ἐνλίτες , ὥστε μὴ εἶναι ἀφαίρεσιν δύο συλλαβῶν : ἐνδελίτες ἆρον τὴν μέσην ἐνλίτες εἶτα λίτες . οὐκ ἄρα ἀφαίρεσις
Ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι , ἢ εἰπεῖν , Ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει ; ἵνα δὲ εἰδῆτε
ὑπολειφθήσεται . Ἆρον τὴν ὑπόληψιν , ἦρται τὸ βέβλαμμαι : ἆρον τὸ βέβλαμμαι , ἦρται ἡ βλάβη . Ὃ χείρω
πορευθεὶς εἰς θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον καὶ τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἆρον , καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα :
8757937 τριψον
μεθ ' ὕδατος τρίψας ἐπίχριε : ἐὰν δὲ φλεγμάνῃ , τρῖψον μετ ' οἴνου . ἢ κώνειον λεάνας ἐπιτίθει .
βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν , Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν , καλῶς ποιεῖτε : εἰ δὲ προσωπολημπτεῖτε , ἁμαρτίαν
Ἀλθαίαϲ νεαρᾶϲ φύλλων ἁπαλῶν λι . α ἑψήϲαϲ ἐν ὑδρελαίῳ τρῖψον καλῶϲ καὶ προϲβαλὼν ῥοδίνου # δ , λιθαργύρου ,
οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραΰτητος , σκοπῶν σεαυτόν , μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς . Ἀλλήλων τὰ βάρη
8723281 ἀμμωνιακον
χαμαίμηλα . ἀδάρκη : ἤτοι τὸ λεγόμενον ἀγαρικόν . ἅλας ἀμμωνιακὸν ἤτοι τὸ λεγόμενον νίτρον . ἀκτέας ὁ χυλὸς ἤτοι
παρὰ τοῦ θεοῦ πᾶν ῥῆμα . εἶπεν δὲ Μαριάμ , Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου : γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά
τῶν αἰγῶν τε καὶ τράγων , ἔτι τε πρὸϲ τούτοιϲ ἀμμωνιακὸν θυμίαμα καὶ βδέλλιον , μάλιϲτα τὸ Ϲκυθικόν , καὶ
πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον . μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν , Ἰδοὺ ὁ νυμφίος , ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ . τότε
8698189 μισυ
, μᾶλλον δ ' ἄσβεστος , τρύξ , ἰσχυρῶς δὲ μίσυ , χαλκῖτις , χάλκανθος , ἐλατήριον . κογχύλια δὲ
ἐλήλυθεν γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μὴ ἐσθίων ἄρτον μήτε πίνων οἶνον , καὶ λέγετε , Δαιμόνιον ἔχει : ἐλήλυθεν ὁ
ἀφέλῃς τῆς ποιότητος , τοῦτον διασταθμίσας , ἀντιστάθμισον διπλάσια φάρμακα μίσυ καὶ ἐβένινον ῥίνισμα , ὡς οἰκείων τὸ ἐξ ἀμφοτέρων
κιννάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ
8693626 μιξον
. Πρὸς ἀλφοὺς καὶ χρῶμα λευκόν . ] Ἀλκυόνιον καύσας μῖξον μέλιτι καὶ κατάχριε καὶ ἀλεύρῳ μίξας ὀροβίνῳ καὶ σιτίνῳ
καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ῥαπίσματα . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς , Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω
τρίτον τὰς μὲν κωδύας ῥῖψον , τῷ δ ' ὕδατι μῖξον μέλιτος # α , καὶ ἑψήσας ἕως μελιτώδους συστάσεως
ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ : καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος . ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα αὐτοῦ .
8684308 τευτλου
: ἢν δὲ μὴ ᾖ , σχίνου ἢ ῥάμνου ἢ τεύτλου . Ἕτερον : κολοκύντης χυλὸν ἐκπιέσας ἔγχεον , καὶ
ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς
αἰδοίων ἔσω , ἢ σελίνου , ἢ ῥάμνου , ἢ τεύτλου , ἢ κολοκύντης χυλὸν ἐκπιέσας ἐγχέαι : ἢ αὐτῆς
: ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος , ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα . λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι , ὁ λαλῶν σοι
8635464 κεκομμενην
λίτ . α : τὸν κηρὸν καὶ τὴν ἄσφαλτον λεπτομερῶς κεκομμένην , τὸ ἔλαιον καὶ τὸ ὄξος εἰς χύτραν βαλὼν
, καὶ τὴν δέησιν τοῖς ἐν οὐρανοῖς . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Ὁ τιμῶν τὸν ἰἐρέα τὶ μισθὸν ἔχει
' ἐλθὼν σήσαμα . ἀλλ ' ἔστιν ἔνδον . ἀσταφίδα κεκομμένην , μάραθον , ἄνηθον , νᾶπυ , καυλόν ,
προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ . ἦλθεν γὰρ Ἰωάννης πρὸς ὑμᾶς ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης , καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε
8635167 λιβανον
β . τὴν ἴριν κόπτε καὶ σῆθε , τὸν δὲ λίβανον λείου λεπτότατα , εἶτα ἐπιβαλὼν αὐτῷ τὴν ἴριν λειοτάτην
δὲ ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν : ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν . ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης
τετριμμένον , δαφνόκοκκα καὶ κύμινον καὶ μαστίχην καὶ σμύρναν καὶ λίβανον καθαρὸν κοπανήσας καθ ' ἓν ἕκαστον καὶ ἕνωσον αὐτὰ
σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ ; ἐραύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται . Πάλιν οὖν αὐτοῖς
8615642 κοψον
, καὶ ἀπαφρίζων , ἐξαίρετον ποιήσεις . Λαβὼν σεύτλου ῥίζαν κόψον , καὶ βάλε εἰς τὸν οἶνον , καὶ μετὰ
γρηγορῇ . γρηγορεῖτε οὖν , οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται , ἢ ὀψὲ ἢ μεσονύκτιον ἢ
καὶ ἄδολα ἐπιλεξάμενος , ἵνα μὴ ἀποτύχῃ τὸ βοήθημα , κόψον καὶ σῆσον πάνυ λεπτῷ κοσκίνῳ καὶ δίδου τῷ πάσχοντι
ἀφιέναι . Τοῖς δὲ λοιποῖς λέγω ἐγώ , οὐχ ὁ κύριος : εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον , καὶ
8581703 ἀλκυονιον
ἥμισυ , κάχρυ καὶ πύρεθρον καὶ εὐφόρβιον καὶ ζιγγίβερι καὶ ἀλκυόνιον ξηρὸν καὶ κόστον ἄγοντα ἀνὰ ⋖ δ , πέπερι
αὐτῷ . Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων , Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα . καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ
χυλοῦ κεκομμένου καὶ σεσησμένου σμῆχε τὸ πρόσωπον . ἄλλο . ἀλκυόνιον μετὰ οἴνου τρίψας κατάπλασσε . ἄλλο . ἀγρίαν ἄμπελον
μεταλαμβάνοντες ἀκοῦρευτι τίναῖς οἰσὶν . Ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη , τινὸς αἰ οἰ τρίχαι δἰἀβοῦ τὸν ὀφθαλμῶν , αὐτοῦ ὁκέστην
8559739 σχιστην
ἄλιθον καὶ τυρῶδες ἀποπνέουσαν : ἐνεργεστέραν δὲ τῆς στρογγύλης τὴν σχιστὴν ἡγητέον : καίονται δὲ καὶ ὀπτῶνται ὡς ἡ χαλκῖτις
τῆς ἐπισκοπῆς ἐδέξατο . Ἐὰν μάγος ᾖν καὶ φονεύς , ἰδὲ τὸν Κυπριανὸν ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκ γένους δαιμόνων ἐγέννατον
ἀγηράτου ἄνθος μίξας δίδου ἀναγαργαρίζειν ἢ κράμβης χυλῷ μίξας στυπτηρίαν σχιστὴν ἀναγαργαριζέτω , ὠφελεῖ καλῶς . [ Καυστικὸν κιονίδος .
ἐγίνετον διὰ τῆς θερμῆς μετανοίας . Ἐὰν ᾖ πόρνος , ἰδὲ τὴν Μαρίαν τὴν πόρνην ὅτι ἥμαρτεν εἰς ἄνδρας χιλίους
8553241 χαλκανθον
τὰ τηκτὰ τήξας ἐπάρας τε ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἔνσταζε τὸν χάλκανθον διειμένον ὄξει καὶ ἐπιστήσας ἕψε , εἶτ ' ἐπάρας
ὁ παῖς μου . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ
, μολύβδαιναν ἕως ἀμολύντου , εἶτ ' ἐπίβαλλε χαλκόν , χάλκανθον λεῖα , ὑστάτην δὲ τὴν κηρωτὴν μετὰ τῆς χαλβάνης
τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν : οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς
8506988 ἐλελισφακον
, καὶ φῦσα οὐκ ἔξεισιν : κύμινον προστιθέσθω : ἢ ἐλελίσφακον καὶ κύπειρον κόψας , καὶ τέγξας τὴν νύκτα ὅλην
κατακύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν . οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ ' εἷς ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέ - ρων
κεφαλήν : πινέτω δὲ νῆστις ὑπερικὸν , λίνου σπέρμα , ἐλελίσφακον ἐν οἴνῳ ὑδαρεῖ : ἐπὴν δὲ παύσηται τὸ ῥεῦμα
καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν . εἷς γὰρ θεός , εἷς καὶ μεσίτης θεοῦ καὶ ἀνθρώπων , ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς
8498158 χριε
ὠοῦ τὸ λευκόν , ποιῶν μέλιτος πάχος : καὶ τούτῳ χρῖε τὸ πρόσωπον ἐν ἡλίῳ μέλλων διατρίβειν : ἀπὸ δὲ
Εἶπεν δὲ καὶ ἕτερος , Ἀκολουθήσω σοι , κύριε : πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου
χαμαιμήλινον , ὄξος , νίτρον ἅμα φύλλοις δάφνης καλῶς συνεψήσας χρῖε τὸν κάμνοντα καὶ σκεπάσας ἐπιεικῶς αὐτίκα ἱδρώσει . [
τῶν ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος : τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες , ὅτι ἐλεύσονται ἐπ ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν
8467511 χαλβανην
διδόναι δὲ πρὸς τὴν ἰσχὺν τοῦ νοσήματος . Ἄλλο : χαλβάνην ὅσον ἐλαίην τρίψας ἐν κεδρίνῳ ἐλαίῳ προσθέσθω : τοῦτο
, οὐκ ἔχεις μέρος μετ ' ἐμοῦ . λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος , Κύριε , μὴ τοὺς πόδας μου μόνον
γένηται : καὶ ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρός , πρόσβαλλε τὴν χαλβάνην μεμαλαγμένην ἱκανῶς καὶ χρῶ . Κολοφωνίας δραχμὰς πδ .
ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ , Ὁ κύριός ἐστιν . Σίμων οὖν Πέτρος , ἀκούσας ὅτι ὁ κύριός ἐστιν ,
8456577 Λαβων
. Λίπηται ἀδιάλυτον χρόνον τὸ χλωρόν . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν τὸν θηλυκὸν πυρίτην καὶ τὸν καὶ ἀργυρίζοντα , ὃν
ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ὅπου ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο . καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ ,
στήλης ἔχοιμεν τὴν ὑπόμνησιν , οὕτως διασκεπτέον ὑπὲρ φύσιν . Λαβὼν ῥᾶ ποντικὸν , λείωσον οἴνῳ ἀμιναίῳ σκληρῷ , καὶ
τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ . καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν , Ἄνθρωπε , ἀφέωνταί σοι
8450819 γλοιου
καὶ κόψαϲ ϲῆθε λεπτῷ κοϲκίνῳ καὶ μίξαϲ ἐλαίῳ , ὥϲτε γλοιοῦ ϲχεῖν πάχοϲ , εἰϲ ἀγγεῖον χαλκοῦν ἀπόθου , καί
ὅταν γὰρ λέγῃ τις , Ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου , ἕτερος δέ , Ἐγὼ Ἀπολλῶ , οὐκ ἄνθρωποί ἐστε ;
' ἅμα λειώσας , παράχεε ἁλὸς ἄνθος καὶ λείου ἕως γλοιοῦ λάβῃ πάχος : εἶτα ἐπίβαλλε ἰὸν καὶ χαλκὸν λεπτότατον
αὐτά : ἐρωτῶ σε , ἔχε με παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι
8450727 λεαναϲ
, φυλαττόμενοϲ τὴν κόρην . Ἄλλο . βδέλλαϲ καύϲαϲ καὶ λεάναϲ προεκτίλαϲ χρῶ ϲυνεχῶϲ . Ἄλλο . γῆϲ ἔντερα ἐπ
ἀπολέσαι : σὺ δὲ τίς εἶ , ὁ κρίνων τὸν πλησίον ; Ἄγε νῦν οἱ λέγοντες , Σήμερον ἢ αὔριον
Ἄλλο , ᾧ Ἀντίπατροϲ ἐχρήϲατο . [ χαλκάνθου ϲανδαράκηϲ ἴϲα λεάναϲ ἐμφύϲα καὶ διὰ μήληϲ παράπτου . ] χαλκάνθου κεκαυμένου
νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται , ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν . εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ
8446441 ἐπιπασον
. [ Θεραπεία πληγῶν . ] Σμύρναν καὶ ἀλόην τρίψας ἐπίπασον , ἢ ῥητίνην πεύκης , ἢ καὶ μαστίχην καὶ
ἐγώ εἰμι : μὴ φοβεῖσθε . ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπεν , Κύριε , εἰ σὺ εἶ , κέλευσόν
ἐμβαφείᾳ . Λαβὼν χαλκὸν λευκὸν μνᾶν μίαν , χώνευε : ἐπίπασον ἅλας λευκὸν μετὰ στυπτηρίας , ἴσον , μετὰ ὄξους
ἄνθρωπον . καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς
8439676 ἀριστολοχιαν
τε καὶ τῶν ὁμοίων , ἰξόν τε καὶ ἶριν , ἀριστολοχίαν , παιωνίαν , πευκέδανον , γεντιανήν , κενταύρειον ,
ἀρχιερεὺς διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων , Ἐβλασφήμησεν : τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων ; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν
καὶ οἰχομενίου ἄνθος , καὶ ἐλύδριον καὶ κροκόμαγμα , καὶ ἀριστολοχίαν : λείου ὄξει δριμυτάτῳ , καὶ ποίει ζωμὸν ὡς
ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι , καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι . Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ , καὶ ὁ μισθός μου
8433117 ξηρανον
, καὶ εὑρήσεις αὐτὸ γινόμενον κιρρὸν ὡς αἷμα . Εἶτα ξήρανον ἐν ἡλίῳ : βάλε πάλιν ἐν τῇ φιάλῃ .
σαρκὶ ζῳοποιηθεὶς δὲ πνεύματι : ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασιν πορευθεὶς ἐκήρυξεν , ἀπειθήσασίν ποτε ὅτε ἀπεξεδέχετο ἡ
ἀλεύρου κέγχρου , καὶ τρίψας ἐπιμελῶς καὶ ποιήσας μάζας , ξήρανον ἡλίῳ καὶ ἀπόθου ἐν νοτερῷ τόπῳ , καὶ ἐξ
καὶ περιεβάλομεν ; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενοῦντα ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε ; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς
8412435 ἀναλαβε
παραγγέλματι . ὑπόλαβε τὴν σκευήν : ἀνάλαβε . διάστηθι . ἀνάλαβε τὸ δόρυ . στοίχει , ζύγει , παρόρα ἐπὶ
σώματος θανατοῦτε ζήσεσθε . ὅσοι γὰρ πνεύματι θεοῦ ἄγονται , οὗτοι υἱοὶ θεοῦ εἰσιν . οὐ γὰρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας
ἴσον στυπτηρίας ⋖ β . τὸν κηρὸν θερμάνας καὶ μαλάξας ἀνάλαβε τὰ ξηρὰ λεῖα , καὶ εἰς ὀθόνιον ἐμπλάσας ἐπιτίθει
καὶ Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Ἰοῦστος , οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς οὗτοι μόνοι συνεργοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ , οἵτινες
8405942 βατραχιον
εὐζώμου χυλὸς καταχριόμενος σὺν λιθαργύρῳ . στίγματα δ ' ἐξαίρει βατράχιον καταπλασθὲν ἢ καππάρεως φύλλα ἢ ψιμύθιον σὺν ὄξει καταχριόμενον
ἢ ἄμπελος σῦκα ; οὔτε ἁλυκὸν γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ . Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν ; δειξάτω ἐκ τῆς
δίδου πιεῖν . Τοῦτο καὶ ἔμβρυον ἐξελαύνει . Ἐκβόλιον : βατράχιον καὶ ἐλατηρίου μικρὸν μίξας ἐν ὄξει εὔκρατον πῖσαι .
Αἴγυπτον . Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν , ὃν ἠρνήσαντο εἰπόντες , Τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστήν ; τοῦτον ὁ θεὸς
8391270 ὀϊος
ὑστέρης . Καὶ ἢν τεκούσῃ ἡ ὑστέρη ἐξανεμωθῇ , ἧπαρ ὄϊος ἢ αἰγὸς ἐς τέφρην κρύψαι , καὶ μετέπειτα ἑψεῖν
ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν θεὸν λέγοντας ὅτι Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν παρὰ τὴν θάλασσαν :
, καὶ νεοσσοῦ ἀλεκτορίδος κρέας ἢ πελειάδος ἢ τρυγόνος ἢ ὄϊος ἢ ὑὸς πίονος τρωγέτω . Τὸν δὲ ἐλλέβορον δι
τῷ πατρὶ αὐτοῦ , Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον , καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον
8385600 κηκιδα
δ ' ἀφ ' ἱδρώτων ἕλκη ἐν ὀσχέῳ γένηται , κηκῖδα λείαν ἢ στυπτηρίαν ἐπίπασσε . πρὸς δὲ τὰ ἐν
ὅτι , καθώς φησι τὸ Εὐαγγέλιον , πᾶς γὰρ ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἁμαρτία
πεσεῖν πυριατέον σπόγγοις τὸ μόριον , καὶ εἰ αἱμορραγοίη , κηκῖδα κεκαυμένην ἢ σπόγγον καινὸν ἀποβάψαντα εἰς πίσσαν ὑγρὰν καὶ
θεόν . πάντες ἐξέκλιναν , ἅμα ἠχρειώθησαν : οὐκ ἔστιν ποιῶν χρηστότητα , οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός . τάφος ἀνεῳγμένος
8385305 ὀπτασθαι
: καὶ περιπήλωσον ὁμοίως ἀσφαλῶς τὸ πῶμα : καὶ δὸς ὀπτᾶσθαι ἐλαφρῷ πυρὶ , πρὸς ἀνάβασιν διδοὺς τὸ πῦρ πάλιν
νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος , ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά . Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ,
δ ' ἐγκρυφίας ἄρτος βαρὺς δυσοικονόμητός τε διὰ τὸ ἀνωμάλως ὀπτᾶσθαι . ὁ δὲ ἰπνίτης καὶ καμινίτης δύσπεπτοι καὶ δυσοικονόμητοι
καὶ ταῖς προσευχαῖς . Ἐγίνετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος , πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο .
8379885 ἐπιχριε
δὲ προξυρήϲῃϲ , μᾶλλον ποιεῖ . Προεκτίλαϲ τὰϲ νυϲϲούϲαϲ τρίχαϲ ἐπίχριε τὸν τόπον εὐθέωϲ αἵματι βατράχου καθ ' αὑτὸ ἢ
καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοὺς ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα , καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά . Καὶ
ἐπιχριόμενα . μηδὲν δὲ ἀνυόντων τούτων τὸ διὰ χάρτου ξηρίον ἐπίχριε ϲὺν ὄξει , εἰ δὲ δριμύτερόν ϲοι φαίνοιτο ,
τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ ' αὐτοῦ ,
8367920 ἰταλικου
θείου , ἢ ψιμμυθίου , ἢ μαγνησίας , ἢ στίμμεως ἰταλικοῦ . Καὶ ἄνω μὲν οὖν ἐν τῇ χρυσοποιΐᾳ :
Ἀγρίππα βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες , θεωρεῖτε τοῦτον περὶ οὗ ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἐνέτυχόν μοι
Φέρουσι τοίνυν τὴν βασιλείαν ἐπὶ τὸν πεποιημένον αὐτῷ Τραϊανὸν , ἰταλικοῦ μὲν γένους , τεχθέντα δὲ ἐν Ἱσπανίαις . Πρόγονοι
καρποὺς αὐτῆς . 〚 Καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται : ἐφ ' ὃν δ ' ἂν πέσῃ
8364180 μαραθρον
ζύθῳ καὶ διδόναι πίνειν , οἶνον δὲ διδόναι γλυκύτερον καὶ μάραθρον ἢ ἄνηθον χλωρὸν σὺν πτισάνῃ ἑψήσας δίδου ῥοφεῖν .
. ἀσθενοῦντας θεραπεύετε , νεκροὺς ἐγείρετε , λεπροὺς καθαρίζετε , δαιμόνια ἐκβάλλετε : δωρεὰν ἐλάβετε , δωρεὰν δότε . Μὴ
τὸ ἀπόβρεγμα . Ἄγνου σπέρμα , δαύκου τὰ φύλλα , μάραθρον , βάλσαμον , κάπνιος , ἄνησον , φοίνικος ὀστοῦν
ἐκείνους εἰσελθεῖν : καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς . ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους , καὶ
8363153 διαχριε
τοῖς παιδίοις ἐπὶ τὸν ὀμφαλόν . ἄλλο . χολῇ ταύρου διάχριε τὸν ὀμφαλόν . ἄλλο . ἀστράγαλον χοίρειον καύσας καὶ
. Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ φρονίμῳ , ὅστις ᾠκοδόμησεν αὐτοῦ τὴν
μέρη πρὸϲ ἓν μέλιτοϲ μίξαϲ ἕψε ἄχρι μελιτώδουϲ ϲυϲτάϲεωϲ καὶ διάχριε . Ἄλλο . κηκῖδοϲ ὄμφακοϲ # α , ϲχιϲτῆϲ
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον ; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη
8361630 σχινον
μαστίχην . Θ . τὰ ἄκρα τῆς σκύλας . . σχῖνον : Ἤγουν σκίλλαν . . σχῖνος τὸ δένδρον ,
αὐτήν . πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν : καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι , αὐτός ἐστιν
στύφουσιν , ἢ ῥόδα ἐν ὕδατι ἀφεψῶντα ἢ ῥοῦν ἢ σχῖνον ἢ ὀξύκρατον . οὐ χεῖρον δὲ καὶ εἰς τὴν
, Τί αἰτήσωμαι ; ἡ δὲ εἶπεν , Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτίζοντος . καὶ εἰσελθοῦσα εὐθὺς μετὰ σπουδῆς πρὸς
8358740 ϲτυπτηριαν
κροκομάγματοϲ ⋖ η οἴνου γλυκέοϲ μυρϲίτου # γ , ἕψε ϲτυπτηρίαν μετὰ τοῦ γλυκέοϲ καὶ ὅταν ϲυϲτῇ , ἐπίβαλλε τὰ
Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθεν γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς : συντρίψασα τὴν
ἐκπεϲούϲηϲ δὲ τῆϲ ἐϲχάραϲ καὶ καθαρθέντοϲ ποϲῶϲ τοῦ ἕλκουϲ , ϲτυπτηρίαν ϲχιϲτὴν λειώϲαντεϲ καὶ ἀναλαβόντεϲ ὑγρᾷ τερεβινθίνῃ ὀλίγῃ , ὡϲ
ἔθαψαν . Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς εἰσῆλθεν . ἀπεκρίθη δὲ
8354228 τερεβινθινῃ
ἐπὶ κόλπων ῥηθησομένῃ καὶ ἐπίλυε διὰ τρίτης : ἢ σμύρναν τερεβινθίνῃ ἀναλαβὼν ἐπιτίθει ὡς μάλαγμα : ἢ χαλκὸν κεκαυμένον λεάνας
τὰ καθ ' ὑμᾶς , διαταξάμενος τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι αὐτὸν ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν
ἕδρᾳ ἰᾶται , καὶ θυμοὺς καὶ ἐξωχάδας ἐκριζοῖ . σὺν τερεβινθίνῃ δὲ ἐπιτεθεῖσα κονδυλώματα καὶ ἐξωχάδας ἰᾶται . μετὰ δὲ
δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν , διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς , ἔν τε τοῖς
8348355 κροκον
ἔλαιον πλεῖστον . ἰδιώτατον δὲ πάντων τὸ σίλφιον : ἔτι κρόκον πολὺν ἡ χώρα φέρει καὶ εὔοσμον . ἔστι δὲ
με παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά : ἐρωτῶ σε , ἔχε
ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ . Λαβὼν σανδαράχην καὶ θεῖον ἄπυρον , κοράλλιον καὶ κρόκον , βαλὼν εἰς ἰγδὴν , τρίβε ἐπὶ ἡμέρας μʹ
ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου , Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια : ἀλλὰ ταῦτα τί
8346826 κινναμωμον
διὰ παλαιότητα ἤδη λεπτὸν καὶ λελυμένον ἢ ὀπὸν Κυρηναϊκὸν ἢ κιννάμωμον ἢ τοῦ λεγομένου βησασᾶ τοῦ σπέρματος , ὅπερ ἡγούμεθα
βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ . καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών . Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεεν
, ξυλοκάρπασον ἢ κύπερις ἀμμωνιακή . ἀντὶ κασσίας , μάννα κιννάμωμον διπλοῦν ἢ βράθυ . ἀντὶ καστορίου , ἀγάλλοχον ἢ
διαμαρτύρηται αὐτοῖς , ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου . λέγει δὲ Ἀβραάμ , Ἔχουσι
8334584 ἐπιθες
” εἶπεν ” ἀκροάσει ἀπολογουμένου , κἂν ἀδικοῦντα εὕρῃς , ἐπίθες δίκην . „ ταυτὶ δὲ ἔγραφεν οὐ τὸν Νικήτην
εὑρήσει αὐτήν . τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ ; ἢ τί
κάτειπε , ἐλθέ ἄπελθε . τῶν μέντοι μονοσυλλάβων : θές ἐπίθες , δός ἀπόδος , σχές ἐπίσχες . Τὰ εἰς
καθί - σταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν , ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ
8324061 ἐντιθει
μέλιτι δεύων ταῦτα , λείου καὶ χρίε τὸν σπόγγον καὶ ἐντίθει . ἐὰν δὲ μετὰ τὴν σπόγγου ἐξαίρεσιν μὴ δόξῃ
. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος μεγάλῃ τῇ φωνῇ φησιν , Μαίνῃ , Παῦλε : τὰ πολλά σε γράμματα
. χαλκῖτιν λεάναϲ ἀνάλαβε δεδευμένῳ ὕδατι ἐλλυχνίῳ ἢ πριαπίϲκῳ καὶ ἐντίθει τοῖϲ μυξωτῆρϲιν ἢ ᾠοῦ τὸ ὄϲτρακον καύϲαϲ μίϲγε αὐτῷ
λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀκατασκεύαστος , καθώς φησιν ὁ προφήτης : καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσὶν
8318741 λειωσον
γὰρ παραδεκτέον καυλέα ] βλαστόν κόψαις ] τρίψας κόψαις ] λείωσον πετάλοισι ] φύλλοις περιβρίθοντα ] ἔμφορτα μελισσάων καμάτῳ ]
τὰς ἐπαγγελίας . Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ θεός , ἐπεὶ κατ ' οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι , ὤμοσεν καθ
ἐπίβαλε ἀρσενικόν : καῦσον , καὶ εὑρήσεις θρυπτόν . Εἶτα λείωσον ὄξει ἡμέρας ζʹ ἐν ἡλίῳ : εἶτα ξηράνας ,
καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀδελφῷ : ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστιν , νῦν δὲ
8317631 ξυμμισγειν
φύλλα τρίψας , ἔνθες ἐς τρυχίον , καὶ σμύρνην σμικρὴν ξυμμίσγειν . Ἢν ἐς τὴν ὀσφὺν αἱ ὑστέραι καταστηρίξωσι ,
ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων : ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον , σεαυτὸν κατακρίνεις , τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ
οἴνῳ μέλανι ἀκρήτῳ αὐστηρῷ : ἔπειτα τρίψαντα καταπλάσσειν χλιηρόν : ξυμμίσγειν δὲ καὶ ἄλευρα , καὶ φυρῇν ἐν οἴνῳ λευκῷ
νόμῳ τοῦ θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον , βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ
8313165 ἐμπλαϲτρωδεϲ
ϲτυπτηρίαν ϲχιϲτὴν λειώϲαντεϲ καὶ ἀναλαβόντεϲ ὑγρᾷ τερεβινθίνῃ ὀλίγῃ , ὡϲ ἐμπλαϲτρῶδεϲ γενέϲθαι , ἐντίθεμεν τῇ κοιλότητι τοῦ ἕλκουϲ καὶ ϲπληνίον
: ἀνάγκη γὰρ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα , πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ δι ' οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται . Εἰ δὲ
δὲ ϲτυπτηρία λειοτάτη γενομένη καὶ τερεβινθίνῃ ὀλίγῃ ἀναληφθεῖϲα , ἕωϲ ἐμπλαϲτρῶδεϲ γενέϲθαι , καθαίρει καὶ ϲαρκοῖ καὶ ἀπουλοῖ ἀϲφαλῶϲ .
ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους , Οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ . οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι Ἀνασείει τὸν
8310180 κισηρις
μὲν νάρθηξ τὸ δὲ νυκτερὶς τὸ δὲ εὐνοῦχος τὸ δὲ κίσηρις . . . . : Κλεάρχου γρῖφος : αἶνός
ἀκούει . ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέν τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου : εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ θεοῦ
' ἔτι ἕλξει δι ' αὑτῆς νοτίδα καὶ ζυμουμένη ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν
ὁ θερισμὸς ἔρχεται ; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν , ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας ὅτι λευκαί εἰσιν πρὸς
8310066 κνηκου
ἀπεζεϲμένον μετ ' ἐλαίου καὶ γάρου ϲῦκον μετὰ νίτρου καὶ κνήκου ϲπέρματοϲ τοῦ ἐντόϲ . καὶ πάντα δὲ τὰ προειρημένα
τῶν Ἰουδαίων ; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη , Σὺ λέγεις . ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπεν πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
φλέγματοϲ κενωτικόν . ἀνίϲου ϲπέρματοϲ ϲελίνου ἄμμεωϲ πεπέρεωϲ κόκκου κνιδίου κνήκου ϲπέρμα λαθυρίδων ἀνὰ ⋖ δ καϲϲίαϲ ⋖ β μέλιτοϲ
εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Ἄνθρωπε , οὐκ οἶδα ὃ λέγεις . καὶ παραχρῆμα ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ ἐφώνησεν ἀλέκτωρ .
8306895 καυσας
ξηρῷ προσάπτου , πρότερον ἀναγαργαρίσας ὕδατι θερμῷ : ἢ σχιστὴν καύσας ἐπιμελῶς παράπτου : ἢ ἀσκαλαβώτην ἐπ ' ἀμπελίνοις ξύλοις
σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρὸς ἐμέ ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ
τῶν ὤμων μέχρι τῶν νεφρῶν ὀστοῦν τῆς ῥάχεως πυρώσας ] καύσας δυστέκμαρτον ] δυσκατανόητον τέχνην ] ἤγουν τὴν θυτικὴν μαντείαν
οὐαί , ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα , καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις .
8303704 χαλκανθου
φαρμάκῳ ἐντίθει . Ἄλλο , ᾧ Ἀντίπατροϲ ἐχρήϲατο . [ χαλκάνθου ϲανδαράκηϲ ἴϲα λεάναϲ ἐμφύϲα καὶ διὰ μήληϲ παράπτου .
. ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται . Ἔλεγεν δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν ,
ἴρεως ⋖ δ , λεπίδος ⋖ δ , μίσυος , χαλκάνθου , σχιστῆς , λιβάνου , νίτρου ἀνὰ ⋖ γ
, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ : τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας . ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας
8303009 ψιμυθιον
θερμὸν πινόμενον . [ Περὶ ψιμυθίου . ] Τὸ δὲ ψιμύθιον λαθεῖν οὐ δύναται διὰ τὸ χρῶμα : ἑκουσίως γὰρ
αὐτοῦ εἰπόντος εἷς παρεστηκὼς τῶν ὑπηρετῶν ἔδωκεν ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών , Οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ ; ἀπεκρίθη αὐτῷ Ἰησοῦς
# Ἰταλικοῦ δ , λινοσπέρμου χυλοῦ # ι . λείου ψιμύθιον , λίβανον , λιθάργυρον σὺν ὀλίγῳ χυλῷ , τὸ
δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών , Μὴ μοιχεύσῃς , εἶπεν καί , Μὴ φονεύσῃς
8301023 ἀμωμον
πέμπει παρὰ βασιλέα ἵππον χρυσοχάλινον καὶ ψέλια καὶ ἀκινάκας καὶ ἄμωμον . . . . σαμψῆραι : δῶρα φέρει Τραϊανῷ
. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Ἀνάβλεψον : ἡ πίστις σου σέσωκέν σε . καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψεν , καὶ
αἰγείρου τὰ ἄνθη ἀκαλήφηϲ ὁ καρπὸϲ καὶ τὰ φύλλα ἄκορον ἄμωμον ἀϲάρου ἡ ῥίζα βρυωνίαϲ ἡ ῥίζα ἀνθεμὶϲ ἀπαρίνη ἀριϲτολοχία
ἔχειν , ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν ; ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσιν
8298269 ἀσταφιδα
λάβ ' ἐλθὼν σήσαμα . ἀλλ ' ἔστιν ἔνδον . ἀσταφίδα κεκομμένην , μάραθον , ἄνηθον , νᾶπυ , καυλόν
ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν [ τῆς ἁμαρτίας
, καὶ διηθήσας , ἐμβάλλειν σελίνου φύλλα . Ἕτερον : ἀσταφίδα λευκὴν ἐς ὕδωρ ἐμβαλὼν , καλαμίνθην ἢ κορίον ἀνατρίβειν
ἀντίχριστος , ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν . πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει :
8295874 ὑδραργυρον
καδμείας , καὶ πυρίτου , καὶ ψιμυθίου , καὶ λαβὼν ὑδράργυρον , μίξον αὐτῇ τὸν ζωμὸν τοῦ σιδηροχάλκου καὶ τὰ
καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι : ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε : οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς
. Καὶ ἰδού σοι πᾶν τὸ μυστήριον . Λαβὼν οὖν ὑδράργυρον , πῆξον αὐτὴν ἢ διὰ βωλίου , ἢ διὰ
χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ . ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ θεῷ , νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων
8290977 πυξιδα
ὄρνις ἔσομαι . ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα . ἐγὼ δὲ σπεύδων ἤδη ἀποδύσας χρίω ὅλον ἐμαυτόν
, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται . Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Κύριε , πρὸς
καὶ ἕψε πυρὶ μαλακῷ χρώμενος , εἶτα ἀπόθου εἰς χαλκῆν πυξίδα ἡ Ἐρασιστράτου πάγχρηστος , ὑγρά , θαυμαστή : ποιοῦσα
αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα . καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων
8289604 ϲυλλεαναϲ
ἀλόηϲ , κοχλιῶν τῆϲ ϲαρκόϲ , βολβῶν Ἄφρων ἴϲα ὄξει ϲυλλεάναϲ ἐπιτίθει . φλεγμονῆϲ δὲ γενομένηϲ ϲηϲάμῳ λείῳ κατάπλαϲϲε ἢ
πάσχα ἔθυον , λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ , Ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα ; καὶ ἀποστέλλει
κατὰ δὲ τῆϲ πληγῆϲ ἐπιτίθει κενταύριον ϲὺν ϲμύρνῃ καὶ ὀπίῳ ϲυλλεάναϲ . ἄλλο : ϲίναπι μετὰ λινοϲπέρμου ϲὺν ὄξει λεάναϲ
τί ἔτι ὑστερῶ ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς , Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι , ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ
8287660 διεις
. Ἄλλο : σταφυλῖνον τρίβων ὡς λειότατον , ἐν οἴνῳ διεὶς κεκρημένῳ , πίνειν διδόναι . Ἢν αἱ μῆτραι μὴ
ἡ συκῆ . καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες , Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
ὕδατι κλύσαι . Ἕτερον : ἐλατήριον ὅσον δύο πόσιας ὕδατι διεὶς , κλύσαι . Ἕτερον : κολοκυνθίδας ἀγρίας δύο ἐν
δαιμόνια . καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς , Πῶς δύναται Σατανᾶς Σατανᾶν ἐκβάλλειν ; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ
8280266 καταχριε
χωρὶϲ βαλανείου . Ἄλλο . λιθαργύρου πηγάνου ἐλαίου ὄξουϲ λεάναϲ κατάχριε : δέδωκεν ἡμῖν τοῦτο πεῖραν ἱκανήν . Ἄλλο .
υἱόν ; αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει ἐν βίβλῳ ψαλμῶν , Εἶπεν κύριος τῷ κυρίῳ μου , Κάθου ἐκ δεξιῶν μου
ε , ὠῶν τὰ λευκὰ β ὁλμοκοπήϲαϲ καὶ μίξαϲ ἅπαντα κατάχριε τὴν κεφαλήν , ἐπιτιθεὶϲ ἄνωθεν ὀθόνην καὶ ἐῶν ἡμέραϲ
ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν . Εἶπεν δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς , Ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε
8280248 ἐπιπαϲϲε
τοιαύτηϲ αἰτίαϲ γινομένη : πρὸϲ ἣν ἀρϲενικὸν καὶ μάνναν ἴϲα ἐπίπαϲϲε , ἄνωθεν δὲ μοτὸν δι ' οἴνου καὶ ϲπόγγον
οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν , Ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε , οὐ μὴ πιστεύσητε . λέγει πρὸς αὐτὸν
, εἰ μὲν ξηρὸν εἴη , λεῖον κοϲκινίϲαϲ ϲτάθμιζε καὶ ἐπίπαϲϲε , εἰ δὲ μὴ οἷόν τε λειωθῆναι , μετὰ
μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ , διδόντι σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν χειρῶν αὐτῶν . ἐσχίσθη δὲ τὸ
8268966 μιξαϲ
λύϲαϲ ὄξει ἐπὶ πλέον ἐκλείου καὶ τὴν πίϲϲαν τήξαϲ καὶ μίξαϲ ἕψε . τοῦτο τὸ φάρμακον τοῖϲ νενυγμένοιϲ νεύροιϲ ἐπιτήδειόν
ἃ ἀκούετε καὶ οὐκ ἤκουσαν . Ὑμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν παραβολὴν τοῦ σπείραντος . παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον τῆς βασιλείας
ἀναλωθῇ , εἶτα ἐπίβαλλε ἀφεψήματοϲ ἰϲχάδων παχυτάτου # θ καὶ μίξαϲ πλάϲϲε τρο - χίϲκουϲ καὶ ξήραινε . ἐν δὲ
ᾧ γὰρ μέτρῳ μετρεῖτε ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν . Εἶπεν δὲ καὶ παραβολὴν αὐτοῖς : Μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν ; οὐχὶ
8265794 κεκαυμενον
τελμάτων ψυλλίου τὸ ϲπέρμα μόλυβδοϲ . Ὅϲα λεπτομερῆ . Ἀβρότονον κεκαυμένον ἄγνοϲ ϲκάνδιξ αἰγείρου τὰ ἄνθη ἀκαλήφηϲ ὁ καρπὸϲ καὶ
τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπαν πρὸς αὐτόν , Διδάσκαλε , ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου . καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν
ϲτέαρ λέοντοϲ καὶ παρδάλεωϲ καὶ ὑαίνηϲ πάνυ καϲτόριον ϲηπίαϲ ὄϲτρακον κεκαυμένον ἔρια κεκαυμένα . Ὅϲα παχυμερῆ . Ἀρνογλώϲϲου ἡ ῥίζα
ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσιν λόγῳ . καὶ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ , Διδάσκαλε , οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι
8263538 Ἐλατηριου
Ἢ ἄννησον καὶ μελάνθιον διεὶς οἴνῳ , δίδου πιεῖν . Ἐλατηρίου πόσιας τέσσαρας μίξαι στέατι μηλείῳ , ἀφελομένη δὲ διανιζέσθω
μεγάλη . καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τί δειλοί ἐστε ; οὔπω ἔχετε πίστιν ; καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν , καὶ
ἰϲχάδων λιπαρῶν # β , χολῆϲ ταυρείαϲ # α . Ἐλατηρίου , λαθυρίδων , χαλβάνηϲ , κυκλαμίνου , ἐλλεβόρου μέλανοϲ
πολέμων , μὴ θροεῖσθε : δεῖ γενέσθαι , ἀλλ ' οὔπω τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπ ' ἔθνος
8263211 κιμωλιαν
Ἀρχιγένηϲ φηϲὶ πρὸϲ πίτυρα : τήλινον ἄλευρον καὶ νίτρον καὶ κιμωλίαν μετὰ ϲεύτλου χυλοῦ μῖϲγε καὶ χολῆϲ βοείαϲ ἢ ὑείαϲ
, ἀλλ ' ἐὰν μὴ μετανοῆτε πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε . Ἔλεγεν δὲ ταύτην τὴν παραβολήν : Συκῆν εἶχέν τις πεφυτευμένην
. Τοῖς δὲ ἐξιδροῦσι μέρεσιν ἐμπλαστέον μυρσίνην ξηρὰν λείαν ἢ κιμωλίαν ἢ οἰνάνθην ἢ κριθήν , μάλιστα δὲ ταῦτα προσάγειν
πάντοτε . Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν . Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους ,
8258716 συλλειου
μετὰ τοῦτο ξηράνας ἤτοι στύψας ἐν ἀέρι , μίγνυε καὶ συλλείου αὐτῷ ἅλατος καππαδοκικοῦ # εʹ . Τὸ δὲ ἅλας
ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ
θαλάσσιον εἴη ὕδωρ : μετὰ δὲ ταῦτα ἐπιβαλὼν τὸ ψιμμύθιον συλλείου : εἶτα τὸ ἔλαιον ἐπίχεε , καὶ ἑνώσας ἀναλάμβανε
καὶ πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ . Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς , εἰς
8258064 πτερῳ
μικρός , σπιθαμιαῖος καὶ μείζων , ἔχων τὰ φύλλα ὅμοια πτερῷ νεοττοῦ : εἰσὶ δὲ καὶ ἐκφύσεις τῶν φύλλων σφοδρῶς
ῥημάτων ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ τῆς τῶν ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος : τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες ,
παρακειμένου , ἀνασκιρτῆσαι χορείᾳ τὸν Ἔρωτα , καὶ συσσεῖσαι τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν , καὶ περιτρέψαι μὲν αὐτόν
Οὐκ ἐπιθυμήσεις . ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν : χωρὶς γὰρ νόμου
8252979 λιτρον
. εἰ δ ' ἐπιμένει , κατακλίνας τὸν πάσχοντα καὶ λίτρον ὠμὸν λεῖον ἐμπλάσας εἰς τὸ οὖς , ὄξος δριμὺ
βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός . αὐτομάτη ἡ γῆ καρποφορεῖ , πρῶτον χόρτον , εἶτεν στάχυν , εἶτεν
καθαρῷ , δίδου προστίθεσθαι . Ἄλλο : κυκλάμινον ἡμίξηρον , λίτρον , κανθαρίδας , στέαρ , σανδαράκην . Περὶ παρθένου
τὸ δρέπανον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ . Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ
8250545 ῥαδικα
νῦν κλήματι τελευτᾷ . * κόψαντες : οἱ γεωργοί * ῥάδικα : κλάδον * κοτίνοιο : ἢ ἀγριελαίας ἀγρίας ἐλαίας
τὸν νόμον , μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων Ἰουδαίων , ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέν μοι , Σαοὺλ ἀδελφέ
μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται , ὀροιτύποι , οἷα βατῆρα κόψαντες ῥάδικα πολυστεφέος κοτίνοιο , δέρματος ἐσκύλευσαν , ὅτε πρώτιστα πέφανται
αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν : ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ
8246670 ἐντιθεται
ἐπὶ δὲ τῶν νηπίων καὶ χόνδρος ἁλὸς καθ ' ἑαυτὸν ἐντίθεται ἐλαιωθείς , καὶ μέτρον πυρῆνι ὅμοιον , καὶ ἀγλιθάριον
κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας , Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα
λέγομεν πειρίνθια , τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης , εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν , ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν
φίλε θεοῦ , ἁμαρτωλῶν ἀμετανοήτων θεὸς οὐκ εἰσακούει . Ὁ Ἰάκωβος λέγει πρὸς αὐτόν : Θεολόγε Ἰωάννη , ἀνάγγειλόν μοι
8237663 ὀνιδα
διάψα ἢ ὀνίδα καύϲαϲ ἐμφύϲα τὴν ϲποδὸν ἢ χυλίϲαϲ τὴν ὀνίδα ἔνϲταζε τὸν χυλόν , ἢ μυλίτου λίθου ϲβεϲθέντοϲ ὄξει
συνείδησιν ἁμαρτιῶν τοὺς λατρεύοντας ἅπαξ κεκαθαρισμένους ; ἀλλ ' ἐν αὐταῖς ἀνάμνησις ἁμαρτιῶν κατ ' ἐνιαυτόν , ἀδύνατον γὰρ αἷμα
. καὶ ἵππου κόπρον φασίν , βοὸς βόλιτον , ὄνου ὀνίδα καὶ ὄνθονὍμηρος δὲ ὄνθον βοῶν ἔφηχοίρων ὑσπέλεθον , προβάτων
ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα ταῦτα , καὶ ἠπίστουν αὐταῖς . Ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον
8236791 κυπερον
εʹ . κρόκου μιλιάριον αʹ . μαστίχης μιλιάρια γʹ . κύπερον μιλιάρια εʹ . ξυλαλόην μιλιάρια εʹ . τρίψας ὅλα
πάντες τέκνα , ἀλλ ' , Ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα . τοῦτ ' ἔστιν , οὐ τὰ τέκνα τῆς
μετ ' οἴνου χρήσιμος : σάμψιχον μετ ' ὄξους , κύπερον , ἄγριον πήγανον . Ἀσκληπιάδης δέ φησι , χρῶ
ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ , ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει : καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν
8233146 κυπαρισσου
ἀναφυρόμενα χρήσιμα . Κάλλιστον δὲ κατάπλασμα ποδαγρικὸν καὶ τοῦτο : κυπαρίσσου κλωνάρια τρυφερὰ καὶ τὰ σφαιρία βαλὼν εἰς χύτραν σὺν
ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν , μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοποῦντες , ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστοι .
ὀπτήσας , τὸν χυλὸν ξὺν οἴνῳ μέλανι πίνειν . Ἢ κυπαρίσσου καρπὸν ὅσον τρία ἢ τέσσαρα , καὶ μύρτα μέλανα
ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν . καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου
8229827 ἀλειφα
θοῶς εὐώδεϊ οἴνῳ . Ὀστέα δ ' ἀλλέξαντες ἄδην ἐπέχευαν ἄλειφα ἡδὺ καὶ ἐς κοίλην χηλὸν θέσαν : ἀμφὶ δ
νεκρῶν . σπείρεται ἐν φθορᾷ , ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ : σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ , ἐγείρεται ἐν δόξῃ : σπείρεται ἐν
μήτρην : κύμινον αἰθιοπικὸν τρίψας καὶ μελάνθιον καὶ ῥητίνην καὶ ἄλειφα καὶ μέλι καὶ οἶνον γλυκύν : ταῦτα μίξας καὶ
ἀφθαρσίᾳ : σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ , ἐγείρεται ἐν δόξῃ : σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ , ἐγείρεται ἐν δυνάμει : σπείρεται σῶμα
8229186 μαλαβαθρου
κυάμου χυλόϲ . ἀντὶ λαπάθου ῥίζηϲ ῥίζα πυρέθρου . ἀντὶ μαλαβάθρου καϲϲία ἢ νάρδοϲ Ἰνδική . ἀντὶ μανδραγόρου χυλοῦ δορύκνιον
πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις , καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς : ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν
πέπειρος , ζύμη , κράμβη , λάδανον , λινόσπερμον , μαλαβάθρου τὸ φύλλον , νάρδου στάχυς , οἶνος γλευκίνης ,
τοῦ θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου , ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν . Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς , τοσοῦτον ἔχοντες
8228008 ῥοαϲ
δ , χαλκάνθου ⋖ β . κολλούριον δὲ τοῦτο : ῥοᾶϲ ἄνθουϲ τῶν κυτίνων , χαλκάνθου , ἀκακίαϲ , κόμμεωϲ
βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω ; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς , Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα . τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς
μήλων Κυδωνίων ἢ ἀπίων ἢ μεϲπίλων ἢ ἑλίκων ἀμπέλου ἢ ῥοᾶϲ χυλοῦ . Ὑγραίνειν δεῖ τὴν τραχύτητα τῆϲ γλώττηϲ ποιοῦνταϲ
, σταύρωσον αὐτόν . λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος , Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω ; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς , Οὐκ ἔχομεν
8225336 καυθεν
ἱκανῶς ἐστι δυνάμεως : καὶ τῶν ὀστρέων δὲ τὸ ὄστρακον καυθὲν ὁμοίας ἐστὶ δυνάμεως , ᾧ χρῶμαι πρὸς τὰς ἐκ
πλῆθος . Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσιν μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα , Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσιν τὰ ἀμφότερα .
αἰγείρου μετὰ διπλοῦ μέλιτος ἔγχριε . Ἄλλο . σηπίας ὄστρακον καυθὲν καὶ λειωθὲν ἅμα ἁλσὶν ὀρυκτοῖς ἀποτήκει τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς
αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων αὐτῶν . Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , περιβεβλημένον νεφέλην ,
8222822 περδικιου
καὶ ψυλλίου , καὶ πολυγόνου , καὶ τριβόλου , καὶ περδικίου , καὶ νυμφαίας , καὶ ἀνδράχνης : οὐκ ἀνίησι
εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη , Ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι . οἱ δὲ
θριδακίνης , κοτυληδόνος , φακοῦ τοῦ ἐπὶ τῶν τελμάτων , περδικίου , καὶ τὰ παραπλήσια , κηρωτὰς δὲ ἐπιτιθέναι τοῖς
Εἰ ἔξεστίν μοι εἰπεῖν τι πρὸς σέ ; ὁ δὲ ἔφη , Ἑλληνιστὶ γινώσκεις ; οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ
8218571 Γηϲ
χρήϲαϲθαι , κηρωτῇ ἴϲῃ ἀναλαβὼν ἔμπλαϲϲε καὶ ἔα νυχθήμερον . Γῆϲ ἀϲτέροϲ , ἀμύλου ἀνὰ # γ , κρόκου #
τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡς χιών . ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγενήθησαν ὡς νεκροί .
, τραγακάνθηϲ , κόμμεωϲ ἀνὰ ⋖ η : ὕδωρ . Γῆϲ ἀϲτέροϲ πεπλυμένου # γ , ϲποδίου πεπλυμένου # α
, ὑπέ μει τεῖ ἐστὶν στόμεν καλὸς , στομὲν μετὰ φόβου , καὶ περὶ τοῦ μεγάλου τρισαγίου , καὶ τὰ
8217402 σανδαραχης
ὡς μηδὲ κάτοπτρον κεκτῆσθαι : εἰ γὰρ εἶδεν ἑαυτὴν χρῶμα σανδαράχης ἔχουσαν , οὐκ ἂν ἡμᾶς εἰς ἀμορφίαν ἐβλασφήμει .
ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον προλαμβάνει ἐν τῷ φαγεῖν ,
. βρυωνίας ῥίζης κεκαυμένης ἐμφύσα . ἄλλο . χαλκάνθου καὶ σανδαράχης ἴσα , λεῖα ἐμφύσα . ἄλλο . κέρατος ἐλαφείου
σπείρων ἐπ ' εὐλογίαις ἐπ ' εὐλογίαις καὶ θερίσει . ἕκαστος καθὼς προῄρηται τῇ καρδίᾳ , μὴ ἐκ λύπης ἢ
8216657 ἀγχουσαν
ὃ καλοῦσι ψευδοκογχύλιον , καὶ κόκκον καὶ ἄνθος θαλάσσιον , ἄγχουσαν λαδικίνην ἡ κρημνὸς , ἐρυθρόδανον τὸ ἰταλικὸν , φυλλάνθιον
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς : καὶ ἦλθον ἰδεῖν τί ἐστιν τὸ γεγονός . καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν
καὶ κύκλῳ περιεστῶτα τὸν Πραξιτέλην τὰ γύναια , τὴν μὲν ἄγχουσαν αὐτοῦ τὸν αὐχένα , τὴν δὲ τῆς κόμης λαμβανομένην
τῷ θελήματι τοῦ θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς . ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς , ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς
8215664 χαμαιδρυν
Ἀρσενικὸν σχιστὸν , πέπερι , πράσιον , κριθῆς ἄλευρον , χαμαίδρυν , ἀμπέλου ῥίζης δέρμα , χαμαιλεύκην , μαστίχην κόστον
σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν
πράσον λειώσας πότισον . [ Πρὸς ἀσπάλακας . ] Λαβὼν χαμαίδρυν καὶ κριθάλευρον καὶ ζυμώσας ταῦτα μέλιτι ἐπίχριε καὶ κατάπλαττε
δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη , Ἐπιτρέπεταί σοι περὶ σεαυτοῦ λέγειν . τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο ,
8213535 κνηκον
, ὅπερ πρὸς ὑποχύσεις καὶ λευκώματα χρησιμεύει . Ἀτρακτυλλὶς ἢ κνῆκον ἄγριον ἄκανθά ἐστιν ἐοικυῖα κνήκῳ , μικροτέρα πολλῷ ,
Ἰωάννης ἐδίδαξεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ . εἶπεν δὲ αὐτοῖς , Ὅταν προσεύχησθε , λέγετε , Πάτερ , ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά
μυγαλῆν ἐν οἴνῳ τετριμμένην πίνοντεϲ ἢ πράϲιον ἢ εὔζωμον ἢ κνῆκον ἥμερον ἢ ϲιϲύμβριον ἢ ἀβρότονον , ἢ τοῖϲ ἄλλοιϲ
ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων . Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ
8211452 ῥητινην
ὑπανειμένην δὲ μᾶλλον . μίσγουσι δ ' ἔνιοι δολίζοντες αὐτὴν ῥητίνην πιτυΐνην καὶ γύριν ἢ φλοιὸν λιβάνου κεκομμένον : ἐλέγξει
οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου . Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν . ὁ δὲ Ἰησοῦς
, κλύζε . Ἄλλος κλυσμός : βούτυρον , λιβανωτὸν , ῥητίνην , μέλιτι τήξας ἐν τῷ αὐτῷ , οἶνόν τε
εἰς πόλεμον οὐχὶ καθίσας πρῶτον βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ὑπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ '
8210148 ὑποθες
τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ κἀκεῖ βάλε αὐτόν , καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ
καθὼς προενήρξατο οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ εἰς ὑμᾶς καὶ τὴν χάριν ταύτην . ἀλλ ' ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε , πίστει
. Εἰς δὲ τὸν λύγγουρον λίθον γλύψον γῦπα , καὶ ὑπόθες ὀλίγον λίβανον καὶ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ φόρει .
λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατίροις , ὅσοι οὐκ ἔχουσιν τὴν διδαχὴν ταύτην , οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ ,
8209779 ἐλατηριον
ῥιϲὶν ἐγχέοντα ἢ αὐτὴν τὴν ῥίζαν ξηρὰν λείαν ἐμφυϲῶντα ἢ ἐλατήριον μετὰ γάλακτοϲ καὶ διαϲτήϲαϲ κλύζε τῷ διὰ κενταυρίου καὶ
ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν ἵνα ἴδῃ αὐτόν , ὅτι ἐκείνης ἤμελλεν διέρχεσθαι . καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον ,
ἐγκλυζόμενον , ϲῶρι καὶ κροκόμαγμα μεθ ' ὑδρομέλιτοϲ : ἢ ἐλατήριον τερμινθίνῃ ἀναλαβὼν κολλούρια ποίει καὶ ἐντίθει , ἢ ϲιλφίου
] πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι . ἔλεγεν δὲ πρὸς αὐτούς , Ὁ
8207514 ἐνσταζε
Πρὸς τὰς ὑπὸ πληγῆς καὶ ῥεύματος φλεγμονὰς βουτύρου προσφάτου διεὶς ἔνσταζε . στέαρ χηνὸς καὶ γάλα γυναικὸς διεὶς ἔνσταζε .
πᾶσαι χωνευθήσονται καὶ γενήσονται ὡσεὶ κονιορτός , καὶ κατακαήσονται πᾶν δένδρον καὶ πᾶν κτῆνος καὶ πᾶν ἑρπετὸν ἕρπον ἐπὶ τῆς
. βρυωνίας , μέλιτος καὶ ἐλλεβόρου λευκοῦ καὶ ῥοδίνου λεάνας ἔνσταζε . [ ιδʹ . Πρὸς ἀλγοῦντα καὶ πυοῤῥοοῦντα .
ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται
8206611 ζεσας
, κρεῖσσον ὠφελήσεις . Τοῦ δὲ φοινικοπτέρου τὸν ἐχῖνον ἐὰν ζέσας δώσῃς λάθρα , κρεῖσσον ποιήσεις . Ἡδονὶς δὲ ἡ
τὰς κοπιώσας ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν , ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν
μείξας ἔκμασσε . β . ὠιὸν ὅμοιον μήλωι γενέσθαι : ζέσας τὸ ὠιὸν χρῖε κρόκωι μείξας μετ ' οἴνου .
Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ , διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου
8206472 ἐπινοεις
οὕτως ἀποθανόντι , οὕτως ζήσαντι ; οὗ Διογένει μετῆν ; ἐπινοεῖς τούτων τινὰ κλάοντα ἢ ἀγανακτοῦντα , ὅτι τὸν δεῖνα
ἔτη . αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη . μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ :
μολύβδῳ , καὶ λιθαργύρου μέλανι τῷ ἡμῶν , ἢ ὡς ἐπινοεῖς : καὶ ὄπτησον , καὶ ἐπίβαλλε ὕλῃ ξανθὸν γενόμενον
ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς ; οἶδά σε τίς εἶ , ὁ ἅγιος τοῦ θεοῦ . καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων
8205959 μισγε
δ , μυρσίνου # α . ξηρὰ λειώσας τὰ μεταλλικὰ μίσγε τῇ κηρωτῇ ψυγείσῃ καὶ ἀναξυσθείσῃ . Λιθαργύρου , ἡδυόσμου
σαββάτῳ : ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ ' οὐ
αἴγειον περιξύσας τὸ αἶσχος , τῶν μὲν ἄλλων ἴσον ἑκάστου μίσγε , ὀριγάνου δὲ καὶ πηγάνου καὶ ψώρας καὶ κικίδος
ἀδελφὸν αὐτοῦ . Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς
8204386 καρδαμωμον
κατασπᾷ καὶ προσκαλεῖται γάλα πτισάνη ἑφθὴ σὺν μαράθῳ ῥοφουμένη , καρδάμωμον μετὰ κράματος πινόμενον , ἄνησσον μετὰ ῥοφήματος ἢ μετ
δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου . Καὶ ὁ λαλῶν μετ ' ἐμοῦ εἶχεν μέτρον κάλαμον χρυσοῦν , ἵνα
τὸν χρῶτα τῶν ἐργαζομένων ἀφελκοῖ . Δηκτικὸν δὲ καὶ τὸ καρδάμωμον μετὰ θερμότητος . Τοῦ δὲ βαλσάμου ὁ μὲν ὀπὸς
οἰκία παρὰ θάλασσαν . ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν αὐτῷ , φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ
8204030 ἀρσενικην
αὖθις . ΕΤΕΡΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ . Λαβὼν σανδαράχη , καλακάνθην , ἀρσενίκην , τεάφην καὶ κιννάβαριν , ταῦτα ἕνωσον ὁμοῦ ,
πέραν . Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους , καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ ' ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ
ἢ καὶ πλείονας , ξηράνας , ἔχε . Εἶτα λαβὼν ἀρσενίκην , λείε καὶ βρέχε ὄξει πάλιν ἡμέρας ζʹ :
καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν , καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ
8203115 λαγωου
δίκην : οἱ λαγοὶ δειλοί εἰσιν : φησὶν οὖν αὐτὸν λαγωοῦ δίκην ὑποπτήξαντα μὴ ἀντιστῆναι τοῖς πολεμοῦσιν αὐτόν . τῷ
: γέγραπται γὰρ ὅτι Ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς . Γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος
περιποιῆϲαι δύναται . πρὸϲ ὑδροφόβαϲ τὸ διὰ πυτίαϲ . πυτίαϲ λαγωοῦ , Λημνίαϲ ϲφραγῖδοϲ , ἀρκευθίδων , γεντιανῆϲ ἀνὰ ⋖
ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην , καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ
8203069 δευσας
σὺ γάρ , ὡς ἔοικεν , οὔτε σωφρονεῖν ἐπαί - δευσας τὸν υἱὸν οὔτε μετρίως ἐρᾶν . ἀλλ ' εἰ
εἰς ἔπαινον τῆς δόξης αὐτοῦ . Διὰ τοῦτο κἀγώ , ἀκούσας τὴν καθ ' ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ κυρίῳ Ἰησοῦ
σὺ γάρ , ὡς ἔοικεν , οὔτε σωφρονεῖν ἐπαί - δευσας τὸν υἱὸν οὔτε μετρίως ἐρᾶν . ἀλλ ' εἰ
βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι . Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τῶν λόγων τούτων ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν , καὶ
8202875 κομμι
δὲ τὸ ὅλον : περὶ δὲ τῷ κλωναρίῳ αὐτῆς εὑρίσκεται κόμμι ὅμοιον μαστίχῃ , μεγέθει κυαμιαίᾳ . Ἔστι δὲ καὶ
ἀνθρώποις . ὁ θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν , ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου : τοῦτον ὁ θεὸς
περϲικῶν τε ὀϲτᾶ ϲὺν κριθῶν ἀφεψήματι ἢ λιβανωτὸν ἢ κοκκυμήλων κόμμι ἢ πτελέαϲ τὸ ἐν τοῖϲ θυλακίοιϲ ὑγρὸν μετὰ χλιαροῦ
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός , [ ὁ ] Ἰησοῦς , ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν . καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν
8201530 λιθαργυρου
λειοῦται . Μαλακτικὴ ἐπισπαστική . Ἐλαίου παλαιοῦ # β , λιθαργύρου λίτρα α , προπόλεως # γ , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος
προσεφώνει αὐτοῖς μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν . καὶ φησίν Ἐγώ εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος , γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας , ἀνατεθραμμένος
τὴν ἰκμάδα ἀποτίθεσο . ἔνιοι δὲ μίαν λίτραν ἁλῶν καὶ λιθαργύρου λίτραν τρίβουσιν ἐν ἡλίῳ μεθ ' ὕδατος συνεχῶς ἀποχέοντες
δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν . ἐδεῖτο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ
8200522 ἀννησον
. Ἢ πευκεδάνου ὁκόσον τρεῖς κυάθους δίδου πιεῖν . Ἢ ἄννησον καὶ μελάνθιον διεὶς οἴνῳ , δίδου πιεῖν . Ἐλατηρίου
ὁ θεός . τὰς ἐντολὰς οἶδας : Μὴ μοιχεύσῃς , Μὴ φονεύσῃς , Μὴ κλέψῃς , Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς , Τίμα
ἑψεῖν ἐν ὕδατι καὶ κλύζειν . Ἢ λίνου καρπὸν , ἄννησον , μελάνθιον , σέσελι , σμύρναν , κασσίης καρπὸν
' αὐτόν . εἶπεν δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος , Μὴ φοβοῦ , Ζαχαρία , διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου
8199724 κομηϲ
ἐπιθύμου # α . ἄλλο . ἀγαρικοῦ ⋖ δ κενταυρίου κόμηϲ Γρʹ δ ναρδοϲτάχυοϲ Γρʹ δ καὶ ϲχίνου ἄνθουϲ Γρʹ
ἐκπορεύεται ; καθαρίζων πάντα τὰ βρώματα . ἔλεγεν δὲ ὅτι Τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον :
. Ἄλλο ὀξύμελι . Ὀξύμελι καθαῖρον πᾶϲαν κακοχυμίαν . Ὑϲϲώπου κόμηϲ # αϲ ὀριγάνου # α γλήχωνοϲ # αϲ πραϲίου
το πῶς ἔκαστον διλῆ . Ἄκουσον , δικαιἐ Ἰωάννη : Τὸ προκήμενον ψάλλει Δάδ προἔρχεται τὸ πνευμά σου τῷ ἀγίῳ
8198557 πρασον
, ἢ σκόροδον χυλώσας ἔνσταξον εἰς τὸ οὖς , ἢ πράσον χυλώσας χλιαρὸν ἢ ἕψημα χλιαρὸν , ἢ πράσου χυλὸν
Ἐφραὶμ λεγομένην πόλιν , κἀκεῖ διέτριβεν μετὰ τῶν μαθητῶν . Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων , καὶ ἀνέβησαν
, ἄσαρον . Σελίνου σπέρμα , πέπερι , σταφυλῖνος , πράσον , κνίκος , βρυωνίας τῶν ῥιζῶν ὁ φλοιός ,
αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ αὐτοὺς ἀποστείλῃ ἔξω τῆς χώρας . Ἦν δὲ ἐκεῖ πρὸς τῷ ὄρει ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη
8197614 ἐλελιϲφακον
κύπερον μύρον ἴρινον χυλὸϲ κυκλαμίνου ἄγχουϲα πεντάφυλλον κύμινον ϲιϲύμβριον ἑλένιον ἐλελίϲφακον ἡλιοτρόπιον λινόζωϲτιϲ κόκκοϲ κνίδιοϲ ϲταφὶϲ ἐκγιγαρτιϲ - μένη τῆλιϲ
σὰρξ ἀσθενής . πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων , Πάτερ μου , εἰ οὐ δύναται τοῦτο παρελθεῖν ἐὰν μὴ
καὶ γυναικεῖον ῥοῦν . Ἀγρίπ - παϲ δέ φηϲιν “ ἐλελίϲφακον τὴν ἱερὰν βοτάνην λέαιναι κυήϲαϲαι τρώγουϲιν . ἐϲτὶ γὰρ
. εἶπεν δὲ αὐτοῖς , Ὅταν προσεύχησθε , λέγετε , Πάτερ , ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου : ἐλθέτω ἡ βασιλεία
8197399 ἠρυγγιον
. Δ . Ἀντὶ δαμασσωνίου , καρπήσιον ἢ καλαμίνθη ἢ ἠρύγγιον . ἀντὶ δαύκου σπέρματος , σίου σπέρμα . ἀντὶ
κυρίου αὐτοῦ οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν . εἰ ταῦτα οἴδατε , μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά . οὐ
καὶ μᾶλλον ὁ καρπὸϲ κύπρινον ἔλαιον δάφνινον δᾴδινον ἔλυμοϲ καταπλαϲϲόμενοϲ ἠρύγγιον ἰϲάτιϲ ἰτέαϲ τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰϲχυρῶϲ καννάβεωϲ ὁ
ἄμεμπτος . [ ἀλλὰ ] ἅτινα ἦν μοι κέρδη , ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν . ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ
8189843 κοψας
Οὐ μὴν ἀλλ ' ἔτι καὶ τῆς πρασίου χλωρᾶς οὔσης κόψας ὁμοῦ κλῶνας πάνυ σφόδρα καὶ λευκῷ ἐν οἴνῳ ἀναλαβών
. καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ἐσμυρνισμένον οἶνον , ὃς δὲ οὐκ ἔλαβεν . καὶ σταυροῦσιν αὐτὸν καὶ διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
νήχυτον ἱδρῶ : καί τε καὶ αὐξηρῶν δονάκων ἀπὸ ῥιζέα κόψας οἴνῃ ἐπεγκεράσαιο , τὰ δή ῥ ' ὑποτέτροφε λίμνη
ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι . ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ ὄξος [ ὁ ] Ἰησοῦς εἶπεν , Τετέλεσται
8189383 χηνος
οἶνον ἢ ἀκόνιτον ἢ δορύκνιον . τὰ δὲ σπλάγχνα τῆς χηνὸς ὀπτὰ ἐσθιόμενα , τὸ μὲν ἧπαρ ὠφελεῖ στομαχικούς ,
ποῦ ὑπάγω : ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω . ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε , ἐγὼ
λιβανωτὸν ἐν ῥάκει λιναίῳ ἀποδέοντα ξηρὸν ἴσον ἑκάστου , ξυμμίσγοντα χηνὸς ἄλειφα , περιχρίοντα τὸ ῥάκος : τοῦτο δὲ προστιθέναι
εἶπεν , Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν ; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ θεῷ εἰ
8188803 κυκλαμινον
. Ἢ χολὴν ταύρου καὶ νίτρον ἐρυθρὸν καὶ νέτωπον καὶ κυκλάμινον , τούτων ὅσον κικίδα , τῆς δὲ κυκλαμίνου πλέονα
ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων , ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν , ἄλλη δὲ σὰρξ πτηνῶν , ἄλλη δὲ ἰχθύων . καὶ
περιπάσσοντα τῆς δάφνης , καὶ ἐκ τῆς πυρίης προστιθέναι τὴν κυκλάμινον : τῇ δὲ ὑστεραίῃ λουσαμένη ὑποθυμιήσθω τοῖσιν ἀρώμασι .
ἀπῆλθεν . ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου . Τῇ δὲ ἐπαύριον
8188430 ἐγχριε
. ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης χυλὸν σὺν μέλιτι ἔγχριε : τὰ δὲ χρονιώτερα ἡ κεδρία λεπτύνει καὶ ὁ
ταύτην τὴν γυναῖκα ; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν , ὕδωρ μοι ἐπὶ πόδας οὐκ ἔδωκας : αὕτη δὲ τοῖς
, καθὰ προείρηται . Ἄλλο . ϲικύου ἀγρίου τῷ χυλῷ ἔγχριε τὰϲ γλαυκοφθάλμουϲ γυναῖκαϲ καὶ μελανοφθάλμουϲ ποιεῖ . Ἄλλο .
πάλιν εἰς τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας , ὅπου ἐποίησεν τὸ ὕδωρ οἶνον . καὶ ἦν τις βασιλικὸς οὗ ὁ υἱὸς
8186846 μιϲυοϲ
πλείοϲιν ἡμέραιϲ μετ ' ὄξουϲ . Χαλκίτεωϲ # α , μίϲυοϲ # β , λεπίδοϲ χαλκοῦ # γ , λιβάνου
γρηγορεῖτε οὖν , οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται , ἢ ὀψὲ ἢ μεσονύκτιον ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ
ποίει ἐπιμήκη . Ἀμμωνιακοῦ θυμιάματοϲ , χαλκάνθου , ἰοῦ , μίϲυοϲ , χαλκίτεωϲ , κόμμεωϲ ἴϲα : ἀναλάμβανε ὄξει .
, ἐὰν μὴ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ μητέρας καὶ τέκνα καὶ
8183003 ἀλητον
καὶ φάκιον πιεῖν , ἀπεμέειν δὲ , καὶ ῥοφέειν διδόναι ἄλητον καὶ ἔτι τὸν οἶνον : τῇ δ ' ὑστεραίῃ
: ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον . ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω : ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου
ὅ τι μέλλω ἐρέειν : εἴ τις κυκεῶνα πίοι ἢ ἄλητον ἑφθὸν ῥοφοίη , ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο , καὶ
πάλιν ὧδε . καὶ ἀπῆλθον καὶ εὗρον πῶλον δεδεμένον πρὸς θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου , καὶ λύουσιν αὐτόν .
8182909 στακτην
ἰσότης : λέγεται γάρ : „ λάβε σεαυτῷ ἡδύσματα , στακτήν , ὄνυχα καὶ χαλβάνην ἡδυσμοῦ καὶ λίβανον διαφανῆ ,
καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης . ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν
φλύαρος . ἡήν . εἰ δέ τις τὴν τῶν φρενῶν στακτήν ἐκνίσθης ; οὐχὶ πρὸς σοῦ , δέσποτα . ὁ
δὲ αὐτῶν παρεκάλουν εἰς τὸ μεταξὺ σάββατον λαληθῆναι αὐτοῖς τὰ ῥήματα ταῦτα . λυθείσης δὲ τῆς συναγωγῆς ἠκολούθησαν πολλοὶ τῶν
8181190 κυπριον
ἐπίβαλε ἐκ τοῦ ξηρίου τούτου δρ . αʹ ἐπὶ χαλκὸν κύπριον κεκαθαρμένον , καὶ ἔχε . Λαβὼν ὑδραργύρον μέρος αʹ
. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου , ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ : οὕτως γράφω . ἡ χάρις
, ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν : εἶτα πυρώσας βάπτε ἢ
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ , ζητοῦντες παρ ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ , πειράζοντες αὐτόν . καὶ ἀναστενάξας

Back