| ποτθέμειν λῇ τις ἕτερον μᾶκος ἢ τοῦ πρόσθ ' ἐόντος ἀποταμεῖν , ἔτι χ ' ὑπάρχοι κῆνο τὸ μέτρον ; | ||
| στεφάνῃ τὸν κυβερνήτην , ὅτι δὲ Περσέων πολλοὺς ἀπώλεσε , ἀποταμεῖν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ . Οὗτος δὲ ἄλλος λόγος λέγεται |
| . } οὐδὲ μὰν οὐδ ' αἰ ποτὶ μέτρον παχυαῖον ποτθέμειν λῆι τις ἕτερον μᾶκος ἢ τοῦ πρόσθ ' ἐόντος | ||
| ἀριθμόν τις περισσόν , αἰ δὲ λῆις , πὸτ ἄρτιον ποτθέμειν λῆι ψᾶφον ἢ καὶ τᾶν ὑπαρχουσᾶν λαβεῖν , ἦ |
| δ ' ἐγγὺς [ ] ἀκούειν φθεγγομένου , καὶ ἔμελλεν ἀκούεμεν ? [ ] : ἦλθε [ γὰρ αὐτός ] | ||
| δ ' ἐγγὺς [ ] ἀκούειν φθεγγομένου , καὶ ἔμελλεν ἀκούεμεν ? [ ] : ἦλθε [ γὰρ αὐτός ] |
| μεγάλῃ καὶ ἐπιμήκει ἀπὸ τοῦ α ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ μᾶκος , ὃ δηλοῖ τὸ μῆκος δωρικῶς , ὅθεν καὶ | ||
| οἱ ταῦτα πράξαντες . διαλογίζεσθαι δὲ καλόν , ὅσον χρόνου μᾶκος ἐκμεμετρήκαμεν ἀπορρυπτόμενοι σπίλως τὼς ἐν τοῖς στάθεσσιν ἁμῶν ἐγκεκολαμμένως |
| ἐρωτήσαντος , ἐφ ' ὅτῳ γελᾷ , ἐκεῖνος ἔφη , Γελοῖόν μοι εἶναι ἔδοξεν , εἰ σὺ ἀπὸ τοῦ πώγωνος | ||
| αὐτοῦ διαλέγεσθαι οὐδὲ πείθειν τὸν παντελῶς μηδὲν εἰδότα . ρκηʹ Γελοῖόν γ ' ἂν Γελοῖον , φησὶ , τὸ σκέμμα |
| ἄλοχον . ἔστιν εὐπορῆσαι καὶ ἄλλων γρίφων : ἐν Φανερᾷ γενόμαν , πάτραν δέ μου ἁλμυρὸν ὕδωρ ἀμφὶς ἔχει : | ||
| ποίην δ ' ἦλθες ἐς ἡλικίην ; ἑπταέτις τρὶς ἑνὸς γενόμαν ἔτι . ἦ ῥά γ ' ἄτεκνος ; οὔκ |
| τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ | ||
| , ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν |
| Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν | ||
| δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ |
| ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . | ||
| , ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων |
| ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς | ||
| ' ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα , ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι |
| λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας | ||
| πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας |
| κέλευε Δωρι ? ? [ ἀγένειον εἶ παιδάριον [ ὁ Ζεὺϲ ἀπολέϲαι κα [ πέπρακα . Δωρί , χαῖρε [ | ||
| ! ! ! ! ! ] υϲμα ? [ ὁ Ζεὺϲ ] ὁ ϲωτὴρ α ? ! [ ἐμὲ ] |
| μακρηγορεῖν . ἴστε γάρ με καὶ οἷς ἐκεῖνος ἔπρατ - τεν οὐκ ἀρεσκόμενον , καὶ προκινδυνεύσαντα ὑμῶν ἐν οἷς πολλάκις | ||
| τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ] τεν τοῖς λόγοις [ ] κωλυουσ ? [ . . |
| ἀπερρηγμέναι , ἀπεσπασμέναι ἀπ ' ἀλλήλων . ἀπὸ τοῦ ῥήσσω ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ ῥώξ | ||
| . ῥηματικὸν ὄνομα ἴνις . καὶ θέω θίνη , ῥήσσω ῥήξω ῥηγμίν . αἱ δὲ ἶνες , τῷ εἶναι καὶ |
| τὸ δὲ δεύτερον παρῆκεν ὡς διὰ τῶν ἄκρων εἰσφερόμενον . Μηδὲ κατὰ τοῦ Α ἕτερον . πάλιν τὸ πρῶτον σχῆμα | ||
| Ὅλῳ καὶ παντί , ἔφη , διαφέρει τὸ φείδεσθαι . Μηδὲ Ἕλληνα ἄρα δοῦλον ἐκτῆσθαι μήτε αὐτούς , τοῖς τε |
| . Κυδαθηναιεύϲ : Ὑπ . ἐν τῷ ὑπὲρ τοῦ Ἱππέως κλ . . Τριακάϲ : τοῖς τετελευτηκόσιν ἤγετο ἡ τριακοστὴ | ||
| τὰς ἐν τῷ γδ μονάδας . ἐμέτρει δὲ καὶ τὸν κλ κατὰ τὰς ἐν ἑαυτῷ μονάδας : ὅλον ἄρα τὸν |
| ταῦτα . καὶ αἴ τινα ἄνδρα ἀλαθῆ οἶδε , καὶ ψεύσταν τὸν αὐτόν . ἐκ δὲ τῶ λόγω λέγοντι ταῦτα | ||
| μὲν τῶ πράγματος ἀλαθῆ τὸν λόγον λέγοντι , ἀγενήτω δὲ ψεύσταν . οὔκων διαφέρει αὐτῶν τὤνυμα , ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα |
| . . . ξη ∠ ʹ να γʹ . Ῥομβίτου Μικροῦ ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . . . . | ||
| ἀρετὴν ἱερέως καὶ τεμένους εὐπρέπειαν , ἑκατέρῳ δικαίως μερίζεται . Μικροῦ μὲν ἀπεῖπον πρὸς τὴν ὀξύτητά σου τῶν ἔργων ἀθρόως |
| μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] , | ||
| . . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει , |
| κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ . | ||
| . Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων |
| ν . . . ἀσυλλογιστ ? ? [ εἰ δὴ μολ [ βάψας ? [ λαβὼν ? ? [ [ | ||
| ? δ ' ὕμνον ? ? ἀμφὶ ? τὸν δόντα μολ - πάσειν ? ? [ ! ] ολω ? |
| τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο | ||
| νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα |
| Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα | ||
| βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον |
| τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν : ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς . νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται | ||
| μέγα φέρτατ ' Ἀχαιῶν μὴ νεμέσα : τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς . οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες , ὅσοι |
| . πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν | ||
| οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής |
| μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον , ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε . τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ | ||
| ' εἴ τι βούλει τῶν λελειμένων φαγεῖν , ἔπειγ ' ἔπειγε , μή ποθ ' ὡς λύκος χανὼν καὶ τῶνδ |
| : ἐὰν δράμω : δραμεῖν γὰρ καὶ δράμοιμι , ἐὰν φύγω φυγεῖν καὶ φύγοιμι . Τὰ δεύτερα καὶ τρίτα τῶν | ||
| , ὡς ἐπεμβάληι . οἴμοι , κτενεῖ με : ποῖ φύγω ; παρῆν δ ' ὁρᾶν οὐ ταῦτα μορφῆς σχήματ |
| καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ , | ||
| τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ |
| : ἐνταῦθα δὲ ἴσως τὸ ἐπίπονον . ἦ ῥα θεοὺς ὀλοῇσιν : ἆρα εἰς τοὺς θεοὺς ἠσέβησας καὶ ἥμαρτες κακοτροπίᾳ | ||
| καὶ θεός . Οἳ δέ οἱ υἷας ὑποτρομέοντας ὄλεθρον ἀμφοτέρους ὀλοῇσιν ἀνηρείψαντο γένυσσι πατρὶ φίλῳ ὀρέγοντας ἑὰς χέρας : οὐδ |
| οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ | ||
| τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ |
| εἶναι . Νῦν δ ' ἴομεν ποτὶ κοῖτον , ἐπεὶ χατέοντι μάχεσθαι βέλτερον ὑπνώειν ἢ ἐπὶ πλέον εἰλαπινάζειν . Ὣς | ||
| τοῖσδ ' ἐπέεσσιν : “ Οὐκ ἂν δὴ ξείνῳ τλαίης χατέοντι καὶ αὐτῷ ἢ δόλον ἤ τινα μῆτιν ἐπιφράσσασθαι ἀέθλου |
| ἀλλ ' ᾧτινι μὴ λιπότεκˈνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ , ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν : τὸ γὰρ πρὶν | ||
| Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτˈρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ ' |
| τὰ τέκνα . Κακοπραγμονεῖν γὰρ οὐ πρέπει τὸν ἐλεύθερον . Κόλαζε κρίνων , ἀλλὰ μὴ θυμούμενος . Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν | ||
| ὁμολογοῦντα σωφρονεῖν πλεονάκις ἢ ὀλιγάκις ἁμαρτάνειν λέγοντα πλημμελεῖν πολλάκις . Κόλαζε τὰ πάθη , ἵνα μὴ ὑπ ' αὐτῶν τιμωρῇ |
| ἡ διὰ λόγων βοήθεια οὐδὲν λυσιτελεῖ . ἔχων τις κύνα Μελιταῖον καὶ ὄνον διετέλει τῷ κυνὶ προσπαίζων : καὶ δὴ | ||
| δὲ ἡμῶν διαλεγομένων κατάρατόν τι κυνίδιον ὑπὸ τῇ κλίνῃ ὂν Μελιταῖον ὑλάκτησεν , ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸς τὴν ὑλακήν . |
| δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ ῥεῖ ' ἔγνως , | ||
| σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε . Τὸν δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ἤδη νῦν Ἕκτορ μεγάλ ' εὔχεο |
| Ἄσιον ἀμφὶ ἄνακτα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην Ἀσιάδην τ ' Ἀδάμαντα Θόωνά τε Οἰνόμαόν τε . ἡ διπλῆ ὅτι οὕτως | ||
| κυουσῶν γαλήνη ἐπὶ ἡμέρας ἑπτὰ γίνεται ἐν τῇ θαλάσσῃ . Ἀδάμαντα λύει αἷμα τράγου θερμόν . Αἰλούρου τὸ κρανίον ἐὰν |
| μερμήριξε δ ' ἀρηΐφιλος Μενέλαος , ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποκρίναιτο νοήσας . τὸν δ ' Ἑλένη τανύπεπλος ὑποφθαμένη φάτο | ||
| , μιμνέτω ἔκτοθεν ἵππου ἀρήιον ἐνθέμενος κῆρ , ὅς τις ὑποκρίναιτο βίην ὑπέροπλον Ἀχαιῶν ῥέξαι ὑπὲρ νόστοιο λιλαιομένων ὑπαλύξαι , |
| , τῇ μήλῃ τῇ ἐντετμημένῃ περιτείνας τὸν βρόχον περὶ τὸν πώλυπον , ἐπὴν περικέηται , διείρειν τὴν ῥάβδον ἐς τὸ | ||
| [ . . . πῖνε πῖν ' ἐπὶ συμφοραῖς . πώλυπον διζήμενος . χαίρετ ' ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων . κονία |
| . . . . τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐυσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν . ἄλλου δ | ||
| ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη . τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν : ἄλλου δ |
| εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον | ||
| βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος |
| αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως αἴσιμα παρειπών , ὃ δ ' ἐπείθετο : τοῦ μὲν ἔπειτα | ||
| ' οἶδ ' εἴ κέν οἱ σὺν δαίμονι θυμὸν ὀρίναις παρειπών ; ἀγαθὴ δὲ παραίφασίς ἐστιν ἑταίρου . εἰ δέ |
| κάρα , φίλους νομίζους ' οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν , δέξηι δὲ δῶρα καὶ παραιτήσηι πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ | ||
| κρατεῖ : ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ ' , εἰ δέξηι , λέγειν . ἔθρεψά ς ' εὔνους τ ' |
| Ὀδυσσεῦ . οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήϊος ἀνὴρ τόξῳ ὀϊστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο . ἔνθα δ ' ἐνὶ Σκύλλη | ||
| τόξον οἶδα ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι : πρῶτός κ ' ἄνδρα βάλοιμι ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ ἀνδρῶν δυσμενέων , εἰ καὶ μάλα πολλοὶ |
| τοσούτου ἐδέησεν αὐτῷ μεταμελῆσαι τῶν ὑβρισμένων , ὥστε ἐξευρὼν οὗ ἐδειπνοῦμεν ἀτοπώτατον πρᾶγμα καὶ ἀπιστότατον ἐποίησεν , εἰ μή τις | ||
| εἱστιώμεθ ' ] εὐωχούμεθα , ἐτρώγομεν . , ἐσιτούμεθα , ἐδειπνοῦμεν , ἐγευόμεθα . λύραν ] μουσικήν , κιθάραν . |
| μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο | ||
| τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ |
| γένεσιν αὐτοῦ . ἐκτίθει τοὺς ἀπὸ μονάδος περιττοὺς καὶ τούτους διπλασίαζε , καὶ οἱ διπλασιαζόμενοι ἀρτιοπέριττοί εἰσιν . ἐκτιθέσθωσαν οὖν | ||
| δόρυ κλῖνον , πρόαγε , ἔχου οὕτως . τὸ βάθος διπλασίαζε , ἀποκατάστησον . τὸ βάθος ἡμισίαζε , ἀποκατάστησον . |
| λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον | ||
| κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις |
| εἴη . Αὐτὰρ ὃ βῆ παρὰ θῖνα θαλάσσης δῖος Ἀχιλλεὺς σμερδαλέα ἰάχων , ὦρσεν δ ' ἥρωας Ἀχαιούς . καί | ||
| κυρίως τὸ τῇ ὄψει καταπληκτικὸν , λέγεται δὲ καὶ βοὴ σμερδαλέα καὶ δοῦπος καὶ ἄλλα τοιαῦτα . μέρδω τὸ ἀφανίζω |
| , ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν . . . . . ἴσχεο , μηδ ' ἔθελ ' οἶος : ὅτι ἔθελε | ||
| κόπρων δυνάμει . Εἰς τί μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικόν ; ἴσχεο τέχνης : οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι . Ἐν |
| διώκων , οὐκ ἔσθ ' ὅς κέ ς ' ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ , οὐδ ' εἴ κεν μετόπισθεν Ἀρίονα | ||
| , ἀλλ ' ὅ γ ' ἄρ ' ἢ ἥρπαξε μετάλμενος , ἠὲ καὶ αὐτὸς ἔβλητ ' ἐν πρώτοισι θοῆς |
| περικαλλέϊ φηγῷ : ἐκ δ ' ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε ἴφθιμος Πελάγων , ὅς οἱ φίλος ἦεν | ||
| , μεσσοπαγὲς δ ' ἄρ ' ἔθηκε κατ ' ὄχθης μείλινον ἔγχος . Πηλεΐδης δ ' ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ |
| Ἀχαιῶν . αὐτὸν δ ' ἂν πύματόν με κύνες πρώτῃσι θύρῃσιν ὠμησταὶ ἐρύουσιν , ἐπεί κέ τις ὀξέϊ χαλκῷ τύψας | ||
| . Α . Κ Ν . λίθον δ ' ἐπέθηκε θύρῃσιν . . , : λέγει θύρας ὡς καὶ προεδηλώθη |
| ἧδε κέκευθε : Τρωσὶν δ ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν , ἀλλ ' ἄνδιχα πάντα δάσασθαι | ||
| εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν , ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι : πρὸς τὸ σχῆμα , ὅτι ἕλωμαι ἀντὶ τοῦ |
| οἰκείηνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι , καὶ δ ' ἂν ἐπίκρυφον οἶμον ἐπιφραδέως ἀνέλοιο , δεικήλῳ δ ' ἐνὶ τῷδε φάοι πανδῖα | ||
| . ” Ὧς ἔφαθ ' : Ἥρη δ ' αὖτις ἐπιφραδέως ἀγόρευσεν : “ Οὔτι βίης χατέουσαι ἱκάνομεν οὐδέ τι |
| αὐτὰρ ὁ τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος | ||
| ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει , ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος : ἔνθα δ ' ἔπειτ ' ἀφίει |
| λίνῳ τὸ πτερύγιον ἀνατείνομεν ἕλκοντεϲ ἠρέμα τὸ λίνον ἄνω καὶ δόντεϲ ὑπηρέτῃ κατέχειν εὐφυῶϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ λίνου , ἀμφοτέραιϲ | ||
| καθήϲομεν ἄγκιϲτρα γ ἢ δ εἰϲ αὐτὴν τὴν ἄκραν καὶ δόντεϲ ὑπηρέταιϲ διακρατεῖν ἐπιτρέψομεν , ἐφ ' ὅϲον οἷόν τε |
| ἵπποιο κατ ' ὠκέος : αἳ δ ' ἀπάτερθεν ἄλλαι ὑποτρομέεσκον Ἀμαζόνες . Ἀμφὶ δὲ λυγραὶ Θρηικίην ἀνὰ γαῖαν ἔσαν | ||
| κταμένοισι χυτὸν περὶ σῆμ ' ἐβάλοντο σπερχόμενοι : δεινὸν γὰρ ὑποτρομέεσκον ἰδόντες . Τοῖσι δ ' ἄρ ' ἀχνυμένοισιν ὑπὸ |
| εἴ μ ' ἐθέλεις πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι , ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας καὶ πάντας Ἀχαιούς , αὐτὰρ ἔμ ' ἐν | ||
| , κάλλη δὲ τὰ ἄνθη τῶν βαμμάτων . κάθησο τοῦ κάθισον διαφέρει . κάθησο μὲν γὰρ ἐροῦμεν αὐτῷ τινι περὶ |
| Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : | ||
| ' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα |
| . . . . ἄνδρ ' ὁρόω κρατερὼ ἶν ' ἀπέλεθρον ἔχοντας . ὁ μὲν τόξων εὖ εἰδώς : ἡ | ||
| πολυφάρμακα , ἵνα δηλοῖ τὸ ἀθεράπευτον . . . . ἀπέλεθρον : δύναμιν ἀμέτρητον καὶ πολλήν : πέλεθρον γάρ ἐστι |
| ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν | ||
| Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ |
| κρεμασθῇ ὁ πάσχων πρὸς τὸν καθ ' ὑπεραιώρησιν καταρτισμόν . κρεμαμένου δὲ τοῦ καταρτιζομένου , ὁ ὑπηρέτης ἐξόπισθεν πλησίον αὐτοῦ | ||
| θώρακος εἶναι θερμότερον μᾶλλον καὶ βάρους συναίσθησιν ἔχειν , ὡς κρεμαμένου τινὸς ἐξ αὐτοῦ , ὁπηνίκα περὶ τὸ ἕτερον μέρος |
| οὗ ὁ λόγος , ἔδωκέ τις ἐπιδῆ - σαι , πρηνέα ποιήσας : ὁ δ ' ἠνάγκαζεν οὕτως ἔχειν , | ||
| χολωθείς . Ἦ ῥα καὶ Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα πρηνέα πὰρ λεχέεσσι Μενοιτιάδαο τανύσσας ἐν κονίῃς : οἳ δ |
| Τῷ δ ' ἐπικαγχαλόων υἱὸς κρατεροῖο Μόλοιο ἄλλον ἀφῆκεν ὀιστὸν ἐελδόμενος μέγα θυμῷ υἷα βαλεῖν Πριάμοιο πολυτλήτοιο Πολίτην : ἀλλ | ||
| πεσόντος , ἐπηΰτησε δὲ λαός . Ἀλλὰ καὶ ὧς ἀνόρουσεν ἐελδόμενος πονέεσθαι τὸ τρίτον ἀμφ ' Αἴαντα πελώριον : ἀλλ |
| πνεύματος εὔπτερον αὔραν ἀμφιπλέκων καλάμοις . ἄλλος δ ' ἄλλαν κλαγγὰν ἱεὶς κερατόφωνον ἐρέθιζε μάγαδιν πενταρράβδωι χορδᾶν ἀρθμῶι χέρα καμψιδίαυλον | ||
| φησιν αὐτὴν εἶναι διὰ τούτων : ἄλλος δ ' ἄλλαν κλαγγὰν ἱεὶς κερατόφωνον ἐρέθιζε μάγαδιν , [ ἐν ] πενταρράβδῳ |
| ἐθέλων τἀληθὲς εἰπεῖν . σεαυτὸν : Μᾶλλον ἀπολεῖς . . μόχθηρε : Κακέ . . ἔχω : Κέκτημαι . ὁποῖον | ||
| ἀσμένως , γελάσας φησίν , “ ἀλλ ' , ὦ μόχθηρε , τῷ λόγῳ τούτῳ καὶ κολοιὸς ἂν ὁμολογήσειας εἶναι |
| = [ ⚓˘⚓˘˘ον – – – – ] παθεῖν [ ⚓˘⚓˘ – – – ἤπιοι ] φρένα [ ⚓˘⚓˘⚓αρατος – | ||
| ] ? ? [ – ⚓˘⚔ – = ] [ ⚓˘⚓˘ – – – – ] κοιμωμένω = μήδλορης ? |
| . Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική : ἧς προτίθεται τὸ | ||
| κατὰ Ξέρξου δὲ οἶμαι . Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική |
| ἀπὸ τοῦ ἔραν ὃ σημαίνει τὴν γῆν : ἐράκω , ἐρύκω : κυρίως γὰρ ἐρύκειν , τὸ ἐν γῆ κατέχειν | ||
| Ἕκτορα δῖον , ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω . Τὸν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος |
| τῷ καταλόγῳ ταττόμενοι λέγονται Τρῶες „ Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ . „ εἶθ ' οἱ ὑπὸ τῷ Αἰνείᾳ | ||
| . ὣς καὶ ἐγών , ὅτε δ ' αὖτε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ Ἀργείους ὀλέκεσκεν ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν , οὐ δυνάμην |
| ἀγῶνι σκοποῦ . Βαλεῖν ] Ῥίψειν τὸν λόγον . Παλάμᾳ δονέων ] Τῇ χειρὶ στρέφων . Ῥίψαις ] Τὸν λόγον | ||
| μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων , μακˈρὰ δὲ ῥ̄ίψαις ἀμεύσασθ ' ἀντίους . εἰ |
| ὅτι ὅττι , ὅπως ὅππως , ὁπότε ὁππότε , ἐρύσασθαι ἐρύσσασθαι , ἄδην ἄδδην , μέσον μέσσον , ἔδεισεν ἔδδεισεν | ||
| ἐκ κρημνοῖο ἐρύσσαι χειρὶ παχείῃ . τρὶς μέν μιν πελέμιξεν ἐρύσσασθαι μενεαίνων , τρὶς δὲ μεθῆκε βίης : τὸ δὲ |
| διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ | ||
| ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν |
| ' ἀγκίστροιο βίῃ καὶ δαιτὶ δολώσας : οὐ γάρ κε ζώοντος ἐπιβρίσας δαμάσαιο κνώδαλον , οἰχομένου δὲ θοώτερος ἔσσετ ' | ||
| μοι κατεκείρετε οἶκον δμῳῇσίν τε γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα , οὔτε θεοὺς δείσαντες , οἳ οὐρανὸν |
| καὶ ἄλλος ἀνὴρ ἐρρίγῃσιν ἀρείονα φῶτα μετελθεῖν . ” Ἴσκεν ἀπηλεγέως : ὁ δ ' ἀπὸ θρόνου ὤρνυτ ' Ἰήσων | ||
| , ἡνίκα με ἴδῃς σὺν ταῖς Νηρεΐσιν ὑπαντήσασάν σοι . ἀπηλεγέως : ἀναμφιλέκτως . ἀίδηλος ἐδύσατο : ἀφανὴς γενομένη κατέδυ |
| τοὺς ‖ [ ! ! ! ! ! ! ] ιτ [ ! ! ! ! ! ! ] [ | ||
| ! ουσαν ? [ [ ] ροχ [ [ ] ιτ ? ? [ [ ] ! ! ! αρρ |
| νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ ' ἀλεείνων οὐκ ἐάᾳς νίζειν : ἐμὲ δ ' οὐκ ἀέκουσαν ἄνωγε κούρη Ἰκαρίοιο | ||
| ' ἄνεμος χέρσονδε μετὰ γλαυκᾶς ἁλὸς ὠθεῖ , ἢ ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέι πλίνθον , καὶ φιλοκερδείῃ βεβλαμμένον ἄνδρα παρελθεῖν |
| τε ἔσεσθον . εἰ δ ' ἄγε δὴ καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω , ὄφρα μ ' ἐῢ γνῶτον | ||
| ἐφημερίων θεραπεύσας . Νῦν δ ' ἤτοι ἐρέω μάλ ' ἀριφραδὲς οὐδέ σε κεύσω κενταύρου Κρονίδαο φερώνυμον εὕρεμα ῥίζαν Χείρωνος |
| καὶ κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς εὖ ποιῶσιν : καὶ οἱ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις , αὐτοὶ δὲ μὴ κατομνύμενοι . καὶ | ||
| κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς , εὖ ποιῶσιν , καὶ οἳ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις , αὐτοὶ μὴ κατομνύμενοι [ ] , |
| πῶς ποτ ' ἀμφιπλήκτων ῥοθίων μόνος κλύων , πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν : ἵν ' αὐτὸς ἦν πρόσουρος | ||
| . ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος , ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος : ὤμοι , πατρὸς δὴ νῦν |
| ἄνομοι . ἴτω ] οἷον εὐστόχως χειμαζέσθω . ἴτω ] ἐλθέτω . ἴτω ] πορευέσθω . Ξ κατ ' οὖρον | ||
| πάρος λαθώμεθα . ἐπὶ τῶι ; χάρις γὰρ ἀντὶ χάριτος ἐλθέτω . σπονδὰς τέμωμεν καὶ διαλλάχθητί μοι . μεθίημι νεῖκος |
| οὐδὲν ? ἦσσον ἢ Βατυλλίδα στέργω , ἐν τῆισι χερσὶ τῆις ἐμῆισι θρέψασα . ἐπεὰν δὲ τοῖς καμοῦσιν ἐγχυτλώσωμεν ἄξεις | ||
| ὂν ? δὲ ? γρήιηισι ? ? ? πρέπει γυναιξὶ τῆις νέηις ἀπάγγελλε ? : τὴν Πυθέω δὲ Μητρίχην ἔα |
| ἀργυροῦν ἀνήνεγκε καὶ πάλιν ἠρώτα , εἰ τοῦτον ἀπέβαλεν . ἀρνησαμένου δὲ καὶ τοῦτον τὸ τρίτον τὴν ἰδίαν ἀξίνην αὐτῷ | ||
| θαυμάσαντος ἀντηρώτησεν ὁ Σκύθης εἰ ἐκεῖνος τὸ μέτωπον ῥιγοῖ : ἀρνησαμένου δὲ αὐτοῦ εἶπεν : „ ἐγὼ τοίνυν ὅλος εἰμὶ |
| καὶ τὸ μὲν μέμηνας ἀντὶ τοῦ ἐκμαίνῃ , τὸ δὲ μέμονας ἀντὶ τοῦ μένῃς εἰς ταύτην τὴν γνώμην καὶ οὐκ | ||
| καὶ Μηριόνης πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε : Δευκαλίδη πῇ τὰρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον ; ἢ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ , |
| οἰόμενος δὲ καὶ οὗτος μυστήριά τινα καὶ ἀπόρρητα διδάσκειν : ἀπόδυθι , φησί , τὸ ἱμάτιον : γυμνοὶ γὰρ εἰσίασιν | ||
| τήμερον . Ὕφαπτε καὶ κάταιθε : σὺ δὲ τὸ Κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως . Τοῦ θανάτου δ ' , ὦ παιδίον |
| ἔοικε . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ εἰ γάρ τοι , βασίλεια , σιωπήσειαν | ||
| τε δοκοῖσι . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ , Μελάνθιε |
| , τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . . | ||
| “ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως |
| σύ : τῷ δικαίῳ φησίν . σύ τε ] ὦ ἄδικε . τῷ ἀδίκῳ . φοιτᾷ : ἀντὶ τοῦ ” | ||
| πρὸς τὸν ἄδικον λόγον : ἤγουν πρὸς τάδε , ὦ ἄδικε λόγε , ὁ κομψοπρεπῆ μοῦσαν ἔχων , δεῖ σε |
| πάντων δημιουργὸς καὶ κύριος ἐφώνησεν οὕτως , Ἔστω γῆ καὶ φανήτω στερέωμα : καὶ εὐθέως ἀρχὴ τῆς δημιουργίας γῆ ἐγένετο | ||
| γὰρ κράτιστα τἀν ποσὶν κακά . Ἴτω , ἴτω , φανήτω μόρων ὁ κάλλιστ ' ἔχων , ἐμοὶ τερμίαν ἄγων |
| ῥεῖα φέροι κλυτὰ τεύχεα Πανθοίδαο Ἀτρείδης , εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων . ἡ διπλῆ ὅτι τοὺς χρόνους ἐνήλλαχε | ||
| ' ἂν ῥᾳδίως ἔφερεν . . . . . τὸ ἀγάσσατο νῦν ἀντὶ τοῦ ἐφθόνησεν , οὐκ ἀντὶ τοῦ ἐθαύμασεν |
| χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν | ||
| Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε : |
| οἱονεὶ τὰ τοῖς ποσὶν εἰλούμενα . πέζῃ τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ . περί ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμῖν συνήθους “ αἳ | ||
| ' ἀείρας : ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε |
| μὲν οὖν καλῶς διεπηνίκισας λόγον . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Δασὺν ἔχων τὸν πρωκτὸν ἅτε κυρήβι ' ἐσθίων | ||
| προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Τὸ χαλκίον θέρμαινέ θ ' ἡμῖν καὶ θύη |
| φθασάντων κατάστασιν εὐδία ἄλυπος παρὰ τῶν θεῶν ὑμᾶς διεδέξατο . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων : ὁ λόγος ἐπαμφοτερίζει . ἤτοι | ||
| : ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ |
| ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι | ||
| τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης |
| δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς , ὄφρ ' ἔτι καὶ Τρώων πειρήσομαι ἀντίον ἐλθὼν αἴ κ ' ἐθέλως ' ἐπὶ νηυσὶν | ||
| ' ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ' ἑτάροισιν ἐλθὼν τῶνδ ' ἀνδρῶν πειρήσομαι , οἵ τινές εἰσιν , ἤ ῥ ' οἵ |
| τάλαν , οὕτως καὶ τὸ ὦ ἐτᾶν . . . αιον παραπεμπομένων ἡμῶν καὶ τὸν ὀξὺν τόνον ἀντὶ περισπωμένου μεταλαβεῖν | ||
| Αἰτίων αʹ . προπερισπαστέον δέ : τὰ γὰρ διὰ τοῦ αιον ἁπλᾶ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἔχοντα τὴν τετάρτην ἀπὸ τέλους |
| κλαγγὰν ἱεὶς κερατόφωνον ἐρέθιζε μάγαδιν , [ ἐν ] πενταρράβδῳ χορδᾶν ἀρθμῷ χέρα καμψιδίαυλον ἀναστρωφῶν τάχος . . . οἶδα | ||
| οἰκῄων μερέων τῶ σώματος παρασκευὰ πάντων , λέγω δὲ τᾶν χορδᾶν καὶ τῶν ὀργάνων τῶν ποτ ' εὐφωνίαν καὶ πληγὴν |
| , ὅπως παρεόντας ἴδοντο . τοῖσιν δ ' Αἰσονίδης τετιημένος ἔκφατο μῦθον : “ Ὦ φίλοι , Αἰήταο ἀπηνέος ἄμμι | ||
| πορφυρέαις ἑλίκεσσιν ἐναίσιμον ἀίσσουσαν : αἶψα δ ' ἀπηλεγέως νόον ἔκφατο Λητοΐδαο : “ Ὑμῖν μὲν δὴ μοῖρα θεῶν χρειώ |
| κοσμήσαις , τέλος ἔμμεν ἄκρον , εἶπε δ ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι , ὃς ἂν πρῶτος θορών ἀμφί οἱ ψαύσειε | ||
| γὰρ τόδ ' ἄεθλον ἀρήιον , οὐκ ἀλεγεινῶν θῆκεν ἐνὶ μέσσοις ἐπέων Θέτις ἀργυρόπεζα . Μύθων δ ' εἰν ἀγορῇ |
| τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ἦι τεκμήρι ' ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ , ἀνδρῶν δ ' ὅτωι χρὴ τὸν κακὸν | ||
| δῶκας δὲ πυρὸς δριμεῖαν ἐρωήν , δεξιτερῇ δὲ φέρειν ἀδαμάντινον ὤπασας ἆορ . οὐ παῖδας τήρησε φίλους γλυκεροῖσι τοκεῦσιν , |