: Κρατῖνος ἐπί τινος ἀκόσμως ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἀναπηδῶντος . ἀρήν : τὸ τοῦ προβάτου ἔγγονον , ὡς λιμήν , | ||
: ἔστιν ἀρά , ἡ εὐχή : ἐκ τούτου γίνεται ἀρήν , τὸ εἰς εὐχὴν ἐπιτήδειον πρόβατον , καὶ κλίνεται |
κατεφαίνετο : περὶ οὗ φησι καὶ Θεόκριτος : Κὤχεθ ' Ὕλας ὁ ξανθὸς ὕδας ἐπιδόρπιον οἴγων . Ζωπύρου τάλαντα : | ||
ζῷον ὁμώνυμον . Μητιόχη καὶ Μενίππη εἰς ἀστέρας κομήτας . Ὕλας εἰς ἠχώ . Ἰφιγένεια εἰς δαίμονα καλούμενον Ὀρσιλόχην . |
, γλαυκώπιδα Κασσάνδραν ἐρασιπλόκαμον Πριάμοιο κόραν φᾶμις ἔχησι βροτῶν . ἆμος ἄυπνος κλυτὸς ὄρθρος ἐγείρησιν ἀηδόνας ὀνομάκλυτον Ὀρφήν δέδοικα μή | ||
δίνησε σάκος μέγα : τοὺς δ ' ἕλεν ὕπνος . ἆμος δὲ στρέφεται μεσονύκτιον ἐς δύσιν Ἄρκτος Ὠρίωνα κατ ' |
γῆρας ὀπάζει . ” ἐπὶ δὲ τοῦ περιεποίησαν ὤπασαν . ὀπάων ἀκολουθῶν . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἕπεσθαι . ἔστι | ||
ο πρὸ τοῦ π ψιλοῦται : ὄπα ὀπώρα ὀπὴ ὀπαδὸς ὀπάων τὸ αὐτό , πλὴν τῶν ἐχόντων ἐπαγόμενον τὸ λ |
: κυνηγὸς , κυνηγῶ : φορτηγὸς , φορτηγῶ : τὸ ἀρήγω οὐχ οὕτως ἔχον , τὴν γραφὴν ἐφύλαξεν , τὸν | ||
ἀρηγών : βοηθός : ἔστιν ὄνομα μετοχικόν : ἀπὸ τοῦ ἀρήγω ῥήματος ὄνομα θηλυκὸν ἡ ἀρηγών καὶ κλίνεται ἀρηγῶνος : |
δ ' ἀνθρώπων πυκινὰς φρένας , οὐδέ τίς ἐστιν οὕτως ἴφθιμος καὶ σοφὸς ὥστε φυγεῖν . Πολλὰ φέρειν εἴωθε λόγος | ||
κλῖνε δ ' ἄρα μάστιγα ποτὶ ζυγόν : οὐδὲ μάτησεν ἴφθιμος Σθένελος , ἀλλ ' ἐσσυμένως λάβ ' ἄεθλον , |
εἰσαΐοντες ἠδ ' αὐτοῖο σέθεν : μετὰ γὰρ τεὸν ἄστυ νέονται . χρειὼ δ ' ἢν ἐθέλῃς ἐξίδμεναι , οὔ | ||
γὰρ δὴν μνηστῆρες ἀπέσσονται μεγάροιο , ἀλλὰ μάλ ' ἦρι νέονται , ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑορτή . ” ὣς ἔφαθ |
, δεύτερος γάρ ἐστιν ἀόριστος . Ἀρήϊος γίνεται ἀπὸ τοῦ ἄρης ἄρεος ἀρέϊος , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η | ||
. * ? Ἀράσσω : τὸ ἀποτέμνω : παρὰ τὸ ἄρης , ὅ ἐστι σίδηρος , κυρίως γὰρ ἀράσσειν τὸ |
βραγχιᾶν : τὸ πάθος , καὶ τὸ τόσον ἔβραχεν Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἀφ ' οὗ βαρεῖαν ἰαχήν , τουτέστι | ||
μὴ κεκορεσμένος : καί νύ κεν ἔνθ ' ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἔστι δὲ τοιοῦτον περὶ τοῦ Ὤτου καὶ |
ἀντὶ τοῦ ἀκολουθοῦσιν . ἐψιόωνται : διὰ λόγου μετριάζουσιν . ἄατος : ἡ ἄγαν βλαπτική : τὸ γὰρ α τὸ | ||
: ἀκηχέμενος καὶ ἀκηχεμένη . ἆτος σημαίνει τὸ ἀκόρεστον : ἄατος καὶ ἆτος : ἔστι δὲ ἄδω τὸ κορεννύω , |
: ὥς ποτε πετραίῃ ὑπὸ δειράδι Παρνησσοῖο Δελφύνην τόξοισι πελώριον ἐξενάριξεν , κοῦρος ἐὼν ἔτι γυμνός , ἔτι πλοκάμοισι γεγηθώς | ||
ἀπ ' ὀδόντων : ἠδ ' ὡς δυσμενέων σπαρτῶν στάχυν ἐξενάριξεν αὐτοφόνῳ παλάμῃ , πῶς δ ' ἀγλαὸν ᾔρατο κῦδος |
, καὶ ἕως τοῦ παρατατικοῦ κλίνεται . . . . ἀλεύω : σημαίνει τὸ ἀποφεύγω , τὸ ἀπὸ ψύχους εἰς | ||
ἀλέξω ἀλεξίκακος . . . . ἀλεός : ὁ ἥρως ἀλεύω , καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ λοχεύω Λοχεός οὕτω καὶ |
ἄγαν ὠγύγιος ἐγγύς . τὸ μέντοι ἁγνός καὶ ἅγιος τοῦ ἅζω ῥήματος τὴν δασεῖαν ἐφύλαξεν . Τὸ Α πρὸ τοῦ | ||
: . . . ἐπὶ δὲ τοῦ σέβομαι δασύνεται : ἅζω . Τὸ Α πρὸ δασέως ψιλοῦται . σεσημείωται τὸ |
δέρμα λαμπρόν ἔννεπεν , ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι : ἔλπετο δ ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον . | ||
Τρώιον οὖδας . Ὃ δ ' οὐκ ἀπέληγε κυδοιμοῦ : ἔλπετο γὰρ Τρώεσσι φάος , Δαναοῖσι δὲ πῆμα ἔσσεσθ ' |
: τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε . Δηΐπυρον δ ' Ἕλενος ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην Θρηϊκίῳ μεγάλῳ , ἀπὸ δὲ | ||
ἔχουσι κατὰ τὴν τελευταίαν συλλαβήν . ἀλλ ' ἐπειδὴ ὡς Ἕλενος καὶ Ἑλένη οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχουσιν , διὰ τοῦτο οὐκ |
ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκεν : ἐν δὲ βίη Φαέθοντος ἀνὰ ῥόον Ἠριδανοῖο βλήμενος ἐκ δίφροιο : καταιθομένης δ ' ἄρα γαίης , | ||
δρύα θάμνος : ὣς ὅ γε δουρὶ δαμεὶς περικάππεσε Πηλείωνι βλήμενος . Ἀμφὶ δέ οἱ κρατερὸς πάις Ἀγχίσαο πολλὰ πονησάμενος |
δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι δεσπόταν λίσσοντο ναῶν , συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετˈρᾶν . δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί , κυλινδέσκοντό | ||
ἀμαιμάκετος , ὁ μακρὸς καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ μαιμάω |
ὕπαρ ἤδη . ” ὣς ἔφατ ' , αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς . τῆς δ ' ἄρα κλαιούσης ὄπα | ||
, φάω φάσω , φαλὸς καὶ φάλιος . φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς . Φάη . οἱ ὀφθαλμοὶ , ὅτι δι |
πίονα τυρόν , ἄλλος ἐσῆγεν ἔσω ταύρους δίχα θηλειάων . Αὐγείης δ ' ἐπὶ πάντας ἰὼν θηεῖτο βοαύλους , ἥντινά | ||
τὸ παλαιὸν οἰκίαις λιθίνων μηδέπω ἐπινοηθέντων . βῆ δὲ καὶ Αὐγείης : οὗτος γόνῳ μὲν ἦν Ἡλίου , ἐπίκλησιν δὲ |
Ἄστρα τε πάντα : καὶ σύ , Ποσείδαον γαιήοχε , κυανοχαῖτα , Φερσεφόνη θ ' ἁγνὴ Δημήτηρ τ ' ἀγλαόκαρπε | ||
νωτιαίαν φλέβα καὶ μηκέτι εἶναι τὸ ἀντέχον νεῦρον . . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . |
ἴδοις περιηγέα τύμβον , τύμβον , ὃν Ἁρμονίης Κάδμοιό τε φῆμις ἐνίσπει : κεῖθι γὰρ εἰς ὀφίων σκολιῶν γένος ἠλλάχθησαν | ||
Γαιζῆται περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Πορφυρέη ὑάκινθε , σὲ μὲν μία φῆμις ἀοιδῶν Ῥοιτείῃς ἀμάθοισι δεδουπότος Αἰακίδαο εἴαρος ἀντέλλειν γεγραμμένα κωκύουσαν |
γὰρ πρὸ ταύτης ᾠδὴ Ἀρκεσιλάῳ γέγραπται νικήσαντι ΛΑʹ Πυθιάδα . Ἔνθ ' ὀλβίοισιν Ἐμμενίδαις ] * Ἔνθα , ἐν τῇ | ||
ἤματι κείνῳ πρηνέες ἐν κονίῃσι παρ ' ἀλλήλοισι τέταντο . Ἔνθ ' αὖ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ Παλλὰς Ἀθήνη δῶκε μένος καὶ |
χροὸς ἆσαι . Τὸν δ ' ὡς οὖν ἐνόης ' Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱὸς Εὐρύπυλος πυκινοῖσι βιαζόμενον βελέεσσι , στῆ ῥα | ||
ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ , τοῖσι δ ' ἐπ ' Εὐρύπυλος Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός , ἂν δὲ Θόας Ἀνδραιμονίδης καὶ δῖος |
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει | ||
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα |
. . . . Ἶλός τ ' Ἀσσάρακός τε καὶ ἀντίθεος Γανυμήδης , ὃς δὴ κάλλιστος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων : | ||
] φοινικοπάραος ? ? φοινικόπρωιρος μιλτοπάραος [ ] θεουδής θεοταρβής ἀντίθεος ἰσόθεος ? ? [ δεισιδαίμων ] [ ! ] |
τὰς πάχνας αὐτάς . Ἡσίοδος . Λιασθείς : τὸ θέμα λιάζω . τοῦτο παρὰ τὸ ἀλῶ τὸ πλανῶ καὶ ἐκκλίνω | ||
τοῦ στερητικοῦ α , ἄκρατος . Ἀλίαστος , παρὰ τὸ λιάζω τὸ ἐκκλίνω . ὁ μέλλων λιάσω : ὄνομα ῥηματικὸν |
αὐχένος ὄπισθεν . . , Ρ , , . Τεῦκρον Τελαμώνιον εὖχος ἀπηύρα : ἡ διπλῆ ὅτι ἐνήλλακται ἡ πτῶσις | ||
Ἰδομενέως πλησίον Αἴαντος , πρὸς τοὺς ὑποτάσσοντας τοῖς Ἀθηναίοις τὸν Τελαμώνιον . . . . . . . , . |
. . Ἀλεξητήριον : . , . Ἀλεύατο : καὶ ἀλεύατο πολὺν ὅμιλον : τὸ ἀλεύατο , ἐφυλάξατο : εἴρηται | ||
γίνεται . . . . , . ἀλεύατο : καὶ ἀλεύατο πολὺν ὅμιλον , τὸ ἀλεύατο ἀντὶ τοῦ ἐφυλάξατο : |
αὐτήν φησιν . Ὅμηρος οἳ Κῦνον τ ' ἐνέμοντ ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε . . Αἰγώνεια : πόλις Μηλιέων | ||
φησιν . Ὅμηρος ” οἳ Κῦνόν τ ' ἐνέμοντ ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε „ . οἱ οἰκοῦντες Κύνιοι καὶ |
: χὢ μὲν ἔλυσε πέδιλον Ἀδώνιδος , οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς | ||
εἰπὼν παλάμῃσι δέπας πολυχανδὲς ἀείρας Μέμνονα προφρονέως στιβαρῷ δείδεκτο κυπέλλῳ χρυσείῳ , τό ῥα δῶκε περίφρων Ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος κλυτὸν ἔργον |
. Ἒ ἔ , Ὦ Διὸς αὐθαίμων , ὦ γλυκὺς Ἀΐδας , εὔνασον , εὔνασόν μ ' ὠκυπέτᾳ μόρῳ τὸν | ||
ἄλλος ἰῶι [ ] μαρμάρωι μυλάκρωι [ ] ! εν Ἀΐδας [ ] αυτοι [ ] ´πον : ἄλαστα δὲ |
. Ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δ ' ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς | ||
, τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀίτας |
οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη | ||
ἄνδρα σαώσαι . . . κείνῳ δ ' οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος , ἀλλά οἱ ἤδη φράσσαντ ' ἀθάνατοι θάνατον καὶ |
ἀνδρὶ παρὰ θνητῶι θητευσέμεν εἰς ἐνιαυτόν , τλῆ δὲ καὶ ὀβριμόθυμος Ἄρης ὑπὸ πατρὸς ἀνάγκης . δέρμα τε θήρειον Βεμβινήταο | ||
γέλασσαν : ὃ δ ' ἐν φρεσὶ πάμπαν ἰάνθη Αἴας ὀβριμόθυμος . Ἄειρε δὲ δοιὰ τάλαντα ἀργύρου αἰγλήεντος ἅ οἱ |
, τέκος , εἰς ἔριν ἔλθῃς , ἀλλ ' ἑτέρους ὄτρυνε μετὰ σφίσι νείκεα βάλλειν . ῥηιδίη δ ' ὁδὸς | ||
ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἕκτορα δὲ φρένα δῖος Ἄρης ὄτρυνε μετελθών . πόθεν δὲ οὕτως ὁ Ἄρης ἐξαίφνης πάρεστι |
εὔποκ ' ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε | ||
ἔμμεναι Εὐρώπειαν . ἣ δ ' ἀπὸ μὲν στρωτῶν λεχέων θόρε δειμαίνουσα , παλλομένη κραδίην : τὸ γὰρ ὡς ὕπαρ |
οἷα πάροιθεν χωομένη Διὶ τίκτεν : ὁ δ ' οὐρανίῳ ἀτάλαντος ἀστέρι Τυνδαρίδης , οὗπερ κάλλισται ἔασιν ἑσπερίην διὰ νύκτα | ||
, τὸν δὲ μετ ' Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος Μηριόνης ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ . τῶν δ ' ἄλλων τίς κεν |
χρησθέν παλαίφατον τέλεσσεν . ἰδοῖσα δ ' ὀξεῖ ' Ἐρινύς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήϊον : λείφθη δὲ Θέρσανδρος | ||
τῶν μακαρίων ἀνδρῶν ἔθνος παραγινομένῳ αὐτῷ προκαθηγεῖτο ἡ Ἀθηνᾶ . ἔπεφνέ τε Γοργόνα : ἡ ἱστορία ἐστὶ τοιαύτη . ὅτε |
Βρυγηίδας ἀγχόθι νήσους . τῶν ἤτοι ἑτέρῃ μὲν ἐν ἱερὸν ἔσκεν ἔδεθλον : ἐν δ ' ἑτέρῃ , πληθὺν πεφυλαγμένοι | ||
κλυτὸς πάις Ἱππολόχοιο παχνώθη κατὰ θυμόν , ἐπεί ῥά οἱ ἔσκεν ἑταῖρος : καί ῥα θοῶς Αἴαντα κατ ' ἀσπίδα |
. τὸ μέλαν . ἀπὸ τοῦ γνόφου καὶ δνόφου . γνόφος δὲ ὁ κενὸς φάους ἀήρ . κατὰ δὲ μετάθεσιν | ||
κυκῶν τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν ἐπῶν , χειμὼν ἄφνω καὶ γνόφος ἐμπεσὼν ὀλίγου δεῖν περιέτρεψεν ἡμῖν τὴν ναῦν : ὅτε |
πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ , παγκρατίου στεφάνωμ ' ἐπάξιον , ἔρνεϊ Τελεσιάδα . τόλμᾳ γὰρ εἰκώς θυμὸν ἐριβˈρεμετᾶν θηρῶν λεόντων | ||
, ὡς ὄντος Τελεσιάδου πατρός . οἱ δὲ ἐν τῷ ἔρνεϊ στίζουσι καὶ ἐπιφέρουσιν οὕτω : Τελεσιάδᾳ τόλμᾳ γὰρ εἰκώς |
ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ | ||
: Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν |
. Διελθόντες δὲ καὶ τούτους εἰς τὸ πεδίον εἰσβάλλομεν τὸ Ἀχερούσιον , εὑρίσκομέν τε αὐτόθι τοὺς ἡμιθέους τε καὶ τὰς | ||
ἑξαμέτροις , οὕτω προλέγον τὴν τελευτήν , Αἰακίδη προφύλαξο μολεῖν Ἀχερούσιον ὕδωρ , Πανδοσίην θ ' , ὅθι τοι θάνατος |
γίνεται καρπνὸς καὶ ἐν ὑπερθέσει κραπνὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι κραιπνός . Φιλόξενος . Ὠρίων . . . , : | ||
ὄντα καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον , |
σὺ μὲν μάλα πάγχυ μέγ ' εὔχεαι , οὕνεκα θυμὸς θαρσαλέος νέου ἀνδρὸς ἐλαφρότερόν τε νόημα : τῶ ῥα καὶ | ||
. αὐτὸς δ ' ὑφ ' ἑὸν σάκος ἕζετο λάθρῃ θαρσαλέος : Κόλχοι δὲ μέγ ' ἴαχον , ὡς ὅτε |
γὰρ εὐρίνοιο κυνὸς τρομέουσιν ὕλαγμα , οὐ συὸς ἀγραύλοιο παρὰ σκοπέλοισι φρύαγμα , οὐδὲ μὲν οὐ ταύρου κρατερὸν μύκημα φέβονται | ||
στενάχων ἐπὶ δάσκιον ἤλυθεν ὕλην : οἶος δ ' ἐν σκοπέλοισι περιπλομένων ἐνιαυτῶν φέρβετ ' ὀρειαύλοισιν ἀποσταδὸν ἐν ξυλόχοισιν , |
οὓς τέκετο Ῥέα Ζεὺς καὶ ἐγώ , τρίτατος δ ' Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων . τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται , ἕκαστος | ||
ὑπο παρνεθιηισιν [ ] περὶ θνητῶν ἀνθρώπων : [ ] Ἀΐδης καὶ Φερσεφόνεια [ ] νον ? : περὶ γὰρ |
, ἐμπίδος * ἀήθεα : ἀσυνήθη κακοήθη μὴ συνήθη * δέγμενος : δεχόμενος λαβών δεδεγμένος , διωκόμενος * ἔνθα : | ||
κατασκευάζων , πᾶσαν εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν αὐτοῖς ἐξέτεινεν . Ἰάσων δέγμενος : οὐχ ὡς πάντας ὑποδεδεγμένου τοῦ Ἰάσονος τοὺς περὶ |
Τεῦκρος δ ' Ἀρετάονα δῖον . Ἀντίλοχος δ ' Ἄβληρον ἐνήρατο δουρὶ φαεινῷ Νεστορίδης , Ἔλατον δὲ ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων | ||
τετραμμένος ἐπὶ στόμα . . . . Μηριόνης δὲ Φέρεκλον ἐνήρατο , τέκτονος υἱόν Ἁρμονίδεω , ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο |
τὴν Σφίγγα διηγεῖται τὰ πολλάκις εἰρημένα : πτεροφόρε : Γᾶς λόχευμα : γέννημα : ἐκ γῆς γὰρ ἀνεδόθη : Γᾶς | ||
κοῦρος ἐστὶ καρπός , κρατερὸς βίου προφήτης , φύσεως ἐὼν λόχευμα , Ἀφροδίσιον χόρευμα . Τί με , παῖδες , |
πέλοιτο . Κούρην δ ' ἐξ ἀχέων ἀδινὸς κατελώφεεν ὕπνος λέκτρῳ ἀνακλινθεῖσαν . ἄφαρ δέ μιν ἠπεροπῆες , οἷά τ | ||
δὲ θύρας θαλάμου πύκα ποιητοῖο , ἕζετο δ ' ἐν λέκτρῳ , μαλακὸν δ ' ἔκδυνε χιτῶνα : καὶ τὸν |
ταῦτα ἐνταῦθα . . . . . Ἡφαίστου δ ' ἵκανε δόμον Θέτις ἀργυρόπεζα : ὅτι ἐν Ὀλύμπῳ τὸ χαλκεῖον | ||
ἵκωνται : ὣς ἀπ ' Ἀχιλλῆος κεφαλῆς σέλας αἰθέρ ' ἵκανε : στῆ δ ' ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος |
ποτήρια ] [ ] κἀλέφαις . ὢς εἶπ ' : ὀτραλέως δ ' ἀνόρουσε πάτηρ [ ] ? φίλος : | ||
, ὀτρὴς ὀτρέως , καὶ προσελθόντος τοῦ αλ μορίου , ὀτραλέως . Οἶσα . οἴω τὸ κομίζω , οἴσω : |
εὖτε λέοντος ἀγρόται ἐν ξυλόχοισι τεθηπότες , ὅν τε βάλῃσι θηρητήρ , ὃ δ ' ἄρ ' οὔ τι πεπαρμένος | ||
αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις , εὔσκοπε , θηρητήρ , Ἠχοῦς φίλε , σύγχορε νυμφῶν , παντοφυής , |
ἀγέεσσι ἀγ κεράτεσσιν ἄθεστος Ἐρινύς αἰνήθεστος ἀνώμαλα δάσσειν † ἀπνίγμον κνώδοντος θυσίαι ἀποβώμιοι ἀραχνοϋφεῖς αὐτοδακὴς μῆνις ἀφ ' οὗ † | ||
δράσω ; πῶς ς ' ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ ' αἰόλου κνώδοντος , ὦ τάλας , ὑφ ' οὗ φονέως ἄρ |
ἐς μέσον ἡρώων τὸν ὑπέρτατον . Οἳ δ ' ὁρόωντες θάμβεον ὄβριμον ἄνδρα καὶ ἄλκιμον , οὐδέ τις ἔτλη ἄντα | ||
αὐτῷ τ ' Αἰσονίδῃ τεκμαίρετο : σῖγα δ ' ἑταῖροι θάμβεον , εὖτ ' ἐνόησαν ὃ δὴ καὶ ἐτήτυμον ἦεν |
ἰόντε κυδοίμεον , ὡς ὅτε κάπρω ἐν κυσὶ θηρευτῇσι μέγα φρονέοντε πέσητον : ὣς ὄλεκον Τρῶας πάλιν ὀρμένω : αὐτὰρ | ||
Θήβῃ ἐν ἑπταπύλῳ διδυμάονε γείνατο παῖδε , οὐκέθ ' ὁμὰ φρονέοντε : κασιγνήτω γε μὲν ἤστην : τὸν μὲν χειρότερον |
ἑκαστέρω ὁρμηθεῖσαν χήτεϊ κηδεμόνων ὀνοτὴν καὶ ἀεικέα θείης . ” Ἴσκεν ἀκηχεμένη : μέγα δὲ φρένες Αἰσονίδαο γήθεον . αἶψα | ||
μύθους ἡμετέρους , μηδ ' ἔκτοθι μίμνε πόληος . ” Ἴσκεν , ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος οἷον ἐτύχθη ἀνδράσιν : αὐτὰρ |
α [ τὴν δ ] ' ! Ἠλέκτωρ ? ? θέτ ' ἄκοιτιν ? ? η [ ] κρατερός τε | ||
φίλος υἱός , εἵματα ἑσσάμενος , περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ ' ὤμῳ , ποσσὶ δ ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο |
μακρῷ λαιμόν , ὃ δ ' ἀλγινόεντος ἀνὰ κροτάφοιο θέμεθλα χερμαδίῳ στονόεντι μάλα κρατερῆς ἀπὸ χειρὸς βλήμενος ἐκπνείεσκε , μέλας | ||
ἔπι πρυμνῇσιν Ἀχαιῶν οὓς ἑτάρους ὀλέκοντα βοὴν ἀγαθὸς βάλεν Αἴας χερμαδίῳ πρὸς στῆθος , ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς ; καὶ |
. [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ : ] ἔστη δ ' ἐν προθύροισι , | ||
πελάσῃ μεμογηότι θυμῷ , στῆ ῥα μέγ ' ἀφριόων , τετιημένος : ὡς δέ τις ἵππος ἱδρῶτ ' ἐξανύσας καματώδεα |
. ψυχρὴ γάρ τ ' ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος , ἠῷος δ ' ἐπὶ γαῖαν ἀπ ' οὐρανοῦ ἀστερόεντος ἀὴρ | ||
βοάασκεν ἀυτῇ . Αὐτίκα δ ' ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ ἠῷος , πνοιαὶ δὲ κατήλυθον : ὦκα δὲ Τῖφυς ἐσβαίνειν |
: λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα , ἐπεὶ χηλόπους ἐστί . λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτός : ταὐτὸν δ | ||
, ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης τὸ αὐτό . |
. Ἴασος δὲ τὸ Ἄργος καὶ Ἰάσιοι οἱ κατοικοῦντες . Ἰάων καὶ Ἰήων . καὶ ῥῆμα ἰαονίζω , ἀφ ' | ||
πόλεως γέννας πενθητῆρος . κλάγξω κλάγξω δὲ γόον ἀρίδακρυν . Ἰάων γὰρ ἀπηύρα , Ἰάων ναύφαρκτος Ἄρης ἑτεραλκὴς νυχίαν πλάκα |
: σὺ δ ' ὄρνυ ' ἐς βαρύβρομον πέλαγος : Κρονίδας [ ] δέ τοι πατὴρ ἄναξ τελεῖ Ποσειδὰν ὑπέρτατον | ||
μεγαινήτους [ ] λιπών . [ Τῶν ] ἕνα οἱ Κρονίδας [ ] ὑψίζυγος Ἰσθμιόνικον [ ] θῆκεν ἀντ ' |
ἔξοχος ἵσταται ἄγρη . Ἄλλους δ ' ἀγρευτῆρσιν ὑπήγαγε ληΐδα θήρης ὑγρὸς ἔρως : ὀλοῶν δὲ γάμων , ὀλοῆς τ | ||
ἀσπαλιεὺς δεδοκημένος ἰχθύσιν αὐτοῖς , πείρας ἀγκίστρῳ , μενοεικέα ληΐδα θήρης , ῥηϊδίως ἐρύσει περὶ γαστέρα μαιμώοντας . Φώκῃ δ |
' Ἀλκμήνην ἴδον , Ἀμφιτρύωνος ἄκοιτιν , ἥ ῥ ' Ἡρακλῆα θρασυμέμνονα θυμολέοντα γείνατ ' ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μεγάλοιο μιγεῖσα | ||
Σεμέλης οὐδ ' Ἀλκμήνης ἐνὶ Θήβῃ , ἥ ῥ ' Ἡρακλῆα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα : ἣ δὲ Διώνυσον Σεμέλη τέκε |
Μέδουσαν εἶναι τὴν Πολύβου γυναῖκα , θυγατέρα δὲ Ὀρσιλόχου τοῦ ἀδελφειοῦ . . . . . . Πολυφήτην δὲ τὸν | ||
ἐς Αἰήταο πατρὸς , τίσειε δ ' ἀμοιβάς σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ἀδελφειοῦ κταμένοιο . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κοίλου λιμένας μυχῷ |
μεγάλῳ . ἀπὸ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπ ' ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου . δριμὺ δ ' Ἄρη ' ἄχος | ||
τ ' ὀιστῶν τερπομένους : στῆ δ ' ἆσσον , ὀρεξαμένη χερὸς ἄκρης , Αἰακίδεω Πηλῆος , ὁ γάρ ῥά |
' ἀγορεῦσαι : πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ λάινον . Ἀργεῖοι δὲ , καὶ ἀχνύμενοί περ , ἀνάγκῃ | ||
ἵκηται , πήγνυται ἀμφὶ ῥέεθρα , πέλει δ ' ἄρα λάινον οὖδας . Ἀλκαίῳ δ ' ἐπόρουσε Μέγης Φυλήιος υἱός |
πλώω σώω , χωρὶς τοῦ κολῳῶ , ὅπερ ἀπὸ τοῦ κολῳός γέγονε , καὶ ἔχει τὸ Ι προσγεγραμμένον . Τὰ | ||
. ἐν δέ σφιν κρατερὸν νεῖκος πέσεν , ἐν δὲ κολῳός ἄσπετος , εἰ τὸν ἄριστον ἀποπρολιπόντες ἔβησαν σφωιτέρων ἑτάρων |
μετιοῦσαν ἔδρακεν ἐξότε πρῶτα λίπεν θάλαμόν τε καὶ εὐνήν , χωσαμένη Ἀχιλῆος ἀγαυοῦ νηπιάχοντος . ἡ μὲν γὰρ βροτέας αἰεὶ | ||
Γ : μή μ ' ἔρεθε , σχετλίη , μὴ χωσαμένη σε μεθείω , . . . σὺ δέ κεν |
ἰσοδυναμῶν τῇ μήνιδι . . ἡ διπλῆ ὅτι τινὲς γράφουσιν αἴν ' ἀρετῆς , καὶ ἐκφέρουσι κατὰ τὸ περισπώμενον , | ||
ἑλκομένων ὑπὸ ληΐδα δουρὸς ἀνάγκῃ : ὣς ἥ γ ' αἴν ' ἀχέουσα δαϊζομένῳ περὶ παιδί , ὥστ ' αὐτὴ |
οἶκον δὲ νέεσθαι : Μαίον ' ἄρα προέηκε θεῶν τεράεσσι πιθήσας . τοῖος ἔην Τυδεὺς Αἰτώλιος : ἀλλὰ τὸν υἱὸν | ||
ἡμῖν ἱκάνει . ” πίσυρας τέσσαρας . πίσυνοι πεποιθότες . πιθήσας πιστεύσας . πίνακας τὰ θραύματα τῆς νεώς . πινυτήν |
Εὔρυτος οὐδ ' ἐπὶ γῆρας ἵκετ ' ἐνὶ μεγάροισι : χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων ἔκτανεν , οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι . | ||
' οὐ πάντες ἀκούσαμεν , οἷον ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ |
τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή : ὣς ἐπὶ Κεβριόνῃ Πατρόκλεες ἆλσο μεμαώς . Ἕκτωρ δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀφ ' | ||
' ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην , τὸν κτάμεναι μεμαώς , ὅς τις τοῦ γ ' ἄντιος ἔλθοι , |
εὐχωλὴ τῶν ὀλλύντων . . . . ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε πόνος τε . φόβος : ἡ διπλῆ | ||
ἀθρήσειε καὶ εὐχετόῳτ ' ἐπέεσσι . Σαρπήδοντι δ ' ἄχος γένετο Γλαύκου ἀπιόντος αὐτίκ ' ἐπεί τ ' ἐνόησεν : |
οὕτως ἀΐδαο μακρὴν ὁδὸν εἰ πρὶν ὁ ποσσὶν ἀλλοτρίοις βαδίσας ἔδραμε νυκτὶ μιῇ . Γεγόνασι δὲ Λύκωνες καὶ ἄλλοι : | ||
τὸ ἔλαττον . καὶ ὁ μὲν ταῦτα συντελέσας ὁ Μάξιμος ἔδραμε παρὰ τὴν Σωσιπάτραν , καὶ παραφυλάττειν ἠξίου μάλα ἀκριβῶς |
τοῦ ἄτη ἡ βλάβη , ἀτηρὸν καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἀταρτηρόν . δυσαντέα : κακοσυνάντητα , δυσαπάντητα , τὰ δυσμενῆ | ||
μάρναται ἐκ θυμοῖο καὶ οὐκ ἐμπάζεται ἀνδρῶν ἐνθεμένη φρεσὶ θάρσος ἀταρτηρόν τε νόημα . Ἡμῖν δ ' ἄλλοθεν ἄλλα παραὶ |
ἀσπαίροντες : πηδῶντες , ψυχοῤῥαγοῦντες , κινούμενοι , ταραττόμενοι . Μόρον : θάνατον . ἠμείψαντο : ἀντήλλαξαν . πολυκμήτων : | ||
ἡμᾶς ἔρχεται καί φησιν , ὅτι ἡ Νὺξ ἐγέννησε τὸν Μόρον , τὴν Κῆρα , τὸν Θάνατον . ἐπεὶ γὰρ |
χόλον , οὐδ ' ἀναδῦναι ἐλδομένη τέτληκεν : ἐφερπύζουσα δὲ λάθρῃ αὖτις ὑποτρέπεται , κραδίῃ δέ οἱ ἄλλοτε θάρσος , | ||
ἀγκοίνῃσι μιγεῖσα Τηλέφου , ὅν ῥα καὶ αὐτὸν ἀταρβέι Ἡρακλῆι λάθρῃ ἑοῖο τοκῆος ἐυπλόκαμος τέκεν Αὔγη , καί μιν τυτθὸν |
μὲν τὸν θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα ἀμφ ' αὐτῷ χυμένη λίγα κωκύει : οἱ δέ τ ' ὄπισθε κόπτοντες δούρεσσι | ||
μὲν ζέφυρον λέγειν τὸν ὑφ ' ἡμῶν καλούμενον ἀργέστην , λίγα δὲ πνέοντα ζέφυρον τὸν ὑφ ' ἡμῶν ζέφυρον , |
' εἴην ἢ ἔνθα , μενοινήῃσί τε πολλά , ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη : ἵκετο δ ' αἰπὺν | ||
ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἀίξῃ νόος ἀνέρος ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη . ἡ διπλῆ ὅτι τὸ |
τὸ λεύσσω τὸ βλέπω , ὁ διαφανὴς καὶ λαμπρός . Λευκοθέα : ἡ Ἰνώ . ὅτι ἐμμανὴς γενομένη διὰ τοῦ | ||
λέγω . μετὰ δὲ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ Ποσειδῶν καὶ Λευκοθέα καὶ ἐπὶ δελφῖνός ἐστιν ὁ Παλαίμων . λουτρὰ δὲ |
σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρων , καὶ ἓ καθαψαμένη γούνων ἀτέλεστα κομίσσαι πείσει : ὁ δὲ Ζῆνα Ξείνιον αἰδόμενος σπονδάς τ | ||
' ἠπεροπῆα Πάριν Ποιάντιος ἥρως , κεκλομένου Δαναοῖς Ἑλένου Τροίηνδε κομίσσαι λοιγὸν ἀδελφειοῖο μιαιφόνον ἐκ Λήμνοιο . τῷ γὰρ Ἀπόλλων |
: διὰ τὴν αὐτὴν χρείαν καὶ ἐπιθυμίαν . ὡς δὲ ἄφαντος ἔπελες : ὡς δὲ ἀφανὴς ἐγένου , καὶ οἱ | ||
ἠφανίσθη ὁ θεός , μετὰ δὲ ταῦτα καὶ ἡ Ἀριάδνη ἄφαντος ἐγενήθη . μυθολογοῦσι δὲ Νάξιοι περὶ τοῦ θεοῦ τούτου |
ἀκούσας , βῆ δ ' ἰέναι κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων παπταίνων ἥρωα Μαχάονα : τὸν δὲ νόησεν ἑσταότ ' : | ||
ῥεέθροις . ἄγχι δὲ ναιομένην ὑπὸ δάσκιον οὔρεος ὕλην γείτονα παπταίνων ἐρατὴν θηεῖτο Θεράπνην . οὔπω κεῖθεν ἔην δολιχὸς πλόος |
ὁ Τρωός . Ἡ κυνός γενικὴ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τῆς κύν εὐθείας , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς κύων κύονος κατὰ | ||
ἕρπωμες . Φρυγία , τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα , τὰν κύν ' ἔσω κάλεσον , τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον . ὦ |
Κύκλωπος ὕστερον : ὣς γάρ που στυγερῇ ἐπιήνδανε Μοίρῃ . Εὐρύπυλος δ ' ἑτέρωθεν ἐπῴχετο : τοῦ δ ' ὑπὸ | ||
ὁποτέρῳ αὐτῶν ἡ νίκη : ἰδοὺ γὰρ καὶ καθῄρηται ὁ Εὐρύπυλος κατὰ τῆς μασχάλης ὤσαντος αὐτῷ καιρίαν τοῦ Πύρρου καὶ |
τῶν τριχῶν . * ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδιλα βοὸς ἶφι κταμένοιο : ἐκ βοείων δερμάτων εἶναι κελεύει τὰ ὑποδήματα καὶ | ||
ἔργα μετοιχόμενον , καί περ μέγα τειρόμενον κῆρ ἀμφὶ πατρὸς κταμένοιο : τὸ γὰρ προπάροιθε πέπυστο . Αἶψα δέ οἱ |
εἰς δόμους νέκυν ; πόσις πόσις μοι πλησίον γαμηλίους μολπὰς ἀϋτεῖ παρθένοις ἡγούμενος . οὐ θᾶσσον ; οὐ σταλαγμὸν ἐξομόρξετε | ||
ἐάγησαν ἡμετέρης βιοτῆς [ , αὖον ] δέ μοι οἶκος ἀϋτεῖ . Ἄλλοτε γὰρ ἄλλοις ὄλβου λάχος ἀνθρώποισιν : οἵη |
: ἱστία δ ' αἶψ ' ἐτάνυσσαν ὑπ ' ἀμφοτέροισι πόδεσσι , νῆα κατιθύνοντες ἐύζυγον . Ἣ δ ' ὑπ | ||
τινες καὶ τὸ παρὰ τῷ ποιητῇ “ κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσι ” τὴν πολλὴν κίνησιν τῶν ποδῶν σημαίνειν , οἷον |
βωμὸν μόνον , ἐκ δὲ τῶν ἀριστερῶν οὐδαμῶς . ἰσόρροπος πέλοιτό μοι : οὐδὲ ἐκεῖνος ἴσος ἐμοὶ γένοιτο , ὃν | ||
βωμὸν μόνον , ἐκ δὲ τῶν ἀριστερῶν οὐδαμῶς . ἰσόρροπος πέλοιτό μοι : οὐδὲ ἐκεῖνος ἴσος ἐμοὶ γένοιτο , ὃν |
μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] , | ||
. . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει , |
κόγχῳ Ἑλλήνων ἡ πᾶς ' ἀπερισσοτρύφητος ὀϊζύς . ἠὲ βαρὺν βουπλῆγα τομώτερον ἢ Λυκόοργος , ὅς ῥα Διωνύσου ἀρρυθμοπότας ἐπέκοπτεν | ||
καὶ ἠνέσχετο ὁ Ζεύς . λαβὼν οὖν ὁ Ἥφαιστος τὸν βουπλῆγα , τέμνει τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός . καὶ ἐξέρχεται |
ἀνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτωσι : σὺ δ ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος ὅ τ ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας . Ὣς | ||
δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ . ” ὣς φάτο χωόμενος , ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , δάκρυ ' |
: Πηλέα τ ' Αἰακίδην , Αἰγίνης ἀγλαὸν υἱόν ὃς Δολόπεσσιν ἄνασσεν ἐνὶ Φθίῃ ἐριβώλῳ . Τρισσὴν δ ' Ἑρμείαο | ||
οἱ Φθιῶται : ἔναιον γάρ , φησίν , ἐσχατιὴν Φθίης Δολόπεσσιν ἀνάσσων , δόντος τοῦ Πηλέως . γειτνιᾷ δὲ τῇ |
ὅγε στήλην Ἀφαρηίου ἐξανέχουσαν τύμβου ἀναρρήξας ταχέως Μεσσήνιος Ἴδας μέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν σφετέροιο φονῆα : ἀλλὰ Ζεὺς ἐπάμυνε , χερῶν | ||
Ὄρσό μοι , ὦ Θρασύμηδες ἀγακλεές , ὄφρα φονῆα σεῖο κασιγνήτοιο καὶ υἱέος ἡμετέροιο νεκροῦ ἑκὰς σεύωμεν ἀεικέος ἠὲ καὶ |
εἴη . Αὐτὰρ ὃ βῆ παρὰ θῖνα θαλάσσης δῖος Ἀχιλλεὺς σμερδαλέα ἰάχων , ὦρσεν δ ' ἥρωας Ἀχαιούς . καί | ||
κυρίως τὸ τῇ ὄψει καταπληκτικὸν , λέγεται δὲ καὶ βοὴ σμερδαλέα καὶ δοῦπος καὶ ἄλλα τοιαῦτα . μέρδω τὸ ἀφανίζω |
Ἴλιον ἠνεμόεσσαν : πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν ἔγχεϊ Ἰδομενῆος ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο . εἴσατο γὰρ νηῶν ἐπ ' ἀριστερά | ||
Ἀγαμέμνων , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης , θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος . τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς : |
καὶ χεῖρες ἕπονται . ” ὣς δ ' αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε . ὣς | ||
κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ . Πουλυδάμας δ ' ἔκπαγλον ἐπεύξατο μακρὸν ἀΰσας : οὐ μὰν αὖτ ' ὀΐω μεγαθύμου |