, εἰδικῶς δὲ περὶ σκάρου , πομπίλου , ἐχενηΐδος , ἀστάκου , καρκινάδων , ναυτίλου , κητῶν καὶ δελφίνων ,
, εἰδικῶς δὲ περὶ σκάρου , πομπίλου , ἐχενηΐδος , ἀστάκου , καρκινάδων , ναυτίλου , κητῶν καὶ δελφίνων ,
6221731 πενταφυλλα
δὲ ῥόδων κατὰ Θεόφραστον διαφοραὶ πολλαί : τὰ μὲν γὰρ πεντάφυλλα , τὰ δὲ δωδεκάφυλλα , περὶ δὲ Φιλίππους ἔνια
λειότητι καὶ εὐχροίᾳ καὶ εὐοσμίᾳ . τὰ μὲν γὰρ πλεῖστα πεντάφυλλα , τὰ δὲ δωδεκάφυλλα καὶ εἰκοσίφυλλα , τὰ δ
6182184 φασιανικων
καὶ μάλιστα πέρδικος , ἀτταγῆνος , περιστερᾶς , ἀλεκτορίδος καὶ φασιανικῶν . τὰ πτερὰ τῶν χηνῶν καὶ μᾶλλον τὰ τῶν
φησιν ὀνομάζεσθαι τὸν φασιανὸν ὄρνιν . τοσαῦτά σοι περὶ τῶν φασιανικῶν ὀρνίθων ἔχων λέγειν , οὓς ἐγὼ διὰ σὲ ὥσπερ
6113384 δορκαδων
ζῆν ἢ καὶ κατ ' ἀγρούς , καθημμένους νεβρίδας ἢ δορκάδων δοράς : ὡς δ ' εἰπεῖν , Ἰνδοὺς ἐσθῆτι
, εἶτ ' ἤδη καὶ ζώντων χηνῶν καὶ λαγωῶν καὶ δορκάδων . ἀνεδίδου δὲ καὶ χρυσοῦς στεφάνους τοῖς δειπνοῦσι καὶ
6112425 ἀμβλυντικοι
ποιητικοί : οἱ δὲ νοτιώτεροι συμπληρωτικοὶ κεφαλῆς καὶ τῶν αἰσθητηρίων ἀμβλυντικοί , κοιλίαν δὲ μαλάσσουσι καί εἰσι διαλυτικοί : οἱ
ἄλλων νῦν . τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί , οἱ δὲ στυπτικοί , οἱ δὲ καυστικοί .
6101904 σκαρου
τῷ τετάρτῳ δὲ περὶ τῶν ὑπ ' ἔρωτος ἁλισκομένων , σκάρου , κεφάλων , σηπιῶν , κοσσύφων , κιχλῶν ,
, ἔνθεν ἐν τοῖς βαθυτάτοις τόποις διασκορπίζονται πανταχοῦ . Φασὶ σκάρου κρητηθέντος ἐν ἀγκίστρῳ , ἄλλος ὑπερμαχῶν αὐτοῦ πρῶτα τοῖς
5996854 φραγματων
τὸν πόλεμον ὁπλίσματα , τὰ δὲ φράγματα : καὶ τῶν φραγμάτων τὰ μὲν παραπετάσματα , τὰ δὲ πρὸς χειμῶνας καὶ
' οὐδὲ ἐπέγραψέ τι τοῦ σώματος οὐδὲ ἤλεγξέ τι τῶν φραγμάτων , ἀλλ ' ὅσῳπερ ἂν πλείω καὶ ἐντονώτερά μοι
5994043 φλεγματωδων
μελάνων χυμῶν , ἐπιληπτικὰ δὲ καὶ ἀποπληκτικὰ καὶ ἀσθματικὰ τῶν φλεγματωδῶν , ἀρθριτικὰ δὲ τὰ μὲν ἅμα θερμασίᾳ πολλῇ τῶν
οὖρα ὑδατώδη , ἀποχρέμψεις συνεχεῖς φλέγματος , ἐνίοτε καὶ ἔμετος φλεγματωδῶν χυμῶν . ὑπεναντίως δὲ ταῖς θερμαῖς ταύτας θεραπεύσεις :
5968546 ἐπιπολαστικα
πάντα τὰ λάχανα ἄτροφα καὶ λεπτυντικὰ καὶ κακόχυλα ἔτι τε ἐπιπολαστικὰ καὶ δυσοικονόμητα . θερινῶν δὲ λαχάνων Ἐπίχαρμος μέμνηται .
τὰ μὲν ἁπαλὰ ὀλιγότροφα καὶ κακόχυλα , εὐέκκριτα δὲ καὶ ἐπιπολαστικὰ εὐοικονομητότερά τε τῶν ξηρῶν . τὰ δὲ πρὸς τῷ
5951493 Αὐτων
πρῶτον ] [ ] [ ἄρξομαι [ ] [ . Αὐτῶν ἑταῖροι φϲτ ! [ ] δ [ Βτην !
καὶ σύντομος . Τοσαῦτα περὶ τῶν τοῦ λόγου μερῶν . Αὐτῶν μὲν ἕνεκα τῶν πανευφήμων ἀνδρῶν , οὓς διατεθρυληκέναι σεαυτὸν
5927249 παχυνοντων
τροφῆϲ οἱ ἰατροὶ παρέχουϲιν . ὅϲοι δὲ μετά τινοϲ τῶν παχυνόντων ἐϲθίουϲι τά τε ϲῦκα καὶ τὰϲ ἰϲχάδαϲ οὐ ϲμικρὰ
τὰ ϲίδια . τεκμαίρεϲθαι δὲ τὰϲ ξυμμετρίαϲ τῶν ξηραινόντων ἢ παχυνόντων : καὶ γὰρ βηχώδεα ταῦτα , ὑπερβολῇ τε ξηρότητοϲ
5925311 εὐτραφων
τὰ τῶν ἀλεκτορίδων , καὶ καθόλου κάλλιστα μὲν τὰ τῶν εὐτραφῶν τε καὶ νέων πτερά , χείριστα δὲ τὰ τῶν
, καὶ πλήθη αἰγῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων εὖ μάλα εὐτραφῶν καὶ λαγῶν μέντοι . τούτων οὖν ἐάν τις αἰτήσας
5918504 τρυγονων
κοκκύζειν δὲ ἐπὶ ἀλεκτρυόνων καὶ κοκκύγων , τρύζειν δὲ ἐπὶ τρυγόνων . καὶ τὰ λοιπὰ ὁμοίως . τὸ δὲ γῆμαι
, ὁ δὲ ψευδής : οὗ μοι δοκεῖ χάριν ζεύγει τρυγόνων ἢ περιστερῶν ἐξομοιωθῆναι . τῶν δὲ πτηνῶν τὸ μὲν
5915705 τραγων
ὅταν τις παρεφάνη γυνή , κοινῶς αὐτῇ ἐχρῶντο . [ τράγων δὲ τρίχας καὶ σκέλη ἐδόκουν ἔχειν διὰ τὴν περὶ
ὁ ὕπνος . ταὶ δὲ τραγεῖαι : αἱ δοραὶ τῶν τράγων . ταὶ δὲ τραγεῖαι : ἤγουν τὰ δέρματα τῶν
5912749 πρεσβυτικα
οἷς κοινωνεῖ φύσιν . Πρόσωπα δὲ ὁ μὲν τοῦ Κρόνου πρεσβυτικά , στιβαρά , πανοῦργα , ἐνδόμυχα , κακοποιὰ μηνύει
γὰρ ἀφλέγμαντα τηρῆσαν , ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς χρόνια ἕλκη πρεσβυτικά τε καὶ εὐνούχων , ἔτι δὲ πρὸς τὰ περὶ
5911134 μεταβαλλουσαι
τοιαῦται κἀν ταῖς παραθέσεσι τῶν ἑπομένων φαίνονται , αἱ δὲ μεταβάλλουσαι , ὡς ἔκ τε τῶν θέσει μακρῶν κἀκ τῶν
εἰσὶ μεγάλαι οὐδὲ ἰσχυραὶ , ἀλλ ' ὅμοιαι καὶ ὀλίγον μεταβάλλουσαι : διότι καὶ τὰ εἴδεα ὅμοια αὐτὰ ἑωυτέοισίν εἰσιν
5901621 στροφοι
πνεύματος δυσωδία , ὕπνοι μετέωροι καὶ ἀηδεῖς , ἐμπνευματώσεις καὶ στρόφοι . Δριμέσι κλυσμοῖς χρηστέον ἤτοι σκυβάλων ἕνεκα κομιδῆς ,
αὐθημερόν : χρονίζειν γὰρ ἐν τοῖσι τοιουτέοισι κακόν . Ὁκόσοισι στρόφοι , καὶ περὶ ὀμφαλὸν πόνοι , καὶ ὀσφύος ἄλγημα
5888691 κινητικων
τοῦ Ἑρμοῦ εἰρημένων ἰδιωμάτων , πολέμων τε καὶ καυσωδῶν ἢ κινητικῶν καταστημάτων καὶ τῶν τούτοις ἐπισυμβαινόντων , δηλούσας δὲ διὰ
„ ὤφελεν , εἶπε , καὶ τὰ θηρία λόγων συνιέναι κινητικῶν πρὸς ἀρετήν . „ . , . . .
5870616 ἀμφιβιων
δέ σε πάντα : εἴς σε ἀφορῶσιν . μέλλων περὶ ἀμφιβίων ζώων εἰπεῖν ὁ ποιητὴς προοιμιάζεται φυσιολογικῶς περὶ τῶν τεσσάρων
χερσαίων ζῴων καθ ' ἕκαστον καὶ τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἀμφιβίων . ταῦτα δὲ ὅτι οὐδὲ οἱ τὰ θαύματα δεικνύντες
5856818 κεχηνασιν
τὴν χώρησιν χλωρὴ γίνεται , χωρέει δὲ ὀλίγα . Ταύτῃσι κεχήνασιν αἱ μῆτραι μᾶλλον τοῦ καιροῦ , παραμεθίασί τε τῆς
ἐσθίειν ἐπιθυμοῦντες τῶν σύκων , εἶτα ὑπὸ τοῦ πάνυ γλίχεσθαι κεχήνασιν . Γ ἐμποδίζων ἰσχάδας ] ἐμποδίζω δοτικῇ : ἴσχω
5847812 πνευματωδεσι
καὶ ἐφύδροις , τὰ δὲ ἐν εὐηλίοις καὶ χειμερίοις καὶ πνευματώδεσι καὶ λεπτοῖς καὶ ξηροῖς : τὰ μὲν γὰρ ἀνοζότερα
σκοτωματικῶν , καὶ μάλιστα ὅσοι χρονίοις νοσήμασι κεφαλῆς θερμοῖς καὶ πνευματώδεσι κάμνουσιν . ἤδη δὲ καὶ δι ' ἄλλα πάθη
5840420 χερσαιων
τῶν ἐλεφάντων ; ὅτι μέγα τὸ ζῷον , καὶ τῶν χερσαίων τὸ μέγιστον , εἰς τὴν τῶν ἐντυγχανόντων ἔκπληξιν παραχθέν
θαλάττης ἀναχωρήσεως , ἑκάστου τῶν τοῦ ὅλου μερῶν διαλύσεως , χερσαίων φθορᾶς κατὰ γένη ζῴων . κατασκευάζειν δὲ τὸ μὲν
5825328 ἐγειρονται
τῷ νοτερῷ ἀέρι . καὶ Ἄρατος : ἢ λύχνοιο μύκητες ἐγείρονται περὶ μύξαν νύκτα κατὰ νοτίην . τινὲς δέ φασι
ἐπιδεξίως καὶ τὸ κῦμα . χωρὶς γὰρ πνευμάτων κύματα οὐκ ἐγείρονται . . ὁ κλύδων . . τὸ φοσσάτον .
5813636 σκληροσαρκοι
ἡ ἐντεριώνη , ὡσαύτως καὶ τῶν σταφυλῶν αἱ γλυκεῖαι καὶ σκληρόσαρκοι καὶ τῶν μήλων , ὅσα μὴ στυφά . τὰ
ἐσθιώμενα κρέα καὶ τῶν ἀκμαζόντων ζῴων μᾶλλον , ἰχθύες δὲ σκληρόσαρκοι καὶ πόμα οἰνωδέστερον μὲν καὶ ἀκρατέστερον μὴ πλῆθος δὲ
5800058 κορυζαι
ἐπιληπτικὰ , καὶ αἵματος ῥύσιες , καὶ κυνάγχαι , καὶ κόρυζαι , καὶ βράγχοι , καὶ βῆχες , καὶ λέπραι
τὰ πρὸς ὑπόμνησιν . ἐπεὶ οὖν εἴρηται , βράγχοι καὶ κόρυζαι τοῖσι πάνυ πρεσβυτέροισιν οὐ πεπαίνονται , ἐνταῦθα δὲ λέγει
5799440 εὐπεπτοτερα
αὐτοῖς ὁρῶμεν ἀπεψίαν γινομένην . τὰ δ ' ὠμά ἐστιν εὐπεπτότερα , διότι μᾶλλον ἁπαλώτερα καὶ κατεργαζόμενα ὑπὸ τοῦ στόματος
ὅμοια δύσπεπτα μὲν πάντα , τῶν δ ' ἄλλων ἰχθύων εὐπεπτότερα πολλῷ . πρέπει δ ' αὐτοῖς ὀπτᾶσθαι μᾶλλον ἢ
5795978 ὀρχηστων
μεταγενεστέραν οὖσαν . ἀλλ ' οὐκ ἀπό γε τῶν τοιούτων ὀρχηστῶν ὀρχήσεως αὐτῆς , οἶμαι , καταγνωστέον οὐδὲ τὸ ἔργον
ἐνόπλιοι ὀρχήσεις πυρρίχη τε καὶ τελεσιάς , ἐπώνυμοι δύο Κρητῶν ὀρχηστῶν , Πυρρίχου τε καὶ Τελεσίου . ἐκαλεῖτο δέ τι
5790233 νησσαι
ὀρνίθων γένει ἀλεκτορίδες τε καὶ φασιανοί , μᾶλλον δὲ τούτων νῆσσαί τε καὶ χῆνες καὶ ὅσα ἐν ὕδασι ποιεῖται τὴν
ὀρνίθων γένει ἀλεκτορίδες τε καὶ φασιανοί , μᾶλλον δὲ τούτων νῆσσαί τε καὶ χῆνες καὶ ὅσα ἐν ὕδασι ποιεῖται τὴν
5782116 καλλιονων
καὶ τὰ ἐκεῖ ἄστρα μὴ τῆς ἀθανάτου κεκοινωνηκέναι ἐκ πολλῷ καλλιόνων καὶ καθαρωτέρων ὄντα , ὁρῶντας ἐκεῖ μὲν τὸ τεταγμένον
τῶν ἀπονεμομένων ταῖς πεσούσαις εἰς τὴν γένεσιν ψυχαῖς χωρητικὴ , καλλιόνων ἢ χειρόνων , δι ' ἃ εὔμοιροί τινες εἰσὶν
5780284 πραοτερων
ϲκληρύνεται τὸ ϲκύβαλον . μελίκρατον δὲ ἁρμόζει ἐνιέμενον ἐπὶ τῶν πραοτέρων πυρετῶν καὶ ἐπὶ τῶν γυναικωδῶν ϲωμάτων καὶ ἐπὶ παρακμαζόντων
ταῖϲ ὅλου τοῦ ϲώματοϲ εἴκων καθάρϲεϲιν ἢ καὶ τῶν μὲν πραοτέρων φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν , ὑπὸ δὲ τῶν ϲφοδροτέρων παροξυνόμενοϲ
5776924 πικροχολων
χρήσιμον τῇ ἐναντίᾳ διαθέσει : ἐπὶ γὰρ τῶν διακαεστάτων καὶ πικροχόλων πυρετῶν ὀνήσει ὕδωρ χλιαρὸν πρὸ τῆς ἐγχειρήσεως διδόναι πίνειν
φλεγματωδῶν , ἀρθριτικὰ δὲ τὰ μὲν ἅμα θερμασίᾳ πολλῇ τῶν πικροχόλων , τὰ δὲ σὺν ὄγκοις ψυχροῖς τῶν φλεγματικῶν .
5753254 ἀστακων
τοιαῦτα . Ἀπέχεσθαι δὲ λαβρακίων , κεφάλων , γυλαρίων , ἀστακῶν , παγούρων , καὶ ὅσα ὀστρακόδερμα . Τοὺς δὲ
. ἕλκων : βαστάζων . Γενεῇ : τῶν καράβων καὶ ἀστακῶν , ἐν ἐκείνῃ τῇ γενεᾷ τῶν καράβων . καρκίνοι
5747182 ἀτροφοι
κέφαλοι , ὑπερπλησθέντες δ ' οὗτοι τῶν κυημάτων λεπτοὶ καὶ ἄτροφοι καὶ ἔτι μᾶλλον τεκόντες . ὁ δὲ θύννος πιότατος
: ἀτὰρ καὶ πιπίϲκειν τοῦ κάϲτοροϲ ξὺν μελικρήτῳ . τροφαὶ ἄτροφοι , ψυχραί : βραχέα μὲν τὰ ϲιτώδη , τὰ
5736763 εὐαεριας
οὐ μόνον ὀχυρότητος καὶ μονίμου συστάσεως ἀλλὰ καὶ εὐπνοίας καὶ εὐαερίας εὖ διακειμένη πρὸς ψύχη καὶ θάλπη κατά τι τῶν
, καὶ τὴν Ἥβην καὶ τὸν Ἄρην , ὅτι ὑπὲρ εὐαερίας καὶ περὶ χωρῶν λιπαρῶν ὁ πόλεμος γίνεται . τινές
5734019 συνιοντων
οἱ Καρχηδόνιοι τῆς νήσου πλέον ἢ ἥμισυ , Ἱέρωνι δὲ συνιόντων μὲν ἄρτι ἐς τὸν πόλεμον ἑλέσθαι τὰ Καρχηδονίων ἤρεσε
μὲν ἐν ἀφανεῖ τῆς πόλεως ὂν καὶ ἐπ ' ἐλαχίστοις συνιόντων ἐς αὐτό , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἔχει
5732335 κολου
' ἐνὶ στροφάλιγγι ἀπηνέι κυμήνειεν ἔντερον ἢ ταναοῦ σφυγμὸν ἔχωσι κόλου : ἢ ὁπόταν χολόεντες ὅλον δέμας , ἔξοχα δ
ταῖς προκεκυηκυίαις μείζων , ὥστε ταῖς πλείσταις ἐν λήξει τοῦ κόλου προσαναπαύεσθαι , μᾶλλον δὲ ἐν τῷ κυοφορεῖν εἰς πολὺ
5731307 δαση
τὸ δὲ δεύτερον ἡ ἔχουσα πολλὴν πόαν , ὅ ἐστιν δάση . βαθύσχοινον λεχεποίην . Λεώς : ἐὰν μὲν ὀξύνηται
. οἱ δὲ ὡς ἀπὸ συνθήματος τρέπονται εἰς ἕλη καὶ δάση καὶ ἄγκη καὶ τῶν ἑλῶν τὰ κοιλότερα καὶ ὅσα
5729167 κιχλων
καὶ περιϲτερᾶϲ ἀλεκτορίδοϲ τε καὶ ἀλεκτρυόνοϲ . ἡ δὲ τῶν κιχλῶν καὶ κοϲϲύφων καὶ τῶν μικρῶν ϲτρουθῶν καὶ τῶν πυργιτῶν
ὁ δὲ κόσσυφος βλέπων τὴν καρίδα καὶ οἰόμενος κατὰ τῶν κιχλῶν αὐτὴν περιστρέφεσθαι , χανὼν ἐπιλαμβάνεται τῆς καρίδος καὶ θηρεύεται
5719481 ἀφθονοι
καὶ ἄπλευροι καὶ ἀτράχηλοι ἄνθρωποι , οὕτω καὶ ἀναμάρτητοι καὶ ἄφθονοι λέγονται ; καὶ ὃν τρόπον ἐκεῖ ἄπλευρος οὐ κατὰ
Ἤπειρον , κεφάλων εἰσὶ κατὰ ἴλας ὡς ἂν εἴποι τις ἄφθονοι νήξεις καὶ πλήθη πάμπολλα . οὐκοῦν θηρῶνται καὶ μάλα
5713221 κλυσμων
σφυροῦ . καὶ διὰ σικύας ἀπὸ τοῦ ἰσχίου καὶ διὰ κλυσμῶν δριμέων καὶ δι ' ἃ δυσεντερίας τρόπον τινὰ ποιοῦσι
αὐτῇ , εἰ μὲν φλεγμονὴ συμπαρείη , τῶν αὐτῶν δεήσει κλυσμῶν , εἰ δὲ μὴ συμπαρείη , τῶν κλυσμῶν οὐκ
5712623 ἐνυδρων
γὰρ καταπίνουσιν τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτῶν . Ἡ μὲν οὖν τῶν ἐνύδρων καὶ ἑρπετῶν γονή , μετεσχηκυῖα τῆς εὐλογίας τοῦ θεοῦ
οὐ γεύεται τῶν τε χερσαίων καὶ τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἐνύδρων ζῴων . καὶ δὴ σκευασίας παντοδαπὰς περὶ ταῦτα μεμηχανῆσθαι
5712221 ἀκοντιαι
καλοῦνται καὶ ὀροφίαι . * φράζονται : λέγουσι , καλοῦσι ἀκοντίαι : οὕτως διατρέχοντες κατὰ τὰ ἀκόντια . ἄλλα δὲ
τε πολυστεφέας τε μυάγρους φράζονται , σὺν δ ' ὅσσοι ἀκοντίαι ἠδὲ μόλουροι ἠδ ' ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται
5709129 καρπιμα
τρόποι μὲν οὖν τοιοῦτοι τῶν τοιούτων γενέσεων . Πάντα δὲ κάρπιμα ἢ ἄκαρπα , καὶ ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα , καὶ
πρὸ δὲ τῆς εἰσόδου πεφυκέναι δένδρα θαυμαστά , τὰ μὲν κάρπιμα , τὰ δὲ ἀειθαλῆ , πρὸς αὐτὴν μόνον τὴν
5707272 ἀκαρπων
τοῦτο πάθωσι , τῆς ὑγρότητος ἀπελαθείσης , τὰ μὲν ἐξ ἀκάρπων κάρπιμα , τὰ δὲ καλλικαρπότερα καὶ ἐγχυλότερα γίνεται .
' ὥσπερ σπειρόμεναί τινες ἢ φυτευόμεναι . τὸ δὲ τῶν ἀκάρπων οἰηθείη τις ἂν μᾶλλον αὐτομάτους εἶναι , μήτε φυτευομένων
5705950 στυπτηριωδη
ἐστι νιτρώδη , τὰ δ ' ἁλμυρά , τὰ δὲ στυπτηριώδη , τὰ δὲ θειώδη , τὰ δ ' ἀσφαλτώδη
ἐστι νιτρώδη , τὰ δ ' ἁλμυρά , τὰ δὲ στυπτηριώδη , τὰ δὲ θειώδη , τὰ δ ' ἀσφαλτώδη
5704347 ἐπιμισγονται
οὐ πολυκοίτους , ἀναξίαις μέντοι γε ἢ ἀργυρωνήτοις ἢ πρεσβυτέραις ἐπιμίσγονται : οἱ δὲ καὶ ταῖς τῶν ἀδελφῶν ἢ ἐπιστατῶν
μοι καὶ τόδε τεκμήριον γίνεται : Φοινίκων ὁκόσοι τῇ Ἑλλάδι ἐπιμίσγονται , οὐκέτι Αἰγυπτίους μιμέονται κατὰ τὰ αἰδοῖα , ἀλλὰ
5700564 κορακινοι
παρόντος , οὗτος οὐκ ἔχει φρένας . οἱ δὲ Νειλῶται κορακῖνοι ὅτι γλυκεῖς καὶ εὔσαρκοι , ἔτι δὲ ἡδεῖς ,
δευτέραν δ ' ἐπ ' αὐτοῖς ἔχουσι τάξιν οἵ τε κορακῖνοι καὶ ἡ πηλαμὺς καὶ τὰ σαρξίτανα καλούμενα . ἐγκέφαλος
5696849 καταστεγοι
δέ γε αὐτῶν ἑτέρων τε τιμιωτέρων ὁδοί τε ἐν ἄστει κατάστεγοι στενωποί τε μεστοί . καὶ τοῖς μὲν ἴση ἡ
δέ τινες αὐτοῖς καὶ τῶν εἰς τοὺς ἀγροὺς φερουσῶν ὁδῶν κατάστεγοι . τοῖς δὲ πλείστοις αὐτῶν ὑπάρχουσιν οἰνῶνες ἐγγὺς τῆς
5695485 ἐντατα
. τρία εἴδη τῶν ὀργάνων : κρουστά , πνευστὰ καὶ ἔντατα . ὁδοῖς ] στράταις . εὐτάκτως ] κοσμίως .
. τρία εἴδη τῶν ὀργάνων : κρουστά , πνευστὰ καὶ ἔντατα . ὁδοῖς ] στράταις . εὐτάκτως ] κοσμίως .
5690268 κριων
αὐτῶν καὶ ἡμίονοι καὶ τὰ ἄλλα κτήνη πάντα οὐδὲν μείζω κριῶν . ἕπονται δὲ τῶι βασιλεῖ τῶν Ἰνδῶν τούτων τῶν
ταῖς θηλείαις ἐπαφετέον . ἡλικία δὲ πρὸς ὀχείαν χρήσιμος τῶν κριῶν , ἀπὸ δύο ἐτῶν ἕως ηʹ . ὁμοίως δὲ
5685144 στατικα
λέγεσθαι , καὶ ὡς τρόφιμα καὶ τὰ λυτικά , καὶ στατικά , καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια . Ὑγιεινὰ μὲν γὰρ
ἐπισκεπτικὰ καί , ὡς ἄν τις εἴποι , μετρητικὰ καὶ στατικά . τίς λέγει ταῦτα ; μόνος Χρύσιππος καὶ Ζήνων
5679329 κνημων
κατιδεῖν . περί γε μὴν τῶν κάτωθεν , ἀστραγάλων ἢ κνημῶν καὶ κυνηπόδων καὶ ὁπλῶν , ταὐτὰ λέγομεν ἅπερ περὶ
καὶ ἀναιδεῖς σημαί - νουσιν : ὡς τὸ πολὺ δὲ κνημῶν καὶ πτερνῶν παχύτης δουλοπρεπῆ ἄνδρα καὶ ἀμαθῆ δηλοῖ .
5678334 γελωτων
Βεβρωμένη δὲ τοῖς ἀπείροις αὐτίκα Σπασμούς τε ποιεῖ , καὶ γελώτων ἐμφάσεις , Καὶ πότμος εὐθὺς , καὶ γελάσιμος μόρος
πότων : ἀντὶ τοῦ ” συμποσίων “ . κιχλισμῶν : γελώτων † διαφόρων † . εἶεν : τοῦτο καλεῖται ἀπόθεσις
5670066 εὐχυμων
, οἷα καὶ αἱ ῥηθεῖσαι δυσκρασίαι , εὐπέπτων δὲ καὶ εὐχύμων τροφῶν προσφοραί , τοιαῦτ ' ἂν οὖρα ποιήσειεν οἷα
πλεῖόν γε βρωθέν , ἐὰν μή τις αὐτῷ τι τῶν εὐχύμων ἐδεσμάτων ἐπιφάγῃ , κινήσει πάντως ἔμετον . Οἱ μηλοπέπονες
5662540 τραχεων
κυρίοις δηλονότι , ] καὶ ὅταν τις πρᾳοτέροις ἀντὶ τῶν τραχέων . Βραχύτης δὲ καὶ συντομία γίνεται κατὰ γνώμην ,
ἐπὶ ταὐτοῦ πράγματος τὰ μὲν περὶ Ἄρεα καὶ Ἀφροδίτην διὰ τραχέων ὀνομάτων ἀφηγεῖται [ θ . ] , τὸ ἐμίγησαν
5646208 ἀλεκτοριδων
, ὡς ἀλέκτωρ , κάτωθεν βηματίζεις μετὰ ὀρνίθων καὶ τῶν ἀλεκτορίδων . Ὅτι κρεῖσσόν ἐστι περίβλεπτόν τινα εἶναι ἐν πενιχρᾷ
. . ἄτοπον γάρ ἐστι κοράκων μὲν λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῖς ἀλεκτορίδων καὶ συσὶν ἐπὶ φορυτῶι μαργαινούσαις , ὡς ἔφη Δ
5644714 χεδροπων
ἄγαν ὀρθοφυές . ὁ δὲ καρπὸς ἔλλοβος , καθάπερ τῶν χεδροπῶν , ᾧ χρῶνται οἱ ἐγχώριοι πρὸς τὰ δέρματα ἀντὶ
ὁ ὄροβος : μόνα γὰρ δὴ καὶ οὐ ζωοῦται τῶν χεδροπῶν ὁ θέρμος καὶ ὁ ἐρέβινθος : ἀλλ ' ὅ
5644469 ποικιλιαις
: οὔτε γὰρ προκατασκευαῖς οὔτ ' ἐφόδοις οὔτε μερισμοῖς οὔτε ποικιλίαις σχημάτων οὔτε ταῖς ἄλλαις ταῖς τοιαύταις πανουργίαις εὑρίσκεται χρώμενος
ταῦτα : φαγεῖν , πιεῖν , [ περιβαλέσθαι , ] ποικιλίαις χρωμάτων δι ' ὄψεως ἡσθῆναι , μελῳδίαις παντοδαπῶν ἤχων
5641625 ζωμων
τοὺς βουλομένους ⌈ ἀκωλύτως καὶ . κρεάτων ⌈ τε καὶ ζωμῶν . ἐμπλησθεὶς ] πληρωθείς , κορεσθείς . , γεμισθείς
τὸν ἐπιγινόμενον κνηϲμὸν καὶ μετὰ λουτρὸν χρῆϲθαι τοῖϲ λιπαροῖϲ τῶν ζωμῶν μετὰ οἴνου ἢ γλυκέωϲ . καὶ μυελὸϲ δὲ μετ
5640523 ἀνακαιειν
τις ἐθέλοι , παραίνεέ τε προειπεῖν τοῖσι ἑωυτῶν ἑκάστους πυρὰ ἀνακαίειν : κομιδῆς δὲ πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν ὥστε
παντελῶς χθαμαλά , οἷον πύξοι καὶ μυρρίναι , οἰκετῶν . ἀνακαίειν δὲ δοκεῖν πῦρ ταχέως ἀναπτόμενον καὶ ἐφ ' ἑστίας
5633530 ταπεινωματα
καὶ πάντων τῶν πλανήτων ἐν ἑκάστοις τῶν ζῳδίων ὑψώματα καὶ ταπεινώματα ἐλέγχεται . Ὁπόταν γὰρ εἰς τριάκοντα μοίρας πάντων νενεμημένων
δίδυμοι καὶ παρθένος . ὑψώματα δὲ καλοῦσιν ἀστέρων , καὶ ταπεινώματα ὡσαύτως , τὰ ἐν οἷς χαίρουσιν ἢ ὀλίγην δύναμιν
5624236 κητων
θρεμμάτων ἰχθύων προσβάλλει : οἰκήσεις δὲ ποιοῦνται τοῖς ὀστέοις τῶν κητῶν χρώμενοι καὶ κόγχοις ὀστρέων τὸ πλέον , δοκοῖς μὲν
, ἢ καὶ κυκνείοισιν ὄχοις ἐπὶ πόντιον οἶδμα ἐρχομένη χαίρεις κητῶν κυκλίαισι χορείαις , ἢ νύμφαις τέρπηι κυανώπισιν ἐν χθονὶ
5620992 ἐμπνευστων
κέκτηνται ἀριθμόν . ὅμοια δὲ ἔστιν εὑρεῖν καὶ ἐπὶ τῶν ἐμπνευστῶν ὀργάνων . καὶ γὰρ τῶν ἐν τούτοις φθόγγων οἱ
αἰσθητὸν κατά τινα ὁρμὴν τῆς ψυχῆς , ὅπερ ἐπὶ τῶν ἐμπνευστῶν παρὰ τοῖς μουσικοῖς καλουμένων ὀργάνων συμβαίνει , οἷον αὐλῶν
5618836 ἀκαρπα
φυτευόμενα μὲν οὖν κατὰ φύσιν ἀγαθὰ γίνεσθαι παρὰ φύσιν δὲ ἄκαρπα . ταῦτα μὲν οὖν ὥσπερ κοινὰ πάντων . Τῶν
ἐλαίας μὲν συνεκφέρουσιν , δάφνας δὲ οὐδαμῶς . τὰ δὲ ἄκαρπα χείρω χωρὶς τῶν ἐχόντων ἐξ αὐτῶν ἢ δι '
5616240 κεχυμενων
καὶ κώλων , μετὰ δὲ λέξεως μόνης ἐπὶ τῶν καλουμένων κεχυμένων ᾀσμάτων : ῥυθμὸς δὲ καθ ' αὑτὸν μὲν ἐπὶ
τὴν βοήθειαν κεκλημένων καὶ πρὸ τοῦ ἄστεος τῶν στρατευμάτων σοι κεχυμένων οὐ πρὸς τὸ ἀνέλπιστον ἐκπλαγέντες τῆς θέας , οὐ
5612367 διαιτωμενων
τῶν ἐν ἕλεϲι καὶ λίμναιϲ καὶ ποταμοῖϲ ἰλυώδεϲι καὶ θολεροῖϲ διαιτωμένων . τῇ δὲ ὀϲμῇ καὶ τῇ γεύϲει τὴν διάγνωϲιν
θαυμαϲτόν , ἐν γυμναϲίοιϲ μᾶλλον καὶ τροφῆϲ ἐνδείᾳ τῶν τότε διαιτωμένων ἀνθρώπων : νῦν δὲ τῆϲ τάξεωϲ ἀντεϲτραμμένηϲ ἐπίμικτοϲ φλέγματι
5609887 Πληθος
, περὶ τὴν ἑβδόμην ἐς ὀξύτητα τὸ νούσημα μετέπεσεν . Πλῆθος μὲν οὖν τῶν νουσημάτων ἐγένετο : ἐκ δὲ τῶν
περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς , ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε . Πλῆθος δὲ τῶν ὀθονίων ἱκανὸν τὸ πρῶτον , αἱ δύο
5608981 ἀγριωτατα
παρεμφερεῖς εἰσι , ταῖς δὲ φωναῖς μυγμοὺς ἀνθρωπίνους προΐενται . ἀγριώτατα δὲ ταῦτα τὰ ζῷα καὶ παντελῶς ἀτιθά - σευτα
αἰχμῆς , ἀλλ ' ἱκανὴ αὐτῷ ἡ ἀρετὴ καταμαχέσασθαι τὰ ἀγριώτατα φῦλα καὶ ὑπαγαγέσθαι κρείττω ὑπαγωγὴν τὴν ἑκούσιον τοῦ βιαίου
5606543 συβοσια
ἄγουσα : μοχθηρὰ μὲν γὰρ ἡγεῖσθαι κελεύει τὰ ἐπὶ θαλάττῃ συβόσια διὰ τὸ σκόροδον τὸ θαλάττιον , οὗ μεστοὶ μὲν
ὁ συνεστραμμένος ἀναφορεύς , ἐξ οὗ ἤρτηται ἡ πήρα . συβόσια τὰ συφόρβια : “ τόσσα συῶν συβόσια . ”
5605879 γεγηρακοτων
τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων καὶ μηκέτι χρησιμευόντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν
καὶ νέων πτερά , χείριστα δὲ τὰ τῶν ἰσχνῶν καὶ γεγηρακότων . τῶν σιτευθέντων δι ' ὀροῦ γάλακτος χηνῶν τὸ
5604096 εὐτροφων
καὶ φαίνεται πολὺ σκληρότερον τῆς πιμελῆς . ὗς μὲν οὖν εὐτροφῶν πιμελὴν πλείστην ἔχει διὰ τὴν φυσικὴν τῆς κράσεως ὑγρότητα
καὶ φαίνεται πολὺ σκληρότερον τῆς πιμελῆς . ὗς μὲν οὖν εὐτροφῶν πιμελὴν πλείστην ἔχει διὰ τὴν φυσικὴν τῆς κράσεως ὑγρότητα
5600715 νωθρων
συνήθεις πράξεις πραττόντων λέγουσιν , ὡς αἰσθάνονται βαρέων ἑαυτῶν καὶ νωθρῶν καὶ ὀκνηρῶν καὶ δυσκινήτων , αὐτὸ τοῦτό ἐστι τὸ
μετ ' ἐλαίου . καταψύχρων δὲ ὄντων τῶν νοϲημάτων καὶ νωθρῶν ἀλγημάτων χαλβάνην μετὰ τοῦ βουτύρου ἐνίεμεν , ὡϲ εἶναι
5600386 ἑκτικων
ῥιγοπυρέτων καὶ τρόμου σώματος καὶ δυσουρίας καὶ μελαγχολικῶν νοσημάτων καὶ ἑκτικῶν πυρετῶν καὶ τῶν τοιούτων : σημαίνει δὲ καὶ βλάβην
ἐλαιοφανῆ καὶ ἐλαιώδη , τὸ πλέον ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖς τῶν ἑκτικῶν συνίστασθαι πέφυκε πυρετῶν , συντηκομένης ἤδη τῆς πιμελῆς ,
5593000 ἐλεφαντινοις
τελευταῖαι ἐπεισῆλθον ἐπιδόρπιαι τράπεζαι , τραγήματά τ ' ἐν πλεκτοῖς ἐλεφαντίνοις ἐπεδόθη πᾶσι καὶ πλακοῦντες ἕκαστα γένη , Κρητικῶν καὶ
πολλοῖς καὶ μεγάλοις ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς , ἔτι δ ' ἐλεφαντίνοις , καὶ κολοττικῶν ἀνδριάντων πλήθει , πρὸς δὲ τούτοις
5591282 προαυλια
γεωργικὸν ἐργαλεῖον . ἄσκαλα , τουτέστιν ἀναροτρίαστα , καὶ τὰ προαύλια : πρώην γάρ , φησίν , εἶχον ἄφθονα :
καὶ εἰς τὰς Ἀριστοτέλους Κατηγορίας , αἵτινες ὁδοί εἰσι καὶ προαύλια εἰς πᾶσαν τὴν τῶν φιλοσόφων λογικὴν θεωρίαν . τοῦ
5590095 διεγερτικα
νυκτὸς ᾄδουσι : τινὰ δὲ ὄρθρια , ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά . ᾄδουσι δὲ τὸν ἐπιθαλάμιον αἱ παρθένοι πρὸ τοῦ
νυκτὸς ᾄδουσι : τινὰ δὲ ὄρθρια , ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά . ᾄδουσι δὲ τὸν ἐπιθαλάμιον αἱ παρθένοι πρὸ τοῦ
5586476 αὐτοφυων
, καὶ τὰ ἰλὺν ἀποκαθιστῶντα , καὶ ἔτι τὰ πλησίον αὐτοφύων θερμῶν ἐκρέοντα . Ἄριστον δὲ ὕδωρ τὸ ταχέως ψυχόμενον
, καὶ τὰ ἰλὺν ἀποκαθιστῶντα , καὶ ἔτι τὰ πλησίον αὐτοφύων θερμῶν ἐκρέοντα . Ἄριστον δὲ ὕδωρ τὸ ταχέως ψυχόμενον
5583945 ἐναιμων
δευτέραν που τάξιν : εἰκότωϲ οὖν πρὸϲ τὰϲ κολλήϲειϲ τῶν ἐναίμων τραυμάτων αὐτῇ χρῶνται καὶ πρὸϲ τὰ ἄλλα ὅϲα ξηρανθῆναι
. δύναμιν δ ' ἔχει στυπτικήν , κοιλωμάτων πληρωτικήν , ἐναίμων κολλητικήν . Τῆς δὲ Σαμίας γῆς τὴν ἄγαν λευκὴν
5582342 μαλακοσαρκοι
λεπτύνουσι καὶ τέμνουσιν : ἐκλέγεσθαι δὲ καὶ τούτων ὅσοι φύσει μαλακόσαρκοι , τοὺς δὲ κητώδεις φυλάσσεσθαι . ταριχευθέντων γέ τοι
τρεφομένων ἀλεκτρυόνων ἐπιτήδειοι , καὶ πέρδικες καὶ στρουθοὶ ὄρειοι καὶ μαλακόσαρκοι . Φυλάττεσθαι δὲ τὰ ἐν ἕλεσι καὶ ποταμοῖς διαιτώμενα
5582139 ἀπεδεικνυντο
. καὶ οἱ μὲν αὐτῶν προεκπηδῶντες τῆς τάξεως τολμήματα λαμπρὰ ἀπεδείκνυντο , τοῖς δὲ καὶ ἐπικαίρως τετρωμένοις καὶ ἐμπνέουσιν ὀλίγον
τῶν δεσποτῶν μάλιστα βάσανον ἐδίδοσαν : οὐδένες γὰρ πιστότερα ἔργα ἀπεδείκνυντο ἐν ταῖς δεσποτικαῖς συμφοραῖς τῶν εὐνούχων . εἰ δέ
5577958 σιτηρων
Καὶ παραπλήσιαι δὲ ἴσως αἱ τοιαῦται καὶ ἃς ἐπὶ τῶν σιτηρῶν ἐλέγομεν περὶ τῶν σταχύων καὶ αὐτῶν τῶν καρπῶν :
ἱκανόν τισιν ἂν ἔχῃ τὸ διατηρῆσον . Ὑπὲρ δὲ τῶν σιτηρῶν καὶ ὅλως τῶν ἐπετείων αἱ μὲν τοιαῦται διαφοραὶ ῥᾴους
5574711 χρυσωματων
, ὡς οὐκ ἀλλαχόθεν οἶμαι γιγνόμενον τὸ εὐδαιμονεῖν , ἀπὸ χρυσωμάτων ἢ πόλεων ἢ χώρας ἢ ἄλλων ἀνθρώπων , ἑκάστῳ
ὑδρίαι δεκαδύο , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν λʹ . ταῦτα δὲ
5572517 ῥιναι
τακερὸν ἐν αὑτοῖς ἔχειν . βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα σκληρότερα καὶ δυσπεπτότερα καὶ τροφὴν
καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι ,
5569494 τριγλων
. Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων , κεφάλων , ἀγραύλων , τριγλῶν , καὶ πάντων τῶν ἀλέπων καὶ τῶν παστῶν ἀπέχεσθαι
ἀλλ ' ἧττον ψαθυρὰ τῆς τῶν πετραίων : τῶν μέντοι τριγλῶν ψαθυρὰ μέν , οὐ μὴν καὶ μαλακή . ταῦτα
5568248 συλλαμβανομενων
' οὐκ ἀμελήσεις τῶν περὶ τὸν θάλαμον ὡς συνεργούντων καὶ συλλαμβανομένων τῷ μέλλοντι νυμφεύειν : καὶ καθ ' ἡδονὴν δὲ
τὴν ἐπικράτησιν ὁποτέρου τῶν εἰδῶν κατά τε τὸ πλῆθος τῶν συλλαμβανομένων αὐτοῖς καὶ κατὰ τὴν δύναμιν , κατὰ μὲν τὸ
5567066 γονιμων
κρίσις τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ ψεύδους , ἤτοι ἀνεμίων καὶ γονίμων . δεῖ αὐτὸν μὴ συμμεταβάλλεσθαι οἷς ἂν ἐξηγῆται δίκην
καὶ πλεοναδάκτυλα . υνʹ . Διὰ ποίαν αἰτίαν τῶν ἑπταμήνων γονίμων ὄντων τὰ ὀκτάμηνα ἄγονά ἐστιν ; λέγεται οὕτως :
5566620 φθονοι
εὐλαβεῖσθαι τὸν ταῦτα πράττοντα : οὐ γὰρ σμικροὶ περὶ αὐτὰ φθόνοι τε γίγνονται καὶ ἄλλαι δυσμένειαί τε καὶ ἐπιβουλαί .
λῦπαι καὶ φόβοι καὶ ὀρέξεις ἀτελεῖς καὶ ἐκκλίσεις περιπίπτουσαι καὶ φθόνοι καὶ ζηλοτυπίαι , ποῦ ἐκεῖ πάροδος εὐδαιμονίας ; ὅπου
5560216 ἠρμενων
κατησφαλισμένον πύργων τε πυκνότητι καὶ μεγέθει καὶ ἀσφαλείᾳ ἐς ὕψος ἠρμένων μεταπυργίων τε καὶ ἐπάλξεων καρτερότητι ὕψει τε καὶ τείχους
ἐλατομήθησαν οἱ τετράγωνοι λίθοι καὶ ἐτέθησαν εἰς τὸν τόπον τῶν ἠρμένων : οἱ δὲ στρογγύλοι οὐκ ἐτέθησαν εἰς τὴν οἰκοδομήν
5560051 βλαπτικοι
δὲ καὶ τοῦτο προγινώσκειν , ὅτι οὐ πάντοτε οἱ κακοποιοὶ βλαπτικοὶ τυγχάνουσιν , ἀλλὰ καὶ ὠφέλιμοι καὶ ζωῆς καὶ δόξης
, ἀνωφελῶν γονέων λύπας , μερίμνας βιωτικάς , καὶ καθόλου βλαπτικοὶ καὶ ἄπρακτοι γενήσονται . ἐπὶ δὲ ἡμερινῆς παγκάκιστος :
5558240 σπασμων
ἀνεμνήσθη : ταχὺ δὲ πάλιν παρέκρουσεν : οὔρει δὲ μετὰ σπασμῶν ἀθρόον πουλὺ , ὀλιγάκις ἀναμιμνησκόντων , παχὺ , λευκὸν
, δέρμα μαλθάσσει , ἰσχναίνει , ἀνώδυνον , ῥιγέων , σπασμῶν , τετάνων παρηγορικόν : τὸ δ ' ἐν κεφαλῇ
5558041 χηνων
ἔθος ἦν αὐτοῖς ἁπαλαῖς χρῆσθαι , κρέα μὲν μόσχων καὶ χηνῶν μόνων προσφερομένους , οἴνου δὲ τακτόν τι μέτρον πίνοντας
ἡδὺ διὰ τῆς τῶν ἰσχάδων ἐδωδῆς , οὕτως ἐπὶ τῶν χηνῶν ὀρῷ γάλακτος ἀναδεύοντες τὰς τροφάς , ὡς γίνεσθαι μὴ
5557632 Μυκων
Πάκτυες : τούτων δὲ ἦρχον οἵδε : Οὐτίων μὲν καὶ Μύκων Ἀρσαμένης ὁ Δαρείου , Παρικανίων δὲ Σιρομίτρης ὁ Οἰοβάζου
καλεῖ τὴν Δῆλον . γείτων δὲ τῆς Δήλου ἐστὶν ἡ Μύκων , ἔνθα ὁ Αἴας τέθαπται . Τρέμων δὲ ὀνοματικῶς
5555234 παρατυχῃ
καὶ τῷ πεζῷ προσκαθημένους φυλακὴν ἔχειν , ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγὴ ἐπιτηδεία . ἔπεμψε δ ' αὐτοῖς καὶ Ἆγις
φλεγμοναὶ καὶ πυρετώδεες γίνονται : ἢν δὲ δὴ αὐτίκα τις παρατύχῃ , εὐέμβολον . Χρὴ δὲ ὀθόνιον σκληρὸν ἐνθέντα πλάγιον
5555037 λαγωων
τῆς δεξιᾶς , ἐφέρβοντο καὶ ἤσθιον γένναν λαγίναν , ἤτοι λαγωῶν , ἐρικύμονα καὶ ἄγαν ἐγκυμονοῦσαν καὶ τίκτουσαν βοσκομένην ,
, ὀρνίθεια , πολυπόδεια , περδίκεια , λαγῶα . σχελίδες λαγωῶν , τεμάχια κρεῶν . κρεωδαίτης δ ' ὁ διατέμνων
5549200 καραβων
τι μείους Ἀργολικῆς ἀσπίδος ἑκάστη , καρίδες δὲ καὶ μείζους καράβων αἱ Ἰνδῶν εἰσίν . αἱ μὲν οὖν ἐκ τῆς
τῆς Ἀττικῆς , ὄψου πετραίου παρατεθέντος ποικίλου ἐπὶ τῆς τραπέζης καράβων τ ' ἀληθινῶν , ἐπὶ πᾶσι λοπάδος τ '
5545521 θαλασσιων
ψύξας καὶ λεάνας ἀποτίθεσο . Ἄσβεστος γίνεται οὕτως : τῶν θαλασσίων κηρύκων τὰ ὄστρακα ἐγκρύψας ἄνθραξιν ἢ εἰς διάπυρον κρίβανον
ἡ δὲ θαλαττία καρὶς σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ λεία καταπλαττομένη . Κοχλίων θαλασσίων ὁ ζωμὸς καὶ ἀχαρνῶν καὶ φωκίδων καὶ ἀφύων καὶ
5545218 κωβιων
ἔτι τε πετραίων ἰχθύων , αἰγιαλείων τε καὶ πελαγίων , κωβιῶν τε καὶ σμυραίνων καὶ βουγλώσσων , καὶ πάντων ἁπλῶς
στρουθίων ἁπάντων , ἔτι τε πετραίων ἰχθύων αἰγιάλου τε πελάγους κωβιῶν τε καὶ σμυραίνων καὶ βουγλώσσων καὶ πάντων ἁπλῶς ἰχθύων
5544075 μυλλοι
Ἀριστοφάνης ἐν Ὁλκάσι : σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες . ἐπὶ τούτοις σιωπήσαντος τοῦ
τοὺς μάττοντας ἐγείρει . Σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες . Ὦ κακοδαίμων , ὅστις
5541947 ξοανων
Συρίας γύναιον , ἐν οἰκίᾳ καὶ πόλει τραφὲν πολυθέῳ γεμούσῃ ξοάνων καὶ ἀγαλμάτων καὶ συνόλως ἀφιδρυμάτων . ἀλλ ' ἐπειδὴ
ὅρῳ σχεδὸν τὸ ἀκριβέστατον περιλαμβανούσῃ , εἴτε λίθων γλυφαῖς εἴτε ξοάνων ἐργασίαις , κατ ' ὀλίγον τῆς τέχνης ἀφαιρούσης τὸ
5541122 σκυμνοι
. οὐ γὰρ προσεκτέα τοῖς λέγουσιν , ὡς ξήναντες οἱ σκύμνοι τὰς τῶν λεαινῶν μήτρας ἐκδίδονται τοῦ σπλάγχνου . δοκεῖ
πῶλοί τε καὶ μόσχοι καὶ σκύλακες , ἀλλὰ καὶ θηρίων σκύμνοι τῶν ἀγριωτάτων . ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου φύσις νηπία
5528608 λαχανωδων
τῆς δρυὸς δὲ καὶ ἐκ τοῦ στελέχους , τῶν δὲ λαχανωδῶν τοῖς πολλοῖς εὐθὺς ἐκ τῆς ῥίζης , οἷον κρομύου
τῶν ἄλλων [ ἦν ] . ἴδιον δὲ ἐπὶ τῶν λαχανωδῶν , οἷον κρομύου γητείου , τὸ κοιλόφυλλον . Ἁπλῶς

Back