κακῶς , οἷον πρὸς τὸ ὀργισθῆναι εἰ μὲν σφοδρῶς καὶ ἀσχέτως ἔχομεν ἢ τοὐναντίον ἀνειμένως καὶ μαλακῶς , κακῶς ἔχομεν | ||
: βιαζόμενος . δῦναι : εἰσελθεῖν . Ἄσχετα μαιμώων : ἀσχέτως προθυμούμενος . κέκλεται : καλεῖ , καὶ προσκαλεῖται . |
Δίωι παιδὶ συναντλεῖ ; καὶ μὰν τόνδ ' ἄθρησον πτεροῦντος ἔφεδρον ἵππου : τὰν πῦρ πνέουσαν ἐναίρει τρισώματον ἀλκάν . | ||
τῶν ὀνομαζομένων Γοργόνων , οὐσῶν πλησιοχώρων , καὶ τὸ σύνολον ἔφεδρον ἐχόντων τοῦτο τὸ ἔθνος , φασὶν ἀξιωθεῖσαν τὴν Μύριναν |
οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν ἐρίφων βληχὴν ἤκουσεν : | ||
οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν ἐρίφων βληχὴν ἤκουσεν : |
τοῦτο δὲ ὑπὸ πολλῆς ὀργῆς συμβαίνει γίνεσθαι : ἄλλως : προνωπής ἀναιδής , παρὰ τὸ ἔμπροσθεν εἶναι τῶν ὠπῶν καὶ | ||
ὀργῆς : εὐκατάφορος ἕτοιμος πρόχειρος . ἢ εὐχερής : ἄγαν προνωπής : προπετὴς καὶ εἰς τοὔμπροσθεν φερόμενος . τοῦτο δὲ |
ἀνεμώλια μάταια , ἀνεμώδη , ἀπὸ τοῦ μετὰ τῶν ἀνέμων μολίσκειν , οἷον ἀνεμοφόρητα : “ ἀνεμώλια γάρ μοι ὀπήδει | ||
τῆς μάχης , ἢ οἷον μώλυσις , ἢ παρὰ τὸ μολίσκειν εἰς τὴν μάχην : μῶλον γὰρ Ἄρηος συνήθως λέγει |
γλίσχρον , ἔτι δ ' ἃ μαλακόφλοια καὶ ὁμοιόφλοια καὶ ὁμοιοπαθῆ : διὸ καὶ εἰς τὰ παραπλήσια φύσει καὶ ἡλικίᾳ | ||
ἄλλην τινὰ τοιαύτην διάθεσιν ἐξεδήλωσεν ἀεὶ τὴν ἐπιοῦσαν πνοήν : ὁμοιοπαθῆ γὰρ τὰ κατὰ τὸν ἀέρα καὶ προτερεῖ τῶν ἀνέμων |
καταφθείρειν . μεγάλης δὲ δόξης τυχόντα , καὶ γήρᾳ μέλλοντα καταστρέφειν τὸν βίον , ἀρὰν θέσθαι παραστησάμενον τὸν διαδεχόμενον τὴν | ||
τὸν μὲν νέον καλῶς ζῆν , τὸν δὲ γέροντα καλῶς καταστρέφειν εὐήθης ἐστὶν οὐ μόνον διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν |
διὰ κενεαγγείην ἀσθενεῦνται , αἵ τε δι ' ἄλλον τινὰ ἐρεθισμὸν , αἵ τε διὰ πόνον καὶ ὑπὸ ὀξύτητος τῆς | ||
καὶ σομφώδεις . τὸ σὸν γὰρ ἄνθος : Ταῦτα πρὸς ἐρεθισμὸν τοῦ Ἡφαίστου φασὶ τὸ Κράτος καὶ ἡ Βία , |
τούτου πρὸς τὸν Ἅιδην χωρεῖ : ἣν ναῦν θεωρίδα καλεῖ ἄστονον , ἤτοι κακοστένακτον , ἢ ἄστολον καὶ κακῶς ἐσταλμένον | ||
] διέρχεται . θ ἀμείβεται ] + διαβιβάζει . τὰν ἄστονον ] τὴν πολύστονον . ναύστολον θεωρίδα : τὴν τοῦ |
τῶν στηθέων καὶ πλευμόνων οἷον γαστὴρ τρυλλίζει , καὶ ἐμέει λάπην ὀξείην , καὶ τὸ ἔμεσμα ἢν ἐκχέῃς χαμάζε , | ||
καὶ ἐμέει ἄλλοτε ἀλλοῖα , καὶ χολὴν καὶ σίαλα καὶ λάπην καὶ δριμὺ , καὶ ἐπὴν ἐμέσῃ , ῥᾴων δοκέει |
Ἀμαῖα γὰρ ἡ Δημήτηρ , Ἀζησία δὲ ἡ Κόρη . Ἅμαξα τὸν βοῦν ἕλκει : ἐπὶ τῶν ἀντιστρόφως τι ποιούντων | ||
σωτὸς , ἄσωτος : ὡς πληρώσω πληρωτὸς , ἀπλήρωτος . Ἅμαξα , ἄξω , ἄξα : ἅμαξα σύνθετον . Ἄρδην |
δὲ ὑπὸ τοῦ γου καὶ τοῦ αου τῶν τριῶν εἶναι επλ . . Ἐπεὶ οὖν ὁ ὑπὸ δύο ὁποιωνοῦν πρὸς | ||
Μο κε . καὶ μένει ὁ μείζων τοῦ ἐλάσσονος ὢν επλ . , ἡ δὲ ὑπεροχὴ γίνεται Μο κ . |
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
φησὶ δὲ Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου , ὅτι ξηραινόμενον εἰς ἔχιν μεταβάλλει . οὐδ ' ἐπιτυμβίδιαι : ἢ ὅτι τοῖς | ||
, μόνον δὲ διὰ μῖξιν κολακεύουσαν αὐτὸν βουλόμενοι σημῆναι , ἔχιν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γάρ , ὅταν συγγίνηται τῷ ἄρρενι |
αἴσθηται ἑαυτῆς πεπλησμένης , ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον , ζητεῖ φωλεόν . ἐντεῦθέν τοι καὶ κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ | ||
: στρωμνὴν ἐν δασεῖ κατεσκεύασεν καὶ ἔκτισεν * κοῖτον : φωλεόν * βαθεῖ : δασεῖ * ἐνεδείματο : ᾠκοδόμησεν * |
εὐφημισμὸν εἴρηται . Τιθωνοῦ γῆρας : ἐπὶ τῶν πολυχρονίων καὶ ὑπεργήρων τάττεται . Ἱστορεῖται δὲ , ὅτι Τιθωνὸς κατ ' | ||
μῦθος ἀνεπλάσθη . Τιθωνοῦ γῆρας : ἐπὶ τῶν πολυχρονίων καὶ ὑπεργήρων τάσσεται : ἱστορεῖται γάρ , ὅτι Τιθωνὸς ἐπιθυμίᾳ τοῦ |
ἐκ πάσης με χώρας ἐκβαλεῖν ; Οὔκουν ὑπόλοιπόν σοι τὸ βάραθρον γίγνεται ; Ἀλλ ' ἥτις εἶ λέγειν ς ' | ||
ἀμπεχόνην , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς |
ὑπομένωμεν . Αἴσωπος ὁ λογοποιὸς ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ δεσπότου εἰς μυλῶνα ἠρώτα : „ τί με ἄγεις ; „ ὁ | ||
ἀργαλέαν : ὡς δὲ ἥκομεν , εἰσάγει με εἰς τὸν μυλῶνα , καὶ ὁρῶ πολὺ πλῆθος ἔνδον ὁμοδούλων κτηνῶν , |
ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα περιβόλαια καλοῦσι βαίτας , | ||
τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον , οὐ τέ γε Λάκων τὰν βαίταν ἀπέδυς ' ὁ Καλαιθίδος : ἢ κατὰ τήνας τᾶς |
ἀΐδω ἴδηλον καὶ ἀΐδηλον , ὁ δὲ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ λέγει ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόν , τὸ σημαῖνον τὸ | ||
ἴδω ἴδηλος καὶ ἀΐδηλος , ὁ δὲ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ λέγει εἶναι ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόν τὸ σημαῖνον τὸ |
τίς ἐστιν . ὃς ἕλκει τὸ ἱμάτιον , ἵνα μὴ πονήσῃ τὴν ἀπὸ τοῦ αἴρειν λύπην , καὶ μιμούμενος τὸν | ||
πυρετοὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ γίγνονται . ὅταν πλέον τοῦ καιροῦ πονήσῃ , ὑπερεξήρηνε τὴν σάρκα . κενωθεῖσα δὲ τοῦ ὑγροῦ |
τῶν πυρετῶν τρομώδεις εἶεν , ἀλειφέσθωσάν τε καὶ εἰς ὑδρέλαιον ἐμβιβαζέσθωσαν μυρακόποις τε κεχρήσθωσαν καὶ δρωπακιζέσθωσαν τόν τε νῶτον καὶ | ||
ὑδρέλαιον καθιέμενοι , εἰ ἀσθενεῖς εἶεν , διὰ τῆς ἐνδρομίδος ἐμβιβαζέσθωσαν . ἀναμικτέον δὲ τὸ ἔλαιον ἀκριβῶς τῷ ὕδατι : |
θεῖον ἀπάνθισμα τῶν ἡρώων . καὶ εἴρηται ἄωτος ἀπὸ τοῦ ἄειν , ὅ ἐστι πνεῖν καὶ ὀδωδέναι . νότῳ τρίτον | ||
: αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος † ἀμερθείς . παρὰ τὸ ἄειν , ὅ ἐστι πνέειν , σημαίνει δὲ τὸ αἰών |
τριστοίχοις δεῖμα φέρον κεφαλαῖς . Ἔνθεν ἀοιδιάων μεγάλους ἀνέπεισεν ἄνακτας Ἀργιόπην μαλακοῦ πνεῦμα λαβεῖν βιότου . Οὐ μὴν οὐδ ' | ||
αὐτὸν Φιλάμμωνος καὶ Ἀργιόπης τῆς νύμφης εἶναι . τὴν δὲ Ἀργιόπην τέως μὲν περὶ τὸν Παρνασσὸν οἰκεῖν , ἐπεὶ δὲ |
ἀΐσσω , τὸ ὁρμῶ , . , . . Ἀΐδηλον ἀφανιστικόν : : σοὶ πάντες μαχόμεσθα , ἀντὶ τοῦ διὰ | ||
τούτων γάρ ἐστι τὸ ἐσθίειν : ἀγρίαις δὲ διὰ τὸ ἀφανιστικόν Σικελίας ] τῆς νήσου λευρὰς ] πλατείας γυίας ] |
τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ . Ἄλλο ἴσχαιμον . Μίσυος ὠμοῦ # α , πολυγόνου χυλοῦ ξηροῦ | ||
δ ' αἷμα : Διοκλῆς ἐπαοιδὴν παρέδωκε τὴν παρηγορίαν : ἴσχαιμον γὰρ εἶναι ταύτην , ὅταν τὸ πνεῦμα τοῦ τετρωμένου |
τῶν πραγμάτων τέμνειν ἄνωθεν ἀρξάμενον μέχρι τῶν λεπτοτάτων , εἰς τοὔσχατον δὲ αὐτὸ μηκέτι γίνεσθαι μηδὲ ἔχειν διαιρετὰ τὰ μέρη | ||
' ἐκεῖνο ὁρᾶν ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς μεγίστης εὐτυχίας εἰς τοὔσχατον ἦλθεν , οὕτως οὐδὲν ἀπεικὸς καὶ οὕτως πεπραγυῖαν ἀναστῆναι |
ΒΕΘ ἴση . δύο δὴ τρίγωνά ἐστι τὰ ΑΗΕ , ΒΕΘ τὰς δύο γωνίας δυσὶ γωνίαις ἴσας ἔχοντα ἑκατέραν ἑκατέρᾳ | ||
περιφέρεια τοιούτων γ νϚ , οἵων ἐστὶν ὁ περὶ τὸ ΒΕΘ ὀρθογώνιον κύκλος τξ : ὥστε καὶ ἡ ὑπὸ ΕΒΖ |
' ὕδωρ : οἱ δ ' ἐπὶ τῷ δύνουσιν , ὀϊόμενοι βόσιν εἶναι : τῶν δ ' ἕνα μοῦνον ἔλειπεν | ||
οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης , ἔνθα θοὰς νέας ἦγον , ὀϊόμενοι σκέπας εἶναι αὐτοφυοῦς ὅρμοιο , κακῷ δ ' ἐνέκυρσαν |
τοιῷδ ' ἀπαμείβετο μύθῳ : ποιμὴν εἰροπόκων ὀίων , συρικτὰ Μενάλκα , οὔποκα νικασεῖς μ ' , οὐδ ' εἴ | ||
νόμιον , ἐν ᾧ ἐστι : μακραὶ δρύες , ὦ Μενάλκα . Ἀριστόξενος δέ φησιν : ᾖδον αἱ ἀρχαῖαι καλύκην |
. Τοῖς δ ' ἴσον : προσυπακουστέον : τοῖς πολύποσιν ὅρμημα , τοῖς πολύποσιν , λείπει ὅρμημα . οἶμα : | ||
καὶ νεύρων κατεσκευασμένος ὑπὸ τῆς φύσεως πρὸς τὸ τῆς ἀναπνοῆς ὅρμημα . μθʹ . Καρδία ἐστὶ νευρώδης καὶ μυώδης καὶ |
] ὁρμητικὸν , θρασύν . ἀντέστη ] ἠναντίωτο . . σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι ] καταπληκτικαῖς γνάθοις . συρίζων ] ἐκπνέων . | ||
Διός θοῦρον ] τὸν ὁρμητικὸν καὶ θρασύν ἀντέστη ] ἠναντιώθη σμερδναῖσι ] καταπληκτικαῖς γαμφηλαῖσι ] σιαγόσι συρίζων ] ἐκπνέων : |
οὖρος , ὅ ἐστι φύλαξ , ὡς μεταφορικῶς ὁ ξύλινος ἐπίουρος . ἐπιρρήσεσκον ἐπεσπῶντο , ἐπέβαλλον . ἐπισκύνιον τὸ ὑπὲρ | ||
〚 ? 〛 Τὸν δ ' ὁ γέρων προσέειπε βοῶν ἐπίουρος ἀροτρεύς , παυσάμενος ἔργοιο τό οἱ μετὰ χερσὶν ἔκειτο |
ἀκροβόλων δ ' ἐπάλξεων λιθάς : λιθὰς δέ , ἤτοι σύρροια λίθων , ἔρχεται ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων καὶ τῶν μικρῶν | ||
καὶ ἀνάπτεται περὶ τὴν πόλιν . κῦμα ] πλῆθος , σύρροια . κῦμα ] ὄχλησις . δοχμολόφων : τῶν ἐπινευόντων |
καὶ βάψας εἰς μύρον τὸ πολυτελέστατον ἀπὸ δείπνου ἔπεμψε τῷ Ἀνταλκίδᾳ : καὶ πάντες ἐθαύμασαν τὴν φιλοφροσύνην . Ἦν δ | ||
δὲ παρατιθεμένων βασιλεῖ τούτῳ τινὰ ἀπὸ τῆς τραπέζης ἀπέστελλε . Ἀνταλκίδᾳ δὲ τῷ Λάκωνι τὸν αὑτοῦ στέφανον εἰς μύρον βάψας |
ἀγκώνων καὶ τῶν ἰγνύων ὑπὲρ τῶν γουνάτων , καὶ σικύας ἀείρειν ἐπάρας μαζοὺς ὑπ ' αὐτέους , ἄλλοτε μὲν ἐς | ||
ἀεικές : αἰσχρόν , καταγέλαστον . ἀναΐσσει : ἀνορμᾷ . ἀείρειν : προσφέρειν . ἀρτίως : ἀπηρτισμένως . ἀχιλληΐδες : |
α . * . Ἀτυχθείς : ἔστι τεύχω , τὸ ἐπιτυγχάνω , ὁ μέλλων τεύξω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔτυχον | ||
κυρόω μὲν κυρῶ τὸ βεβαιῶ , κυρέω δὲ κυρῶ τὸ ἐπιτυγχάνω ποιητικόν : καὶ δεσμέω δεσμῶ τὸ ἐμπεδῶ , δεσμόω |
: τὸ δ ' ἁλμυρὸν βαρὺ φύσει καὶ ἄτροφον ἔπειτα ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον : καταλειπόμενον οὖν καὶ οὐ συνελκόμενον ὑπὸ | ||
τι μέλλει γίνεσθαι μεταβλητικὸν εἶναι : τὸ δ ' ἁλμυρὸν ἀσαπὲς καὶ ἀμετάβλητον δι ' ὅπερ οὔτε φύεται οὐδὲν ἐξ |
κώλων ηʹ . ἄνια ] † λυπηρὰ ἢ ἀθεράπευτα . ψάλλ ' ] τέμνε , κόπτε . ἔθειραν ] τὴν | ||
νόμους . πρὸς Ἄρειον δὲ τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά τι αὐτὸν ψάλλ ' ἐς κόρακας ἔφη . ἐν Σικυῶνι δὲ πρὸς |
πλοῖον Φοινικικόν . Σκυτάλοις . ῥάβδοις . Γοργύνη . δεσμωτήριον ὑπόγαιον . Διφροφορευμένους . φορείοις φερομένους . Βαλανάγρας . κλεῖς | ||
ὁδοῦ διὰ τοῦ σπηλαίου φερούσης οὔτε ἕτοιμον ὂν πεισθῆναι θεῶν ὑπόγαιον εἶναί τινα οἴκησιν ἐς ἣν ἀθροίζεσθαι τὰς ψυχάς . |
ὑπὸ Διὸς ἐκεραυνώθη . Ἄρδυς Ἱπποκόωντος υἱὸς Ἥραν εἰς Ἄργος πορευομένην βιαζόμενος ὑπὸ Διὸς ἐκεραυνώθη . Φόρβας Θεσπρωτὸς Δημητρὸς ἐρασθεὶς | ||
τέκε λαμπράν τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων |
τὸ Υ σημεῖον , ὁ ΥΦ . Ἐπεὶ ὁ ἥλιος δύνας κατὰ τὸ Υ τὴν μετὰ τὴν Υ δύσιν ἀνατολὴν | ||
ὢν ὁ ἥλιος φανήσεται ἀνατέλλων . Ἐπεὶ οὖν ὁ ἥλιος δύνας κατὰ τὸ Η τὴν μετὰ τὴν Η δύσιν ἀνατολὴν |
καὶ ἐμπίπτοντα ἐς τὸν βόθρον , ἀλλ ' ἢ πέτραν ὑπελθὼν πολυσκεπῆ ἢ ἐν ἄμμῳ βαθείᾳ ἑαυτὸν ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει | ||
καὶ τὸ σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ |
αὐτοῦ διαστρέφεσθαι καὶ μηθὲν ἁρπάζειν : τὸν δὲ πλανηθέντα τὴν φήνην ὑποβάλλεσθαι . Καὶ τὸ ὅλως ἐπιεικῶς τοὺς γαμψώνυχας , | ||
ὁ μὲν περδικοθήρας καὶ ὠκύπτερος Ἀπόλλωνός ἐστι θεράπων φασί , φήνην δὲ καὶ ἅρπην Ἀθηνᾷ προσνέμουσιν , Ἑρμοῦ δὲ τὸν |
: τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν ] ϝελικὼν [ ] ἐ ! | ||
τὸ ἄγω ἀκτός καὶ ἄχθος , ὡς ἔχω ἑκτός καὶ κάθεκτος , τὸ ἀγόμενον καὶ βαρυνόμενον , . , . |
τὸν Νεῖλον πλεύσαντα εἰς τὴν Αἰθιοπίαν τὸν βασιλεύοντα τῶν Αἰθιόπων Ἠμαθίωνα κατάρχοντα μάχης ἀποκτεῖναι , τὸ δ ' ὕστατον ἐπανελθεῖν | ||
σύνευνον ἔσχεν ἡ Ἡμέρα , ἐξ οὗ γεννᾷ Μέμνονα καὶ Ἠμαθίωνα . ἀθάνατον δὲ τὸν Τιθωνὸν ποιήσασα ἐπελάθετο ποιῆσαι καὶ |
εἰδότες ὅκου γῆς εἴη οὔτε τολμῶντες ἐς ἀφανὲς χρῆμα ἀποστέλλειν ἀποικίην . Ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῦτα οὐκ ὗε τὴν | ||
διὰ τοῦ Ἕρμου πεδίου , ἀπικνέεται ἐς Νέον τεῖχος , ἀποικίην Κυμαίων . ᾠκίσθη δὲ τοῦτο τὸ χωρίον ὕστερον Κύμης |
# β , οἴνου αὐστηροῦ ξεστία γ . ἑψήσας εἰς ἀποτρίτωσιν δίδου ἐκ τοῦ οἴνου καθ ' ἡμέραν ἀπὸ μύστρου | ||
ὅλας κόψας ἐπίχεε ὕδατος # γ ὀμβρίου καὶ ἕψει εἰς ἀποτρίτωσιν , εἶτ ' ἐκθλίψας καὶ ῥίψας ἕψει πάλιν τὸ |
λογοποιός . ἀέσαι κοιμηθῆναι : “ ἔνθα δὲ νύκτ ' ἀέσαι , καὶ ὄτρυνε πόλιν εἴσω . ” καὶ πληθυντικῶς | ||
ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν . ἔνθα δὲ νύκτ ' ἀέσαι : τὸν δ ' ὀτρῦναι πόλιν εἴσω ἀγγελίην ἐρέοντα |
τρέποιντο , ἑαυτῶν δ ' ἀπέχοιντο . Τί δέ ; σκυλεύειν , ἦν δ ' ἐγώ , τοὺς τελευτήσαντας πλὴν | ||
προηγούμενον , ὡς ὅταν ἐναρίζειν λέγῃ τὸ φονεύειν ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος τρόπος ἡ μετωνυμία , |
ὁρᾶτε . οὐδένα πώποτ ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ φαλάγγιον , μηδὲ δάκοι : ἀλλ ' ὅμως ἅπαντα τὰ | ||
λεληθότως ἄγειν . . Ἐχόμενον δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ |
ἀντεγκληματικὴ ἡ ἀντίθεσις , ἀντέγκλημα ἡ στάσις : ἐὰν δὲ μεθίστησι τὴν αἰτίαν εἰς ἕτερον , μεταστατικὴ ἡ ἀντίθεσις , | ||
ζητήματι ᾧ προειρήκαμεν τῷ ἀναζεύξαντι Ἀρχιδάμῳ καὶ κρινομένῳ δημοσίων : μεθίστησι μὲν γὰρ τὸν ἐπὶ τὴν αἰτίαν καιρόν : ἐρεῖ |
ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τῇ μεγίστῃ τῶν ἐν Βιθυνίᾳ πόλεων μετεβλήθη τὸ ὄνομα , Ἀστακῷ τὰ πρὸ τούτου καλουμένῃ : | ||
ἐπειδὴ ὑπὸ Διὸς ἐρασθεῖσα Ἰὼ εἰς βοῦν ὑπ ' αὐτοῦ μετεβλήθη ἵνα λάθῃ τὴν Ἥραν , γνοῦσα αὕτη φύλακα ταύτῃ |
: παρὰ τὴν ἄλην . οἱ γὰρ φεύγοντες ἀλῶνται . Ἀλύειν , τὸ ἀπορεῖν τὴν ψυχὴν , καὶ ἐν πλάνῃ | ||
πλάνην : οἱ γὰρ φεύγοντες πλανῶνται , . , . Ἀλύειν : δηλοῖ τὸ δυσφορεῖν καὶ λυπεῖσθαι , δηλοῖ δὲ |
ἀνήγειρε , φρόνησιν δὲ καὶ δικαιοσύνην ἐπιστήμην τε καὶ σοφίαν ἐγρηγορυίας εἰς ὕπνον ἔτρεψεν . οὗ χάριν ἁγνεύειν οὐδένα πρὸ | ||
μοι καὶ παῖς αὐτῷ τρέφεται παρ ' ἐμοὶ φύσεώς τε ἐγρηγορυίας καὶ πονεῖν εἰδώς . τὸν δὲ Ἀχιλλίου τρόπον ἀρκεῖ |
τὴν ἄδικον κρίσιν αὐτῶν . . ῬΟΘΟΣ ἙΛΚΟΜΕΝΗΣ . Τὸν ῥόθον οἱ μὲν ἤκουσαν τὸν ψόφον , ὅθεν καὶ ῥόθιον | ||
, αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν τῆς θαλάσσης ῥαιβοῖσι δὲ |
παῖδες οἱ δὲ Κορύβαντες Θαλείας καὶ Ἀπόλλωνος . ἠμάθυνεν * ἄμαθον * ἄμμον ἐποίησε , κατέκλυσεν . ἄμαθος δὲ δι | ||
ἀφανίζειν 〚 καὶ κόνιν ποιεῖν 〛 , τουτέστιν τὸ εἰς ἄμαθον διαλύειν καὶ λεπτύνειν καὶ κόνιν ποιεῖν : παρὰ τὴν |
Ζυγὸς τὴν Σελήνην ἔχων ἢ τὸν ὡροσκόπον ἐπανάγει μὲν τὸν δραπέτην ἀλλὰ προφασιζόμενόν τι καὶ δικαιολογούμενον ὑπὲρ τοῦ εὐλόγως πεφευγέναι | ||
τὸν ὡροσκόπον ἐν μὲν ταῖς πρώταις ιε μοίραις ἐπανάγει τὸν δραπέτην , ἐν δὲ ταῖς ὑστέραις ἀφανίζει αὐτόν . Ἰχθύες |
ἀφανιστικόν . οὕτως Αἰσχύλος : . . Α . : ἀϊδνόν : μέλαν , ἢ ἀφανιστικόν . Συναγ . λέξ | ||
ὁ δὲ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ λέγει ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόν , τὸ σημαῖνον τὸ ἀφανιστικόν , ὅπερ διὰ τοῦ |
γὰρ ἡ διατριβὴ Σωκράτους . αὐτὸν : ἀντὶ τοῦ ” Στρεψιάδην “ . οἷσπερ ἂν ξυγγένηται ] οἷς ἂν ἀντιταχθῇ | ||
ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ ζῶν , ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην τίς οὑτοσί ; εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν |
δὲ καὶ τὰς δικαστικὰς λέγει ψήφους , παίζων διὰ τὸ φιλόδικον αὐτῶν . τὸ δὲ φαύλως ἀντὶ τοῦ ἁπλῶς , | ||
δὲ “ τῶν δικῶν ” προσέθηκεν , ἵνα διαβάλλῃ τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων . ΓΘ ἄλλως : ἐν τῷ Πειραιεῖ |
. ἠϊόσιν : τοῖς αἰγιαλοῖς . Αἰγιαλὸς ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ ἀΐειν διὰ τὸ ἀνεπιπροσμάχητον , ἢ παρὰ τὸ δίκην αἰγὸς | ||
ἐπίθετον , ὃ δηλοῖ τὴν † ἐνυπόστατον κίνησιν : ἔνθεν ἀΐειν , τὸ ὁρμᾶν , καὶ ἀΐσσειν . οὕτως Μεθόδιος |
τὴν μὲν πλήρη , τὴν δὲ μαλακὴν καὶ ῥυσήν . Ὄρχις ἕτερος , ὃν σεραπιάδα ἔνιοι ἐκάλεσαν : τὰ δὲ | ||
ψυχρᾶς καὶ ξηρᾶς ἐστι κράσεως κατὰ τὴν πρώτην τάξιν . Ὄρχις , οἱ δὲ κυνὸς ὄρχις : ταύτης ἡ ῥίζα |
ἐστὶ χρῆμα ; τίνα βοὴν ἵστης δόμοις ; τὸν ζῶντα καίνειν τοὺς τεθνηκότας λέγω . οἲ ' γώ , ξυνῆκα | ||
ἐπιθυμεῖ , πειράσθω νικᾶν : τῶν μὲν γὰρ νικώντων τὸ καίνειν , τῶν δὲ ἡττωμένων τὸ ἀποθνῄσκειν ἐστί : καὶ |
γάμον ἐκτελέσαντα . ἦ γὰρ ὅγε στήλην Ἀφαρηίου ἐξανέχουσαν τύμβου ἀναρρήξας ταχέως Μεσσήνιος Ἴδας μέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν σφετέροιο φονῆα : | ||
τὰς τοῦ πληττομένου , ἢ τοῦ οἰκείου χαλινοῦ . * ἀναρρήξας : διασχίσας σχίσας σκολιήν : ἤτοι καμπὰς ἔχουσαν ὁδόν |
τὸν τύραννον εἰς τὸ βασίλειον θέοντα καὶ τὰ τῶν δεσποτῶν ἁρπάζοντα , τὴν ἀτοπίαν τῶν ὁρωμένων εἰς παράκλησιν λαβόντες οὐκ | ||
τὸ κακόφωνον αὐτοῦ . Χάρυβδιν δὲ ἁρπαγῆς ὡς πᾶν ὁτιοῦν ἁρπάζοντα . ΓΘ φάραγγα : τὸ τῆς γῆς βάραθρον ὃ |
ἔνικμος ἡ γῆ γενομένη μᾶλλον δέχηται καὶ καλλίω ποιῇ τὴν ῥίζωσιν . Ἐὰν δὲ ἐν ἁλμώδει ἢ ἐφάμμῳ λίθους περιτιθέναι | ||
διαπάσσειν τοὺς τόπους τῶν φυτῶν . ταῦτα γὰρ καὶ πρὸς ῥίζωσιν καὶ πρὸς παλαίωσιν τῶν οἴνων , καὶ πρὸς πολυκαρπίαν |
καὶ τοὺς ἐπὶ τῶν δωμάτων κόρακας ἐκ πολλῆς τῆς κατηχήσεως κράζειν τὴν κατ ' αὐτὸν τοῦ συνημμένου κρίσιν , εἴποι | ||
Γ πῶς δ ' ἂν πεποιθοίη τις : διὰ τὸ κράζειν καὶ βοᾶν τὸν συκοφάντην λέγει ὁ χορὸς ὅτι πῶς |
Ἱστορήσαμεν δέ τι μέγιστον , θεασάμενοι ἐπὶ γλώσσης σηπεδόνας ὥστε ἀπονεκρωθῆναι τὰ οὖλα : τοῦ χυλοῦ τῶν φύλλων μετὰ μέλιτος | ||
σῆψιν λέγουσι τῶν ὀστέων , καὶ σφακελίσαι τὸ κατασαπῆναι καὶ ἀπονεκρωθῆναι . φάκελος δὲ ἡ συλλογὴ τῶν ξύλων . διαφέρει |
σπεύδοντες γὰρ σχολαίτερον ἂν παύσαισθε διὰ τὸ ἀπαράσκευοι ἐγχειρεῖν . ὑποστικτέον οὖν εἰς τὸ μὴ αἰσχύνεσθε ὃ μέμφονται : οἱ | ||
τὰ δὲ γεννώμενα οὕτω δή , ” εἰς τὸ δὴ ὑποστικτέον : οὕτω γὰρ δὴ λέγει , τουτέστι τὰ βραδέα |
δέ . Σελήνη ἀμαρτύρητος οὖσα ὑπὸ πάντων τῶν ἀστέρων καὶ κενοδρομοῦσα , ὁ δὲ ὡροσκόπος ἔχει τι ζῴδιον τῶν πρὸς | ||
δὲ καὶ ὁ κατὰ γένεσιν ἔχων οὕτως γαμικὸς ἀστήρ . κενοδρομοῦσα δὲ ἡ Σελήνη πολυκοίνους μηνύει τὰς γυναῖκας , ἀγαθὴ |
φορτία πάντα τεθεικὼς καὶ τὸν ὄνον , διαπλεῖ σινδόν ' ἐπαράμενος . ὥστε μάτην Τρίτωνες ἐν ὕδασι δόξαν ἔχουσιν , | ||
γενόμενος ὁ Παυσανίας δόξας τε κατ ' ἐπιβουλήν τινα εἰσεληλυθέναι ἐπαράμενος τὸ ξιφίδιον ἐπερόνησε τὴν κόρην καὶ ἀπέκτεινε . καὶ |
λόγια ὑφηγεῖτο , καινότατον τρόπον καὶ | ἄξιον ἱστορηθῆναι : λούει τὸ πρῶτον αὐτοὺς ὕδατι πηγῆς τῷ καθαρωτάτῳ καὶ ζωτικωτάτῳ | ||
. Ὀδυσσέα γοῦν παρὰ Φαίαξι πρὸ τῆς θοίνης ἡ ταμίη λούει . καὶ οἱ περὶ τὸν Τηλέμαχον : ἐς ῥ |
μυδόεν τεκμήρατο νύγμα : γράφεται καὶ δῆγμα : τὸ γὰρ μυδόεν , ὅ ἐστι δίυγρον , ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ | ||
παρέχουσα . * πιτναμένη : ἀραιουμένη * μυδόεν : σεσηπός μυδόεν τεκμήρατο νύχμα : τουτέστι δίυγρον ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ |
ὁ χορὸς τῶν Ὠκεανίδων νυμφῶν ἐπὶ τῆς γῆς κατεληλυθώς . ἌΛΛΩΣ : ὁ χορὸς ἐπὶ τῆς γῆς κατεληλυθὼς λέγει πρὸς | ||
εἰσίν . ἕτεροι δὲ . . . κατὰ συγκοπήν . ἌΛΛΩΣ : συγκρουομένας . . . ὁ πόντος . τῶν |
' ὁ ποιμὴν καὶ καλεῖται γλυκύτατος . βούλει τι , Κνήμων ; εἰπέ μοι . Ἥλιε , σὲ γὰρ δεῖ | ||
διακονεῖ κόρηι : πονηρόν . ἀλλά ς ' , ὦ Κνήμων , κακὸν κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί . ἄκακον |
τὴν χωριζομένην . ἐπιτηρήσας οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν | ||
χρησμολογίαν . ταύτῃ δὲ κατασκευασθῆναι μηχανὴν , ἐφ ' ἣν ἀναβαίνουσαν ἀσφαλῶς ἐνθουσιάζειν καὶ μαντεύεσθαι τοῖς βουλομένοις . εἶναι δὲ |
καὶ τοὺς βόας ὑψαυχένας εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ῥυμοῦ ἐμβάλλουσιν ἔνδρυον κεκλημένον δίκην κρίκου : δεσμοῦντες διαπερονῶσι δὲ τὸν ζυγὸν | ||
μὴ τοὺς βόας ἀναγκάζεσθαι κύπτειν . τοῦτο γάρ φασι τὸ ἔνδρυον : ἄλλοι δὲ τὸ ἄροτρον , τῶν βοῶν ἑλκόντων |
καλὸς καὶ οὐδὲν ἐοικὼς σιμῷ γέροντι καὶ μαδώσῃ γυναικί : εὐπόρησε δὲ καὶ τρισχιλίων , ὅσον οὐδὲ ἀχράδων εἰκὸς ἔχειν | ||
ταύτην οὖν διελθὼν καὶ τραγῳδήσας τὴν ἑαυτοῦ πρὸς Περσέα συγγένειαν εὐπόρησε παρ ' αὐτῆς ἐφόδια καὶ στολὴν βασιλικὴν καὶ διάδημα |
: καί : Μωρότερος Μορύχου : ἐπὶ τῶν εὐηθῶν καὶ ἀλογίστων . Ναῦς παλαιὰ πόντῳ οὐχὶ πλωΐμη : ἐπὶ τῶν | ||
, ἡ τοῦ πράγματος ἀπόβασις αὐτῷ συμβαίνει . ὅπερ τῶν ἀλογίστων ἐστὶν ἀνάγκης μεγίστης χωρὶς μετὰ ζημίας νίκην κτᾶσθαι , |
γὰρ μάλα κοῦφα λίνων στήσαντες ἐλαφρῶν κυκλόσε δινεύουσι , βίῃ θείνοντες ἐρετμοῖς νῶτον ἁλός , κοντοῖς τε καταΐγδην κτυπέουσιν : | ||
ἔξοχα κούφην , αἰζηοὶ κώπῃσιν ἐπειγομένῃς ἐλόωσι , νῶτον ἁλὸς θείνοντες : ὁ δ ' ἐν πρύμνῃσιν ἄριστος ἰθυντὴρ ἀλίαστον |
ἔχοντες εἰς ἀπόγνωσιν ὅτι πλείστην καὶ ἀπορίαν δεινὴν καὶ φόβον ἐνέπεσον μὴ ἔχοντες , ὅ τι καὶ δράσειαν . ἐνόμισαν | ||
οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορ ' . οὐχὶ σοὶ μόναι δύσφρονες ἐνέπεσον , οὐ φίλοισι , λῦπαι : νόσον Ἑλλὰς ἔτλα |
πορθήσεις καὶ ἀφανισμούς . θΞ θέντες ] ποιήσαντες . Ξ λαπάξειν ] ἐκκενώσειν ἀπὸ τοῦ λαπάθου . λαπάξειν ] πορθήσειν | ||
ποιήσαντες . Ξ λαπάξειν ] ἐκκενώσειν ἀπὸ τοῦ λαπάθου . λαπάξειν ] πορθήσειν . λαπάξειν ] πορθήσειν , ἀφανίσειν . |
, εἰ μὴ ἴδοι εἰ καιρὸς εἴη , καὶ τοῦ Σάκα ἐδεῖτο πάντως σημαίνειν αὐτῷ ὁπότε ἐγχωροίη [ καὶ ὁπότε | ||
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον καὶ φιλοῦντα ἅμα εἰπεῖν : Ὦ Σάκα , ἀπόλωλας : ἐκβαλῶ σε ἐκ τῆς τιμῆς : |
διότι ἔλεγεν : οὐ προσήκει ἀνδρὶ θεοσεβεῖ πρὸ τῶν γάμων κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ . Καὶ ἀνέστη Ἰωσὴφ τῷ | ||
ὁ ἑλών με ἀπὸ τῶν δεμνίων καὶ μὴ ἐῶν με κοιμηθῆναι ὑπὸ τοῦ κτύπου τῶν ποδῶν τῶν ἵππων καὶ τῶν |
ἀκόλαστον . Ὃν ζηλοτυπήσας ὁ τούτου ἀντεραστὴς Ἄρης εἰς κάπρον μεταμορφωθείς , ἀνεῖλε τοῦτον . Ὠδύρετο δὲ ἡ Ἀφροδίτη καὶ | ||
ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον μεταμορφωθείς . καὶ καλεῖ εὐθὺς ἤδη τοὺς οἰκέτας καὶ κελεύει |
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον | ||
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ |
προσαχθήσεται δέ , εἰ μὲν τὸ δεξιὸν μέρος εἴη τὸ ἐξεστηκὸς , ἐντεῦθεν μὲν ἀρχομένων , ἐπὶ δὲ τὸ ἀριστερὸν | ||
αὐτὸν τρόπον , καὶ τὰς ἀρχὰς ὡσαύτως βαλλόμενον κατὰ τὸ ἐξεστηκὸς , καὶ τὰς περιβολὰς τὰς πρώτας πλείστας κατὰ τοῦτο |
μέρους , ᾧ ἐπίκειται ὁ ζυγός . : πῶς οὐχὶ ταρβεῖς : Πῶς οὐχὶ φοβῇ τοιαῦτα ὑβριστικὰ λόγια κατὰ τοῦ | ||
ἀγορεύεις θαρσαλέως πολλοῖσι μετ ' ἀνδράσιν , οὐδέ τι θυμῷ ταρβεῖς : ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας , ἤ |
[ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ . ! ! ] λ ' | ||
ὦ Ξανθία ] πρός τινα δοῦλον . δοῦλος αὐτοῦ . σμινύην ] ἀντὶ τοῦ ” δίκελλαν “ . τέγος : |
θρῆνος δέ ἐστιν ᾠδὴ τῆς συμφορᾶς οἰκεῖον ὄνομα ἔχουσα : ὀδυρμὸν γὰρ ἔχει σὺν ἐγκωμίῳ τοῦ τελευτήσαντος . τινὲς μὲν | ||
τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν αἱ μὲν |
εʹ . Πρὸς βδέλλας ἐκ βρόγχου ἐκβαλεῖν . ] Ἀναγαργαριζέσθω θαλασσίαν ἅλμην . ἄλλο . ἐλαίου ἢ ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ τὸ | ||
ἐξέβαλεν , ἤγουν ἔξω τοῦ δέοντος βαδίζειν πεποίηκεν , ὥσπερ θαλασσίαν ναῦν ; ἀμευσίπορον δὲ λέγει τὴν τρίοδον , ἐπειδὴ |
. εἰ οὖν γένηται ἕλκος , δύναται δι ' αὐτοῦ ἐξαγόμενος χυμὸς ἀπαλλαγὴν ποιῆσαι . τὸ δὲ ἕλκος τοῦτο μὴ | ||
ποιεῖ , εἶτα τοῦτο οὐδὲν ἧττον ποιῶν ὑπὸ μείζονος ἀνάγκης ἐξαγόμενος εἰς τὸ παρανομεῖν , δείκνυσιν ἑαυτόν . μὴ σκώψῃς |
ὀνομάζει , τὴν δὲ ἁψῖδα ἴτυν . βάλλ ' ἐς Μακαρίαν : οἷον εἰς Ἅιδου . Μακαρία γὰρ ἡ Ἡρακλέους | ||
σιωπηλῶν : παρόσον αἱ Βάκχαι σιγῶσι . Βάλλ ' ἐς Μακαρίαν : οἷον εἰς ᾅδου . Μακαρία γὰρ ἡ Ἡρακλέους |
φύσις . Ἔνια δὲ κατὰ τὴν σπορᾶς ὥραν λαμβάνει μορφὴν ἀλλοίαν , οἷον ἡ γογγυλὶς ἂν εὐθύς τις ἐπὶ τῆς | ||
καὶ ἄλλο πέμπτον , ἐξ οὗ τὰ αἰθέρια συνεστάναι . ἀλλοίαν δ ' αὐτοῦ τὴν κίνησιν εἶναι : κυκλοφορητικὴν γάρ |
Ἄρεος , ἀντιπάλου δυσχείρωμα δράκοντος . Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει , καί σφας ἐσιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους , | ||
φθόνει αὐτῷ ἐν τῷ ἐπαινεῖσθαι καὶ ἀπολαύειν τοὺς ἐξ ἐκείνων κόμπους , ἀνθ ' ὧν ἐπόνησεν . καὶ γὰρ ἡρώων |
τὴν χρόαν ἀλλάττοντα τοῖς ἐδάφεσιν ὁμοιοῦσθαι καθ ' ὧν εἴωθεν ἕρπειν , τὸν δὲ ταῖς κατὰ θαλάττης πέτραις , ὧν | ||
ἀνέδραμεν ἔρνει ἶσος . ἐνθένδε καὶ ὁ ὅρπηξ παρὰ τὸ ἕρπειν καὶ αὐτὸς πεποιημένος . περὶ μὲν οὖν τῆς κοινότερον |
ἐπήγαγεν : εἶτα τὸν τοῦτο τὸ μηχάνημα ἐπὶ τὴν πόλιν ἱστάντα . Τοῦτο μὲν οὖν τὸ σχῆμα τῆς ὀνομασίας βαρύτερόν | ||
καὶ μάχης ἄπαυστον κάμνουσιν ἀνθρώποις καὶ ἀπειρηκόσιν : οὐδέ γε ἱστάντα ἐπὶ πλάστιγγος ἀνθρώπων ἡμιθέων κῆρας ἢ στρατοπέδων ὅλων , |
φρύνου κατέχων τις κοιμίζει τὸν λύκον . ὅτι ἐστι λύκος κατεσθίων σίδηρον καὶ τοὺς λίθους . κρύπτεται δὲ κατὰ τὸν | ||
κατὰ πάντων ἐσθίειν , φαγεῖν , φαγών καταφαγών , ἐσθίων κατεσθίων , ἐπιφαγεῖνοὕτω δ ' ἔλεγον τὸ ἐπὶ τῷ ἄρτῳ |
ἐλεεινόν τι καὶ ἀλγεινὸν ἔστενε πρὸς τὴν ἀπουσίαν ἀνιώμενος . ἠπόρει δὲ οὐδὲ δακρύων ὁ λίθος , ἀλλ ' εἶχεν | ||
τούτων θεωρῆσαι , ὃ καὶ αὐτὸς ἐζήτει † τοῦτο καὶ ἠπόρει ἐν τῷ πρὸ τούτου . Ἀρχὴν λέγει τὴν ἐναντίωσιν |
. καὶ κολοιῷ δὲ ἔνδον τρεφομένῳ δεινὸς κλιμάκιον πρίασθαι καὶ ἀσπίδιον χαλκοῦν ποιῆσαι , ὃ ἔχων ἐπὶ τοῦ κλιμακίου ὁ | ||
δ ' οὐδ ' ἀφύην κινεῖν δοκεῖς . ἔχοντες ἴσον ἀσπίδιον ὀγκίῳ . οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ αὐτοσχεδίς [ βᾶ ] |