πρὸς ἄνδρα διαλέγεσθαι , καὶ ἡμεῖς διὰ τοῦτο ἐναρμόζομεν τὴν ἀπηρτημένην ἀμφισβήτησιν πρὸς εὔλογόν τινα καὶ θεολογικὴν ἀντίληψιν . Τίθημι
τινα φύσιν ἤτοι ἔξωθεν περιέχουσαν ἢ ἐμπεριεχομένην ἔνδον ἢ ἔξω ἀπηρτημένην . Ἤτοι κυκεὼν καὶ ἀντεμπλοκὴ καὶ σκεδασμὸς ἢ ἕνωσις
6373384 ἀφισταμαι
τῆς τύχης συμπτώματα . ἐγὼ δ ' Ἡρακλέος : οὐκ ἀφίσταμαι τοῦ Ἡρακλέους . ἢ οὕτως : ἐγείρω τὸν λόγον
ἀνάγεται , οὐ προΐεμαι τοὺς νόμους , οὐδὲ τῆς πολιτείας ἀφίσταμαι , οὐδὲ ποιῶ τὴν φήμην αὐτῆς τῆς πόλεως πόρθησιν
6347385 πεπιστευμενοις
πόλιν , ὡς μὲν ἔνιοι γεγράφασι , προστάξαντος Δαρείου τοῖς πεπιστευμένοις ὑπ ' αὐτοῦ . τοῦτο δὲ πρᾶξαι τὸν βασιλέα
ἐπὶ φαρμάκοις καθαίρουσι τὸ ῥεῦμα ἔξω καὶ τῇδε μάλιστα ὠφελεῖν πεπιστευμένοις , ἐκλειφθεῖσιν ἄλλο ὑποτραφὲν ῥεῦμα , καὶ ἐπὶ μὲν
6286248 γερουϲιν
γιγνόμενοι τέτανοι οὐ μάλα διαϲῴζονται . οὔτε δὲ νηπίοιϲ οὔτε γέρουϲιν ὁ τετανικὸϲ ϲπαϲμὸϲ γίγνεται : τοῖϲ γὰρ νηπίοιϲ ἡ
, οὐ ϲμικρὰ βλάπτονται . ἀϲφαλέϲτερον οὖν ἐϲτι τοῖϲ ἀϲθενέϲι γέρουϲιν ὀλίγα μὲν προϲφέρειν ἐν τροφαῖϲ , τρὶϲ δὲ τῆϲ
6258020 καταληψεσθαι
Ἦ καὶ τὸν Ἀσσύριον , ἔφη , οἴει ἐκεῖ ἤδη καταλήψεσθαι ; Εὖ μὲν οὖν , ἔφη , οἶδα :
ἕνεκα καὶ τῆς ἐμπειρίας τῶν ἀγώνων οὐ - δεμίαν ὑπελάμβανον καταλήψεσθαι τὴν πόλιν συμφοράν , τὸ δὲ πλῆθος ὠρρώδει τῶν
6185308 προτασσεσθαι
ταῦτα οὕτως ἔχει , ὁμολογουμένως ὀφείλει τὸ ἴδιον τοῦ συμβεβηκότος προτάσσεσθαι . τρίτη δὲ αἰτία ἐστὶ τοιαύτη : τὸ ἴδιον
τὸ καὶ πάλαι γινωσκόμενον . πῶς οὖν δυνατὸν τὸ ἄρθρον προτάσσεσθαι τῆς πρώτης δείξεως ; ἀκωλύτως γὰρ ὑποταγήσεται , ἀναπολοῦντα
6138202 Βιοις
νεωτέρου Σικελίας τυράννου τρυφῆς Σάτυρος ὁ περιπατητικὸς ἱστορῶν ἐν τοῖς Βίοις , πληροῦσθαί φησι παρ ' αὐτῷ τριακοντακλίνους οἴκους ὑπὸ
, , . , : Σάτυρος δ ' ἐν τοῖς Βίοις Ἀνάξαρχόν φησι , τὸν Εὐδαιμονικὸν φιλόσοφον , ἕνα τῶν
6132820 ἐκκρινομενοις
τῶν ὑγρῶν παύσηται , συντήξεως δὲ σημεῖα ἐπιφαίνηται ἐν τοῖς ἐκκρινομένοις , οἷον ξυσματώδη , μυξώδη , ἰσχνότης τε τῆς
πρῶτα δεῖ χαρίζεσθαι , εἶθ ' οὕτως ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐκκρινομένοις τὰς ἀποφάσεις ποιεῖσθαι . ἐνίοις γὰρ τοσούτῳ φαίνεται χείρω
6124644 λιβυκοις
διακείμενον ἤτοι νεογάμους ἢ νεωτέροις συμβαλλούσας , ἐν δὲ τοῖς λιβυκοῖς βραδυγάμους ἢ πρεσβυτέροις παρ ' ἡλικίαν ζευγνυμένας , κἂν
σίνους , ὁ δὲ ιζʹ , ὃς ἀνατέλλει ἐν τοῖς λιβυκοῖς , χρηματίζει περὶ γάμου καὶ γυναικῶν , ὁ δὲ
6069640 Λαμητος
Κέρνην νῆσον παραγώγως Κερνεᾶτιν εἶπεν , ὥς φησι Φιλογένης . Λάμητος δὲ ποταμὸς Ἰταλίας . . * τὴν Κέρνην νῆσον
παραγώγως . * * Λαμητίαις : ὥς φησι Φιλογένης , Λάμητος ποταμὸς Ἰταλίας . * ῥυστάζεινἔστι : τὸ μετὰ βίας
6047599 μετεμελε
. Τοῖσι δὲ Θεσσαλίης ἡγεομένοισι οὔτε τὰ πρὸ τοῦ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν πολλῷ τε μᾶλλον ἐπῆγον τὸν Πέρσην , καὶ
, σατράπαι , πένητες , πλούσιοι , πτωχοί , καὶ μετέμελε πᾶσι τῶν τετολμημένων . ἐνίους δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν
6038377 διεβαλεν
λεῖν , διὰ τοῦ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ταῦτα ποιεῖν διέβαλεν αὐτὸν ὡς μέθυσον καὶ τοῦτο βίον ἔχοντα . ἀκρασίαν
ἂν ἀσαφὲς αὐτῷ τὸ κατασκευαζόμενον ἔμεινεν , εἰ Χαρίδημον πρῶτον διέβαλεν , ὅτι κατασκευάζει Κερσοβλέπτῃ τὴν ἀρχήν , εἶθ '
6030044 μειωθεντος
παρέχειν τῷ σώματι . παυσαμένου δὲ τοῦ πυρετοῦ ἢ καὶ μειωθέντος οὐ δεῖ κατακεχρῆσθαι τοῖς ψύχουσιν : ἐγχρονίζειν γὰρ ἐπὶ
ἀσφαλεῖς καὶ καταγωγαί , ὡς δέ τινες γράφουσι τοῦ ναυτικοῦ μειωθέντος αὐτῷ διὰ τὴν ἔμπρησιν , ἣν ἐποιήσαντο τῶν γυναικῶν
6014570 δηλουμενοις
] : πλανώμεθα δὴ καθάπερ εἰκός , καὶ δυσκόλως τοῖς δηλουμένοις παρακολουθοῦμεν ταραττομένης τῆς διανοίας . Ἡρόδοτος δὲ ἀπὸ τῆς
κάλλεσι τοῦ πρὸς ἀλήθειαν κάλλους , ὅπερ ἐστὶν ἐν τοῖς δηλουμένοις πράγμασι , διαζευχθῇς . ἄτοπον γὰρ ἢ σκιὰν σωμάτων
6011050 Γετικοις
ἐν τοῖς Γετικοῖς . ] Δεισιδαιμονία : Κρίτων ἐν τοῖς Γετικοῖς φησιν : Οἱ δὲ βασιλεῖς τῶν Γετῶν ἀπάτῃ καὶ
τῶν περὶ βασιλέα τοῖς ἐρύμασι νενεμημένων : Κρίτων ἐν τοῖς Γετικοῖς . . : Λέγει δὲ τοὺς Μυσοὺς ὁ Ποσειδώνιος
5999432 ἠλγησα
οὐκ ἂν ἐποιησάμην οὐδένα λόγον τοιοῦτον , εἰ μὴ σφόδρα ἤλγησα : ὥσπερ καὶ πρότερόν ποτε , ἀκούσας ὅτι καθυφίεμαι
εἰσηγούμενος . ἐγὼ δὲ ἥσθην μὲν ταῖς δεδομέναις ἀρχαῖς , ἤλγησα δὲ οὐ μικρῶς : τὸν γὰρ φίλτατον ἡμῖν Ἀρσένιον
5994343 ἠκροωμην
. οὕτω δὲ ἀναστὰς ἐλθὼν ἐπὶ τὴν θύραν ἑστὼς ἑστῶτος ἠκροώμην . καὶ ἀνέγνωστό τε ἔπη πλείω ἢ διακόσια ,
ἤδη τοῖς παροῦσιν ἀγαπήσειν ἀνοίγει τις τὴν θύραν , καὶ ἠκροώμην τοῦ μὲν εὐθὺς ἐν τάξει μαθητοῦ , τοῖν δυοῖν
5991835 κομψην
τι καινόν , ἐπεί . κομψοπρεπῆ ] ἀστείαν . , κομψήν , κομψότητι κοσμουμένην . μοῦσαν ] γνῶσιν . δεῖ
κἀκεῖνον ἐν σαυτῷ περιφέρεις , ἔτι ποθεῖς λιθάρια καὶ πέτραν κομψήν ; ὅταν οὖν μέλλῃς ἀπολιπεῖν αὐτὸν τὸν ἥλιον καὶ
5990617 ἀποτειχισαι
πείσας τοὺς συνάρχοντας ἐπιθέσθαι ταῖς Ἐπιπολαῖςἄλλως γὰρ οὐ δυνατὸν ἦν ἀποτειχίσαι τὴν πόλιν , ἀναλαβὼν μυρίους μὲν ὁπλίτας , ἄλλους
ἐν τῇ πρώτῃ βύβλῳ τέθηκεν ἐν δημηγορίᾳ . τὸ γὰρ ἀποτειχίσαι καὶ τὸ ὀλοφύρασθαι ῥηματικὰ ὄντα ὀνοματικῶς ἐσχημάτικεν ἀποτείχισιν καὶ
5972796 καταρχοντος
, ὅτι κῆδος βασιλέως τοσοῦδε καὶ γείτονος , αὐτοῦ τε κατάρχοντος καὶ δεομένου , παραιτοῖτο , ἐπεδείκνυ τὸν ἐσόμενον πόλεμον
σκοποῖς ἐντυχοῦσιν : ὅμως μέντοι ἐσώθησαν συνέσει τοῦ τῶν σκοπῶν κατάρχοντος . Τούτων οὖν ἀπελθόντων καὶ τῷ βασιλεῖ ἀπαγγειλάντων τὰ
5970260 περισκεψιν
συμφοράν , ὡς ἡ Νιόβη παρὰ Αἰσχύλῳ , ἢ διὰ περίσκεψιν , ὡς ὁ Ζεὺς παρὰ τῷ ποιητῇ πρὸς τὴν
τῷ δοκεῖν εἰς τὸ προμηθὲς καὶ τὴν τοῦ μέλλοντος ἀκριβῆ περίσκεψιν : σφόδρα γὰρ τοὺς ἐν ἡγεμονίαις εὐλαβεῖτο τὰς πρὸς
5955772 Θεοδοσιῳ
πατρικίοις μὴ τελεῖν . Ἀντίοχος ὁ Πραιπόσιτος : οὗτος διαβληθεὶς Θεοδοσίῳ τῷ μικρῷ καθῃρέθη τῆς τιμῆς καὶ δημοσιευθεὶς ἐν τοῖς
γὰρ ἀεὶ φυσικῶς πρὸς τὸ μέσον , καθὰ καὶ τῷ Θεοδοσίῳ ἀποδέδεικται ἐν τοῖς Σφαιρικοῖς : οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ
5930959 θαρρησαι
μετὰ ταῦτα τίθησιν : ἐν δὲ τῷ παρατυχόντι ὁ φθάσας θαρρῆσαι εἰ ἴδοι ἄφρακτον , ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο
ἦν , ἄκρος δὲ τὴν τέχνην οὗτος , ὡς διαμιλληθῆναι θαρρῆσαι τῷ Ἀπόλλωνι περὶ μουσικῆς . δεξαμένου δὲ τούτου τὴν
5930601 λεχθεισι
γραφάς . ἆρ ' οὐχ ὅμοια ταῦτα τοῖς ὑπὸ Σοφονία λεχθεῖσι τοῦ προφήτου ; καὶ ἀνέλαβέν με πνεῦμα καὶ ἀνήνεγκέν
θείου χοροῦ ἵσταται . Ἔξεστιν οὖν τοῖς βουλομένοις πείθεσθαι τοῖς λεχθεῖσι . Διὰ πτερόφυτον δὲ ἀνάγκην εἶπεν , ἐπειδὴ τὸ
5925981 ὁμοφυλοις
δὲ τίθετε τοσοῦτον κακόν , μικρᾶς προθυμίας μέγαν προξενοῦντες τοῖς ὁμοφύλοις τὸν ὄλεθρον ; εἴπατε οὖν ὁποτέρῳ τούτων στοιχεῖτε ,
ἀντὶ τοῦ φανερῶς . Δημοσθένης : καὶ ἄντικρυς ἦν τοῖς ὁμοφύλοις ἐχθρός . . . , . . . :
5913890 ἀνηλθες
κατηγόρου ἐστὶ κατὰ τοῦ ῥητοῦ ἀνάγνωσιν τοῦ παραβεβασμένου : οἷον ἀνῆλθες ἐπὶ τὸ τεῖχος τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος τοῦτο , καὶ
τῆς γνώσεως : [ τούτου ] γὰρ χάριν ἐνταῦθα [ ἀνῆλθες ] ? . ” ἐγὼ δὲ ὡμίλησα [ ]
5904362 Σοφου
κακός . ! ! ! σοι φρ ! ! [ Σοφοῦ παρ ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν . μὴ πᾶσιν εἰκῆ
τὸ σοφὸν οὐκ αἰνῶ τόδε . Ἐκ τοῦ Ῥήσου : Σοφοῦ παρ ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν . Ἐκ
5889991 καταφερομενοις
θέσιν . αἱ μὲν οὖν ἐκτὸς ἶνες ἐν τοῖς ἄνωθεν καταφερομένοις μέρεσι τῶν πλευρῶν διαστέλλουσι τὸν θώρακα , συστέλλουσι δ
ποταμοῖς κατάρρυτος ἡ χώρα , τοῖς μὲν ἐκ τῶν Ἄλπεων καταφερομένοις τοῖς δ ' ἐκ τοῦ Κεμμένου καὶ τῆς Πυρήνης
5885298 σχετλιον
πρὸς ἐκεῖνον εἰπών , μᾶλλον δὲ μέρος τοῦ ἔπους οὔτε σχέτλιον καλεῖν ἀνεχόμενος οὔτε γεραιὸν προσειπεῖν καρτερῶν ὅνπερ εὐχόμην νέον
ἀφαιρεῖσθαι ; τὸ ἐκκόπτειν τὸ ὄνομα ; δεινόν γε καὶ σχέτλιον , ὦ Ζεῦ . ἀλλ ' ἐὰν μὲν στέφανόν
5864025 ἐρυσιπελασιν
τὰ αὐτὰ προσάξομεν : ψύχεσθαι μὲν γὰρ δέονται παραπλησίως τοῖς ἐρυσιπέλασιν , οὐκέτι δὲ καὶ ὑγραίνεσθαι φέρουσιν . κατάλληλα δ
ὁμοίαν τῇ προτέρᾳ . κενώσομεν οὖν τὸ σῶμα πᾶν τοῖς ἐρυσιπέλασιν ὁμοίως , τοῖς δὲ πεπονθόσι τόποις οὐ τὰ αὐτὰ
5857239 διαδεξασθαι
ναῦν κατὰ τὸν νόμον , οὔτ ' ἐπειδὴ ἦλθεν ἠθέλησε διαδέξασθαι : ἐγὼ δὲ καὶ τὸν ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ὑμῖν χρόνον
ἐν Ἐκβατάνοις γήραι τελευτήσαντος , τὴν ἀρχὴν Ἀσπάνδαν τὸν υἱὸν διαδέξασθαι , τὸν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Ἀστυάγην καλούμενον . τούτου
5855811 παραπεμπομαι
τὰ μὲν περὶ τούτου πολὺς ὁ λόγος : διὸ τανῦν παραπέμπομαι τὴν περὶ αὐτῶν διήγησιν : καὶ γὰρ ἐν ἑτέροις
πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζώου τούτου ἱστορούμενα παραπέμπομαι , ὡς μόνα τὰ χρήσιμα παραθέσθαι . Παρακολουθεῖ δὲ
5855344 Ὁμωνυμοις
. γέγραφε δὲ βιβλίον ἕν . τοῦτόν φησι Δημήτριος ἐν Ὁμωνύμοις πρῶτον ἐκδοῦναι τῶν Πυθαγορικῶν βιβλία καὶ ἐπιγράψαι Περὶ φύσεως
πᾶν καὶ ἀεικίνητον . Φησὶ δ ' αὐτὸν Δημήτριος ἐν Ὁμωνύμοις μηδὲν καταλιπεῖν σύγγραμμα . γεγόνασι δ ' Ἵππασοι δύο
5846407 Ἑρμαρχῳ
φιλοσοφούντων μετ ' αὐτοῦ , οὔσης αὐτῆς εὐτάκτου καὶ πειθαρχούσης Ἑρμάρχῳ . διδότωσαν δὲ Ἀμυνόμαχος καὶ Τιμοκράτης ἐκ τῶν ὑπαρχουσῶν
ᾧ τε τὸν μὲν κῆπον καὶ τὰ προσόντα αὐτῷ παρέξουσιν Ἑρμάρχῳ Ἀγεμόρτου Μυτιληναίῳ καὶ τοῖς συμφιλοσοφοῦσιν αὐτῷ καὶ οἷς ἂν
5846134 ἐξιθυνθηναι
καταπτώσιος ῥάχις κυφοῦται , ὀλίγα δὴ τούτων ἐκρατήθη , ὥστε ἐξιθυνθῆναι . Τοῦτο μὲν γὰρ , αἱ ἐν τῇ κλίμακι
ἐκ καταπτώσεως ῥάχις κυφοῦται , ὀλίγα δὴ τούτων ἐκρατήθη ὥστε ἐξιθυνθῆναι . τοῦτο μὲν γὰρ αἱ ἐν τῇ κλίμακι κατατάσεις
5833890 Μηδικοις
γένοιτο : οἷα πολλὰ παρὰ τοῖς συγγραφεῦσιν , ἐν τοῖς Μηδικοῖς παρὰ Ἡροδότῳ , παρὰ Θουκυδίδῃ πάλιν ἐν τοῖς Πελοποννησιακοῖς
νεὼς Περσικῆς ἀριστέα γενόμενον ; καὶ οὕτω πᾶσιν ἐπέξελθε τοῖς Μηδικοῖς , οἷς δυνατὸν ὡς ἐπιλόγῳ χρήσασθαι . Πένης καὶ
5826076 εὐπραγησαντων
συκίνη ναῦς : ἐπὶ τῶν παρ ' ἐλπίδα καὶ ἀναξίως εὐπραγησάντων , εἶτα θρυπτομένων ἐπὶ τοῖς παροῦσι . Ναύαρχος γὰρ
. Ὁ διὸς κόρινθος . παροιμία ἐπὶ τῶν πάλαι μὲν εὐπραγησάντων , ὕστερον δ ' οὐ καλῶς ἀπαλλαξάντων . Ὀθνεῖος
5824385 Γερμανοις
λαμβάνομεν περὶ αὐτῶν καὶ τῶν μέχρι νῦν συμμενόντων παρὰ τοῖς Γερμανοῖς νομίμων . καὶ γὰρ τῇ φύσει καὶ τοῖς πολιτεύμασιν
δὲ λοιποὺς σώζεσθαι μεθῆκεν εἰς ὀκτακισχιλίους , ὅπως μὴ τοῖς Γερμανοῖς ὁμόροις οὖσιν ἔρημον τὴν χώραν ἀφῇ . Μετὰ δὲ
5808133 πολυμαθη
καὶ ἐν τοῖς πρὸς Πραξιφάνην , πάνυ ἐπαινῶν αὐτὸν ὡς πολυμαθῆ καὶ ἄριστον ποιητήν . γέγονε δὲ ὁ Ἄρατος ζηλωτὴς
Πυθία ἔνθους ὁ Σύρος , πολυμαθὴς ὁ Φοίνιξ , Φοίνικα πολυμαθῆ λέγουσα τὸν Πορφύριον , ἔνθουν δὲ Σύρον τὸν Ἰάμβλιχον
5802903 Αἰγιῳ
βασιλέως , ὡς ἱστορεῖ Νίκανδρος ἐν ἕκτῳ Περιπετειῶν . ἐν Αἰγίῳ δὲ παιδὸς ἠράσθη χήν , ὡς Κλέαρχος ἱστορεῖ ἐν
λέγει τοῦτο . σὺν τοῖς Ὠλενίων δὲ φυγάσιν ἐφρουρεῖτο ἐν Αἰγίῳ ὁ παῖς . οὐκοῦν ὁ χὴν αὐτῷ δῶρα ἔφερε
5801580 διασπασασθαι
κυνὶ καὶ λαφύξαι τοῖς ὄνυξι τοῦ δειλαίου τὴν γαστέρα καὶ διασπάσασθαι αὐτόν . ἀγανακτῆσαι δὲ τῷ συμβάντι ὁ αὐτός φησι
ἐμπεσεῖν τῷ κυνὶ καὶ λαφύξαι τοῦ δειλαίου τὴν γαστέρα καὶ διασπάσασθαι αὐτόν . ἀγανακτῆσαι δὲ τῷ συμβάντι τὸν λέοντα καὶ
5801472 καθεζῃ
ἀνακράξασα μετὰ κλαυθμοῦ λέγει μοι Ιωβ Ιωβ , ἄχρι τίνος καθέζῃ ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξωθεν τῆς πόλεως λογιζόμενος ἔτε μικρὸν
κατέθηκαν . εἶτα ἤροντο τὴν γραῦν , Διὰ τί οὕτως καθέζῃ καὶ οὐ παρασκευάζεις ἄριστον ; Ἀλλὰ πάντα , εἶπεν
5800081 γεγενητο
μετὰ σπουδῆς καὶ τάχους : εἰ γὰρ μὴ οὕτως ἀκριβὴς γεγένητο ἡ στόλισις διὰ τὴν τοῦ μέλλοντος ἀδήλου προφυλακήν ,
ὁ τῆς ἀδελφῆς τοῦ Καίσαρος θυγατριδοῦς ἵππαρχος μὲν αὐτοῦ Καίσαρος γεγένητο πρὸς ἓν ἔτος , ἐξ οὗ τήνδε τὴν τιμὴν
5798244 ἐπεπομφεσαν
λευον αὐτούς , ὅσας μεγάλας Ἀσρούβας τε καὶ Βάρκας αὐτοῖς ἐπεπόμφεσαν , ἐς τὸ κοινὸν ἐσενεγκεῖν ὡς ἐκ τῶν πολεμίων
ἐναντίοι ἐπεχείρουν , ἡσυχίαν εἶχον ἡθροισμένοι . καὶ πάλαι μὲν ἐπεπόμφεσαν ἐπὶ τοὺς Μαντινέας βοηθεῖν κελεύοντες : πρὸς δὲ τοὺς
5794009 Ἀπομνημονευμασιν
Παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἐπὶ μὲν πράγματος διδασκαλίᾳ Ξενοφῶν ἐν Ἀπομνημονεύμασιν ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ
ταῦτα ἐπέγραψέν τι βιβλίον Περὶ τοῦ παρὰ Ξενοφῶντι ἐν τοῖς Ἀπομνημονεύμασιν Ἀντιφῶντος , οὐδὲν ἴδιον προσεξευρών . . τούτωι [
5793478 Λευκανορος
καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ἀπεπλήρωσεν τῷ Ἀρσακόμᾳ παραδοὺς τὴν κεφαλὴν τοῦ Λευκάνορος . ὁ Μακέντης δὲ καθ ' ὁδὸν ἀκούσας τὰ
ἐς Εὐβίοτον περιελθοῦσαν τὴν ἀρχήν , ὃς ἀδελφὸς ὢν νόθος Λευκάνορος Σκύθαις μὲν ἀεὶ φίλος ἐστίν , Ἀλανοῖς δὲ ἀπέχθεται
5792399 ἀνεμιμνησκον
πάλαι καὶ τῶν τότε σφίσιν ὀμωμοσμένων ἐπὶ τοῖς πάλαι βασιλεῦσιν ἀνεμίμνησκον . συνέθεον δὲ αὐτοῖς τινες χρησάμενοι ξιφίδια , οἳ
ἐπὶ Καρχηδόνος σὺν τοῖς πρέσβεσιν τοῖς Ζακανθαίων καὶ τῶν συνθηκῶν ἀνεμίμνησκον αὐτούς : Καρχηδόνιοι δὲ ᾐτιῶντο τοὺς Ζακανθαίους πολλὰ τοὺς
5791553 ξυνιημι
βασιλεύς : Αἰλιανοῦ δὲ ταῦτα ἀκηκοέναι δόκει . „ „ ξυνίημι ” ἦ δ ' ὃς ” τοῦ ἀπορρήτου ,
, ἥκετ ' ἐμῶν καμάτων παραμύθιον : οἶδά τε καὶ ξυνίημι τάδ ' , οὔ τί με φυγγάνει : οὐδ
5790380 Ἡρακλειδῃ
σὺ δὲ ταῦτα τεῷ ἐνικάτθεο θυμῷ : σημειούμεθα παρ ' Ἡρακλείδῃ ἐν τοῖς Περὶ χρησμῶν , ὅτιπερ καὶ λέγουσί τινες
ὀφείλοιντο ἄλλους τε κρείττονας δέοι σε μισθοῦσθαι ; ἀλλὰ γὰρ Ἡρακλείδῃ , ὡς πρὸς ἐμὲ ἐδήλου , πάμπολυ δοκεῖ τοῦτο
5780080 λαγνεια
περὶ δὲ τὰ αἰδοῖα τὰ ἀφροδίσια , ἐν οἷς ἡ λαγνεία . αὐτὸς μέντοι τῇ ἀποσιωπήσει εὐφυῶς παρέστησε τὸ αἰδοῖον
προσπάθεια : φιληδονία : φιλοχρηματία : γαστριμαργία : οἰνοφλυγία : λαγνεία . αʹ Ὀργὴ μὲν οὖν ἐστιν ἐπιθυμία τιμωρίας τοῦ
5776384 ἀνθρωποειδεσιν
ἐν τετράποσι γένωνται , ἀπὸ θηρίων ἁλίσκονται , ἐν δὲ ἀνθρωποειδέσιν ὑπὸ λῃστῶν , ἐν δὲ τοῖς στερεοῖς ἀπὸ ὕψους
στερεοῖς παράμονα μὲν σημαίνει , αὐθάδη , ἐν δὲ τοῖς ἀνθρωποειδέσιν ἐπιεικῆ καὶ ὑποτακτικά , ἐν δὲ τοῖς τροπικοῖς εἰς
5773238 Ἀρδεαν
δόγματι ἡ στρατιὰ συνηκολούθησε , μεθ ' ἦς ἐπολιόρκει τὴν Ἄρδεαν . Τετάρτῳ τε καὶ εἰκοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας μετὰ
ᾠκοδόμησεν ἐν τῷ καλουμένῳ Καπιτωλίῳ . Μετὰ ταῦτα πολιορκῶν τὴν Ἄρδεαν , πολίχνην δέκα καὶ ὀκτὼ σημείοις πόρρω τῆς Ῥώμης
5767119 ἐξεκοπην
, τὸ “ κοππατίας ” καὶ “ ἐξεκόπην ” . ἐξεκόπην πρὸς “ τὸν κοππατίαν ” τὸ “ ἐξεκόπην ”
ἵππον , ⌈ ἐν ᾧ ἐκεχάρακτο τὸ κ . / ἐξεκόπην ] ἀφῃρέθην : ⌈ παρὰ τὸν κοππατίαν δὲ παίζει
5766837 Τουτονι
' ἀναιδείᾳ παρέλθῃ ς ' , ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς . Τουτονὶ τὸν ἄνδρ ' ἐγὼ ' νδείκνυμι , καὶ φήμ
ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι , διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας . Τουτονὶ δεῖ μαθεῖν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸν
5751359 ταυθα
τὸν αὐτοῦ μαθητὴν ταύτην δέξασθαι . οὕτω καὶ ἐν - ταῦθα ἐπὶ τῶν πράξεων οὐκ ἔστιν ἀποδείξει γνῶναι τὸ τέλειον
τῆς τυραννίδος ἀφείθη : ἐπανελθὼν φεύγει δημοσίων : ἐν - ταῦθα γὰρ ἀδίκημα μὲν εἶναι δοκεῖ καὶ ὑπεύθυνον τὸ πεπραγμένον
5750337 παρισθμιοις
καὶ κύστιν καὶ κῶλον . τὰ δὲ χαλκανθίζοντα στόματι καὶ παρισθμίοις καὶ σταφυλῇ καὶ ὄμμασι διαφερόντως ἐπιτήδεια . τὰ δὲ
τὰ κατακαύματα ὠφελεῖ . Ἕλκωσιν δὲ τὴν ἐν στόματι καὶ παρισθμίοις , καὶ σταφυλῆς οἴδημα , ὁ χυλὸς αὐτῆς μετὰ
5747222 ἀντιταξομεν
, ὑγιάζεται : τί οὖν τῇ ὑγιάνσει ταύτῃ ἠρεμίας εἶδος ἀντιτάξομεν ; Εἰ μὲν γὰρ τὸ ἐξ οὗ , νόσος
ἐχθρόν . θ πυλωρὸν ] φύλακα τῶν πυλῶν . θ ἀντιτάξομεν ] ἀντιστήσομεν . θΞ γέροντα ] φρόνιμον . ἡβῶσαν
5747114 παροξυναι
, ἵνα μὴ δοκῇ χάριτι λέγειν . σκοπὸς δὲ καὶ παροξῦναι τὸν δῆμον : δέδοικε γὰρ μὴ τρέψωνται ἐπὶ διαλλαγὰς
, εἶτα ὡς ἐπὶ μεγάλῳ ἀδικήματι τῇ προδοσίᾳ τοὺς ἀκούοντας παροξῦναι . οὐ μὴν ὥσπερ τῇ φύσει προτερεῖν τὴν ἀπόδειξιν
5745218 γερουϲι
πολλαπλαϲίῳ παρέχεται . Περὶ ἀποβρέγματοϲ ἐλλεβόρου . Ἀπόβρεγμα ἐλλεβόρου δίδοται γέρουϲι καὶ παιϲὶ καὶ τοῖϲ τὴν ἕξιν διερρυηκόϲι καὶ τοῖϲ
τωλῇ παλίνορϲοϲ ἥκει . ἐϲ περίοδον γοῦν ἤδη φοιτῇ . γέρουϲι [ τὸ ] ξύνηθεϲ τὸ κακόν , καὶ γυναιξὶ
5737893 σαυρᾳ
τὸν δὲ ἀσκαλαβώτην γαλεώτην οἱ Ἀττικοὶ καλοῦσιν . ἔοικε δὲ σαύρᾳ . * ἐρέει : λέγει Δημήτηρ ἔβλαψεν : λέγεται
. , . * . . Ἀσκαλαβώτης : ζωΰφιον ἐοικὸς σαύρᾳ ἐν τοῖς τοίχοις ἀνέρπον τῶν οἰκημάτων : Ἀριστοφάνης :
5724783 ἀπαξει
ταῦτα , ἡγεμόνα αἰτεῖν Κῦρον ὅστις διὰ φιλίας τῆς χώρας ἀπάξει . ἐὰν δὲ μηδὲ ἡγεμόνα διδῷ , συντάττεσθαι τὴν
σπουδῆς προειπών , ὡς εἰ μὴ παύσονται ταράττοντες τὴν πόλιν ἀπάξει Ῥωμαίους ἅπαντας ἐκ τῆς πόλεως στρατείαν κατὰ Οὐολούσκων παραγγείλας
5722961 Ἀστραπη
ἀρσενικῶς αὐτοὺς ὀνομάσαι . τέσσαρες γάρ εἰσι , Χρόνος Αἶθοψ Ἀστραπὴ Βροντή . ἔθος δὲ τοῖς ποιηταῖς θηλυκῶς λέγειν τοὺς
Ἄστροις σημαίνεσθαι : ἐπὶ τῶν ἐκ μακροῦ τι ὑπονοούντων . Ἀστραπὴ ἐκ πυελίου : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ εὐτελῶν :
5721304 προσεγγισας
τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων γενόμενος ἐγκρατής , καίτοι τοῖς οὐδοῖς προσεγγίσας τοῦ γήραος , μᾶλλον δὲ καὶ τούτων ἔνδον γενόμενος
ὁ ἄνθρωπος οὗτος : προσελεύσομαι πρὸς αὐτόν . ” εἶτα προσεγγίσας λέγει “ πατερίων , χαίροις . ” ὁ ἄγροικος
5721264 φοβηθεντα
ληψομένου , ὥστε μ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , φοβηθέντα τὸν ὑμέτερον θόρυβον θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν
δι ' ἐκείνου ποιήσαιτο τὴν ἀνάβασιν : τὸν δὲ Φαρνάβαζον φοβηθέντα μὴ περὶ τούτων ἀκούσῃ τὴν ἀλήθειαν ὁ βασιλεύς ,
5718970 ἑταιρικα
. μὴ τοίνυν , ὦ Χαρίκλεις , ἀκολάστου βίου συμφορήσας ἑταιρικὰ διηγήματα γυμνῷ τῷ λόγῳ τῆς σεμνότητος ἡμῶν καταπόμπευε μηδὲ
μὴ ἀποστραφῆναι καὶ ἁπτομένου μὴ δυσχερᾶναι καὶ φιλοῦντος ὑπομεῖναι , ἑταιρικὰ εὖ μάλα μαθήματα καὶ διδάγματα καὶ γυναικῶν καπηλικῶς τῷ
5716210 προσχηματος
ὑποπτεύειν , ὡς πάλαι μὲν ἐπεθύμει λαβεῖν , ἐκαρτέρει δὲ προσχήματος ἀπορῶν τὸν πόθον αὐτῷ συσκιάζοντος : ἐπεὶ δὲ τὸν
φύσις πλημμελεῖν αἱρουμένη , εἰ μὴ μετ ' εὐλόγου δυνηθείη προσχήματος , ἀπαρακαλύπτως γε μὴν πονηρεύεται . ἀλώπηξ ὑπό τινος
5714561 κατεχομενοις
μολυσμὸς οὖν ἀπὸ τῶν ἐνύλων συμπίπτει τοῖς ἀπὸ σώματος ὑλικοῦ κατεχομένοις , καὶ τὸ ἀπὸ τούτων ἀποκαθαίρεσθαι ἀναγκαῖον ἐκείνοις ὅσα
Ἕλλησι θεοφιλέστατος εἶναι ὑπελήφθη . ὅτε καὶ Ἀθηναίοις τότε λοιμῶι κατεχομένοις ἔχρησεν ἡ Πυθία καθῆραι τὴν πόλιν : οἱ δὲ
5708043 ἀποκρυψομαι
πλείστην ἀθυμίαν παρέσχεν ἁπάντων , ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποκρύψομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων τούτων
εἴτ ' εὔνοιαν εἴτε καὶ ἀμφότερα , φράσω καὶ οὐκ ἀποκρύψομαι . πρῶτον μὲν οὖν ὑμῖν παραινῶ σκοπεῖν , ὅπως
5704371 γυμνοσοφισταις
σοφιστὰς τῶν Ἰνδῶν . . . , : πολλοῖς συμβαλὼν γυμνοσοφισταῖς ἐν Ἰνδοῖς καὶ ἱερεῦσιν ἐν Αἰγύπτωι καὶ ἀστρολόγοις καὶ
ἐπῆλθεν ὁ Λυκοῦργος , καὶ περὶ τὴν Ἰνδικὴν πλανηθεὶς τοῖς γυμνοσοφισταῖς ὡμίλησεν , οὐδένα πλὴν Ἀριστοκράτη τὸν Ἱππάρχου Σπαρτιάτην εἰρηκότα
5703096 ἀργυριοις
' ἵν ' ἐκεῖνοι εἰδεῖεν εἰς τίνα δεῖ χρῆσθαι τοῖς ἀργυρίοις . ὀνειδιζόμενός ποτε ὅτι δίκην ἔχων ἐμισθώσατο ῥήτορα ,
ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη συνάγχῃ λέγοντα εἰλῆφθαι καὶ ἐπὶ τοῖς ἀργυρίοις σιωπῶντα . ἀργυρίζεσθαι δέ , καὶ ἀργυρίδες φιάλαι ,
5699339 Σωταδου
στρογγύλα , Τὰ νενεωλκημένα , εἶπεν . : Ὁ τοῦ Σωτάδου υἱὸς Ἀπολλώνιος . Ἔγραψε δὲ καὶ οὗτος Περὶ τῶν
ὥς φησι Καρύστιος ὁ Περγαμηνὸς ἐν τῷ περὶ αὐτοῦ [ Σωτάδου ] συγγράμματι καὶ ὁ τοῦ Σωτάδου υἱὸς Ἀπολλώνιος .
5696025 ὑπερβατῳ
καὶ τέκνα καὶ τὸν πλοῦτον . ἃ δὴ : ἐν ὑπερβατῷ ἡ σύνταξις : ἅτινα δὴ ἀγάλματα πρεσβιώσεται καὶ τιμήσει
τρίτος ἁμὶν Ἀμύντας παρὰ Θεοκρίτῳ συγκαταθετέον . τὰ γὰρ ἐν ὑπερβατῷ κείμενα ὀφείλει τὸν λόγον ἀναδέχεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἀκολουθίας
5694852 ἐναπελειφθη
οὕτως : τρὶς τὰ τρία θ . εἶτα ἀφαιρεθείσης μονάδος ἐναπελείφθη ὁ ὀκτὼ ἀριθμός , καὶ τούτου τὸ ἥμισύ ἐστιν
. προπεμψαμένα ] η . ἐκπέμψασα . λείπεται ] † ἐναπελείφθη ἐν τοῖς οἴκοις . μονόζυξ ] † μεμονωμένη ,
5690470 κοινωνητεον
. Ἱερῶν μὲν τοῖς καθαροῖς , ὁμιλίας δὲ τοῖς πεπαιδευμένοις κοινωνητέον . Ὁ τῶν ἀσώτων βίος ὥσπερ καθ ' ἡμέραν
προσοιστέον . Οὐ προσοιστέον ἄρα αὕτη ἡ ἡδονή , οὐδὲ κοινωνητέον αὐτῆς ἐραστῇ τε καὶ παιδικοῖς ὀρθῶς ἐρῶσί τε καὶ
5684450 θελησας
ἐκεῖθεν ἀναχωρήσει , ἐσχάτῃ τιμωρίᾳ ὑποβληθείῃ . Εἴ τις ἐλεγχθῇ θελήσας ἐχθροῖς ἑαυτὸν παραδοῦναι , τῇ ἐσχάτῃ τιμωρίᾳ ὑποβληθείῃ ,
ἔπεμπον . . . Ὁ δὲ Φρὺξ ὁ Μίδας ἑλεῖν θελήσας τὸν Σάτυρον , οἴνῳ φαρμάττει τὰ νάματα , καὶ
5679704 κοσμησει
οἰκτρῶς ἀποθνῄσκεις , οὐκ ἔχων οὐδὲ ὅστις σου τὸ σῶμα κοσμήσει : ἀλλ ' ὀμνύω σοι τὸν ἀμφοτέρων δαίμονα ὡς
περὶ τοῦ μέτρου . πάντως ὅ τι ἂν δῷς , κοσμήσει τὸν εἰληφότα , καὶ μικρὸν οὐδὲν οὐδὲ ταπεινὸν τῶν
5679673 ἀφανιζουσα
ἀφιεῖσα . ἔφηλις πάθος ἐν προσώπῳ , ὑποπέλιδνος ἐπιδρομή , ἀφανίζουσα τὸ κατὰ φύσιν χρῶμα . ἴονθοι ἀνθήματα ψυδρακίοις ἐοικότα
παρὰ τὸ ἐμπαθὲς διὰ τοῦ πάθους ὡς σκότους βαθέος αὐτὸ ἀφανίζουσα . ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει πάλιν τὸν ὅρον φρονήσεως ὡς
5678552 κακοηθεσιν
ἕλκη πλαδαρὰ καὶ ῥυπαρὰ ἰᾶται . πευκεδάνου ἡ ῥίζα τοῖς κακοήθεσιν ἕλκεσιν ἄριστόν ἐστι φάρμακον ἐπιπαττομένη ξηρά : αὕτη γὰρ
δι ' ἀδυναμίην τῆς ἀφορμῆς , ἐπὶ τοῖσι κατάῤῥοισι τοῖσι κακοήθεσιν , εἰ ἔκκρισις εἴη , καὶ μὴ εἴη ,
5676330 Πισιδαις
Δερβήτῃ καὶ οἱ Ὁμοναδεῖς καὶ ἄλλοι πλείους οἱ συνάπτοντες τοῖς Πισίδαις , ” οἳ οὐκ ἴσασι θάλατταν ἀνέρες , οὐδέ
πρὸς τοὺς Λάκωνας ἐχρησάμην Λακωνικῷ στρατηγήματι . Ὅτι Αὐτοφραδάτης ἐμβαλεῖν Πισίδαις βουλόμενος τὴν εἰσβολὴν στενόπορον καὶ φυλαττομένην ὁρῶν προσήγαγε μὲν
5668681 προετρεπε
ὥστε καὶ ναῦς ἐν αὐτῷ χωρεῖν διαπλεῖν , ὅπου καὶ προέτρεπε τὸν βασιλέα διαπλεῦσαι καὶ ἁλιεῦσαι . διατυμόνων : τρεφομένων
ἀποτροπὴν μηκέτι ἀπιέναι . Ἀλλὰ τί ἐκώλυε τὸν Σωκράτη , προέτρεπε δὲ οὐδέποτε ; καὶ πρῶτον διὰ τί ἐκώλυεν ;
5667738 ἐρρυσαμην
νυκτὶ Ἑκάβην ἀπάγχουσαν αὐτὸν καὶ λέγουσαν : οὐκ ἐγώ σε ἐρρυσάμην ἐκ τῶν χειρῶν τῶν Τρώων ; διὰ τί μὴ
' Αἰγύπτιον . ἰδὼν δ ' ἐρήμους καὶ παρόντα μηδένα ἐρρυσάμην ἀδελφόν , ὃν δ ' ἔκτειν ' ἐγώ ,
5667623 πανταλαινα
ἦλθες εἰς τοὺς ἐμοὺς δόμους . ἐπειδὴ εἶπεν ὦ δυστυχεστάτα παντάλαινα νύμφα , ἐπήγαγεν οἰκτροτάτη γάρ , ἀντὶ τοῦ :
' ἄχη ] πανάθλια . δεῖ πανταλαίνου εἶναι , ἢ παντάλαινα . εὕρηται δὲ ἐν πολλοῖς καὶ καλοῖς βιβλίοις οὕτω
5666844 βραχεσι
τυγχάνουσιν οἱ καθ ' ἡμᾶς τρισκατάρατοι τοκισταί : ἐπὶ γὰρ βραχέσι νομίσμασι καὶ ἐπ ' ὀλίγῳ χρόνῳ πολυαρίθμους ἀπαιτοῦσι τοὺς
γὰρ αἱ φωναὶ διέστησαν εἰς μείζονα χρόνον ἐν τοῖς συνοῦσιν βραχέσι φωνήεσιν κατὰ τὰς ὁριστικὰς ἐγκλίσεις , τῶν ὑπολοίπων συλλαβῶν
5664836 ὑποσκελιζειν
καὶ κωλῆνα . ὀνόματα δ ' ἀπ ' αὐτῶν τὸ ὑποσκελίζειν , καὶ ὡς Ξενοφῶν κακοσκελής , καὶ σκελὶς ἡ
ὀργανικῶν μελῶν συνεστηκότων : φιλεῖ γὰρ τὸ μακρὸν γῆρας ἕκαστον ὑποσκελίζειν καὶ παραιρεῖσθαι . τὰς ἡλικίας ταύτας ἀνέγραψε καὶ Σόλων
5663052 ἀναφαινειν
εἶχον συμβαλέσθαι τὸ εἰρημένον : ἔτεσι δὲ ὕστερον οὐ πολλοῖς ἀναφαίνειν τε καὶ ἐς τέλος ἄξειν ἔμελλεν ὁ θεός .
τε καὶ τὰς Μούσας ἐπικαλούμενον τοὺς παλαιοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀναφαίνειν τε καὶ ὑμνεῖν . Ὦ φίλε Ἑρμόκρατες , τῆς
5662582 λεηλατουντων
ἀμπελῶνας σκάπτειν ἀναγκάζοντα τῷ σκαφείῳ πατάξας ἀπέκτεινεν : Ἰτώνων δὲ λεηλατούντων πολλὴν τῆς ὑπὸ Ὀμφάλῃ χώρας , τήν τε λείαν
. Χάρης δὲ ἀσφαλῆ τὴν ἀποχώρησιν ἐποιήσατο . Χαρίδημος Ἰλιέων λεηλατούντων αὐτοῦ τὴν πόλιν οἰκέτην Ἰλιέα προελθόντα ἐπὶ λείαν συλλαβὼν
5662129 Ἰαπυξ
Καικίας καὶ Βορρᾶς , ἀπὸ ἄρκτου ἐπὶ δύσιν Θρασκίας καὶ Ἰάπυξ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας ἐπὶ δύσιν Λιβόνοτος καὶ Λίψ
τοῖς ἐπιχωρίοις Δάκρυον Βυβλίδος . Λυκάονος τοῦ αὐτόχθονος ἐγένοντο παῖδες Ἰάπυξ καὶ Δαύνιος καὶ Πευκέτιος . οὗτοι λαὸν ἀθροίσαντες ἀφίκοντο
5659195 ἀψαυστων
εἰπεῖν καὶ τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρῶν . ψαύουσι γὰρ καὶ τῶν ἀψαύστων οἷς λίχνοι οἱ ὀφθαλμοί . . : ἄπορα πόριμος
ἐπιχειρῶν , καὶ πόριμος αὐτοῖς . ψαύουσι γὰρ καὶ τῶν ἀψαύστων οἷς λίχνοι οἱ ὀφθαλμοί . . ἄπορος πρὸς ἀπορίαν
5659083 ἠχουντος
πνεῦμα πρῶτον μὲν † ἀπὸ τοῦ ἐν οἷς γίνεται προσημαίνειν ἠχοῦντος , εἶτα τὸ περὶ τὸν ἥλιον πάθος : ἀμαυρότερον
τοῦ κτύπον ἐν τῷ ὄρει ἐγείροντος τῇ φορᾷ ἢ τοῦ ἠχοῦντος ἐν τῷ ὀρούειν καὶ ὁρμᾶν . θΞ ὀροκτύπου ]
5655991 Ὁμηρικοις
Σχοῖνόν τε Σκῶλόν τε . ἀλλ ' ἐν μὲν τοῖς Ὁμηρικοῖς μέγεθος ἐποίησεν ἡ εἰς τοὺς συνδέσμους τελευτή . Ποιήσειε
Παννονίας . ὁ πολίτης Νωράκιος . ὡς Ἐπαφρόδιτος ἐν τοῖς Ὁμηρικοῖς φησιν , ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος , ὃς
5654895 μελετηθῃ
καθεστήκῃ ἐν τοῖσιν αὐτοῖσιν ἄρθροισιν : ἢν δὲ μὴ οὕτω μελετηθῇ , τὸ λοιπὸν τηκόμενος θνήσκει : ἡ γὰρ νοῦσος
ἑξάμηνος : ἢν δὲ ἀμελείη τις ἐγγένηται καὶ μὴ παραχρῆμα μελετηθῇ , ἐν τάχει ἀποθνήσκει . Καὶ τὸν καταλεπτυνόμενον τοῖσιν
5654034 εἰκαθειν
ψυχῆς , πάτερ , ἱκετεύομεν ξύμπαντες , ἐξαιτούμενοι μῆνιν βαρεῖαν εἰκαθεῖν ὁρμωμένῳ τῷδ ' ἀνδρὶ τοὐμοῦ πρὸς κασιγνήτου τίσιν ,
. Ἔγνωκα καὐτὸς καὶ ταράσσομαι φρένας : τό τ ' εἰκαθεῖν γὰρ δεινόν , ἀντιστάντα δὲ ἄτῃ πατάξαι θυμὸν ἐν
5651160 ἀκμηϲ
ἀρχὰϲ τῶν τοιούτων τι φαρμάκων ἔδοϲαν ἢ ὅλωϲ πρὸ τῆϲ ἀκμῆϲ , ἁπλοῦν μὲν ὄντα τὸν τεταρταῖον , διπλοῦν πολλάκιϲ
ἡ ὁλκὴ πάντων ὀλίγη . νέοι δὲ καὶ οἱ ἐπὶ ἀκμῆϲ οὐ μάλα μὲν πάϲχουϲι , ἀτὰρ οὐδὲ μάλα περιγίγνονται
5648221 ὁρμησαντος
. δείσαντος δὲ τοῦ Κλέωνος κἀπὶ τὸ ψωμίζειν τὸν Δῆμον ὁρμήσαντος , ἀντιψωμίζειν ἅτερος ἐγχειρεῖ . καὶ τέλος τοῦ Δήμου
συγκεκρίσθω , καίπερ οὐκ ἐξ ἴσης δυνάμεως ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ὁρμήσαντος αὐτῶν ἑκατέρου , ἀλλὰ τοῦ μὲν ἐκ βασιλείας ἠσκημένης
5648187 ἐξηπλωμενον
τῶν ὁρισμῶν . διὸ καὶ τὸν ὁρισμόν τινές φασιν ὄνομα ἐξηπλωμένον , τὸ δὲ ὄνομα ὁρισμὸν συνεσταλμένον . πρόσκειται δὲ
ἐπὶ τοῦ συμψελίου ἔκειτο κερβικάριον λινοῦν , καὶ ἐπάνω λέντιον ἐξηπλωμένον λινοῦν καρπάσινον . ἰδὼν ταῦτα κείμενα καὶ μηδένα ὄντα
5643908 ἐδεις
χωρία δημεύειν καὶ τὰς οἰκίας καὶ ταῦτ ' ἀπογράφειν , ἔδεις καὶ ὕβριζες πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους ,
; ἢ κωφῇ λέγω ; ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος , ἔδεις ' ἀκού - σασα τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον ,
5642310 ἀναγινωσκεται
αἰτίαν ἐνταῦθά φησιν ὁ Ἀπολλώνιος τοῦ μὴ συμπλεῦσαι αὐτούς . ἀναγινώσκεται δὲ καὶ κείνην βαρυτόνως κατὰ ἀναφορὰν καὶ κεινὴν ὀξυτόνως
, ἐπιψηφίζουσιν αὐτὸ πρότερον οἱ πρόεδροι , εἶτα τῷ δήμῳ ἀναγινώσκεται . ἐπιψηφίζειν δέ ἐστι τὸ ἐπί τινι ψῆφον φέρειν
5633050 τρωγω
, βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει
ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ
5631433 διαλελυμενα
, οἷσι τὸ ἄρθρον συνδέδεται , καὶ ἄδετα ποιέει καὶ διαλελυμένα , καὶ διὰ τοῦτο χωλοὶ γίνονται , καὶ ὅταν
εἴ τι ψεῦδος ἦν ὧν ἐλογισάμην αὐτοῖς . ταυτὶ μὲν διαλελυμένα καὶ ἐξ ἐπερωτήσεως . οἷς ὁ Λυσίας μὲν ἥκιστα
5629229 Ἰναρω
ὀξύνεται ὁμοίως τε τοῖς Ἀττικοῖς κλίνεται , ὁ Ἰναρώς τοῦ Ἰναρώ , ὁ Νεκώς τοῦ Νεκώ , ὁ Περιμαζώς τοῦ
φορολογοῦντας τὴν Αἴγυπτον τῶν Περσῶν ἐκβαλόντες κατέστησαν βασιλέα τὸν ὀνομαζόμενον Ἰναρώ . οὗτος δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἐκ τῶν ἐγχωρίων
5627143 ὑποκλεψας
ἐνάρετον καταστήσεσθαι τοῖς πόνοις προγεγυμνασμένον . ταῦτά σοι μόλις ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτόν . σὺ δέ μοι εὐτύχει καὶ μέμνησο Κλεινίου
, ὥς φησιν Ἡσίοδος ἐν τῇ Θεογονίᾳ * τὴν Ὀρφέως ὑποκλέψας καὶ παραφθείρας Θεογονίαν * . ταῦτα * δὲ ὅ

Back