| δουλῶ , φίλος φιλῶ , οἶκος οἰκῶ . οὕτω καὶ ἅμμος ἀμῶ , καὶ ἄλλο παράγωγον ἀμύνω : καὶ προσελθόντος | ||
| ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων πλῆθος , καθάπερ ἔστιν ὁρᾶν καὶ |
| . εἰσκεκρουσμένους τοὺς πύνδακας πτίττω , καταλῶ , βράττω , δεύω , μάττω , πέττω . χωρεῖ ἄκλητος ἀεὶ δειπνήσων | ||
| τοῦ ε εἰς α , δαύω : ἵνα μὴ τὸ δεύω τούτου ἐπὶ τὸ χρήζω συμπέσῃ . Δῖος , ὁ |
| , ὅστις καλῶς λίθος λευκανθεὶς κατὰ τὸ θεῖον ὕδωρ , ἐκφυσᾶται καὶ ξανθοῦται , οὕτως ἐλευθεροῦται . Καὶ ἀποξηραινόμενος ἰὸς | ||
| ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων πλῆθος , καθάπερ |
| ὑπ ' ἀγρευτῆρι γένηται . ὡς δ ' ὅτε τις πλείου πειρώμενος ἀμφιφορῆος αὐλὸν ἔχων ἤρεισεν ὑπὸ στόμα φυσητῆρα , | ||
| καὶ ὅτι ἠριστοποιοῦντο : ἡ γὰρ πρωινὴ ἐπέστη . . πλείου : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ πλῆρες : τὸ |
| Ὄνος . τὸ περὶ τὰ τῶν ὑδάτων ἀγγεῖα πολύπουν καὶ συστρεφόμενον . Ὀρχηδόν . ἡβηδόν . Πηκτίς . ὄργανον ψαλτήριον | ||
| , καταδεσμεύσας , καὶ δήσας . Παιφάσσοντα : διεγειρόμενον , συστρεφόμενον . ἐπαΐσσοντα : ἤτοι ὅτε κάμῃ , ὅταν κορεσθῇ |
| καὶ εἰ δὴ πάλιν τῶν αἰρῶν εἰς πυροὺς καὶ τῶν ζειῶν εἰς βρόμον ἄτοπον αὐτῷ τε τῷ συμβαίνοντι καὶ τῷ | ||
| παχυμερὲϲ οὕτωϲ ὀνομάζεται τοῦ τε πυρίνου καὶ τοῦ ἐκ τῶν ζειῶν ἀλεύρου , τροφιμώτερον μὲν ἀλφίτου , δυϲπεπτότερον δέ . |
| σὺ οὖν ἐν σεαυτῷ καρποφόρει , ἵνα ἐν ἐκείνῃ τῇ θερείᾳ γνωσθῇ σου ὁ καρπός : ἀπέχου δὲ ἀπὸ πολλῶν | ||
| τῷ θεῷ , καὶ πᾶσι φανεροποιηθήσονται . ὥσπερ γὰρ τῇ θερείᾳ ἑνὸς ἑκάστου δένδρου οἱ καρποὶ φανεροῦνται καὶ ἐπιγινώσκονται ποῖοί |
| . οἱ δὲ τρόποι τρεῖϲ ἔαϲι : ἢ γὰρ ἀπὸ ῥήξιοϲ ἀγγείου , ἢ διαβρώϲιοϲ , ἢ ἀραιώϲιοϲ ἀνάγεται . | ||
| πάϲῃ ἰδέῃ ἀναγωγῆϲ τάμνειν φλέβα : ἤν τε γὰρ ἐκ ῥήξιοϲ ἢ διαβρώϲιοϲ , εὐάρμοϲτοϲ φλεβοτομίη , ἤν τε ἐπ |
| τις τῆς τοῦ οἴνου ἐπιθυμίας . λγʹ . πρὸς τὸ ἀνανήφειν τοὺς μεθύοντας . λδʹ . ὅτι οὐ μόνον ὁ | ||
| τὸν γλυκὺν συναυλίαν ὥστε προσβιαζόμενος θαυμαστόν τι συντελεῖ : καθάπερ ἀνανήφειν πολλάκις γίνεται τὸν μεθύοντα , τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπὸ |
| πνεύματος , τοῦ ἑνὸς καθ ' ἕνα πόρον γενομένου τοῦ πταρμοῦ , συνδιατίθεται καὶ ὁ ἕτερος . Ζητήσειεν ἄν τις | ||
| ἐπιτείνει ἐπὶ τὸ κακὸν τὴν περιπνευμονίαν : ἐπὶ δὲ τοῦ πταρμοῦ καὶ τῆς κορύζης ἔξω φέρεται ἡ ὕλη διὰ τῶν |
| πλάτος παράλλαξις ὡς πρὸς τὰς ἄρκτους ᾖ τοῦ διὰ μέσων ἀποτελουμένη . . . ἕως : περὶ δὲ τὸν καταβιβάζοντα | ||
| οὖν προειρημένη τετρακτὺς αὕτη , κατ ' ἐπισύνθεσιν τῶν πρώτων ἀποτελουμένη ἀριθμῶν . δευτέρα δ ' ἐστὶ τετρακτὺς ἡ τῶν |
| Πομπήιος ἐποιεῖτο ἑαυτὸν ἐπανελθόντι ἐπιτρέψαι . ἐπεὶ δ ' ἐπύθετο ἡσσῆσθαι Ἀντώνιον καὶ τὸ συμβὰν ἡ φήμη μειζόνως μετέφερεν , | ||
| Ἀθηναίων . . . : τῶν μὲν Ἀθηναίων διὰ τὸ ἡσσῆσθαι ἀποκεχωρηκότων , τῶν δὲ περὶ τὸν Ῥαμφίαν οὐκ ὄντων |
| αὐτὸ καί τινι φαρμάκῳ θερμαίνοντι : ἐχρηϲάμην δὲ ἐνίοτε καὶ θαψίᾳ , ποτὲ μὲν μέλιτοϲ ἐπιχρίων , ἔϲτι δὲ ὅτε | ||
| ἵν ' ᾖ “ ὠχρᾷ ” , ὡς οἱ κεχρημένοι θαψίᾳ . εἰσήγαγε ⌈ γὰρ [ δὲ ] Εὐριπίδης τὴν |
| πονεύμενος „ , ὅπερ ἐν Ἰλιάδι κεῖται , εὐκτικόν ἐστι συγκοπὲν ἐκ τοῦ βλείοιο , ἐλέγχων κακῶς νοῆσαι τοὺς εἰπόντας | ||
| . Κορμός . παρὰ τὸ κείρω . Κλαίω . παράγωγον συγκοπὲν ἐκ τοῦ καλῶ . ἐπικαλοῦνται γὰρ τοὺς ἀποθανόντας οἱ |
| , μελαγχολικαί , τερεβίνθου καρποῖς . Τοῦ γε μὴν αἵματος μελαγχολικωτέρου γενομένου καὶ ζέσαντος , ἐνσκήψαντος μορίῳ τινί , συμραίνει | ||
| τῶν ἐπὶ χολῇ λεχθεῖϲιν , ψυχροτέρου δὲ καὶ φλεγματικωτέρου ἢ μελαγχολικωτέρου τοῖϲ μετ ' ἐκεῖνα πλὴν τῶν ἄγαν δριμέων , |
| τῷ ἀπὸ ϲτύρακοϲ μύρῳ . ὑγρὸν δὲ γίγνεται κάρτα ὡϲ ἔγχυτον : ἐγχεῖται δὲ διὰ τοῦ ῥινόϲ γ ' αὐλοῦ | ||
| ἱκέτευε τὴν κράμβην τὴν ἑπτάφυλλον , ᾗ θύεσκε Πανδώρη Θαργηλίοισιν ἔγχυτον πρὸ φαρμάκου . καὶ Ἀνάνιος δέ φησι : καὶ |
| ἐχθροὺς ἀπὸ διαστήματος καὶ μὴ ἐκ τοῦ πλησίον τινὰς τῶν σκουλκατόρων διαλαθεῖν , εἰς τοὺς ἄλλους περιπίπτοντες μὴ διαλάθωσι : | ||
| Θʹ . Περὶ φλαμούλων . Ιʹ . Περὶ κατασκόπων ἤτοι σκουλκατόρων . ΙΑʹ . Περὶ μηνσόρων καὶ ἀντικηνσόρων . ΙΒʹ |
| ταῖς γνώμαις , ἀλλὰ πλαγίους καὶ ποικίλους οὕτως ἐκάλουν . μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν ὁδῶν : τὰς γὰρ μὴ εὐθείας | ||
| ἐπάγοντας . ʃ τὸ ἐπαγομένους ἀντίκειται μὲν τῷ ἀνιέντας , μετῆκται δὲ ἀμφότερα ἀπὸ τῶν τοὺς δεσμοὺς ἀνιέντων τε καὶ |
| λέγεται ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ δρόμου παρὰ τὸ νύσσω τὸ διεγείρω καὶ τιτρώσκω : ἐν γὰρ τῇ ἀφετηρίᾳ | ||
| παρὰ τὸ βρύκω , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίω : ὡς νύσσω νυγμός , οὕτως βρύκω βρυγμός , . , , |
| τε λύγῳ καὶ τρύγα πίνει μελιηδέα . Ὁ γὰρ τῆς λύγου στέφανος ἄτοπος : πρὸς δεσμοὺς γὰρ καὶ πλέγματα ἡ | ||
| . ἐλυγίχθης : ἐδεσμεύθης : μεταφορικὴ ἡ λέξις ἀπὸ τοῦ λύγου . ἤδη γὰρ φράσδει πάνθ ' ἅλιος : ἤδη |
| μεταφορᾶς ὄρνιθός τινος κίσσης οὕτω λεγομένης , ὡς γὰρ τὴν πτηνὴν κίσσαν ποικίλην εἶναι πτιλώσεως ἕνεκα καὶ φωνῆς , οὕτως | ||
| ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν καὶ μετάρσιον ἀρετὴν Σεπφώραν Μωυσῆς λαβὼν εὑρίσκει κύουσαν ἐξ |
| τὸ ” βῦσαι “ , ὅ ἐστι πληρῶσαι . ” νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον “ : κεῖται καὶ ἐν Ἐκκλησιαζούσαις . | ||
| Πολύβοιο δάμαρ . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς |
| κατὰ φυγὴν καὶ δίωξιν τῆς δικαιολογικῆς εἶδος : ἀπὸ τοῦ ἐπιπολάζοντος οὖν καὶ πλεονάζοντος ἡ πραγματικὴ χαρακτηρισθεῖσα μέρος τῆς ποιότητος | ||
| εἰρημένον , κομίζει πρὸς τὴν θάλατταν , ἔνθα τοῦ κύματος ἐπιπολάζοντος ἡσυχῆ τὸ κλύσμα ἐπιὸν ἐλέγχει τῇ ἁλκυόνι τὸ ἔργον |
| δριμύ τε τῇ ποιότητι καὶ διαφορητικὸν ἱκανῶϲ τῇ δυνάμει . ϲυνάγεται δὲ ἐν τοῖϲ ὑπὸ κύνα καύμαϲιν . ἐϲτὶ γὰρ | ||
| δὲ πλείοϲι καὶ ϲιτίοιϲ δριμυτέροιϲ καὶ ἐν θέρει ὁ πικρόχολοϲ ϲυνάγεται , ἐν φθινοπώρῳ δὲ καὶ ἐδέϲμαϲι τοιούτοιϲ καὶ πολυχρονίοιϲ |
| τὸ γέλασμα , χῦμα : ἐκ μεταφορᾶς τῶν γελώντων καὶ διαχεομένων . ὥσπερ γὰρ ἐκεῖσε εὐφραινομένης τῆς καρδίας γελῶσι , | ||
| σφοδρότητα , εἶθ ' ὑπὸ τῆς φυσικῆς ἀνάγκης εἰς λειότητα διαχεομένων . εἰ οὖν συμβαίη κῦμα ὑψηλὸν ὑποδραμεῖν ναῦν , |
| τε γὰρ φύσει ποιητικὴ ἡ σύμπασα αἰνιγματώδης καὶ οὐ τοῦ προστυχόντος ἀνδρὸς γνωρίσαι : ἔτι τε πρὸς τῷ φύσει τοιαύτη | ||
| εὐχῆς ἄξιον : οὐ γὰρ ἂν εἰκῇ οὐδὲ ἐκ τοῦ προστυχόντος κατηξιώθη ᾠδῆς , καὶ ἔμεινεν ᾀδόμενον . Εἰ δὲ |
| κρᾶσις διάφορον ἐμποιεῖ καὶ τὴν ἐν τῷ σώματι κρᾶσιν τῶν ἐνθουσιώντων : οὐδ ' ὅτι πρὸς τὰ πάθη καὶ τὰ | ||
| βρόμον καὶ ἦχον φρυαγμάτων ἱππικῶν μάργων , οἱονεὶ μαινομένων καὶ ἐνθουσιώντων , ἐκ τῶν πυλῶν χωρισθείη . ὃς ] ὁ |
| ἵν ' ᾖ τοῦ τὰ ὄρη ῥηγνύντος τῇ σφοδρότητι . ὀροκτύπου ] τοῦ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος ἐν | ||
| τρόπον ὕδατος ἀμαχέτου καὶ ἀπολεμήτου καὶ ἰσχυροῦ διὰ τὸ ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς |
| ἢ χυλοῦ τήλεωϲ δίδου προϲτίθεϲθαι . πρὸϲ δὲ τὰϲ μετὰ ϲκληρίαϲ φλεγμονὰϲ τὴν τετραφάρμακον ῥοδίνῳ λύϲαϲ προϲτίθει ἢ ἔγχει . | ||
| μὲν τὰ ἀφλέγμαντα κούφαιϲ , πρὸϲ δὲ τὰϲ φλεγμονὰϲ καὶ ϲκληρίαϲ μετὰ καταϲχαϲμοῦ μετὰ δὲ ταῦτα ταῖϲ διὰ κυπρίνου κηρωταῖϲ |
| κεδρίας ἐπιχρισθεῖσαι τὰς προεκσπασθείσας τρίχας , οὐκ ἐῶσι ταύτας αὖθις ἀναφυῆναι . Τρίγλα ἰχθύς ἐστι θαλάσσιος . ταύτης τὸ ἧπαρ | ||
| μάλιστα δ ' ἐπ ' ὀφρύων . ἐκ πυρικαύτου τρίχας ἀναφυῆναι [ τὰς τρίχας ] συκῆς φύλλα λειοτριβηθέντα καὶ καταπλασθέντα |
| σικύου χυλός , γάλακτος ὀρὸς αἰγός , οἰός , ὀστράκων διαπύρων . Καὶ μέντοι τὰ τοὺς νεφροὺς ἐκκαθαίροντα τμητικὰ μὲν | ||
| τυρὸν νεοπαγῆ ἄναλον , καὶ γάλα διὰ κοχλάκων ἢ σιδήρων διαπύρων ἐσχισμένον , ἀρθέντος τοῦ ὀῤῥώδους . Ἀπρακτούντων δὲ τῶν |
| ΠΕμπτη , ἀπὸ τοῦ παραβεβᾶσθαι τὸν χρόνον ἀνεξόμεθά σου ὡς παραβάντος τοῦ πλουσίου τὸν χρόνον . ἐγὼ δὲ ἀπὸ τοῦ | ||
| Ἀχαιῶν καὶ αὐτῆς Σικυῶνος δείσαντα Ἀντίγονον ἐπάγεσθαι . Κλεομένους δὲ παραβάντος ἣν πρὸς Ἀντίγονον συνέθετο εἰρήνην καὶ παράσπονδα ἐκ τοῦ |
| τοῦ ε λόγου . [ πλυνομένη δι ' ὕδατοϲ ψυχροῦ πλειϲτάκιϲ ἀλλαϲϲομένου τοῦ ὕδατοϲ ἐν θέρει καὶ ἐπιρριπτομένηϲ τῆϲ κηρωτῆϲ | ||
| . καθαίρειν δὲ χρὴ τὴν τῆλιν ἀκριβέϲτατα καὶ ἀποπλύνοντα αὐτὴν πλειϲτάκιϲ ἀποβρέχειν ὕδατι γλυκεῖ καθαρῷ ἡμέραν καὶ νύκτα ἐν ὀϲτρακίνῳ |
| καὶ οἱ σκυτοδέψαι τὰ δέρματα τὰ λευκά . ἄνθος λευκὸν βοτρυῶδες , τῷ σχήματι δὲ τὸ ὁλοσχερὲς ὄστλιγγας ἔχον ὥσπερ | ||
| σπερματοῦσθαι καὶ ἔτι τόπον εὔειλον ἔχῃ : τὸ δὲ ἄνθος βοτρυῶδες καὶ λευκὸν καθάπερ τῶν ἀγρίων . . . ταῦτα |
| χόρτων πλῆθος : πάμφυρτος ἐκ τοῦ ἀνέμου ἀφυσγετός ἐστιν . πάμφυρτος ἢ συρφετὸς καὶ πλῆθος βρύων συμμεμιγμένων , ἢ πάμφυρτος | ||
| σύμμικτος : συρφετὸς πολὺ τῶν φρυγάνων καὶ χόρτων πλῆθος : πάμφυρτος ἐκ τοῦ ἀνέμου ἀφυσγετός ἐστιν . πάμφυρτος ἢ συρφετὸς |
| ϲκαμμωνίαϲ λειοτάτηϲ # α ναρδοϲτάχυοϲ # α καὶ τοῦ διὰ μαράθρων καθαρτικοῦ # α καὶ ἑνώϲαϲ χρῶ . οὕτωϲ προκενώϲαϲ | ||
| καθαρσίων αἰεὶ , πρότερον μὲν τῇ πυρίῃ τῇ ἐκ τῶν μαράθρων , ἔπειτα δὲ τῇ ἐκ τῶν θυμιημάτων . Τὰς |
| Γαληψὸς οὐ πολλῶι ὕστερον καὶ Οἰσύμη . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης . . . . | ||
| ὡς οἱ τὰς περιόδους γεγραφότες φασίν . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ |
| γράφεται κτλ . . . . , , . : ἰπνούμενος ] Γράφεται ἰπούμενος ἢ σφιγγόμενος , ἤτοι παγιδευόμενος : | ||
| μυῶν , ἀπὸ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω . . : ἰπνούμενος ] Φλογιζόμενος : ἰπνὸς γὰρ τὸ μαγειρεῖον ἢ ἐσχάρα |
| ἐϲτι καὶ ξηραντικώτεροϲ καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναται διαλύειν ϲκληρότηταϲ ϲκιρρώδειϲ : ἐκ τῶν δὲ περὶ ϲτέατοϲ εἰρημένων καὶ περὶ | ||
| δὲ τῶν αἰγῶν κόπροϲ δριμυτέρα τε οὖϲα καὶ διαφορητικωτέρα τοὺϲ ϲκιρρώδειϲ ὄγκουϲ διαφορεῖ καταπλαττομένη , καὶ μάλιϲτα τῶν ϲκληροϲάρκων , |
| εἰς ω προστακτικὸν γίνεται τρίτον , τύπτεσθε τυπτέσθω , τέτυφθε τετύφθω , ἐτύφθητε τυφθήτω , ἐτύπητε τυπήτω , ἐτύψασθε τυψάσθω | ||
| συστολῇ τῆς ἀρχούσης προστακτικὸν γίνεται , ἐλελέγμην ἐλέλεξο λέλεξο . τετύφθω : δύναται καὶ ἀπὸ τοῦ τετυφέτω τετυφέσθω καὶ ἐν |
| γάρ ἐστε νήστιδες , γιγνώσκεται . τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον . ἀκροκώλι ' , ἄρτοι , κάραβοι , | ||
| , Ἀριστοφάνης δὲ ἐν τῷ Γηρυτάδῃ τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον . οὐ μὴν ἀγνοητέον ὅτι τὸν ἐπιτήδειον εἰς |
| τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ | ||
| εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ |
| ἀμαχεὶ τοῖς ἐπιχειροῦσι προκεῖσθαι . τόλμῃ τε παραβόλῳ πρῶτον ὁ Κορνιφίκιος τὴν ναυαρχίδα τοῦ Δημοχάρους κατέσεισε καὶ εἷλε . καὶ | ||
| ἐς τὸ τοῦ Κορνιφικίου στρατόπεδον ἀνεπήδων , καὶ αὐτοῖς ὁ Κορνιφίκιος ἐπιθέουσιν ἐπεχείρει , τοὺς κούφους ἐκπέμπων μόνους : οὐ |
| τροπῇ τοῦ ζ εἰς βδ . διαφέρει δὲ βδόλος λιγνύς κνίσσα αἰθάλη καπνός καὶ ἀτμός : καὶ βδόλος μέν ἐστιν | ||
| : Ὅμηρος , λιγνὺν αἰθαλόεσσαν . διαφέρει γὰρ καπνὸς καὶ κνίσσα καὶ λιγνὺς καὶ αἰθάλη : καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων |
| πλὴν λεπυριώδη : φιλεῖ δὲ ὀρεινὰ χωρία καὶ κοχλακώδη . συλλέγεται δὲ τοῦ ἦρος . τοῦτο μὲν οὖν ἴδιον τῶν | ||
| , ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . συλλέγεται ἐν Καππαδοκίᾳ , φέρεται εἰς Σινώπην καὶ πιπράσκεται , |
| χαλκοτύπων ἢ σπέρματος ἢ χαρακισμοῦ ; αὐτόματοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος καὶ Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες | ||
| ὁ κύκλος . ἐντεῦθεν ἤδη καὶ τριοδῖτις ἐπεκλήθη καὶ τῶν τριόδων ἐπόπτης ἐνομίσθη διὰ τὸ τριχῶς μεταβάλλειν ὁδεύουσα διὰ τῶν |
| καὶ τὴν ἐνέργειαν , ἥτις ἐστὶ πρᾶξις μετὰ λόγου . Ὠνομάσθη γοῦν καλόν , ὅτι κλητικόν ἐστιν ἐφ ' αὑτό | ||
| εἰς π , Παρνασσός . . . . , : Ὠνομάσθη δὲ Παρνασσὸς ἀπὸ Παρνησσοῦ τοῦ ἐγχωρίου ἥρωος , ὡς |
| μηκέτι τοῦ ἐπιρρέοντος ὑγροῦ καὶ ἐρεθίζοντος τὴν βῆχα ἐπιρρεῖν μετρίως παχυνθέντος . Εἰρηκότες ἤδη περὶ τῶν ὑπὸ λεπτῶν χυμῶν ῥευματιζομένων | ||
| παχυτέραν δ ' ὁ τυφών . Ἀναξιμένης νέφη μὲν γίνεσθαι παχυνθέντος ὅτι πλεῖστον τοῦ ἀέρος , μᾶλλον δ ' ἐπισυναχθέντος |
| κατακλυσμοῦ μετὰ Μάκαρος , καὶ μέχρι νῦν τὸν τόπον καλεῖσθαι Καρίδας . ὁ δὲ ὀψοδαίδαλος Ἀρχέστρατος παραινεῖ τάδε : ἢν | ||
| , καρῖδας ἐκδύεσθαί φησι τὸ γῆρας . Ἔφορος δὲ ἱστορεῖ Καρίδας πόλιν εἶναι περὶ Χῖον τὴν νῆσον , κτίσαι φάσκων |
| , καὶ ἐπιβουλῆς μετέχειν καὶ φθόνου . [ καὶ γὰρ ἐπιβουλεύεται καὶ φθονεῖται ὁ πλούσιος . ] τὸ δὲ παρὰ | ||
| ἔχαιρον καὶ νῦν ἐπιδώσουσι μᾶλλον . Γ τοῖς θεοῖς ἅπασιν ἐπιβουλεύεται Γ : ἀντὶ τοῦ “ ἐπὶ τοῖς θεοῖς βουλεύεται |
| ἔμπτωσιν ὡς βέλος πολλάκις σπινθηρίζειν . Ξενοφάνης τὰ τοιαῦτα νεφῶν πεπυρωμένων σύστημα ἢ κίνημα εἶναι . Ἀναξίμανδρος ἐκ τοῦ πνεύματος | ||
| σώματος εἴρηκε συγγενεῖς . Ξενοφάνης δὲ ἐκ νεφῶν μὲν λέγει πεπυρωμένων ξυνίστασθαι : σβεννυμένους δὲ μεθ ' ἡμέραν νύκτωρ πάλιν |
| ] Βασιλεύειν τοῦ Διός . : Ἐλιννύω , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω καὶ τοῦ ἀνύω : εἰώθασι γὰρ οἱ μέλλοντες ἀνύσαι | ||
| δέ ἐστιν ἡ λεγομένη τοῦ κλήματος ψαλὶς , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω τὸ συστρέφω γινομένη : συνεστραμμένη γάρ ἐστι καὶ ἐπικαμπής |
| ξηραίνει δὲ κατὰ τὴν δευτέραν . Ϲκορπίοϲ ὁ μὲν χερϲαῖοϲ ὠμὸϲ ἐπιτεθεὶϲ βοήθημα τῆϲ ἰδίαϲ γίνε - ται πληγῆϲ : | ||
| δὲ καὶ δυϲῶδεϲ εὑρίϲκεται τὸ μετέχον πύου . ὁ δὲ ὠμὸϲ χυμὸϲ διορίζεται τῶν χρηϲτῶν ὑποϲτάϲεων τῇ ἀνωμάλῳ ϲυϲτάϲει τοῦ |
| . μήποτε ὁ φραγμός , τουτέστι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμασιά , οὕτω καλεῖται , παρὰ τὸ ἐρύκειν ἢ παρὰ | ||
| πηγή : ταύτης τὰ μὲν πρὸς τοῦ ναοῦ λίθων ἀνέστηκεν αἱμασιά , κατὰ δὲ τὸ ἐκτὸς κάθοδος ἐς αὐτὴν πεποίηται |
| ὁρμῶ καὶ τοῦ ἅλλω τὸ πηδῶ , καὶ σημαίνει τὸ αὐξάνω . ὅσα δρυός : πάντα , φησί , τὰ | ||
| . , . , . Βλώσκω : σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς |
| . Ἔστι δ ' ὥσπερ χερρονήσου μεγάλης ἰσθμὸς οὗτος , σφιγγόμενος θαλάτταις δυσὶ τῇ τε τοῦ Ἰσσικοῦ κόλπου μέχρι τῆς | ||
| ἐπιστάντος ῥᾳδίως ἄπεισιν , ὡς ἂν οὐκέτι βίᾳ κρατούμενος οὐδὲ σφιγγόμενος . ἐκ τούτων ἐνίοτε οἱ θεοί τινας καὶ παρέδρους |
| δὲ εἰς τὸ ἄστυ ἐλθόντες τοὺς μὲν τριάκοντα ἐξέβαλον πλὴν Φείδωνος καὶ Ἐρατοσθένους , ἄρχοντας δὲ τοὺς ἐκείνοις ἐχθίστους εἵλοντο | ||
| Ἔφορος δ ' ἐν Αἰγίνῃ ἄργυρον πρῶτον κοπῆναί φησιν ὑπὸ Φείδωνος : ἐμπόριον γὰρ γενέσθαι , διὰ τὴν λυπρότητα τῆς |
| ἀραιοῦται δ ' αὐτοῖϲ καὶ τὸ δέρμα ἐκ τῆϲ ϲφοδρᾶϲ κινήϲεωϲ καὶ πλείϲτη διαφόρηϲιϲ γίγνεται καὶ διὰ τοῦτο ξηρότηϲ . | ||
| χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν , ἠρεμίαϲ |
| διδασκαλίᾳ : οὐδὲ γὰρ δύναται ἀπὸ τῆς εὐθείας τῶν ἑνικῶν κανονισθῆναι , ἐπειδὴ οὐκ ἔστι μετὰ μακρᾶς : τὸ γὰρ | ||
| τῶν ἑνικῶν : ἐπὶ οὖν τῶν εἰς ευς ἐπειδὴ δύναται κανονισθῆναι ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν ἀπὸ τῆς εὐθείας τῶν ἑνικῶν |
| ὀνόματος παρελήφθη : καὶ ἐντεῦθεν ἡ σύνταξις αὐτοῦ προσεχώρει εἰς ἀντωνυμικὴν μετάληψιν . ἔστω γάρ τι τοιοῦτον , Χρύσης γὰρ | ||
| τῇ ποῖος [ ᾧ λόγῳ καὶ τὸ ἡμεδαπός ἔχον τὴν ἀντωνυμικὴν θέσιν , καὶ ἔτι τὸ ὑμεδαπός τό τε παρὰ |
| τοῦ κοιλάσματος , ἐξέπιπτεν τὸ βέλος ἐκ τοῦ κυλίνδρου καὶ ἔπιπτεν ἐπὶ τὴν διώστραν ἔχουσαν ἐν αὑτῇ χώραν βραχὺ κεκοιλασμένην | ||
| γυναικός : οὐ γάρ πω κείνοισιν ἐπ ' ὄμμασιν ὕπνος ἔπιπτεν , ἀλλὰ Κύπρις πεπότητο περὶ φρένας , ὄφρα παλαιοῦ |
| , καὶ εὐχὴν ἱερὰν , ἐξευμενίζουσαν τοὺς θεούς . . ὀλολυγμὸς λέγεται ἡ εὐχὴ μετὰ τοῦ οἴκτου . . ὀλολυγμὸν | ||
| δεῖ σε ὀλολύζειν , ὡς ἔθος Ἑλληνικόν . ὀλολυγμὸν ] ὀλολυγμὸς λέγεται ἡ εὐχὴ μετὰ τοῦ οἴκτου . ὀλολυγμὸν ] |
| τὴν μάθησιν , παρελθόντες τὸ ᾶ . Γάνωσις τῶν γραμμάτων ἡδύτητος , ἤγουν γλυκύτητος : πόθεν Γάμα ; παρὰ τὸ | ||
| οὖσαν ἐν τῇ λόχμη . [ κατεμελίτωσεν ἀντὶ τοῦ ] ἡδύτητος ἐπλήρωσεν . οὐ σιωπήσεις : Πρὸς ἀλλήλους διαλέγονται . |
| Ὠθουμένη , στενοχωρουμένη . στιγματίαις δὲ δούλαις . ἀπὸ τοῦ στίζεσθαι . ἀραμένη : Ἐπάρασα τὴν ὑδρίαν . τυφογέροντας : | ||
| κωλύεται . ἀπὸ δὲ τοῦ φεύγοντος , οἷον τοὺς μοιχοὺς στίζεσθαι , στίζων τις μοιχὸν ἀπέκτεινε καὶ κρίνεται φόνου : |
| ἄρδω , ὁ μέλλων ἄρσω , ἐξ αὐτοῦ ἄλσος . ἄλδω , τὸ αὐξάνω , παράγωγον ἀλδάνω , ὡς αὐξάνω | ||
| ἐστιν ὑψηλόν . . . . ἄλσος : παρὰ τὸ ἄλδω , τὸ αὔξω , ἄλσω ἄλσος . ἢ παρὰ |
| δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς κεραυνοῖ πλὴν Νυκτίμου τοῦ νεωτέρου . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν λαβόντος ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος γίνεται κατακλυσμὸς | ||
| καὶ ἡ Ἴλιος καὶ ἡ Τροία μία πόλις γεγόνασι . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ὁ κατακλυσμὸς ὡς ληροῦσι , |
| ὁ Ἡρακλῆς καὶ ἀποσπάσας αὐτοῦ τὸν ἕνα βοῦν , θύσας εὐωχεῖτο . ὁ δὲ Θειοδάμας ἐλθὼν εἰς τὴν πόλιν ἐστράτευσε | ||
| ἀττικῶς . Πάρος : πρότερον , ἔμπροσθεν , ἐδαίνυτο : εὐωχεῖτο , ἤσθιεν , ἔτρωγεν . μεθέρπων : βαδίζων , |
| ἄκρα τῶν πτερῶν , οὐδέποτε ἀστοχήσει τῆς ἄγρας ἢ τοῦ κυνηγίου . ἐσθιόμενον δὲ τὸ στρουθίον ὀπτὸν σὺν τοῖς πτεροῖς | ||
| τῶν ἄλλων δύο κατ ' ὄπισθεν ἀκολουθούντων μέχρι αὐτοῦ τοῦ κυνηγίου , καὶ ἐκ τοῦ πλησίον δὲ τοῦ κυνηγίου γινομένου |
| οὐδὲ δοκιμάζω τοὺς Κορινθίους κάδους , ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγειρείου τὸν καπνόν . κἂν μὲν σφοδρὸς φερόμενος εἰς ὀρθὸν | ||
| ἀγγελίαι παραμίξας τοὺς θυλάκους καὶ τὰ ἀρτύματα καὶ τὰ σακκία μαγειρείου τινὰ φαντασίαν ἐποίησεν . . π . ἑρμ . |
| ἦν ἐνθάδε καὶ εὐεργετεῖτο ὑπὸ τοῦ Σεβαστοῦ , ἐπανελθὼν δὲ ἐδυνάστευσε καὶ κατεκτήσατο πρὸς οἷς εἶπον Λουγίους τε , μέγα | ||
| , καὶ διὰ τοὺς ἰδίους ἐκείνων περισπασμοὺς ἀδεῶς τῆς χώρας ἐδυνάστευσε , μάλιστα πιστεύων ταῖς τῶν τόπων ὀχυρότησιν : καὶ |
| φόρτος ἄπλετος ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος , ὄρει παραπλήσιος , σεσώρευται , καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος | ||
| καταπεπατῆσθαι . νένασται : ἐξήπλωται . νένασται : ὑπέστρωται , σεσώρευται ἀπὸ τοῦ νάω νῶ τὸ σωρεύω . τάς μοι |
| ἀικάς : τὰς φορὰς καὶ τὰς ὁρμάς , ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . . . ὁ δὲ Ἀπίων λέγει ἀπὸ τοῦ | ||
| αἱ πνοαὶ αἱ κάτω ἀίσσουσαι . . συστροφάς ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . : αἰγίδες καὶ καταιγίδες , . Β . |
| πάτον , ὅ ἐστι τὴν ὁδόν , τὸ ἄποθεν τοῦ πάτου γινόμενον : καὶ γὰρ ἀφοδεύειν λέγεται τὸ μὴ ἐν | ||
| , ὡς Ἑλλάνικος ἐν πρώτῃ Τρωικῶν , ἢ ἀπὸ τοῦ πάτου τῶν ἵππων ἤγουν τῆς τροφῆς , τροπῇ τοῦ π |
| αʹ . κόψας καὶ σήσας ἐπίπασον τὴν κεφαλήν . [ Ἀποφλεγματισμὸς χειμερινός . ] Λαβὼν ὑσσώπου ⋖ δʹ . ὀριγάνου | ||
| εἰς γλοιοῦ πάχος χρῶ ἐν βαλανείῳ ὡς κάλλιστον . [ Ἀποφλεγματισμὸς κατασπῶν ἐκ τοῦ κρανίου φλέγμα . ] Ἀγριοσταφίδας μετὰ |
| ʂ τινας : καὶ γίνεται ὁ ʂ ἔκ τινος ἀριθμοῦ Ϛκις γενομένου καὶ προσλαβόντος τὸν ιβ , τουτέστι τῆς ἰσώσεως | ||
| : Ϛκις ἄρα τὰ ἐλάσσονα ἴσα ἐστὶ τοῖς μείζοσιν , Ϛκις δὲ τὰ ἐλάσσονα ποιεῖ Μο ρκ # ʂ Ϛ |
| . Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν , ἵνα δίκαιος ᾖς . Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν . Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες , | ||
| ὅρα τὸ κέρδος μὴ τέκῃ σοι ζημίαν . } Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν . οὐκ ἔστιν οὐδὲν χεῖρον |
| : ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γυμνὸς ὡς ἐκ μήτρας : ἐπὶ τῶν ἀπόρων . Γυναικὸς | ||
| ἔξωθεν ὑπακουστέον τὸ ἔχε . γυμνὸν ὄνθ ' οὕτως : Γυμνὸς γὰρ ἦν . καὶ τότ ' ἀπέδυν ἐγώ : |
| : ἢν δὲ διαθερμανθῇ τε μᾶλλον ἡ σὰρξ , καὶ εἰρύσῃ πλέον τὸ ὑγρὸν , ὀδύνην παρέχει , καὶ ὅπη | ||
| τὸ σῶμα καὶ τὸν σπλῆνα , καὶ , ἢν πλέον εἰρύσῃ τοῦ καιροῦ , πονέειν αὐτίκα τὸν ἄνθρωπον , καὶ |
| τῶν ἰδίων συμφερόντων , ἅ σοι πρακτέον ἐστίν , αὐτὸς διαγνώσῃ , περὶ δὲ τῶν αἰχμαλώτων ἐπιεικές τι βουλευσάμενος ἄφες | ||
| καὶ ἀπὸ τῆς προηγησαμένης διαίτης καὶ φύσεως τοῦ κάμνοντος ἀκριβῶς διαγνώσῃ , ὅτι πιμελῶδες ἐκκρίνεται ταῖς ἀληθείαις ἢ ὑπὸ ψύξεως |
| ἄρα τῷ ε ἴσος ἐστί . καί ἐστιν ὁ μὲν ζθ ὁ ἐκ τῶν αδ , δβ ἐπίπεδος μετὰ τοῦ | ||
| τοῦ γδ τετράγωνος . ὅλος ἄρα ὁ κξ ὅλῳ τῷ ζθ ἴσος ἐστίν . ἔστι δὲ καὶ τῷ ε ὁ |
| μεγάροισι τραπεζῆας θυραωρούς , οἵ κ ' ἐμὸν αἷμα πιόντες ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ κείσοντ ' ἐν προθύροισι . νέῳ δέ | ||
| ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ ' ἀλωάς . ” ἀλύσσοντες δυσφοροῦντες καὶ λύσιν μὴ εὑρίσκοντες καὶ ἐμμανεῖς . βέλτιον |
| δ ' ἀὴρ σφαιρικῶς . Ἀναξαγόρας τὴν φωνὴν γίνεσθαι πνεύματος ἀντιπεσόντος μὲν στερεμνίῳ ἀέρι , τῇ δ ' ὑποστροφῇ τῆς | ||
| . ̈ . , Ἀ . τὴν φωνὴν γίνεσθαι πνεύματος ἀντιπεσόντος μὲν στερεμνίωι ἀέρι , τῆι δ ' ὑποστροφῆι τῆς |
| ἐσομένης τῇ καταγεγραμμένῃ τοῦ συνημμένου , γίνονται σταματίων καταλειπομένων ἢ ἐντιθεμένων πρὸς ὀρθὰς τῇ πλευρᾷ , καὶ παραλλήλων ἀλλήλοις ὄντων | ||
| Νοῦς . παρὰ τὸ νῆσσα , καὶ σωρεῦσαι ἀπὸ τῶν ἐντιθεμένων αὐτῇ φορτίων : οἱ δὲ παρὰ τὸ νεῖσθαι . |
| δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ Ῥητορικοῦ , . , . . . Βασκαίνει : ἀντὶ | ||
| ἡ φροντίς : οὕτως Αἰσχύλος . ἐκ τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ῥητορικοῦ . . . ; ≌ . . . , |
| εἷς τις ἀνεδίδοτο συριγμός : εὐμενίᾳ . ἤγουν εὐμενῶς . ἰωνικὴ συστολή . [ . ] Τότε , φησίν , | ||
| . ἀμηχανίῃσι : ἀπορίαις . Ἀνόρουσε : ὥρμησε , συστολὴ ἰωνικὴ , καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς |
| ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , οὕτως δίδημι δετὸς καὶ δετή , ἡ ἐκ δεδεμένων δᾴδων λαμπάς | ||
| ὀξύτονα ὄντα : οἷον , δετός : ἀπὸ γὰρ τοῦ δίδημι , ὃ δηλοῖ τὸ δεσμεύω : θετὸς ἀπὸ τοῦ |
| μεσονύκτου γίνεσθαι θερμὸν , ὂν φύσει ψυχρότατον . Θεόπομπος ἐν Λυγκησταῖς φησι πηγὴν εἶναι τῇ μὲν γεύσει ὀξίζουσαν , τοὺς | ||
| ὑπὸ πλειόνων μαρτυρεῖται . . . . : Θεόπομπος ἐν Λυγκησταῖς φησὶν εἶναι ὕδωρ ὀξύ , ὃ τοὺς πίνοντας μεθύσκει |
| τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' | ||
| τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἄφεμα : ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι , ἵεμαι , ἕμα καὶ |
| . Συρεντῖνος δὲ ἀπὸ πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἄρχεται γίνεσθαι πότιμος : ὢν γὰρ ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρὸς μόλις πεπαίνεται | ||
| Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ὁ Λευκάδιος πάρεστι καὶ Μιλήσιος οἰνίσκος οὔπω πότιμος . Γύναι , ῥάφανόν με νομίσας ' εἰς ἐμὲ |
| . , : Ἔνιοι φασὶν , ὅτι ὁ ἀπὸ Ἡρακλέους καταγωνισθεὶς Ἀνταῖος , Ἰρασσεὺς ἦν , ἀπὸ Ἰράσσων τῶν ἐν | ||
| . Ἴρασσαν πρὸς πόλιν Ἀνταίου : ὅτι ὁ ὑπὸ Ἡρακλέους καταγωνισθεὶς Ἀνταῖος Ἰρασσεὺς ἦν ἀπὸ Ἰρασσῶν τῶν ἐν τῇ Τριτωνίδι |
| ὑπὸ τῆς παρθένου καὶ τῶν περὶ αὐτὴν γυναικῶν ἐγίνετο καὶ κοπετός , πολλὴ δὲ κραυγὴ καὶ ἀγανάκτησις ἐκ τοῦ περιεστηκότος | ||
| προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται , εἰ μὴ παρωνύμως τετύπωται : κοπετός πυρετός τοκετός συρφετός ἀφυσγετός . τὸ μέντοι ἄσχετος ἄσπετος |
| ὑπὸ τῆϲ πελιάδοϲ δηχθεῖϲιν ϲυμβαίνει πόνοϲ περὶ τὸν τόπον καὶ ϲηπεδὼν ἀκίνδυνοϲ , καὶ τῶν ὀφθαλμῶν περιωδυνία καὶ ἀμαύρωϲιϲ ἐκ | ||
| , παχύτερα τῶν πρόϲθεν , κακώδεα ὅκωϲ [ ἡ ] ϲηπεδὼν διαχωρέει : τροφὴ νῦν ἀπεπτοτέρη , ὡϲ ὑπὸ ὀδόντων |
| : ἐφεκτικώτεροι δὲ Σουρρεντῖνος , Σιγνῖνος , καὶ τούτων μᾶλλον Μαρσικός . Ἐνέματα δυσεντερικῶν . Ἁρμόζει τοῖς δυσεντερικοῖς διὰ τοὺς | ||
| ἐθνικὸν Μαρσίππιος . Μαρσοί , ἔθνος Ἰταλικόν . τὸ κτητικὸν Μαρσικός . Μαρσύα , πόλις Φοινίκης , ὡς Ἀλέξανδρος καὶ |
| Τραπεζουντίων οἱ ὁπλῖται καὶ Κόλχοι καὶ Ῥιζιανοὶ οἱ λογχοφόροι . ἐπιτετάχθων δὲ αὐτοῖς οἱ Λεπιδιανοὶ πεζοί . παντὸς δὲ τοῦ | ||
| Τραπεζουντίων οἱ ὁπλῖται καὶ Κόλχοι καὶ Ῥιζιανοὶ οἱ λογχοφόροι . ἐπιτετάχθων δὲ αὐτοῖς οἱ † Ἀπλανοὶ πεζοί . παντὸς δὲ |
| ὡϲ κἂν μόνον προϲθίγῃ τῷ ἄϲθματι , βλάπτειν τοὺϲ πληϲίον γινομένουϲ . πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζῴου ἱϲτορούμενα παραπέμπομαι , | ||
| . πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ πάχεϲι καὶ γλίϲχροιϲ γινομένουϲ χυμοῖϲ ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ μέλιτι κλύζε . Ἄλλο |
| ἥρπασεν . ἐπὶ τῶν κακὰ σφίσιν αὐτοῖς ἐπαγομένων . Κοσκίνῳ ἀντλεῖς : ἐπὶ τῶν ἀνηνύτως καὶ μάτην πονούντων . Κοινὰ | ||
| Καὶ Ἡρόδοτος δὲ Κολοφώνιον καλεῖ τὸν ἄριστον χρυσόν . Χαμαὶ ἀντλεῖς , Πλίνθον πλύνεις , Φακὸν κόπτεις : αὗται πᾶσαι |
| ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον | ||
| ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον |
| διαφέρει διάλεξις διαλέκτου , ὅτι διάλεκτος μέν ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐκτροπὴ ἐπὶ τὸ | ||
| διάλεκτος καὶ διάλεξις : διάλεκτος μὲν γάρ ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐπὶ τὸ σεμνότερον |
| τόπων τῶν ἐν τῇ γῇ ἐλευθερούμενοί τε καὶ ἀπαλλαττόμενοι ὥσπερ δεσμωτηρίων , ἄνω δὲ εἰς τὴν καθαρὰν οἴκησιν ἀφικνούμενοι καὶ | ||
| καὶ τὸν ἄλλον βίον τόκων ἄνευ ἐπήρκεσε , καὶ τῶν δεσμωτηρίων οὐ τοὺς ἀνευθύνους μόνον ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν αἰτίαις |
| τελεταί ἄανθα ἀγῶνα ἀκατάπληκτον ἀλέοιμι ἀνδρεράστριαν ἀνθρήνη ἀπέκλισεν Ἀχραδοῦς βρόταχος γραβίων διδοῦσιν δοκήσει ἡμερίδα ἰσχνός κροαίνω νοβακκίζειν ὀρογυίας περιγίγνεται πτωχίστερον | ||
| ἀχάλινος ἀφροσύνα τίκτει πολλάκι δυστυχίαν . πίσσα δ ' ἀπὸ γραβίων ἔσταζεν τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ ! ! |
| τῆς νίκης ᾄδεις τὸ ἐγκώμιον , ἐπὶ τῶν τὰ πράγματα προλαμβανόντων . ἠρτίαζον . ἀρτιασμὸς καὶ ἀρτιάζειν ἐστὶ τὸ δραξάμενον | ||
| λοιποὺς ἐφεξῆς , τῶν ψιλῶν , ὡς εἴρηται , ἀεὶ προλαμβανόντων . Μετὰ δὲ τὸ παρελθεῖν τὸν στενὸν τόπον πάλιν |