| οὗ περιεχόμενός τις τὸ ἀτελὲς καὶ φθαρτὸν καὶ σαρκῶν ἠρτημένον ἀποστραφήσεται , ἀλλὰ καὶ ἀντὶ τοῦ „ ἐγὼ ὁ ἄρχων | ||
| λαοῦ καὶ παραδειγμάτισον τῷ κυρίῳ ἀπέναντι τοῦ ἡλίου , καὶ ἀποστραφήσεται ὀργὴ κυρίου ἀπὸ Ἰσραήλ „ . οὐ γὰρ μόνον |
| μετοχήν . ἐπ ' ἄτρυτον : τὸν ἄτρυτον καὶ τὸν ἀκαταπόνητον : ἐκ δὲ τούτου τὸν ὑπερβεβλημένον ὡς δεινὸν ἐμφαίνει | ||
| ἀκατάβλητον ] τὸν μὴ καταβάλλοντά τι ἤτοι διδόντα , τὸν ἀκαταπόνητον . , τὸν ἀκαταγώνιστον , τὸν ἰσχυρόν . ἔξαρνος |
| . . . . . Ἔκλαγξε βροντὰν ] Ἀντὶ τοῦ ἐβρόντησε βροντήν . Ἡ δὲ φράσις ὡς τὸ μάχομαι μάχην | ||
| ὁ Ζεύς , ἤτοι ἡ πρόνοια , ὀξὺ ἐνόησε καὶ ἐβρόντησε μέγα . πνεύματος γὰρ ὑπὸ τὸ νέφος εἰσερχομένου καὶ |
| φάσκειν τετοκέναι ; τί δὴ γὰρ οὔ ; ὁ πατὴρ χαλεπανεῖ σοι . πεπαύσεται πάλιν . ἐρᾶι γάρ , ὦ | ||
| . νὴ τὸν Δία , οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος |
| Ἀλλὰ ἡ γυνὴ ἡ Πανδώρα τὸ μέγα πῶμα τοῦ πίθου ἀφελοῦσα , ἤγουν ἀπ ' αὐτοῦ λαβοῦσα , ἐσκόρπισεν αὐτὰ | ||
| καταγηράσκουσιν . ] ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ ' ἀφελοῦσα ἐσκέδας ' , ἀνθρώποισι δ ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά |
| . καὶ μέντοι καὶ ἐς πηγὴν ὑπανατέλλουσαν εἰ τὸν αὐτὸν ἐμβάλοις ἰχθύν , ἕξεις ἢ πεπληρωμένην αὐτὴν ἢ κενὸν τὸν | ||
| ἐμβάλῃς ] ἐμβάλοις . ἐμβάλῃς ] ἐπιθήσῃς , ἐπιθῇς . ἐμβάλοις ] καταβάλοις . δᾷδ ' ] λαμπάδα . ἐνεγκάτω |
| νομίζοντες ὅπερ ἦν , ἀπό τε τῶν παρόντων πολὺ σφῶν καθυπέρτερα τὰ πράγματα εἶναι καί , εἰ δύναιντο κρατῆσαι Ἀθηναίων | ||
| μᾶλλον : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐν παντὶ δὴ ἀθυμίας ἦσαν καθυπέρτερα : τῶν Ἀθηναίων . φόβου : ἀπὸ φ . |
| θεοῦ ζῶντι ἢ θάνατος ὁ ψυχῆς ; οὗτος δὲ ὀνομάζεται Μαθουσάλα , ὃς ἑρμηνευθεὶς ἦν ἀποστολὴ θανάτου . διὸ τοῦ | ||
| ὁ μὲν Ἐνώχ , καθάπερ εἶπον , χάρις σου , Μαθουσάλα δ ' ἐξαποστολὴ θανάτου , ὁ δ ' αὖ |
| τὰ ἤθη παιδεύει καὶ τοὺς θυμοειδεῖς καὶ τὰς γνώμας διαφόρους καταπραύνει . Κλεινίας γοῦν ὁ Πυθαγόρειος καὶ τῇ γνώμῃ καὶ | ||
| χρηϲτέον δὲ αὐτῇ καὶ ἐπὶ τῶν φρενιτικῶν . ἠρέμα γὰρ καταπραύνει τὴν ταραχὴν τοῦ πνεύματοϲ καὶ εἰϲ ὕπνον προϲκαλεῖται . |
| ' ἑξῆς ἡμερῶν ε καὶ διαλίμπανε δέκα . Διουρητικόν . Καρδαμώμου , ἀμώμου , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ ⋖ Ϛ , | ||
| ὄξει ἐπίχριε : τοῦτο ῥήσσει καὶ ξηραίνει . Ἄλλο . Καρδαμώμου σπέρμα κυαμίνῳ ἀλεύρῳ σὺν ὕδατι κατάπλασ - σε δὶς |
| πρὸς τὸ δυνατὸν , ἡ δὲ τῶν ἄστρων πρὸς τὸ ἐπιτευκτικόν . τὸ μὲν γὰρ ἀναλωτικὸν τῶν ἐμπιπτόντων , τὸ | ||
| ἄνδρα εἴτε γυναῖκα . τῆς δὲ δεξιᾶς πτέρυγος τὸ πτερὸν ἐπιτευκτικόν , εὐπρόσιτον ποιεῖ τὸν κρατοῦντα . τῆς δὲ εὐωνύμου |
| χωρίον χαρίτων ἀνάμεστον , καὶ σεμνότατόν τε ἅμα καὶ σώφρονα παρθενῶνα ἐδείκνυεν . ἦν δὲ ἄρα τῇ Ἀταλάντῃ στρωμνὴ μὲν | ||
| κατεσκεύασεν Ἰκτῖνος ὄχλον θεάτρου δέξασθαι δυνάμενον , ὃς καὶ τὸν παρθενῶνα ἐποίησε τὸν ἐν ἀκροπόλει τῇ Ἀθηνᾷ , Περικλέους ἐπιστατοῦντος |
| . θοῦρος : ὁρμητικὸς , πολεμιστής : καὶ θοῦρον τὸν πηδητικὸν καὶ ταχὺν , οἱονεὶ θοῶς δρούων : παρὰ τὸ | ||
| δὲ πλεονάσειεν ὁ ἀήρ , τὸ τηνικαῦτα καὶ κοῦφον καὶ πηδητικὸν καὶ ἀνέδραστον γίνεται τὸ ζῷον καὶ ψυχῇ καὶ σώματι |
| ὁ πόνος ἀστεφάνωτος ἀφεθῇ : τοῖς δ ' αὐτοδιδάκτου καὶ αὐτομαθοῦς σοφίας ἀξιωθεῖσιν ἕπεται τὸ μὴ δι ' ἑαυτῶν παρὰ | ||
| ἑκατέρας ἀρετῆς τὸ ἀνθρώπων μεταποιῆται γένος , διδακτῆς τε καὶ αὐτομαθοῦς , τὸ μὲν ἀσθενέστερον διδασκομένης , ἑτοίμης δὲ τὸ |
| , οὕτω καὶ τῶν θεριστῶν ᾠδὴ Λυτιέρσης . . : Ἀγρεὺς ὁ Πᾶν παρὰ Ἀθηναίοις , ὡς Ἀπολλόδωρος . : | ||
| . καὶ κατακαλεσάμενος τοὺς ἐτησίας Ζεὺς Ἀρισταῖος ἐκλήθη καὶ Ἀπόλλων Ἀγρεὺς καὶ Νόμιος . Κυρήνη πέφαταί τις : ὅτι Κυρήνην |
| ἀνθιστάμενος τοιαῦτα ὑφίσταται . εἴκασμα ] τὸ ὁμοίωμα . Ξ δαροβίοισι : ἤγουν ἐχθρὸν καὶ μισητὸν εἴκασμα καὶ εἴδωλον τοῖς | ||
| πολὺ ζῶσι , τοῖς ἀθανάτοις . δαροβίοισι ] πολυχρονίοις . δαροβίοισι ] τοῖς ἀθανάτοις . Ξ δαροβίοισι ] ἀιδίοις . |
| ἔμμεναι στρατηλάτας . παῖε τὸν φρυνεοῦ ποικίλου πνοὰν ἔχοντα : φλέγε τὸν ὀλεσιαλοκάλαμον , λαλοβαρύοπα παραμελορυθμοβάταν † θυπα τρυπάνῳ δέμας | ||
| ἔμμεναι στρατηλάτας . παῖε τὸν φρυνεοῦ ποικίλου πνοὰν ἔχοντα , φλέγε τὸν ὀλεσισιαλοκάλαμον λαλοβαρύοπα παραμελορυθμοβάταν ὑπαὶ τρυπάνωι δέμας πεπλασμένον . |
| τε ἐναργείας καὶ τῆς ἀληθείας , ὅπερ ἴσον ἐστὶ τῷ καταληπτικόν . Ὧδε μὲν καὶ ὁ Πλάτων : Σπεύσιππος δέ | ||
| καὶ ἀκαταλήπτων φαντασιῶν . Πρὸς τούτοις , εἴ τι ἄλλο καταληπτικόν τινός ἐστι , καὶ ἡ ὅρασις . οὐχὶ δέ |
| ἀλλ ' οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα , ἤν | ||
| ποιεῖσθαι δεῖ : τοῦτο γὰρ ὑμῖν , οὐκέτ ' ἐκείνοις κινδυνεύεται . οὐ μὴν οὐδ ' ἂν συμμαχήσωμεν τοῖς Θηβαίοις |
| περιπατῶν σιτόκουρος . Μένανδρος δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρον εἴρηκεν ἐν Θρασυλέοντι οὕτως : . . ὀκνηρός , | ||
| : ὀκνηρός , πάντα μέλλων σιτόκουρος . καὶ πάλιν : σιτόκουρον , ἄθλιον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτος δὲ |
| πολλά . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον . ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , | ||
| κακὸν τὸ καθ ' ἡμῶν διεγειρόμενον καὶ ἐπαιρόμενον πολλά . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον . ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] |
| . ἀστεῖος . νῦν γελοιώδης : σημαίνει γὰρ καὶ τὸν εὐσύνετον καὶ εὐπρόσωπον καὶ χαρίεντα . ἔφαμεν δὲ δή κτλ | ||
| εὔπυρον , εὔσιτον , εὔοινον , εὔδουλον εὔβουλον εὐλόγιστον , εὐσύνετον , εὐκάρδιον , εὐπρόσωπον , εὐτράπελον , εὐόφθαλμον , |
| , Ζ γωνίαι ὀρθαί εἰσιν . ὀρθογώνιον ἄρα ἐστὶ τὸ ΖΗΘΚ . ἐδείχθη δὲ καὶ ἰσόπλευρον : τετράγωνον ἄρα ἐστίν | ||
| Δ περίγειον ἐν τῷ ὑποκειμένῳ ἐπιπέδῳ ἴσοι κύκλοι ὅ τε ΖΗΘΚ καὶ ὁ ΛΜΝΞ ὡς οἱ διὰ τῶν πόλων τῶν |
| . καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
| ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
| ΟΜ ἴση καὶ τὸ τρίγωνον τῷ τριγώνῳ καὶ ἡ ὑπὸ ΖΕΘ ἴση τῇ ὑπὸ ΝΟΜ . ὅλη ἄρα ἡ ὑπὸ | ||
| σημείῳ τῷ Ε τῇ ὑπὸ ΗΕΖ γωνίᾳ ἴση ἡ ὑπὸ ΖΕΘ , καὶ ἐπεζεύχθω ἡ ΖΘ . ἐπεὶ οὖν ἴση |
| πάντας τοὺς αἰῶνας , καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας . . αἰῶνας : καὶ | ||
| ζῶντα καὶ ἐσθίει ἄρτον εὐλογημένον ⌈ ζωῆς καὶ πίνει ποτήριον εὐλογημένον ἀθανασίας καὶ χρίεται χρίσματι εὐλογημένῳ ⌉ ἀφθαρσίας , φιλῆσαι |
| δὴ τοῦ ἀνειμένου καὶ μεσότητας ἔχοντος τῶν δυνάμεων αὐτοῦ κράματος ἐμπιεῖν καὶ ἀπολαῦσαι δυνηθείημεν , ἀποχρῶσαν ἂν εὐφροσύνην καρπωσαίμεθα , | ||
| . νυνὶ δ ' ἀπονίζειν τὴν κύλικα δός τ ' ἐμπιεῖν : ἔγχει δ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν . οὐκ |
| λάινον ἄντρον Ἄρει ξέσας , τίς ὁ κέντρον ἐπίσκοπον ἁρμόσας συνοδοιπόρον εὗρε τὸν ἁλίου , ἐνέκλεισεν ἔσω δρόμον ἁμέρας , | ||
| ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον : „ ἀπολώλαμεν ” , ἐκεῖνος δὲ ἔφη : |
| αὑτοῦ δυναστείαν . Ἔπειθ ' ὁ μὲν ὅρκος , ὃν ὀμωμοκὼς δικάζει , συμπαρακολουθῶν αὐτὸν λυπεῖ : δι ' αὐτὸν | ||
| δεῖν οἴεται κυρίαν εἶναι τὴν αὑτοῦ γνώμην περὶ ὧν ἂν ὀμωμοκὼς ψηφίσηται , λυτέος καὶ οὐκ ἐατέος οὗτος ὁ τοιοῦτος |
| Διὸς ἐντεῦθεν σωτῆρος εἶναι λεγομένου ] , καὶ τὸ μὲν πολύφορον καὶ καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ | ||
| , τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν , μεταπλαττόμενον |
| τὸ ταπεινόν : τὸ γὰρ δίκαιον καὶ μακρόθυμον . ἡ ὑπομονὴ ὑπὲρ τὴν ὕβριν μετὰ πολὺ εὔθυμον καὶ ἀμέριμνον δείκνυσι | ||
| εὐταξία ψυχῆς λογιστικῆς πρὸς τὰ καλὰ καὶ αἰσχρά . Καρτερία ὑπομονὴ λύπης ἕνεκα τοῦ καλοῦ : ὑπομονὴ πόνων ἕνεκα τοῦ |
| . Ἐὰν ἀκούσῃς τοῦ ἀπὸ μόνου θείου : ἐὰν δὲ ἀπολελυμένος τῷ δι ' ἀσβέστου θείῳ , αἰθάλην , σῶριν | ||
| ἀντὶ τοῦ ἱερωθεὶς καὶ σφαγεὶς ὑπὲρ τῆς πόλεως : ἄφετος ἀπολελυμένος : πικρὸν δ ' Ἀδράστῳ : μόνος γὰρ ἐσώθη |
| τῇ νάρδῳ , ποιεῖ δὲ ἐπισφαλῶς τῷ βαδίζειν χρῆσθαι , ἔκφρονα πρὸς τούτοις καθίστησιν , ἐν μιᾷ τὸν πιόντα αὐτὸ | ||
| αὐτόθι ἱερόν . ταύτας τὰς θεάς , ἡνίκα τὸν Ὀρέστην ἔκφρονα ἔμελλον ποιήσειν , φασὶν αὐτῷ φανῆναι μελαίνας : ὡς |
| κακῶν . αὖθις δ ' ὅπως μὴ λήψομαί σε , Σμικρίνη , προπετῆ λέγω σοι : νῦν δὲ τῶν ἐγκλημάτων | ||
| τὸ κακὸν καὶ τἀγαθὸν καθ ' ἡμέραν νέμειν ἑκάστωι , Σμικρίνη ; λέγεις δὲ τί ; σαφῶς διδάξω ς ' |
| ἑκοῦσά γ ' , ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι . τί δρᾶις ; βιάζηι , χειρὸς ἐξαρτωμένη ; καὶ σῶν γε | ||
| μέν νυν ἥδ ' ἔχει , σὺ δ ' οὐχὶ δρᾶις . Φοῖβος δέ , Φοῖβοςἀλλ ' ἄναξ γάρ ἐστ |
| Ἀλκιβιάδης ἐπὶ Σικελίαν οὐκ ἄγει ; Πότε Λακεδαιμονίοις ὑπέσχετο γῆν ἄσειστον ; πότε Θετταλοῖς γῆν ἄκλυστον ; πότε Σικελιώταις γῆν | ||
| καὶ νοσερώτερον εἶναι . τόν τε περὶ τὴν γῆν αἰθέρα ἄσειστον καὶ νοσερὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῶι πάντα θνητά , |
| , κατὰ τὸ αἰθύσσω αἴθυγμα , πτύσσω πτύγμα , νύσσω νύγμα , ἐξ οὗ καὶ ἡ νυγμὴ , ὡς πτύγμα | ||
| πλήξῃ χλοεροῦ δένδρου τὸ κέντρον . Μάθε τοῦ ῥόδου τὸ νύγμα , μάθε τῶν πόνων τὸ κέντρον , ἵνα τοῖς |
| ἠγόρασα . “ ἡ δὲ γυνὴ τοῦ Ξάνθου : ” εὐχαριστῶ σοι , κυρία Ἀφροδίτη . μεγάλη ἦς : ἀληθινά | ||
| , ἀφ ' ὑμῶν εἰς ὑμᾶς χωρεῖ ἡ εὐλογία . εὐχαριστῶ σοι , πάτερ , ἐνέργεια τῶν δυνάμεων . εὐχαριστῶ |
| μύθῳ πρὸς τὸν παρόντα χρησόμεθα : πάλιν ἐλθεῖν μοι συνέριθον παρακαλέσω τὸν Αἴσωπον . λόγον δὲ ὑμῖν οὐ Λιβυκόν τινα | ||
| ἀπηνῆ γνώμην τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , καὶ παρακαλέσω τὸν μεγάλως ἐμοὶ μισούμενον Δία λῦσαί με ἀπὸ τῶν |
| τὰ τέκνα . Κακοπραγμονεῖν γὰρ οὐ πρέπει τὸν ἐλεύθερον . Κόλαζε κρίνων , ἀλλὰ μὴ θυμούμενος . Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν | ||
| ὁμολογοῦντα σωφρονεῖν πλεονάκις ἢ ὀλιγάκις ἁμαρτάνειν λέγοντα πλημμελεῖν πολλάκις . Κόλαζε τὰ πάθη , ἵνα μὴ ὑπ ' αὐτῶν τιμωρῇ |
| καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
| καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
| ” δέ εἰσιν αἱ αἰσθήσεις , κεκλημέναι νοῦ θυγατέρες : Μωὰβ γὰρ ἐκ πατρὸς ἑρμηνεύεται , καὶ προστίθησι : „ | ||
| Ἐσεβών , φλὸξ ἐκ πόλεως Σηών , καὶ κατέφαγεν ἕως Μωὰβ καὶ κατέπιε στήλας Ἀρνών . οὐαί σοι , Μωάβ |
| ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα , κύριε ; ποῦ σου ἡ μακροθυμία ; καὶ εἶπεν ὁ θεός : ὡς ἐποίησα νύκτα | ||
| . ” ὁ λόγος δηλοῖ , ὡς πολὺ κρείττων ἡ μακροθυμία τῆς ἀλογίστου σπουδῆς καὶ ταχυτῆτος . κόραξ ἀετὸν ἐθεάσατο |
| καὶ διαρκῆ ἔχω τὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης . ὥστε παλίνδρομος ἄπιθι , ὦ Ἑρμῆ , τὸν Πλοῦτον ἀπαγαγὼν τῷ | ||
| κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . Κυρτεύς : |
| αὐτῆς , πρὸς ὄλεθρον τοῦ Πηλέως τοῦτον ⌈ δὲ ⌈ ἠρέθιζεν : [ ἠρέθισεν : ] ⌈ μαθὼν γὰρ οὗτος | ||
| Ῥωμαῖοι ταχέως αὐξανόμενον τὸν Περσέα ὑφεωρῶντο : καὶ μάλιστα αὐτοὺς ἠρέθιζεν ἡ τῶν Ἑλλήνων φιλία καὶ γειτνίασις , οἷς ἔχθος |
| νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν | ||
| , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν . |
| . Ἔτι ὑγιαίνων εἶπε πρὸς αὐτούς : Ἀκούσατε , τέκνα Ἀσήρ , τοῦ πατρὸς ὑμῶν , καὶ πᾶν τὸ εὐθὲς | ||
| πατέρων μου . Καὶ ἰδὼν ἐκεῖ Ἰούδαν καὶ Γὰδ καὶ Ἀσήρ , τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ , εἶπεν αὐτοῖς : Ἀναστήσατέ |
| . παρὰ τὸ κλώθω , οὗ ὁ μέλλων κλώσω , κλωστὴρ , ὡς λάμψω λαμπτήρ . Κακκάβη . ἐπὶ θηλυκοῦ | ||
| κατασκευάζων . κλωστῆρι : ἀτράκτῳ , ἤγουν ἀτρακτοειδὲς ξύλον : κλωστὴρ ἐργαλεῖον σταυροειδὲς , ὅπερ γυριζόμενον διὰ χειρὸς κλώθει τὸ |
| τὸν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ ποιήσαντα πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φιλόδωρον τῆς χάριτος μὲν ἀποστερεῖν , εἰς τοὺς συκοφάντας δ | ||
| φυλακτικόν τε καὶ κλέπτην , καὶ προετικὸν καὶ ἅρπαγα καὶ φιλόδωρον καὶ πλεονέκτην καὶ ἀσφαλῆ καὶ ἐπιθετικόν , καὶ ἄλλα |
| μονάδος ἕνωσιν δηλούσης πρώτη μετὰ τὴν μονάδα ἡ δυὰς ἐπεισῆλθεν διαχωρισμὸν δηλοῦσα . ἰστέον δὲ ὅτι οὐδὲ ἡ δυὰς κυρίως | ||
| τὸν Τάναϊν : τοῦτον γὰρ λέγει ὅρον καὶ ὁρισμὸν καὶ διαχωρισμὸν τῶν ἠπείρων , ἤτοι τῶν δύο γαιῶν τῆς Εὐρώπης |
| , ὡς ἐπιδείξομεν . ” εἶπε ” γάρ φησι „ Σάρα πρὸς Ἀβραάμ : ἰδοὺ συνέκλεισέ με κύριος τοῦ μὴ | ||
| τῶν θνητῶν αἱ βελτιώσεις γίνονται πρὸς τὰ ἄφθαρτα . ” Σάρα δὲ ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν |
| , ἣν ἐπάγειν θάνατος δοκεῖ . μετὰ δὲ τὸ „ ἀπελεύσῃ „ γέγραπται τὸ ” πρὸς τοὺς πατέρας σου ” | ||
| ἵν ' ᾖ κυρίως ἀπορρεύσω . ἢ εἰς τὴν Λιβύην ἀπελεύσῃ . ὅμοιον τὸ εἰς κόρακας . ἀντὶ τοῦ ἐν |
| νυμφαία φοίνικεϲ ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτὸν παλίουροϲ ἱππούρεωϲ ῥίζα αἷμα πεπηγὸϲ κύπεροϲ οἰνάνθη κράμβη δὶϲ ἑψηθεῖϲα πυτία λαγωοῦ ϲπόγγοϲ κεκαυμένοϲ | ||
| βέλοϲ φαίνεται οὐ κενεμβατοῦν , ἀλλ ' ὡϲ ἐν ϲτερεῷ πεπηγὸϲ καί ποτε καὶ τὴν ϲφυγματώδη διαϲημαῖνον κίνηϲιν , αἵματόϲ |
| καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ | ||
| ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν , |
| εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν ἐβόα πάλιν , “ Τὸν μοιχὸν ἐξέκλεψας σύ , τῶν δεσμῶν ἐξέλυσας καὶ τῆς οἰκίας ἐξαπέστειλας | ||
| ἐν λέκτροις ἔκανον εὐνέτας . [ ] σὺ δ ' ἐξέκλεψας πῶς πόδ ' ὥστε μὴ θανεῖν ; [ ] |
| καὶ τοῖσι τῆς φωνῆς πόνοισι χρεέσθω , καὶ τοῖσι θεοῖσιν εὐχέσθω , καὶ καταστήσεται αὐτῷ ἡ ταραχή . Ἥλιον δὲ | ||
| δεσπόζοντι οἰκίας ἡ ταύτης κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἀνῆπται φροντίς . εὐχέσθω δὴ πᾶς θεῷ , ὅτῳ τὸ θεοφιλὲς ὤμβρησεν ἀγαθόν |
| λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις . πάλιν | ||
| λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις |
| ἧς ἄξων ὁ ΑΒ , κέντρον δὲ τὸ Ε , ἀσύμπτωτος δὲ ἡ ΕΤ , ἡ δὲ δοθεῖσα γωνία ὀξεῖα | ||
| , ΓΕ . Τῶν αὐτῶν ὄντων δεικτέον , ὅτι ἑτέρα ἀσύμπτωτος οὐκ ἔστι τέμνουσα τὴν περιεχομένην γωνίαν ὑπὸ τῶν ΔΓΕ |
| γʹ λα : ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου , Κόσμος . . . . . . . ξδ δʹ | ||
| τὸ φθειρόμενον ὑπὸ χρόνου μεταβάλλεται καὶ γηρᾷ : ὁ δὲ Κόσμος ἐν τοσούτοις ἔτεσιν ἀμετάβλητος μένει . Τοσαῦτα καὶ πρὸς |
| αὐτόθεν τοῖς σμιλιωτοῖς ἐκκοπεῦσιν ἐκκοπτέσθω , ὅλη ἐκ τῆς βάσεως ἀναιρουμένη : ἐὰν δ ' ᾖ πυκνὴ ἢ ὀστώδης , | ||
| ἀνοικοδεσπότητος ἢ ἀνεπικράτητος ἡ γένεσις εὑρεθῇ ὑπὸ μηδεμιᾶς κακωτικῆς ἀκτῖνος ἀναιρουμένη , τὴν προγεγονυῖαν σύνοδον ἢ πανσέληνον μοιρικῶς ἐπιγνόντας ἐπί |
| ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ | ||
| , ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα : “ αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα |
| αὐτὸ ἔλεγον καὶ στροφὴν καὶ προοίμιον . ἕνεκα μὲν τῶν εὐχαρίστων ταῦτα ἐγράφη μοι , ἀποδρέπεσθε δὲ καὶ ὑμεῖς τούτων | ||
| αὐτὸ ἔλεγον καὶ στροφὴν καὶ προοίμιον . ἕνεκα μὲν τῶν εὐχαρίστων ταῦτα ἐγράφη μοι , ἀποδρέπεσθε δὲ καὶ ὑμεῖς τούτων |
| , τῆς δὲ καθηκούσης φιλανθρωπίας στερισκόμενος πολέμιος γίνεται τῶν ἀνημέρως δεσποζόντων . Ὅτι Δαμόφιλός τις ἦν τὸ γένος Ἐνναῖος , | ||
| μετὰ βασιλικῆς ἀρχῆς , τοῖς δὲ ἀρχὴ ὑπεύθυνος βασιλικὴ , δεσποζόντων νόμων τῶν τε ἄλλων πολιτῶν καὶ τῶν βασιλέων αὐτῶν |
| ἄλλο ζῷον ἴῃ ἡ ψυχή , πῶς οὐκ ἄνθρωπος ; Λόγον τοίνυν δεῖ τὸν ἄνθρωπον ἄλλον παρὰ τὴν ψυχὴν εἶναι | ||
| . Λίσπαι , οἱ μέσοι διαπεπρισμένοι ἀστράγαλοι καὶ ἐκτετριμμένοι . Λόγον λαμβάνειν Πλάτων Πολιτείας πρώτῳ . Λύγη . σκιά , |
| τῶν Πλάτωνος εἰσαγωγὴν ποιούμενος . ἐν οἷς ἡ πρᾶξις . Ὄγδοον κεφάλαιον τῶν προτεθέντων τὸ ζητῆσαι τί τὸ εἶδος τῆς | ||
| οὐκ ἔστιν ἄδοξον καθ ' ὑπερβολὴν , ὥσπερ ἐνταῦθα . Ὄγδοον κατὰ τὸ ἀπερίστατον : οἷον ἀποκηρύττει τις τὸν ἑαυτοῦ |
| πόλις θηλυκῶς ὡς Εὐφορίων βουκολέων Τρηχινῖδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς . . Τυφρηστὸς καὶ πόλις καὶ ὄρος Τραχῖνος ἀπὸ Τυμφρηστοῦ τινος βασιλέως | ||
| τῶν Μαγνήτων ἀπὸ πόλεως Εὐρυάμπου λεγομένης . * καὶ * Τυφρηστὸς ὄρος Μηλιέων * . . καὶ τὸν δυναστὴν : |
| . εἰ γὰρ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον φίλον τέ ἐστι καὶ προσήγορον , δῆλον ὅτι καὶ ἀρχηγικωτάτην οὐσίαν ἐχόντων τῶν θεῶν | ||
| ἐπιμελητῇ βασιλικῶν , ὃν ᾔδει Λατίνῳ γενόμενον ἐν τοῖς μάλιστα προσήγορον . ὁ δ ' εἰς ὕλας ἐρήμους ἀγαγὼν αὐτὴν |
| τούτων καὶ πάθη . ἐπειδὴ γὰρ πορεύεται ἡ ὑπομονητικὴ ψυχὴ Ῥεβέκκα πυθέσθαι παρὰ θεοῦ , ἀποκρίνεται αὐτῇ , ὅτι „ | ||
| τὸν θεὸν ἱκετεύσαντος , ἐκ τοῦ ἱκετευθέντος ἔγκυος ἡ ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν |
| τὰ ἐναντία , οὐ βουλόμεθα . . : . . ἀβούλητόν τε καὶ ἀκούσιον . . : . . ἑκούσιον | ||
| δ ' , ὡς ἑτέρου τινὸς ἔργου χρησίμου χάριν ἠναγκάσθης ἀβούλητόν τι ὑπομεῖναι . πολὺς γὰρ ἂν εἴη ὁ λόγος |
| . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ | ||
| ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . Ἥ τις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . Ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν |
| καὶ ὁ σκόπελος , ὃν καλοῦσιν ἄκραν Ἰαπυγίαν , πολὺς ἐκκείμενος εἰς τὸ πέλαγος καὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολάς , ἐπιστρέφων | ||
| [ Καὶ Θεοδόσιος ὁ βασιλεὺς ἐκμελὴς ἦν καὶ πάσῃ ῥᾳθυμίᾳ ἐκκείμενος . . ἐκμελές . ] . , , : |
| τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ | ||
| ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός |
| Καῖσαρ τὸν τόπον , ὅτι ἐνταῦθα ἐνίκα τῇ μάχῃ τοὺς ἐπεξιόντας ἐπ ' αὐτὸν μετὰ Ἀντωνίου , καὶ λαβὼν ἐξ | ||
| ἔχειν χώραν τὴν γεωργουμένην . εἰκὸς οὖν ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν τὴν παρ ' αὐτοῖς γῆν γεωργεῖν . |
| ⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί | ||
| : ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν |
| . τινὲς δὲ παρὰ τὸ ἰαχή ἰαχός καὶ ἐν συνθέσει αὐΐαχος , ἵνα σημαίνῃ τὸν ξηρόφωνον , . , . | ||
| ' . . . . † αὐΐαχος : † ἄβρομος αὐΐαχος † ἢ παρὰ τὴν ἰὰν ἴαχος καὶ κατὰ πλεονασμὸν |
| ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ; | ||
| ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς |
| ὄνομα ῥηματικὸν ὄρτος , καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ | ||
| Ζεύς ” , ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ὀρτὸς καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω |
| ; Ἀρετὴ μὲν οὖν εἰς τέλος προιοῦσα καὶ ἐν ψυχῇ ἐγγενομένη μετὰ φρονήσεως θεὸν δείκνυσιν : ἄνευ δὲ ἀρετῆς ἀληθινῆς | ||
| διαφορουμένης τῆς ὑγρότητος . τὸ γοῦν μέρος , τουτέστι ἡ ἐγγενομένη θερμότης , μέρος τι ὁμώνυμον ἐποίησεν ἑαυτῇ , τουτέστι |
| μάλιστα τῆς Ἀφροδίτης ἑῴας ἀνατολικῆς οὔσης , εἰ δὲ Κρόνος θεωρήσῃ ἐκ θηλυκῶν προσώπων λύπας καὶ μερίμνας ποιεῖ , εἰς | ||
| ζῇ καὶ τούτους θεωρεῖ ὡς κακῶς πράσσουσιν . Ἐπειδὰν οὖν θεωρήσῃ πάντα , τί ποιεῖ ἢ ποῦ ἔτι βαδίζει ; |
| οὕτω λέγεται αἰσχυνθῆναι ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν , ὥστε τὸν μὲν Ἀπελλῆν ἑκατὸν ταλάντοις ἐδωρήσατο , τὸν δὲ Ἀντίφιλον δουλεύειν αὐτῷ | ||
| οὐ παρεφύλαξε τὸ ἴδιον τοῦ ζῴου . οἱ δὲ οὐκ Ἀπελλῆν φασι ταύτην τὴν αἰτίαν ἐνέγκασθαι , ἀλλὰ Νίκωνα , |
| , ἀλλ ' ὁ τὰς ἐσχάτας συμφοράς τε καὶ δυσπραγίας μεθαρμοσάμενος εἰς τὰς ἀνωτάτω καὶ πρώτας εὐτυχίας θεὸς ἦν , | ||
| , ἔθη τε καὶ νόμιμα καὶ ζηλώματα βίων τὰ κράτιστα μεθαρμοσάμενος ἀρχάς τ ' ἀποδείξας ἃς ἂν ἡγῆται σωφρονέστατα τῶν |
| ὃ μὲν τρεψίχρως , ὃ δὲ ναυτίλος . εἰς τὸν ναυτίλον τοῦτον φέρεταί τι ἐπίγραμμα Καλλιμάχου τοῦ Κυρηναίου , ὅ | ||
| κεκαλυμμένος ὀστράκῳ ἰχθύς , μορφὴν πουλυπόδεσσιν ἀλίγκιος , ὃν καλέουσι ναυτίλον , οἰκείῃσιν ἐπικλέα ναυτιλίῃσι : ναίει μὲν ψαμάθοις , |
| ἀπολυσάντων τοὺς ἀνοσίους . Πάσης δ ' ὑπὲρ πάντων τῆς κηλῖδος εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης , πολλὴ εὐλάβεια ὑμῖν τούτων ποιητέα | ||
| τῆς γενομένης ἀκαθαρσίας περὶ τὴν ἐσθῆτα . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς κηλῖδος τῆς ἐσθῆτος . εἰ δὲ προησόμεθα ] ἐντεῦθεν τὸ |
| . Ἀκέραιοι . οἱ ἔξω κήρας . Ἀκέφαλον ἀντὶ τοῦ ἀτελείωτον . Πλάτων Νόμων ἕκτῳ : „ μῦθον ἀκέφαλον ἑκὼν | ||
| . . Ἀκραῆ : . * . . Ἀκράαντον : ἀτελείωτον , ἀπλήρωτον : κραίνω , τὸ ἐπιτελῶ , κραντόν |
| τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως , | ||
| τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον |
| τὸ ῥῆμα παραδέχεται , ἀκώλυτον ἔσχε τὴν ἐπιπλοκήν , οὐκ ἐλεγχόμενον ἐκ τοῦ ὁμοειδοῦς . οὐ μὴν ἔτι ἐπὶ τοῦ | ||
| ἀνομολογηθήσεται . φήσει δὲ πάντως : οἶδα καὶ ὑπὸ ἀρετῆς ἐλεγχόμενον καὶ ὑπὸ φρονήσεως παιδευόμενον . διόπερ οὐ πᾶσαν κάκωσιν |
| τοῖς γαμοῦσιν . καὶ αἱ Σελῆναι δὲ τῶν δύο γενέσεων διαμετροῦσαι ἀλλήλας ἀπαίσιοί εἰσιν : διχονοίας γὰρ παραίτιαι . κρατήσει | ||
| τοῖς γαμοῦσιν . ἀλλὰ καὶ αἱ Σελῆναι τῶν δύο γενέσεων διαμετροῦσαι ἀλλήλαις ἀπαίσιοί εἰσιν : διχονοίας γὰρ παραίτιαι . κρατήσει |
| ἐν εἰρήνῃ καταστήσασθαι τὴν πολιτείαν . ἔοικε δὲ καὶ τῆς Ὀλυμπιακῆς ἐκεχειρίας ἡ ἐπίνοια πρᾴου καὶ πρὸς εἰρήνην οἰκείως ἔχοντος | ||
| τοῦ Κρόνου παῖδα Δία ὑμνεῖν . πιθανώτερον γὰρ τῆς νίκης Ὀλυμπιακῆς οὔσης τὸν Ὀλύμπιον Δία παρὰ τῷ Ὀλυμπιονίκῃ ὑμνεῖσθαι . |
| μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ . Ἀντίγραφον διαθήκης Ἀσήρ , ἃ ἐλάλησε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ ἑκατοστῷ εἰκοστῷ ἔτει ζωῆς αὐτοῦ . | ||
| πρὸς τὴν κατασκευὴν ἴδωμεν ὃν τρόπον εἰσφέρειν προσέταξεν . ” ἐλάλησε ” φησί „ κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων : εἰπὸν |
| λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ δέον δεῖν , ὡς πλέον πλεῖν . . | ||
| , ὄνομα ῥηματικὸν τρεερός , ὡς τήκω τακερός , καὶ συναλιφῇ τῶν δύο εε εἰς η τρηρός , μετὰ τοῦ |
| Λύκος καὶ ὄϊν ποιμαίνει . Κεραμέως πλοῦτος : ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθραύστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ | ||
| παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ , καὶ ἐπισκευαστὴς ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος . ʃ ἐκ σαθρότητος νέας ποιήσαντες . εἰρηναῖον |
| Λουδουεὶμ καὶ τοὺς καλουμένους Ἐνεμιγεὶμ καὶ τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλεὶμ καὶ τοὺς Πατροσωνιεὶμ καὶ τοὺς Χασλωνιείμ , ὅθεν ἐξῆλθεν | ||
| Ζελφὰν , τῷ αὐτῷ χρόνῳ ᾧ καὶ Βάλλαν συλλαβεῖν τὸν Νεφθαλεὶμ , τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει , μηνὶ πέμπτῳ , καὶ |
| ἐκείνου πεισθέντες ἀνεδέξαντο . σχῆμά τε οὐ τοῦτο τῇ διανοίᾳ πρεπωδέστατον ἦν , τὸ ἐπιτιμητικόν , ἀλλὰ τὸ παραιτητικόν : | ||
| ὅπως ἐν ταῖς ἱερουργίαις συλλειτουργῇ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῷ : πρεπωδέστατον δὲ τὸ τὸν ἱερώμενον τῷ τοῦ κόσμου πατρὶ καὶ |
| ] τὸν ἀξιόχρεων . τὸν φερέγγυον ] τὸν ἀντάξιον . φερέγγυον ] ἱκανώτατον . θ φερέγγυον ] τὸν ἀσφαλῆ καὶ | ||
| καὶ τὸ μὴ ἀμελεῖν μάθε . σθένος δὲ ποιεῖν εὖ φερέγγυον τὸ σόν . οὔτοι προδώσω : διὰ τέλους δέ |
| κἀπιχωρίοις ὄρνισι δεῖπνον οὐκ ἀναίνομαι πέλειν : τὸ γὰρ θανεῖν ἐλευθεροῦται φιλαιάκτων κακῶν . ἐλθέτω μόρος , πρὸ κοίτας γαμηλίου | ||
| . δαΐκτορος ] τοῦ γάμου δαϊκτῆρος τῆς καρδίας μου . ἐλευθεροῦται ] ἀντὶ ἐλευθεροῖ . τυχών : ἐμοῦ δηλονότι . |
| παρ ' αὐτοῖς μὴ ἀδικῇ , ἀλλ ' ἐάν τις ἐξαμαρτάνῃ , κολάζουσιν : οἱ δὲ ὑμέτεροι ῥήτορες τρυφῶσι . | ||
| . Οὐκοῦν βελτίων ἔσται , ἐὰν ἑκοῦσα κακουργῇ τε καὶ ἐξαμαρτάνῃ , ἢ ἐὰν ἄκουσα ; Δεινὸν μεντἂν εἴη , |
| τὰ λύτρα τε ἀπωσάμενος , προῖκα τοὺς αἰχμαλώτους ἀπέπεμψεν . Ἕνα δὲ ἐκ τῶν πρέσβεων Φαβρίκιον οὕτως ἠγάσθη καὶ ἐθαύμασεν | ||
| , ὥς τινα ἀντίτεχνον καὶ ἀντισοφιστὴν τῆς μαγγανείας αὐτοῦ . Ἕνα γοῦν τινα τῶν Ἐπικουρείων , τολμήσαντα καὶ διελέγχειν αὐτὸν |
| ' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
| Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
| ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
| ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
| κατὰ τὰς εὐχὰς Ῥαχήλ . Ἡ δὲ μήτηρ μού ἐστι Βάλλα , θυγάτηρ Ῥωθέου , ἀδελφοῦ Δεβόρρας , τῆς τροφοῦ | ||
| γεῦσις , ἣ αἰτία τῆς τῶν ζῴων διαμονῆς ἐστι : Βάλλα δὲ ἑρμηνεύεται κατάποσις : ἐκ ταύτης οὖν γίνεται ὁ |
| αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω θαυμαστόν : πέρδικι δὲ μετεῖναι αἰδοῦς ὑπέρσεμνον τοῦτο ἐκ τῆς φύσεως τὸ | ||
| σύνθετα ὁμοίως τοῖς ἁπλοῖς κλίνεται , καλλίτριχος ὁμήλικος . τῷ πέρδικι , τὸν πέρδικα , ὦ πέρδιξ . Δυϊκά . |