καὶ λοιδορίας καὶ ἄλλα ὅσα εἰς κωμῳδίαν συντελεῖ , ἐνταῦθα ἁπαξάπαντα τοῦτο τὸ δρᾶμα περιειληφέναι . ἀγνοοῦσιν : ὅσα γὰρ | ||
. πολλὰ γίνεται ὅμοια . τί ποτ ' ἔσθ ' ἁπαξάπαντα διαπεπρισμένα ἡμίσε ' ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα ; ὁ |
. μῆλά τε γάρ τοι ἐγώ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ ' ἀγˈρούς τε πάντας , τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων | ||
δ ' ὄντ ' ἀποδίδωμι τῆι κόρηι : τροφεῖ ' ἀφίημ ' , οὐδὲν ἀξιῶ λαβεῖν . εὑρισκέτω τὸν πατέρα |
ὤϊκται κἀνεῖτ ' ὀ παστός . οὐκ ὀρῆις , φίλη Κυννοῖ ; οἶ ' ἔργα κεῖ ' νῆν : ταῦτ | ||
ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης γὰρ τοῦτον οὐκ ὀρῆις , Κυννοῖ , ὄκως βέβηκεν ? ? ? ? ? ? |
. ἀπωλόμεσθα πάντες , οὐ κείνη μόνη . ἀλλ ' ἠισθόμην μὲν ὄμμ ' ἰδὼν δακρυρροοῦν κουράν τε καὶ πρόσωπον | ||
ἴσως ἀνθρώπινον . ἔκρυπτε τοῦτ ' , ἠισχύνετ ' : ἠισθόμην ἐγὼ ἄκοντος αὐτοῦ διελογιζόμην θ ' ὅτι ἂν μὴ |
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας | ||
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ |
ἀγαθῶν , ἢ ὅτι ἡμεῖς διὰ σὲ ζῶμεν . . διδάσκου : Μάνθανε τοῦτο ἐξ ἐμοῦ . Θ . . | ||
. . φίλτατ ' ] προσφιλέστατε . , ἠγαπημένε . διδάσκου ] μάνθανε . . σοι ] παρέλκον ἀττικῶς , |
, ἐσθίει μέχρι ἂν διδῷ τις ἢ λάθῃ διαρραγείς . τοιοῦτ ' ἔχει ταμιεῖον ὥσπερ οἰκίας . μὰ τὴν Ἀφροδίτην | ||
μόνον ποιεῖτε τοῖς ὀπτοῖσι μήτ ' ἀνειμένον , τὸ γὰρ τοιοῦτ ' οὐκ ὀπτὸν ἀλλ ' ἑφθὸν ποιεῖ : μήτ |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί | ||
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ |
τινα ἐπαγγελλομένων . Ἱερὰ ἄγκυρα : ἡ μεγάλη βοήθεια . Ἰσότης φιλότης . Ἴσος πόλεμον οὐ ποιεῖ . Ἰλιὰς κακῶν | ||
κατάρχεται . καὶ γὰρ μέτρ ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν Ἰσότης ἔταξε κἀριθμὸν διώρισεν , νυκτός τ ' ἀφεγγὲς βλέφαρον |
μή , αὐτὸς σεαυτὸν αἰτιῶ . Λέγεις δὲ τί ; Ἀθάνατος εἶναί φημι , Διόνυσος Διός , τοῦτον δὲ δοῦλον | ||
φρουρᾷ τῷ κόσμῳ , αὐτοὶ δὲ συνέχουσι τὸν κόσμον . Ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ἐν θνητῷ σκηνώματι κατοικεῖ : καὶ Χριστιανοὶ |
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα , | ||
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε , |
τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν | ||
. . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου . |
αὐτὰ λεπτά : καὶ γίνονται δεύτερα λεπτὰ ἐννακόσια . ταῦτα ἀναβιβάζω ἤτοι μοιράζω : γίνονται δέκα καὶ πέντε πρῶτα λεπτά | ||
λ παρὰ μ , καὶ γίνονται ͵ασ δεύτερα λεπτά . ἀναβιβάζω ταῦτα : γίνονται πρῶτα λεπτὰ κ . τὰ κ |
: καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ θάνατος προσεκύνησεν αὐτὸν λέγων : Χαίροις , τίμιε Ἁβραὰμ , δικαία ψυχὴ , φίλε γνήσιε | ||
, ὡς μηδὲ ἐκείνου δυνηθέντος τηρῆσαι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην . Χαίροις Ὑψιπύλη φίλη : τοὺς ἐμοὺς κορύμβους πλέκω : οὔ |
τὸ ἕτερον δωρήσομαι τούτων . εἶτά φησιν ἡ Ἰώ , ποίοιν λόγοιν εἶπας ; αὐτὸς πρόδειξον , καὶ οὕτως ἐμοὶ | ||
δωρήσομαι ] δεξιώσομαι . . ἀντιστροφὴ τὸ σχῆμα . . ποίοιν ] λόγοιν . αἵρεσιν ] ἐκλογὴν , πρόκρισιν . |
μὲν γάρ , ἐφ ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . . ἀβέβηλος | ||
καθάπερ καὶ μὴ ἀρκούσης αὐτῇ τῆς φαντασίας καὶ ἐπὶ τὸ ἀβάκιον ἔρχεται κἀκεῖ καταγράφει τὸ θεώ - ρημα καὶ οὐ |
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
θετο ? ? ? ἐνθύμιόν μοι ⌋ τοῦτο γέγονεν ⌊ ἀρτίωϲ ! [ ! ] ! ! [ ! ! | ||
ὑδαρεῖ ? ? [ ] ! ! [ ] νπερ ἀρτίωϲ τρ ! [ ! ] ! [ ] κεράϲαϲ |
ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀρταλίζω . δηλοῖ δὲ τὸ ὀρταλίζειν τὸ ἀναρρίπτειν τὰ νήπια | ||
ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀρταλίζω . δηλοῖ δὲ τὸ ὀρταλίζειν τὸ ἀναρρίπτειν τὰ νήπια |
, ἐν ᾧ Τρίτων κυπαρίσσινος , ἔχων κρατάνιον ἀργυροῦν , Σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια δύο ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ , | ||
τῇ νύμφῃ δύσπιστος ἀθύρματα . δάκρυ δ ' ἐκείνου καὶ Σειρὴν γείτων παρθένος ᾠκτίσατο : ἀκτὴν γὰρ κείνην ἀπενήχετο καὶ |
ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς ; αἱ μὲν γὰρ χάριτες , ὦ Διοσκόρω , πολλαί , καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς | ||
. Εὖ γ ' , εὖ γε ποιήσαντες , ὦ Διοσκόρω . Ἴσως ἂν εὖ γένοιτο : θαρρεῖτ ' , |
παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ ἀπαίδευτος : Ὅμηρος ἦ δὴ ἀλιτρός τ | ||
δειλαίων εἷλεν ἀπὸ πραπίδων . Οὐ μέ τις ἐξ ὀρέων ἀποφώλιος ἀγροιώτης αἱρήσει κλήθρην αἰρόμενος μακέλην , ἀλλ ' ἐπέων |
, πολλὰ φανεῖται : κἂν πολλὰ εἴπῃς , πάλιν αὖ ψεύσῃ : οὐκ ὄντος γὰρ ἑκάστου ἑνὸς οὐδὲ πολλὰ τὰ | ||
πρόδηλον γάρ . εἰ δὲ εἴπῃς εἰς ἀνομοιομερῆ , πάλιν ψεύσῃ : τὰ γὰρ ἀνομοιομερῆ οὐ προσαγορεύονται τῷ ὀνόματι τοῦ |
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ | ||
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας |
παρ ' ἃ ἂν ἐκεῖνα ἢ ποιῇ ἢ πάσχῃ ; Συνέφη . Οὐκ ἄρα ἡγεῖσθαί γε προσήκει ἁρμονίαν τούτων ἐξ | ||
εἰσὶν οἱ μανθάνοντες , ἀλλ ' οὐ τῶν ἐχόντων ; Συνέφη . Οἱ μὴ ἐπιστάμενοι ἄρα , ἔφη , μανθάνουσιν |
τέρας γὰρ ἂν εἴη ὃ λέγεις . Μὴ οὖν ἐγὼ ληρῶ ; σκόπει δέ . ἆρα τὸ ὁρᾶν οὐκ αἰσθάνεσθαι | ||
εὑρίσκομεν καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἐπιδιδόντα . Ἀλλ ' ἐγὼ ληρῶ καὶ παραφρονῶ καὶ γήρᾳ τοῦτό μοι συμβέβηκεν : εἶτ |
δ ' οὐχὶ σόν . Εἴπερ γ ' Ὀρέστου σῶμα βαστάζω τόδε . Ἀλλ ' οὐκ Ὀρέστου , πλὴν λόγῳ | ||
οἱ ἀπολλύμενοι ἐμακαρίζοντο . ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ |
, στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά . | ||
τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ |
τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ἦι τεκμήρι ' ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ , ἀνδρῶν δ ' ὅτωι χρὴ τὸν κακὸν | ||
δῶκας δὲ πυρὸς δριμεῖαν ἐρωήν , δεξιτερῇ δὲ φέρειν ἀδαμάντινον ὤπασας ἆορ . οὐ παῖδας τήρησε φίλους γλυκεροῖσι τοκεῦσιν , |
δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη παρ ' ἐτήτυμα σήματ ' ἔφαινεν : ὧδε δ ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον | ||
. Ἐνταῦθα δὲ προσθήκη γίνεται συλλαβῆς , ὡς ἐν τῷ ἐτήτυμα καὶ ἑτέροις . . ΑΓΟΡΗΣ . Ἀντὶ τοῦ τῶν |
, ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω | ||
ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε |
χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν Ξενίου όμονισι καὶ Σχοινίωνος , | ||
πόλις . Βορειγόνων ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ οὕτω καλούμενον . παντὰ τολμητὰ , βατὰ καὶ γραπτὰ τῷ Λυκόφρονι : οἱ Ἰταλοὶ |
ἔκτεινε , τῷδ ' ἐπέστεφε . Σκέψαι γὰρ εἴ σοι προσφιλῶς αὐτῇ δοκεῖ γέρα τάδ ' οὑν τάφοισι δέξεσθαι νέκυς | ||
τὸν κοινὸν τοῦ παντὸς γένους καὶ πάσης τῆς πόλεως ἔπαινον προσφιλῶς καὶ κεχαρισμένως ἀποτίσωμεν καὶ ἀποδώσομεν . ἑλισσομέναν : κυλιομένην |
ἀλδὼν αὐτὸς ἐν οὔρεσιν [ ? ? ? ] ? χαλᾶι νεβροφόνον ? [ ] πόδα ? [ . μάρπτων | ||
κρίνωσιν ὀνείρους ; [ εἶδον γὰρ βαλιὰν ἔλαφον λύκου αἵμονι χαλᾶι σφαζομέναν , ἀπ ' ἐμῶν γονάτων σπασθεῖσαν ἀνοίκτως . |
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ ' | ||
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν |
δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα , προῦπτος ἀγγέλου λόγος : διπλαῖ μέριμναι , διδύμα | ||
χορὸς ὁρᾷ βασταζόμενα . τάδ ' ] τὰ πήματα . αὐτόδηλα ] φανερά . αὐτόδηλα ] φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα |
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον | ||
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ |
ἔχειν τὸν χρησμόν : Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν ἄλλα ματεύων οὔδ ' ἅλα θηρεύσεις : δῶρον δ ' ὅ | ||
τὸν δὲ ἀντειπεῖν : Μύσκελλε βραχύνωτε , πάρεκ θεὸν ἄλλο ματεύων , κλάσματα θηρεύεις : δῶρον δ ' ὅ , |
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι . | ||
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω |
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ | ||
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ |
” παίζων εἴρηκεν : ἔστι γὰρ ἡ κλητικὴ “ ὦ Στρεψιάδη ” , οὐ “ Στρεψίαδες ” . Στρεψίαδες ] | ||
εἰς η αὐτὴν ἔχειν : τὸ γὰρ Στρεψιάδης Στρεψιάδου ὦ Στρεψιάδη καὶ Ἡρακλείδης Ἡρακλείδου ὦ Ἡρακλείδη γενόμενα Στρεψίαδες καὶ Ἡράκλειδες |
[ τίνες δὲ χοἰ συνδρῶντες ἐκ ποίας χθονός [ ; σημήνατ ' , εἴπαθ ' , ὡς [ ἔνεστ ] | ||
ἐμάθετ ' ; ἐν ποίῳ ? [ ] τόπῳ ; σημήνατ ? [ ] ' : οὐ ? γὰρ ? |
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ | ||
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ |
Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν . | ||
Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς |
! [ [ ] ! ! η χρυσοπέδιλλος [ ] Αὔως [ [ ] ! — στίχοι ρλ [ ] | ||
Ὅτε σὺν τῆι Σεβαστῆι Σαβείνηι ἐγενόμην παρὰ τῶι Μέμνονι . Αὔως καὶ γεράρω , Μέμνον , πάι Τιθώνοιο , Θηβάας |
οἴκους λαβεῖν . ἀλλ ' οὔτι ταύτηι σὸν φρόνημ ' ἐπούρισας , ψυχὰς δὲ πολλὰς κἀγαθὰς ἀπώλεσας παίδων τ ' | ||
μετετράπη : ἐκφαυλίσαντα : πόλεμον : λείπει τὸ ὥστε : ἐπούρισας : ἔστησας ἐφώρμισας . ἢ ἐστήριξας , ἀπὸ τῶν |
Ἀκροῶ : παρὰ τὸ ἀκούω ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ | ||
ἐνεχυράσῃ αὐτόν : πρὸς ὃν λέγει ταῦτα . ἕλκω ] σύρω . , ἀναγκάζω . . κλητεύσοντα ] ἐγκαλέσοντα . |
η , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς | ||
μερίζω , ὁ μεμερισμένος ἑκάστῳ . Μήλη . παρὰ τὸ μήσω μέλλοντα . μήδω δὲ , οὗ παθητικὸν μήδομαι , |
τάδε φησὶ πρὸς αὐτάς . θρέμματ ' ] τέκνα . θρέμματ ' ] βοσκήματα . θρέμματ ' ] γεννήματα . | ||
θάρσους δὲ τοῖς πολεμίοις , τάδε φησὶ πρὸς αὐτάς . θρέμματ ' ] τέκνα . θρέμματ ' ] βοσκήματα . |
. . ! ] ! ! ! [ ] ! σεπ ? ? ? [ # ! οισαα ! ! | ||
? [ ] ἀλκιμώτατος [ : [ ] ἐξαναλώσω ? σεπ [ [ θυμὸς ] ? εὐτολμ ! ! [ |
βλάπτω , τρύω κατὰ παραγωγήν , ἀφ ' οὗ τὸ τρύχω πλεονασμῷ τοῦ χ , τρύσω τέτρυμαι τρυτός καὶ ἄτρυτος | ||
. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ προσθέσει τοῦ χ τρύχω . . , : τρώγω : παρὰ τὸ τρῶ |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
γὰρ τῶι μέσωι τῆς νυκτὸς μόναις Ἐριννύσιν ἀπάρχονται θύειν . πατούμενα ] ἤγουν ἀνατετραμμένα . ἐξαλύξας ] ἐκφυγών . ἀρκυσμάτων | ||
πεπιλημένοι , ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται |
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ | ||
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ |
δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , | ||
ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν |
Κρεοφύλου πόνος εἰμί , δόμῳ ποτὲ θεῖον ἀοιδόν δεξαμένου , κλείω δ ' Εὔρυτον ὅσς ' ἔπαθεν καὶ ξανθὴν Ἰόλειαν | ||
ὥριστος . . . . . ἐγὼ δὲ κέ σε κλείω κατ ' ἀπείρονα γαῖαν . * ) [ ἡ |
πεποιθὼς τῷ σεαυτοῦ γένει . Ἑρμαΐσκος εἶπεν : τί αὐθάδως ἀποκρίνομαι , μέγιστε αὐτοκράτωρ ; δίδαξόν με . Καῖσαρ εἶπεν | ||
' , ὦ Σώκρατες , οὐκέτι μὲν ἔγωγε πιστεύω οἷς ἀποκρίνομαι : καὶ γὰρ τὰ πρόσθεν πάντα νῦν ἄλλως ἔχειν |
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω | ||
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ |
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ | ||
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς |
. καὶ ὅσα ἐπ ' ἐγκωμίων , ὑμνῶ σε , μεγαλύνω σε , ᾄδω , μέλπω , δοξάζω , κλείω | ||
χώματι , ἀροτριῶ , ἀλλοτριῶ , μοιχεύω , θιγγάνω , μεγαλύνω , ἀποσυνιστῶ , δεσμῶ , στενῶ , προσαγορεύω , |
ἰδίαι . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν . λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . πρὸς ταῦθ ' | ||
ἡμεῖς ἰδίᾳ . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . . . φιλεῖ |
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν | ||
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα |
' ἐλήλυθεν . κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ , οὐδ ' ὑμᾶς ζητῶ ' ξαπατᾶν δὶς καὶ | ||
; ἀλλ ' οὐ φαῦλον τριβώνιον ; ἀλλ ' ὅτι κομῶ καὶ γένεια ἔχω ; τοῦτο δ ' ἴσως οὐ |
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , | ||
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς |
ἀποκρίνασθαι ἐρωτωμένῳ . Νῦν δὲ φῂς τῶν Ἁγνίου χρημάτων τὸ ἡμικλήριον εἶναι τοῦ παιδός : δεῖ δή σε τῆς ἀγχιστείας | ||
] κομισάμενος , ἀνδρί τε γενομένῳ συνηγωνίσατο καὶ εἰσέπραξε τὸ ἡμικλήριον ὧν Μνήσων κατέλιπεν ὅσα τε ἐκ τῆς ἐπιτροπῆς ἀπεστέρησε |
κακῶς πάσχει , ἐκ μεταφορᾶς τῶν δυστοκουσῶν γυναικῶν . ἢ δυστοκεῖ λέγει ἀντὶ τοῦ , κακὰ γεννήματα προάγει . Ἀλκιβιάδης | ||
Ἀλκιβιάδου τίν ' ἔχετον γνώμην ἑκάτερος ; Ἡ πόλις γὰρ δυστοκεῖ . Ἔχει δὲ περὶ αὐτοῦ τίνα γνώμην ; Τίνα |
δὲ μόνου κέκτηται θαυμαστόν τινα πλοῦτον . οὐδὲν γοῦν παραλέλοιπεν ἄφθεγκτον οὐδὲ ἄσημον τῶν πρὸς αἴσθησιν ἀφικνουμένων , ἀλλ ' | ||
δ ' ἄρ ' ἐξ ὑπάτης χέλυος βαρυηχέα φωνήν σιγαλέως ἄφθεγκτον ἐμοῖς ὑπὸ χείλεσι πέμπων . Κλῇξα γὰρ ὕπνον ἄνακτα |
πρόπαν̆ ἢ σύμπαν̆ : πάλιν γὰρ ἀπὸ ὀνοματικῆς συντάξεως εἰς ἐπιρρηματικὴν ἐχώρησεν . ἔστι τὸ πᾶν , ὅπερ μονοσύλλαβον μὲν | ||
παρηγμένων . πρόκειται δὲ ὅτι αἱ προθέσεις , παραγόμεναι εἰς ἐπιρρηματικὴν προφοράν , τόπου σχέσιν ἐπαγγέλλονται . εἰ οὖν μόνον |
ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν : | ||
. Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ . |
καρποῖς ἡ πάχνη λυμαίνεται , καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῖς ἀνέμοις χαρίζομαι . ἄνδρες δικασταί φθεγγομένους διηνεκῶς ἡ τῶν γεωργῶν τάξις | ||
πράξω δὲ ὅμως τὸ τοιοῦτον , εἰ καὶ μὴ πᾶσι χαρίζομαι . σπουδάζουσιν εἰς ὑπεροχὴν ἔχειν : διὸ οὐδ ' |
ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον , ἡμιλάσταυρον , ἡμιφυές ἡμιώριον Ἰκόνιον κάθου καλαθίσκος κατάστικτον κατεγνυπωμένως κνύειν κοιτών κολλυβιστής κουρίδα κύμινον Κυραννή | ||
ἐμβολήν . οὐχ ὅτι γ ' ἐκεῖνος ἔλαχεν . οἰμώζων κάθου . σὺ δ ' οὐκ ἀνεῖχες σαυτὸν ὥσπερ εἰκὸς |
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα | ||
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον |
. καὶ βαρύνεται μὲν Αἴας Θόας : περισπᾶται δὲ ἀρκᾶς πελεκᾶς . οὐδέποτε δὲ ὀξύνεται , χωρὶς εἰ μὴ ὦσιν | ||
εἴη ” διὰ τὸ ἑλκόω ἑλκῶ ἕλκος , καὶ πελεκῶ πελεκᾶς : καὶ „ μὴ ἄρχοιτο ἀπὸ τριῶν συμφώνων „ |
τὸ συμπέρασμα , εἰ καὶ ἄμφω ψευδῆ εἰσιν , ἢ ὦδε , ἤγουν τὰς προτάσεις μόνον , εἰ τὸ συμπέρασμά | ||
μὴ καλῶς γένοιτο τἠμέρηι κείνηι ἤτις ς ' ἐσήγαγ ' ὦδε . Πυρρίη , κλαύσηι : ὀρῶ σε δήκου πάντα |
, τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . . | ||
ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε |
ἐπιφρίττουσιν . Τῆμος : τότε , αὐτίκα . ἐπεντύνει : εὐτρεπίζει , κατασκευάζει . Εἰλυμένους : κεκρυμμένους , ἐντετυλιγμένους . | ||
: καὶ , ἦν γὰρ αὐτὸς ἐπιμελητὴς , νύκτωρ πάντα εὐτρεπίζει , καὶ ἕωθεν εἰς Πέρσας ὁδοιπόρουν . Ἡ δὲ |
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ||
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν |
τλητὸν ἔμοιγε . Σιώπα . Σοί γ ' , ὦ κατάρατε , σιωπῶ ' γώ , καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ | ||
ἀπένεγκον παρ ' ἐμοῦ τοὺς λόγους . Ἀπόδος , ὦ κατάρατε , τὰ πορθμεῖα . Βόα , εἰ τοῦτό σοι |
δ ' αἰσχρὸν εἰ μὴ τοῖσι χρωμένοις δοκεῖ ; Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον | ||
δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ Γλυκέριον . καὶ σύ . πολλοστῷ χρόνῳ ὁρῶ σε . |
: Μενέλαε , διαπεπράγμεθ ' : ἐκβαίνει δόμων ἡ θεσπιωιδὸς Θεονόη : κτυπεῖ δόμος κλήιθρων λυθέντων . φεῦγ ' : | ||
ἢ ἀρετῆς ἵστωρ . Διόνυσος . Διδοίνυσος . Ἀθηνᾶ . Θεονόη : ἡ τὰ θεῖα νοοῦσα . Ἥφαιστος . φάεος |
διὰ τὸ μὴ κολάζειν τὴν ἐπιθυμίαν ἀκόλαστος ἀκούει τίς . Ἄρδην : παρὰ τὸ ἀρδῶ ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην | ||
εἰς εὐποιίαν μὴ ἀναμείναντες οὐκέτι κόλακες ἀλλὰ φίλοι νομίζονται . Ἄρδην ἀπόλωλά σοι : ὁ γὰρ χθὲς εὐπάρυφος , πιναροῖς |
καὶ Τάμως Ἰωνίας ὕπαρχος ὤν . ὡς δ ' οὐκ ἐσήκουον , προσβολὴν ποιησάμενος τῇ πόλει οὔσῃ ἀτειχίστῳ καὶ οὐ | ||
. Λευτυχίδης μὲν εἴπας ταῦτα , ὥς οἱ οὐδὲ οὕτω ἐσήκουον οἱ Ἀθηναῖοι , ἀπαλλάσσετο : οἱ δὲ Αἰγινῆται , |
κεφαλαλγεῖν , ὡς ἂν λυπηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ Γαλάτεια . φασῶ τὰν κεφαλάν : προφασισθῶ καὶ πρόφασιν ποιήσομαι , φησί | ||
γάρ μοι Μεγαρικά τις μαχανά : χοίρως γὰρ ὑμὲ σκευάσας φασῶ φέρειν . Περίθεσθε τάσδε τὰς ὁπλὰς τῶν χοιρίων : |
μακρόν . μῦθον ] λόγον . εἰπέ ] ἐμοί . πέραινε ] πλήρου . πάντα ] ἃ βούλει . τὴν | ||
Ἄπολλον , ὡϲ ἄγροικοϲ εἶ : ϲυϲκευαϲάτω [ ] . πέραινε . παύομαι λέγων . νὴ τὴν Ἀθηνᾶγ [ ] |
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν | ||
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν |
τις ἂν , περίεστι . καὶ τὴν μέν γε τραγῳδίαν λοιδορεῖς , πάλιν δ ' ἐπαινῶν τι τῶν συγγραμμάτων τῶν | ||
τούσδ ' ἐπέστελλον δόμους . καὶ τὰς προπομποὺς δῆτα τάσδε λοιδορεῖς ; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν . ἀλλ |
. εἶἑν : καταλ [ νῦν ] οὐ πεϲόντα , Δᾶε , χρὴ ? [ ἀνανδρία ] γὰρ τοῦτό γ | ||
ἐν κύκλωι ταχύ . νυνί γ ' ἐπίδειξαι ] , Δᾶε , τὴν πανουργίαν , τέχνην τιν ' εὑρὼν διαφυγών |
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . Εὔβουλος δ ' ἐν Σφιγγοκαρίωνι τοιούτους γρίφους | ||
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . οὐδ ' ἐν Τριβαλλοῖς ταῦτά γ ' |
τῷ κόσμῳ , τὰ δὲ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ ἀκριβῶς ἀποδίδου . τὴν ψυχήν σου νόμιζε παραθήκην ἔχειν παρὰ θεοῦ | ||
δὲ τῷ νικήσαντι δίδωσι τὸ ἔπαθλον . φριμάσσεο : φριμαγμὸν ἀποδίδου μεθ ' ἡδονῆς , τουτέστι βρενθύου καὶ ἐναβρύνου , |
θεοῖσι μὴ μάχου : τόλμα δὲ προσβλέπειν με καὶ φρονήματος χάλα . τά τοι μέγιστα πολλάκις θεὸς ταπείν ' ἔθηκε | ||
] ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν τὰ μυστήρια . καθίμα ] ⌈ χάλα . [ ὑποχάλα . ] τοῦ Διοπείθους ἔχων τὸ |
. καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
πρᾶγμα ; θερμούς , ὦ τέκνον . ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; κριβανίτας , ὦ τέκνον , λευκοὺς δὲ πάνυ | ||
ἔλαχε κληρουμένη , μὴ ' γώ ς ' ἀφήσω . παραφρονεῖς , ὦ γρᾴδιον . ληρεῖς : ἐγὼ δ ' |
. ἔχειν ] τὸν στρατόν . πόρον ] πορείαν . ἐξέπραξεν ] † ἤγουν κατώρθωσεν . Βόσπορον ] † τὸν | ||
ἐξῆλθεν . ἐξέπραξεν ] ἐτελέσθη . ἐξέπραξεν ] ἐτελείωσεν . ἐξέπραξεν ] ἐτελείωσεν ἑαυτὴν ἢ ἠφάνισεν ἐκείνους . θ οὐδ |
Ἴδας Βρασίδας . τὸ μέντοι Θευδᾶς περισπᾶται , ὡς Μητρᾶς Ζηνᾶς Πυθᾶς : τὸ δὲ Κερκιδᾶς ἀπὸ συναλοιφῆς . Τὰ | ||
” ἐλθὲ πρὸς τὰ παρακείμενα κτήματα . “ ὁ δὲ Ζηνᾶς ἤνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸν ἀγρὸν καί φησιν ” ἀπελθέτω |
ἀστειεύομαι , ἀστειεύομαι , εἰκαιολογῶ , ὀσφραίνομαι , οἴομαι , οἰωνίζομαι , βοηθῶ , διαμαρτύρομαι , ἐργάζομαι , καταφιλῶ , | ||
πίνειν δεήσει τήμερον πρὸς κλεψύδραν κρουνιζόμενον . ἀμφότερα δ ' οἰωνίζομαι : ἔστιν δ ' ἐλέφας . ἐλέφαντας περιάγει ; |
ταύτην εἶναι φύσιν αὐτῶν . κἀγὼ οὖν , φησὶν , ὑμνῶ ταῦτα ἅπερ αἱ Μοῦσαι . ἐὰν οὖν σοι δοκῇ | ||
. καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν : καὶ τὴν Μήδειαν ὑμνῶ τὴν παρὰ γνώμην τοῦ πατρὸς αὐτῆς γαμηθεῖσαν : ἐγαμήθη |
ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς . Ἁνὴρ παφλάζει , παῦε παῦ ' , ὑπερζέων : ὑφελκτέον τῶν δαλίων ἀπαρυστέον τε | ||
καὶ φιλοδικαστὴν καταρρυθμιζόμενον εἰς βίον ἥμερον ὑπὸ τοῦ παιδός : παῦ ' : ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ |
ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . | ||
πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν |
! ! [ ] νον ? ἐπόθειϲ ἀεὶ ] ν οὑτοϲὶ δαμοξεν ? [ ] νον ? ἐπόθειϲ ἀεὶ [ | ||
ἐϲθ ' ἅνθρωποϲ εἰϲεληλυθώϲ : τοὔνομα [ ] λέγει γὰρ οὑτοϲὶ τὸν Δημέαν . ὦ [ Ἡράκλειϲ ] : ἀνθρωπίνωϲ |
ἐμὲ παίζειν μηδ ' ὅτι ἂν τύχῃς παρὰ τὰ δοκοῦντα ἀποκρίνου , μήτ ' αὖ τὰ παρ ' ἐμοῦ οὕτως | ||
Νεκτεναβὼ ἔφη “ Αἴσωπε , ἥττημαι . ὃ δὲ ἐρωτήσω ἀποκρίνου μοι . ” καί φησι “ μετεπεμψάμην ἵππους ἀπὸ |