| ἐξ αὐτοῦ : τὸ δὲ ὀῤῥῶδες περίττωμα ἀποτρίβεται διὰ τῆς ἀποκριτικῆς ὡς ἄχρηστον . ἐν ὅσῳ δέ ἐστιν ἐν ταῖς | ||
| διὰ τὴν θλίψιν , ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς ἀποκριτικῆς δυνάμεως . εἴρηται γὰρ ὅτι καὶ τὰ ἔντερα καὶ |
| λόγους τοῦ σώφρονος , τοὺς δὲ περὶ τοῦ θείου καὶ ἀναγωγοῦ οὐδέπω . Διὸ αὐτὸς μὲν ὡς ἄνθρωπος ἀποπαύεται , | ||
| βούλεται διαλαβεῖν καὶ περὶ τοῦ ἀμείνονος καὶ ἐγκρατοῦς ἔρωτος καὶ ἀναγωγοῦ ἵππου , ὅτι ἕλκεται μὲν ἅτε δὴ σώματι προσομιλοῦσα |
| . εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν | ||
| ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος |
| πολλῇ , ἔχον τὴν εὐθηνίαν ἐν ἑαυτῷ . ἐὰν δὲ ὀξυχολία τις προσέλθῃ , εὐθὺς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον , | ||
| πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκτρίβει αὐτό . εἶτα πάλιν ἡ ὀξυχολία ὅταν κολληθῇ τῷ ἀνθρώπῳ περὶ πράγματός τινος , καὶ |
| γε ” φαίνεται “ αἰσθάνεσθαί ἐστιν ; Ἔστιν γάρ . Φαντασία ἄρα καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι | ||
| τόπου τῆς μάχης . Προτροπὴ εἰς ἀνδρείαν καὶ πειθανάγκην . Φαντασία πλήθους . Φαντασία ὀλιγότητος . Τακτικά . Περὶ τῆς |
| βλάψει κοινῇ σύμπαντα , φωνήν , ἐκφύσησιν , ἐκπνοήν , εἰσπνοήν . οὐ μὴν ἥ γε ἔμφραξις τῆς ῥινὸς ἀδικεῖ | ||
| εἰς τὸ ἐντὸς ἀνθυποχωρήσει τῶι ἀερώδει τὴν ἀντεπείσοδον παρεχομένου τὴν εἰσπνοήν . τὴν δὲ νῦν κατέχουσαν φερομένου τοῦ αἵματος ὡς |
| ἐνέπιπτον ἀθυμίαι καὶ ἀπαλλαγῆς βίου ἐπιθυμίη , ὁτὲ δὲ πάλιν εὐθυμίη . Ἡ δὲ Κόνωνος θεράπαινα , ἐκ κεφαλῆς ὀδύνης | ||
| ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη . πάγχυ δὲ τοῖϲι τοιουτέοιϲι ξυνομαρτέει δυϲελπιϲτίη : τίϲ |
| Εὐφράτου , πλὴν ἐν παραδείσοις σπάνια καὶ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας σωζόμενα . Διονυσιακὸν δὲ καὶ τὸ σινδονοφορεῖν καὶ τὸ μιτροῦσθαι | ||
| πᾶσαν παιδείαν ἀναγράφοντι βίους , τὰ εἰς τὴν ἐμὴν ἀκοὴν σωζόμενα , διάφορον οὐδὲν εἰ καὶ τῶν εἰς αὐτοὺς ἐξημαρτηκότων |
| Εἰπὼν οὖν περὶ τοῦ ἔρωτος τοῦ κατὰ κατόρθωσιν καὶ κατὰ ἀπόπτωσιν γινομένου , καὶ ὡς τὰ ἄκρα εἰπὼν , βούλεται | ||
| Ἐργοτέλη : καὶ γὰρ οὗτος ἐκ πημάτων τῶν περὶ τὴν ἀπόπτωσιν ἀγαθὸν ἔσχε τὴν νίκην . υἱὲ Φιλάνορος : ὁ |
| τῆς ψυχῆς ἢ εἴδη τρία : λογιζόμενον , θυμούμενον , ἐπιθυμοῦν . ἀναγκαῖον οὖν καὶ τριττὴ πολιτεία ἐγένετο , ἔχουσα | ||
| ' ἂν οὕτως ἀσφαλῶς ἐκπλεῦσαι : οἱ δὲ τὸ μὲν ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς |
| παρέχειν τῷ σώματι . παυσαμένου δὲ τοῦ πυρετοῦ ἢ καὶ μειωθέντος οὐ δεῖ κατακεχρῆσθαι τοῖς ψύχουσιν : ἐγχρονίζειν γὰρ ἐπὶ | ||
| ἀσφαλεῖς καὶ καταγωγαί , ὡς δέ τινες γράφουσι τοῦ ναυτικοῦ μειωθέντος αὐτῷ διὰ τὴν ἔμπρησιν , ἣν ἐποιήσαντο τῶν γυναικῶν |
| σχῆμα τοῦ λόγου . τῇ γὰρ ἀντιπαραθέσει τοῦ ἥττονος ἡ εὐτέλεια δείκνυται . καταγλωττισμάτων : εἶδος φιλημάτων περιεργότερον τὸ καταγλώττισμα | ||
| . Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία : αὐτάρκεια . |
| καὶ χρήμασι δουλεύων καταφρονείσθω ὡς μικρόψυχος ὢν καὶ ἀνελεύθερος καὶ καταπληττόμενος ὑπὸ κτημάτων πολυτελῶν καὶ βίου τραγῳδουμένου , καὶ . | ||
| ἕπηται τῇ τὰς κατὰ μέρος ἀρετὰς τυπούσῃ σφραγῖδι κατανοῶν καὶ καταπληττόμενος αὐτῆς τὸ θεοειδέστατον κάλλος ἤ τινι προσέρχηται δεξαμένῃ τὸν |
| τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος | ||
| τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν |
| ψυχὴν τοῦ φιλομαθοῦς καὶ ἐλπίδα τελειώσεως ἔχοντος , ἐπειδὴ τροφῆς πεττομένης συγκραταιοῦν ἑκάτερον ἀγγεῖόν ἐστιν , ὁ μὲν τῆς διὰ | ||
| ἐν τῷ ὕπνῳ γενομένης πέψεως κατὰ λόγον καὶ τῆς τροφῆς πεττομένης , ἀναδίδοται ἡ ὑγρότης , καὶ ἕκαστον τῶν μορίων |
| λέγει . κθʹ Τῇ καθ ' αὑτὴν διεξόδῳ ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ Τὴν πᾶσαν κίνησιν αὐτῆς βούλεται ἐμφῆναι . Ἐπειδὴ | ||
| διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ ' αὑτήν , ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται , μνήμην δ |
| τῆς ἡμέρας καὶ τοῦ Ἡρώδου βραδύνοντος ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως καὶ τέχνην αὐτὸ ᾤοντο , ὅθεν ἀνάγκη | ||
| πλείους , φαντασίαι δὲ αἱ πλείους ψευδεῖς καὶ τῆς αἰσθήσεως ἐκλυομένης . δῆλον δέ : οὐ γὰρ λέγομεν , ὅταν |
| ; Μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας : ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ τοῦ ὅλου καὶ παντὸς ἀεὶ ἐπορέξεσθαι θείου | ||
| , μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας . ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ φιλίας ἀληθινῆς ἐπορέξεσθαι . ὁρῶμεν γάρ που |
| , δριμυτάτη δέ ἐϲτι καὶ θερμαντικὴ ἐγγὺϲ τοῦ καίειν ἔξωθεν προϲτιθεμένη ϲὺν ἄλλοιϲ : εἴϲω γὰρ τοῦ ϲώματοϲ οὐχ οἷόν | ||
| καὶ κοιλιακοῖϲ ἁρμόττει . Νάρκη θαλαϲϲία τοῖϲ κεφαλαλγοῦϲιν ἔτι ζῶϲα προϲτιθεμένη κατὰ τῆϲ κεφαλῆϲ ἀνωδυνίαν ἐργάζεται , ἴϲωϲ αὐτῷ δὴ |
| ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα , | ||
| ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις |
| χρῄζει γὰρ πλείονοϲ ἑψήϲεωϲ . εἰϲ διαχώρηϲιν δὲ γαϲτρὸϲ οὔτε ϲυντελεῖ οὔτε ἐναντιοῦται . Δαμαϲώνιον ἢ ἄλιϲμα . Ταύτηϲ τῆϲ | ||
| καὶ ἄλλο . καὶ ἱδρῶταϲ καὶ οὖρα προτρέπει καὶ ὕπνοιϲ ϲυντελεῖ . εἰ μὲν οὖν ἐπὶ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καταϲταίη τὸ |
| μετρίας θερμαίνεται καὶ ἀντιθερμαίνει τὸ σῶμα , καὶ ἀραιοῦν ἐπὶ διαφόρησιν τὰ περιττώματα προτρέπεται . ἐπειδὴ τοίνυν ἐπὶ τῶν κεκοπωμένων | ||
| τὴν τῆς αἰσθήσεως νάρκωσιν καὶ τὴν ἀλλοίωσιν τῶν δακνόντων καὶ διαφόρησιν . Ναρκοῦται μὲν οὖν ἡ αἴσθησις διὰ τῶν ψυχόντων |
| ἡμέραν ἅπερ δεῖ παθεῖν τῶν φαύλων τὸν φόβον προμαραίνει : ἀμβλύνεται γὰρ τὸ χαλεπὸν ὑπὸ τῆς εὐθυμίας ἐπιτριβόμενον , οὕτως | ||
| ἐπειδὰν δὲ ὑπερκύψῃ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὸν δεῦρο τόπον , ἀμβλύνεται καὶ ἀμαυροῦται : καὶ μόλις ἂν αὐτοῦ γνωρίσαι τὴν |
| τοσαύτην ἀποτελοῦν διὰ τὸ τῆς ἐνεργείας ἀδιάλειπτον ἐν τῷ σώματι πύρωσιν , ὥστε , εἰ μὴ παρ ' ἕκαστον ἀναψύχομεν | ||
| . φησὶν οὖν : καὶ τοῦ ἀέρος διαυγάσαντος , διὰ πύρωσιν καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς ἐγένετο πνεύματα καὶ |
| καὶ ἀπαλθήσεσθον : σημαίνει δὲ τὸ ἰαθήσεσθον . τὸ δὲ ἀλθῶ παρὰ τὸ ἄλδω , ὃ σημαίνει τὸ αὐξάνω . | ||
| : τὸ ἐθνικὸν Ἀπτερεύς . . . ἀπαλθήσεσθον : ἀλθέω ἀλθῶ πρώτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , ὁ μέλλων ἀλθήσω ἀλθήσομαι |
| τὸ μὲν εἰς σὲ βλέπων εἰδώς , ὅτι σε ποιήσει ῥᾴω φανείς , τὸ δ ' ὅπως πλείω προσλάβοι . | ||
| ἐξῆν μὲν εἰπεῖν τἀπὸ καρδίας , φασίν , ὑπῆρχε δὲ ῥᾴω γενέσθαι : πολλοὶ γὰρ ἐν αὐτῷ λόγοι δεινοὶ λύπην |
| ὁ Ἀλκιβιάδης . κοπεῖσαι : ἐπὶ τοῦ κακοπαθῆσαι καὶ οἱονεὶ κοπιᾶσαι εἴρηται ἐξάγγελτοι : ἤγουν δῆλοι . ʃ ἡ διάνοια | ||
| ὁδὸν πορευθῆναι ἐπ ' ἀγαθῷ . ἐν ἄλλοις δὲ πολλὰ κοπιᾶσαι καὶ ὀλίγα κτήσασθαι δηλοῖ . Ὀφθαλμοῦ ἀριστεροῦ τὸ ἄνω |
| ἢ φέρεται δι ' ὑπερώας ἐπὶ τὸν πνεύμονα καὶ εἰς ἐμπύημα μεθίστησι τὴν ὕλην , καὶ ἀνακαθαίρεται τὸ ἐμπύημα καὶ | ||
| πλοῦν ὁδεύουσα ἡ φύσις πυοποιεῖ τὴν τοιαύτην ὕλην καὶ εἰς ἐμπύημα μεθίστησι , καὶ τῷ χρόνῳ ἀναπτύεται καὶ ἀνακαθαίρεται καὶ |
| μὲν δυνατὸς ἐγένετο , τάξαι δὲ οὔ , διὰ τὸ εὑρετικὸν αὐτοῦ καὶ ἄτακτον τοῦ λόγου . ρξεʹ Τί δὲ | ||
| ἄγγελον . ἡγεῖταί μ ' ὅλως ἐπικόπανόν τι . ἴσσα εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες . |
| : ἐϲ χρηϲτὸν γὰρ ἢ οἰκεῖον οὐ ξυνήθηϲ αὐτέοιϲι ἡ πέψιϲ , ἀνάδοϲιϲ δὲ ῥηϊδίη , ὅκωϲ ἐϲ τὴν ἑωυτέων | ||
| οὐ γὰρ ἔτι ἡ φύϲιϲ ἔργου ἔχεται , οὐ γὰρ πέψιϲ ὁκοίη πρόϲθεν , οὐκ εὐϲαρκίη : χροιὴ ζοφώδηϲ . |
| πέλας λύκος . Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Πολλοὺς ὁ πόλεμος | ||
| μανίαν ποιεῖ . Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Ὀξὺς θεῶν ὀφθαλμὸς |
| ' ὥστε μὴ ἐπιδέχεσθαι ῥᾳδίως τοὺς ἄλλους ὥσπερ ὁ Ἐρυθραῖας ἁλυκός τις ὢν καὶ μαλακός . Τὴν αἰτίαν πειρατέον ἐκ | ||
| ἐστι καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀλυκτοπέδη . . . . ἁλυκός : παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς |
| μορίου καὶ τοῦ στάσις ἢ τοῦ ἵστημι στήσω . . νήστισιν αἰκίαις ] ἐστερημέναις τροφῆς καὶ στάσεως . . πληγαῖς | ||
| . σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις : Ἐν μάστιξι δὲ σκιρτημάτων νήστισιν παρεγενόμην λαβρόσσυτος καὶ ταχεῖα καὶ ἄγαν ὁρμητική , δαμασθεῖσα |
| , λογιστικός λογιστικῶς λογιστικώτατος , συλλογίζεσθαι συλλογισμός , ἐπιλογίζεσθαι , ἀναλογισμός ἀναλογίζεσθαι . πλῆθος , παμπληθές πολυπληθές , ἰσοπληθία , | ||
| κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , ἔννοια , ἐπανόρθωσις , ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . |
| Εὐπάτωρ Μιθριδάτης ἔκτισε καὶ Εὐπατορίαν ὠνόμασεν ἀφ ' ἑαυτοῦ , ὑποδεξαμένην δὲ Ῥωμαίους καθῃρήκει καὶ ὁ Πομπήιος ἐγείρας Μαγνόπολιν ἐκάλει | ||
| ἀπόρροιαν αὐτοῦ . Λῆμνον δὲ πρῶτον οὐκ ἀλόγως ἐμύθευσε τὴν ὑποδεξαμένην τὸ θεόβλητον πῦρ : ἐνταῦθα γὰρ ἀνίενται ἐγγυγηγενοῦς πυρὸς |
| . . . στίχων ηʹ . : τὸ δὲ ” δυσκολοκοίτου “ ” δυσκολῶς κεῖσθαι ἐώσης “ . . . | ||
| καὶ βουλῇ καὶ λόγῳ τοὺς ἄλλους νικᾷ . ⸎ . δυσκολοκοίτου ] ⌈ κακοπαθείας μεστῆς καὶ ἐπιπόνου : ⌈ οἱ |
| , καὶ οἱ πόδες οἰδέουσι , καὶ ἡ κοιλίη σκληρὰ διαδίδωσι καὶ πρὸς ἀνάγκην , οἰδήματά τε περὶ αὐτὴν γίνεται | ||
| . ταῦτα μὲν εἰς πότον τε καὶ ἄριστον ἀναλίσκεται . διαδίδωσι δὲ πυραμίνων ἀλεύρων τῶν καθαρῶν πεντακοσίας ἀρτάβας : κριθαμίνων |
| . πολλοῖς μετὰ τοῦ τὴν κοιλίαν ἐκδιδόναι καὶ οὖρα ἐκκρίνεται ἰχωρώδη σανδαραχίζουσαν ἔχοντα τὴν χροιάν . οὐκ ὀλιγάκις δὲ τὸ | ||
| , ψυχρὰ γὰρ καὶ ταρακτικὰ καὶ δύσπεπτα καὶ βαρέα καὶ ἰχωρώδη καὶ ἔμβρωμα καὶ πλάδων καὶ ναυτίας ποιητικά , μάλιστα |
| ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἐκεῖνα εἶπεν , οὐχ ὡς ἐπικρατούσης ἤδη τῆς Φιλότητος , ἀλλ ' ὡς μελλούσης ἐπικρατεῖν , ἔτι δὲ | ||
| ἄχρις οὗ τὸ ἱμερτὸν ἧκεν ἐπὶ τὴν φύσιν ἐκ προνοίας Φιλότητος ἐγγενομένης καὶ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος , ὡς Ἐ . |
| συνεχῶς : λέγεται δὲ καὶ εἰς τὰ οὖρα διάῤῥοια καὶ ὕδερος καὶ διψακός , καὶ γίνεται ἐπὶ θερμότητι τῶν νεφρῶν | ||
| ἔμφυτον θερμὸν , ἐργάσασθαι δὲ ὕδερον . εἰ οὖν ἐγένετο ὕδερος , περίτασίς ἐστιν εἰς τὴν κοιλίαν οὐκ ἀπὸ χρηστῆς |
| ἑτέρας δίκης ἐγίνετο ἂν πρόφασις , ἢ τοῦ νενικηκότος χαλεπώτερον ἐπεξιόντος , ἢ τοῦ τὴν χείρονα ἀπενεγκαμένου τῇ ἀδίκῳ ἐπιμένοντος | ||
| ἐκεῖνοί τε ἐμοῦ τοῦ εἰσαγγείλαντος καὶ ἐπισταμένου τὰ πράγματα μὴ ἐπεξιόντος ῥᾳδίως ἔμελλον ἀποφεύξεσθαι καὶ δίκην οὐ δώσειν ὑμῖν ὧν |
| προσχρῆται . Δοκεῖ δέ μοι καὶ ἄλλο διαμαρτάνειν ἡ παροῦσα ἐπίστασις : ὡς γὰρ ἐπ ' ἀνθρώπων ὑποθεμένη τῶν θεῶν | ||
| ποιητικὸν καὶ τὸ παραδειγματικόν . ἡ δὲ περὶ τῶν συμβεβηκότων ἐπίστασις λύεται μὲν καὶ παρ ' αὐτοῦ : πολλὰ γὰρ |
| , ὁκόταν πόσιες ἁλέες τε καὶ ἰσχυραὶ κάρτα λάβωσι : διαθερμαίνεται γὰρ τὸ σῶμα ἅπαν ὑπὸ τοῦ οἴνου καὶ ὑγραίνεται | ||
| ἐκ τοῦ σώματος ἕλκει : ἕλκει δὲ ὅταν διαθερμανθῇ : διαθερμαίνεται δὲ ὑπὸ σιτίων καὶ ἡλίου καὶ πόνων καὶ πυρός |
| ὃς προσιούσης μὲν τῆς Ἡμέρας ἐπὶ ταῖς παρουσίαις ἐφαιδρύνετο , ἀπιούσης δὲ ἀνίᾳ βαλλόμενος πένθιμον ἐπέστενεν καὶ μόνος ἐκ λίθων | ||
| μὲν πολλῆς στρατιᾶς ἐνταῦθα κειμένης , τῆς δὲ λοιπῆς ἀπρεπῶς ἀπιούσης , εἰ Τροία περισωθείη , πᾶσα τοῖς ἐναντίοις λύεται |
| Ἄτην φυγεῖν . ἡ γὰρ ἐκ θεοῦ , φησὶν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ | ||
| καὶ οἷσι κοιλίαι καθυγραίνονται . Ὀξυφωνίη κλαυθμώδης , καὶ ὀμμάτων ἀμαύρωσις , σπασμῶδες : οἱ ἐς τὰ κάτω πόνοι τουτέοισιν |
| . διὰ τοῦτο ὅπου ἡ σπουδή , ἐκεῖ καὶ ὁ ἐμποδισμός . θέλεις τὰ μὴ ἐπὶ σοὶ ἐξ ἅπαντος ; | ||
| παρερχόμενον εὐτύχημα . Μισούμενον ἀγαθόν , ὑγείας μήτηρ , ἡδονῶν ἐμποδισμός , ἀμέριμνος διατριβή , δυσαπόσπαστον κτῆμα , ἐπινοιῶν διδάσκαλος |
| Καπιτωλιάς . . . . . . ξϚ λα γοʹ Θάμνα . . . . . . . . . | ||
| ιδʹ Θεσσαλικῶν . καὶ Θαμίεια . τὸ ἐθνικὸν Θαμιεύς . Θάμνα , πόλις Παλαιστίνης . Ἰώσηπος πέμπτῳ Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας . |
| καὶ ὅσα ἀκμάζον τὸ ἔαρ ἤνεγκε πάντα [ ξηραίνεται ] ἀφαυαίνεται ξηροῖς πνεύμασι τοῦ ἀέρος αὐχμώδη καταστάντα τοῖς ἀφ ' | ||
| σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ ἀφαυαίνεται , τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ ἀπὸ τῶν |
| ἐστὶ παρακοπὴ διανοίας μετὰ ὀξέος πυρετοῦ καὶ κροκυδισμοῦ καὶ διανοίας ἔκστασις καὶ τῶν κατὰ φύσιν αὐτῆς ἐμποδισμὸς καὶ λήθη τοῦ | ||
| τὸ ἔλαττον ἔχειν τοῦ συμμέτρου τὸ ὑγρόν : οἷον γὰρ ἔκστασις γίνεταί τις ἐκ φύσεως , ἐν δὲ τῇ ἐκστάσει |
| γὰρ τῷ πάσχειν ἀντιλαμβάνονται οἱ ὀφθαλμοί . διὰ οὖν τὴν εὐπάθειαν ἐδεήθη ἡ φύσις εἰς τὸ τάχος τῶν ἀσφαλιζόντων δύο | ||
| κατὰ καιρόν . γίγνεσθαι δὲ καὶ χοροὺς καὶ τὴν ἄλλην εὐπάθειαν ἅπασαν . τὸν μέντοι πόνον τοῦτον , ὃν ἔχειν |
| δεινοτέραν τῆς ἐκ τῶν τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . | ||
| Γ ὁ γὰρ πρωκτὸς πλυνόμενος περιγίνεται τῆς καθάρσεως καὶ ἔτι μολύνεται καὶ μᾶλλον ἐν τῇ ῥύσει τῆς γαστρός . εἴρηται |
| πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ | ||
| πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ |
| βλασφημίαι γεννῶνται . Ἴσθι δὲ πραΰς , ἐπεὶ οἱ πραεῖς κληρονομήσουσι τὴν γῆν . Γίνου μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων καὶ ἄκακος | ||
| ἕξουσι ] λάβωσι . ἕξουσι ] λήψονται . ἕξουσι ] κληρονομήσουσι . ἣν ] κληρονομίαν , τὴν γῆν ἐκείνην . |
| αὖ εἰ τἀναντία . Ἀλλὰ δὴ καὶ τὰ συνεχῶς ἐπινηχόμενα συντήγματα καὶ οἷον ἀράχνια φαῦλά τε καὶ προλέγειν χρή , | ||
| , εἰκός γε μὴν ἐπιταθέντων τῶν τοιούτων γυμνασίων καί τινα συντήγματα ἐπινήχεσθκι ἀπό τε τῶν νεφρῶν δηλονότι καὶ ἄλλων τινῶν |
| ἀκροατῶν , ποταπός ; αἰανὸς καὶ σκοτεινός , ἤτοι τὸ λελογισμένον αὐτῶν σκοτίζων : τουτέστιν ἐλπίδα ἔχοντες οἱ ἀκροαταὶ ταχέως | ||
| ὑπ ' οὐδενὸς φόβου , τὸ γὰρ ἔννουν τε καὶ λελογισμένον ἐν αὐτοῖς μάλιστα τοῖς φοβεροῖς ἔχειν . ἐκάλουν δὲ |
| δυνάμεως τοὺς ἀτροφοῦντας τῶν χυμῶν , ἀλλὰ κἂν τύχοιεν ἀναδοθέντες ἀπωθουμένης . Αἱ μὲν γὰρ ἀπεψίαι γίνονται καὶ διὰ τὴν | ||
| τὰ διουρούμενα . Ἐνταῦθα δ ' αὖ παχύτερα φαίνεται , ἀπωθουμένης ὥσπερ τῆς φύσεως τῇ τῶν ἀγγείων εὐρύτητι καὶ τὰ |
| ὡσαύτως σφοδροτέρας ; ἢ πάμπαν ἀπολείπει ταῦτα αὐτόν , ἂν κατακορής τις τῇ μέθῃ γίγνηται ; Ναί , πάμπαν ἀπολείπει | ||
| ἔχουσα μὲν ἐκ καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν |
| ἄλλα καὶ ἀλυπότερα τοῖς ἄλλοις , τὰ δὲ βαρύτερα καὶ γεωδέστερα , ὅσῳ ἐλλιπῆ καὶ πίπτοντα καὶ αἴρειν αὐτὰ οὐ | ||
| ἀποπνοήν : ὧν δ ' ἰσχυρότεραι , τοιαῦτα δὲ ὅσα γεωδέστερα καὶ ἐν γεωδεστέροις καὶ οὗ μέμικταί τις ὑδατώδης δύναμις |
| πυλέων . Κρεμαμένης δὲ τῆς κεφαλῆς καὶ ἤδη ἐούσης κοίλης ἐσμὸς μελισσέων ἐσδὺς ἐς αὐτὴν κηρίων μιν ἐνέπλησε . Τούτου | ||
| ταῖς πλησίον μυρρίναις δασείαις οὔσαις καὶ πυκναῖς . καθεύδοντι δὲ ἐσμὸς μελιττῶν ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ καθίσασαι ὑπῇδον , τὴν |
| δὲ καὶ ἡ ὥρα συνεργεῖ : καὶ γὰρ ὁ πολύρριζος σπαρεὶς ἐν ταύτῃ θᾶττον ἀναβλαστάνει καὶ ὀλιγοκαλαμώτερος καὶ ὁ στάχυς | ||
| Ἐλευσῖνος ἀνερχομένην ἐξ Ἅιδου λευκόπωλον . Ἐκεῖ γὰρ κρυβεὶς καὶ σπαρεὶς ἐν τῇ γῇ ὁ σῖτος εἰς φῶς ἐξῆλθε . |
| τοῖσι πλείστοισιν ἀποκοπτομένοισιν ἀσινέα γίνεται , ὅσα ἂν μὴ αὐτίκα λειποθυμίη ἀνατρέψῃ , ἢ τεταρταίοισιν ἐοῦσι πυρετὸς ξυνεχὴς ἐπιγένηται . | ||
| τοῖσιν αὐχμοῖσιν ὀφθαλμίαι ἐπεδήμησαν ὀδυνώδεες . Αἵματος φλεβῶν στάσιες , λειποθυμίη , σχῆμα , ἄλλη ἀπό - ληψις , μοτώματος |
| , ἀλλὰ ἔχοι ἂν ἀτρέπτως πρὸς νόησιν ὁμοῦ ἔχουσα τὴν συναίσθησιν αὐτῆς , ὡς ἓν ἅμα τῷ νοητῷ ταὐτὸν γενομένη | ||
| ἀπηνής , ἀντίτυπος , ἐν δὲ ταῖς βιαιοτέραις θλίψεσιν ναρκώδη συναίσθησιν ἐπιφέρων , καὶ ὡς ἐπὶ ἰσχιάσιν ἐν τῷ περιπατεῖν |
| θέλει , εἰ μὴ ἀπὸ δασέος ἄρχεται συμφώνου , οἷον μήλη στήλη „ . τὸ ἐθνικὸν Πηλαῖος . Πήληκες , | ||
| μὲν ἰατρῶν σμίλη , ψαλίς , τομεύς , ὠτογλυφίς , μήλη , ὑπογραφίς , βελόνη , ξυστήρ , ὀδοντοξέστης , |
| διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῶν προσδοκωμένων δεινῶν : ἀεὶ γὰρ ἡ καινότης τῶν κακῶν ἀμαυροῦν εἴωθε τὰς προγεγενημένας ἀτυχίας τοῖς ἀνθρώποις | ||
| ἔδει τοῖς ἀρχαίοις ἐμμεῖναί σε τύποις . ἔνθα γὰρ ἡ καινότης ἧττον εὐδοκιμεῖ τῆς συνηθείας , ἐκεῖ κύριον τὸ ἔθος |
| διαβεβλημένος τῆς συνουσίας τοῦ ἐραστοῦ ὅτι οὐ σωματικῆς χάριτος ἕνεκα ἐπλησίασεν αὐτῷ ἀλλὰ ὠφελείας ψυχῆς , τότε παραδίδωσιν ἑαυτὸν καταφρονήσας | ||
| ἱππέων οἷς ἠπιστήκει διὰ τὴν ἐπιβουλήν . ὡς δ ' ἐπλησίασεν , ἔλεξε τοιάδε . Ὦ Κῦρε , νῦν μέν |
| ἀλαπάξαι : ἐκπορθῆσαι , κυρίως δὲ τὸ κενῶσαι : ἔστιν ἀλαπάζω ἀλαπάξω . παρὰ τὴν λάπαθον τῶν κυνηγετῶν γινομένους λαπάθους | ||
| . . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ , γίνεται |
| τῆς σκολοπένδρας , κνησμονὴ αὐτῷ ἐπιγίνεται , καὶ τὸ σῶμα ἐρυθραίνεται καὶ σμῶδιξ ἐπιτρέχει , ὡς καὶ ἀπὸ τῆς κνίδος | ||
| τόπους βολβίτῳ καταχριστέον . Οὔρῳ ποτιζέσθω τὸ δένδρον , καὶ ἐρυθραίνεται ὁ καρπός . τινὲς δὲ τῶν μήλων τοὺς καρποὺς |
| δὲ καὶ ὕστερον Νεμέᾳ τε καὶ Ἰσθμῷ . γεγονότα δὲ εἰκοσαετῆ τὸ χρεὼν ἐπιλαμβάνει , πρὶν ἢ ἐς τὴν Ῥόδον | ||
| εὑρίσκομεν εὐλόγως , ἐπειδὴ ἐκ τῆς ἄγαν νεότητος ἤδη τὴν εἰκοσαετῆ ἡλικίαν ὑπερκύπτων μετέβαινεν εἰς τὸν ἄνδρα καί τις αὐτὸν |
| πραότητος σημαίνειν . τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ φροντιστοῦ καὶ σώφρονος , εἰς δὲ τὰ λαιὰ μάχλου καὶ | ||
| . τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ σώφρονος καὶ φροντιστοῦ ἀνδρός , εἰ δὲ εἰς τὰ ἀριστερά , ἀνοήτου |
| τόν τε Πέρσην ἐς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων ἐτύφωσε τηλικούτων ἔργων εὐπραγία . ὡς δὲ ταῦτα τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐδηλώθη χαλεπῶς νοσοῦντι | ||
| καὶ ἐρώντων ἡδονὴ καὶ ὅλως ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ γιγνομένῳ εὐπραγία . γῆν ὅτε ἂν καταλίπῃ τύχη , τότε καὶ |
| . ἰὼ ] φεῦ . μοῖρα ] τύχη . . πέφρικ ' ] ἐφοβήθην . . πρό γε στενάζεις ] | ||
| κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν . ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα , πέφρικ ' εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς . πρῴ γε στενάζεις καὶ |
| , . . α . . Ἀνιαρός : παρὰ τὴν ἀνίαν ἀνιαρός : ἐξ οὗ καὶ ἀνιῶ ῥῆμα . οὕτως | ||
| ἀνίαζον ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰς ἀνίαν ἦγον καὶ ἐχρόνιζον . τοῦτο δὲ μὴ νοήσαντες μετέγραψαν |
| , καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα πουλλὰ παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα , | ||
| ὑπεδυσφόρει : οὔρησεν ἐλαιῶδες : νυκτὸς , ταραχὴ πουλλή : παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο . Ὀγδόῃ , πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη |
| ἔχειν καὶ τὸ ῥυπτικὸν καὶ λεπτομερέϲ . ἡ δὲ τῆϲ καυθείϲηϲ μυρίκηϲ τέφρα ξηραντικῆϲ γίνεται δυνάμεωϲ . Μυρρίνη ἢ μυρϲίνη | ||
| τὴν αὐτὴν ἀκριβῶϲ ἔχει κρᾶϲιν , ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆϲ καυθείϲηϲ ὕληϲ διαφορὰν ὑπαλλάττεται . ἐκ μὲν δὴ τῶν ϲτρυφνῶν |
| βʹ ἀκινδύνως ἀπαλλαγεῖσα σωθήσεται . Σελήνης Ταύρῳ : ὁ κατακλιθεὶς πάρεσιν ὑπομείνας καὶ παρακόψας σωθήσεται ταχέως . εἰ δὲ περὶ | ||
| : ἀσθενοῦντος : πλαγιασμός ἐστιν . παρείεται : παραλύεται , πάρεσιν μελῶν πάσχει , πάρεσιν πάσχει , παραπέμπεται . Παρείεται |
| ἄνευ τινὸϲ ἀφεψήματοϲ ἀποβροχή . πρὸϲ δὲ τὰϲ δι ' ἐπιτεταμένην ψῦξιν γινομέναϲ ὀδύναϲ καὶ ϲφηνώϲειϲ τῶν ἄρθρων ἰϲχυρόν ἐϲτι | ||
| καὶ καρφαλέον τὸ δέρμα τοῦ μετώπου . ταῦτα γὰρ πάντα ἐπιτεταμένην ξηρότητα δηλοῦσιν . Καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ξύμπαντος προσώπου |
| πουλὺν χρόνον , καὶ θέρμης γινομένης , καθ ' ἧπαρ ἔπαρμα φυματῶδες ἐς ὑπογάστριον κατέβη : καὶ κοιλίη ὑγραίνετο : | ||
| , μαλθακὴν , κοπρώδη , κώματα ἐπιφανέντα παρ ' οὖς ἔπαρμα ποιέει . Χολώδεα διαχωρήματα κώφωσις παύει : κώφωσιν δὲ |
| γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν ἁλῶναι Πέρσας . τὸ δαμάρτια δὲ διαμάρτιά ἐστι καὶ κατὰ συναίρεσιν γέγονε δαμάρτια . . ἁμαρτία | ||
| γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν ἁλῶναι Πέρσας . τὸ δαμάρτια δὲ διαμάρτιά ἐστι καὶ κατὰ συναίρεσιν γέγονε δαμάρτια . . ἁμαρτία |
| . . ὁ δὲ Ἀπολλωνιάτης Διογένης ἐκ τοῦ ἀέρος ἔφη ξυστῆναι τὸ πᾶν . . Ἵππασος δὲ ὁ Μεταποντῖνος καὶ | ||
| καὶ τῆς ᾠδῆς , συνευχόμενος δὲ τῇ Ναυσικᾷ ὁμόφρονα αὐτῇ ξυστῆναι γάμον , εὐδαιμονίζων δ ' αὖ τῆς ἀθανασίας τὴν |
| περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , ἔθανεν . Ἐκ | ||
| : ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος , τὴν δὲ χρόαν ὕφαιμος ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας . |
| στιν ἡ γραῦς ; ἐφ ' ἑτέραν βαδίζω θύραν ; ἀπαλλάγητε δή . γραῦ . Σιμίχη . κακὸν δὲ κακῶς | ||
| , οἱ συνοδεύσαντες τῇ πλάνῃ καὶ συγκοινωνήσαντες τῇ ἀγνοίᾳ : ἀπαλλάγητε τοῦ σκοτεινοῦ φωτός , μεταλάβετε τῆς ἀθανασίας , καταλείψαντες |
| χαρίτων μὲν ὄζει , καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀντιφάνης Δευκαλίωνι : σησαμίδας | ||
| Εὔπολις ἐν Κόλαξιν : καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει . θερμαυστρίς , ἑκατερίδες , σκοπός , χεὶρ καταπρηνής |
| ηʹ περὶ δοθιῶνος . θʹ περὶ βουβῶνος . ιʹ περὶ ἀρθρίτιδος , ποδάγρας καὶ ἰσχιάδος . ιαʹ περὶ στεατώματος . | ||
| Κρόνος τοῦτον κακοῖ , νοσήσει ἐμπνευματώσεις καὶ διὰ ψυχρότητος καὶ ἀρθρίτιδος καὶ νεύρων καὶ φλεβῶν ἀλγηδόνα : εἰ δὲ ὁ |
| . Τιθύμαλλον δὲ νεμηθεῖσαι , τοῦ τε ὀποῦ γευσάμεναι , διάῤῥοιαν νοσοῦσι . διὸ δεῖ ἀφανίζειν καὶ ἐκτίλλειν τὸν ἐγγὺς | ||
| οὐ πέττεται , λοιπὸν διαφθειρόμενα ἐκταράσσει τὴν γαστέρα , καὶ διάῤῥοιαν ποιεῖ . καʹ . Μελαίνης χολῆς ἐς ὅμοιον αἱμοῤῥοΐδος |
| ; ὅτι τῆς παρακειμένης ὕλης λεπτυνομένης ἐπὶ πολύ , ἡ διαφόρησις γίνεται : τῇ δὲ ποιᾷ παρόδῳ τῶν ὄγκων καὶ | ||
| τοῖς ῥηθεῖσι γίνηται καὶ ἡ τοῦ πνεύματος ἀδράνειά τε καὶ διαφόρησις ἑτοίμως διαγινώσκεται . Ἀλλ ' ὁ μὲν περὶ πνεύματος |
| παραδέχοιτο , ἐξ αὐτοῦ τοῦ φερομένου ὑγροῦ τὴν εἰς ὀστοῦν ἀπόληξιν κατανοήσομεν : ὡς ἐπίπαν γὰρ ἀπὸ τῶν τοιούτων λεπτὸν | ||
| τῆς εἱμαρμένης ἀπολωλέναι . ἄλλως . ἀντὶ τοῦ ἐξοίχεσθαι πρὸς ἀπόληξιν τῆς ἐν αὐτῷ διατριβῆς ἐκπίπτοντα . ἄλλως . ἀπολωλέναι |
| καὶ οἱ Πελασγοὶ οἱ τοῦ Ἄργους ἄκροι , τουτέστιν οἱ ἐξοχώτατοι . ἵλαθι : ἀντὶ τοῦ ἱλάσθητι κατὰ ἀποκοπήν , | ||
| , Στερόπης , Ἄργης . λέγονται δὲ οὗτοι αὐτοὶ καὶ ἐξοχώτατοι χαλκεῖς τὴν τέχνην , οἵτινες διὰ τῆς οἰκείας τέχνης |
| τιμωρήσεται . ” Ὡς δὲ ἀπηλλάγη ποτέ , κἀγὼ ἐξελθὼν ἐκάθηρα τὸ πρόσωπον . τοῦ δὲ δείπνου καιρὸς ἦν , | ||
| φησιν . μαρτυρήσων ] μαρτυρήσων ὅτι οὐκ ἔστιν ἐναγής : ἐκάθηρα γὰρ αὐτόν . ξυνδικήσων ] σύνδικοι λέγονται οἷς ἴσον |
| ψολόεντι κεραυνῷ : ὣς ἔριπ ' , ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ . Τὸν μὲν ἔπειτ ' εἴασε | ||
| ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους . ” βρίσαντες βαρύναντες . βράχε ἰδίωμα φωνῆς . βυκτάων φυσητῶν . βυσσοδόμευον ἐκ βυθοῦ |
| πολυβλαβές . τὸ ἀβλαβές . τὸ βλαβερόν . καὶ τὸ ἀπλήρωτον . ἀβληχρόν βʹ : τὸ ἀβίαστον . καὶ τὸ | ||
| . Φιλῶν ἃ μὴ δεῖ οὐ φιλήσεις ἃ δεῖ : ἀπλήρωτον γὰρ ἡ ἐπιθυμία , διὰ τοῦτο καὶ ἄπορον : |
| , καὶ μέντοι καὶ ἐς τὸ ἀπόφημόν τε καὶ βλάσφημον κατολισθάνει . ἀνὴρ Ἀρκάς , Εὐτελίδας τοὔνομα , ἀκολάστῳ τῇ | ||
| . καὶ πάλιν ἐς ὕπνον ὑπαχθεὶς καὶ νικώμενος τοῦ θεοῦ κατολισθάνει , καὶ αὖθις ἀφυπνισθεὶς τῇ αὐτῇ κρούσει ἀναπλεῖ πάλιν |
| ὑπεροψία , προπέτεια βαρύτης , πληγαί , αἰκίαι αἰκισμός , προπηλακισμός . κακήγορος , κακολόγος αἰσχρολόγος , βλάσφημος , λοίδορος | ||
| . λέγεται καὶ δισυλλάβως πρωΐ . προπηλάκισις : οὐ μόνον προπηλακισμός . Ῥαδάμανθυς τοὺς τρόπους : ῥηθείη ἂν ἐπί τινος |
| συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον , | ||
| τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ |
| ἐνηλλαγμένος . θ μεταλλακτὸς ] + διά τινος χρόνου . μεταλλακτὸς ] ἴσως ἀλλοιωθείη ἄν . Ξ ἴσως ] τάχα | ||
| ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα ἐνηλλαγμένος . . θαλερωτέρῳ ] ἡμερωτέρῳ |
| τῷ φρέατι ἀέρος μείζονα ποιεῖ αὐτὸν φαντάζεσθαι τοῖς ὁρῶσι . Διάστημα δὲ αὐτοῦ μεῖζον καὶ ἔλαττον ἡμῖν φαντάζεται . Μεσουρανῶν | ||
| δ ' ἔνιοι , ἦχος ἀπλατὴς κατὰ τόπον ἀδιάστατος . Διάστημα δ ' ἐστὶ δυοῖν φθόγγων μεταξύτης . σχέσις δὲ |
| ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη κυνώδης ὄρεξις . βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ | ||
| δ ' ὠὰ οὐχ ὅμοια . λάβροιο : ὁρμητικοῦ , λαιμάργου , ἰσχυροῦ . αἰετοῦ : εἶδος ἰχθύος : ἀετὸς |
| καὶ βαρύνοντος , καὶ τὴν ἔξοδον σπεύδοντος , ἢ τῆς καθεκτικῆς δυνάμεως τῶν φλεβῶν καὶ τοῦ ἥπατος ἀτονούσης , σφοδρότερον | ||
| κρίσεως , ἢ πλήθει φαίνονται βαρύνοντα , ἢ ἀτονίαν τῆς καθεκτικῆς δυνάμεως δηλοῖ , καὶ ἐφεξῆς ἂν εἴποιμεν σαφέστερον . |
| πολυπλόκως , λέλεκται δ ' ἐκ τῆς κοινότητος εἰς τὴν ἀσυνήθη φράσιν ἐκβεβηκότα , φυλάττεται δὲ τὸ περιττὸν αὐτῶν ἐν | ||
| παρὰ τὸ καθῆκον ποιεῖν ἠνάγκαζε , βιαζομένη τὴν ἀπεγνωσμένην καὶ ἀσυνήθη τροφὴν προσφέρεσθαι . Ὅτι αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαὶ μετέχουσι θείας |
| . ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις εὔθετον τὸ ἔτος , τοῖς | ||
| τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη ἐν τοῖς ἀνθρώποις : θρεμμάτων δὲ |
| τὰ στερεώτερα καὶ ὕλῃ σύντροφα καταφερομένην . διὸ δὴ σώματος ἐφιεμένη , φασίν , ἀφ ' ἑκάστου τῶν ἀνωτέρω τόπων | ||
| ἡ ἐπιστήμη , τοσοῦτον ἂν εἴη καὶ μᾶλλον τοῦ ἀγαθοῦ ἐφιεμένη καὶ ἀπολαύουσα . ἴσως μὲν οὖν καὶ δήλου ὄντος |
| ἔκφυσιν τῶν ὀδόντων παντελῆ : τὸ γὰρ ἀνωτέρω φάτνιον οὐκ ὀδοντοφυεῖ , ἀλλ ' ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων κατ ' | ||
| . ὀδοὺς δὲ ἀλώπεκος περιαφθεὶς ἐσχάρας ὠφελεῖ καὶ παῖδας ἀνωδύνως ὀδοντοφυεῖ . μετὰ δὲ ἀσφάλτου καὶ ἐλαίου ὀμφακίνου προλειωθέντων ὀνύχων |