αὑτῷ οὔτε ὡς δούλην ἠξίωσε κεκτῆσθαι οὔτε ὡς ἐλευθέραν ἐν ἀτίμῳ ὀνόματι , διεφύλαξε δὲ σοὶ ὥσπερ ἀδελφοῦ γυναῖκα λαβών | ||
ἡ ἐπιστήμη τοσαύτη οὖσα ἐγένετο ὥστε φυλάξασθαι μὴ ἐκπεσεῖν μηδὲ ἀτίμῳ ὑπὸ τῆς πόλεως γενέσθαι , ἀλλ ' ἐνεδέησε . |
ἀϲιτήϲαντεϲ , ἐξ ὧν ἐὰν μὴ φθάϲωϲιν ἀποθανεῖν εἰϲ τοὺϲ ἑκτικοὺϲ μεταπίπτουϲιν , αὖθίϲ τε ἐκ τούτων εἰϲ μαραϲμὸν ἢ | ||
ὑγρὰϲ καὶ ψυχρὰϲ εἶναι προϲήκει τροφὰϲ τὰϲ μελλούϲαϲ ὀνήϲειν τοὺϲ ἑκτικοὺϲ πυρετοὺϲ , εὔδηλον παντί . τοιαῦται δέ εἰϲιν : |
τύχης ἐπηρκότα , τούτου ταχεῖαν νέμεσιν εὐθὺς προσδόκα . } Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύειν φοβοῦ . ἀμνημονεῖ γὰρ | ||
ἔφη , τῷ ὀρεοκόμῳ . Δούλῳ ὄντι ἢ ἐλευθέρῳ ; Δούλῳ , ἔφη . Καὶ δοῦλον , ὡς ἔοικεν , |
αὐτῷ τούτων τῶν κινδύνων ἐμέλησεν , ἀλλ ' ἐβουλήθη καὶ ἄτιμος εἶναι [ καὶ τὰ χρήματ ' αὐτοῦ δημευθῆναι ] | ||
πάρεστι ] ἡ Ἑλένη . πάρεστι ] ἰδεῖν αὐτήν . ἄτιμος ] πολύτιμος . ἀλοίδορος ] οὐ γὰρ λοιδοροῦμεν αὐτὴν |
τῷ θεῷ συναρέσκει , ᾧ μέχρι νῦν συμβούλῳ τε καὶ ἐπιτρόπῳ ἐμαυτοῦ χρῶμαι . Χαιρεφῶν ὃν τρόπον ὑφ ' ἡμῶν | ||
δὲ ταῖς εὐτυχίαις εὐεργετεῖν δεῖ . Μόνῳ τῷ λόγῳ καθάπερ ἐπιτρόπῳ σώφρονι , παρακαταθετέον ἐν τῷ βίῳ τὴν νεότητα . |
κληθείς , μὴ ἀπαντῶν δὲ τῷ καλεσαμένῳ , τῆς βλάβης ὑπόδικος ἔστω κατὰ νόμον . ἐὰν δέ τίς τινα δικάζοντα | ||
ταῖς ἡμέραις . ἐὰν δέ τις τούτων τι παραβαίνῃ , ὑπόδικος ἔστω τῷ παθόντι , καὶ προβολαὶ αὐτοῦ ἔστωσαν ἐν |
γὰρ ἔδει συμφορὰν οὐδεμίαν Λακεδαιμονίοις ἔτι ἐξ Ἀριστομένους γενέσθαι . τελευτήσαντι δὲ αὐτῷ Δαμάγητος καὶ οἱ Ῥόδιοι μνῆμά τε ἐπιφανὲς | ||
τοῦ βίου τέλος καὶ τῆς μνήμης ἐστὶν ὁ θάνατος , τελευτήσαντι δὲ σὺν ἀρετῇ τῷ σώματι μὲν ἐξιέναι τοῦ βίου |
συγγενικῶν . οἰκέται : οἱ κατὰ τὴν οἰκίαν πάντες . οἰκόσιτος : ὁ ἑαυτὸν τρέφων μισθωτός . οἰκότριψ : οἰκογενὴς | ||
ἀλλαχοῦ : οὐ δεῖ παρασιτεῖν ὄντα δυσάρεστον σφόδρα . ὅτι οἰκόσιτος λέγεται ὁ μὴ μισθοῦ ἀλλὰ προῖκα τῇ πόλει ὑπηρετῶν |
τίμιον : καὶ εἰ τῷ νοερῷ τὸ τίμιον , τῷ ἀνοήτῳ τὸ ἐναντίον . Καίτοι πῶς ἀνόητον ἢ ἄλογον ἐκείνου | ||
ἀφορμὴν παρεσχηκότα αὐτῷ τοῦ συνιέναι , τὸ δὲ πάντα ὡς ἀνοήτῳ λέγειν καταγινώσκοντι ἔοικεν τοῦ ἀκροατοῦ . Ἐπεὶ δὲ καὶ |
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα | ||
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ |
μέν , εἰ μνημονικός , εἶτα , εἰ κατὰ φύσιν αἰδήμων , ἀλλὰ μὴ πλαττόμενος τοῦτο , μὴ μεθυστικὸς μὴ | ||
τῷ πιστὸς εἶναι πλέον σου ἔχει , εἰ ἐν τῷ αἰδήμων . οὐ γὰρ εὑρήσεις : ἀλλ ' ὅπου κρείττων |
τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
συγγενὴς λέγεται , καὶ ὁ παρὰ τῇ συνηθείᾳ λεγόμενος . Ἑταῖρος ὁ συμπολίτης . Ξένος δὲ ὁ ἀφ ' ἑτέρας | ||
ὡς τάσσω τάξω , τακτὸς , ἄτακτος , ἀτακτῶ . Ἑταῖρος . ἔθος ἐθαῖος ὁ συνήθης , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
; ὁ ταύτην , ὦ θεοὶ , τὴν πολιτείαν πολιτευσάμενος δυσσεβὴς , ἀλάστωρ , τῆς ἐνεγκούσης πολέμιος : ὁ οὐδένα | ||
φθόνος φθισικὸν πεπόηκε καὶ ποήσει καὶ ποεῖ , ψυχῆς πονηρᾶς δυσσεβὴς παράστασις . τίνι δεδούλωνται ποτέ ; ὄψει ; φλύαρος |
δύπτην ἐμπεπλεγμένον κάλοις . πόντου δ ' ἄυπνος ἐνσαρούμενος μυχοῖς ἀστῷ σύνοικος Θρῃκίας Ἀνθηδόνος ἔσται . παρ ' ἄλλου δ | ||
τῇ πόλει . Καὶ πολύ γε . Τί φῄς ; ἀστῷ ἢ ξένῳ ; Ξένῳ . Ποδαπῷ ; Ἀβδηρίτῃ . |
Σελήνη αὐξιφωτοῦσα ἔστω ὁ δανειστής , ὁ δὲ Ἥλιος ὁ ὀφειλέτης , ἐὰν δὲ ἡ Σελήνη λήγῃ ἀνάπαλιν ὁ μὲν | ||
χρεολύτης : πλὴν τῶν κατὰ συναλοιφὴν γινομένων , οἷον χρέος ὀφειλέτης χρεωφειλέτης καὶ χρεωστῶ καὶ χρεώστης . Τὰ παρὰ τὸ |
γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος | ||
ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις |
εὔοπλος : ἡ δὲ ποδῶν ἀρετὴ εὐποδία . εὔφορος , εὔθυμος , θυμοειδής , εὐσχήμων , εὐπρεπής , μεγαλοπρεπής , | ||
θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος , εὔθυμος , εὐθυμία , ἀθυμία , ἀθυμῶν , ἀθυμοῦσιν ὡς |
τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου , ἀδελφὴ δ ' ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία Φυλομάχη ἡ μήτηρ ἡ Εὐβουλίδου τοῦ πατρὸς τοῦ Φυλομάχης | ||
τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου , ἀδελφὴ δὲ γένοιτο ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία Φυλομάχη , καὶ ταύτην λάβοι τὴν Φυλομάχην Φίλαγρος , |
μὲν οὐδέν , τῶν δὲ κομιδῆ μικρά . Παλλαδίῳ τῷ χρηστῷ κέρδος μὲν ὁ τρόπος , μέγα δὲ καὶ τὸ | ||
τοῖς οἰκείοις , ἐπειδὴ νοσεῖν ἀνάγκη . Παρὰ Ἀπελλίωνι τῷ χρηστῷ περὶ ὧν ἀδικεῖσθαι φῂς ἀγωνιῇ , τοῦτον γὰρ ἀπέδειξέ |
ἀνθρωπίνων . ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος Ἀχιλλεῖ ἢ Αἴαντι ἢ | ||
ἀνθρωπίνων . ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος Ἀχιλλεῖ ἢ Αἴαντι ἢ |
ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι συμβέβηκεν : οὗτος ὁμωρόφιος καὶ ὁμοδίαιτος ἦν αὐτῷ , πλὴν ὁπότε ἐπιθειάσαντι καὶ | ||
ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , ὁμόσπονδος , ὁμωρόφιος , ὁμῆλιξ , ἰσῆλιξ . καὶ ἐχρῆτό μοι , |
ἦσαν υἱεῖς , ἐπαινετὴ δὲ καὶ ἡ Νιόβη , ὅτι πολύτεκνος . ἐναντίως τε εἰ ἡ ἀμορφία καὶ πενία ψεκτόν | ||
Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς τὰς χεῖρας , πολύτεκνος ἔσται . Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς |
. τὸ δὲ τέλος καὶ τὸ ἀγαθὸν καθ ' αὑτὸ διωκτόν , οὐ δι ' ἕτερον : καὶ ἔστιν ὁ | ||
τὰ μὲν οὖν τῷ ἀγαθῷ ἑπόμενα ὠφέλιμον , αἱρετόν , διωκτόν , οἰκεῖον , λυσιτελές , συμφέρον , ὀρεκτὸν καὶ |
οὐ διηκόνησά σοι προθύμως : τῷ δέ μοι τοὺς ἀδελφοὺς ἀνελόντι , κἂν ἐπιτρέψῃς , ὦ πάτερ , οὐ πείσομαι | ||
τούτῳ , ὡς ἀληθῶς τοὺς δικάζοντας ἠπάτησε . νῦν δὲ ἀνελόντι πιστεύειν καὶ συγχωρεῖν τὴν αἵρεσιν : εἶτα ὅσα ἐκ |
, ὡς ἀπ ' ἀρχῆς τοιαύτης καὶ πηγῆς ῥέον . Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι | ||
. λέγε οὖν βλὰξ καὶ βλακικὸν ὡς οἱ ἀρχαῖοι . Ἑκὼν εἶναι : καὶ περὶ τούτου ἰδιώτης μὲν οὐκ ἂν |
ἐλεήμων : δέον εἰπεῖν “ ἥττων ” φησὶν Γ “ ἐλεήμων ” . Γ ὡς . . . ἀεὶ ] | ||
τήνδ ' , ἵνα σπένδειν ἔχῃς . Οἴμ ' ὡς ἐλεήμων εἴμ ' ἀεὶ τῶν χρυσίδων . Ὑμέτερον ἐντεῦθεν ἔργον |
πατρὶ τῷ Ἁγνίου , ἀδελφὴ δ ' ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία Φυλομάχη ἡ μήτηρ ἡ Εὐβουλίδου τοῦ πατρὸς τοῦ Φυλομάχης τῆς | ||
ἐστιν ὁ κλῆρος , οὐδ ' ἡ ἀδελφὴ ἡ Πολέμωνος Φυλομάχη τηθίς , ἢ ὡς Εὐβουλίδης οὐκ ἦν Φυλομάχης υἱὸς |
δὲ ὅτι καὶ θελήσαντάς τινας φιλόσοφα ἀναγνῶναι προσήνεγκεν Ἀνύτῳ καὶ Μελήτῳ λέγων παιδεύσατε τοὺς νέους : τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων | ||
ἦν Σωκράτει μὴ τοῖς Ἀθηναίων δικασταῖς ἀπολογεῖσθαι , ἀλλὰ μήτε Μελήτῳ ἀπεχθάνεσθαι , μήτε ἐλέγχειν Ἄνυτον , μήτε παρέχειν πράγματα |
ὑπεραμφισβητῶ , μέτειμι , μεταδιώκω : ἡ γὰρ ἀμφισβήτησις καὶ ἐπιδικασία καὶ μέθοδος ἑτέροις μᾶλλον προσήκουσιν , ἡ δὲ μεταδίωξις | ||
ὁμοπάτριον Φιλάγρῳ τῷ πατρὶ τῷ Εὐβουλίδου : καὶ ὁπότε ἡ ἐπιδικασία ἦν τοῦ κλήρου τοῦ Ἁγνίου Εὐβουλίδῃ πρὸς Γλαύκωνα , |
ἐν μέσῳ . οὔτε γὰρ οἴκτῳ τῶν δεομένων ἠδίκησας τὴν πλουτοῦσαν μερίδα οὔτε χάριτι τῶν εὐπορούντων τοὺς ἐν ἐνδείᾳ προήχθης | ||
ὁ μετριώτατον λαβών . ὅστις γυναῖκ ' ἐπίκληρον ἐπιθυμεῖ λαβεῖν πλουτοῦσαν , ἤτοι μῆνιν ἐκτίνει θεῶν ἢ βούλετ ' ἀτυχεῖν |
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει | ||
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη |
εὔνοος καὶ τὸ συγκριτικὸν εὐνοώτερος , τὸ δὲ συνῃρημένον σχῆμα εὐνούστερος καὶ οὐχὶ εὐνούτερος . ῥητέον οὖν ὅτι ὅσα μὲν | ||
δύναται πολλάκις ὁ ἕτερος παρασχόμενος μαρτυρίαν , ὡς περὶ αὐτὸν εὐνούστερος ἦν ὁ πατὴρ , διαφοράν τινα ἐμποιεῖν : ὁ |
. ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος , καὶ κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης . τίς | ||
εἶναι αὐτῶν ἓν μνῆμα , ἐν ᾧ γέγραπται : Σᾶμος Πόδαργος Λάμπος Ἄλκιμος Θόας . Θύρσις ὅδ ' ὡξ Αἴτνας |
, ὅτι οὐκ ἦν τῷ Πολέμωνι τῷ τοῦ Ἁγνίου υἱεῖ ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία ἀδελφή , καὶ πάλιν προσποιούμενος τοῦ αὐτοῦ | ||
τῷ Ἁγνίᾳ Πολέμων καὶ θυγάτηρ Φυλομάχη , ἀδελφὴ τοῦ Πολέμωνος ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία : τοῦ δὲ Στρατίου ἐγένοντο τοῦ ἀδελφοῦ |
κατ ' Ἀριστογείτονος , εἰ γνήσιος . μάντις ἦν ἡ Θεωρὶς , καὶ ἀσεβείας κριθεῖσα ἀπέθανεν , ὡς καὶ Φιλόχορος | ||
κατ ' Ἀριστογείτονος , εἰ γνήσιος . μάντις ἦν ἡ Θεωρὶς , καὶ ἀσεβείας κριθεῖσα ἀπέθανεν , ὡς καὶ Φιλόχορος |
– – – – ] ἆγον , πατὴρ δ ' εὔβουλος ἥρως πάντα σάμαινεν Πριάμῳ βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν | ||
εἰς τὸν ἐκείνου ἀπαρτισμὸν συμβαλλόμενον . ἔστι τοίνυν ἁπλῶς μὲν εὔβουλος ὅ τε ἀπλανῶς τὸ ἁπλῶς τέλος εἰδὼς καὶ ὀρθῶς |
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
λαβὼν τῶν γινομένων καὶ προαναπεφωνημένων οὐκ ἀπιστῶ , ἀλλὰ πιστεύω πειθαρχῶν θεῷ : ᾧ , εἰ βούλει , καὶ σὺ | ||
γυμνός : προσιὼν δὲ ῥοπάλοις τὴν τελευτὴν ἀντηλλάσσετο . ἐχθροῖς πειθαρχῶν ὑποστήσῃ τὸν κίνδυνον . γῆρας ἐλύπει τὸν λέοντα καὶ |
λόγος οὕτως : τί τὸ αὐτὸ θηρίον ἐν παντὶ τόπῳ δυστυχεῖ περὶ τὰ πολεμικὰ καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν ναυμαχίᾳ | ||
οὐκ ἀντιθεραπεύεται , ἐλέγχει τὸ ἄνισον . Ὁ φίλος λανθάνων δυστυχεῖ , ὁ κόλαξ μὴ λανθάνων . Φιλία βασανιζομένη κρατύνεται |
. . . . μόνῳ δ ' ἰατρῷ τοῦτο καὶ συνηγόρῳ ἔξεστ ' , ἀποκτείνειν μέν , ἀποθνῄσκειν δὲ μή | ||
κακῶς μηδεὶς ἔχῃ . Μόνῳ δ ' ἰατρῷ τοῦτο καὶ συνηγόρῳ ἔξεστ ' , ἀποκτείνειν μὲν ἀποθνήσκειν δὲ μή . |
πλάττουσι γὰρ τὸν Ἀρράβιον ἄμφω . Βασσιανὸς καὶ ἡ τούτου τηθὶς συγγενεῖς τε ἄμφω μοι καὶ τιμῆς ἀξίω καὶ ὅ | ||
μάμμη , καὶ μαῖα , ἡ τοῦ πατρὸς μήτηρ : τηθὶς , ἡ μητρὸς ἢ πατρὸς ἀδελφή . Πίνδαρος δὲ |
ταραχῆς . . θερμῆς ] καυστικῆς . . ἀπλήστου ] ἀχορτάστου . . ἀκορέστου , ἀκρατήτου : τὸ γὰρ πῦρ | ||
κρίνεται . Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον : ἔλεγχός ἐστι τῆς ἀχορτάστου τύχης . Καιρῷ τὸν εὐτυχοῦντα κολακεύων φίλος , καιροῦ |
: ἰδίως δὲ ἀνεψιοὶ οἱ τοῦ ἀδελφοῦ παῖδες . ἡ ἀδελφιδὴ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς θυγάτηρ ἐστίν , ἣν καὶ ἀνεψιὰν | ||
: ἰδίως δὲ ἀνεψιοὶ οἱ τοῦ ἀδελφοῦ παῖδες . ἡ ἀδελφιδὴ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς θυγάτηρ ἐστίν , ἣν καὶ ἀνεψιὰν |
ἡδοναῖς κωλύεται χρῆσθαι : μισεῖ καὶ Χριστιανοὺς ὁ κόσμος μηδὲν ἀδικούμενος , ὅτι ταῖς ἡδοναῖς ἀντιτάσσονται . Ἡ ψυχὴ τὴν | ||
καὶ ἄκων τὰ ἄδικα πάσχων καὶ βλαπτόμενος ἁπλῶς ἂν εἴη ἀδικούμενος , ἀντικείμενος τῷ ἁπλῶς ἀδικοῦντι καὶ τούτων ὡς ὁ |
δὲ ὅτι καὶ ἑτέρα ἐν τῇ Λέσβῳ ἐγένετο Σαπφώ , ἑταίρα , οὐ ποιήτρια . Λέγει Ἡσίοδος , τὴν ἀηδόνα | ||
: ὄνομα κύριον , τὸ γένος Καρύστιος . Γλυκέρα : ἑταίρα τις . Γνῶσις : ἀντὶ τοῦ κρίσις Δημοσθένης ἐν |
. ἐὰν γὰρ τῶν ἐρωτήσεων ἡ ἑτέρα ῥᾳδία ᾖ τῷ ἐχθρῷ πρὸς ἀπόκρισιν , σοὶ δὲ δύσλυτος , πάντως ἡττήσῃ | ||
, ῥᾳδίως ἡμᾶς τοῦ ἐξοστρακισμοῦ ἀπολύσειν : μαχεῖσθαι γὰρ τῷ ἐχθρῷ ἡμῶν Ἀριστείδῃ ἐλέγετε καὶ πρὸς τὰ ἐναντία τὸ πλῆθος |
ἐγκοιμᾶσθαι . . . . , . . Ι . πολύδωρος Πηνελόπεια . † ) ἡ πολλοῖς δώροις γαμηθεῖσα . | ||
φίλον θάλος , ὃν τέκον αὐτή , οὐδ ' ἄλοχος πολύδωρος : ἄνευθε δέ σε μέγα νῶϊν Ἀργείων παρὰ νηυσὶ |
. λέγεται δὲ κατ ' ἔλλειψιν τοῦ Κ Ὀροπαῖος . Κορόπη δὲ Θεσσαλίας πόλις βέλτιον δ ' ὑπονοεῖν , ὅτι | ||
' ἧστινος , ἢ ὅπου Κοροπαῖος : τινὲς Θεσσαλικός . Κορόπη γὰρ πόλις Θεσσαλίας . γράφεται καὶ Ὀρόπειος : Ὀρόπεια |
ἀλλὰ καὶ παρθένους ἀνδράσιν ὁμοίας , δωρεῖται τὴν κόρην ἵππῳ πολεμιστῇ φαλάροις κεκοσμημένῳ διαπρεπέσι . μετὰ δὲ τὴν ἐκκλησίαν τὰ | ||
βασιλικῷ καὶ καλῷ καὶ ἐνδόξῳ , ὁ δ ' Ἄρεος πολεμιστῇ καὶ κλέπτῃ καὶ φονίσκῳ , ὁ δὲ καλοῦ καὶ |
Λείπει σκόπει . ὁρᾷς θέαμα : Λίαν ἀσφαλῶς ὁ Ἥφαιστος πεδῶν τὸν Προμηθέα , φησίν : ὁρᾷς θέαμα ὀδυνηρὸν καὶ | ||
προδοσίαν : ὅπου καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ παιδεύων ξύλου καὶ πεδῶν ἠνείχετο : καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἔμπουσα ἐκαλεῖτο καὶ |
βέλτισθ ' : ὡς ἄπιστόν ἐστ ' ἔρως κἀν τῷ κακίστῳ τῶν φρενῶν οἰκεῖν φιλεῖ . οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλύει | ||
πολῖται οὐ δώσουσιν Ἱπποκράτεα , οὐδὲ εἰ μέλλοιεν ὀλέθρῳ τῷ κακίστῳ ἀπολεῖσθαι . Καὶ γὰρ Δαρείου καὶ Ξέρξου ἀπὸ πατέρων |
Μόθων : Φλύαρος , αἰσχρὸς , ἄτιμος , φορτικὸς , δουλοπρεπὴς , ἀπὸ Μόθωνος τινὸς αἰσχροποιοῦ . . μόθων : | ||
καὶ κάκιστα ἀπώλλυον . ἀντὶ δὲ Φιλίας Κολακεία παρῆν , δουλοπρεπὴς καὶ ἀνελεύθερος , οὐδεμιᾶς ἧττον ἐπιβουλεύουσα ἐκείνων , ἀλλὰ |
δὲ Κλεοπάτρα καὶ ἄλλα εἰργάσατο ἀσεβείας ἐχόμενα , ἅ μοι σιγῶντι κόσμον φέρει . ἡ οὖν Κλεοπάτρα καὶ τοὺς Ἠλείους | ||
Ἐπέστειλά σοι γαμοῦντι , καὶ συγγνώμην ἔχω μετὰ τὸν γάμον σιγῶντι : οὐδὲ γάρ ἐστιν , ὡς ἔοικεν , οὐδενὶ |
ἄθλου ἐκστῆναι τῷ μετ ' αὐτὸν κριθέντι Καλαμόδρυι τῷ Κυζικηνῷ ἀθλητῇ . καὶ Τιμοκρέων δ ' ὁ Ῥόδιος ποιητὴς καὶ | ||
ἄθλου ἐκστῆναι τῷ μετ ' αὐτὸν κριθέντι Καλαμόδρυϊ τῷ Κυζικηνῷ ἀθλητῇ . : Μιθριδάτου δ ' ἀναγράφει κόλακα Σωσίπατρον , |
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
, τὰ δὲ μὴ ποίει . καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται : εἰ δὲ μή , ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ | ||
συμφήσει : ἢ πῶς ; Ἐάν μοι , ἔφη , πείθηται . Ἔστιν οὖν , εἶπον , ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ |
καὶ ὁσιότητος ἀρχηγοὶ ἐγένοντο . : Μνασέας δ ' ὁ Πατρεὺς ἐν τῷ Περίπλῳ τοὺς ἐν τῷ Κλείτορι ποταμῷ φησιν | ||
: μέμνηται Μνασέας . . . . : Μνασέας ὁ Πατρεὺς ἐν τῇ τῶν Δελφικῶν χρησμῶν συναγωγῇ Εὐρυστέρνας ἱερόν φησιν |
τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο | ||
διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον |
ἐπιδικάζεσθαι Φυλομάχης τῆς τουτουὶ μητρὸς τοῦ παιδός , Ἁγνίου δὲ ἀνεψιοῦ παιδὸς οὔσης πρὸς πατρός , ἐγὼ μὲν ἧκον φοβούμενος | ||
γέγονε : ταῦτα γὰρ αὐτῶι Καμβύσης διὰ Ἰζαβάτου τοῦ Κομβάφεως ἀνεψιοῦ συνέθετο , καὶ αὐτὸς δὲ οἰκειοφώνως ὕστερον . ζωγρίαν |
Πύλον ἐκ Φυλάκης καὶ ἐτείσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα , κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα ἠγάγετο πρὸς δώμαθ ' : ὁ δ | ||
ἐν μαλακοῖσιν , ἐπὶ ψαμάθοις ' ἁλίῃσι , πάρ τε κασιγνήτῳ Θρασυμήδεϊ καὶ πατέρι ᾧ . δῶκε δ ' ἄρα |
ἔθνος αὐτὸν ὅλον μῆνα δακρυρροοῦν ἐπένθησεν ἴδιον καὶ κοινὸν πένθος ἐπιδειξάμενον ἕνεκα τῆς ἀλέκτου καὶ πρὸς ἕνα ἕκαστον καὶ πρὸς | ||
τὸ χωρίον : ἔλαθεν οὖν αὐτὸν διαλυθεῖσα ἡ πανήγυρις οὐκ ἐπιδειξάμενον τὰς ἱστορίας . Εἰς Τροιζῆνα δεῖ σε βαδίζειν : |
Ἄνθρωπε , ὕδωρ ἔχεις , πλῦνον αὐτόν . ἰδοὺ νέος ἀξιέραστος , ἰδοὺ πρεσβύτης ἄξιος τοῦ ἐρᾶν καὶ ἀντερᾶσθαι , | ||
Μωυσέως γνωρίμων συνόλως θεοῦ προσρήσεως ἀλογεῖν : ἀξιονικοτάτη γὰρ καὶ ἀξιέραστος ἡ κλῆσις . εἰ δέ τις οὐ λέγω βλασφημήσειεν |
τῶι ποιητῆι τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσαρεστούμενον τῶι Ἄρει καὶ λέγοντα ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν , οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν : | ||
παρὰ τὸ ἐχθρὸς ἐχθρότατος ἐχθρίων καὶ ἀποβολῇ τοῦ ρ ἐχθίων ἔχθιστος . . . . . ζαὴν ἄνεμον : ζαὴν |
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ | ||
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ |
τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως | ||
' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους , |
, τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου , | ||
καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους |
καὶ πιστὸς ἑταῖρος : τῆς δὲ φυγῆς ἐστιν τοῦτ ' ἀνιηρότατον . μήποτε φεύγοντ ' ἄνδρα ἐπ ' ἐλπίδι , | ||
: ἢν δὲ διώκων μὴ τελέσηι , πάντων τοῦτ ' ἀνιηρότατον . Αἰεὶ παιδοφίληισιν ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι κεῖται δύσμορον , |
πανδίκως ] πανδικαίως . ψευδώνυμος ] ψευδῶς ὀνομαζομένη δίκη . ψευδώνυμος ] ψευδῶς ἔχουσα τὸ ὄνομα . ψευδώνυμος ] ψευδομένη | ||
παραπετάσματος . οὕτω δὴ βασιλεὺς ὁ τῷ ὄντι καὶ οὐ ψευδώνυμος αὐτὸς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἐνδείκνυσθαι ἐπιθυμήσας φιλοσοφίαν τῷ λόγῳ |
ἀκούειν ] πάρεστιν . γινώσκετε . τροπαιουχήσας . ἔσεται . κατάδικος . τιμωρητέος , δίκας ὀφείλων . μεμπτός : διὰ | ||
πράγματα αἵρεσις , καταδίκη , κατάγνωσις , καὶ ὁ ἀνὴρ κατάδικος : ἀπὸ μὲν τούτου μόνου ὄνομα , τὰ δ |
. διαμαρτυρία καὶ διαμαρτυρεῖν : τρόπος τις ἦν παραγραφῆς ἡ διαμαρτυρία : . . . Δείναρχος μέντοι τὸ διαμαρτυρῆσαι τέθεικεν | ||
ἁμωσγέπως . . . ἀνάκρισις , Ἀνθήνη , ἀποστασίου , διαμαρτυρία . . . ἐρανίζοντες . Λυσίας ἐν τῷ κατὰ |
ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία , καὶ ὅτι ἀδελφὸς οὐδεὶς πώποτε γένοιτο Πολέμωνι τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου . Τὸ πρότερον , ὦ | ||
παρόντι τότε καιρῷ τοὺς δικαστάς , οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου τὸ παράπαν οὐδεμία γένοιτο ἀδελφὴ |
ἀστυγείτονας , ἐὰν λιμῷ πιεσθῶσι , τρέφουσι . Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν : ἵππῳ δὲ Πόδαργος : καὶ | ||
τῷ δεσπότῃ συντέθαπται , καθάπερ μηνύει τοὐπίγραμμα : ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος καὶ κυνὶ |
ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα | ||
ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ; |
' . Ἀγοράκριτος : ἐν τἀγορᾷ γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί . | ||
] ἐκδίδωμι . Γ παραδίδωμι ] ἤγουν σοί , τῷ Ἀγορακρίτῳ . Γ τὸν Παφλαγόνα ] τὸν Κλέωνα . παραδίδωμι |
τεθραμμένος , ὃν οἱ πολλοὶ μαμμόθρεπτον λέγουσιν . τήθη : μάμμη , ἡ πατρὸς ἢ μητρὸς μήτηρ . τηθίς : | ||
τοῦ μέμφονται , κατ ' εὐφημισμόν . τήθη . ἡ μάμμη . τίτθη ἡ τροφός . κορυζῶντα . μωραίνοντα , |
τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον : βὰν δ ' ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο | ||
ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και |
ποιμνίου διαφυγεῖν τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀλκτῆρας , ποιμένα δὲ ὀλίγωρον ἢ κακοῦργον οὔτε ἐκφυγεῖν δυνατὸν τοῖς βοσκήμασιν οὔτε ἀλέξεσθαι | ||
δήμου καθάπερ κοσμήματος καὶ κτήματος οὐ ῥᾴδιον ἦν τὸν θνητὸν ὀλίγωρον γενέσθαι . τῶν δὲ Γαλατῶν οἱ Σκορδίσται καλούμενοι χρυσὸν |
διαθήκην ἄκυρον ποιήσειν . Πολλῶν δὲ καὶ δεινῶν ὄντων ἃ διαμεμαρτύρηκεν Ἀνδροκλῆς , τοῦτ ' αὐτὸ πρῶτον ἐπιδείξω ὑμῖν , | ||
περὶ γὰρ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται νυνί . Οὐκοῦν δήπου διαμεμαρτύρηκεν οὑτοσί , ὡς ἀκηκόατε , μὴ ἐπίδικον εἶναι τὸν |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
: φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν | ||
ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον |
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | ||
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς |
ὠλιγώρησας μὲν ἀνδρὸς καινὰς δὲ ἐζήλωσας ἐπιθυμίας ἢ ἐρασθεῖσα ἢ ἐρασθέντι ἐνδοῦσα , τὰ ἀναγκαιότατα καὶ φίλτατα προδοῦσα καὶ νοθεύσασα | ||
ἐκ τοῦ θεοῦ τὸ μήνιμα , ἐδήλωσε δὲ καὶ ὡς ἐρασθέντι Φώκῳ τῷ Ὀρνυτίωνος συνῴκησε καὶ τέθαπται ὁμοῦ τῷ Φώκῳ |
ἐγώ , ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι καὶ λέγειν ὡς πονηρότερος καὶ ἀδικώτερος γίγνεται ὁ ἀποθνῄσκων , ἵνα δὴ μὴ | ||
ἱερά , ἢ Βάτραχος τοὺς ἀνθρώπους . ὅστις οὖν καὶ πονηρότερος καὶ ἀμαθέστερος Βατράχου ἐστί , πάνυ δεῖ ἀγαπητῶς ὑφ |
δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος , οἷον οἱ μονομάχοι ἀπαρασκεύαστοι . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει : ἀνδρεία μὲν γὰρ σώματος δύναμις ἐπαινουμένη | ||
ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος |
' ἐς ὑμᾶς : παῖδα δ ' οὔτ ' ἐμὴν κτενῶ οὔτ ' ἄλλον ἀστῶν τῶν ἐμῶν ἀναγκάσω ἄκονθ ' | ||
τάδ ' ἧι , τότ ' οἴσομεν : σὲ δὲ κτενῶ . ἧ καὶ νεοσσὸν τόνδ ' , ὑπὸ πτερῶν |
πολίτης μαθὼν τὴν παρὰ τοῦ δήμου δωρεὰν συνεπιδέδωκεν ἑαυτὸν τῷ πλουσίῳ τῇ τελευτῇ : ἔστι δὲ καὶ ἡ ἄλλη ἔννοια | ||
' ἀνδρί μ ' , ὡς φής , ἐκδίδως νῦν πλουσίῳ , ἵνα μὴ καταζῶ τὸν βίον λυπουμένη . καὶ |
ψήφοις ἀκολουθεῖν , καὶ οὔτ ' ἐκείνου ψέγοντος ἐπῄνεσα ἂν ἐπαινοῦντί τε συμπνεῖν ἔδει . ταὐτὰ δέ μοι καὶ παρ | ||
ψήφοις ἀκολουθεῖν , καὶ οὔτ ' ἐκείνου ψέγοντος ἐπῄνεσα ἂν ἐπαινοῦντί τε συμπνεῖν ἔδει . ταὐτὰ δέ μοι καὶ παρ |
οἷον τὸ μηδέν . Γ Κόννος εὐτελής . Γ ⌈ Κόννος γὰρ Γ [ οὗτος ] τὰ πατρῷα κατέφαγε καὶ | ||
δὲ ὡς περὶ πενήτων . Γ τραγαλίζοντα : ἐσθίοντα . Κόννος ? [ ] κιθαρῳδὸς ἦν πϚ * * . |
, ὁπωσοῦν ἐπαινέσαι καὶ εὐφρᾶναι τὸν ἐπαινούμενον , καὶ εἰ ψευσαμένῳ ὑπάρχει τυχεῖν τοῦ τέλους , ὀλίγον ἂν φροντίσειεν . | ||
δυνάμενοι λῃτουργεῖν τοῖς σώμασιν . ἵνα οὖν μὴ ἐγγένηται αὐτῷ ψευσαμένῳ ἐξαπατῆσαι , καὶ περὶ τούτων ἤδη σαφῶς ὑμῖν ἀποδείξω |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ | ||
τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος . |
. . † Ἀτρῶιος : εἴρηται περὶ τούτου εἰς τὸ ἀθῷος . Ἀτρείδηισι , Θήβηισι , πύληισι : ἔχουσι τὸ | ||
Δυσκόλου Μενάνδρου βρενθυόμενος λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη . |
τοῦτο , εἴπερ τι ἄλλο , ἔδοξε δημοτικόν τε καὶ φιλέταιρον πρᾶξαι Ἀλέξανδρον . οἱ δὲ παραλαβόντες ἀπῆγον τὴν αὑτοῦ | ||
τοῖς τοιούτοις χρησιμώτερον γένος . εἰ δ ' ἐστὶ τὸ φιλέταιρον ἕν τι τῶν καλῶν , ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ |
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους | ||
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ |
στέφανον ὑπισχνούμενος φιλοτιμίας μισθόνεἰ τοίνυν πάνδημον εἰσφορὰν τῆς χρείας εἰσπραττομένης φιλόδωρός τις ἀνὴρ καὶ πλούτῳ πολὺς ἧκεν οἴκοθεν ἄγων τὸν | ||
αἰδοῦς τε σοβαρωτέραις . , . . Θεαγένης ἦν γὰρ φιλόδωρός τε καὶ μεγαλόδωρος εἰς ὑπερβολήν . ἀναλοῦτο δὲ αὐτῷ |
φίλος σου κατὰ φίλου μέλλῃ λέγειν , μὴ τῷ λόγῳ πίστευε , ἀλλ ' αὐτὸν σκόπει . ὁ γὰρ προχείρως | ||
τὸν ἄνθρωπον τὸν λέγοντα ἑαυτὸν πνευματοφόρον εἶναι . σὺ δὲ πίστευε τῷ πνεύματι τῷ ἐρχομένῳ ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἔχοντι |
] ἡ ⌈ κατ ' οἶκον διάκονος , ⌈ ἡ θεράπαινα . οἱ δὲ ὄνομα . ἡ σηκὶς : σηκίδα | ||
οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ |
αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
ἄλλο δοκεῖν ποιεῖ : ὁ μὲν γὰρ κατήγορος καὶ σιωπῶν ἀξιόπιστος , σὺ δὲ Ἕλλην καὶ ῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ | ||
' ἔχων χρυσίου : καὶ ἡ τῶν ἐκ προνοίας φόνων ἀξιόπιστος οὖσα βουλὴ τὸ δίκαιον καὶ τἀληθὲς εὑρεῖν , καὶ |