸν θάνατον εἴργασμαι . εἰ φιλοχρήματον |
, ὅτι δ ' ἔστιν ἄκουε . Ἄκουε πολλά . Λάλει ὀλίγα . Νόει καὶ τότε πρᾶττε . Ἀνάξιον ἄνδρα | ||
κέλευσόν με λαλῆσαι ἐνώπιόν σου . Καὶ εἶπε κύριος : Λάλει , ὁ ἐκλεκτός μου Ἱερεμίας . Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας |
κενοῦϲθαι χωρὶϲ οὐρήϲεωϲ . θεραπεύεται δὲ πρῶτον μὲν ὑδαρεῖ μελικράτῳ κλυζόμενον , ἔπειτα δὲ γάλακτι , κἄπειτα μίξανταϲ τῷ γάλακτι | ||
Ἔστι δὲ ἡ Θεμίσκυρα πεδίον τῇ μὲν ὑπὸ τοῦ πελάγους κλυζόμενον , ὅσον ἑξήκοντα σταδίους τῆς πόλεως διέχον , τῇ |
καβαλλαρίων , πρῶτον τῶν πλαγίων μερῶν ὡς ἐπὶ πλαγιοφύλακας , συνακολουθοῦντος αὐτοῖς καὶ τοῦ μέσου μέρους , ὁμοίως καὶ τῶν | ||
πόλιν μαστίζων καὶ κατὰ πάντα τρόπον αἰκιζόμενος , ἅμα κήρυκος συνακολουθοῦντος ὅτι τὸν ἄνδρα Διονύσιος τιμωρεῖται παρηλλαγμένως , ὅτι τὴν |
ἐμφανεστάτη γε κοινοτάτη πᾶσιν ἀγεωργησία : πάντα γὰρ ὡς εἰπεῖν ἀπαγριοῦται . Ἐνίοτε δὲ καὶ οἱονεὶ πηρώσει τινὶ μεταβάλλουσιν εἰς | ||
δὲ οὐκ ὀρθῶς . ἐξαμελούμενον γὰρ ἅπαν χεῖρον γίνεται καὶ ἀπαγριοῦται , θεραπευόμενον δὲ οὐχ ἅπαν βέλτιον , ὥσπερ εἴρηται |
ἀπὸ Μιλύης τῆς γυναικὸς Σολύμου καὶ ἀδελφῆς , ὕστερον δὲ Κράγου γυναικός . Τὸ ἐθνικὸν Μιλυεὺς καὶ Μιλυίτης . . | ||
Κράγος , ὄρος Λυκίας . Ἀλέξανδρος δευτέρῳ Λυκιακῶν . ἀπὸ Κράγου τοῦ Τρεμίλητος υἱοῦ , μητρὸς δὲ Πραξιδίκης νύμφης . |
„ . Φιλόξενος . . . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . | ||
. . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . . . . ἀφήτωρ |
ὑπηκόων παραλίων . μελαγχίτων ] ἡ συνετή . μελαγχίτων : πενθήρης , ἢ ἀμφιμέλαινα . ἔστι δὲ παρὰ τὸ ” | ||
εἰς ἐμὴν χάριν . ὁ θρῆνος . ἐπεκτεταμένως θρήνει . πενθήρης . οἱ γὰρ Μυσοὶ καὶ οἱ Φρύγες εἰσὶ μάλιστα |
ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ . χρῶ τοῖϲ ὀπωδεϲτάτοιϲ καὶ δριμέϲιν καὶ φιλοπόνει καὶ ϲυνουϲίαζε . εἰϲὶ δὲ ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ ἡμέραι | ||
δεϲπότου ἄκρατον | ἀποδίδωϲι | τὴν χάριν διπλῆν . = φιλοπόνει = ὅταν ποιῶν πονηρὰ | χρηϲτά τιϲ λαλῆι καὶ |
ὑπὸ ΕΖΗ γωνία δοθεῖσα : ὥστε καὶ λοιπὴ ἡ ὑπὸ ΖΕΒ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . εἰ δὲ οὔ , συμπιπτέτωσαν | ||
ὑπὸ ΔΖΚ ἴση τῇ ὑπὸ ΖΕΒ , αἱ δὲ ὑπὸ ΖΕΒ , ΘΕΒ δύο ὀρθαῖς ἴσαι , καὶ αἱ ὑπὸ |
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ||
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος |
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ; | ||
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ |
οἵτινες καὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ . ἔφλων : ἤσθιον . φλᾶν δὲ τὸ μετὰ ψόφου ἐσθίειν : καὶ γὰρ φλᾶν | ||
ῥίψασπις εἶ . καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ βʹ . φλᾶν : νῦν κατακαίειν : δῆλον δέ , ὅτι τὰ |
, κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι | ||
, κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι |
ἐμπύρῳ κόπρῳ βοῶν νυχθήμερον , καὶ ἔχε ὑδράργυρον παγεῖσαν . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ . Λαβὼν ὑδράργυρον , ζέσον ἐλαίῳ ῥεφανίνῳ : | ||
ἑπτάκις , καὶ ξηράνας ἐν ἡλίῳ , οὕτως χρῶ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . Λαβὼν πυρίτην τὸν χρυσίζοντα : χρυσίζοντα τοῦτον |
εἰδέα αὐτοῦ . Γινώσκετε οὖν , τέκνα μου , ὅτι ἀποθνήσκω . Ποιήσατε οὖν ἀλήθειαν καὶ δικαιοσύνην ἕκαστος μετὰ τοῦ | ||
ἐπεὶ οὖν οἱ κλῆροι Ἑρμοῦ , παίζων τοῦτο λέγει . ἀποθνήσκω , ἐὰν λάχῃ μοι . ὡς ἐπὶ τῶν καταδικαζομένων |
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι . | ||
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω |
ἐν Σκυθίᾳ ἐστίν . σκόπελον ] κορυφήν . νιφόεντα ] χιονώδη . Μίμαντος ] ὄνομα ὄρους ⌈ τῆς Μυσίας . | ||
Ἄτλαντος : ὄνομα ὄρους ἐν τῇ Λιβύῃ . νιφόεντα : χιονώδη , ψυχρόν . πάγον : ἀκρωτήριον , ὄρος , |
καὶ κοιλίης ταραχὴ , ἄλλως τε καὶ ὑποχονδρίου ὀδυνώδεες . Τῇσιν ἐπιφόροισι κεφαλαλγικὰ καρώδεα , μετὰ βάρεος γινόμενα καὶ σπασμοῦ | ||
, ἐνίῃσι δὲ ὑποφοραὶ μακραὶ , ἐνίῃσι δὲ αἱμοῤῥοΐδες . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ὑποχονδρίου ἄλγημα , κακόν : καὶ κοιλίαι ταύτῃσι |
ἐπιτιμήσεως ἀναγνωστέον . ὁ Ἐτεοκλῆς ἀκούσας τῶν παρθένων ὀδυρομένων καὶ παρακαλουμένων τοὺς θεούς , φησὶ πρὸς αὐτάς : ἐρωτῶ ὑμᾶς | ||
. Ἡ Λύσις ὅτι ἐφοβήθην ἀποτυχεῖν , καὶ τὰς τῶν παρακαλουμένων εἶδον ἀνατάσεις , καὶ ἐνενόησα ὅτι παρακαλέσας καὶ ἀποτυχὼν |
τέλος ἔχουσιν οὐκ αἴσιον : δυσίατα γὰρ ἤδη καὶ παντελῶς ἀθεράπευτα τὰ ἐκ φαρμακειῶν ἀρρωστήματα . χαλεπώτερα μέντοι συμβαίνειν φιλεῖ | ||
καὶ νοσήματα ἐσκιρωμένα χρόνῳ παραλάβῃ , μήτοι γε παντελῶς ἐᾶν ἀθεράπευτα καὶ ἀκόλαστα , ἀλλὰ σκοποῦντα τὸ δυνατὸν ἁμῃγέπῃ στέλλειν |
πανδοκεῖον καὶ τὸ ῥέγχουσι ῥέγκουσι καὶ ἕτερα ἄττα βραχέα . ῥέγκουσιν ] ἀττικόν : ἔστι δὲ ποιὰ φωνή : λέγεται | ||
' ἀλεκτρυόνος ἤκους ' ἐγώ . οἱ δ ' οἰκέται ῥέγκουσιν . ἀλλ ' οὐκ ἂν πρὸ τοῦ . ἀπόλοιο |
τὰς λέξεις , ἵν ' αὐτῷ γένοιντο ἁρμοσθῆναι καλλίους καὶ ἐπιτηδειότεραι . Μία μὲν δὴ θεωρία τῆς συνθετικῆς ἐπιστήμης ἡ | ||
τὰς λέξεις , ἵν ' αὐτῷ γένοιντο ἁρμοσθῆναι καλλίονες καὶ ἐπιτηδειότεραι . Μία μὲν δὴ θεωρία τῆς συνθετικῆς ἐπιστήμης ἡ |
' ἄντρα , τὴν σιδηρομήτορα ἐλθεῖν ἐς αἶαν ; ἦ θεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς ; δέρκου θέαμα | ||
ὅπου ὁ σίδηρος ἐφευρίσκεται . ἦ παρεγένου , φησὶ , θεωρήσων τὰς ἐμὰς δυστυχίας καὶ συλλυπούμενος τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ; |
ὑποθυμία . Ὄνων τὴν ἐπὶ τῷ ποδὶ γῆν ξύσας καὶ ὀνίδας οἴνῳ μέλανι δεύσας , ὑποθυμιῇν . Κλυσμοί : μυρσίνης | ||
κυμίνου λειοτάτου # ε , ὀνίδας ε . καὶ τὰς ὀνίδας ξηρὰς μὲν κόπτε καὶ σῆθε , νεαρὰς δὲ συλλέαινε |
εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ | ||
θνήσω , θνήσκω : μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω |
Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία . | ||
τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ |
ὅτι ἀπέλθῃ ὁ πόνος . [ Περὶ αἰγίλωπος . ] Χολὴν βοὸς καὶ ὑγρόπισσον καὶ ὄξος ἑνώσας ποίει ἔμπλαστρον καὶ | ||
οὐ διψήσει . [ Πρὸς δυσηκοΐας καὶ κωφώσεις . ] Χολὴν αἰγείαν πρόσφατον ἴσα μίξας μέλιτι ἀκάπνῳ χλιαρὸν ἔνσταζον εἰς |
ἀλλ ' ἔνιοι καὶ ἐχθιόνως ἔχουσιν ἢ πρὶν λαβεῖν . Θαυμαστά γ ' , ἔφη ὁ Ἀντισθένης ἅμα εἰσβλέπων ὡς | ||
ἀλλ ' οὐδὲ πειράσομαι . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη : Θαυμαστά γε λέγεις , ὦ Χαιρέκρατες , εἰ κύνα μέν |
, ἀπυρέτους μετ ' οἴνου . ἄλλο . τρίφυλλον βοτάνην ἀποτριτώσας δίδου πιεῖν . [ Πρὸς ἰκτεριῶντας . ] Λοῦε | ||
παλαιοῦ δὸς πιεῖν : ἢ βάτου καρπὸν σὺν τοῖς φύλλοις ἀποτριτώσας δὸς πιεῖν . ἄλλο . κύμινον Ἑλλαδικὸν καὶ κηκίδα |
Ζήσῃ , φησίν , ἐὰν τὰς ἐντολάς μου φυλάξῃς καὶ πορευθῇς ἐν αὐταῖς : καὶ ὃς ἂν ἀκούσας τὰς ἐντολὰς | ||
μὴ ἔλθῃς , μὴ πορευθῇς . μὴ ἔλθῃς ] μὴ πορευθῇς . ὁδοὺς ] τὰς ἀγούσας . ἐφ ' ἑβδόμαις |
: τούς τε προσερχομένους εἰς τὸ τεῖχος εἰς τὰ ψιλὰ τυπτήσειν καὶ αὐτοὺς εὐχερῶς ὑπεξελεύσεσθαι καὶ πάλιν τὰς ἀποχωρήσεις ἀσφαλῶς | ||
Ἕλληνες . τῖφυν Ἀττικοί , ἐφιάλτην ἢ ἐπιάλτην Ἕλληνες . τυπτήσειν Ἀττικοί , παίσειν Ἕλληνες . τροπίαν καὶ ἐντροπίαν Ἕλληνες |
. ὠὰ δὲ πέρδικος λεῖα σὺν μέλιτι ὀξυωπίαν παρέχουσι καὶ ὠκυτόκιά εἰσι . στρουθοκαμήλου ὠὸν ποδαγροὺς χριόμενον ὠφελεῖ . Ὠὰ | ||
δὲ τῶν πτερύγων πτίλα σὺν ὠκίμου ῥίζῃ περιαπτόμενα γυναικὶ δυστοκούσῃ ὠκυτόκιά εἰσιν . Ἐξ ἑτέρας βίβλου : τοῖς πρώτοις νεοσσοῖς |
. , . : ἐνηλύσιος : ἐμβρόντητος , κεραυνόβλητος . ἐνηλύσια : τὰ κατασκηφθέντα χωρία ἐνηλύσια - λέγονται , ἔνιοι | ||
Δία τὸν ἐπ ' αὐτῷ καταιβάτην . περιειρχθέντα δὲ τὰ ἐνηλύσια ἄψαυστα ἀνεῖτο . πόλεως δ ' αὖ μέρη καὶ |
ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] | ||
Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά |
. . . . . . . . σω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . καὶ Πλάτων ἐν Νυκτὶ | ||
, κάρυ ' , ἀμυγδάλαι καὶ λύχνον δίμυξον οἴσω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . |
καὶ αἱ ἰϲχάδεϲ πρὸϲ τὰ ϲῦκα . καὶ αἱ μὲν γλυκύτεραι θερμότεραι , αἱ δὲ αὐϲτηρότεραι ψυχρότεραι καὶ ἔτι μᾶλλον | ||
κοῦφαι , ἔτι δὲ καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες μέσως εἰσὶ τρόφιμοι , διαχωρητικοί |
ἀθέων : ταὶ δ ' αὐτίκα οἱ τέμενος βωμόν τε τεῦχον , χραῖνόν τέ μιν αἵματι μήλων καὶ χοροὺς ἵσταν | ||
ῥά οἱ αἷμα κάθηραν ἀφ ' ἕλκεος ἄλλά τε πάντα τεῦχον ὅς ' οὐταμένων ὀλοὰς ἀκέονται ἀνίας . Αἴας δ |
καλαμίνου , ἄνωθέν τε αὐτῆς ἐπίρριψον σκεπάσματα πρὸς τὸ μὴ διαπνεῖν τὸ ὄξος , ὡς ἂν διαλυθεῖσα καὶ διαρρεύσασα καταπέσῃ | ||
' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων , διαπνέων , |
πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε | ||
οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ |
[ ] τὴν [ αὑτοῦ λοιπὴν ] ? ? καὶ ἀγαπητὴν | θυγατέρα . ὡς ἄμεινον ? ? ἦν κἀκείνην | ||
τὴν ἀνθρωπίνην ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου καὶ τρίτου κρατῆρος , ἀγαπητὴν μὲν λέγων καὶ ἐφ ' ἑνός , μείζω δὲ |
Ἴλιον ἐνεγκόντες τὰ τοῦ ἥρωος λείψανα ἔθηκαν αὐτὰ ἐκεῖσε . γενεθλίαν δὲ πλάκα φησὶ τὰς Θήβας παρ ' ὅσον τινές | ||
λέγε τὴν σπορὰν ἐν ἡμέρᾳ γεγενῆσθαι , ἐὰν δὲ τὴν γενεθλίαν Σελήνην εὕρῃς ἐν τοῖς προανηνεγμένοις ζῳδίοις τοῦ τῆς σπορᾶς |
. . . . οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται : μὴ δοκησάτω τινί . τάφον γὰρ αὐτὴ καὶ κατασκαφὰς ἐγώ , | ||
] μὴ δόξει τοῦτό τινι . δοκησάτω ] νομισάτω . δοκησάτω ] ἐλπισάτω . δοκησάτω ] δοξάτω . τινί ] |
ἔτι καὶ τοῦτο διέφθαρται . καίτοι λεγόντων τῶν ἀρχαίων φανερῶς ὑποτροπιάζειν . Προκόπτειν λέγουσιν , τὸ δὲ ὄνομα προκοπὴ οὐκ | ||
Πυρέσσοντι ἢν μὴ ἐν περισσῇσιν ἡμέρῃσιν ἀφῇ ὁ πυρετὸς , ὑποτροπιάζειν εἴωθεν . Ὁκόσοισιν ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν ἴκτεροι ἐπιγίνονται πρὸ |
πατήρ . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς , πλούσιος πένης ἔσῃ . Σῶσον σεαυτὸν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων . Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ | ||
ἀλλὰ νῦν ς ' ἔτ ' ὠφελοῖμ ' ἐγώ ; Σῶσον σεαυτήν : οὐ φθονῶ ς ' ὑπεκφυγεῖν . Οἴμοι |
, ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς | ||
οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί |
πρὸς τὸν προειρημένον λόγον τῷ Σωκράτει . οἴμοι τάλας : ἀποπνιγήσομαι , φησίν , ὑπὸ τοῦ καπνοῦ . ἕτερος φιλόσοφος | ||
ἐγώ , ὁ ἄθλιος . . δείλαιος ] ἄθλιος . ἀποπνιγήσομαι ] καπνῷ , κακῶς . . ] διὰ μέσου |
, ἐὰν χρονία γένηται ἡ νόσος . ἡ δ ' ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ τελευτήσει . Σελήνης Σκορπίῳ : ὁ κατακλιθεὶς ἐν | ||
γίνονται , μόνος δὲ ὁ ὕδερος ἐπισφαλής . ἡ δὲ ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ κινδυνεύσει χαλεπῶς , |
θερμότατα , ψυχρότατα , ξηρότατα , ὑγρότατα , λειότατα , τραχύτατα , εἴκοντα , ἀντίτυπα , μαλακά , σκληρά . | ||
προεστῶτα : Βιταλιανὸς δὲ ἦν ὄνομα αὐτῷ . τοῦτον ᾔδει τραχύτατα καὶ ὠμότατα πράττοντα , φίλτατόν τε ὄντα καὶ καθωσιωμένον |
[ Ὀθρωνοῦ πέλας ” ] . ὁ οἰκῶν Ὀθρώνιος . Οἰάνθη , πόλις Λοκρῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Ἑλλάνικος δὲ | ||
δὲ Λοκροί : ἐν δὲ Χάλαιον πόλις , ἐν δὲ Οἰάνθη πόλις . . Οἰάνθη : πόλις Λοκρῶν . Ἑκαταῖος |
φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως | ||
φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ . |
Λακεδαιμόνιοι δούλους καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν , οὓς δὲ ἀδεσπότους , οὓς δὲ ἐρυκτῆρας , δεσποσιοναύτας δ ' ἄλλους | ||
Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα , . . , . . . : ἀδεσπότους . , ἀναδικία . , ἀνεψιαδοῖ ἀνεψιότης . . |
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ||
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ |
ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ; | ||
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς |
ζῴων λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν νωθεστέρως καὶ ἀσπουδεὶ πορευομένων . καὶ Ὅμηρός φησι : ἥμενος ἢ ἕρπων | ||
, μεγάλα ἔργα καὶ τοῖς ἔπειτα πυθέσθαι ἄξια ἐργασάμενος οὐκ ἀσπουδεὶ ἀποθανεῖταιταῦτα γνοὺς καταπηδᾷ ἀπὸ τοῦ τείχους ἐς τὴν ἄκραν |
τὸν ἐργάτην τρέμοντα , μὴ πεσὼν διαρραγῇ : ἐς δὲ διπτύχων ἀκμὰς χηλέων ἔθηκε βῶλον . . . Ναῦται ] | ||
ἀδελφή τ ' , εἰ γεγῶσα τυγχάνει ; οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν ἀνάδελφος ἔσται . τὰς τύχας τίς οἶδ ' |
οὐ προσήκοντα ἐλευθέροις , καὶ ὁπότε μὴ πράξειάν τι τῶν κελευομένων , πληγὰς ἐντείνοντες καὶ τἆλλα ὥσπερ ἀργυρωνήτοις παραχρώμενοι . | ||
ὡς ὑδρηλοὶ ἀντὶ τοῦ ὑδρηροί . κεκλομένων : πάντων ὁμοῦ κελευομένων καὶ ἐπευφημούντων . τῷ δὲ ξύμβλητο : τοῦτο σύμβολον |
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ | ||
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ |
ὀνο - μάζεται . τοὺϲ μὲν οὖν ἐπὶ ϲφοδρᾷ ξηρότητι ϲπαϲμοὺϲ οὐκ ἄν τιϲ ἰάϲαιτό ποτε : τοὺϲ δὲ διὰ | ||
ἂν ἐκπέϲῃ : εἰ γὰρ ἐμμείνῃ ἐπιφλεγμαῖνον τὸ οὖϲ , ϲπαϲμοὺϲ ἐπιφέρει . κάλλιϲτα δὲ ϲυνεργεῖ εἰϲ τὴν τῶν ἐμπεϲόντων |
βαλανείου . Περιορύξας τοῦ δένδρου τὰς ῥίζας , κόπρον ὑείαν ἐπίχρισον , καὶ χώσας ῥᾶνον οὔρῳ ἀνθρωπείῳ . τὰ δὲ | ||
ἐπισπάσθαι δυνάμενον : εἴπερ γὰρ Ἡρακλέα νοήσεις ἑτέρας πόθῳ κατασχεθέντα ἐπίχρισον τοῦτο αὐτοῦ τὰ ἱμάτια καὶ πρός σε πάλιν ἀντιστρέψει |
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν | ||
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ |
συνοικεῖ τῷ Πηλεῖ ἡ Θέτις . . Πατρόκλοιο δ ' ἕλωρα Μενοιτιάδεω ἀποτίσῃ : ἡ διπλῆ ὅτι ἕλωρα οὐ βρώματα | ||
Πατρόκλοιο δ ' ἕλωρα Μενοιτιάδεω ἀποτίσῃ : ἡ διπλῆ ὅτι ἕλωρα οὐ βρώματα ἀλλὰ ἑλκύσματα . . οἱ δὴ πολέες |
κατὰ φλέβας ἐς κοιλίην ῥαγέντος τοῦ ὕδατος , λύσις . Δυσεντερίη ἀκαίρως ἐπιστᾶσα ἀπόστασιν ἐν πλευροῖσιν , ἢ σπλάγχνοισιν , | ||
, ἐπὶ φλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι λυόμενα , ἐλπὶς ἐκμανῆναι . Δυσεντερίη σπληνώδεσι μὴ μακρὴ , χρήσιμον , μακρὴ δὲ , |
! ! ! ἀπολειψάσης εἴ τις ἐπιμελῶς ἀκουσ ! ! ἐπιτρίψει τῷ ὄφει θᾶττον αὐτὸν ἴδῃ διατεινόμενον καὶ ἐκλείποντα . | ||
οὐ κατέδονται , ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει . Εἶθ ' οἱ κνῖπες καὶ ψῆνες ἀεὶ τὰς |
δοκεῖ δὲ πεπρᾶσθαι ὑπὸ * καὶ λελύσθαι ὑπὸ τῶν Πυθαγορικῶν Παρμενίσκου καὶ Ὀρεστάδου , καθά φησι Φαβωρῖνος ἐν Ἀπομνημονευμάτων πρώτωι | ||
δοκεῖ δὲ πεπρᾶσθαι ὑπὸ * καὶ λελύσθαι ὑπὸ τῶν Πυθαγορικῶν Παρμενίσκου καὶ Ὀρεστάδου . . Παρμενίσκος δὲ ὁ Μεταποντῖνος , |
ἄνδρα αὐτῆς , ἀλλ ' ἀνηλεῶς φονεύσασαν Κλυταιμνήστραν μῆνις καὶ μνησικακία μνήμων , φοβερὰ καὶ ξένη , ὡς μὴ ὑπ | ||
εὐχαριστίας μετὰ τοῦ δικαίου ἡμῖν ὑπάρξει ἡ μετὰ τοῦ ἀδίκου μνησικακία , καὶ μεῖζον ἐκεῖνοι δυνήσονται κακοῦντες ἡμᾶς ἀδίκως ἢ |
ὅκῳ . τίς δ ' εἶ σύ γ ' οὑγγύτατα θλιβεὶς τὰς ὀσφύας ἐπὶ τῶν κοχωνῶν , ἁργοναύτης οὑτοσί ; | ||
, θλιβεὶς ἀπὸ πικρίας , καὶ μὴ γεύσῃ γλυκύτητος , θλιβεὶς ἀπὸ καύματος καὶ στενωθεὶς ἀπὸ ψύξεως : καὶ κοπιάσεις |
προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν στεινόμενος νεκύεσσι , σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως . ἀλλ ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον : | ||
κακόν . νῦν δ ' ἐς γυναῖκα γοργὸς ὁπλίτης φανεὶς κτείνεις μ ' : ἀπόκτειν ' : ὡς ἀθώπευτόν γέ |
: ἔπειτα εἴρια πινόεντα οἴνῳ ῥαίνων ἐπιδεῖν , καὶ ἐπὴν ἀπολύσῃς , περισπογγίζειν καὶ μὴ βρέχειν : ἔπειτα κυπάρισσον ἐπιπάσσειν | ||
ἐὰν ἀποκόψῃς τὴν οὐράν , καὶ τὸν τράχουρον αὖθις ἐλεύθερον ἀπολύσῃς ἐς τὴν θάλατταν , τήν γε μὴν προειρημένην οὐρὰν |
Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ ἑξμέδιμνον κυψέλην : κυψέλη ἐστὶν εἶδος δεκτικὸν | ||
ἢ ἵνα φαίνηται ἀγανακτῶν ἐν λόγοις . Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ |
ἀρκοῦν : τῇ ιʹ . ἡμέρᾳ ἐν κρέασι καὶ ἐν νηστείαις ῥοὸς κόκον ὁμοίως τοῖς προειρημένοις ἕψει καὶ τρέφου σὺν | ||
τἀμείνω ῥοπῇ τὸ φυσικὸν ἀπομαρά - ναντι πνεῦμα οὔτε συχναῖς νηστείαις προσήκει καταπιέζειν τὸ σῶμα , οὔθ ' ὕδατος πόσεσι |
τῆς χειρὸς ἀλύπως . τῆς δὲ αὐτῆς ἐμπειρίας ἐστὶ καὶ κλαδεύειν καὶ βλαστολογεῖν . διὸ ἐνίοτε οἱ ἔμπειροι καὶ τὸ | ||
. τὰς δὲ ὑπὸ πάχνης εὐκόλως ἀποκαιομένας ἀμπέλους βραδύτερον χρὴ κλαδεύειν , ὅταν πρὸς βλάστην κινῶνται : οὕτω γὰρ βράδιον |
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν | ||
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ |
. ἔτι δέ , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ἐὰν αὐτῶν ἀποψηφίσησθε , οὐδεμίαν ὑμῖν εἴσονται χάριν , ἀλλὰ τοῖς ἀνηλωμένοις | ||
δικαία , πρὸς ἅπαντας ἀψευδὴς φανήσεται . ἐὰν δ ' ἀποψηφίσησθε , ὃ μὴ ποιήσαιτε , οἱ μὲν χρηστοὶ διὰ |
ἡνίκα ἔλθῃ ἐν τῷ ἐσχάτῳ γήρᾳ καὶ ἄρξηται ληρεῖν καὶ παραφρονεῖν . πάλιν διαλύεται τὸ συμπόσιον , ἡνίκα οἱ ἑστιώμενοι | ||
ἀλλὰ καὶ τοῖς μανδραγόραν ἢ κώνειον προςενεγκαμένοις : τό τε παραφρονεῖν οὐ μόνον ὑοςκύαμος ἐπιφέρει , ἀλλὰ καὶ τὰ τοξικὰ |
θέλει οὐδὲ τῆς ἀνάγκης καλούσης εὐλύτως ὑπακοῦσαι αὐτῇ , ἀλλὰ κλάοντες καὶ στένοντες πάσχομεν ἃ πάσχομεν καὶ περιστάσεις αὐτὰ καλοῦντες | ||
, οἰκτρῶς ὑπὸ τοῦ πάθους διακείμενοι καὶ ἀθλίως ἐκπεπτωκότες , κλάοντες καὶ παρακαλοῦντές με μὴ περιιδεῖν αὐτοὺς ἀποστερηθέντας τῶν πατρῴων |
. καὶ ἐν τῷ βίῳ τρύχειν ἑαυτὸν λέγεται , οἷον καταπονεῖν . τρύφος κλάσμα : “ τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε | ||
' . οὐ μαλακιστέον δ ' ὅμως , ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ' ἅπαξ . τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν |
τυπτέϲθωϲαν Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . τέτυψο τετύφθω Δυ . τέτυφθον τετύφθων Πληθ . τέτυφθε τετύφθωϲαν Ἀορίϲτου καὶ μέλλοντοϲ αʹ | ||
ἐτύπτοντο Παρακειμένου Ἑν . τέτυμμαι τέτυψαι τέτυπται Δυ . τετύμμεθον τέτυφθον τέτυφθον Πληθ . τετύμμεθα τέτυφθε τετυμμένοι εἰϲίν , καὶ |
αἱ δὲ εὐρύτεραι καὶ ϲηραγγώδειϲ θηλαὶ ἀθρόον ἀφιεῖϲαι τὸ γάλα πνιγμοῦ αἴτιαι γίγνονται . πρὸϲ τούτοιϲ δὲ εἶναι χρὴ τὴν | ||
ὅσον ἐσπούδακεν ἐπισπάσασθαι , αἱ δὲ ἄγαν σηραγγώδεις κίνδυνον ἐπάγουσι πνιγμοῦ , πρὸς γὰρ τὴν ἐκμύζησιν ἀθροῦν ἐπιφέρεται τῷ στόματι |
ϲτομάχου ἐπιτιθέμενα φοίνικεϲ ϲὺν οἴνῳ τε καὶ ῥοδίνῳ ἢ μηλίνῳ λεαινόμενοι καὶ τὰ ἐμψύχοντα δέ ἐϲτιν ἁρμόδια οἷον ἕλικεϲ ἀμπέλων | ||
αὐτοῖς πάνυ καλοὶ τὰς ὄψεις , ἅτε τρυφερῶς διαιτώμενοι καὶ λεαινόμενοι τὰ σώματα . πάντες δὲ οἱ πρὸς ἑσπέραν οἰκοῦντες |
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα | ||
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα |
. μελαμπαγὲς ] τὸ μετὰ τὸ πεπηγέναι μελαινόμενον . θ μελαμπαγὲς ] τὸ μεμελανωμένον . Ξ αἷμα φοίνιον ] τὸ | ||
' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον , τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι , τίς |
κρᾶτα σεῖσαι πολιόν ; ἐξηγοῦ σύ μοι γέρων γέροντι , Τειρεσία : σὺ γὰρ σοφός . ὡς οὐ κάμοιμ ' | ||
βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία , φίλοισι σοῖς ἔσθ ' ὁρμίσαι σὸν πόδα : |
. ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες | ||
παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ |
παιδίσκας ἔχων ; οἰκόσιτον νυμφίον οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν . ἀνεμιαῖον ἐγένετο . καὶ λαιμὰ βακχεύει λαβὼν τὰ χρήματα . | ||
φιλόσοφος ἐν Θεαιτήτῳ Ἀνεμιαῖα , καὶ Μένανδρος Δακτυλίῳ : „ ἀνεμιαῖον ἐγένετο . „ Ὑπηνέμια καλεῖται τὰ δίχα συνουσίας καὶ |
, ὦτί ς ' εἴπω ; ἀλλ ' αὖθις αὖ τυπτήσομαι . νὴ τὸν Δί ' , ἐν δίκῃ γ | ||
ἐκ δευτέρου . αὖ ] περισσόν , πάλιν . . τυπτήσομαι ] ἔαν εἴπω τι τοιοῦτον , εἰ εἴπω σοί |
οὖν ἡμῖν οἰκονομεῖ τὸ πρᾶγμα . χαίρειν γὰρ ἀνάγκη τὴν τήθην τοιαῦτα ἀκούουσαν , χαίρουσαν δὲ καὶ ζεύξειν εἰκός . | ||
βούλεται τὴν Ἐπιλύκου θυγατέρα λαβεῖν , ἵν ' ἐξελάσῃ τὴν τήθην ἡ θυγατριδῆ . Ἀλλὰ γὰρ τῷ παιδὶ αὐτοῦ τί |
ἀλλ ' εἴ ς ' ἀφείην μὴ φρονοῦσαν , ὡς θάνηις ; οἴμοι πότμου . ποῦ μοι πυρὸς φίλα φλόξ | ||
γέροντα βαστάζων νεκρόν . θανῆι γε μέντοι δυσκλεής , ὅταν θάνηις . κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι . φεῦ |
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ | ||
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ ' |
σφάξαι ς ' Ἀργείων κοινὰ συντείνει πρὸς τύμβον γνώμα Πηλείαι γένναι . οἴμοι , μᾶτερ , πῶς φθέγγηι ; ἀμέγαρτα | ||
: βαρεῖαι , ὀδυνηραὶ , ἐπιβαρεῖς . εἰλείθυιαι : αἱ γένναι , αἱ ἔφοροι τῶν τόκων : οὕτως οὐ μόνον |
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι | ||
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι . |
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει | ||
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται |
τύχης καλῶς πεσόντος καὶ τοῦ δαίμονος καὶ τῆς βάσεως ἡ περιποίησις κακωθῇ , ἐν προβάσει τῆς ἡλικίας μειοῦσι τὰς ὑπάρξεις | ||
ἐκώλυσε Κύριος τοῦ ἀναβῆναι ὕδωρ ἐν αὐτοῖς , ἵνα γένηται περιποίησις τοῦ Ἰωσήφ . Καὶ ἐποίησε Κύριος οὕτως , ἕως |