καὶ δηλοῦντα , ὡς ἄρα ἀναγκασθείης καὶ πρὸς τὴν ἀνάγκην ἄχθοιο . ἐγὼ μὲν οὖν ἐμεμψάμην τὴν ἐπιστολήν , ἐκεῖνος
τῶν τὰ αὐτὰ φρονούντων φυγήν . πῶς οὖν εἰκότως ἂν ἄχθοιο πρὸς πόλιν ἧς τὸ μὲν κακῶς φρονοῦν ὀλίγον ,
7322508 προσποιουμαι
εὐφημισμὸν , ἀντὶ τοῦ πόῤῥωθέν σε ἀσπάζομαι , οἷον οὐ προσποιοῦμαι ὅτι πάρει . Χάλαζα . παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν
οὐδὲν εἰδὼς φιλοσοφεῖς , ” ἔφη , “ εἰ καὶ προσποιοῦμαι σοφίαν , καὶ τοῦτο φιλοσοφεῖν ἐστι . ” πρὸς
7197321 περικομος
, ἄβρα περίκουρος , θεραπαινίδιον παράψηστον . ἡ μὲν λεκτικὴ περίκομος : ἡσυχῇ παρεψησμέναι αἱ τρίχες , ὀρθαὶ ὀφρύες ,
τὴν ὅλην μορφὴν βραχεῖαν εἶναι : καὶ γὰρ ἡ φυτεία περίκομος καὶ ταύτῃ καὶ οὐκ εἰς ὀρθόν . ἡ δὲ
7075999 μελαγχολωντα
καλῶς Νέρωνα ἀπετρέπετο Μουσώνιος κιθαρῳδοῦντα . καλῶς Δομετιανὸν ἐξέκλινε Δημήτριος μελαγχολῶντα . ἐγὼ δὲ τίνα ἂν ἔσχον ἀπολογίαν πρὸς τοὺς
Ζεὺς γὰρ ἐγὼ αὐτοῖς βίον παρέχω . πρὸς ὃν ὡς μελαγχολῶντα ἐπέστειλεν ὁ Φίλιππος : Μενεκράτει ὑγιαίνειν . παραπλησίως δὲ
7058768 ϲυμπληρουμενην
κατὰ τὴν τρίτην τάξιν , θερμαίνει δὲ κατὰ τὴν δευτέραν ϲυμπληρουμένην . ἡ δὲ τοῦ λευκοῦ χαμαιλέοντοϲ ῥίζα πινομένη μετ
κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόϲταϲιν , ψύχει δὲ κατὰ τὴν πρώτην ϲυμπληρουμένην , ἢ τὴν δευτέραν ἀρχομένην , ὅθεν καὶ ἕρπηταϲ
7056633 μανειη
νιν ἡ τοῦδ ' ἄλοχος , οἰκουρὸς πικρά . μήπω μανείη Τυνδαρὶς τοσόνδε παῖς . καὐτόν γε τοῦτον , πέλεκυν
Τραγῳδουμένων οὕτω γράφει . προσιστοροῦσι δὲ ἔνιοι , ὅτι καὶ μανείη ὁ Ἰξίων , ὡς Φερεκύδης : καὶ τὴν ἐπὶ
7039665 βραχος
, τὸ τέλος , τὸ βάρος , τὸ ὑπὸ τὸ βράχος . Ἀφρόν : ἐπιφάνειαν , ποτὲ δ ' ὑπεράνω
ὕφορμον : ἔχει δὲ ἐκ δεξιῶν βράχη : καθορῶν τὸ βράχος κατάγου . Ἀπὸ Σεληνίδος ἐπὶ Ἀζὺ στάδιοι ηʹ .
7030449 ἐσεβαλε
καὶ Μυσῶν ἦρχε Ἀρταφρένης ὁ Ἀρταφρένεος , ὃς ἐς Μαραθῶνα ἐσέβαλε ἅμα Δάτι . Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι
ἐνοχλοῦντα διαθέσθαι . ὧν καὶ ὁ Μιθριδάτης αἰσθανόμενος ἐς Καππαδοκίαν ἐσέβαλε καὶ τὴν ἰδίαν ἀρχὴν ὠχύρου . καὶ τάδε αὐτὸν
6983520 Ὠτα
ἐς ἰσχία πόνους . Ἐν πυρετοῖσι κώφωσις κοιλίην ἐφίστησιν . Ὦτα ψυχρὰ καὶ διαφανέα καὶ συνεσταλμένα , ὀλέθριον . Βόμβος
περὶ τῶν ἄλλων ζῴων κατὰ τὸ οἰκεῖον ἐκλαμβάνειν δεῖ . Ὦτα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔχειν κωφὸν σημαίνει γενέσθαι καὶ τὰ
6979877 ἐνδᾳδος
τὸ ἐγκάρδιον αὐτῆς : αἴτιον δὲ ὅτι ἀπευκοτέρα καὶ ἧττον ἔνδᾳδος καὶ λειοτέρα καὶ εὐκτεανωτέρα . γίνεται δὲ ἐν τοῖς
δὲ θηλείας ἐάν τινα τῶν ῥιζῶν λάβωσιν : ἅπασα γὰρ ἔνδᾳδος πεύκη ταῖς ῥίζαις . καλλίστη δὲ πίττα γίνεται καὶ
6954861 Πευκεδανον
: σκουαρσονιάτον . ἀποφώλιον : . ἐκπτύουσαν : σπουτάνδον . Πευκεδανόν : μέλας . ζαμενῆ : δυνατόν . Οἴξασα :
, ἐξέστασεν πάντα : ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης
6953074 Κηρυκας
. . . , . , . Διαδικασία Εὐδανέμων πρὸς Κήρυκας ὑπὲρ τοῦ κανοῦ ⌈ ⌉ : οὐδαμῶς τοιαῦτα πράγματα
ἀπὸ τῶν κατ ' Αἴγυπτον ἱερέων μετενηνέχθαι , τοὺς δὲ Κήρυκας ἀπὸ τῶν παστοφόρων . τήν τε Ἶσιν μόνους τῶν
6950720 Διονυσιαδα
λέγουσι θύρσῳ πλήξαντι ἐς τὴν γῆν , καὶ ἐπὶ τούτῳ Διονυσιάδα ὀνομάζουσι τὴν πηγήν . ἔστι δὲ καὶ Ἀπόλλωνος ἐν
τὴν δὲ Ἀφροδισίαν , τὴν δὲ Ὀλυμπιάδα , τὴν δὲ Διονυσιάδα , κατὰ δὲ τὸ πλάτος διεῖλον εἰς τρεῖς πλατείας
6938283 Ῥαιτοι
- ται δὲ τῆς λίμνης ἐπ ' ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . .
πόλις μεταξὺ Σκυθίας καὶ Ὑρκανίας . τὸ ἐθνικὸν Ῥαιαῖος . Ῥαιτοί , Τυρρηνικὸν ἔθνος . Ῥάκηλος , πόλις Μακεδονίας .
6931552 ψιω
ὁ μέλλων πίσω , ἀφ ' οὗ τὸ πιπίσκω : ψίω : σημειωτέον τὸ εἴω τὸ πορεύομαι , διὰ τῆς
θ , ψύδος καὶ ψύθος . γίνεται δὲ καὶ τὸ ψίω ἀπὸ τοῦ ψῶ ἢ ἀπὸ τοῦ ψαύω , ἀφ
6929775 ἐνδᾳδον
τὸ μὲν λευκὸν ἡ δ ' αἰγὶς εὔχρως διὰ τὸ ἔνδᾳδον . πυκνὸν δὲ καὶ λευκὸν γίνεται καὶ καλὸν ἐκ
τὸ μὲν βάρυ τὸ δὲ κοῦφον : τὸ μὲν γὰρ ἔνδᾳδον τὸ δὲ ἄδᾳδον , ᾗ καὶ λευκότερον . ἔχει
6925728 Χολης
πρόσθες . [ θʹ . Ἐκβόλιον ἐμβρύου τεθνηκότος . ] Χολῆς ταύρου τὸ μέγεθος ἀμυγδάλου διεὶς οἴνῳ ὕδατι κεκραμένῳ ,
ἑψεῖν ἐν πυρῶν κρίμνοισιν , ἔλαιον ἐπιχέας , δίδου . Χολῆς καθαρτικὰ ἐκ μήτρης : σικύης τὴν ἐντεριώνην λείην τρίψας
6924352 συνεξηλθε
μητρὸς πράξεις ἐπὶ τοῦ βήματος ; ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ , συνεξῆλθέ σοι τῆς οἰκίας , καὶ διὰ σὲ τὴν κοινὴν
μητρὸς πράξεις ἐπὶ τοῦ βήματος ; ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ , συνεξῆλθέ σοι τῆς οἰκίας , καὶ διὰ σὲ τὴν κοινὴν
6915574 συντελουμεν
τῆς ὅλης συστάσεως ἐνθυμηθῶμεν , εἰς ἣν ἅπαντες οἱ ταύτῃ συντελοῦμεν ὁμοίως μείζους καὶ ἐλάττους , ὁπόσῳ τινὶ τῶν ἄλλων
καὶ ἐλπίσιν ἡδείαις συνεσχέθημεν . γράψαντες οὖν τὰ λοιπὰ πάντα συντελοῦμεν ἅπερ ἠξίωσας πολλοῖς καὶ ἄλλοις ἐσόμενα χρήσιμα τὰ διαλογίσματα
6901280 ἀμβλωμα
. . . , . . . , . καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀ . . . . . ,
ἀμβλωθρίδιον φάρμακον , καὶ ἄμβλωσις , ὡς Λυσίας , καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀντιφῶν , καὶ ἀμβλίσκειν , ὡς Πλάτων
6899065 Μαλη
ἀξίου σταυροῦ , οἱ δὲ παλαιοὶ ἐπὶ τοῦ καταπύγωνος . Μάλη οὐκ ἐρεῖς , ὑπὸ μάλης μέντοι . Μεγιστᾶνες ἀδόκιμον
Ἀκρώμιον εὐώνυμον εὐφρασίαν σημαίνει . Ἀκρώμιον δεξιὸν ἐπιβουλὴν σημαίνει . Μάλη δεξιὰ πάλλουσα μάχας σημαίνει . Μάλη δὲ εὐώνυμος ἀγαθὰ
6893675 Φακοι
δὲ οἱ κέγχροι ἑφθοὶ τρόφιμοι , οὐ μέντοι διαχωρέουσιν . Φακοὶ καυσώδεες καὶ ταρακτικοὶ , καὶ οὔτε διαχω - ρέουσιν
κατὰ τὴν τρίτην τάξιν : ἔστι δὲ καὶ λεπτομερές . Φακοὶ στύφουσι μὲν οὐκ ἰσχυρῶς , θερμότητος δὲ καὶ ψύξεως
6892893 Καρυστια
ἐκ τοῦ ἔχειν ὅπερ ἐστὶν ἐξέχειν κοινῶς μὲν γενέσθαι ἡ Καρυστία Ὄχη , πρὸς διαστολὴν δὲ Δωρικῶς ἡ τοῦ ποταμοῦ
ᾧ τὸ λατόμιον τῶν Καρυστίων κιόνων ” . καὶ θηλυκὸν Καρυστία . Καρχηδών , μητρόπολις Λιβύης , διασημοτάτη πόλις .
6879668 καταγνυται
τὸ δὲ ἄνω τῆϲ ὀϲτώδουϲ ὂν οὐϲίαϲ ἔϲθ ' ὅτε κατάγνυται . ἐπὶ τούτων δὲ τὴν ἐπίδεϲιν Ἱπποκράτηϲ παραιτεῖται ϲιμότητα
τοῖϲ περὶ βραχίονοϲ . Ὁ μὲν ἀϲτράγαλοϲ οὐδ ' ὅλωϲ κατάγνυται τῷ πανταχόθεν αὐτὸν ϲώμαϲιν περιφρουρεῖϲθαι διὰ τῆϲ κνήμηϲ καὶ
6878683 θρυπτομενη
' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι
ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν
6878505 ἀποβαθρα
καὶ ἄγκυρα ἱερά , ᾗ χωρὶς ἀνάγκης οὐ χρῶνται . ἀποβάθρα καὶ διαβάθρα , ἣν σκάλαν καλοῦσιν . οἱ δὲ
οὗ καὶ φενάκη . . . . , . : ἀποβάθρα : ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις , δι ' ἧς
6872044 ἐπιγονατις
δὲ ἐκεῖ καὶ νεύρων χονδρώδης σύνδεσμος καὶ ἐπάνω τούτων ἡ ἐπιγονατίς , ἥτις καὶ μύλη καλεῖται . αὕτη μὲν αὐτοῦ
πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν , ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος , ἐπιγονατίς τε καὶ κόγχη καὶ κόγχος καὶ μύλη , κατὰ
6871220 σκοτοδινιω
' , ὦ φίλαι . Εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος καὶ σκοτοδινιῶ . Κἀγὼ καθεύδειν βούλομαι καὶ στύομαι καὶ σκοτοβινιῶ .
ἐφθεγξάμην . Γ κἀστωμυλάμην ] πανούργως ἐφθεγξάμην . ἰλιγγιῶ : σκοτοδινιῶ , ὑπὸ τῆς γαστρὸς συνέχομαι . τοῦτο δὲ οἱ
6870488 ποιμενικα
ἀμφοτέρας ἐφρούρησε θατέρου προσλιπαρήσαντος ἀθύρματι . Ἀθύρματα δὲ ἦν αὐτοῖς ποιμενικὰ καὶ παιδικά . Ἡ μὲν ἀνθερίκους ἀνελομένη ποθὲν ἐξ
' ἀμνίδες : [ Περδίκα Ἀγρίππα ] σίττα , ψίττα ποιμενικὰ καὶ βουκολικὰ ἐπιφθέγματα . ἔλεγον δὲ ταῦτα διώκοντες τὰ
6864099 ἰστωρ
. ἰσοφόροι κατ ' ἴσον ἕλκοντες , οὐχ ἑτεροζυγοῦντες . ἴστωρ μάρτυς : “ ἐπιίστωρ πίαρ ἑλέσθαι . ” ἱστοπέδη
, καὶ παραγόμενον ὡσαύτως ἀποβάλλει τὸ ε , οἷον ἴδμων ἴστωρ . ἰστέον δέ , ὅτι , ὥσπερ κατὰ τὴν
6862890 Κορυθος
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
6859974 Ἀμυντωρ
: οὗ Ἀστυδάμεια ἡ Τληπολέμου μήτηρ . καὶ αὐτὸς δὲ Ἀμύντωρ εἰς Δία τὸ γένος ἀνάγει : ἔνιοι δὲ καὶ
. . . . ἐπιδείξασθαι ] πρὸς τὸ “ μαρτυρεῖ Ἀμύντωρ ” συντακτέον τὸ Δημοσθένην ἐπιδείξασθαι . . ἐκκλήτευε ]
6855329 ἀλδησκοντος
θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , καὶ ἀναλδήσκοντες ἀπὸ χθονός , ἀντὶ τοῦ ἀναδιδόμενοι
δὲ θυμὸς ἰάνθη ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι : ὣς ἄρα σοὶ Μενέλαε
6845707 γεωδεστερα
ἄλλα καὶ ἀλυπότερα τοῖς ἄλλοις , τὰ δὲ βαρύτερα καὶ γεωδέστερα , ὅσῳ ἐλλιπῆ καὶ πίπτοντα καὶ αἴρειν αὐτὰ οὐ
ἀποπνοήν : ὧν δ ' ἰσχυρότεραι , τοιαῦτα δὲ ὅσα γεωδέστερα καὶ ἐν γεωδεστέροις καὶ οὗ μέμικταί τις ὑδατώδης δύναμις
6841324 συναλειφεται
ἠῶθι πρό . ἄλλως τε καὶ διὰ ψιλοῦ τοῦ στοιχείου συναλείφεται . Μηδ ' ἀναβάλλεσθαι ἔς τ ' αὔριον ,
: εἰς τοῦτο γὰρ ἔληγε τὸ πρὸ αὐτοῦ . οὐ συναλείφεται δὲ οὐδὲ ταῦτ ' ἀλλήλοις οὐδὲ προτάττεται κατὰ μίαν
6833779 κατακορες
αὐτὸ χρῶμα τοῖς μὲν πρεσβυτέροις ἀμαυρὸν φαίνεται τοῖς δὲ ἀκμάζουσι κατακορές , καὶ φωνὴ ὁμοίως ἡ αὐτὴ τοῖς μὲν ἀμαυρὰ
ποτὸν χυλὸς ῥαφανῖδος ἢ νίτρον μεθ ' ὕδατος ἢ ἀψίνθιον κατακορές , εἶτ ' ἔμετος ἐκ διαλείμματος καὶ πάλιν τῶν
6829456 ἑρπηταϲ
γοῦν διαφορεῖ καὶ ἕλκη τὰ ῥυπαρὰ καὶ ϲηπεδονώδη καθαίρει καὶ ἕρπηταϲ ἰᾶται : ξηρανθεῖϲα δὲ μᾶλλον ξηραίνει . διὰ δὲ
ἐν τῇ θυίᾳ , ἀγαθὸν φάρμακον ἐργάϲῃ πρὸϲ ἐρυϲιπέλατα καὶ ἕρπηταϲ καὶ ἄνθρακαϲ . κεῖται καλῶϲ ἡ κηρωτὴ ἐν τῷ
6825524 κισσινῳ
τῇ ἀριστερᾷ θύρσον ἐστεμμένον μίτραις . αὕτη δ ' ἐστεφάνωτο κισσίνῳ χρυσῷ καὶ βότρυσι διαλίθοις πολυτελέσιν . εἶχε δὲ σκιάδα
, στέφανον ἔχων χρυσοῦν , Πριάπου αὐτῷ παρεστῶτος ἐστεφανωμένου χρυσῷ κισσίνῳ . τὸ δὲ τῆς Ἥρας ἄγαλμα στεφάνην εἶχε χρυσῆν
6825361 ἀσαρκοτερον
διώκειν οἱ νεανίσκοι τρέφουσι κύνας , δρομικώτερον δὲ λαγὼν οὐδὲ ἀσαρκότερον οὐδεπώποτε ἐθεασάμην : θαῦμα γὰρ ὅπως καὶ κατέλαβον αὐτόν
ὡς εἴρηται , διὰ τὰς προφάσιας ταύτας τὰς εἰρημένας : ἀσαρκότερον μέντοι τὸ σκέλος τοῦ ἑτέρου γίνεται , κατά τε
6825147 Τραχις
ἔτι καὶ νῦν Πεδιανοί , ὀφεῖλον Πεδιεῖς ὡς Σουνιεῖς . Τραχίς , πόλις Θεσσαλίας ὑπὸ τὴν Οἴτην , ὑπὸ Ἡρακλέους
πλήν γε δὴ Ἐλατείας τὰ πρότερα οὐκ ἐπιφανεῖς ἦσαν , Τραχίς τε ἡ Φωκικὴ καὶ Μεδεὼν ὁ Φωκικὸς καὶ Ἐχεδάμεια
6821884 ἀνερματιστος
τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος
τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν
6821636 ἐσωχαδας
, μῖξον σὺν αὐτοῖς καὶ σαπώνιν καὶ χρίε ἐξωχάδας καὶ ἐσωχάδας . Κύων ἰχθύς ἐστι θαλάσσιος , οὗ καυθέντος ἡ
σπέρμα ἀποτριτώσας πότιζον , πάνυ γὰρ ὠφελεῖ . [ Πρὸς ἐσωχάδας . ] Ἀμάραντον ἀποβρέξας ὀψὲ καὶ πρωῒ πότιζον .
6820508 τηθην
οὖν ἡμῖν οἰκονομεῖ τὸ πρᾶγμα . χαίρειν γὰρ ἀνάγκη τὴν τήθην τοιαῦτα ἀκούουσαν , χαίρουσαν δὲ καὶ ζεύξειν εἰκός .
βούλεται τὴν Ἐπιλύκου θυγατέρα λαβεῖν , ἵν ' ἐξελάσῃ τὴν τήθην ἡ θυγατριδῆ . Ἀλλὰ γὰρ τῷ παιδὶ αὐτοῦ τί
6818215 χειρονομιη
, ἀλλ ' ὀλίγη , μηδὲ πάλη : ἀκροχείρησις καὶ χειρονομίη καὶ κωρυκο - μαχίη καὶ ἀλίνδησις ἐπιτήδεια , ἀλλὰ
ἡ ἀναπνοὴ τοιῶνδε φάρμακον πεπτήριον . γυμνάϲια , τρίψιεϲ , χειρονομίη ἁλτήρων βολαῖϲι τοῦ θώρηκοϲ , καὶ τῆϲ κοιλίηϲ κόποι
6817086 μειδησεν
αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ . ” ὣς φάτο , μείδησεν δὲ θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη , χειρί τέ μιν κατέρεξε
, ὅ τι φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς . Ὣς φάτο , μείδησεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη , μειδήσασα δ ' ἔπειτα
6814960 καρδοπην
λέγει ὁ Στρεψιάδης πρὸς τὸν δανειστήν . εἶτα ἀπέρχεται λαβεῖν καρδόπην δεῖξαι τῷ δανειστῇ καὶ ἐρωτῆσαι αὐτόν , πῶς ταύτην
μωρῶς λίαν , ἰδιωτικῶς . τὴν κάρδοπον ] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον . ἔα ] φεῦ , θαυμαστικόν . ἦ
6806555 ΦΕΡΕΙ
παντελῶς τοῖς ἐκ νόμων δικαίοις ἐκκόπτεται τιμωρήμασιν . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ . Τοῖς θεοφιλέσιν : οὗτοι δέ εἰσιν οἱ κατὰ
ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν , ἤγουν
6797758 προσγραφεται
. τοῦτο γίνεται ἐπὶ μόνου τοῦ ῑ , ὃ καὶ προσγράφεται μὴ ἐκφωνούμενον . Κατὰ ἔκθλιψιν καὶ κρᾶσιν , οἷον
τοῦτο δὲ γίνεται ἐπὶ τῆς ῑ μόνου , ἣ καὶ προσγράφεται μὴ ἐκφωνουμένη . Κριτέον δὲ καὶ περὶ τῶν συνθέτων
6794202 ἐφοβηθης
ἐμοῦ ἦν , καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ , διὰ τί ἐφοβήθης ; οὕτως καὶ ἐπτοήθης ; καὶ ἀπεκρίθην Περὶ τούτου
κούφισον αὑτήν : λύσω ἐκκομιοῦμαι ἐκμηρύσομαι : διέφθειρας : ἢ ἐφοβήθης μὴ πολεμήσῃ σοι ξίφος λαβοῦσα : τιμωρήσαιτό σε :
6793604 Αἰθιοπιης
τε καὶ καταρρηγνυμένην ὥστε ἐοῦσαν ἰλύν τε καὶ πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ : τὴν δὲ Λιβύην ἴδμεν
βορέην ἄνεμον , τὸ δ ' ἕτερον ἥμισυ ἐπ ' Αἰθιοπίης τε καὶ νότου . Ὡς δὲ ἄβυσσοί εἰσι αἱ
6788523 Ἀρχιλοχειον
τὸ ηʹ τροχαϊκὸν τρίμετρον καταληκτικόν , [ ὃ καλεῖται ] Ἀρχιλόχειον . τὸ θʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ ιʹ
χοριάμβου . Τὸ δʹ τροχαϊκὸν τρίμετρον καταληκτικόν , ὃ καλεῖται Ἀρχιλόχειον . Τὸ εʹ τροχαϊκὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον Στησιχόρειον τῷ Πινδαρικῷ
6785164 Πιστευω
, ἀφθόνως γὰρ οἶμαι διεληλυθέναι σοι , ὁπόσα οἶδα . Πιστεύω , ἀμπελουργέ , καὶ ἑπώμεθα τῷ λόγῳ , δι
, οἵ γε δὴ νῦν ξύμπαντες ἑνὶ δουλεύουσι Πεισιστράτῳ . Πιστεύω μηδὲν κακὸν ἐκ σοῦ πείσεσθαι : καὶ γὰρ πρὸ
6782003 χλευαζει
ἐγγύς . . γίνεται : Λείπει βοηθός . . . χλευάζει ὅτι καὶ αὐτοὶ γέροντες . . οὐ γὰρ εἰσιόντας
ἐν Παρασίτῳ : ἢ μετὰ Πλάτωνος ἀδολεσχεῖν κατὰ μόνας . χλευάζει δ ' αὐτὸν καὶ Ἀναξίλας Βοτρυλίωνι καὶ Κίρκῃ καὶ
6781414 ἐξωθεεται
τῆς ψυχῆς θερμῷ καταναλίσκεται , τὸ δὲ διὰ τοῦ χρωτὸς ἐξωθέεται θερμαινόμενον καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα
ἔνδον αὐτὸ τὸ θερμὸν διὰ τῆς ἀναπνοῆς ἐξατμίζον ἀναπνέει καὶ ἐξωθέεται τὸ ὑγρόν , ὃ προσήγαγεν τὸ θερμόν . ἀναπνέει
6779959 Καρδιαν
ἐπ ' αὐτοὺς μέλλοντα ναυσὶν ἑξήκοντα , νυκτὸς ἀπέδρασαν εἰς Καρδίαν . ἐνταῦθα δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης ἧκεν ἐκ τῶν Κλαζομενῶν
εἰπεῖν πολλὰ Φίλιππος εἶχε τῆς πόλεως , καὶ νῦν εἰς Καρδίαν πέπομφε βοήθειαν , ἐνδεικνύμενος κἀνταῦθα ὁμοίως τὴν αἰτίαν τῆς
6777918 καλυμματι
πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον . προσκεφάλαια δ ' εἶχε τρία μὲν ὑπὸ
ἐλεγκτικήν : ὅλον δὲ τὸ εἶδος τοῦ λόγου σχεδὸν ὑπὸ καλύμματι κεῖται , πολὺ τῆς Δημοσθενικῆς παρρησίας ἀποδέον . παρρησιάζεται
6777765 ὠφελιμοϲ
τοῦτο ἄϲθματοϲ καὶ ὀρθοπνοίαϲ παροξυντική . κεφαλῇ δὲ χρονίωϲ ἐψυγμένῃ ὠφέλιμοϲ : δυϲπαθῆ γὰρ αὐτὴν καὶ ϲτερεὰν ἀπεργάζεται . δεῖ
εἰ δὲ τὸ περιέχον μὴ εἴη ψυχρόν , καὶ ξύρηϲιϲ ὠφέλιμοϲ . εὐθὺϲ δὲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ ϲυγχρίϲμαϲιν ἐπ ' ὀλίγον
6776541 βοσκου
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ .
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν
6775542 Ξηρον
ὕλη πρὸς ξύσιν ἐπιτηδειοτέρα τοῦ ξύλου . οὕτως Φιλόξενος . Ξηρόν . παρὰ τὸ ξέω . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ὕλης
οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων διαλέξεως . Ξηρόν : παρὰ τὸ ξέω : ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ὕλης
6769463 ἀλεξανεμος
: χειμάμυνα : παρὰ Σοφοκλεῖ , ἡ παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν
χειμάμυνα : παρ ' Αἰσχύλῳ , ἡ παρ ' Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος : τρῆμα νεώς , ὅθεν ἡ ἀντλία
6768320 Θεοδοσιας
Αἰαῖος . Νύμφαιον , πόλις Ταυρικὴ μεταξὺ Παντικαπαίου μητροπόλεως καὶ Θεοδοσίας , ὥς φησι Στράβων . τὸ ἐθνικὸν δύναται ὡς
τοῦ συμβόλων λιμένος . μετὰ δὲ τὸν συμβόλων λιμένα μέχρι Θεοδοσίας πόλεως ἡ Ταυρικὴ παραλία , χιλίων που σταδίων τὸ
6766416 ἀμις
ἢ μόνῃ τῇ αὐλητρίδι : οὐκ εἰσφέρεται δὲ οὐδ ' ἀμὶς εἰς τὸ πρυτανεῖον . ἐὰν δέ τις Ναυκρατιτῶν γάμους
κηδεστής φησιν ὅτι ἀντὶ ἀμίδος σκάφιον ᾔτησεν ἡ Ξένυλλα . ἀμὶς δέ ἐστιν οὐροδόχον ἀγγεῖον . ἀντὶ τοῦ στείρα .
6765644 γερανῳ
„ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ τοῦ
αὐτούς . Λύκου δὴ λαιμῷ ὀστέον ἐπεπήγει . Ὁ δὲ γεράνῳ μισθὸν παρέξειν εἶπεν , εἰ τὴν κεφαλὴν αὑτῆς ἐπιβαλοῦσα
6762453 στοιχαδος
ποντικοῦ ⋖ δʹ , καλαμίνθης ὀρεινῆς , ἐλελισφάκου κόμης , στοιχάδος κορύμβων , θλάσπεως σπέρματος , ἐπιθύμου , μεγάλου κενταυρείου
, πενταφύλλου ῥίζης , καλαμίνθης , πρασίου , πετροσελίνου , στοιχάδος , κόστου , πεπέρεως λευκοῦ , ἀνὰ ⋖ στʹ
6761244 Ἐπιθεμα
ἐνέσει προθεραπεία ἡ αὐτὴ ἡ ἐπὶ τοῦ Νυμφοδότου προειρημένη . Ἐπίθεμα δυσεντερικοῖς . Στυπτηρίας ὑγρᾶς , ἀκακίας , κηκῖδος ,
φυγαδεύει . ἄλλο . χυλῷ στρύχνου χεῖρας κατάχριε . [ Ἐπίθεμα πρὸς τὰ δήγματα τῆς ἐχίδνης . ] Ἐχίδνης κεφαλὴν
6759303 σκληρυνομενας
καὶ ἐπίβαλλε τὰ τηκτὰ καὶ χρῶ πρὸς πάσας φλεγμονὰς τὰς σκληρυνομένας . Ποιεῖ πρὸς φλεγμονάς , παρατρίμματα , ἐξανθήματα ,
τὰς τῶν μαστῶν φλεγμονὰς , Φιλουμένου ληʹ . Πρὸς τὰς σκληρυνομένας φλεγμονὰς μαστῶν , Φιλουμένου λθʹ . Περὶ ἀποστήματος ἐν
6758761 κλωθειν
τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν αὐτόθεν οἶδος . ἄλλως . Διογενιανὸς κλώθειν ἢ καλῶς αὔξεσθαι ἢ βλαστάνειν . Θέων δὲ ἐν
ἤγουν δεδομένα καὶ εἱμαρμένα , Λάχεσις παρὰ τὸ ἐπιλαγχάνον τινὶ κλώθειν , Ἄτροπος δὲ παρὰ τὸ ἄτρεπτον εἶναι τὸ μέλλον
6758084 ἀκοποιϲ
τὰ ἰϲχυρότερα προϲθετέον . κοινῶϲ μὲν οὖν τοῖϲ πρὸϲ παράλυϲιν ἀκόποιϲ κἀνταῦθα χρηϲτέον : ἰδίωϲ δὲ καύϲαϲ ἀϲκαλαβώτην λειοτρίβηϲον ,
καὶ ἡ διὰ τριῶν πεπέρεων ἀντίδοτοϲ . χρηϲόμεθα δὲ καὶ ἀκόποιϲ τοῖϲ θερμαίνουϲι καὶ τοῖϲ ἀποφλεγματιϲμοῖϲ . μετὰ δὲ τὴν
6756844 θρηνητικα
ἐλίνυον : ἀντὶ τοῦ ἤργουν . παρὰ τὰ αἴλινα τὰ θρηνητικὰ [ ἐντεῦθεν ] γεγένηται διὰ τὸ ἀνήνυτά τινα εἶναι
ἄιδει . ἀείδειν ] ἤγουν χαρμόσυνα μέλπει . μινύρεσθαι ] θρηνητικὰ ἄιδειν . ἀντίμολπον ] ἐναντίον πρὸς τὸν ὕπνον .
6753232 κυαμοτρωξ
κυάμους , ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς
δὲ ἐχρῶντο διὰ τὸ μὴ καθεύδειν . ἔστι δὲ τὸ κυαμοτρὼξ ἀντὶ τοῦ φιλόδικος καὶ σκληρός . κυαμοτρώξ ] φιλόδικος
6751786 Εὐχου
. Ὅσια κρῖνε . Γνοὺς πρᾶττε . Φόνου ἀπέχου . Εὔχου δυνατά . Σοφοῖς χρῶ . Ἦθος δοκίμαζε . Λαβὼν
Εἰ θνητὸς εἶ , βέλτιστε , θνητὰ καὶ φρόνει . Εὔχου δ ' ἔχειν τι , κἂν ἔχῃς ἕξεις φίλους
6750089 Ἀλοη
εὐώδεις , δριμεῖαι , ὑπολίπαροι . ὑδρηλὰ φιλεῖ χωρία . Ἀλόη φύλλον ἔχει παραπλήσιον σκίλλῃ , παχύ , λιπαρόν ,
ἀπὸ τῶν χολὴν καθαιρόντων φαρμάκων . Χολῆϲ ξανθῆϲ καθαρτικά . Ἀλόη τὸ μὲν ϲῶμα ὅλον οὐ κενοῖ , τὴν παρακειμένην
6749878 φλεγματικωτερον
λευκὴν ἢ νεφέλην ἢ ἐναιώρημα : εἰ δὲ ἐπὶ τὸ φλεγματικώτερον ῥέποι τὸ αἷμα , λευκότερα καὶ παχύτερα καί ποτε
καθ ' ὅλον τοῦ ϲώματοϲ τὸν ὄγκον ψυχρότερόν τε καὶ φλεγματικώτερον αἷμα περιέχεται πῆ μὲν ἀπὸ τοῦ ἥπατοϲ τοιοῦτο φερόμενον
6749173 Διωξιππος
ὅπλων μεγάλην ἐπιφέρων κατάπληξιν Ἄρει παρεμφερὴς ὑπελαμβάνετο , ὁ δὲ Διώξιππος ὑπερ - έχων τε τῇ ῥώμῃ καὶ διὰ τὴν
τὰς σατραπῶν καὶ βασιλέων κελεύων με δειπνοῦντα προσφέρεσθαι κεφαλάς . Διώξιππος δὲ ὁ Ἀθηναῖος παγκρατιαστὴς τρωθέντος ποτε τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
6746878 κεστραν
” . [ νηχομένας “ . ] ⌈ κεστρῶν [ κεστρᾶν ] ] ⌈ ἰχθύων κεφάλων : ⌈ κεστρεὺς γὰρ
δροσερᾶν νεφελᾶν ” : εἶτ ' ἀντ ' αὐτῶν κατέπινον κεστρᾶν τεμάχη μεγαλᾶν ἀγαθᾶν κρέα τ ' ὀρνίθεια κιχηλᾶν .
6743089 ἡλιαστης
Εἰ μὴ μεταλάβῃ τοὐπίπεμπτον , κλᾳέτω . Ὁ δ ' ἡλιαστὴς εἷρπε πρὸς τὴν κιγκλίδα . Τὸν Ἐρεχθέα μοι καὶ
] . ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν “ μῦς ὀροφίας ” “ ἡλιαστὴς ” εἶπε διὰ τὸ φιλόδικον αὐτοῦ : ὀροφίαι γὰρ
6739988 ἀραιην
τὸ ἀμύσσω . Ὅμηρος [ Ε ] : κατεμύξατο χεῖρα ἀραιήν : ὑβρίζεις ἀφανίζεις : τὸ κρήδεμνόν φησιν : ὦ
τε καὶ φλεγμαίνει , καὶ ὀδύνην παρέχει λεπτὴν καὶ βῆχα ἀραιήν τε καὶ ξηρὴν τὸ πρῶτον , ἔπειτα ἐπὶ μᾶλλον
6739206 ἐπεβεβλητο
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον .
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ
6738643 δυστην
κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί γὰρ τάδ ' , ὦ δύστην ' , ἐμὴν μοχθεῖς χάριν πόνους ἔχουσα , πρόσθεν
ἔκτανέν νιν ; πῶς ἐμὰς ἦλθ ' ἐς χέρας ; δύστην ' ἀλήθει ' , ὡς ἐν οὐ καιρῶι πάρει
6737658 τραχυτατα
θερμότατα , ψυχρότατα , ξηρότατα , ὑγρότατα , λειότατα , τραχύτατα , εἴκοντα , ἀντίτυπα , μαλακά , σκληρά .
προεστῶτα : Βιταλιανὸς δὲ ἦν ὄνομα αὐτῷ . τοῦτον ᾔδει τραχύτατα καὶ ὠμότατα πράττοντα , φίλτατόν τε ὄντα καὶ καθωσιωμένον
6736111 ἀλοιτης
Λοίτης : Ἀνεμοίτης : Ἀροίτης : Ἀνδροίτης : Σακοίτης : ἀλοίτης : τὸ πρεσβύτης : εὐλύτης : μεγύτης : βασανύτης
σπείρω σπορά , ἀλείφω ἀλοιφή . οὕτως οὖν καὶ ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ
6734709 Εἰπω
ἀνθρώπους ἀπορεῖν . ἦ καὶ τοῦτο ἀκήκοας ; Ἔγωγε . Εἴπω οὖν σοι τὸ αἴτιον ; Πάνυ μὲν οὖν .
αὐτῷ ξυνάπτῃ τῷ νοητῷ νυμφίῳ καινὴν συναφὴν μυστικῆς κοινωνίας . Εἴπω τὸ μεῖζον ; Οὐδὲ μέχρι γοῦν θέας ἔρχῃ πρὸς
6733644 Σκυλλητιον
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ '
6733294 ἐννοεις
τὸν Πλάτωνα καὶ ἐπερωτῆσαι : τοῦ δ ' εἰπόντος : ἐννοεῖς , ὡς πάντηι τὸ βάρβαρον ἀμαθές [ ] ,
οὔ ; Ὅταν δὲ οἰκεῖόν τινι ἡμῶν κῆδος γένηται , ἐννοεῖς αὖ ὅτι ἐπὶ τῷ ἐναντίῳ καλλωπιζόμεθα , ἂν δυνώμεθα
6729402 λειποψυχιη
. μὴ μέϲφι λειποθυμίηϲ : προϲτιμωρέει γὰρ τῇ πνιγὶ ἡ λειποψυχίη . ἀλλὰ κἢν ϲμικρὸν ἀναπνεύϲωϲι , ἐπιϲχόντα χρὴ τὴν
. Ἐπὶ φύματος ἔσω ῥήξει ἔκλυσις , ἔμετος , καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς ,
6728908 θερμαντικηϲ
εἶδοϲ : τμητικῆϲ δέ εἰϲι καὶ λεπτυντικῆϲ καὶ ξηραντικῆϲ καὶ θερμαντικῆϲ δυνάμεωϲ κατὰ τὴν τρίτην ἀπόϲταϲιν ἔχουϲαι ταῦτα . ἡ
χολήν , τὰ δὲ φύλλα καταπλαϲθέντα λέπραϲ ἀφίϲτηϲιν . Κλινοπόδιον θερμαντικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ καὶ ξηραντικῆϲ οὐδέπω καυϲτικῆϲ ἀλλὰ τρίτηϲ που
6728627 ἀμμωνιακοι
μέρη β . ἀντὶ Ἀϲϲίου λίθου γαγάτηϲ λίθοϲ ἢ ἅλεϲ ἀμμωνιακοὶ κεκαυμένοι . ἀντὶ ἀλώπεκοϲ ϲτέατοϲ ϲτέαρ ἄρκειον . ἀντὶ
ἀδάρκης . ἀντὶ Ἀσίου λίθου , λίθος γαγάτης ἢ ἅλες ἀμμωνιακοὶ ἢ σανδαράχη . ἀντὶ ἀσπαλάθου , ἐρίκης καρπὸς ἢ
6725100 Σωκρατιδιον
Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν
. ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ '
6724604 Τιη
μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος
μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς ,
6723544 κιναιδιας
, οἷον ὁ τὰ τύμπανα καὶ τἄλλα τῶν μαλθακῶν ὄργανα κιναιδίας εἰπὼν καὶ Ἀριστοτέλης τὸν ἐλεφαντιστήν : ἢ παρὰ τὰ
ὡς καταπύγων κωμῳδεῖται . φησὶ δὲ ὅτι οὐκ ἀνέξει τῆς κιναιδίας καὶ μαλακίας Πρέπιδος . οὐδ ' ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ :
6722854 σησαμιδες
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
6722711 παρεκρουσατο
Ἁγνίου , ὁ δὲ Θεόπομπος ὅτι οὐκ ἐνίκησεν , ἀλλὰ παρεκρούσατο , οὐκ ὢν ἐκ τοῦ οἴκου τὸ παράπαν τοῦ
ἑαυτοῦ πανοπλίαν καὶ τὸν ἵππον , ἔτι δὲ τὴν ἐσθῆτα παρεκρούσατο τοὺς ἐπὶ τὴν ἀναίρεσιν ἀποσταλέντας . αὐτὸς δὲ ῥάκη
6721930 ἐμφραττον
Αἷμα δὲ ταύρειον νεοσφαγὲς ποθὲν δύςπνοιαν ἐπιφέρει καὶ πνιγμόν : ἐμφράττον τοὺς περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν κατάποσιν πόρους μετὰ
ἂν εἴη ἐζυμωμένος καλῶς , οὐ δύναται τὸ παχὺ καὶ ἐμφράττον μὴ ἔχειν . λαχάνων δὲ δεῖ λαμβάνειν , εἰ
6721627 ἐπεσταλκας
σὺ τὴν μὲν χεῖρα ἔχρησας , τῇ γνώμῃ δὲ οὐκ ἐπέσταλκας , ἀλλ ' ἐκεῖνος μὲν καὶ διὰ σοῦ νῦν
τοῦ τὰ μέγιστα ἐκεῖνα πεποιηκότος Μίδου . ἀλλ ' οἷς ἐπέσταλκας αὐτοῦ δεόμενος μένειν , οὗτοι δεηθέντες ἐμοῦ καὶ καλοῦντες
6721469 Ξηριον
μεσωρί , ὅ ἐστιν αὔγουστος , μαλάχην μὴ φαγεῖν . Ξηρίον τοῦ Μαλωριανοῦ . Σχιστῆς γο βʹ , κισήρεως γο
, ἀνὰ γο . αʹ . λειώσας χρῶ . [ Ξηρίον πρὸς ὀδόντας , πλαδαρὸν στόμα καὶ αἱμῶδες σμῆξαι καὶ
6719640 Ἀλειμμα
καὶ ἄρον τὸν ζωμὸν καὶ ἔνιε τῷ οἴνῳ . [ Ἄλειμμα δόκιμον πρὸς ἁρμοπονίαν καὶ πρίσμα χειρῶν καὶ ποδῶν καὶ
εἰς πυξίδα ξυλίνην καὶ χρῶ καὶ ἐμπλάστρῳ καὶ ἀλείμματι . Ἄλειμμα τὸ Καστίνου ποδαγρικοῖς ἀρθριτικοῖς : ἰάσατό τινα παρεθέντα τὸ
6718475 οἰχνω
εἰσοιχνεῦσι ] εἰσπορεύονται , κατοικοῦσι . . ἀπὸ τοῦ οἴχω οἰχνῶ , ὥσπερ καὶ ἵκω ἱκνῶ . . σχῆμα τὸ
χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ
6716504 κυμβη
ἄμφωτον . Σιμάριστος δὲ παρὰ Κυπρίοις τὸ δίωτον ποτήριον . κύμβη κύλικος εἶδος ὃ Πάφιοι κύμβαν καλοῦσιν . κώθων Λακωνικὸν
ποτήριον καὶ στενὸν τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως
6716060 κιδαρις
ἡ δὲ ἐμμέλεια σπουδαία , καθάπερ καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις , παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ
ἡ δὲ ἐμμέλεια σπουδαία , καθάπερ καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις , παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ
6713230 σποδιον
ἀνιέμενα , καὶ κηκὶς μετὰ λιβάνου καὶ ῥοδίνου , ἢ σπόδιον πομφόλυγος μετὰ ῥόδων καὶ γλυκέος , ἢ κληματίνην τέφραν
καὶ τὸν δακτύλιον κηρωτῇ , ῥοδίνῳ , ἢ βουτύρῳ ἔχοντι σπόδιον ἢ στίμμι ἢ μολυβδαίνην , λιθάργυρον μετὰ γάλακτος γυναικείου
6712934 ὠνθρωπε
. ἢ καὶ ὡς ἀλεξίκακον Ἡρακλέα καλεῖ . μ ' ὦνθρωπε : εὐλαβεῖται δὲ καταφανὴς γενέσθαι ὁ Διόνυσος . τοῦτό
' , ἀδικεῖς ἐμποδὼν καθήμενος . Οὐδὲν δεόμεθ ' , ὦνθρωπε , τῆς σῆς μορμόνος . Οὐδ ' οἵδε γ

Back