ἐμῶν ἕκατι δυσγάμων ῥυσταγμάτων . Οὐδ ' οἱ χρόνῳ μολόντες ἀσπαστῶς δόμους εὐκταῖον ἐκλάμψουσι θυμάτων σέλας , χάριν τίνοντες Κερδύλᾳ
πάνυ νηπίων . οἷς πιστεύσας ὁ Ἀλβῖνος τὴν τιμὴν ὑπεδέξατο ἀσπαστῶς , ἀγαπήσας ἄνευ μάχης καὶ κινδύνου λαβεῖν ταῦτα ὧν
6613333 Ἀπηντησε
. Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : ἤτοι ἃ ἔφαγες ἀποδώσεις . Ἀπήντησε κακοῦ βουλὴ πρὸς ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων
Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : ἤτοι ἃ ἔφαγες , ἀποδώσεις . Ἀπήντησε κακοῦ βουλὴ πρὸς ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων
6542241 ἀσκηθεις
αὐτῆς παλαίστρας προσεληλυθὼς ἑκάτερος , οὐδὲ ὑπὸ τῷ αὐτῷ παιδοτρίβη ἀσκηθείς , οὐδὲ τὴν αὐτὴν τέχνην ἐκμαθών , οὐδὲ τοῖς
, παρὰ τροπὴν τοῦ χ εἰς κ : καὶ τὸ ἀσκηθείς ἐντεῦ - θεν , ὁ καὶ ἀβλαβής , ἀπὸ
6265864 εὐκολιας
ὠφελείας χάριν , εἶτα τὸν ἀπὸ ῥαφανίδων , καὶ λοιπὸν εὐκολίας πρὸς τὰς ἀπεράσεις γεγενημένης , ἐπὶ τὸν ἐλλεβορισμὸν ἐλθετέον
τε εὐμουσίας αὐτῶν καὶ εὐπειθείας καὶ τῆς ἐς τὰ μαθήματα εὐκολίας , χαλεπὰ ὁμοίως ὄντα καὶ ἀνθρώπῳ τυχεῖν αὐτῶν ,
6255726 ποθουμενος
πολλά , φίλτατε . ἔχω σε , τέκνον . ὢ ποθούμενος φανείς , ὁρῶ ς ' ὃν οὐκ ἂν ὠιόμην
Τὶ καλὸν χρόνον δοκεύω , Παφίην ὁρῶ τυχοῦσαν : ὁ ποθούμενος γὰρ ἄρτι ῥοδόεν στέφος κομίζει . Ὀλίγην Ἔρωτος αἴγλην
6246695 ὑπηλθε
κατὰ γαϲτέρα , εἰ πλείω τῶν πρόϲθεν πρὸ τῆϲ κρίϲεωϲ ὑπῆλθε . δηλοῖ γὰρ τὴν ῥοπὴν ἐνταῦθα μᾶλλον ἔϲεϲθαι καὶ
' εἰς ἔρωτα τῆσδε κηδείας μολών ; Φοίβου μ ' ὑπῆλθε δυστόπαστ ' αἰνίγματα . τί δ ' εἶπ '
6215208 ἀβλεμεως
ἀλλ ' ὅτε τις μοίρης τριτάτης πρὸς μέτρον ἐλαύνοι πίνων ἀβλεμέως , τότε δ ' Ὕβριος αἶσα καὶ Ἄτης γίνεται
ἀμελέως καὶ ἐν ὑπερθέσει ἀλεμέως καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ β ἀβλεμέως . οὕτως Ὠρίων . . . . , .
6206152 μιμνων
Προπεσών : πεσών . μίμνων : περιμίμνων , περιμένων , μίμνων τὸν ἀγρεύοντα μόρον , καλεῖ κατ ' Ἀττικούς .
ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅς τε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . τότε δ ' αὖτις ὑπὸ
6203636 ἐτυχες
. τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης
. . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω
6199043 συρραψαι
βαρβάρων νήματα καὶ λίνα . ἀπὸ τῶν Φρυγίων σκύλων βουλομένη συρράψαι ἐνδύματα πορφυρᾶ , ὅπως ἐπὶ τὸν τάφον ἀναθῇ τῆς
ἐκ πτερῶν ῥιπίς : ἀπὸ τῶν φρυγίων σκύλων βουλομένη - συρράψαι ἐνδύματα πορφυρᾶ ὅπως ἐπὶ τὸν τάφον ἀναθῇ τῆς κλυταιμνήστρας
6198456 δυστυχια
' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα
ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει
6176515 βαβαι
: ὦδε : ἀβάλε : τὸ οὐαί : παπαί : βαβαὶ , οὐχ οὕτως ἔχοντα , διὰ τῆς αι διφθόγγου
ἔχω . Δημοσθένους γε καὶ ταῦτα , ὦ Ἀρχία . βαβαὶ τῆς ἀηττήτου ψυχῆς καὶ μακαρίας , ὡς ἀνδρεῖον μὲν
6171632 λιλαιεται
' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν :
χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα
6158870 ἀπηγγειλα
“ οὗτός τοι ” ἔφη “ ἐγώ εἰμι , ὃς ἀπήγγειλα Ἀλεξάνδρῳ ὅτι σῷοι ἥκετε : ὁρᾷς ὅπως διάκειμαι .
' ἔχθρας λαμβάνειν ; οὐκ ἔστι ταῦτα , ἀλλ ' ἀπήγγειλα μὲν τἀληθῆ καὶ ἀπεσχόμην τοῦ λαβεῖν τοῦ δικαίου καὶ
6154402 βαδισματος
, παρολκὰς δὲ καὶ βραδύτητας ἐργάζονται διὰ τὸ νωθὲς τοῦ βαδίσματος . Ἡμίονοι δὲ πρὸς πάντα ἐπιτήδειοι διὰ τὸ ὑπομονητικὸν
διὰ τῆς ὄψεως ἐμφαίνει τὴν εὐγένειαν : τῇ τρυφῇ τοῦ βαδίσματος . ἢ τῆς ὄψεως : ὦ χιλιόναυν στρατὸν ὁρμήσας
6137800 παυσαμενῳ
μόνον . καὶ ἀγωνιζομένῳ ταῦτα καθ ' ἕκαστον ἀγῶνα : παυσαμένῳ δὲ παραμένουσιν τὸν βίον σύμπαντα οἱ καρποὶ οἱ ἀπὸ
. Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ πολέμου γένοιτο σκάψαι κἀποκλάσαι τε καὶ λουσαμένῳ διελκύσαι
6132869 Ὑβριος
περὶ ἀμέτρου οἴνου : ἐκ γάρ οἱ Ἄτης τε καὶ Ὕβριος αἶς ' ἅμ ' ὀπηδεῖ . κατὰ γὰρ τὸν
μέτρον δὲ χερείων . ἐκ γάρ οἱ Ἄτης τε καὶ Ὕβριος αἶς ' ἅμ ' ὀπηδεῖ . Παρνησσὸν νιφόεντα θοοῖς
6130224 ὑψοροφον
αὐτῆς . αὐτὸς δ ' ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα κέδρινον ὑψόροφον , ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει : ἐς δ '
' ἐστὶ φίλους τ ' ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν . ” ὣς φάτο
6114124 βαθυπλουτε
τούτων τῶν κακῶν , ὦ παῖ , γλίχει ; Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ
ἦν ἂν μικρὸν εἰ μὴ μισόδημον ἦν σφόδρα . Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ
6112972 ἀπαλλαγω
καὶ τὴν ἡμέραν , κἄπειτ ' , ἐπειδὰν τῆσδ ' ἀπαλλαγῶ , πάλιν Φρύνην ἔχουσαν λήκυθον πρὸς ταῖς γνάθοις .
κληρονομήσω , ἵνα τῶν αὐτοῦ γένωμαι κύριος , ἵνα ἐχθροῦ ἀπαλλαγῶ : ἢ διὰ φιλίαν , ἢ ἔχθραν , ἢ
6110714 νεοκοτα
στροφὴ κώλων δʹ . ἄνια ] ἀνίατα , λυπηρά . νεόκοτα ] † ἐκ νέας ὀργῆς δαίμονος ἐπελθόντα . δάϊ
καὶ ἀνιαρά . . ἄνια ] τὰ λυπηρά . . νεόκοτα ] νεωστὶ μηνυθέντα κακὰ ὑπό τινος τῶν δαιμόνων .
6100051 ἀπολωλ
γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν
„ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ
6086382 δεηθειην
ὑμᾶς . Εἰ δὲ μή , τό γε δεύτερον ἂν δεηθείην , ἀνέχεσθαι πολὺ μᾶλλον τῶν λοιδορουμένων ἡμᾶς , ἢ
ὄντως : Ἀληθῶς . . βεβαίους : Ἀληθεῖς . . δεηθείην : Εἰς χρείαν ἔλθοιμι . . χρείαν σχοίην τινός
6085909 ἀντιασειε
' ἐνὶ νώτῳ , ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειε πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν . ἀλλ ' ἄγε
' ἐνὶ νώτῳ . ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειε πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ἀριστὺν καὶ πάλιν οὐ μέν
6085047 ἑλωμαι
ἧδε κέκευθε : Τρωσὶν δ ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν , ἀλλ ' ἄνδιχα πάντα δάσασθαι
εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν , ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι : πρὸς τὸ σχῆμα , ὅτι ἕλωμαι ἀντὶ τοῦ
6082576 Τερπωλη
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν .
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις .
6078737 καθαρτικοις
φιλοτίμως κάμνων ἐτύγχανε , πρὸς ἰατρὸν ἂν δήπου γενόμενος πρότερον καθαρτικοῖς ἐξέβαλλε τὰ νοσοποιοῦντα , εἶτα οὕτως ἂν ὁ ἰατρὸς
ὑφ ' ἑαυτοῦ περιτραπεὶς ἀπόλλυται , κατ ' ἴσον τοῖς καθαρτικοῖς , ἃ τὴν ὕλην προεκκρίναντα καὶ αὐτὰ ὑπεκκρίνεται καὶ
6068354 ἐκαμεν
ἂν τὸ γόνυ βρέξειας . Ἐρεῖς δ ' ἐπὶ ἀρρώστου ἔκαμεν , ἠρρώστησεν , ἐνόσησεν , ἠσθένησεν , ἐμαλακίσθη ,
διαφθαρῆναι ἐν τῇ φυγῇ , εἰ μὴ Ἀλεξάνδρῳ τὸ σῶμα ἔκαμεν . καὶ αὐτὸς ἐς ἔσχατον κινδύνου ἐλθὼν ἐκομίσθη ὀπίσω
6062849 ἐκθορε
ὡς ἐπαφητά . δεσμῷ Ἔρωτος ἀγητοῦ , ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον , ὄφρα κεράσσῃ πηγαίους
δὲ τῶνδ ' ἑδράνων πάλιν ἔκτοπος αὖθις ἄφορμος ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε , μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς .
6059896 φυτευσεως
περὶ μυρσίνης . [ ηʹ . ] ζʹ . περὶ φυτεύσεως μυρσίνης . [ θʹ . ] ηʹ . περὶ
περὶ πίτυος . [ ιβʹ . ] ιαʹ . περὶ φυτεύσεως πίτυος . [ ιγʹ . ] ιβʹ . περὶ
6053119 σπαιροντα
σώματος ἀποσοβήσοι . τὸ δὲ ἀλαλκεῖν τὸ ἐκβάλλειν δηλοῖ . σπαίροντα διὰ φλογός : ἁλλόμενον καὶ σαλευόμενον ἐπὶ τοῦ πυρός
βλαστάνουσι φυτευόμενοι καὶ τὰ διαιρεθέντα τῶν ἐντόμων ἐπί τινα χρόνον σπαίροντα ὡς ἐν ἑκάστοις τινὸς παραμεινάσης κινήσεως καὶ αἰσθήσεως .
6045805 κοιμημα
, , : κῶμα : ἀπὸ τοῦ κοιμῶ κοιμήσω γίνεται κοίμημα , συγκοπῇ κοῖμα καὶ τροπῇ τῆς οι εἰς ω
κώματος καταφερόμενοι . κῶμα γὰρ ὁ ὕπνος | καὶ οἷον κοίμημα . οἱ οὖν μετά τινος νωθρείας ἐν καταφορᾷ ὄντες
6045624 ἐξαγεται
ὑπ ' ἀμουσίας ἤθους γελᾶν φάσκοντες : εἴσω γάρ τις ἐξάγεται , ἢ ἔμπαλιν εἰσέρχεται ἔξω ; ναί , φαίην
θιγ ? [ [ ] ν ? οἴκοις [ ] ἐξάγεται [ [ ] ον γένος [ [ ] εἶπέ
6031505 ἠρεθιζεν
αὐτῆς , πρὸς ὄλεθρον τοῦ Πηλέως τοῦτον ⌈ δὲ ⌈ ἠρέθιζεν : [ ἠρέθισεν : ] ⌈ μαθὼν γὰρ οὗτος
Ῥωμαῖοι ταχέως αὐξανόμενον τὸν Περσέα ὑφεωρῶντο : καὶ μάλιστα αὐτοὺς ἠρέθιζεν ἡ τῶν Ἑλλήνων φιλία καὶ γειτνίασις , οἷς ἔχθος
6026624 εὐμαρειας
ποιεῖν τὰ κάλλιστα , ἀλλὰ τὴν ἄνευ κακοπαθείας μετὰ πολλῆς εὐμαρείας ἀπονωτάτην ἐνέργειαν : ἥλιον μὲν γὰρ καὶ σελήνην καὶ
' ἀλόγου πάθους ἡδονῆς θρύψιν , ἀλλὰ τὴν μετὰ πολλῆς εὐμαρείας ἄπονον χαρὰν καὶ ἀταλαίπωρον . ἀνάγκη δέ , ὅταν
6025810 τρυσιβιου
φροντίζοντες δυσχεραίνουσιν ἐν στρωμναῖς κείμενοι . φειδωλοῦ ] ἐστενωμένης . τρυσιβίου ] κεκολασμένης περὶ τὴν ζωήν . ⌈ θρύμβη [
] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ] δαμαζούσης τὸν βίον . θυμβρεπιδείπνου : τὰς θύμβρας
6011639 θειο
ὑποκαταβὰς γράφει οὕτως : ἀπὸ τοῦ θείς καὶ βλείς γίνεται θεῖο εὐκτικὸν καὶ βλεῖο , οὗ χρῆσις ἐν Ἰλιάδι .
' , αὐτὸς νῦν ὄνομ ' εὕρεο , ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ : πολυάρητος δέ τοί ἐστι .
6011079 ἐλθοις
, τέρμα φίλον γαίης , ἀρχὴ πόλου , ὑγροκέλευθε , ἔλθοις εὐμενέων μύσταις κεχαρημένος αἰεί . Ἑστία εὐδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ
οὐ σφαγίων κλύει . μή μοι , πότνια , μείζων ἔλθοις ἢ τὸ πρὶν ἐν βίωι . καὶ γὰρ Ζεὺς
6010741 ἀτασθαλος
καὶ τίνα θυμὸν ἔχων , ὁππότ ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος , οὔτε τευ ἀνδρός οὔτε τευ ἀθανάτων μῆνιν ἀλευόμενος
κλάδος , ἀτάζαλος ἀτάσδαλος , τροπῇ τοῦ δ εἰς σ ἀτάσθαλος ' . . . . . ἀτασθαλία : κυρίως
5994692 ὀλοιατο
. Ξ ὀλοίατο ] φθαρῶσι . οἱ Αἰολεῖς τὸ ὄλοιντο ὀλοίατο ποιοῦσι καὶ τὸ τύπτοιντο τυπτοίατο . ὀλοίατο ] διαφθαροῖεν
Ξ ὀλοίατο ] διαφθαρῶσι . ὀλοίατο ] φθαρεῖεν . Ξ ὀλοίατο ] φθαρῶσι . οἱ Αἰολεῖς τὸ ὄλοιντο ὀλοίατο ποιοῦσι
5986207 καταπνεομενος
κῆπος , τουτέστιν ὁ μετέωρος τόπος καὶ ὑπὸ τῶν ἀνέμων καταπνεόμενος , ἔδοξεν αὐτῷ , τῷ Ἡρακλεῖ δηλονότι , ὑπακούειν
, καὶ μεταθέσει τοῦ ν πόντος , ὁ τοῖς ἀνέμοις καταπνεόμενος τόπος . πόντος παρὰ τὸ πένω τὸ ἐνεργῶ πόνος
5981061 ἀμεμφεα
νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος
Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ '
5968590 ἀνηῃ
. . Ἀνήῃ : εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ : σημαίνει καταλείποι . ἔστιν ἀνῷ ἀνῇ ὑποτακτικόν ,
ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . ἀνήγκακα : ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω
5965100 ἐμφορειται
καὶ ἐλευθέρου τοῦ Ἴστρου ῥέοντος μισεῖ τὴν ἀργίαν καὶ ἀναπλεύσας ἐμφορεῖται τοῦ κατὰ τὸ ὕδωρ ἀφροῦ : πολὺς δὲ οὗτός
, ἔφη , τὸν γέροντα Ζηνόθεμιν λέγων , ἐπήκουον γάρὅπως ἐμφορεῖται τῶν ὄψων καὶ ἀναπέπλησται ζωμοῦ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅσα
5964677 ἐχρω
αὐτὸ χωρίον : πάντως γὰρ οὐδ ' ὅτε ἦν σοι ἐχρῶ αὐτῷ , ὅθεν μηδὲ νῦν νόμιζε στέρεσθαι μηδενός .
καὶ τί σοι ὄνομα . εἶτα εἰ μὲν χαλκεὺς ὢν ἐχρῶ τῇ σφύρᾳ ἄλλως , ἐπιλελησμένος ἂν ἦς τοῦ χαλκέως
5963446 φυλασσεις
ἀντὶ τοῦ ἔχων . Ὅμηρος : ἐνθάδε μοι τόδε δῶμα φυλάσσεις . μὴ ἀποτίλλων τὰ ἐξ αὐτοῦ ἄνθη , ὃ
, ἀκατάπληκτον , ἀπαθῆ , ἀτάραχον . εἶτα σὺ οὐ φυλάσσεις ; Ἀλλ ' ἐροῦσιν : “ πόθεν ἡμῖν οὗτος
5957485 κηωεις
Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . . . . , , : κηώεις : ἐπὶ τοῦ θαλάμου . ἐκ τοῦ κέω ,
σο κέων , ὦ ξεῖνε . κεώεις οὖν θάλαμος καὶ κηώεις . ὁ εἰς τὸ κοιμᾶσθαι εἰργασμένος . οὕτω Φιλόξενος
5956347 χρυσορραπις
, τούς ποτε Νύμφῃ Λαοθόῃ Μενετοῖο παρευνηθεὶς ἐλόχευσε Κυλλήνης μεδέων χρυσόρραπις Ἀργειφόντης . Αὐτίκα δ ' Ἀκτορίδης καὶ βουφάγος ἦλθε
Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος , ὅν τέ μοι αἰεὶ φάσκεν ἐλεύσεσθαι χρυσόρραπις Ἀργεϊφόντης , ἐκ Τροίης ἀνιόντα θοῇ σὺν νηῒ μελαίνῃ
5955136 κηλιδος
ἀπολυσάντων τοὺς ἀνοσίους . Πάσης δ ' ὑπὲρ πάντων τῆς κηλῖδος εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης , πολλὴ εὐλάβεια ὑμῖν τούτων ποιητέα
τῆς γενομένης ἀκαθαρσίας περὶ τὴν ἐσθῆτα . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς κηλῖδος τῆς ἐσθῆτος . εἰ δὲ προησόμεθα ] ἐντεῦθεν τὸ
5953517 πλησθεις
καὶ ὕδατι . ” ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξ ἀνελπίστου χαρᾶς πλησθείς , ἀναστὰς ἀπὸ τῆς γῆς ἠσπάσατο τὸν Ἕρμιππον καί
, ἢν τοιοῦτο γένηται , τάμνειν ἢ καίειν . Πλεύμων πλησθείς : ἢν πλησθῇ ὁ πλεύμων , βὴξ ἴσχει καὶ
5953138 μογερα
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ]
5948733 φιλοτητ
περὶ κῆρι φίλει Ζεύς τ ' αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων παντοίην φιλότητ ' . οὐδ ' ἵκετο γήραος οὐδόν . †
, ἁβρὲ κύπασσι , τὸν Ὀμφάλη ἥ ποτε Λυδὴ λυσαμένη φιλότητ ' ἦλθεν ἐς Ἡρακλέους : ὄλβιος ἦσθα , κύπασσι
5948340 ἐμβιβαζεσθωσαν
τῶν πυρετῶν τρομώδεις εἶεν , ἀλειφέσθωσάν τε καὶ εἰς ὑδρέλαιον ἐμβιβαζέσθωσαν μυρακόποις τε κεχρήσθωσαν καὶ δρωπακιζέσθωσαν τόν τε νῶτον καὶ
ὑδρέλαιον καθιέμενοι , εἰ ἀσθενεῖς εἶεν , διὰ τῆς ἐνδρομίδος ἐμβιβαζέσθωσαν . ἀναμικτέον δὲ τὸ ἔλαιον ἀκριβῶς τῷ ὕδατι :
5945003 ἀπελθοιμι
ἔτι ἂν ἔσκαπτεν ἀμελούμενος . Ἀλλ ' ἐγὼ οὐκ ἂν ἀπέλθοιμι , ὦ Ζεῦ , παρ ' αὐτόν . Διὰ
' , ἔφη , ὦ Σώκρατες : ἐπεὶ οὐκ ἂν ἀπέλθοιμι πρὶν ἂν παντάπασιν ἡ ἀγορὰ λυθῇ . Νὴ Δί
5942438 δηρισαντο
ἵκανε , νεῖκος Ὀδυσσῆος καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος , ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ ἐκπάγλοις ' ἐπέεσσιν , ἄναξ
χαλεπώτατα , κακῶς . κύντερα : ἀσθενέστερα , χαλεπώτερα . δηρίσαντο : ἐπολεμήθησαν , ἐμαχέσαντο , ἐφιλονείκησαν , ἐτιμωρήθησαν .
5941347 ἀοσσητηρ
καὶ κληδόνος αὐτομάτως βοηθῶν : παρὰ τὴν ὄσσαν ὀσσητήρ καὶ ἀοσσητήρ , . , , . . α , .
Κόλχοις ἦρα φέροιεν ὑπὲρ σέο , νόσφιν ἄνακτος ὅς τοι ἀοσσητήρ τε κασίγνητός τε τέτυκται , οὐδ ' ἂν ἐγὼ
5939786 ἐπεραστου
. ” ἔραζε χαμαί , εἰς τὴν γῆν . ἐραννῆς ἐπεράστου , καλῆς . ἐρατίζων ἐπιθυμῶν . ἔργον . ὅταν
. ἦλθε δὲ ὁ Ἴαμος εἰς φῶς αὐτίκα ἐκ τῆς ἐπεράστου ἐντὸς τῶν σπλάγχνων ἐγκυμονήσεως . τὸν μὲν κνιζομένη ,
5935962 αὐθεντης
οἷον , ὀξύντης : ἀγύρτης : ἐγέρτης : ὀρίντης : αὐθέντης : Λαέρτης : ποικιλτής : βιβύρτης . Τὰ εἰς
τί γὰρ ] τί προστέταχθε ποιεῖν περὶ ἀνδροφόνου γυναικός ; αὐθέντης ] ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος φόνος οὐκ ἦν αὐθέντης ,
5935601 στεινης
ῥά νύ τοι , Κλεόνικε , δι ' ἀτραπιτοῖο κιόντι στεινῆς ἤντησαν ταὶ λιπαραὶ Χάριτες : καί σε ποτὶ ῥοδέῃσιν
ἐς Ἑλλήσποντον ἅμ ' ἠῴους φέρεν οὖρος ἀκραὴς Ζέφυρος , στεινῆς ἀπάτερθεν Ἀβύδου , Ἴλιον Δαρδανίην , Πιτύην τ '
5935371 μαργαινων
εἰς λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε βλεμεαίνω . οἱ δὲ μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . . . . Βλέμυες : ἔθνος
. Βλεμεαίνων : τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ
5934378 ἑτοιμοτερα
πατρός σου . ἄφερκτος ] κατάκλειστος παρὰ τὴν εἱρκτήν . ἑτοιμότερα ] οὐδέποτε οὕτως ἑτοίμως ἐγέλασα ὡς τότε ἑτοίμως ἐδάκρυσα
ἐν μέρει μὲν ἐνεργῶσιν , ἐν μέρει δ ' ἀτρεμίζοντες ἑτοιμότερα καὶ εὐκινητότερα τὰ τοῦ σώματος ἴσχωσι μέρη . Πρὸς
5932767 κατηφειας
ἐκεῖνος τὸν πόλεμον καὶ τὰς ἐπ ' αὐτῷ συννοίας καὶ κατηφείας σκεδάσας εἰρήνην ἐπικηρυκεύσηται βίου , φαιδρὸς καὶ γεγηθὼς τὴν
θαλερῶν αἰζηῶν . ” κατωμαδόν κατὰ τῶν ὤμων . κατηφόνες κατηφείας ἄξια πράττοντες , παρὰ τὸ φῶ , οὗ παραγωγὸν
5931765 πλειος
πλέω νύξ ἀντὶ τοῦ πλήρης . . πρός : . πλεῖος πλέος πλέων : Κ , , πλήρης . .
τούτων κλίνοιτο , οὐκ ἀποκριτέον ἀσκέπτως : ἔστι γὰρ ὁ πλεῖος καὶ ὁ πλείων , Ἄρειος καὶ ἀρείων , καὶ
5930983 αἰανη
τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . .
πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα
5929076 ἁβρας
, εἰ νόμους ἔγραψεν αὐτοῖς ἐναγωνίους ἐξ Ἰωνίας ἥκων τῆς ἁβρᾶς . κατὰ δὲ τὴν τρίτην καὶ τριακοστὴν Ὀλυμπιάδα παγκράτιον
σχεῖν τὴν προσηγορίαν λέγων : χλιδῶν τε πλόκαμος ὥστε παρθένου ἁβρᾶς : ὅθεν καλεῖν Κουρῆτα λοιπὸν ᾔνεσαν . Ἀγάθων δὲ
5928919 ἀπημων
φιλότητος . Ἀλλ ' ὅτε δὴ καὶ τοῖσιν ἐπήλυθεν ὕπνος ἀπήμων , δὴ τότ ' Ἀχιλλῆος κρατερὸν κῆρ ἰσοθέοιο ἔστη
ἀρχηγέται ὀπτῆρας εἷεν ἀγγέλων πεπυσμένοι . ἀλλ ' εἴτ ' ἀπήμων εἴτε καὶ τεθηγμένος ὠμῇ ξὺν ὀργῇ τῶνδ ' ἐπόρνυται
5928878 ῥηγμινα
[ κύων ] ? ἐπὶ στόμα κείμενος ἀκρασίηι ἄκρον παρὰ ῥηγμῖνα κυμαδου ! ! ! ! ? ? ? :
ἐγὼ εἴπω , πειθώμεθα πάντες . ὑμεῖς μὲν κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν τύπτετε κληΐδεσσιν ἐφήμενοι , αἴ κέ ποθι Ζεὺς
5928098 Τροιηνδε
κατέθηκ ' , ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει , οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς , ἀλλὰ κατῄκισται , ὅσσον πυρὸς
κατέθηκ ' , ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει , οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς , ἀλλὰ κατῄκισται , ὅσσον πυρὸς
5927111 ἀδρανιη
, εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό
οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν :
5925257 ἐπωδυνου
τούτοις καὶ μάλιστα κατ ' ἀρχὰς ἔτι τῆς φλεγμονῆς οὔσης ἐπωδύνου ὅ τε τῆς πτισάνης καὶ τοῦ ἄλικος καὶ τοῦ
ἀλλ ' ἀμελήσεις τοῦ οἴκου καὶ καταφθερεῖς τὸν ἄνδρα ; ἐπωδύνου ἄρα βίου συνδιαιρήσῃ τὴν βλάβην . ἀλλ ' ἀμυνεῖ
5924252 σιγως
φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως
φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ .
5921707 ἀπαλλαξον
, καὶ τὸν νέον δοὺς τὸ νῦν εἶναι τοῖς λόγοις ἀπάλλαξον τοὺς οἰκέτας τῆς διαχειρίσεως . Ἀλλ ' ἔγωγε παραπλήσιον
. [ ἐπεὶ δὲ εἶπεν ὁ Κρέων καί μ ' ἀπάλλαξον πόνων φησί : ποίων πόνων ; ἐγὼ γάρ εἰμι
5920492 λαλησει
” πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ , στόμα κατὰ στόμα λαλήσει , ἐν εἴδει καὶ οὐ δι ' αἰνιγμάτων ”
Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου , ὁ Λευίτης ; ἐπίσταμαι ὅτι λαλήσει αὐτός σοι : καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν
5918741 μησομαι
δρῶ ] δράσω , πράξω . μήσομαι ] βουλεύσομαι . μήσομαι ] μηχανήσομαι . τολμήσω ] ὑπομείνω . τολμήσω ]
φασι συναίρεσιν εἶναι τοῦ ὁποία : ἑρμηνεύτριαν : τί σοι μήσομαι : βουλεύσομαι μηχανήσομαι : κομματικὴ ἡ διάνοια ὡς ἐν
5916427 Χρειω
μάχην . Λεπταλέοι : ἀσθενεῖς . δηριάασθαι : πολεμεῖν . Χρειώ : πολλὴ χρεία . Ἀμφότερον : ἔχειν . κραιπνόν
σπουδάζοντες , σπεύδοντες , κοπιῶντες . τρόπην : η . Χρειώ : χρείαν . Ἄμφω : οἱ δύο . ἐρειδομένοιο
5914684 χειραν
⌉ ὁ πατὴρ αὐτῆς τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ τὴν χείραν τὴν δεξιὰν αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ : τέκνον .
πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον : ὀλλύων τὴν χείραν . Παταγεῖ : ἠχεῖ . εὔθροα : εὔηχον .
5909731 μακελην
μοί τι τέκνοις ἀποθύμιον ἕρπῃ . εἴσατο γάρ μοι ἔχων μακέλην εὐεργέα χερσί παῖς ἐμὸς ἀμφοτέρῃσι , βίη Ἡρακληείη ,
Ἡφαίστοιο : αἰεὶ δὲ προπάροιθεν ἑοῦ χροὸς ἠύτε γέρρον νώμασκεν μακέλην , περὶ δ ' ὄμμασιν ἔνθα καὶ ἔνθα πάπταινεν
5909600 καταχει
δίκην . ἡ δὲ δίκη , ἀμφορέα τις ὕδατος κομίσας καταχεῖ τῆς τοῦ παιδὸς κεφαλῆς , ἢν παῖς οὗτος ᾖ
δὲ βουκόλια , ὁ μὲν κιθάραν πονεῖ , ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα
5894285 ἱμεροεντος
δὲ κραδίην γλυκερῷ πυρὶ παρθένος Ἡρώ , κάλλεϊ δ ' ἱμερόεντος ἀνεπτοίητο Λεάνδρου . ὄφρα μὲν οὖν ποτὶ γαῖαν ἔχεν
ἄλλων σύνθετα ἐπισυνάψωμεν . αὐτίκα δ ' ἀμφὶ γάμοιο διίξομεν ἱμερόεντος . ὅταν οἱ μὲν τριγωνοκράτορες ἐν κακοῖς ὦσι τόποις
5893503 ὁσσοις
καὶ ἴδμονα μαντοσυνάων . ὣς δ ' αὕτως σκέψαιο καὶ ὅσσοις ἀστράσι Μήνη συμφέρετ ' , ἢ ὅσσοισι μέχρις φάσιος
, ἄφνω ἀπενόσφισαν ὄλβον . ἐν πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ
5892401 ἐφαμιλλου
ὅτε μὲν τῇ πόλει τὰ βέλτισθ ' ἑλέσθαι παρῆν , ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδ ' εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι
τῶν ἐναντίων φάλαγγος συντετριμμένης , τῆς δὲ τῶν ἱππέων δυνάμεως ἐφαμίλλου παρ ' ἀμφοτέροις οὔσης . οἱ δὲ Μακεδόνες οὐδετέροις
5891168 Ἀγ
τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῦσθαι . Ἄγ ' εἶά νυν καὶ τὸν ὡραῖον θεὸν παρακαλεῖτε δεῦρο
διαφέρειν . Τῆς δὴ διαφορᾶς αὐτοῖν ἐπὶ θεωρίαν ἔλθωμεν . Ἄγ ' ὅπῃ σοι φαίνεται . Τῇδε δὴ ἄγω .
5889256 βοεικον
: παῦσαι , λῆξαι , κοιμίσαι . ζεῦγος ἡμιονικὸν ἢ βοεικὸν ζεύξαντες , τὴν λεγομένην κλινίδα , ἥ ἐστιν ὁμοία
: παῦσαι , λῆξαι , κοιμίσαι . ζεῦγος ἡμιονικὸν ἢ βοεικὸν ζεύξαντες , τὴν λεγομένην κλινίδα , ἥ ἐστιν ὁμοία
5887437 ῥᾳονος
ὥστε μηδὲ χιτωνίσκου δεῆσαι μεταλαβεῖν , καὶ οὔπω πρόσθεν ἐμαυτοῦ ῥᾴονος ᾐσθόμην . διήγαγον δὲ περιπάτῳ χρώμενος κατ ' οἰκίαν
διάγειν ὑμᾶς πυνθανώμεθα . τὴν δὲ ἀρχὴν ἐκεῖθέν ποθεν ποιήσομαι ῥᾴονος ἕνεκα παρακολουθήσεως , ὅθεν καὶ ἡνίκα ἐξηγούμην σοι περὶ
5886617 ἀγχουσης
δ , χαμαιμήλου # γ , σκίλλης # γ , ἀγχούσης # α # . Ἡ γλυκεῖα ἀντίδοτος . Ἀλόης
οὐγκίας τέσσαρας , χαμαιμηλίνου , σκίλλης ἀνὰ οὐγκίας τρεῖς , ἀγχούσης οὐγκίαν μίαν καὶ ἡμίσειαν . Προπόλεως οὐγκίας ἕξ ,
5885698 Σεληναιῃ
μὲν ἰδ ' Ἠελίῳ μάρτυς πέλοι Ἄρης , Ζεὺς δὲ Σεληναίῃ τε καὶ Ἀφρογενεῖ , θεράποντος πατρὸς ὁ φὺς ἔσεται
ταῦτα : πλωέμεναι χατέουσιν ἀληθέα ταῦτά κεν εἴποις . εὖτε Σεληναίῃ μή τις κακὸς ἠέπερ ἐσθλός μαρτυρέοι καὶ δ '
5884077 ἀνιηρη
Ἀστραῖον : τοῦ δ ' αἶψα διὰ στέρνοιο ποτήθη αἰχμὴ ἀνιηρή , στομάχου δ ' ἀπέκερσε κελεύθους ἀνέρι κῆρα φέρουσα
ὀφρύα : στέφη ἢ ἄνθεα . Ἀνιγρή : λυπηρά . ἀνιηρή : δυσχεραίνουσα . Πεφόρηται : πορεύεται . Ἀήτεω :
5883050 κορεσαντο
φάτο Λαέρταο κλυτὸς πάις ἀντιθέοιο . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κορέσαντο γόου καὶ πένθεος αἰνοῦ , δὴ τότε Νηλέος υἱὸς
ἀνέρα δῖον . Ἀλλ ' ὅτε δὴ δόρποιο καὶ εἰλαπίνης κορέσαντο , δὴ τότ ' ἄρ ' Αἰακίδαο θρασύφρονος ὄβριμος
5882471 κορεσσαμενος
θηλυκῶς : σημαίνει δὲ τὸν καρπόν . * τοῦ κε κορεσσάμενος : τούτου τοῦ βίου πλησθείς , φιλονείκει : τοῦτο
Ὀδυσσέα παράγει λέγοντα : ὃς δέ κ ' ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς πανημέριος πολεμίζῃ , θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ
5881069 ἀγανοισιν
' , ὡς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθοιμεν δώροισίν τ ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν . καὶ πείθεται τούτοις ὁ Ἀγαμέμνων
δ ' αἶψα πορεῖν , αὐτοσχεδόν . ἡ δ ' ἀγανοῖσιν ἀντομένη μύθοισιν ἐπειρύσσασα παρειάς κύσσε ποτισχομένη , καὶ ἀμείβετο
5875268 Χθων
κρήδεμνα [ ] γενέθλης : Ἀζειόν ποτε κοῦρον ἐγείνατο κυσαμένη Χθών Τιτήνων μεγάλοισι συνηβήσαντα κυδοιμοῖς . Ἀζειὸς δὲ Λύκωνα γίγας
ὅτι πάρει . Χάλαζα . παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν . Χθών . ἤτοι παρὰ τὸ ἡ κεχυμένη γῆ . Χώρα
5875059 προειρηκει
τῷ κόπῳ δ ' ἀπαυδήσας πεσὼν ἔκειτο νεκρός , ὡς προειρήκει . τὸν ἵππον οὖν παρ ' αὐτὸν εὐθέως στήσας
μυδαλέας ἐξ αἰθέρος καὶ αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε : προειρήκει γὰρ τῶν νῦν αἷμα κελαινὸν ἐύρροον ἀμφὶ Σκάμανδρον ἐσκέδας
5873802 ἐλπω
ἕω ἕσω ἑσὴς καὶ ἐσθής . Ἐλεφέρω . παρὰ τὸ ἔλπω τὸ ἐλπίζω , ἄλλο παράγωγον ἐλπαίρω , καὶ πλεονασμῷ
ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Ἑλλάς : ἑλλέβορος : ἔλπω : Ἔμπουσσα : μέλλω : Τερεντός : Βενεβεντός .
5873799 ἀνεμνησθη
τι ἐλλείπει τοῦτο κατὰ τὴν ὁμοιότητα εἴτε μὴ ἐκείνου οὗ ἀνεμνήσθη ; Ἀνάγκη , ἔφη . Σκόπει δή , ἦ
γὰρ ἔστιν ὅστις πώποτε ὑμῶν παριὼν τὴν οἰκίαν τὴν ἡμετέραν ἀνεμνήσθη ἢ ἰδίᾳ τι ἢ δημοσίᾳ κακὸν παθὼν ὑπ '
5872800 ἀκμηνος
δὲ δὴ ἄλλοι οἴχονται μετὰ δεῖπνον , ὃ δ ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος . ἀλλ ' ἴθι οἱ νέκτάρ τε
δὴ ἄλλοι / οἴχονται μετὰ δεῖπνον , ὁ δ ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος „ . . . . ἀπροτίμαστος ,
5870041 κτανωσιν
αὐτοὶ ἑαυτοὺς φονεύσαντες , τῷ ἑαυτῶν σιδήρῳ ἑαυτοὺς τρώσαντες . κτάνωσιν ] φονεύσωσιν . κτάνωσιν ] ἑαυτούς . Ξ κτάνωσιν
τῷ ἑαυτῶν σιδήρῳ ἑαυτοὺς τρώσαντες . κτάνωσιν ] φονεύσωσιν . κτάνωσιν ] ἑαυτούς . Ξ κτάνωσιν ] ἀποθάνωσιν . αὐτοκτόνως
5867040 μεμβλεται
δούλιον ἦμαρ . Ἀλλά μοι οὔτε πάτρης θυμηδέος οὔτε τοκήων μέμβλεται οἰχομένων , ὁπόσον σέο δῃωθέντος , οὕνεκά μοι δειλῇ
ξανθοί . Πόρσυνε : δός . Φιλοτήσια . Ἀφροδίτης . μέμβλεται : μέλεται . Πεφορυγμένος : πεπληρωμένος . ἰοῦ :
5866443 περιεστελλετο
ἐπινέφελον : παρέκρουσεν . Ἑπτακαιδεκάτῃ , πρωῒ ἄκρεα ψυχρά : περιεστέλλετο : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσε δι ' ὅλου :
, πνεῦμα ἐνεδιπλασιάζετο , οὐ μὴν μέγα : παρεφέρετο , περιεστέλλετο : φῦσα ἐνεοῦσα : οὐ διῄει κάτω οὐδὲν ,
5866328 ἡδιστου
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
5865403 ἀναβαινε
φησὶν “ διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ἀνάβαινε ” . “ ἀνάβαινε διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ” . καὶ ταῖσι φυλλάσι
μακάριε ἀλλαντοπῶλα , δεῦρο δεῦρ ' , ὦ φίλτατε , ἀνάβαινε σωτὴρ τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς . Τί ἐστι
5862986 βορας
φρονεῖν κακῶς . ἤδη νυν αὔχει καὶ δι ' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευ ' Ὀρφέα τ ' ἄνακτ ' ἔχων
σοῖς ψεύσμασι : καθαρὸς ἄχραντος : καὶ δι ' ἀψύχου βορᾶς : τῆς δι ' ὀρνέων τροφῆς : σίτοις καπήλευ

Back