μαρτυρήσαντας , ὅπως μηδὲ ἡ τέχνη ἄπειρος εἶναι νομισθῇ καὶ ἀσυμπαθὴς μήτε οἱ περιοδεύοντες ἀφιλόκαλοί τε καὶ ἀσυμπαθεῖς εἶναι δόξωσιν
, πρός τε τὸν ἐπικρατήτορα καὶ πρὸς τὸ σχηματιστικὸν ζῴδιον ἀσυμπαθὴς τύχῃ ἢ ἀπόστροφος ἢ κακοδαιμονῶν , ἀνοικοδεσπότητος ἡ γένεσις
5814194 Λακεδαιμονιαν
Κηφέως , καθ ' ὃν χρόνον Κηφεὺς Ἡρακλεῖ συνεστράτευσεν εἰς Λακεδαιμονίαν , ἵνα τούτου ἀποδημοῦντος ἡ πόλις ἀπόρθητος μείνῃ .
περιφέρεται δὲ καὶ χρησμὸς ἐκδοθεὶς Αἰγιεῦσιν ” ἵππον Θεσσαλικόν , Λακεδαιμονίαν δὲ γυναῖκα „ , ἄνδρας θ ' οἳ πίνουσιν
5800643 ἀστῳ
δύπτην ἐμπεπλεγμένον κάλοις . πόντου δ ' ἄυπνος ἐνσαρούμενος μυχοῖς ἀστῷ σύνοικος Θρῃκίας Ἀνθηδόνος ἔσται . παρ ' ἄλλου δ
τῇ πόλει . Καὶ πολύ γε . Τί φῄς ; ἀστῷ ἢ ξένῳ ; Ξένῳ . Ποδαπῷ ; Ἀβδηρίτῃ .
5558332 ἐπικτητα
οὖν εἴη ταῦτα σύμφυτα , μετέχει τούτων , εἴτ ' ἐπίκτητα , περικρατεῖ καὶ ταῦτα , εἴτε καὶ τὸ συναμφότερον
τοῦ βάθους : ταῖς γὰρ δρώσαις ὕλαις τὰ μέν ἐστιν ἐπίκτητα , τὰ δὲ σύμφυτα , οἷον τῷ ὕδατι σύμφυτον
5492032 Τριτωνις
Τρῶες ἐυσθενέες καὶ Ἀμαζόνες ὀβριμόθυμοι . Ἣ δ ' οἵη Τριτωνίς , ὅτ ' ἤλυθεν ἄντα Γιγάντων , ἢ Ἔρις
πρός τινα τῶν ἀστέρων τὸν καιρὸν τοῦ πλοῦ τεκμήρασθαι . Τριτωνίς : Τρίτωνες τρεῖς , Βοιωτίας , Θεσσαλίας , Λιβύης
5485108 σημαντορες
? φρένα [ ] τ ? ' ἀκήρατος [ ] σημάντορες ? [ αἰχμητὴς ] ἐών [ ] ευμενος ?
ἐντυνώμεσθα παρασχεδόν . ὄφρα δ ' ἴωσιν δμῶες ἐμοὶ σταθμῶν σημάντορες οἷσι μέμηλεν δεῦρο βόας ἀγέληθεν ἐὺ κρίναντας ἐλάσσαι ,
5467859 ἐδυνασθε
παρ ' Ὁμήρῳ οὐδέ τιν ' ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην ἐδύνασθε . τοῦ δ ' ἐφέξειν ] κωλύσειν τοῦ δικάζειν
εἴχετε καινὰς ἐν αἷς ἐβοηθήσατε ; ἀλλ ' οὐκ ἂν ἐδύνασθε . ἄλλα πόλλ ' ἔχοι τις ἂν εἰπεῖν ἃ
5368885 ἀρχοι
ἡμαρτημένη ἡ πρᾶξις γίνεται . εἰ μὲν γὰρ ὁ νοῦς ἄρχοι , κατορθοῖ : πᾶς γὰρ νοῦς ᾗ νοῦς ὀρθός
φιλαρχίαν ὡς ἑκόντα βραδύνοντα , ἵν ' ἀνδρῶν ὁμοτίμων τοσῶνδε ἄρχοι , καὶ ἐπὶ τῷδε αὐτὸν βασιλέα τε βασιλέων καὶ
5340843 ἐφεντων
' ἴχνος τῶν αὐτόθι θεῶν δημιουργῆσαι τύπους . τῶν δὲ ἐφέντων φιλοπόνως νύκτα καὶ ἡμέραν ἔξεον , οἱ δ '
Συλλαίου , πάλιν ἐπὶ τοὺς ἡγεμόνας ἐλθεῖν Ἡρώδην , κἀκείνων ἐφέντων αὐτῷ λαμβάνειν τὰ ῥύσια , μόλις οὕτως ἐξελθεῖν σὺν
5328199 κλεινων
Πανδίονος , τοῖσδ ' ἐγγὺς ὄντας : ὦν ἕκατι τέρμονας κλεινῶν Ἀθηνῶν τήνδ ' ἀφικόμεσθ ' ὁδόν . δυοῖν γερόντοιν
. Εἰ δὲ Σελήνης ἐν αὐτῷ βροντήσει ἐν ἡμέρᾳ , κλεινῶν ἀνθρώπων ἔκπτωσις καὶ ἐμπρησμοὶ μεγάλοι , ὁ δ '
5322089 Λαμπον
| ἀπεκάλουν : [ ὁ δὲ ] Ἀπόλλων [ ] Λάμπον ! [ ! ] ! τὸν Μεγαρέα | φυγάδα
τῇ Ὀδυσσείᾳ , ἐπὶ τοῦ Κλείτου οὐ δεόντως . . Λάμπον τε Κλυτίον τε . . Ο . ἀλλ '
5312055 ζυγιοι
] φάγει , θρέψει . οὔθ ' ὁ ζύγιος : ζύγιοι οἱ ὑποβαλλόμενοι τῷ τοῦ ἅρματος ζυγῷ , τουτέστιν ὁ
καὶ ὑπὲρ τῆς νίκης κυβεύουσιν . οἱ μὲν οὖν ἵπποι ζύγιοι θέουσιν , οἱ δὲ βοῦς παράσειροι , καὶ ἐγχρίμπτει
5305361 Πυθωνα
μαντευόμενος : τοῦτον καὶ ἐγγαστρίμαντιν καλοῦσιν , ὃν νῦν τινες Πύθωνά φασιν , Σοφοκλῆς δὲ στερνόμαντιν , Πλάτων ὁ φιλόσοφος
' ὧν εἰς τὴν μητέρα ἠσέβησε Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν , Πύθωνά τε κατειληφότα Δελφοὺς κτεῖναι τοῖς ἑαυτοῦ βέλεσιν . ἵνα
5287906 ἐφραζε
τέλος τὸ λοιπὸν ἤδη ζῆν ἀλυπήτῳ βίῳ . Τοιαῦτ ' ἔφραζε πρὸς θεῶν εἱμαρμένα τῶν Ἡρακλείων ἐκτελευτᾶσθαι πόνων , ὡς
δὴ χρόνον ἦν ἔλασσον , ἡ δὲ κρύπτουσα καὶ αἰσχυνομένη ἔφραζε οὐδενί , ἐπείτε δὲ ἐν κακῷ ἦν , μετεπέμψατο
5278851 θρονοισιν
γὰρ ἀλλάξασα λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα καὶ μόλις φθάνει θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν . καί τις γεραιὰ προσπόλων
? [ ! ! ] ! [ ἵζω Διὸς ? θρόνοισιν [ ! ! ! ] ϊσμένη ? ? :
5272694 πυνθανομενη
τῆς Ἑλένης . αἰνίττεται δὲ ὅτι πονηρῶς κερτομεῖ περὶ τούτων πυνθανομένη ὧν παροῦσα ὁρᾷ : ἐν συμφοραῖσι : τὴν ἀπολογίαν
ἐλευθερίαν ἔσεσθαι , πρὶν ἐξελεῖν Καρχηδόνα . ὧν ἡ βουλὴ πυνθανομένη ἔκρινε μὲν πολεμεῖν , ἔτι δ ' ἔχρῃζε προφάσεων
5269143 εἰροντο
τὸ λέγειν : “ εἴρετο δεύτερον αὖτις ” καὶ “ εἴροντο δὲ κήδε ' ἑκάστη . ” σημαίνει καὶ τὸ
, ξένην δὲ καὶ ἐπὶ θεοῖς Ἑλληνικοῖς οὐ καθεστῶσαν . εἴροντο οὖν οἱ Μηθυμναῖοι τὴν Πυθίαν ὅτου θεῶν ἢ καὶ
5265472 ἰδηι
τέρψας : πτωχεύει δὲ φίλους πάντας , ὅπου τιν ' ἴδηι . οὕτω , Δημόκλεις , κατὰ χρήματ ' ἄριστον
αὖός εἰμι τῶι δέει . οὕτως ἔχων γὰρ αὐτὸν ἂν ἴδηι μέ που τὸν διαβαλόντα , τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν .
5259620 νομοισι
τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ . * * * πλὴν Ξενίου νόμοισι καὶ Σχοινίωνος , ὦ Χάρων . αὐτομάτη δὲ φέρει
ποιῆσαι Ἀθηναῖοι : ὁρκίοισι γὰρ μεγάλοισι κατείχοντο δέκα ἔτεα χρήσεσθαι νόμοισι τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται . Αὐτῶν δὴ ὦν
5242535 Λαβδα
τῶν ἀνδρῶν γίνεται θυγάτηρ χωλή : οὔνομα δέ οἱ ἦν Λάβδα . Ταύτην Βακχιαδέων γὰρ οὐδεὶς ἤθελε γῆμαι , ἴσχει
τὴν αὐλὴν τὴν Ἠετίωνος αἴτεον τὸ παιδίον : ἡ δὲ Λάβδα εἰδυῖά τε οὐδὲν τῶν εἵνεκα ἐκεῖνοι ἀπικοίατο καὶ δοκέουσά
5240623 ἠγαγοντο
τινες ἀλλήλους ἐπὶ ταῖς γυναιξί , καθυφῆκαν τὰς γραφάς , ἠγάγοντο τὰς ἀλλήλων γυναῖκας καὶ κρίνονται κακοῦ βίου : ἐπὶ
καὶ νομίζοντες γενναιότατοι εἶναι Ἰώνων , οὗτοι δὲ οὐ γυναῖκας ἠγάγοντο ἐς τὴν ἀποικίην ἀλλὰ Καείρας ἔσχον , τῶν ἐφόνευσαν
5233487 ματευων
ἔχειν τὸν χρησμόν : Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν ἄλλα ματεύων οὔδ ' ἅλα θηρεύσεις : δῶρον δ ' ὅ
τὸν δὲ ἀντειπεῖν : Μύσκελλε βραχύνωτε , πάρεκ θεὸν ἄλλο ματεύων , κλάσματα θηρεύεις : δῶρον δ ' ὅ ,
5222681 ἱμερωι
] πρότερον . λέγειν ] ἤτοι πόθεν ἔχεις τοῦτο . ἱμέρωι ] ἔρωτι . πεπληγμένος ] ἐστίν . ὡραῖον .
καὶ κατανοήσω τοῦτον . τῶν ἀντερώντων ] ἡμῶν δηλονότι . ἱμέρωι ] ἔρωτι . πεπληγμένος ] τετρωμένος . ποθεῖν ]
5201570 νεμεσησας
τοσοῦτον αὐτῷ τῆς ἐκπλήξεως ἐμπέπτωκεν . ἀμαθής γε ὁ Ζέφυρος νεμεσήσας αὐτῷ καὶ τὸν δίσκον ἐς τὸ μειράκιον παρείς ,
παραυτίκα καθωμολογήσατο . ἐπεὶ μέντοι ἐγκρατὴς τῆς πόλεως ἐγένετο , νεμεσήσας ἐπὶ τῷ δρασθέντι προὐτρέψατο τοὺς στρατιώτας καταλεῦσαι τὴν κόρην
5198805 ἐποτρυνῃ
ἐσθ ' , ὅς τ ' οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι ξεῖνον ἐποτρύνῃ καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκῃ . [ χρὴ ξεῖνον παρεόντα
τ ' εἰς ὦπα ἴδησθε , ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ . ἀθετοῦνται ἀμφότεροι , ὅτι ἀνηθοποιητοί εἰσι
5197465 ἱκετευσε
τῷ τόπῳ . . . . . ἐς Πηλῆ ' ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν ἀργυρόπεζαν : ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ
ἀτὰρ τότε γ ' ἐσθλὸν ἀνεψιὸν ἐξεναρίξας ἐς Πηλῆ ' ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν ἀργυρόπεζαν : οἳ δ ' ἅμ
5177563 πανωλεθρον
ὁ Μυρτίλος ἡνίοχος Οἰνομάου , Ψύλλα δὲ ὄνομα ἵππου . πανώλεθρον κηλῖδα : * καὶ τοῦτο ἐρρέθη * ὅτι ῥιπτόμενος
τὸν τῶν τριήρων ἐμπρησμὸν , ἢ πρὸς τὴν ἀναχώρησιν τὴν πανώλεθρον ; ἀλλὰ μὰ τὸν Δία καὶ τοὺς θεοὺς οὐκ
5170813 ἐνδικως
' οὐρανοῦ „ . τίνα οὖν ἀπ ' οὐρανοῦ τροφὴν ἐνδίκως ὕεσθαι λέγει , ὅτι μὴ τὴν οὐράνιον | σοφίαν
κυρήσας ] ὁμοίου ἐπιτυχών . ἐκδίκως ] ἀδίκως . . ἐνδίκως ] γρ . ἐκδίκως . . παγκοίνῳ ] γρ
5139184 ἐτελεσσαν
μ ' ἔφαντο ἄξειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον , οὐδ ' ἐτέλεσσαν . Ζεύς σφεας τείσαιτο ἱκετήσιος , ὅς τε καὶ
ἐπεξεινοῦντο γυναιξίν : ὅσσα τε Κύζικον ἀμφὶ Δολιονίην τ ' ἐτέλεσσαν : Μυσίδα θ ' ὡς ἀφίκοντο Κίον θ '
5137010 μεδεοντι
. . . . . , : σοὶ τῶι πάντων μεδέοντι χλόην πέλανόν τε φέρω Ζεὺς εἴθ ' Ἅιδης ὀνομάζηι
. . . . : στῆλαί τ ' Αἰγαίωνος ἁλὸς μεδέοντι Γίγαντος . ὑπερόχος ἰδίᾳ τ ' ἐρεύνασε : Δωρικῶς
5136521 ἐκλιποντα
τι σχήματος , γενέσθαι δέ σε δῆλον ἀρχῆς εἵνεκα Νίκαιαν ἐκλιπόντα οὐκ ἴσον . ἰδού , ποταμῶν ἄνω . συμβουλεύω
ὡρίσθαι τιμωρίαν τῶν ἁμαρτημάτων . τί γὰρ χρὴ παθεῖν τὸν ἐκλιπόντα μὲν τὴν πατρίδα , μὴ βοηθήσαντα δὲ τοῖς πατρῴοις
5128094 ἐχρησε
Φάλανθον ἔπεμψαν εἰς θεοῦ περὶ ἀποικίας : ὁ δ ' ἔχρησε „ Σατύριόν τοι δῶκα Τάραντά ” τε πίονα δῆμον
Περιαλγῶν οὖν τῇ συμφορᾷ τά τε ἄλλα καὶ ὅτι οὐκ ἔχρησε τῷ δεομένῳ , ὃ ἂν αὐτῷ καὶ σῶον ἦν
5115493 ἐδεηθης
δι ' ἣν ἐσπείσω τοῖς πολεμίοις , δι ' ἣν ἐδεήθης τῶν Τρώων κατενεγκὼν τὸν Πρίαμον . Καὶ μὴν ἐν
κυνηγέταις , ὡς ὁ σὸς λόγος , χαλεπώτεραι . Ὧν ἐδεήθης ἔχων ἃ δώσειν ἔφης ἀπόστελλε καὶ χαρίζου τῇ πατρίδι
5106531 ἀπομοσαι
τάδε ἠξίουν : οἱ Ἠλεῖοι . ἱερῷ : νεῷ . ἀπομόσαι ἐναντίον : κυρῶσαι δι ' ὅρκου ἐνώπιον . ἐθεώρουν
' ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος ; καὶ ταῦτ ' ἐθελήσεις ἀπομόσαι μοι τοὺς θεοὺς ἵν ' ἂν κελεύσω ' γώ
5097265 Πολεμωνι
ὁμοπατρία καὶ ὁμομητρία , καὶ ὅτι ἀδελφὸς οὐδεὶς πώποτε γένοιτο Πολέμωνι τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου . Τὸ πρότερον , ὦ
παρόντι τότε καιρῷ τοὺς δικαστάς , οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι τῷ πατρὶ τῷ Ἁγνίου τὸ παράπαν οὐδεμία γένοιτο ἀδελφὴ
5095760 ἐστερηντο
τελευτήν , ἐβουλεύσατο ἄμφω τῶ παῖδε τῷ βασιλεῖ παραθέσθαι : ἐστέρηντο γὰρ καὶ μητρός , τῆς συγκλήρου τούτου τῷ βίῳ
, τοσαῦτα εἰς προσθήκην ἐσπούδαστο , πολλοὶ πολλῶν ἂν ἀγρῶν ἐστέρηντο τῆς γεωργουμένης . Οὐ τοίνυν ἡ μὲν πόλις οὕτω
5090000 Ἀξιοχος
Μιλτιάδης , διὸ καὶ ἀσθενέστερόν πως ἔχει : Καλλίας , Ἀξίοχος , Ἀσπασία , Ἀλκιβιάδης , Τηλαύγης , Ῥίνων .
ὑπὲρ τῆς εἰς τὸν ἐλεύθερον παῖδα ὕβρεως καὶ Λυσίας . Ἀξίοχος : Αἰσχίνῃ τῷ Σωκρατικῷ διάλογος ἐγράφη Ἀξίοχος καλούμενος .
5069287 πεπιθοιμεν
μιν . γελοῖον δὲ διστακτικῶς λέγειν τὸν μάντιν . . πεπίθοιμεν : ὅμοιόν ἐστι τῷ ῥηιδίως πεπιθεῖν . εἴωθε δὲ
ἔτι καὶ νῦν φρασσώμεσθ ' , ὡς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθοιμεν δώροισίν τ ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν . καὶ
5050439 δοκοιην
οὐκ ἂν ἔτι ἐφθεγξάμην , ἵνα δὴ μὴ τὰ ἑτέρου δοκοίην λέγειν . παραπλήσια δὲ καὶ τὰ νῦν ἐν Ἀσκληπιοῦ
ἐάσθω τὰ Μουσωνίου πλείω ὄντα καὶ θαυμασιώτερα , ὡς μὴ δοκοίην θρασύνεσθαι πρὸς τὸν ἀμελῶς αὐτὰ εἰπόντα . Χειμάσας δ
5046457 ἐπιλεγομενη
συμπλήρωσιν τοῦ λόγου τοῦ κατὰ τοῦ μηδὲν ἐργασαμένου ἡ ἑξῆς ἐπιλεγομένη ἀπειλὴ οὐ περὶ αὐτοῦ , ἀλλὰ περὶ τοῦ προτέρου
, ἧς τὸ ἄκρον αἰσθητικώτερον τοῦ μέσου : εἶτα ἡ ἐπιλεγομένη ἐπιγλωττίς : προσπέφυκε δὲ ταύτῃ ὁ λεγόμενος οἰσοφάγος .
5040730 Τημενῳ
προσθήκη τῷ ἐς Τισαμενόν : πλὴν τοσόνδε ἔτι δηλώσω . Τημένῳ τῶν Δωριέων Ἄργος ἐφέντων ἔχειν , Κρεσφόντης γῆν σφᾶς
εὑρεῖν πρῶτον , Ἡγέλεων δὲ τὸν Τυρσηνοῦ διδάξαι τοὺς σὺν Τημένῳ Δωριέας τοῦ ὀργάνου τὸν ψόφον καὶ δι ' αὐτὸ
5040702 προθυμουμενη
τάχει : τὰ γὰρ δίκτυα ταῖς τῶν ὀνύχων ἀκμαῖς φεύγειν προθυμουμένη διαρρηγνύει , ὥστε οὐ μικρὰν τοῖς ἁλιεῦσι γίγνεσθαι λύπην
: θέλουσα , ἐν τῇ οἰκείᾳ φρονήσει . ἱεμένη : προθυμουμένη . δεδάϊκται : δεδάμασται . Ὡς : ὥσπερ :
5040410 καρτιστος
Κλεοπάτρῃ κούρῃ Μαρπήσσης καλλισφύρου Εὐηνίνης Ἴδεώ θ ' , ὃς κάρτιστος ἐπιχθονίων γένετ ' ἀνδρῶν τῶν τότε : καί ῥα
ἀπὸ γαίης : γνώσετ ' ἔπειθ ' ὅσον εἰμὶ θεῶν κάρτιστος ἁπάντων . εἰ δ ' ἄγε πειρήσασθε θεοὶ ἵνα
5033315 ὠδυρατο
ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν : ὅσα ὠδύρατο : ὅτι ἑαυτὴν κατεμέμψατο . ὁ μοιχός μου κρατεῖ
γνωτὴ , ὀλολυγόνος οἶτον ἔχουσα , Βυβλὶς ἀποπρὸ πυλῶν Καύνου ὠδύρατο νόστον . Οἱ δὲ πλείους τὴν Βυβλίδα φασὶν ,
5031287 ὀτρυνομεν
. . Ο : . ἀλλ ' ἄγετε , κλητοὺς ὀτρύνομεν : ἡ διπλῆ , ὅτι τοὺς ἀπὸ τοῦ καλεῖσθαι
' ἑτάροισι : “ μή τιν ' ἔτ ' ἀγγελίην ὀτρύνομεν : οἵδε γὰρ ἔνδον . ἤ τίς σφιν τόδ
5027861 αὐτοκασιγνητος
τὴν Ἑκάβην Ὁμήρου Δύμαντος αὐτὴν εἰρηκότος [ Π ] : αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος : † ὅς μ
Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος . μάτρωος δ '
5022342 ἐμιμησαμην
προσέοικε τἀγαθά . ταῦτα μὲν οὖν ὡς οἷόν τε ἦν ἐμιμησάμην , ἅτε οὐκ ἔχων ὀνομάσαι . συνεχῶς δὲ ἀστράπτοντα
' ἑκάστην εὐχόμενος , τοιαύτην ὑπόθεσιν γράφω , σὲ ζηλῶν ἐμιμησάμην τοὺς πολεμίους κατὰ τοῦ γένους , καὶ πρᾶξιν ἀνήκεστον
5014299 ἐθελε
, Πηλειδἤθελε ὅτι ἐγκλιτέον τὴν ἀνάγωσιν , ἵν ' ᾖ ἔθελε . . ἔσπετε νῦν μοι μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ '
ἀγαθὴ κάρτα καὶ πολύτιμος ἦν πρὸς ἄνδρα φοιτέουσα , οὐκ ἔθελε δὲ λαβεῖν ἐν γαστρί , ἵνα μὴ ἀτιμοτέρη τοῖς
5009730 ΒΣ
ἐπ ' εὐθείας οὖσα τῇ ΒΓ : ὅλη ἄρα ἡ ΒΣ ἴση ἐστὶ συναμφοτέρῳ τῇ ΕΖ , ΖΔ . ἐπεὶ
ἡ ΒΣ τῇ ΣΓ ἴση ἐστίν . ἀλλὰ καὶ ἡ ΒΣ τῇ ΝΡ ἴση ἐστίν , καὶ ἡ ΣΓ τῇ
5007359 ὑπεκπροφυγων
οἱ Τρῶες καὶ Παλλὰς Ἀθήνη ποίεον , ὄφρα τὸ κῆτος ὑπεκπροφυγὼν ἀλέαιτο ] Ποσειδῶν καὶ Ἀπόλλων , προστάξαντος Διὸς Λαομέδοντι
τέκνον , ἐπὴν ἐρίφοισι τεοῖσιν , οὕς ποτε θῆρα πέλωρον ὑπεκπροφυγὼν ἱκέτευσας , τοῖσι παρασταίης τετληόσιν , οἳ δ '
5007285 μαντικῳ
καὶ φυτῶν ἐλάττων ὑπάρχεις ; καλὸν ἄρα σοι γενέσθαι ξύλῳ μαντικῷ καὶ τῶν ἀεροφοίτων τὴν πτῆσιν λαμβάνειν . ὁ ποιῶν
ἐγένοντο , ποιμένος τινὸς ἐν τῷ Παρνασσῷ ἐκ Κασταλίας τῷ μαντικῷ πνεύματι κατασχομένου , καὶ χρόνῳ ὕστερον ἐξεμισθώσαντο Ἀλκμαιωνίδαι τὸ
5001367 ἀμφισβητησαι
ἡμᾶς εἰς ἀγῶνα περὶ τούτων , περὶ ὧν αἰσχρὸν ἦν ἀμφισβητῆσαι καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν . Οὐχ ὁμοίως δέ μοι
μάχης ἀμφίδοξον λαβούσης τὸ τέλος , συνέβη τούς τε Λακεδαιμονίους ἀμφισβητῆσαι περὶ τῆς νίκης καὶ τοὺς Ἀθηναίους . τότε μὲν
4994008 ἐεικοστῳ
' , ὀλέσαντ ' ἄπο πάντας ἑταίρους , ἄγνωστον πάντεσσιν ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ οἴκαδ ' ἐλεύσεσθαι : τὰ δὲ δὴ νῦν
καί μιν προφρονέως τίεν ἔμπεδον , εὖτε θύγατρα τηλόθε νοστήσασαν ἐεικοστῷ λυκάβαντι , καί οἱ δόρπον ἔτευξε πανείδατον , οἷον
4993684 διαλλακται
ἐκείνους μισοῦσι μᾶλλον ἢ ἡμᾶς δεδίασιν , ὥσθ ' ἡμεῖς διαλλακταὶ γιγνόμεθα αὐτοῖς . πολὺ γὰρ αὖ μᾶλλον αἱρήσονται τοὺς
, ὃς τὴν ἀδελφὴν Καίσαρος εἶχεν Ὀκταουίαν , ἐδικαίουν οἱ διαλλακταὶ τὴν Ὀκταουίαν Ἀντωνίῳ τὸν Καίσαρα ἐγγυῆσαι . καὶ ὁ
4982535 ἀγανοισι
κεῖσαι , τῷ ἴκελος ὅν τ ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν . Ὣς ἔφατο κλαίουσα , γόον
ἀνθρώπων , ἐλθὼν ἀργυρότοξος Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξύν , οἷς ' ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν . ἔνθα δύω πόλιες , δίχα
4979991 ἐπακτον
ἀλλὰ σύμφυτον , ὥστε τὸν λόγον ποιεῖν τῇ ἀναλογίᾳ ἑπόμενον ἐπακτὸν μὲν τῇ ψυχῇ τὴν ἀρετὴν , ἐκείνῳ δέ ,
ἐπακτὸν ] ξένον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον , ὑποβολιμαῖον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον . ἐμβαλὼν ] ἐπαγαγών . ἐμβαλὼν ]
4975759 ἀγοι
ἡ δ ' ἀντελάζυτ ' : εἰ δὲ πρὸς βίαν ἄγοι , σάρκας γεραιὰς ἐσπάρασς ' ἀπ ' ὀστέων .
μετὰ μὲν μαρτύρων τοὺς [ ] νόμους μεγάλους [ ] ἄγοι : μονούμενος δὲ μαρτύρων , τὰ τῆς φύσεως :
4974728 ἀχνυμενην
μύθοισιν ὅσοις βαρὺ πένθος ὑπείκει , καί περ ἔτ ' ἀχνυμένην . Ἣ δ ' οὐ λάθεθ ' οἷο δρόμοιο
πένθεσι λευγαλέοισι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἀχεύειν . Τῶ σε καὶ ἀχνυμένην μεθέτω γόος υἱέος ἐσθλοῦ : καὶ γάρ οἱ κλέος
4973507 κἀμ
ἔστι τοῦτον ὅστις ἂν κατακτάνοι . ἔγωγε : καίτοι φημὶ κἄμ ' εἶναί τινα . πολλὴν ἄρ ' ἕξεις μέμψιν
' ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτὲ ξύμπαντας αὐτούς , εἴ τι κἄμ ' οἰκτίρετε : ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς , εἰ
4972643 Τευκρῳ
διαβολὴν ἑτέρῳ Διοκλείδᾳ βουλομένῳ κακόν τι δρᾶν . φυλάξομαι . Τεύκρῳ γὰρ οὐχὶ βούλομαι μήνυτρα δοῦναι τῷ παλαμναίῳ ξένῳ .
' , ἑταῖροι , ταὐτὰ τῇδέ μοι τάδε τιμᾶτε , Τεύκρῳ τ ' , ἢν μόλῃ , σημήνατε μέλειν μὲν
4971727 Κρεων
: καὶ τῶν ἐμῶν νυμφευμάτων καὶ τῶν Οἰδίποδος κακῶν ὁ Κρέων ἀπέλαυσεν : ἀπολαύειν μετέχειν : λυπηρῶς : ἀλλ '
ἴτω : παίδων δὲ τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι , Κρέων , προσθῇ μέριμναν : ἄνδρες εἰσίν , ὥστε μὴ
4969345 ξυμμαχειν
' ἂν ἐπιτήδευμα εἴποιμι τὸ αἱρεῖσθαι αὐτοὺς ἕως νῦν μηδενὶ ξυμμαχεῖν : νῦν γάρ , φησίν , καὶ δεόμεθα ἡμεῖς
. Θουκυδίδης : εἰ δέ τις τὸ παραυτίκα μὴ ἐθέλοι ξυμμαχεῖν . πάρδαλιν : Ἀττικοί , πόρδαλιν Ἴωνες : Ὅμηρος
4968510 διων
] , ὡς [ ἔφη ] τις τῶν [ ] δίων , τὸ δὴ παρασκευάσας ἐν ? [ μέσωι -
τῆς Σαρματίας κεφαλαιωδέστερον ἐτάξαμεν , μὴ προσθέντες τῶν στα - δίων τὸν ἀριθμὸν τῷ τὸν ἀκριβῆ περίπλουν τοῦ ἀρκτικοῦ τούτου
4967077 ὁρκιον
Ἰώνων οἱ Μιλήσιοι μὲν ἦσαν ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου , ὅρκιον ποιησάμενοι , τοῖσι δὲ αὐτῶν νησιώτῃσι ἦν δεινὸν οὐδέν
: ἄκμην : ἄκην : ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα ,
4965876 παρεσκευασαι
, διδάξεις , ἐπειδὰν ἥκῃς : νῦν δέ , ὥσπερ παρεσκεύασαι , πορεύου εἰς ἀγρόν : προπέμψει δέ σε καὶ
νόσοις καὶ θανάτοις καὶ ἄλλοις τοιούτοις . Πότερον οὖν πείθειν παρεσκεύασαι τοὺς πολλούς , ὡς ἄρα οὐδὲν τούτων κακόν ἐστιν
4954869 Ἀριστιππε
πρὸς τὰ τοιαῦτα , Εἰπέ μοι , ἔφη , ὦ Ἀρίστιππε , εἰ δέοι σε παιδεύειν παραλαβόντα δύο τῶν νέων
ἵνα μὴ ἄλλο . Διογένους δ ' εἰπόντος αὐτῷ : Ἀρίστιππε , κοινῇ συνοικεῖς πόρνῃ : ἢ κύνιζε γοῦν ,
4953938 λελειπτο
καὶ νῆας Ἀχαιῶν οἰσόμενος δόρυ μακρόν , ὅ οἱ κλισίηφι λέλειπτο . Οἳ δ ' ἄλλοι μάρναντο , βοὴ δ
ἔκυρσαν ἕκαστος , Ἡρακλῆος ἄνευθεν , ὁ γὰρ παρὰ νηὶ λέλειπτο αὐτὸς ἑκὼν παῦροί τε διακρινθέντες ἑταῖροι . αὐτίκα δ
4944137 Πυθομενος
ἀπεπυνθάνετο εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν . Πυθόμενος δὲ ὡς πολλοῦ τιμῷτο , ἄλλο ἐβουλεύετο , ὅκως
ἑνὸς τὴν ψυχήν , αἱρέομαι ἐκ πάντων τὸν ἀδελφεόν . Πυθόμενος δὲ Δαρεῖος ταῦτα καὶ θωμάσας τὸν λόγον πέμψας ἠγόρευε
4944076 βουλευσηται
εἰς τὴν τοῦ συμβούλου τάξιν ὁ Ἀπελλῆς παρῆλθεν , ἵνα βουλεύσηται Γάιος μεθ ' οὗ μὲν ὡς σκωπτέον , μεθ
ἂν ἐξ ἀρχῆς ὁ τεχνίτης ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ πρόσφορον εἶδος βουλεύσηται , τούτῳ καὶ τὴν ὕλην ἐξ ἀνάγκης ἑπομένην δημιουργεῖ
4939869 ἀρεσκουσιν
ὅμως καὶ αὐτὸς τούτοις ἐχρῆτο πονηροῖς τε οὖσι καὶ οὐκ ἀρέσκουσιν αὐτῷ . δῆλον οὖν ὅτι τούτων μὲν οὐδενὶ μετῆν
, οἱ δὲ φαῦλοι οὐ τῷ ἀληθῶς ἔχειν τὰ ἀγαθὰ ἀρέσκουσιν ἑαυτοῖς , ἀλλὰ τῷ οἴεσθαι ἔχειν μὴ ἔχοντες .
4936385 Στροφιος
γὰρ Πυλάδης ἀντιλέγει μέχρι τοῦ ἀλλὰ δῆτ ' ἔλθω : Στρόφιος ἤλασέν μ ' : Ἀναξιβίαν τὴν Ἀγαμέμνονος ἀδελφὴν Στρόφιος
ὅτε πατὴρ ἔκτεινέ με . οὐκ ἦν : χρόνον γὰρ Στρόφιος ἦν ἄπαις τινά . χαῖρ ' ὦ πόσις μοι
4931337 παροικοι
ἀφ ' ἑστίας συθείς , οἷαι Στρυμονίου πελάγους Ἀχελωίδες εἰσὶ πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων , λίμνας τ ' ἔκτοθεν αἳ κατὰ
ἑστίας ἐφ ' ἧς τὰ κατὰ Μήδων ἐπινίκια ἐθύσαμεν , πάροικοι δ ' ἀλλοτρίας γῆς τε καὶ πόλεως , καὶ
4927826 ἐφευροι
βῆ δ ' ἴμεν Πάνδαρον ἀντίθεον διζήμενος , εἴ που ἐφεύροι . εὗρε Λυκάονος υἱόν : πρὸς τὸ ἀσύνδετον .
' αὖ δήμου τ ' ἄνδρα ἴδοι βοόωντά τ ' ἐφεύροι , τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν ὁμοκλήσασκέ τε μύθῳ : Δαιμόνι
4927393 διαπλεοντες
καὶ ἔξοδον καὶ φυγὴν κρυφαίαν . . . διάπλοον ] διαπλέοντες τὸν τεταγμένον τόπον . καθίστασαν ] ἐποίησαν . .
Φοίνικες , ἐς Ἰβηρίαν ἐκ πολλοῦ θαμινὰ ἐπ ' ἐμπορίᾳ διαπλέοντες , οἰκῆσαί τινα τῆς Ἰβηρίας Ἕλληνές τε ὁμοίως ,
4920102 καταρχεις
ταῖσδ ' Ἐλευθεραῖς Αἰθέρα καὶ Γαῖαν πάντων γενέτειραν ἀείδω κακῶν κατάρχεις τήνδε μοῦσαν εἰσάγων κοὔτ ' ἂν δίκης βουλαῖσι προσθεῖ
„ . ἄττιν , οὐχ Ἄττιδα . Δημοσθένης : ” κατάρχεις τοῖς Σάβοις : Ἄττις Ὕις , Ἄττις ” .
4919293 Μηδεις
Λογισμοὺς παρὰ τῶν ἐπιμελουμένων Κρονίοις λαμβάνειν μηδὲ τοῦτο ἐξέστω . Μηδεὶς τὸν ἄργυρον ἢ τὴν ἐσθῆτα ἐξεταζέτω μηδὲ ἀναγραφέτω ἐν
ὁ κεγχρίνας ἀπεργάζεται ἐπιὼν καὶ λυμαινόμενος τοῖς ἐκεῖ θρέμμασι . Μηδεὶς δὲ οὕτως ἔστω θρασὺς μηδὲ μὴν ἄοκνος ἐκ λογισμοῦ
4918260 Ἀγελαος
ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι : πρῶτος τήν γ ' ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος : “ Μέντορ , μή ς ' ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν
ἱμάντας ἔχων περὶ χερσὶ θοῇσι , τούς οἱ ἐπισταμένως Εὐηνορίδης Ἀγέλαος ἀμφέβαλεν παλάμῃσιν ἐποτρύνων βασιλῆα . Ὣς δ ' αὕτως
4918105 πατρῳ
βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν
πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος
4916794 Ἀγιδι
τὰ μὲν οὖν ἐς πόλεμον μάλιστα ἐπίσημα τοιαῦτα ὑπῆρχε τῷ Ἄγιδι : προπέτειαν δὲ τὴν Ἀρίστωνος ἐς Δημάρατον καὶ Ἆγις
λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς ἐχώρησαν , ἔπειτα τῶν πρεσβυτέρων τις Ἄγιδι ἐπεβόησεν , ὁρῶν πρὸς χωρίον καρτερὸν ἰόντας σφᾶς ,
4915253 διακεκριμενης
οὐρανὸν ἀναβῆναι . Φυσικῶς δὲ τῆς ἀμόρφου ποτὲ καὶ μὴ διακεκριμένης ὕλης τὸν καιρὸν ἀποφηνάμενος εἶναι νύκτα , δημιουργόν ,
προσθήσομεν , οἷς ἀπεγραψάμεθα . καὶ τὰς συναχθείσας μοίρας τῆς διακεκριμένης προσθαφαιρέσεως , ἐὰν μὲν ὁ διευκρινημένος τῆς ἀνωμαλίας ἀριθμὸς
4914006 ἀγαμον
καὶ γῆμαι αὐτὸν καὶ Κύβισθον υἱὸν σχεῖν : οἱ δὲ ἄγαμον μεῖναι , τῆς δὲ ἀδελφῆς τὸν υἱὸν θέσθαι .
μὲν οὐσίαν κεκτημένοις , ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν . ἔτι τοίνυν ἄγαμον , ἄπαιδα , ἄοικον ὅτι πλεῖστον χρόνον παιδικὰ ἐραστὴς
4913663 ἐπαιτιος
αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος ε [ ! ! ] ! ! [ !
χρειομένῳ ἄνυσιν καὶ πείραθ ' ὁδοῖο σημανέειν , αὐτὸς γὰρ ἐπαίτιος ἔπλευ ἀέθλων : αὐτὸς νῦν ἄγε νῆα σὺν ἀρτεμέεσσιν
4910349 μεμαρτυρηκασιν
ἀνοιχθὲν εἶδον πρὸς τῷ διαιτητῇ τὸ γραμματεῖον , ἀλλὰ καὶ μεμαρτυρήκασιν αὐτοὶ μὴ ' θέλειν ἔμ ' ἀνοίγειν , ταῦθ
τὸ γὰρ σῶμα τῆς ἀνθρώπου οὐ τολμᾷ παραδοῦναι , ὃ μεμαρτυρήκασιν αὐτὸν ἐθέλειν παραδοῦναι , ἀλλὰ μᾶλλον προῄρηται τὸν ἀδελφὸν
4908754 Κινυρας
ἦν ὁ Μίδας , τρὶς δ ' ὄλβιος ἦν ὁ Κινύρας , ἀλλὰ τίς εἰς Ἀΐδα ὀβολοῦ πλέον ἤλυθεν ἔχων
καὶ δή ποτε ὑπ ' ἔρωτος καὶ ἀμηχανίας ἐβουλεύσατο ὁ Κινύρας ἁρπάσας τὴν Ἑλένηνἐδόκει δὲ κἀκείνῃ ταῦταοἴχεσθαι ἀπιόντας ἔς τινα
4908726 Δαναϊδαις
ἰώ , μεγάλα πάθεα , μεγάλα δ ' ἄχεα , Δαναΐδαις τιθεῖσα Τυνδαρὶς κόρα . ἐγὼ μὲν οἰκτίρω σε συμφορᾶς
οἷς ἦλθον ἐς μέλαθρον Ἕκτορός ποτε , οὐ σφάγιον υἱὸν Δαναΐδαις τέξους ' ἐμόν , ἀλλ ' ὡς τύραννον Ἀσιάδος
4906843 δολιαι
: θέλει εἰπεῖν ὅτι ἀντέστραπται ἡ φύσις : οὐκέτι γὰρ δόλιαί εἰσιν αἱ γυναῖκες , ἀλλ ' οἱ ἄνδρες .
εἰπεῖν ὅτι ἀντέστραπται ἡ φύσις : οὐκέτι γὰρ αἱ γυναῖκες δόλιαί εἰσιν : τὸ δὲ ἑξῆς : τὰν δ '
4904154 τἀμ
εἶναι πρῶτον οὐκ ἐπίστασαι . πῶς δ ' οὐχί ; τἄμ ' ὀλωλόθ ' εὑρίσκων ἄγω . ποίοισιν εἰπὼν προξένοις
οἷά τ ' εἰργάσω . σὺ δ ' οὐκ ἔμελλες τἄμ ' ἀτιμάσας λέχη τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ οὐδ
4900636 Εὐρυνομην
κτλ . . . ] Πρώτους τοὺς περὶ Ὀφίωνα καὶ Εὐρυνόμην , δεύτερον τοὺς περὶ Κρόνον . πέργαμα δέ ,
καλοῦσιν : Κρόνος δὲ τὸν Ὀφίωνα καταβαλὼν Ῥέα δὲ τὴν Εὐρυνόμην καταπαλαίσασα καὶ ἐμβαλοῦσα τῷ Ταρτάρῳ τῶν θεῶν ἐβασίλευσαν οὓς
4898099 παρεγχει
κεκομμένης καὶ σεσημένης ⌊ δρ . ζʹ ⌋ . εἶτα παρέγχει τῷ χυλῷ , ὥστε γενέσθαι γλοιοῦ πάχος καὶ χρῶ
πικρῶν κεκαθαρμένων δρ . ηʹ ⌋ . ταῦτα λεῖα ποιήσας παρέγχει τοῦ χυλοῦ τὰ ἐνδεχόμενα καὶ ποίει τροχίσκους ἄγοντας ἀνὰ
4891523 ἡγητορες
. ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες ὑμεῖς μὲν νῦν νηυσὶν ἀμύνετε ποντοπόροισι φύλοπιν
τ ' ἐγένοντο , οἱ δ ' ἄρα καὶ παίδων ἡγήτορες , ἐν σοφίῃ τε πολλὸν ἀριπρεπέες μύθων ὑποφήτορες ἐσθλῶν
4886829 Οἰνομαος
δὲ ἀγάλματος κατὰ μέσον πεποιημένου μάλιστα τὸν ἀετόν , ἔστιν Οἰνόμαος ἐν δεξιᾷ τοῦ Διὸς ἐπικείμενος κράνος τῇ κεφαλῇ ,
ὄνομα καλεῖσθαι ἂν δικαίως αὑτὸν οἶμαι δείκνυσι , τό τε Οἰνόμαος ἔχον τι μέγα καὶ τραγικόν , ἐφ ' οἷς
4886317 καλουσα
δὲ μέχρι τῆς αὐλείου θύρας ἡ μήτηρ ὀδυρομένη , ὀνόματι καλοῦσα τὴν κόρην . ἐπορεύετο δὲ ἡ παρθένος ἡσυχῆ καὶ
ὦν ἐπίομες οἶνον . οἰβοιβοῖ τάλας . περὶ σᾶμά με καλοῦσα κατίσκα λέγοι . φοῦ τῶν κακῶν . ὃ καὶ
4885923 Πολυιδον
μένος οὐκέτ ' ὀπήδει . Αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Αἶνον ἐνήρατο καὶ Πολύιδον ἄμφω Κητείους , τὸν μὲν δορί , τὸν δ
καὶ Σερῆνος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι τῶν Φίλωνος Περὶ πόλεων , Πολύιδον λέγων τὸν λαβόντα τὸν χρησμόν . . . .
4884165 ἐξειργεσθαι
, οὐδέποτε ἂν ἔλθοι εἰς ἐνέργειαν † οὐ τῷ χρόνῳ ἐξείργεσθαι . Ἀλλὰ τί ἐστι τὸ δυνάμει πρῶτον λεκτέον ,
πομπήν . Ἐξούλης : ὄνομα δίκης ἣν ἐπάγουσιν οἱ φάσκοντες ἐξείργεσθαι τῶν ἰδίων κατὰ τῶν ἐξειργόντων . εἴρηται μὲν οὖν
4882619 στατηρες
συνειλεγμένα . ἴσως δὲ τῶν ὀνομάτων καταλόγῳ προσήκουσιν οἱ Κροίσειοι στατῆρες καὶ Φιλίππειοι καὶ Δαρεικοί , καὶ τὸ Βερενίκειον νόμισμα
ἐπὶ τῶν νόθων . Κύων ἐπισπεύδουσα τυφλὰ γεννᾷ . Κυζικηνοὶ στατῆρες : ἐπὶ τῶν εὖ κεχαραγμένων στατήρων : διαβόητοι γὰρ
4881469 συντροφοι
εἰκοστῇ τῶν ἱστοριῶν οὕτως : εἰσὶ δ ' οἱ μόθακες σύντροφοι τῶν Λακεδαιμονίων : ἕκαστος γὰρ τῶν πολιτικῶν παίδων ὡς
λαλούσης . Ἐλθὼν δὲ παρ ' αὐτοὺς τί ποιοῦμεν , σύντροφοι ; τί δὲ βουλευόμεθα , οἰκέται ; Δοκεῖς τινι
4875607 θεησαμενος
γέλωτας , εἰ δὲ μὴ , ὅ τι μάλιστα ἡσθήσεται θεησάμενος , ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς , καὶ καταστήσεται :
σφεας τοῦ ἔθνεος ἐπαγγέλλεσθαι φιλίην . Εἴπας δὲ ταῦτα καὶ θεησάμενος ἀπέπλεε ἐς τὴν Θέρμην . Ὁ μὲν δὴ περὶ
4875576 φιλτατος
ὄτρυνεν Ἀπόλλων Φαίνοπι Ἀσιάδῃ ἐναλίγκιος , ὅς οἱ ἁπάντων ξείνων φίλτατος ἔσκεν Ἀβυδόθι οἰκία ναίων : τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη
: Δηΐφοβ ' , ἦ μέν μοι τὸ πάρος πολὺ φίλτατος ἦσθα . καὶ Μένανδρος ἐν Κόλακι ἄνθρωπε , πέρυσι
4871899 βασιλις
Κελαινὴ Προίτου θυγατέρες . μάχλους δὲ αὐτὰς ἡ τῆς Κύπρου βασιλὶς εἰργάσατο , ἐπὶ μέρους δὲ τῆς Πελοποννήσου ἔδραμόν φασι
δέσποινα , Θησέως δάμαρ . φεῦ φεῦ , πέπρακται : βασιλὶς οὐκέτ ' ἔστι δὴ γυνή , κρεμαστοῖς ἐν βρόχοις
4870030 τετελεσμενος
λάβεν , αἶψα δ ' ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον ὃ δὴ τετελεσμένος ἐστί : τὴν μὲν γὰρ σὺν νηῒ θοῇ ἑλίκωπες
? σωφροσύνης . [ μεδων ! ! ] ἔπαινον ? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων
4867610 δερηι
: οὐδὲν σοῦ ξίφει λελείψομαι : ἀλλ ' ἀμφιθεῖναι σῆι δέρηι θέλω χέρας . τέρπου κενὴν ὄνησιν , εἰ τερπνὸν
σωτηρία . ] ἔχεσθ ' ἔχεσθε , φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος ,

Back