κύκλου καὶ τῆς ψυχῆς : ταῦτα γὰρ οὐχ ὑπάρχουσιν ἐν ἀφωρισμένῳ τινὶ ὑποκειμένῳ : καὶ ὅτι ἐν μὲν τῷ τοῦ
καταλειφθήσεται , οὐ πανταχοῦ , ἀλλ ' ἔν τινι τόπῳ ἀφωρισμένῳ τὰ θεῖα ἔσται καὶ οἷον ἀποτετειχισμένα : εἰ δὲ
5884271 καλαμης
γῆς κεκινημένης , ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα , καὶ διὰ καλάμης διὰ τὴν ἀνταύγειαν : κατάδηλοι δὲ καὶ ἐν τοῖς
οὖν ἔτι ὢν πάνυ ὡραῖον , ὡς ἐνῆν ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι καὶ ἀκούειν τῶν διηγουμένων , ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ
5856528 βρεχει
εἰ δὲ ἀπορία εἴη , ὡς Ἀριστοτέλης λέγει , ἑαυτὴν βρέχει , καὶ ἐς κόνιν ἐμπεσοῦσα φύρει τὰ πτερά ,
] εἰπέ , ἀπόδειξαι . , ἀπόδειξον . ὕει ] βρέχει . . . δήπου ] περισσόν , ὁμολογουμένως .
5686681 παγετου
ὡς οἱ ὄφεις ἐν τῷ χειμῶνι τυφλοὶ γίνονται ὑπὸ τοῦ παγετοῦ , ἐν δὲ τῷ ἔαρι , γευσάμενοι μαράθου ,
ἀρραγῆ τοῦτον ἔχειν τὴν σύμπηξιν καὶ διαπερῶντες , διαρραγέντος τοῦ παγετοῦ , εἰς τὸ βάθος κατέδυσαν . ποῖος δὲ παγετός
5623597 λαβρων
περὶ πάσας τὰς ἐπισημασίας καὶ ἀπὸ καύματος καὶ ψύχους ἢ λάβρων ὄμβρων , ἢ διὰ βίαιον πνεῦμα , ἢ σκληρὰν
καὶ κεραυνοὶ φρικώδεις καὶ σέλας ὁρώμενον καὶ πνεύματα βίαια καὶ λάβρων ὑετῶν ἐπικλύσεις τε καὶ καταφοραί , ἔτι δὲ ἀστέρων
5522770 Ἰαννουαριῳ
τῷ θέρει ἀρδευθέντος τοῦ ῥόδου δεύτερον τῆς ἡμέρας , τῷ Ἰαννουαρίῳ μηνὶ φέρειν τὸν καρπόν . Φλωρεντῖνος δὲ λέγει ,
, ταραχὴ δὲ ϲφοδρὰ γίγνεται μετὰ δύο ἡμέραϲ : μηνὶ Ἰαννουαρίῳ κε ὁ λαμπρὸϲ ἀϲτὴρ ἐν τῷ Λέοντι δύνει ,
5522689 ὁλκαι
καθ ' ἑαυτὸ κνῆκος ἐν τῷ ἴσῳ πλήθει ἢ πλεῖστον ὁλκαὶ δ ἱκανῶς κινεῖ . καταλληλότατον δὲ τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ
κύαθοϲ α ∠ ʹ , ὕδατοϲ κύαθοι β , νίτρου ὁλκαὶ η , τερεβινθίνηϲ ὁλκαὶ δ : ταῦτα θερμὰ ἐνέϲαντα
5510702 σπειρομενα
δὲ καὶ αὐτὰ γίνονται καὶ εὐγενέστερα εἰς τὴν διάβροχον γῆν σπειρόμενα . Τῶν σπόρων ὁ πρωϊμώτερος πάντων καλλίων : μάλιστα
μετὰ τὸ τὰ τῇδε πάντα πραχθῆναι ἄχρι καὶ τὰ νῦν σπειρόμενα σπέρματα ἀναδίδονται καὶ ἐξέρχονται τῶν λα - γόνων τῆς
5507499 παχνης
δὲ πεδινὰ μᾶλλον οἴσει καρπόν . ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις
ἢ κριθῆς γένηται πλῆθος . διὸ καὶ ὑετοῦ δεῖσθαι καὶ πάχνης αὐτό φασι , τὴν ἀρχὴν πιεζόντων ἔσω καὶ χεόντων
5469485 καθυγραινειν
δὲ μέγεθοϲ ἢ τό γε πλεῖϲτον κυάμου , διατρωχθεὶϲ ϲφόδρα καθυγραίνειν δύναται . ἐπὶ πλευρὸν δὲ κατακείϲθωϲαν : ξηραίνει γὰρ
καὶ φρίκας , τοὺς δὲ διὰ τὴν ξηρότητα τῆς ὥρας καθυγραίνειν : διὸ καὶ τοῖς ποτοῖς τοῦ θέρους μᾶλλον .
5463170 ὠσει
ἀπὸ τῶν πέριξ πόλεων συναγαγὼν , τοῖς Ἀθήναις ἐπεχωρίαζε χρόνους ὠσεὶ δέκα παρασκευαζόμενος . . πράξειν ] ἀπαιτήσειν . .
ἀπὸ τῶν πέριξ πόλεων συναγαγὼν , τοῖς Ἀθήναις ἐπεχωρίαζε χρόνους ὠσεὶ δέκα παρασκευαζόμενος . . πράξειν ] ἀπαιτήσειν . .
5460434 χολωδει
πιδύεται : πηγάζει πηγάζει , βλύζει * χολόεντι : κακῷ χολώδει χολώδει , πικρῷ , χολοποιῷ * πεφορυγμένον : διόλου
ἐστι καὶ ἰσχυρὸν πάνυ χωρὶς τῶν θερμῶν δυσκρασιῶν καὶ ἐπὶ χολώδει καὶ δριμεῖ χυμῷ ῥευματιζομένῳ καὶ ἐφ ' αἵματι θερμῷ
5448328 ὁμιχλης
ὅτι ὅσαι βλάπτεσθαι εἰώθασιν ἄμπελοι ὑπὸ ἀνέμων τοιούτων , ἢ ὁμίχλης , ἢ ἐρυσίβης , δένδροις ἐπιτεθεῖσαι οὐ βλαβήσονται ,
ταῖς ἐκλείψεσιν , ἀλλ ' ἄλλον τινὰ τρόπον καινότατον ὥσπερ ὁμίχλης τινὸς ἢ νέφους ἀχλυώδους καὶ σκοτεινοῦ ὑποτρέχοντος αὐτὸν καὶ
5446554 ὀϲτα
δὲ κἀκεῖνοϲ τὴν λευκοτέραν κόπρον τῶν λύκων μᾶλλον , ἥτιϲ ὀϲτᾶ φαγόντων αὐτῶν ἀπεκρίνατο , ἐλάμβανε δὲ τὴν οὐδέπω πεπτωκυῖαν
τοῦ κυβοειδοῦϲ . τὸ δὲ ϲκαφοειδὲϲ καὶ τὰ τοῦ ταρϲοῦ ὀϲτᾶ καὶ τῶν τοῦ ποδὸϲ δακτύλων καὶ αὐτὸ τὸ κυβοειδὲϲ
5440042 κρυπτεται
ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ ἐν τῷ
ιδ ∠ ʹ : ὁ ἐπὶ τῆς καρδίας τοῦ Λέοντος κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει , δυσαερία . ιζʹ . ὡρῶν
5431906 στασιμῳ
ἡ στάσις οὐ παρακινουμένη , ὅτι μὴ μέμικται τῷ μὴ στασίμῳ : καὶ τὸ καλὸν καλόν , ὅτι μὴ ἐν
γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην ” . τούτῳ . τῷ στασίμῳ διὰ τὴν ἑαυτῶν θέσιν πάντα κινεῖσθαι λέγουσαν . πρόβλημα
5420404 ἐμπελασειε
: ἤτοι τὰ φάρμακα σημεῖα * καρήασιν : κεφαλαῖς * ἐμπελάσειε : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων
* ἰόν : τὸ φάρμακον * ἐχθρῶν . . . ἐμπελάσειε : ἠθικώτατα τοῦτο εἴρηται * τέρα : ἤτοι τὰ
5412436 ἐαρινῳ
τοῦτο παντὸς τοῦ βίου ἀεὶ τελεῖσθαι τοῖς ἐτησίοις κύκλοις , ἐαρινῷ μάλιστα καιρῷ δὲ πλέον . καὶ πρῶτον αὐτά πως
ἂν σαφεστέρα ἡ τῶν τοιούτων διδασκαλία ὡδί πως . ἐν ἐαρινῷ καιρῷ πολυτελέσι δαπάναις κατεσκευάζετο ἡ σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι ,
5408978 καεντα
μήτρας στομίῳ , ἀσύλληπτος γίνεται . τὰ δὲ ὀστᾶ αὐτοῦ καέντα καὶ λειωθέντα ἔχε ὡς ξηρίον καὶ ἐπίπασσε . ἰᾶται
: τί γὰρ διαφέρει τὸ σφαγέντα τὸν μοιχὸν ἀποθανεῖν τοῦ καέντα τοῦτο παθεῖν . γʹ . Ἐν ᾧ ὅτι οὐδ
5403588 ἀλεαινεσθαι
τὸ πῦρ καθημένη „ . ἀλεαίνειν : θερμαίνεσθαι , οὐχὶ ἀλεαίνεσθαι . ” οὐκοῦν ἵν ' ἀλεαίνοιμι , τοῦτ '
καρπὸν καὶ ἐλελίσφακον , ὄξος σὺν τοίσδεσιν ἢ οἶνον : ἀλεαίνεσθαι δὲ χρὴ , ἢ ἄλειφα χηνὸς , κηρωτὴν ἐῤῥητινωμένην
5391958 πυρικαυτα
μολυβδαίνηϲ καὶ τὸ δι ' ᾠῶν ϲκευαζόμενον φάρμακον . Τὰ πυρίκαυτα τῶν μετρίωϲ ῥυπτόντων δεῖται φαρμάκων χωρὶϲ τοῦ θερμαίνειν ἢ
γράφομεν ἱκανῶϲ καὶ τοῦτο ξηραίνει , λυόμενον δὲ ὀξυκράτῳ τὰ πυρίκαυτα καταχριόμενον ὀνίνηϲι παραχρῆμα . Μελάνθιον θερμαίνει μὲν καὶ ξηραίνει
5385820 θερμοτερῳ
λαχάνων ϲεῦτλον μαλάχην . οἴνῳ δὲ χρῆϲθαι ὀλίγῳ μέν , θερμοτέρῳ δέ . τῶν δ ' ἄλλων φειδώ τιϲ ἔϲτω
διὰ τοῦ αὐχένος , ἅτε ἐν ὑγροτέρῳ καὶ ὀλισθηροτέρῳ καὶ θερμοτέρῳ χωρίῳ γενόμενον ἢ ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ : καὶ
5382235 θερμαινομενη
καὶ αὗταί μοι ἀνάγκαι προηγμέναι εἰσὶν , ὅτι ἡ γονὴ θερμαινομένη ἐν τῇσι μήτρῃσι πνεῦμα ἴσχει καὶ ἀφίησιν : ἅμα
κειμένη καὶ μὴ συνεχῶς ἐπαιρομένη , καὶ διὰ τοῦτό γε θερμαινομένη καὶ πιλουμένη πρὸς τῶν ὑποκειμένων , εἰθίσμεθα ποιεῖν κυκλίσκον
5378336 δροσου
ἑκάστου ἔτους τὸν βασιλέα τῶν Σεληνιτῶν τῷ βασιλεῖ τῶν Ἡλιωτῶν δρόσου ἀμφορέας μυρίους , καὶ ὁμήρους δὲ σφῶν αὐτῶν δοῦναι
ἐνετειλάμην αὐτοῖς , καὶ ὡς ἐκπιόντα ἀκηράτου χρωτὸς τῆς σῆς δρόσου κατέσχον τὴν ψυχὴν ἐξιοῦσαν καὶ δυσανασχετοῦσαν . καλῶς ἐποιήσατε
5361025 χαλαζῃ
λιθιάσεως . Χάλαζα δὲ καὶ λιθίασις : τὸ μὲν ὑγρὸν χαλάζῃ ἔοικεν , τῷ δ ' ἐκ πώρου γένεσίς ἐστιν
ὕδατι λιαρῷ , ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει εἰκυῖα χαλάζῃ , „ οὐκ ἐᾷ θαυμάζειν , εἰ νῦν ἡ
5352728 κισσηρει
τὸ μὲν ἐν τοῖς κατὰ παράθεσιν μορίοις θεωρούμενον , ὡς κισσήρει καὶ σπόγγῳ , ὅτε καὶ ὑπὸ τὰ πρός τι
βάλλει τε καὶ οὐ βάλλει . ταῦτα εἴρηται ἐπὶ εὐνούχου κισσήρει βεβληκότος νυκτερίδα καὶ διὰ τὸ μὴ ἀκριβῶς ἰδεῖν ἐφημαρτηκότος
5351120 ἑϲπεριοϲ
μηνὶ Ἰαννουαρίῳ δ Δελφὶϲ ἐπιτέλλει : μηνὶ Ἰαννουαρίῳ ε Ἀετὸϲ ἑϲπέριοϲ δύνει , ταραχὴ δὲ ϲφοδρὰ γίγνεται μετὰ δύο ἡμέραϲ
πρὸ Γ ἡμερῶν τὸν ἀέρα : μηνὶ Ἰαννουαρίῳ κη Δελφὶϲ ἑϲπέριοϲ δύνει . μηνὶ Φευρουαρίῳ Ϛ ζέφυροϲ πνεῖ : μηνὶ
5342604 πλαταγωνια
' αὐτῆς μήκωνος . . . . . . ἀπὸ πλαταγώνια βάλλοις , ἄβρωτον κώδειαν ὄφρα κνώπεσσι φυλάξῃ : φυλλάσιν
ἡ ἀνθοφόρος βοτάνη . [ ἢ μάκων ' ἁπαλάν ] πλαταγώνια : τῆς μήκωνος τὰ φύλλα , ἢ παρὰ τὴν
5340964 Ἀπριλλιῳ
ψύγειν . Τὸ σάμψυχον ἐκ σπέρματος σπείρεται , καὶ μεταφυτεύεται Ἀπριλλίῳ καὶ Μαΐῳ , ἡδεῖαν τὴν ὀδμὴν ἔχον καὶ θερμοτάτην
φαίνονται : μηνὶ Ἀπριλλίῳ ιθ Πλειάδεϲ ἑϲπέριοι κρύπτονται : μηνὶ Ἀπριλλίῳ κα Πλειάδεϲ ἅμα ἡλίου ἀνατολῇ ἐπιτέλλουϲι καί ἐϲτι μεγίϲτη
5338991 θολερῳ
ἐνὶ πώματι ] ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα τὸ σκέπασμα , πόμα
ἤγουν τοῦ ἀσημίου θολερῷ ἐνὶ πώματι ] ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα
5337664 ὑσει
Ὀσταφίδα οὐχ ὅπως Κρατῖνος Νόμοις „ ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα , ” ἀλλὰ καὶ Πλάτων ηʹ Νόμων ”
δρόσον βάλλων ἕωθεν χλιαρὸς ταγηνίας . Ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα . Τίνες αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ;
5334702 βεβρωμενα
ὅρκια οὐκ ἐπίστανται . θριπήδεστα : ξυλήφια τὰ ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα , οἷς ἐχρῶντο ἀντὶ σφραγίδων . θύλακος : ὁ
ὥσπερ καρφεῖα ] ὁ καρπὸς τῆς κέδρου νέον ] νεωστί βεβρωμένα ] κεκομμένα βεβρωμένα ] ἐσθιόμενα αἱ δ ' ὁτὲ
5323793 φρασσονται
γῆν , φέρουσι καὶ προπομπεύουσι τὴν νῆα , ὅτε δὲ φράσσονται , ἀποθρώσκουσι διὰ μέσου καὶ ἀποπηδῶσιν , ὡς ἀπὸ
κρυσταίνεται εἶαρ ῥεῖα θρομβοῦται δὲ μέσῳ ἐνὶ τεύχεϊ γαστρός : φράσσονται δὲ πόροι , τὸ δὲ θλίβεται ἔνδοθι πνεῦμα αὐχένος
5311913 ἐγκειμενοι
περὶ τὸ κέρας , οἱ μὲν περὶ τὸν Ἐπαμεινώνδαν βαρεῖς ἐγκείμενοι τοῖς Λακεδαιμονίοις τὸ μὲν πρῶτον τῇ βίᾳ βραχὺ προέωσαν
ἐν τῷ παρόντι προβλήματι , εἰ καὶ νόμοι εἰσὶν οἱ ἐγκείμενοι , οὐ παρὰ τοῦτο νομικὴν ἀποφαινόμεθα ζήτησιν . οὐδὲ
5306811 κοπῳ
τοσοῦτον τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται . ὁδοιπόρος πολλὴν ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο , πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος
τινα ἐπαίρεσθαι ἐν δόξῃ : πολλοὶ γὰρ ἐν γήρᾳ ἀνηλώθησαν κόπῳ . Ἄνθρωπος πάλαι ἵππον εἶχε καὶ ὄνον . Οἱ
5296375 φυτευτεον
ἀμπέλους εὐμήκεις εἶναι καὶ ἰσχυράς , ἐνρίζους τε ταύτας μάλιστα φυτευτέον . καὶ οἱ μὲν ἀπὸ τῶν φυτωρίων ἔνριζα φυτὰ
καὶ τῶν ἄλλων δένδρων ποιησόμεθα . Τούτῳ τῷ μηνὶ καλάμους φυτευτέον πρὸ τῆς ἰσημερίας . Τούτῳ τῷ μηνὶ θεραπεύσομεν τὰς
5294555 κεκονιμενοι
ἐστιν ὅτε ἐπὶ κακῷ τῆς γῆς : εἰ μὲν γὰρ κεκονιμένοι φαίνοιντο , αὐχμοὺς ἐπισημαίνουσι τῇ χώρᾳ , εἰ δὲ
καίτοι τί τοῦτο ; φεῦ τοῦ τάχους . πανταχόθεν συνθέουσιν κεκονιμένοι καὶ πνευστιῶντες , οὐκ οἶδα ὅθεν ὀσφραινόμενοι τοῦ χρυσίου
5283533 θερεϊ
γάρ θ ' ὕδατι λιαρῷ ῥέει ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει ἐικυῖα χαλάζῃ : ἡ διπλῆ ὅτι ἐκ τῆς
γίγνεται ἐξ αὐτῆς ὡσεὶ πυρός . ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει ” εἰκυῖα χαλάζῃ ἢ χιόνι ψυχρῇ . ”
5283303 ἀμυγδαλου
ἰᾶται . καὶ γυναιξὶ ταῖς ἐκ τοκετοῦ μὴ καθαιρομένας μέγεθος ἀμυγδάλου σὺν οἴνῳ πινομένη μεγάλως χρησιμεύει . σὺν δὲ αὐστηρῷ
μὴ φερομένου κατὰ φύσιν . ] Χολῆς ταύρου τὸ μέγεθος ἀμυγδάλου διεὶς οἴνῳ παλαιῷ κεκραμένῳ κοχλιάρια βʹ . δὸς πιεῖν
5271161 νομοθετητεον
δικαστηρίοις , τὰ δὲ οὐκ ἐπιτρεπτέον , ἀλλ ' αὐτῷ νομοθετητέον . Ποῖα δὴ νομοθετητέον τε καὶ ποῖα ἀποδοτέον κρίνειν
τοῦ ο μικροῦ . δυνατόν ἐστιν νομοθετεῖν . γρ . νομοθετητέον . που μαθήματος . τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον :
5270539 ὀπωρινῳ
, ὅς τ ' ὤρινε θάλασσαν ὁμαρτήσας Διὸς ὄμβρῳ πολλῷ ὀπωρινῷ , χαλεπὸν δέ τε πόντον ἔθηκεν . ἄλλος δ
οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ ἀστέρ ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον , ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος ὠκεανοῖο
5254170 αὐχμους
, παραιτούμενοι τὰς θεὰς ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα καὶ τοὺς αὐχμούς , μετὰ δὲ τῆς συμμέτρου θερμασίας καὶ ὑδάτων ὡραίων
διὰ τὰς ἑλκώσεις τῶν περισκαπτομένων ἢ ὅταν ἐκδιψήσῃ διὰ τοὺς αὐχμούς : ἐκ μὲν γὰρ τῆς πληγῆς σήπεται , ἀλλοιούμενα
5251928 βολβιτῳ
τῷ ἀέρι τὴν ἐρυσίβην ἰδὼν εὐθὺς βοὸς κέρας ἀριστερὸν σὺν βολβίτῳ καίειν , καὶ καπνὸν πολὺν ποιεῖν κύκλῳ τῆς ἀρούρας
ἐνυπάρχει . βοηθεῖται δὲ τὰ ὑπὸ τούτων δήγματα πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενα μετ ' ὀξυκράτου πεφυραμένῳ , ἢ μαλάχηϲ φύλλα
5242481 πηξεως
, ὡς τὰ θειώδη . Λέγει δὲ τὴν καταρχὴν τῆς πήξεως τῶν αὐτῶν φευκτῶν ὑγρῶν ὅτε καὶ βραδύτερα γίνονται πρὸς
καὶ μακροτέραν ταύτης προθεσμίαν ὁρίζουσιν . ἡμεῖς δ ' ἐπεὶ πήξεως ἕνεκα πρὸς ἀδιάστροφον σχηματισμὸν εὐχρηστεῖν φαμεν τὰ σπάργανα ,
5239868 ὑπτιῳ
τὴν ὀσφύν * * * * κατακλιτέον δὲ αὐτὴν ἐν ὑπτίῳ τῷ σχήματι , συνηγμένων μὲν τῶν ποδῶν , διεστώτων
τὰς πλευρὰς προσδεδεμένος ἔστω μαλθακῷ τινι : πάντα δὲ ταῦτα ὑπτίῳ κατακειμένῳ κατασκευασθήτω , ὡς ὅτι ἐλάχιστον χρόνον κρέμηται .
5236868 φοινικης
τῶνδε χαυνούμενον , καὶ τὴν συνήθη τοῖς αὐτοκράτορσι χλαμύδα ἐκ φοινικῆς ἐς κυανῆν μεταλλάξαι , εἰσποιούμενον ἄρα ἑαυτὸν τῷ Ποσειδῶνι
σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον ψήκτρα . τὸ δὲ πλεκόμενον ἐκ τῆς φοινικῆς ἀμπεχόνης κοῖλον καὶ διάκενον περιχείριον , ὃ καταστέλλει τὴν
5232739 φυτευε
καὶ φυτὰ ἐν ψυχῇ καταβάλῃ , ὦ διάνοια , καρποτόκα φύτευε πάντα , ἀλλὰ μὴ ἄλσος , ἐν ἄλσει γὰρ
λυσιμελὴς Ἔρως ἐνὶ Χαλκιδέων θάλλει πόλεσιν . σῖτον ἐν πηλῶι φύτευε , τὴν δὲ κριθὴν ἐν κόνει ; τίς τὴν
5230520 πινοεντα
τοιαίδε ἐπὶ τοῖϲι ἐμπλάϲτροιϲι : ἢ εἴρια [ τὰ ] πινόεντα ἢ οἱ ϲπόγγοι ἐν βραχέϊ δευθέντεϲ ὄξεϊ . ἢν
καὶ ἐπὴν ἀποῤῥυῇ τὸ αἷμα , ἀνατρῖψαι : ἔπειτα εἴρια πινόεντα οἴνῳ ῥαίνων ἐπιδεῖν , καὶ ἐπὴν ἀπολύσῃς , περισπογγίζειν
5221309 Αὐγιλα
τὸ θέρος καταλείποντες ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ τὰ πρόβατα ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῦντες τοὺς φοίνικας : οἱ δὲ πολλοὶ καὶ
πόλις μεπνῶν . . . . τὸ ἐθνικὸν Αὐγεάτης . Αὔγιλα , οὐδετέρως , πόλις Λιβύης . Ἀπολλόδωρος βʹ περὶ
5220386 εὐδιεινον
μικρότης , ψυχρότης , θερμότης , ἁπλῶς τὸ χειμερινὸν ἢ εὐδιεινὸν καὶ ὑέτιον ἢ αἴθριον : ἔτι δὲ τὸ πολλάκις
, εἰ μὲν γὰρ μία πέφυκε καθαρά τε ἠρέμα , εὐδιεινὸν κατάστημα καὶ αὕτη προμηνύει : εἰ δὲ δύο καὶ
5219008 ἀναψυχειν
, ὥς φησιν Ὅμηρος : Ὠκεανὸς δ ' ἀνίησι παραψυχὴν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . ἔνθα ] εἰς τὴν πόλιν . τὸ
ἀποτείνει . ἀλλόκοτον : ἐξηλλαγμένον . ἀκάματος : ἀκοπίατος . ἀναψύχειν : γυμνοῦν . ἀποτανύσας : ἐκτείνας . ἀνάθλασις :
5217391 περιβολαιῳ
τοὺς βαρβάρους , τὰ σώματα γεγυμνωμένους , μικρῷ τινι μόνῳ περιβολαίῳ τὰ κατὰ τὴν αἰδῶ συγκαλύπτοντας , τὰς μαχαίρας ἔχοντας
οἰὸς ἀώτῳ τῷ τοῦ προβάτου ἄνθει , τουτέστιν ἐξ ἐρίου περιβολαίῳ . οἰσυΐνοισι τοῖς ἐκ τῆς οἰσύας πλεκομένοις . ὁ
5208673 παιδιοιϲ
ϲτόμαχον , διδόμενον ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάϲῃ ἡλικίᾳ καὶ παιδίοιϲ : ἐκκρίνει ϲκύβαλον καὶ πᾶϲαν ὕλην διεφθαρμένην ἀπὸ κεφαλῆϲ
ἐϲτι ῥοφηματῶδεϲ ἐκ τῆϲ ἀληλεϲμένηϲ ζειᾶϲ ἢ ἀπὸ ϲίτου ϲκευαζόμενον παιδίοιϲ ἁρμόζον : ποιεῖ δὲ καὶ εἰϲ κατάπλαϲμα . Αἰγίλωψ
5205611 κεδριδες
κάγχρυος , δαφνῆς κόκκοι ἢ πύρεθρον . ἀντὶ κεδρέας , κεδρίδες . ἀντὶ κεδρίδων , λάδανον . ἀντὶ κεραυνίου ,
. Συκάμινα , βάτινα κεφαλαλγῆ , μαμαίκυλα , ἀρκευθίδες , κεδρίδες , καννάβεως σπέρμα , μήου αἱ ῥίζαι , φοίνικες
5202315 σχιζομενη
τρῆμα κοινὸν στρογγύλον ἴσον εὖρος τῷ πάχει τοῦ νεύρου : σχιζομένη δ ' αὐτίκα τῷ μὲν ἑτέρῳ τῶν μερῶν ὀπίσω
ἄλλῳ [ καὶ ἄλλῳ ] πλάτει , μετὰ δὲ ταῦτα σχιζομένη καὶ τελευτῶσα εἰς δύο κόλπους πελαγίους , τὸν μὲν
5193208 χειμεριον
δυσφεγγές , ἀνήλιον , ἄκρατον , ἄνισον ταῖς ὥραις , χειμέριον δυσχείμερον , κρυῶδες κρυμῶδες , παγετῶδες , κάτομβρον ,
ὁδὸν ψαμμώδη καὶ ἄνυδρον : εἰ γάρ τι καὶ νᾶμα χειμέριον ἦν , ἐξήραντο ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ ἡλίου ,
5192654 κραδης
τύψει προσμάξας ἰόν τε καὶ ἀθρόον αἷμα κενώσεις , ἠὲ κράδης γλαγόεντα χέας ὀπόν , ἠὲ σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ
ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα , οἱ
5192248 φυτευουσιν
. ποιεῖ δέ τινα καὶ δακρυώδη συρροήν , ἣν καὶ φυτεύουσιν , ὥσπερ εἴπομεν . Ὁ δὲ νάρκισσος ἢ τὸ
: δι ' ὃ καὶ ἐπιτιμῶσι τοῖς ἐν μείζονι βάθει φυτεύουσιν : οὐκ ἐοίκασι δὲ ὀρθῶς λέγειν ἐπὶ πολλῶν :
5191908 φωλευοντα
παντάπασιν ὀλίγον . καὶ διὰ τοῦτο μὴ δεῖσθαι τροφῆς τὰ φωλεύοντα ὅτι γὰρ ψυχρῶν μὲν καὶ ἀργῶν καὶ παχέων τῶν
ἐκ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ ὄφεως καὶ τὸ εὖτ ' ἐπὶ φωλεύοντα : ἀντὶ τοῦ ὅτε τραφῇ περὶ τὸν φωλεύοντα βαθὺν
5182428 θρομβωδεα
Τὰ ἐν τριταίοισιν ἅμα πυρετοῖσιν ἀλγήματα παροξυνόμενα τριταιογενῆ , ποιέεται θρομβώδεα αἵματα διαχωρέειν . Ἐν πυρετοῖσι κατὰ φλέβα τὴν ἐν
οἷον εἰ τὴν ὑπόστασιν ταράξειας . Οἷσιν οὖρα ὀλίγα , θρομβώδεα , οὐκ ἀπυρέτοις , πλῆθος ἐκ τούτων ἐλθὸν λεπτὸν
5181640 ξηραινομενα
ἀλλὰ στάσιμα , ὅσα φῦσαν παρέχουσιν : τὰ γὰρ ὑγρὰ ξηραινόμενα φῦσαν ποιέουσι , καὶ τὰ στύφοντα , καὶ τὰ
πίνεται . μᾶλλον δ ' ἐστὶν ἐμφρακτικώτερα ὁμοίως τὰ βάτινα ξηραινόμενα καὶ ἀποτιθέμενα . Τοὺς μὲν στρογγύλους ἕλμινθας ἱκανὸν ἀποκτεῖναι
5179320 χιονος
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη
5177886 καυματι
λέγουσι ῥίψαντα νήξασθαι , ἐπιθυμήσαντα τοῦ ὕδατος , ἱδρῶντα καὶ καύματι ἐχόμενον . ὁ δὲ Κύδνος ῥέει διὰ μέσης τῆς
γὰρ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἐπομβρίας τῷ παρ ' ἑαυτοῖς γινομένῳ καύματι μιγείσης εἰκὸς εὐκρατότατον γενέσθαι τὸν ἀέρα πρὸς τὴν ἐξ
5162910 θαλαμης
δέ μιν ἔμβαλε πόντῳ . ὡς δ ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται , ὣς τοῦ
αὖ πέρι δή τι καὶ οὐ φατὸν οἷον ἔρωτα οἰκείης θαλάμης κεύθει φρεσίν , οὐδέ ποτ ' αὐτῆς λείπεθ '
5159646 ἰτεα
Ι κατ ' ἀρχὴν πρὸ τοῦ Τ συστέλλεται : ἴτυς ἰτέα , [ ἴτριον ] . Ἴτωνά τε καὶ ἴτεαι
ἐκπεσὸν ὑπὸ χειμῶνος ἀνέστη πάλιν αὐτόματον ὥσπερ ἐν Φιλίπποις μὲν ἰτέα , ἐν δὲ Ἀντάνδρῳ πλάτανος καὶ τῆς μὲν οὐδὲν
5158543 ἐρεθιζεσθω
ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος , αἰθὴρ δ ' ἐρεθιζέσθω βροντῇ σφακέλῳ τ ' ἀγρίων ἀνέμων : χθόνα δ
δι ' ὅλου καυστικός . αἰθὴρ ] ἀήρ . . ἐρεθιζέσθω βροντῇ ] κινείσθω ἐν βροντῇ . σφακέλῳ ] συστροφῇ
5154640 χευματι
ῥόον καὶ ἀπείριτον οἶδμα συμφέρετ ' ἤματα πάντα λάβρῳ περὶ χεύματι θύων . Γλαύκου δ ' ἐσθλὸν ἑταῖρον ἐυμμελίην Σκυλακῆα
πυρ [ ] ὑγροπόροις νιφάδεσσι κατασβε ? ? [ ] χεύματι γὰρ χλοάουσι καὶ ἀστέρες , οὐκέτι ? [ ]
5153537 συλλογιστεον
. Ἐκ δὴ τῶν οὕτω διωμολογημένων ἓν μὲν δὴ τοῦτο συλλογιστέον ὅτι τὸ μὲν ἓν οὐ πρόεισιν : εἰ γὰρ
ἡ εὔνοια φιλία ἐστί . πάλιν ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι συλλογιστέον : οἱ εὖνοι ἐπιπολαίως στέργουσιν , οἱ φίλοι οὐκ
5152998 ποδαγρικα
ἄλλαϲ φλεγμονὰϲ ὅϲαι θερμαὶ καὶ πρὸϲ βουβῶναϲ ἀρχομένουϲ καὶ τὰ ποδαγρικὰ ῥεύματα καὶ ὅλωϲ ὅπου μετρίωϲ ψύχειν βουλόμεθα μετὰ τοῦ
ῥίζαν τοῦδε ξυσθεῖσάν τε καὶ ὄξει δευθεῖσαν πρός τε τὰ ποδαγρικὰ καὶ πρὸς ὕπνον μᾶλλον εἶναι χρησίμην φησί , καὶ
5147366 ἐλαυνομενης
ἐλαύνειν , κωπηλατεῖν . ἐλάτῃσι : κώπαις . διωκομένης : ἐλαυνομένης , τρεχούσης . ἀκάτοιο : νηός . Ἔμπαλιν :
κατὰ περίφρασιν τοῦ Τηρέως . κιρκηλάτου ] τῆς ὑπὸ κίρκων ἐλαυνομένης . ἐργομένα ] διωκομένη . ἠθέων : τῶν συνήθων
5144556 καταγραφος
ἐστι νήττης . τῶν δὲ βοσκάδων καλουμένων ὁ μὲν ἄρρην κατάγραφος : . . . . . . νήττης .
ἐν καλυκίοις : καρπὸς ὅμοιος τῷ τῆς μελαίνης μήκωνος οἱονεὶ κατάγραφος : ἀνατριφθεῖσα δ ' ἡ κόμη ῥητινώδη ὀσμὴν προσδίδωσιν
5141789 πεδιαδος
τὴν προϋπάρξασαν ἀφίκηται τάξιν . καὶ τῆς μὲν χώρας οὔσης πεδιάδος , τῶν δὲ πόλεων καὶ τῶν κωμῶν , ἔτι
ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν γῆν τε κατέχουσα τῆς Καμπανῶν πεδιάδος τὴν πολυκαρποτάτην καὶ λιμένων κρατοῦσα τῶν περὶ Μισηνὸν ἐπικαιροτάτων
5141185 λειρια
τῆς σμίλακος ἄνθος . καὶ Ὅμηρος μὲν ἅπαντα τὰ ἄνθη λείρια κέκληκε , Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον .
κόμη , φύλλα ἢ φύλλα * λείρια : ἄνθη ταῦτα λείρια δ ' ὡς ἴα : ὡς τὰ ἴα αὐτὴν
5139992 τηκεδονα
τὸ στόμα τῆς ὑστέρης . Κἢν ὑποφύηται πιμελὴ σαρκοειδεστέρη , τηκεδόνα ἐντιθέναι , καὶ λεπτύνειν μέσως : αἱ γὰρ λίην
διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν ἰδεῖν λευκόν , ταύτην πᾶσαν τηκεδόνα ἁπαλῆς σαρκὸς μετὰ πνεύματος συμπλακεῖσαν λευκὸν εἶναι φλέγμα φαμέν
5135153 διασπαται
ἀθέρμαντα καὶ ἀμάλακτα πρὸς τὰς κινήσεις ἄγηται τὰ σώματα : διασπᾶται γὰρ ταῖς τοιαύταις διαθέσεσι πολλὰ τῶν ἐν αὐτοῖς μορίων
πράγματα διὰ τὸ μὴ συλλεαίνεσθαι τὸ ν τῷ ἑξῆς . διασπᾶται δ ' ἐν τῷ μᾶλλον δὲ ὅλον ἡ τύχη
5134087 προσενεχθεισα
? ? [ ταῦτα ⌋ : αὕτη ] ? ? προσενεχθεῖσα [ ] πρώτης κατεργασίας ? τυγχάνει ? ? ?
αὐτό , ὁπότε μέρει τῆς πικρότητος χρωμένη συγγενεῖ , χαλεπὴ προσενεχθεῖσα ἀπειλῇ , κατὰ πᾶν ὑπομειγνῦσα ὀξέως τὸ ἧπαρ ,
5133691 ἀνθερικας
λέγει : ὅγ ' ἀνθερίκεσσι καλὰς πλέκει ἀκριδοθήρας : τοὺς ἀνθέρικας ἀντὶ τῆς καλάμης ἔοικε δέχεσθαι * λεπυρόν : τὸν
τὸν κάλαμον . καὶ τὸ ὑπέρτερον ἀνθερίκοιο ἀντὶ τοῦ μείζονας ἀνθέρικας τοῦ ἀστάχυος ἔχοντος . * ἀνθερίκοιο : ἀνθέρικος ὁ
5133064 καλυπτουσι
γάλακτος αἰγείου τὸ πεντηκοστὸν μέρος τοῦ οἴνου βάλλουσι , καὶ καλύπτουσι τὸν οἶνον ἐπὶ ἡμέρας πέντε , καὶ μετὰ ταῦτα
πάνοιζυς ἑστία , ἰὼ κατασκαφαὶ δόμων . ἀνήλιοι βροτοστυγεῖς δνόφοι καλύπτουσι δόμους δεσποτᾶν θανάτοισι . σέβας δ ' ἄμαχον ἀδάματον
5132930 ζυγια
πυκνότητα ἔχει . πυκνὸν δὲ καὶ ἡ σφένδαμνος καὶ ἡ ζυγία καὶ ὅλως πάντα τὰ οὖλα : καὶ ἡ ἐλάα
μετὰ τρυγητὸν καὶ Ἀρκτοῦρον , οἷον ἀρία πτελέα σφένδαμνος μελία ζυγία ὀξύα φίλυρα φηγός τε καὶ ὅλως ὅσα κατορύττεται :
5129998 σκιαδες
ἀγωγῆς . τόπους μὲν γὰρ εἶναι ἐννέα τῷ ἀριθμῷ , σκιάδες δ ' οὗτοι καλοῦνται , σκηναῖς ἔχοντες παραπλήσιόν τι
ἀγωγῆς . τόπους μὲν γὰρ εἶναι θʹ τῷ ἀριθμῷ , σκιάδες δὲ οὗτοι καλοῦνται σκηναῖς ἔχοντες παραπλήσιόν τι : καὶ
5128686 νοτιδος
, ἐν οἷς κωνῶπες [ ] γίγνονται ἀπὸ τῆς ἐνυπαρχούσης νοτίδος τοῖς χωρίοις τούτοις . Ἔστω δὴ πρώτη σοι τῶν
μὲν ὄμβρου γαῖ ' , ὅταν ξηρὸν πέδον ἄκαρπον αὐχμῷ νοτίδος ἐνδεῶς ἔχῃ : ἐρᾷ δ ' ὁ σεμνὸς οὐρανὸς
5127603 ὑγρασιαν
ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρέα δ ' ἔσται τ '
χρυσοῦται : ἐὰν δ ' ἐφθαρμένον ὑπάρχῃ , τὴν ἠλλαγμένην ὑγρασίαν ἀποπτύει , καὶ διατηρεῖ τῆς ὕλης τὴν οὐσίαν ,
5127488 ῥεοντι
, οἷον εἴ τις τῷ τότε τῷ Πύθωνι τῷ ῥήτορι ῥέοντι καθ ' ὑμῶν προσθεὶς εἴποι : ὥσπερ ῥέοντι καθ
ποταμῶν , ἐν Ἀροανίῳ φησὶ τῷ ποταμῷ , διὰ Φενεοῦ ῥέοντι , ἰχθῦς εἶναι φθεγγομένους ὁμοίως κίχλαις : καλεῖσθαι δ
5126045 δυεσθαι
συμμύειν ἀλλὰ καὶ τὸν καυλὸν ὁτὲ μὲν ἀναβαίνειν ὁτὲ δὲ δύεσθαι καὶ καταβαίνειν ἀπὸ δυσμῶν μέχρι μέσων νυκτῶν , ὡσαύτως
ἀλλὰ τὰ μὲν πρῶτα σημεῖα [ τῆς φυλακῆς ] φησι δύεσθαι , τὰς δὲ Πλειάδας ἀνατέλλειν . πῶς γὰρ ἂν
5124746 θρυπτε
ὑποσκιόεντι βαλὼν ἀνεμώδεϊ χώρῳ : αὖα δ ' ἐν ὄλπῃ θρύπτε , καὶ αὐτίκα γυῖα λιπαίνοις . Εἴ γε μὲν
σαμψύχου κύτισόν τε καὶ εὐγλαγέας τιθυμάλλους : πάντα δὲ λίγδῳ θρύπτε , καὶ ἐν σκαφίδεσσι δοχαίαις φαρμάσσων μέθυ † κεῖνο
5124416 μυελῳ
οὔπω ξυνιέντα ἀρετῆς , ἀλλὰ παῖδα ἔτι γάλακτι ὑποθρέψας καὶ μυελῷ καὶ μέλιτι δέδωκεν ὁ Χείρων γράφειν ἁπαλὸν καὶ ἀγέρωχον
πολέμιον ὀστέοισιν , ὀδοῦσι , νεύροισιν , ἐγκεφάλῳ , νωτιαίῳ μυελῷ : τὸ δὲ θερμὸν ὠφέλιμον . Ὁκόσα κατέψυκται ,
5123947 νεφους
Β , τὴν τοῦ πυρὸς ἀπόσβεσιν , τοῦ Γ τοῦ νέφους , ὡς ἐν αὐτῷ τοῦ πυρὸς ἀποσβεννυμένου . τούτου
. Σοφοκλῆς Πολυξένῃ : ἀπ ' αἰθέρος δὲ κἀπὸ λυγαίου νέφους . Ἄργος δὲ παροίτατος : εἷς τῶν Φρίξου παίδων
5121188 στεγνωσεως
χυμῷ τινι ζέσαντι ἢ σαπέντι , ἢ μωρίου φλεγμονῆς καὶ στεγνώσεως . Τῶν δὲ συνόχων πυρετῶν γένος διττόν : οἱ
Δία ἔπεμψέ τις καὶ πρὸς ἰατρὸν , ὡς ὑπὸ ἀμέτρου στεγνώσεως ἢ ἀραιώσεως ἐνοχλούμενος . εἰ δὲ μή ἐστι πάθη
5107446 χαλαζα
: ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι .
τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε
5103722 αὐρης
παρὰ τέρμα φέρων ζείδωρον ἀπήνην , νύσσαν ὁμιχλήεσσαν ἰδὼν Ζεφυρηΐδος αὔρης , ζώνην Ἀντολίηι θρεπτήρια μητρὶ κομίζει , ἡμιφανῆ πολύμορφον
ψύχος : τά τε πνεύματα τὰ πολλὰ νότια , πλὴν αὔρης μιῆς ἐπιχωρίης : αὕτη δὲ πνέει ἐνίοτε βίαιος ,
5103709 εὐθεα
' οὐδὲν τὰ νῦν στρογγύλα καλούμενα εὐθέα κεκλῆσθαι τά τε εὐθέα δὴ στρογγύλα , καὶ οὐδὲν ἧττον βεβαίως ἕξειν τοῖς
οὐκ ἦν ἐν τῷ μείζονι κύκλῳ κυρτά , ἀλλ ' εὐθέα , ἀλλὰ τῷ κυρτότερα γενέσθαι αὐτὰ τὰ πρότερον ὄντα
5102914 ὑπερσαρκουντα
κρέως σκευασίας , ἄλλου δ ' οὐδενός . Ναυκλείδην γοῦν ὑπερσαρκοῦντα τῷ σώματι καταβιβάσαντες εἰς μέσην τὴν ἐκκλησίαν παρ '
, διφρυγές , τὰ δ ' ὑπὲρ τοῦ καταστεῖλαι τὰ ὑπερσαρκοῦντα : καταστέλλει δὲ πράως μὲν ἰός , λεπίς ,
5095680 εὐκαιροι
' οὐρὰν ἀλλήλοις τὰ βάνδα δρουγγιστὶ ἀκολουθεῖν , ὡς οἱ εὔκαιροι τόποι ὑποδέχονται . Καὶ ἵνα πάντες παραγγελθῶσι τοῖς βάνδοις
φιλάργυροι τὰ τῶν κληρονόμων χρήματα φυλάττουσιν . Πολλοῖς αἱ μὲν εὔκαιροι τροφαὶ τὰ σώματα αὔξουσιν , αἱ δὲ εὐκαίρως δοθεῖσαι
5095236 ἀνθερικον
καλεῖται . ἀσφόδελος : σκιλλῶδες φυτὸν φύλλα ἔχον μακρὰ καὶ ἀνθέρικον ἐσθιόμενον . καὶ τὸ σπέρμα δὲ αὐτοῦ φρυγόμενον καὶ
αἶγες περιεχύθησαν , καὶ ἀφεῖσαι νέμεσθαι τοὺς κομάρους καὶ τὸν ἀνθέρικον ὅλαι τοῦ μέλους ἐγίνοντο . ἐγὼ δὲ ἐν μέσαις
5094021 ἀμαλδυνεται
εὐνοῦχοι διὰ ταῦτα οὐ λαγνεύουσιν , ὅτι σφέων ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς : ἔστι γὰρ δι ' αὐτῶν τῶν
τοῦ ἐλαίου . εἴρηται δὲ οὕτω καὶ ὁ ὀρός . ἀμαλδύνεται : ἀφανίζεται καὶ ἀμαυροῦται , ὡς ἐν βʹ Γυναικείων
5092484 ἡδυοσμῳ
καὶ διαφορῆσαι τὸ περιεχόμενον . σημειώσασθαι δὲ χρὴ ὅτι τῷ ἡδυόσμῳ καὶ τῷ σισυμβρίῳ ἐχρήσατο , τονῶσαι βουλόμενος , καὶ
δὲ καὶ ὀρθοπνοϊκοὺς ὑποθυμιατέον θείῳ , ἀβροτόνῳ , ὑσσώπῳ , ἡδυόσμῳ . δεῖ δὲ καθημένους ὑποθυμιᾶσθαι περιστελλομένους ἱματίοις , τὸ
5089652 Ἰουλιῳ
ἐπιτέλλει : μηνὶ Ἰουλίῳ ιδ Προκύων ἑῷοϲ ἐπιτέλλει : μηνὶ Ἰουλίῳ ιθ Κύων ἑῷοϲ ἐπιτέλλει καὶ γίγνεται μεγίϲτη τοῦ ἀέροϲ
οὐ μόνον ἐν τῷ ἔαρι , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ Ἰουλίῳ μηνὶ φυτεύων . Δεῖ μέντοι τὰς συκᾶς φυτεύειν ἐν
5088407 καταβρεχειν
χλιερῷ ἐναλείφειν τὸ στόμα τῆς μήτρης , καὶ τὸν κτένα καταβρέχειν . Γλυκυσίδης κόκκους τοὺς ἐρυθροὺς τρεῖς ἢ τέσσαρας ,
χρυσός , οὐ δὲ φθονῶ τυράννοις : ἐμοὶ μέλει μύροισι καταβρέχειν ὑπήνην : ἐμοὶ μέλει ῥόδοισι καταστέφειν κάρηνα . τὸ
5088354 ἰσχναινει
, τί χρὴ προσδοκῆσαι τὰ ξηρότερα τῶν μορίων ; ὑπέρινον ἰσχναίνει ὕπνος πολύς . ὑπέρινον καλεῖ τὸ κατεξηρασμένον καὶ κενωμένον
μὲν διὰ τὸν πόνον καὶ τὴν ἀπόκρισιν τοῦ ὑγροῦ , ἰσχναίνει δὲ διὰ τὴν κένωσιν , ὑγραίνει δὲ διὰ τὸ
5086219 ὀξωδη
τὸ μνημονευτικὸν ἀμβλύνειν πεπίστευνται , καὶ μάλιστ ' αὐτῶν ὅσα ὀξώδη πέφυκε ψυχρότερά τε ὄντα ἱκανῶς , καὶ τῷ λεπτομερεῖ
ἡ αὐτὴ γὰρ τῇ μαστίχῃ . δηκτικὰ γὰρ ταῦτα καὶ ὀξώδη . σφηττίῳ : δριμυτάτῳ : δριμὺ γὰρ ὄξος παρὰ
5083753 ὀπτασθαι
: καὶ περιπήλωσον ὁμοίως ἀσφαλῶς τὸ πῶμα : καὶ δὸς ὀπτᾶσθαι ἐλαφρῷ πυρὶ , πρὸς ἀνάβασιν διδοὺς τὸ πῦρ πάλιν
δ ' ἐγκρυφίας ἄρτος βαρὺς δυσοικονόμητός τε διὰ τὸ ἀνωμάλως ὀπτᾶσθαι . ὁ δὲ ἰπνίτης καὶ καμινίτης δύσπεπτοι καὶ δυσοικονόμητοι

Back