| , θεραπευθήσει τεμνόμενος . ἀπέθανεν : ἔμελλε γὰρ ὥσπερ θεραπευθεὶς ἄπονος ἔσεσθαι . εἰκὸς δὲ ἦν αὐτῷ χωρῆσαι τοῦτο , | ||
| μεθ ' ἁλὸς ὀλίγου . ὁ φορῶν τὸ περίαπτον τοῦτο ἄπονος ἔσται εἰς τὸ παντελές . Ἄλλο : Αἴγειον ἧπαρ |
| τῶν πολεμίων τείνει καὶ τείνεται ἀλκὴ καὶ βοήθεια ἡμῶν καὶ ἀποσόβησις τῶν πολεμίων δι ' ὀλίγου : τίς δέ ἐστιν | ||
| φθόνου , καταλειφθήσονται τοῖς θνητοῖς ἀνθρώποις : τοῦ κακοῦ δὲ ἀποσόβησις οὐκ ἔσται . ΙΤΟΝ , ἀντὶ τοῦ ἐλεύσονται . |
| ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
| : ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
| : τὰ μὲν γὰρ μελαγχολικώτερα φύσει , τὰ δ ' ὑδατωδέστερα , τὰ δὲ πικρόχολα ταῖς οὐσίαις ἐστίν . καὶ | ||
| καὶ ὄγκος ἐν γαστρὶ ἔνεστι καὶ φῦσα , καὶ οὐρεῖ ὑδατωδέστερα , οἷς χρὴ τεκμαιρομένην μηδὲν διδόναι , ἔστ ' |
| ἐρεθισμοὶ , ἐπιεικέως τὰ παρ ' οὖς ἐπάρματα . Φάρυγξ ἐπώδυνος , ἰσχνὴ , μετὰ δυσφορίης , ὀλέθριον ὀξέως . | ||
| . Μέλεος , συνήθως μὲν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐπίπονος καὶ ἐπώδυνος : παρ ' Ὁμήρῳ δὲ καὶ ὁ μάταιος . |
| μεμάθηκας δὲ καὶ ὅτι πάντα τὰ κεκαυμένα πλυνόμενα μετριώτερα καὶ ἀδηκτότερα γίνεται . Χαλκὸς κεκαυμένος ἔχει μέν τι καὶ δριμύ | ||
| τε καὶ χρυϲόκολλα καὶ χαλκῖτιϲ καὶ μίϲυ , καυθέντα δὲ ἀδηκτότερα , καὶ τοῦ χαλκοῦ τὸ ἄνθοϲ ὁμοίωϲ : ὁ |
| τῶν ἀργῶν : ἢ ὅτι οἴκοι γυναῖκας μένειν χρή . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν | ||
| . Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς λόγου ἀξίων . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν |
| πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ ἱππεῖ , | ||
| . οὐχ ἡμεροῦται δὲ κατὰ τὸν ἄλλον , οὐδὲ γίνεται τιθασός , ἀλλ ' ἄγριος ἐς τὸ ἀεὶ διαμένει . |
| πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις | ||
| τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον |
| προμήθεσαι [ ] υμος ἔλπομαι , πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καθαυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων : κλῦθ ' ἄναξ Ἥφαιστε , καί | ||
| ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι ξηρανεῖ . τάριχον δὲ ὡς τεταριχευμένον καὶ σαπρὸν |
| : ἀπὸ τοῦ οἴω ὃ σημαίνει τὸ φέρω : γίνεται οἰστός : καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ , ὑποιστὸς , καὶ | ||
| καὶ τὰ τοῦ τόξου μέρη , κέρας καὶ νευρὰ καὶ οἰστός . τὸ αὐτὸ καὶ βέλος καὶ τόξευμα : Θουκυδίδης |
| . πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
| εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
| τοῖσι ποσὶν ἐμπλάσσεται βοθροειδέα , καὶ ἤν τι φάγῃ , ἐμπίπλαται , καὶ φλεγμαίνει , καὶ ἐπειδὰν ὁδοιπορήσῃ καὶ ἔργον | ||
| ἅτε προσκειμένου τοῦ στόματος τῶν μητρέων τῇ λαπάρῃ , καὶ ἐμπίπλαται ἀπ ' αὐτέου , καὶ ἐξίσταται ἅτε πληρευμένη τοῦ |
| δὲ εὐώνυμος ὄρχις ἐν ἡμιόνου δέρματι δεθεὶς καὶ περιαφθείς , ἀσύλληπτόν ἐστι . δεῖ δὲ γράφειν ἐν τῷ δέρματι τοῦ | ||
| εὐστομαχίαν παρέχει . σὺν οἴνῳ δὲ συνεχῶς τὸ σπέρμα πινόμενον ἀσύλληπτόν ἐστι : καὶ σκορπίου δήγμασιν ἀντιπάσχει καὶ ἕλμινθας ἀναιρεῖ |
| δὲ καθ ' ἑαυτὸν ὁ ὀπὸς καὶ σὺν ὀροβίνῳ ἀλεύρῳ ἀναλαμβανόμενος καὶ ξηραινόμενος . Ἱππόφαιστον φύεται μὲν ἐν τοῖς αὐτοῖς | ||
| ἔστι δὲ θαμνίσκος μικρός , σὺν ταῖς ῥίζαις εἰς δεσμὰς ἀναλαμβανόμενος χειροπλήθεις : ἔχει δὲ καὶ φύλλα ἐπιμήκη , ὑπόξανθα |
| νύκτα , ὁπηνίκα διαπορθμεύωσι , τουτὶ δεδιότες τὸ ζῷον . Ἕλκος γὰρ πέλει τῆς ἀληθείας φθόνος : ἀπὸ γνώμης . | ||
| ἢν μὴ ἑκὼν οὕτω ποιέηται τὴν ἄφεσιν τῆς φύσης . Ἕλκος πέλιον καὶ ξηρὸν ἢ χλωρὸν γινόμενον , θανάσιμον . |
| χαρῇ ἐπ ' αὐτῷ καὶ ἐπὶ τοῖς προβάτοις εὐφρανθῇ . χαρήσεται δέ , ἐὰν πάντα ὑγιῆ εὑρεθῇ καὶ μὴ διαπεπτωκότα | ||
| Ἰδοὺ γὰρ παραγίνεται πρὸς σὲ σήμερον καὶ ὄψεταί σε καὶ χαρήσεται . Καὶ ὡς ἐτέλεσεν ὁ ἄνθρωπος λαλῶν τῇ Ἀσενέθ |
| καὶ ὅταν μεταβαίνῃ τὸ σῶμα καὶ ὅταν ψύχηται καὶ ὅταν ὑγραίνηται καὶ ὅταν καίηται . διὰ ταῦτ ' οὖν ἀφείσθω | ||
| οὕτω γὰρ ἂν ἥκιστα ἐκπίπτοι ἡ ἕδρη . Ἢν δὲ ὑγραίνηται ὁ ἀρχὸς , καὶ ἰχὼρ ἀποῤῥέῃ , περινίψαι τρυγὶ |
| Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι | ||
| φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ |
| αὐτοῦ , τάχιστα βάλλει αὐτὸν ἐκεῖσε τῷ δόρατι . θ βραδύνεται ] βραδεῖαν τὴν χεῖρα ἔχει . βραδύνεται ] βραδύς | ||
| Οἰδίπους , τί μέλλομεν χωρεῖν ; πάλαι δὴ τἀπὸ σοῦ βραδύνεται . Ὁ δ ' ὡς ἐπῄσθετ ' ἐκ θεοῦ |
| τίς πάτρα ; τίς ἡ στολή ; ˈ τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος ˈ λαλεῖ κροκωτῶι ; | ||
| ὄψεως ὀργάνοις , ἤδη ἐροῦμεν . Τῶν ὀφθαλμῶν οὖν πάθη τάραξις καὶ ὀφθαλμία , καὶ φλεγμονὴ καὶ ῥεύματος ἐπιφορά . |
| . τοιγαροῦν τοῦ μὲν τὴν πενίαν τοῦ δὲ τὸν πλοῦτον φθερεῖ , ἐπεὶ καὶ ὁ κεραυνωθεὶς αἰφνίδιον παρασημότερος γίνεται . | ||
| σύκων κλοπῆς φωράσεως . . . ἐξολεῖ : Ἐξολέσει , φθερεῖ ὄντας κακούς . οἴμοι τάλας : Φεῦ ὁ ἄθλιος |
| γεραιὰς ἐσπάρασς ' ἀπ ' ὀστέων . χρόνωι δ ' ἀπέσβη καὶ μεθῆχ ' ὁ δύσμορος ψυχήν : κακοῦ γὰρ | ||
| καὶ ἑκηβόλον ὅπλον καὶ πρόχειρον οὐκ οἶδ ' ὅπως τελέως ἀπέσβη καὶ ψυχρόν ἐστι , μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ |
| Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη | ||
| ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων |
| : ὅθεν καὶ βασιλεῦσι σπάνιον ἦν τότε καὶ περισπούδαστον . ἰσοστάσιος γὰρ ἦν ἡ πορφύρα πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη . ὅθεν | ||
| Ἰδού σοι γυμνός , ὡς ὁρᾷς , ἀληθῶς εἰμι καὶ ἰσοστάσιος τοῖς ἄλλοις νεκροῖς . Οὕτως ἄμεινον ἀβαρῆ εἶναι : |
| δὲ ἐν αὐτῷ λίθος κλειτορὶς ὀνομαζόμενος : ἔστι δὲ λίαν μελάγχρους : ὃν κόσμου χάριν οἱ ἐγχώριοι φοροῦσιν ἐν τοῖς | ||
| ἐρᾶν : νέος μὲν γὰρ ἦν ὁ Τρωίλος καὶ ὡραῖος μελάγχρους δὲ καὶ βαθυγένειος καὶ Ἀχιλέως ἐρώτων ἀνάξιος . μετὰ |
| Εὔβουλος δ ' ἐν Δευκαλίωνι : ἡπάτια , νῆστις , πλεύμονες , μήτρα . Λυγκεὺς δ ' ὁ Σάμιος , | ||
| ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος . Ἡπάτια , νῆστις , πλεύμονες , μήτρα . Ἀλλ ' ἔστι τοῖς σεμνοῖς μὲν |
| δέ ἐϲτιν ἀρθριτικοῖϲ ϲκοτωματικοῖϲ : τούτῳ ἕτερόϲ τιϲ ϲτομαχικευόμενοϲ , καταπίπτων ϲυνεχῶϲ ἐπιληπτικῶϲ ἐχρήϲατο καὶ ϲφόδρα ηὐχαρίϲτηϲεν . ἐϲτὶ δὲ | ||
| , λυθέντοϲ αὐτοῖϲ τοῦ ζωτικοῦ τόνου : ἀμυδρότεροϲ γὰρ καὶ καταπίπτων ἀεὶ ἐν ταῖϲ ὀλεθρίοιϲ παρακμαῖϲ τοῦ παροξυϲμοῦ γίνεται ὁ |
| ἐπιχαρὴς ὁ χρόνος ἔσται , καὶ εἰς ὃ ἂν ἐπιβάληται ἐπιτυγχάνει . τῆς δὲ Ἀφροδίτης θεωρουμένης ὑπὸ κακοποιῶν ἢ δυτικῆς | ||
| τὸ οἰκημάτιον ἔνθα ὁ Ἁβροκόμης πρὸ τῆς κολάσεως διῆγεν , ἐπιτυγχάνει τῷ γραμματιδίῳ τῷ Μαντοῦς πρὸς Ἁβροκόμην καὶ γνωρίζει τὰ |
| ἄκρως Ὅμηρος τὰς τοιαύτας διαφοράς . εὔμορφος εὐειδοῦς διαφέρει . εὔμορφος μὲν γάρ ἐστιν ὁ τὴν μορφὴν εὖ ἔχων , | ||
| εὐμορφότερός εἰμι , ὦ Μένιππε ; Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος : ἰσοτιμία γὰρ ἐν ᾅδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες . |
| βήττειν , λύττειν , ἐφ ' ὧν τὸ ἀνακογχυλιάσαι . ἔμπυος , ὑπόπυος . ὕφαιμος ἄναιμος , ἄνικμος , ὑπέρπλεως | ||
| ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης βουκόρυζαν βρυχᾶται δεδείπνηκας διήρτησεν δύσριγος Ἐλευθέριος ἔμπυος ἐξανέψιοι , ἐξανέψιαι ἐπισημαίνειν ἔσχεν ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον |
| εὐθυμίας καὶ ἱλαρότητος ἀπόλαυσιν : ἡδίων γὰρ αὐτὸς ἑαυτοῦ νήφοντος οἰνωθεὶς ὁ σοφὸς γίγνεται , ὥστε οὐδ ' ἂν ταύτῃ | ||
| Ἐπικάστην λέγουσι , χρήσαντος τοῦ θεοῦ μὴ γεννᾶν ὁ δὲ οἰνωθεὶς συνῆλθε τῇ γυναικί . καὶ τὸ γεννηθὲν ἐκθεῖναι δίδωσι |
| συγγενικῶν . οἰκέται : οἱ κατὰ τὴν οἰκίαν πάντες . οἰκόσιτος : ὁ ἑαυτὸν τρέφων μισθωτός . οἰκότριψ : οἰκογενὴς | ||
| ἀλλαχοῦ : οὐ δεῖ παρασιτεῖν ὄντα δυσάρεστον σφόδρα . ὅτι οἰκόσιτος λέγεται ὁ μὴ μισθοῦ ἀλλὰ προῖκα τῇ πόλει ὑπηρετῶν |
| ἀνάγκη συμβαίνειν ; Ναί , τοῦτό γε οὕτως ἔχει . Τοὐναντίον δέ γε αὖ μεταβαλόντα , εἰ ἄρα δεῖ τινα | ||
| οὐ σωφρονοῦσιν οὕτω πράττοντες ; Συνδοκεῖ μοι , ἔφη . Τοὐναντίον ἄρα ἐστὶν τὸ ἀφρόνως πράττειν τῷ σωφρόνως ; Ἔφη |
| πατραλοίας , . , . * ? Ἀπήμων : ὁ ἀβλαβής : παρὰ τὸ πήθω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔπαθον | ||
| μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος , ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς |
| φησί , φήμη ἀνεγειρομένη λάμπει , καὶ οὕτως ὡς ὁ ἑωσφόρος συγκρινόμενος τοῖς ἄλλοις ἄστροις , διὰ τὴν τοῦ Μελίσσου | ||
| εἰς ως θηλυκὰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάττει τὸ ω : ἑωσφόρος , ἡωσφόρος : οἷς , ἀκόλουθον καὶ τὸ φωσφόρος |
| εἴη ὁ μηνίσκος τῷ εὐθυγράμμῳ . ὅτι δὲ οὗτος ὁ μηνίσκος ἐλάττονα ἡμικυκλίου τὴν ἐκτὸς ἔχει περιφέρειαν , δείκνυσι διὰ | ||
| ΕΚ ΚΒ ΒΗ τμημάτων . τούτων οὕτως ἐχόντων ὁ γενόμενος μηνίσκος οὗ ἐκτὸς περιφέρεια ἡ ΕΚΒΗ ἴσος ἔσται τῷ εὐθυγράμμῳ |
| Ὑρκανίους καὶ τοὺς ἀμφὶ Τιγράνην : καὶ οἱ Πέρσαι δὲ ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἤδη δέ τινες τῶν προσχώρων καὶ ἵππους | ||
| . οἱ δὲ Λακωνικοὶ φρουροὶ ἐν τῷ ἡμίσει τοῦ Ὠιδείου ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἦν δὲ ταῦτα ἀρεστὰ καὶ τῶν πολιτῶν |
| δοκεῖ σοι ὀρθῶς ἁδελφὸς λέγειν ὁ πάντ ' εἰδώς ; Ἀδελφὸς γάρ , ἔφη , ἐγώ εἰμι Εὐθυδήμου , ταχὺ | ||
| ἔφην ἐγώ , ὁμομήτριός γε , οὐ μέντοι ὁμοπάτριος . Ἀδελφὸς ἄρα ἐστί σοι καὶ οὐκ ἀδελφός . Οὐχ ὁμοπάτριός |
| ἔχει καὶ κόρον , καὶ παρίσταται ταχὺ καὶ παύεται . ὀλιγοχρόνιος γὰρ ὁ καιρός ἐστι πρὸς ἑταίραν ἀνδρὶ μὴ σφόδρα | ||
| ἄλλου λόγου φησίν : εἴρηται δὲ ὅτι ὁ μὲν τριταῖος ὀλιγοχρόνιος μὲν , ἀκίνδυνος δὲ , ὁ δὲ ἀμφημερινὸς καὶ |
| . καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ | ||
| . καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ |
| ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι | ||
| δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι |
| στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει : | ||
| κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς |
| τῶι Πανδίονος . σὺ δ ' , ὥσπερ εἰκός , κατθανῆι κακὸς κακῶς , Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνωι πεπληγμένος , | ||
| ἔα . καὶ σὺ τῶνδ ' ἔξω κομίζου τειχέων ἢ κατθανῆι . πρὸς τίνος ; τίς ὧδ ' ἄτρωτος ὅστις |
| τὸ ψυχοπομπὸς νενομίσθαι . Ἑρμῆς ὁ τετρά - γωνος καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος | ||
| ἀνατέταται τὰς ὀφρῦς , τὸ βλέμμα δριμύς . ὁ δὲ σφηνοπώγων ἀναφαλαντίας , ὀφρῦς ἀνατεταμένος , ὀξυγένειος , ὑποδύστροπος . |
| , ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
| ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
| δὲ ἑπτὰ ἡμέραι παρέλθωσιν , ἢ ὀλίγῳ πλείους , ἢν ἀπύρετος ᾖ , καὶ μὴ φλεγμαίνῃ τὸ ἕλκος , τότε | ||
| καὶ περὶ τῶν ἐχόντων ἕλμινθας μετὰ πυρετοῦ . Εἰ δὲ ἀπύρετος ὑπάρχει , μηκέτι τὸ ῥοδόμελι δίδου μήτε πέπονα εὐχερῶς |
| ἀλλ ' εἴ ς ' ἀφείην μὴ φρονοῦσαν , ὡς θάνηις ; οἴμοι πότμου . ποῦ μοι πυρὸς φίλα φλόξ | ||
| γέροντα βαστάζων νεκρόν . θανῆι γε μέντοι δυσκλεής , ὅταν θάνηις . κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι . φεῦ |
| οἷον τὸ μηδέν . Γ Κόννος εὐτελής . Γ ⌈ Κόννος γὰρ Γ [ οὗτος ] τὰ πατρῷα κατέφαγε καὶ | ||
| δὲ ὡς περὶ πενήτων . Γ τραγαλίζοντα : ἐσθίοντα . Κόννος ? [ ] κιθαρῳδὸς ἦν πϚ * * . |
| ποταμοῖς καὶ ἐν θαλάσσῃ καὶ τὰ τῶν γονέων μειώσει , φιλονεικήσει δὲ πρὸς ὑπερέχοντας καὶ γαμήσει προβεβηκυῖαν , εἰ δὲ | ||
| προσ - κείσεται μελῳδίαις καὶ παιδιαῖς καὶ συναυλισθήσεται πόρναις καὶ φιλονεικήσει πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ λῃσταῖς ὁμιλήσει καὶ ὠφεληθήσεται |
| παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
| μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
| ἐνεψήσας εἰς ἐλαίου γο . γʹ . δίδου ἅμα καὶ διάκλυζε . ἄλλο . πήγανον ὁμοίως ἐνεψήσας ἴσῳ ἐλαίῳ , | ||
| ἐλαίου τήξας εἰς ὀθόνιον κατάπλασσε . Ὕδατι ἢ γάλακτι ἐγχυματίζων διάκλυζε ἢ μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ἔγχριε , ὥστε δάκρυον ἐκκριθῆναι |
| γένος καὶ ἀδελφοί , ἐρώμενοι δὲ ἀμφότεροι τοῦ Ἀντιόχου . πολυπότης δὲ ἦν καὶ Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς ὁ κληθεὶς Ἐπιφανής | ||
| τῶν κινδύνων , τὰ δὲ διὰ μέθην : ἦν γὰρ πολυπότης καὶ πολλάκις μεθύων ἐξεβοήθει . ἐν δὲ τῷ τρίτῃ |
| . Οἴμοι τάλας , ὡς ὠχρίας ' αὐτὴν ἰδών . Ὁδὶ δὲ δείσας ὑπερεπυρρίασέ σου . Οἴμοι , πόθεν μοι | ||
| Νοεῖ μὲν ἕτερ ' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος |
| λεῖμμα δὲ τὸ διὰ διφθόγγου τὸ λειπόμενον . λύμη καὶ λήμη καὶ λοιμικὴ διαφέρει . ἡ μὲν γὰρ λύμη φθορά | ||
| φθορά τίς ἐστιν ἐπὶ ψυχῆς διαβαίνουσα . ἡ δὲ ἑτέρα λήμη ἡ διὰ τοῦ η λευκόν τί ἐστιν ἔνυγρον , |
| φυγοῦσα . ληιάς : αἰχμάλωτος , δοριάλωτος . ἀηθέσσουσα : ἀηθὴς οὖσα . δύης δὲ κακοπαθείας . ἀοιδαῖς : ταῖς | ||
| φυγοῦσα . ληιάς : αἰχμάλωτος , δοριάλωτος . ἀηθέσσουσα : ἀηθὴς οὖσα . δύης δὲ κακοπαθείας . ἀοιδαῖς : ταῖς |
| : ἔμφρων διετέλει : πρὸ τριῶν ἡμερῶν τῆς τελευτῆς , ῥεγχώδης ἐν φάρυγγι , καὶ πάλιν ἐπανίετο , ἐτελεύτησεν . | ||
| σημεῖον περὶ χεῖρα ὑποπέλιον . Καὶ ἑτέρη ἐπὶ τοῦ ὑπερῴου ῥεγχώδης : γλῶσσα ξηρὴ , περιπλευμονική : ἔμφρων ἔθανεν . |
| , εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ | ||
| στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ |
| διψᾷ , ζητεῖ πηγήν , καὶ ὡς πίνει τῇ δίψῃ φλεγομένη , τότε ὁ ἄρρην ἐπιβαίνει αὐτήν . ἀναγκαζομένη γὰρ | ||
| αὐτός , ἣ δὲ τῷ πόθῳ τοῦ τέκνου τείρεται καὶ φλεγομένη οἰστρεῖται , καὶ βουλομένη λύσασα ἀπάγειν ἐμβάλλει τὰ κέρατα |
| ὡς λέγω σοι , σύγχεον . ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ | ||
| ὡς λέγω σοι , σύγχεον . ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ |
| ὑποκλύσαι . Πρὸ δὲ τοῦ φαρμάκου τῆς πόσιος , ἢν πυρεταίνῃ , ἕωθεν μὲν διδόναι μελίκρητον ὑδαρές : τὴν δὲ | ||
| φλέγματος , ἀλλ ' ἢ ἀπὸ κόπου , ἢ ἄλλως πυρεταίνῃ , ὕδωρ θερμῆναι πολλὸν , ἔπειτα ὑπερχέων τὴν κεφαλὴν |
| τὴν ἀπ ' οἴνου Ἰταλικοῦ παλαιοῦ ἢ ὁμοίου τούτῳ . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει | ||
| ὅτι πάντα τὰ κεκαυμένα πλυνόμενα μετριώτερα καὶ ἀδηκτότερα γίνεται . Χαλκὸς κεκαυμένος ἔχει μέν τι καὶ δριμύ , καὶ στύψεως |
| α οὐκ ἀγορανομήσεις β οὐ κληρονομήσεις τὸν φίλον . μὴ ἔλπιζε γ ἕξεις ἐσχάτην καλήν , ὀλίγην δέ δ οὐχ | ||
| , ἄρτι δὲ οὔ ε οὐ πρεσβεύσεις μόνος . μὴ ἔλπιζε Ϛ οὐ φυγαδευθήσῃ . μὴ φοβοῦ ζ οὐ γενήσῃ |
| σπερμάτων χείρω διὰ ταύτας τὰς αἰτίας . Ἡ δ ' ἐπέτειος βλάστησις , αὕτη γὰρ οἷον δευτέρα γένεσίς ἐστιν , | ||
| γίνεται μετὰ τὴν βλάστησιν : τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπέτειος ἡ τούτων , ἀλλ ' εἰς πλείω χρόνον ἡ |
| διακρίνειν εἶχες , ὥσπερ ὄψει τῇ διανοίᾳ . πότε γὰρ σκέπτῃ , εἰ τὰ μέλανα λευκά ἐστιν , εἰ τὰ | ||
| πόλεις βουλόμενοι πορθεῖν . διανοεῖ ] ἐπινοεῖς ; διανοῇ ] σκέπτῃ . . , ἐνθυμεῖ , ἐνθυμῆσαι , θέλεις , |
| αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ | ||
| αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ |
| , καὶ διαφεύγει ὑπὸ τῶν αὐτέων . Τερηδών : ὅταν τερηδὼν γένηται ἐν τῷ ὀστέῳ , ὀδύνη λαμβάνει ἐκ τοῦ | ||
| ἐπ ' αὐτῆς ὁ θάνατος . δυσίατος δ ' ἐστὶ τερηδὼν ἡ διὰ πάχους γεγονυῖα , τῆς μήνιγγος κατὰ φύσιν |
| ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός | ||
| τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ |
| ἀλλὰ καὶ τὸ ἴχνος ἐὰν πατήσῃ τοῦ λύκου , παραχρῆμα ἐκτιτρώσκει . Ἄνθρωπον ἀπὸ χρησμοῦ ἰατρεύοντα ἑαυτὸν βουλόμενοι σημῆναι , | ||
| δ ἐὰν μισθώσῃ , κερδήσεις ε οὐκ οἰκονομεῖς ἄρτι Ϛ ἐκτιτρώσκει καὶ κινδυνεύσει ζ δάνεισον ἐπὶ ὑποθήκῃ η οὐ πωλεῖς |
| . ἐὰν δὲ ἡ Ἀφροδίτη ἔσται εὔμορφος , εὔκοσμος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα μελάγχρους , εὔσαρκος | ||
| ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἔσται εὔμορφος ὁ κλέπτης , εὔκομος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα ὑπό τι μελάγχρους |
| δεῖ . ” Ὀφθέντος σου μόνον , ὦ Σώκρατες , ῥαΐσει : καὶ γὰρ ἤδη πολλάκις αὐτῷ γέγονεν συμπτώματος ἀνασφῆλαι | ||
| . . ἢ καὶ δίχα τοῦ ἰατροῦ αὐτομάτως ἡ νόσος ῥαΐσει . ἐὰν δὲ κακοποιὸς μὲν ὡροσκοπῇ , ἀγαθοποιὸς δὲ |
| εἴρηνται τοῖς ἄλλοις . ἐν τῇ Σικελίᾳ δὲ γίνεται ἡ θάψος . ταύτης δὲ τῷ χυλῷ χρῶνται πρὸς ὄφεις . | ||
| , διεξελεύσομαι . Ἔστι τις νῆσος Σικελία , ἐν ᾗ θάψος τις λεγομένη γίγνεται βοτάνη . Ταύτης τῆς θάψου τὴν |
| προκοπήν , παρθένῳ ψόγον , χήρᾳ ὕβριν . Πῆχυς δεξιὸς ἁλλόμενος βλάβην δηλοῖ : δούλῳ εὐφρασίαν , παρθένῳ ἀπορίαν , | ||
| . Ὁ δὲ εὐώνυμος κέρδος ἀπροσδόκητον δηλοῖ . Ἀγκὼν δεξιὸς ἁλλόμενος ὠφέλειαν δηλοῖ , δούλῳ κακῶν ἀπαλλαγῆναι , παρθένῳ ψόγον |
| ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , ὁμότεχνος , ὁμόσκηνος , ὁμοδίαιτος , ὁμογνώμων , | ||
| εἰ τὰ μάλιστα αὐτὸς μὲν μὴ εἶπεν , ἕτερος δὲ ὁμότιμος εἴρηκεν ὡς ἐκείνῳ προσήκοντας , εἰς ταυτὸν ἀφικνεῖται . |
| Οὐ γὰρ σκευασίᾳ τινὶ γίνεται ὁ χαλκὸς λευκὸς , φύσει πυῤῥὸς ὤν , . ΑΡΗΣ . Ἤγουν βλάβης : ἐξ | ||
| ἐρυσίμου καρπὸν πεφωσμένον τρῖψαι καὶ ἐν οἴνῳ διδόναι . Ῥόος πυῤῥὸς ῥέει , οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος πουλύ τε καὶ |
| καὶ ὡς ἀπὸ θεοῦ μῆνιν ἔχων διατελέσει * * * ἠπιώτερος γενήσεται καὶ μετὰ βραδυτῆτος καί τινων ἀνυστικός . Κρόνος | ||
| ἐν τῷ στήθει ψόφοι : ἱδρώδης τὰ πολλά : πρωῒ ἠπιώτερος ὁ πυρετός : καὶ φρῖκαι ἔστιν ὅτε ἐλάμβανον : |
| καὶ Ζεῦ πανδερκέτα βροτῶν , ἴδετε τάδ ' ἔργα φόνια μυσαρά , δίγονα σώματ ' ἐν † χθονὶ κείμενα πλαγᾶι | ||
| σκῦλα μὲν βροτοφθόρα χαίρεις ὁρῶσα καὶ νεκρῶν ἐρείπια , κοὐ μυσαρά σοι ταῦτ ' ἐστίν : εἰ δ ' ἐγὼ |
| Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖν , καὶ τράγος εὐπώγων αἶψ ' ὅλος ἐστὶ Πλάτων . Εἰ ταχὺς εἰς | ||
| ] φάραγγος ὠιήθην ? [ μακρῆς , ὀ δ ' εὐπώγων [ ] τε κεὔκερως [ . ἐπεὶ δὲ δὴ |
| δὲ ὅτι τὴν ἐπιβάλλουσαν ἰσχὺν περιπεποίηται , ἀήττητος ὢν καὶ ἀκαταγώνιστος , παρ ' ὃ καὶ οὔτε ἀναγκάζεται ὑπό τινος | ||
| ὀφθαλμὸν ἐμβάλλῃς τοῖς προειρημένοις καὶ φορῇς , ἔσῃ εἰς πάντα ἀκαταγώνιστος , νικῶν εἰς πᾶν πρᾶγμα καὶ ἐπιτυγχάνων . φεύξεται |
| , οἷον κέκραται χαλκοκράς χαλκοκρᾶτος , ὁ χαλκῷ κεκραμένος , νεοκράς νεοκρᾶτος , ὁ νεωστὶ κεκραμένος , βέβληται ἀβλής ἀβλῆτος | ||
| . ≌ . . ̈ . : . . . νεοκράς ὁ νεωστὶ κεκραμένος . . . . , = |
| ' Ἄρης ἰσόμοιρα δι ' αἰθέρος ἀκροπολεύῃ , τηνίκα τοι θεόληπτος ὁ φὺς ἐν σχήματι τοίῳ γίνεται , ἔκπληκτός τε | ||
| οἷς προσθετέον τὸ θεομανεῖν , τὸ θεοκλυτεῖν , θεολογεῖν . θεόληπτος , φοιβόληπτος , νυμφόληπτος , μουσόληπτος , ἐκ Πανὸς |
| ποιέειν . Ὅταν δὲ ὡς πρὸς τὰ ὑποχόνδρια προσπέσωσι , πνίγουσιν : ἐπὴν ἐνθάδε τὸ τέρθρον ᾖ τοῦ πάθεος , | ||
| οὐδὲ θυμιᾷ οὐδὲ σπένδει , οὐδὲ σφάττουσι τὸ ἱερεῖον ἀλλὰ πνίγουσιν , ἵνα μὴ λελωβημένον ἀλλ ' ὁλόκληρον διδῶται τῷ |
| εὔοπλος : ἡ δὲ ποδῶν ἀρετὴ εὐποδία . εὔφορος , εὔθυμος , θυμοειδής , εὐσχήμων , εὐπρεπής , μεγαλοπρεπής , | ||
| θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος , εὔθυμος , εὐθυμία , ἀθυμία , ἀθυμῶν , ἀθυμοῦσιν ὡς |
| εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως | ||
| προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ |
| τι τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως | ||
| πάντα τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως |
| κοῦφα τίταινον ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη | ||
| ὡς ἕβδομος ἑβδόματος , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν ἑβδομάτη ἑνδεκάτη . ὅτι δὲ ἐκ παραθέσεων δύο ἓν γίνεται |
| ἐστι καὶ συνεστραμμένος καὶ ἀπορητικός , κατὰ δὲ τὴν φράσιν ἀπέριττος διὰ τὴν τῆς ἀληθείας εὕρεσίν τε καὶ σαφήνειαν , | ||
| μὲν γὰρ ἡ φύσις ἀκριβὴς καὶ φιλότεχνος καὶ ἀνελλιπὴς καὶ ἀπέριττος . “ οὐδέν , ὡς ἔφησεν Ἐρασίστρατος , ἔχουσα |
| : ὅθεν καὶ ἐνιαυτὸς ὁ ἐνιαυτός ὁ ἑνὸς ὁ ἀεῖ νεάζων . οὕτως Ἡρακλείδης . Σωφροσύνη : διὰ τὸ σῶα | ||
| ἔχειν : ὅθεν καὶ ἐνιαυτὸς ὁ ἔνος , ὁ ἀεὶ νεάζων . οὕτως Ἡρακλείδης . Σκότος : ἀπὸ τοῦ σκιάζειν |
| . Φοβοῦ τὸ γῆρας : οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον . Φίλος φίλῳ γὰρ συμπονῶν αὑτῷ πονεῖ . Φίλων τρόπους γίνωσκε | ||
| ὡς θνητὸς ὢν δυνήσεται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν , ἐπένθει . Φίλος δὲ αὐτοῦ τις , Δημέας ὀνόματι , παρακαλέσας τοὺς |
| Μυκήναις τῶι λόγωι . πατὴρ δέ νιν θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε : Ὦ παῖ , τί πάσχεις ; τίς | ||
| ἐρχόμεσθ ' Ὀλυμπίωι Διί . κλύων δὲ ταῦτ ' Αἴγισθος ἐννέπει τάδε : Νῦν μὲν παρ ' ἡμῖν χρὴ συνεστίους |
| Ἐπικλίνουσι : ἐπιβάλλουσιν . Τις : αὐτῶν . προθορῶν : προπηδήσας ἢ προδραμών . ἑτέρης : μιᾶς . ἑτέρης στιχός | ||
| θυμόν , οὐ μὴν ὅ γε θυμὸς εἰς ἀβουλίαν ἠρέθισε προπηδήσας τοῦ λογισμοῦ . δύναμιν γὰρ ἀποχρῶσαν ἀγείρας τὴν ἐκείνων |
| τέττιξ οὐκ ἔνεστι θήλεια , ἀλλ ' οἷά τις Θεανὼ σιωπῶσα τὰ ἄῤῥητα . Τευτάζειν βούλει τὸν ἄνθρωπον : ἀντὶ | ||
| ἐστὶν ἡ ποιητικὴ ζῳγραφία λαλοῦσα , ἡ δὲ ζῳγραφία ποιητικὴ σιωπῶσα . τίς οὖν πρῶτος ἢ τίς μᾶλλον Ὁμήρου τῇ |
| δέ ἐστιν ἡ ἐκ τοῦ σύνεγγυς ὑπὸ σιδήρου πληγή . ἐλέατρος καὶ ἐδέατρος διαφέρει . ἐλέατρος μὲν γάρ ἐστιν ὁ | ||
| ἐδίστασεν . ἀρχὴ τοῦ ε ἐλεάτρος καὶ ἐδέατρος διαφέρει . ἐλέατρος μὲν γάρ ἐστιν ὁ μάγειρος παρὰ τοὺς ἐλεούςἐλεοί εἰσιν |
| Λέβηναν στάδιοι οʹ : ἐκεῖ παράκειται νησίον , ὃ καλεῖται Ὀξεῖα : ὕδωρ ἔχει . Ἀπὸ Λεβήνας εἰς Ἁλὰς στάδιοι | ||
| Αἴας , τὸν σὸν ὡς ἐπῃσθόμην μόρον διώκων κἀξιχνοσκοπούμενος . Ὀξεῖα γάρ σου βάξις ὡς θεοῦ τινος διῆλθ ' Ἀχαιοὺς |
| ' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ | ||
| τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ |
| δὲ καὶ τὰς καλουμένας κοπίδας : ἐστὶν δ ' ἡ κοπὶς δεῖπνον , μᾶζα , ἄρτος , κρέας , λάχανον | ||
| ὁ Ξενοφῶν πάλιν ἐχρήσατο τ῀ λέξει . . σάγαριν ] κοπὶς ἢ πέλεκυς . . ἔς τε ἀντὶ τοῦ ἕως |
| τὸ πτερὸν ἄρδεσθαι : πάντα δὲ ταῦτα μεταφορικῶς λέγει . Ἱδρώς , τουτέστι θεῖος ἱδρώς : ἐνταῦθα γὰρ οὖσα ἡ | ||
| ὥστε κουφίζεσθαι τὸ ἡγούμενον τῆς ψυχῆς μέρος . οβʹ . Ἱδρώς ἐστι περιήθημα τῆς ἐν τῷ αἵματι λεπτῆς καὶ ὀῤῥώδους |
| τι μέρος τοῦ σώματος στενότης ἄπονος , μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή , ψιλὴ ἢ τετριχωμένη . πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη | ||
| ἀναδέδρομεν οἴδει , ἄλλοτε φοινίσσουσα , τότ ' εἴδεται ἄντα πελιδνή : ἄλλοτε δ ' ὑδατόεν κυέει βάρος , αἱ |
| διαφορεῖται [ ] κατὰ τὸν χρόνον . τὸ δὲ ἰῶ ἰῶμαι ἰός , κριῶ κριός , ἀνιῶ ἀνία . Τὰ | ||
| . ἰῶμαι καὶ σπλῆνα καὶ ὀρθόπνοιαν ἀνιγρήν , καὶ φθίσιν ἰῶμαι , σπασμὸν ἐνιστάμενον , καὶ σφαλερὴν πλευρῖτιν : ἀποπτύων |
| καὶ δοῦναι , καὶ ἐᾶσαι ὑπνῶσαι : καὶ ἢν μὲν στρόφος γίνηταί οἱ περὶ τὸν ὀμφαλὸν , κύει : ἢν | ||
| ἀλγηδὼν ἐνείη , καὶ ἅμα τῷ ἀλγήματι ἢ βηχίον ἢ στρόφος ἢ πόνος κοιλίης : ὅταν δέ τι τουτέων παρῇ |
| ὁ μὲν τῆς δικαιοσύνης ἄγγελος τρυφερός ἐστι καὶ αἰσχυντηρὸς καὶ πραῢς καὶ ἡσύχιος . ὅταν οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν καρδίαν | ||
| παρ ' Αἰτναῖον ξένον , ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς , πραῢς ἀστοῖς , οὐ φθονέων ἀγαθοῖς , ξείνοις δὲ θαυμαστὸς |