Ἀγησιλάου τὴν ὑπάντησιν ποιήσασθαι , ἅτε δὴ ἐμφιλοσόφως ζῶντος καὶ ἀπηλλαγμένου πάσης κενοδοξίας , ὀργισθεὶς ὁ Σεβῆρος κατεδίκασε τὸν Ἀγησίλαον | ||
Διὸ δὴ καὶ ἐνυπάρχουσα ἡ ψυχὴ οὐδέποτε ἄλλου τινὸς μέρους ἀπηλλαγμένου ἀναισθητεῖ : ἀλλ ' ἃ ἂν καὶ ταύτης ξυναπόληται |
εἴη ὁ κόσμος . εἰ γὰρ ἀρχὰν λήψεται διακοσμάσιος , ἔκαμέ ποκα τὸ κινέον αὐτὸ κατ ' ἄμπαυσιν διακοσμάσιος . | ||
εἴη ὁ κόσμος . εἰ γὰρ ἀρχὰν λήψεται διακοσμάσιος , ἔκαμέ ποκα τὸ κινέον αὐτὸ κατ ' ἄμπαυσιν διακοσμάσιος . |
δαφνόκοκκα καὶ κύμινον καὶ μαστίχην καὶ σμύρναν καὶ λίβανον καθαρὸν κοπανήσας καθ ' ἓν ἕκαστον καὶ ἕνωσον αὐτὰ καὶ βάλλε | ||
τὸ σκορπίσαι τὰ ἐν τοῖς γόνασι ῥεύματα . ] Ἀγριοσύκην κοπανήσας ἐκ τοῦ χυλοῦ τριβέσθω ἢ τῆς ῥίζης τὸν χυλὸν |
πάντων φίλτατος δορυξένων . ἀλλ ' εὐτυχοίης καὶ τύχοις ὅσων ἐρᾶις . τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ ' | ||
: τέτλαθι : τῶν δὲ καλῶν οὔ τι σὺ μοῦνος ἐρᾶις . Εὖ μὲν ἔχοντος ἐμοῦ πολλοὶ φίλοι : ἢν |
εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ξεʹ ὧν τελευταῖος : αὐτοῦ φυλάσσων ἀναμένω τέλος δίκης . τοιαύτας ] κοινή . τοιαύτης ] | ||
τὸ ἀγγεῖον ὅτι οὐ τέτρηται καὶ ὄψει , πῶς οὐκ ἀναμένω ἵνα μοι σὺ πιστεύσῃς τὰ σαυτοῦ , ἀλλ ' |
ἐπάταξα πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ , ἡγίασα ἐμοὶ πᾶν πρωτότοκον ἐν Ἰσραήλ ” . ὁ καταπεφευγὼς ἐπὶ θεὸν καὶ | ||
λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον καὶ ἐκ τῆς λύπης ἐμαλακίσθη . Καὶ ἀπέθανεν Φαραὼ |
τούτων καὶ πάθη . ἐπειδὴ γὰρ πορεύεται ἡ ὑπομονητικὴ ψυχὴ Ῥεβέκκα πυθέσθαι παρὰ θεοῦ , ἀποκρίνεται αὐτῇ , ὅτι „ | ||
τὸν θεὸν ἱκετεύσαντος , ἐκ τοῦ ἱκετευθέντος ἔγκυος ἡ ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν |
καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν . ἀλλ ' ἄγε νῦν ἐπίμεινον , ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο , ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός | ||
καὶ μέλλοντα τὸν αὐχένα ὑποβαλεῖν , μακρόθεν Αἴσωπος κέκραγεν ” ἐπίμεινον , δέσποτα . “ ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν |
ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ χώραν . Μαθὼν δὲ ὁ Νυκτεὺς βασιλεὺς , ὁ ταύτης πατὴρ , ὅτι ἐφθάρη , | ||
κἀκεῖθεν ἐλέγετο βάκχη . Ὁ δὲ αὐτῆς πατὴρ , ὁ Νυκτεὺς , εἶχεν ἀδελφὸν ὀνόματι Λύκον , βασιλέα τοῦ Ἄργους |
† μορφῆς ἐπῳδόν : ἀντὶ τοῦ ἐπώνυμον τῆς ἐμῆς μορφῆς κληθήσεται τὸ σῆμα ἧς ἔχω νῦν , ἢ τί ἕτερον | ||
ἑκάτερον , ἀλλὰ καὶ ἴσων , ἴσα τε καὶ ὅμοια κληθήσεται . Οὐ φαῦλος ὁ ὁρισμὸς οὗτος . Ἐλλιπὴς ὁ |
Ἢν δέ οἱ ῥαγῇ αὐτόματα τὰ λοχεῖα καὶ τὰ ἕλκεα ὑγιανθῇ , καὶ ὧδε ἄφορος ἔσται . Ἢν δέ οἱ | ||
σύριγγος ἐκσήπεται : τὸ δὲ λοιπὸν , ἔστ ' ἂν ὑγιανθῇ , τουτέῳ ἐπιδεῖν : κατὰ γὰρ τοῦτον τὸν τρόπον |
: ζημιωθήσῃ γάρ Ϛ στρατεύσῃ νῦν καὶ ὠφεληθήσῃ πολύ ζ ἐπιβαλοῦ μετὰ καθαροῦ τοῦ συνειδότος η πλεύσεις μετὰ τὸ ἐγκοπῆναι | ||
ἐν τιμῇ πολλῇ ι οὐχ εὑρήσεις τὸ ἀπολόμενόν ποτε α ἐπιβαλοῦ ὥρᾳ γ , ἅπαξ δέ β πλεύσεις , ἀλλ |
” γάρ φησι „ τὸν θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν κολληθήσῃ „ . τίς οὖν ἡ | ||
ὑποκάτω τῆς γῆς . οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς , οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς : ἐγὼ γάρ εἰμι κύριος ὁ θεός σου |
οἶδε . καὶ μέντοι καὶ εἴ τις ἴδοι θηρώμενον , εὐθυμότερος ἀπῆλθεν , ὥς τι χρηστὸν καὶ ἐκεῖνος ἕξων . | ||
διακεχωρήκῃ τὰ ἀπὸ τῆς γαστρὸς αὐτῷ : ἔσται δὲ καὶ εὐθυμότερος ἐν τῇ ταλαιπωρίῃ . Σκεπτέον δὲ καὶ ἤν τι |
Τιγράνης ἀρχόμενος ἄρχεται σατράπης . ἡ δὲ χώρα ἧς ἐπῆρχε Χολοβητηνὴ ὀνομάζεται „ . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως διὰ τὴν πρόληψιν | ||
† ἀρχόμενος ἄρχεται σατράπης . ἡ δὲ χώρα ἧς ἐπῆρχε Χολοβητηνὴ ὀνομάζεται . . . . Ἐλέγεια : χωρίον πέραν |
, τί ἄρ ' ἔνεστιν αὐτόθι ; Ὦ λόγια . Δός μοι , δὸς τὸ ποτήριον ταχύ . Ἰδού . | ||
: Ἥκεις εὐνομίην διζήμενος , αὐτὰρ ἐγώ τοι δώσω . Δός , εἴποιμι ἂν ἐγώ : οὐδεμίαν γάρ πω δόσιν |
θ τὸν ἔξηβον ] τὸν γεγηρακότα . Ξ βλάστημον ] αὐξάνοντα ἀνδρῶν νῦν . βλάστιμον ] ἀντὶ τοῦ βλάστην ἢ | ||
ἐν καιρῷ ] δέοντι . . σφριγῶντα ] νεάζοντα καὶ αὐξάνοντα . . σφριγῶντα ] αὐξόμενον καὶ ζέοντα . ἰσχναίνῃ |
θεῶν ἀνώμοτος φίλος γένοι ' ἂν κἀπικηρυκεύμασιν τάχ ' ἂν πίθοιο : τἀμὰ μὲν γὰρ ἀσθενῆ , τοῖς δ ' | ||
θεῶν πρὸς μῦθον ἔειπε : ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο φίλον τέκος ὅττί κεν εἴπω , ἦέ κεν ἀρνήσαιο |
Ἀλλὰ ἡ γυνὴ ἡ Πανδώρα τὸ μέγα πῶμα τοῦ πίθου ἀφελοῦσα , ἤγουν ἀπ ' αὐτοῦ λαβοῦσα , ἐσκόρπισεν αὐτὰ | ||
καταγηράσκουσιν . ] ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ ' ἀφελοῦσα ἐσκέδας ' , ἀνθρώποισι δ ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά |
οἱ πάντες σιηʹ . Πυθαγορίδες δὲ γυναῖκες αἱ ἐπιφανέσταται : Τιμύχα γυνὴ [ ἡ ] Μυλλία τοῦ Κροτωνιάτου , Φιλτὺς | ||
αὐτοῦ , ἀπολελειμμένοι τοῦ πλήθους , ὅτι ἔγκυος οὖσα ἡ Τιμύχα τὸν δέκατον ἤδη μῆνα εἶχε καὶ σχολαίως διὰ τοῦτο |
ῥαφῆς δύο γένωνται ῥωγμαί , ἢ μιᾶς γεγενημένης συναποστῇ ἡ ῥαφή , ἑκατέρωθεν ἐκτιτράσθω ὅλον τὸ ἀφεστὸς ὀστέον καὶ ἐκκοπτέσθω | ||
ΦΗ λήγοντα δισύλλαβα προσηγορικὰ παραληγόμενα Α ὀξύνεται : ἁφή βαφή ῥαφή γραφή σκαφή . τὰ δὲ κύρια βαρύνεται : Τράφη |
ἕτερον φέρειν ἀναβάτην οὐκ ἀξιοῦντας . εἰς τοῦτο ὕβρεως ἐκεῖνον ἐκούφισεν ἡ παρὰ τὴν ἀξίαν εὐδαιμονία . Ἀλλὰ μέχρι τίνος | ||
δεκάτην , οὔρησεν ὀλίγῳ παχύτερα : εἶχε σμικρὴν ὑπόστασιν : ἐκούφισεν ὀλίγῳ : κατενόει μᾶλλον . Ἑπτακαιδεκάτῃ δὲ , πάλιν |
γ , τὸ δὲ τριακοστὸν ὁ β , καὶ τὸ ἑξηκοστὸν δέ ἐστιν ἡ μονάς . Ὁ ͵βφκ ἐλάχιστος ὢν | ||
τρίτον , σαρακοστὸν τὸ πρώτιστον , ἕβδομον τῶν πενήντα , ἑξηκοστὸν τὸ τρίτατον , δεύτερον ἑβδομήντα . Ὁ δὲ δεύτερος |
, ἀλλ ' ἁπλῶν τρόπων × – ˘ – × στρέψον ἀνταυγεῖς κόρας ἐχθρῶν παρ ' ἀνδρῶν δυσμενῆ × – | ||
δ ' ἠνυσμένων . πόνος τί ἐστιν ; μορμολύκειον . στρέψον αὐτὸ καὶ κατάμαθε . τραχέως κινεῖται τὸ σαρκίδιον , |
αὑτοῦ τι μέλλων , ὄμβρῳ δὲ ὁ μὲν τυχεῖν ὧν ἔχρῃζε διεκωλύθη , σὺ δὲ ἀμῦναι , καλὸν δὲ ἦν | ||
, ὅτι αὐτῆς ἐπιμελῇ , μακαρίζω . πέπρακται γὰρ ὧν ἔχρῃζε τοῦ παιδὸς εὑρόντος ἕτερον σύμμαχον . Πολλὰ ἀγαθὰ γένοιτο |
εὑρέσθαι . καὶ γὰρ Ἀργείην Ἑλένην φησί : καίτοι γε Λακεδαιμονία ἦν . χρήματα , χρήματ ' ἀνήρ : τοῦτο | ||
πολίταις : σύγκρινε ὅτι σὺ μὲν Τρῳάς , αὕτη δὲ Λακεδαιμονία : λεῖπε δεξίμηλον : ἄγαλμα λεῖπε τῆς ποντίας θεοῦ |
Ιωβαβ πρὶν ἢ ὀνομάσαι με ὁ Κύριος Ιωβ . ὅτε Ιωβαβ ἐκαλούμην , ᾤκουν τὸ πρὶν ἔγγιστα εἰδωλίου θρησκευομένου : | ||
κοιμωμένου μου ἦλθέν μοι μεγάλη φωνὴ ἐν μείζονι φωτὶ λέγουσα Ιωβαβ Ιωβαβ . καὶ εἶπον Ἰδοὺ ἐγώ . καὶ εἶπεν |
πρός σε ὤρᾳ τοῦ φωτὸς αὔριον ἀετὸς , καὶ σὺ ἐπισκέψῃ πρὸς Ἱερεμίαν . Γράψον οὖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ ὅτι | ||
ὅταν ἐν τοῖς κυρτοῖς . οὕτως δὲ κἀπὶ τῶν ἄλλων ἐπισκέψῃ τόν τε πλεονάζοντα χυμὸν καὶ τὸν πεπονθότα τόπον , |
, ὡς ἐπιδείξομεν . ” εἶπε ” γάρ φησι „ Σάρα πρὸς Ἀβραάμ : ἰδοὺ συνέκλεισέ με κύριος τοῦ μὴ | ||
τῶν θνητῶν αἱ βελτιώσεις γίνονται πρὸς τὰ ἄφθαρτα . ” Σάρα δὲ ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν |
ἂν τὸ γόνυ βρέξειας . Ἐρεῖς δ ' ἐπὶ ἀρρώστου ἔκαμεν , ἠρρώστησεν , ἐνόσησεν , ἠσθένησεν , ἐμαλακίσθη , | ||
διαφθαρῆναι ἐν τῇ φυγῇ , εἰ μὴ Ἀλεξάνδρῳ τὸ σῶμα ἔκαμεν . καὶ αὐτὸς ἐς ἔσχατον κινδύνου ἐλθὼν ἐκομίσθη ὀπίσω |
τοῦτο ἐκαλεῖτο προσκεφάλαιον βασιλικόν . καὶ πρὸς ποδῶν ἕτερον οἴκημα τρίκλινον , οὗ τάλαντα τρισχίλια ἔκειτο ἀργυρίου , καὶ προσηγορεύετο | ||
“ γελάσας ὁ σωματέμπορος λέγει αὐτῷ ” εἰς ἐκεῖνον τὸν τρίκλινον οἱ σύνδουλοί σου καθέζονται : εἰσελθὼν ἄσπασαι αὐτούς . |
] γεγενημένοϲ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ? ? γυναῖκα [ ] κατεβίω [ : τὸ τέρμα ἔχειϲ . ἔχειϲ τὸ τέρμα | ||
[ ] [ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ] γυναῖκα [ ] κατεβίω [ : τὸ τέρμ ' ἔχειϲ . ἔχειϲ τὸ |
. νόστοιο τέλος θυμηδές : θυμῆρες . δειλὴ Ἀλκιμέδη : ἐπίπονε . ὁ δὲ νοῦς : εἰ καὶ ὀψέ , | ||
γλισχρίαν τὴν ἀτυχίαν . νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ “ ὦ ἐπίπονε ” . ὅτι φιλοτίμως εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέβην . |
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα | ||
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ |
τοιαῦτα ἐθίζειν ἀκούειν , ἃ διὰ παντὸς τοῦ βίου συνόντα ἐνοχλήσει καὶ ψοφοδεεῖς ποιήσει ποικίλης τῆς δεισιδαιμονίας ἐμπιπλάντα . “ | ||
. καὶ εἰ τοῦτο ὑπομείνειεν ἅπαξ , οὐ μή ποτε ἐνοχλήσει λοιπόν , ἀλλ ' οὐδ ' ἂν ἀποπειράσειεν οὐδ |
πρεσβύτερος ἕως γήρως ζ οὐ παραμενεῖ σοι ἡ γυνή : μοιχεύεται γάρ η ἀπαλλαγήσῃ τοῦ κλήρου . φρόντιζε θ γενήσῃ | ||
πρεσβύτερος ἕως γήρως γ οὐ παραμενεῖ σοι ἡ γυνή : μοιχεύεται γάρ δ ἀπαλλαγήσῃ τοῦ κλήρου μετὰ γήρως ε γενήσῃ |
νεώτερον τὸν πεζόν . Οὗτος ὦν ὁ Ἀβρώνιχος ἀπικόμενός σφι ἐσήμηνε τὰ γεγονότα περὶ Λεωνίδην καὶ τὸν στρατὸν αὐτοῦ . | ||
ἄλλων καὶ τοῦ ἑρμηνέως ἐπὶ τὸ τεῖχος τὸ ταύτῃ ἀνελθὼν ἐσήμηνε τοῖς ἀμφὶ τὸν Ἀρχίην ὅπως συνέκειτο . συνέκειτο γὰρ |
ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , | ||
, καὶ οὐδὲ Δία ξένιον ᾐδέσθη , ἀλλὰ Κλεάρχῳ καὶ ὁμοτράπεζος γενόμενος αὐτοῖς τούτοις ἐξαπατήσας τοὺς ἄνδρας ἀπολώλεκεν . Ἀριαῖος |
ἱερὸν ἀρχαῖον τῆς Παφίας Ἀφροδίτης : εἶτ ' ἄκρα Ζεφυρία πρόσορμον ἔχουσα , καὶ ἄλλη Ἀρσινόη ὁμοίως πρόσορμον ἔχουσα καὶ | ||
ἄλλο Δράκανον ὁμώνυμον τῇ ἄκρᾳ ἐφ ' ᾗ ἵδρυται , πρόσορμον ἔχον : ἡ δὲ ἄκρα διέχει τῆς Σαμίων ἄκρας |
εἰς λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε βλεμεαίνω . οἱ δὲ μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . . . . Βλέμυες : ἔθνος | ||
. Βλεμεαίνων : τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ |
τὴν μήτραν τὰ περὶ τὴν σύλληψιν ἴδοι . ἀλλὰ ἡ ἀσχολία τῶν πραγμάτων ἐνεπόδισε καὶ ἐτέχθη ὁ ἔριφος . ἐντεῦθεν | ||
. . . . ἀγνῶσιν . γρ . ἀγνώμωσι . ἀσχολία . μέριμνα , φροντίς . Φαρσαλίοις . Φάρσαλα πόλις |
δὲ πατέρα σχεδόν τι καὶ ἠγνόει . ὁ δὲ καὶ προσεκύνησεν αὐτήν , οὕτως ἄλλην τινὰ ὁρᾶν ἔδοξεν . ὡς | ||
ὁ δὲ Τιγράνης ἦλθε καὶ τὸν Πομπήιον ὡς κρείττονα βαρβαρικῶς προσεκύνησεν . εἰσὶ δ ' οἳ λέγουσιν ὑπὸ ῥαβδούχοις αὐτὸν |
καὶ γλυκὺ φυλάττων τὸ ῥεῖθρον , ἀμιγὴς ἔτι καὶ καθαρὸς ἐπείγῃ οὐκ οἶδ ' ὅπου βύθιος ὑποδὺς καθάπερ οἱ λάροι | ||
ἠδὲ εὐπνόων ϲπερμάτων . φακόϲ , ἢν μὲν ἡ αἱμορραγίη ἐπείγῃ , ξὺν ἀρνογλώϲϲου χυλῷ : ἢν δὲ μή , |
ἐφ ' ὧν ῥῶσαι τὸ ἧπαρ βουλόμεθα : συμβαίνει γὰρ ἀσθενοῦντος καὶ τοῦ μορίου τούτου ἢ φλεγμαίνοντος τὴν διάθεσιν ταύτην | ||
πλειόνων κήδεσθαι τῆς περὶ ταῦτα προνοίας ἀπάγοι . ταῦτα ἔγραφον ἀσθενοῦντος Κλεο - βούλου , νοσεῖ δὲ ἀθυμῶν , ὅτι |
δ ' ἦν Δαίμονος Ἀγαθοῦ μετάνιπτρον . Νικόστρατος Ἀντερώσῃ : μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς Ὑγιείας ἔγχεον . ΜΑΣΤΟΣ . Ἀπολλόδωρος | ||
καὶ παρ ' Ὤκιμον χαλκώματα . Κἀγώ , φιλτάτη , μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας |
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον | ||
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν |
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ | ||
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ |
. καὶ τὴν θεὸν Δινδυμήνην . ὅτι καὶ Δινδυμηνός καὶ Δινδυμηνή καὶ Δινδύμιος καὶ Δινδυμία . ἐκ τόπου Δινδυμόθεν . | ||
ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ τῶν Κυβέλων ἡ Κυβέλη . πλησίον |
εἶπε : τὴν γὰρ περιφερομένην ὡς Τηλαύγους ἐπιστολὴν ὅτι τε μετέσχεν Ἱππάσου καὶ Βροτίνου , μὴ εἶναι ἀξιόπιστον . ὁ | ||
τοὺς πόθους Κυθήρης ἵνα καὶ ῥόδου κρατήσῃς . Ἀρετῆς πόσης μετέσχεν , ὅτ ' ἂν εἰς ῥόδον μετῆλθεν τὸ φυτὸν |
ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην . οὔκουν ἐπείξεσθ ' ; ὡς Γλύκη κατώμοσεν τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς ἡμῶν ἀποτείσειν | ||
, τάδε τέρα θεάσασθε . Τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα φρούδη Γλύκη . Νύμφαι ὀρεσσίγονοι , ὦ Μανία , ξύλλαβε . |
Ἄμφη καὶ Ἀστράβη . κέκληται δὲ ἀπὸ τοῦ Κάσου τοῦ Κλεόχου πατρός . ἀπῴκισται δὲ τῆς νήσου καὶ τὸ ἐν | ||
ἦν . Οἱ δέ φασιν αὐτὸν Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας τῆς Κλεόχου . . . Καὶ Ἀριστόκριτος φησὶν ὅτι Ἀρεία θυγάτηρ |
δὲ οὔ . καὶ τοῦτο ἐφ ' ἑκάστου τῶν ἐμπιπτόντων ἐπίλεγε : εὑρήσεις γὰρ αὐτὸ ἄλλου τινὸς ἐμπόδιον , σὸν | ||
ὅπου βούλει , ὕψωσον τὴν σεαυτοῦ φωνὴν πράως , καὶ ἐπίλεγε οὕτως : Καὶ ὑμεῖς , ὄρνεα καθαρὰ τοῦ θεοῦ |
τότε διὰ ἀλειμμάτων , διὰ ἀρωμάτων παραμυθοῦ αὐτὴν , καὶ εἴσελθε κρατῶν εὐώδεις βοτάνας , καὶ μάλιστα εἰ χαίρει ὁ | ||
λεγόμενον καὶ παραχαραττόμενον , ὡς τὸ παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μισουμένῳ εἴσελθε κἂν νῦν , ὦ μακάριε . οὐχ ἥκιστα ] |
αὐτὸν παρεκάλουν οἱ περὶ τὸν Ἱππόθοον . Καὶ τότε μὲν ἀνεπαύσαντο δι ' ὅλης νυκτός : ἔννοια δὲ πάντων Ἁβροκόμην | ||
, καὶ ὁ ἀρχάγγελος ηὔχετο μετ ' αὐτοῦ , καὶ ἀνεπαύσαντο ἕκαστος εἰς τὴν κλίνην αὐτοῦ . εἶπεν δὲ Ἰσαὰκ |
ὅτι ἰσχυρῶς ἔδεισαν οἱ Ἕλληνες αὐτὸν μὴ τύραννος γένοιτο . Ἀποθανόντος μέντοι ἐκείνου Πολύδωρος ἀδελφὸς αὐτοῦ καὶ Πολύφρων ταγοὶ κατέστησαν | ||
καὶ Δωριέος , ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περὶ τῆς βασιληίης . Ἀποθανόντος δὲ Κλεομένεος ἄπαιδος ἔρσενος γόνου , Δωριέος τε οὐκέτι |
μήτε ἐμπιπλῶντας μήτ ' αὖ σφόδρα ἐνδεῶς . ἐὰν δὲ ἐφίστηται ἡ κοιλία τοῦ παιδίου , τότε μέλιτος ἐγχέοντας ἕψειν | ||
, τετράκις τῆς ἡμέρας ἀλλασσομένου τοῦ ὕδατος , ἄχρι μηδεμία ἐφίστηται λάμπη : καὶ ἡ σκωρία δ ' αὐτοῦ πλύνεται |
τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . σκιμπόδιον ἓν καὶ κώδιον καὶ ψιάθιον ἴσως παλαστῆς χαλεπὸν τὸ | ||
παχυτέραν . ὅταν οὖν ὁμονοῶμεν , καὶ τὸ τυχὸν ἡμᾶς σκιμπόδιον δέχεται : ἐὰν δὲ στασιάσωμεν , οὐδὲ ἡ σύμπασα |
διάδηλός ἐστι . . διπλαῖ μέριμναι ] ἐπειδὴ καὶ οἱ φονευθέντες δύο εἰσίν . διδυμανόρεα ] ἤγουν δύο ἀνδρῶν ἐστι | ||
ἤγουν οὐκ ἦν . Καὶ οὗτοι μὲν δαμασθέντες , τουτέστι φονευθέντες , ὑπὸ ταῖς σφετέραις , ἀντὶ τοῦ ταῖς ἀλλήλων |
ἑκοῦσά γ ' , ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι . τί δρᾶις ; βιάζηι , χειρὸς ἐξαρτωμένη ; καὶ σῶν γε | ||
μέν νυν ἥδ ' ἔχει , σὺ δ ' οὐχὶ δρᾶις . Φοῖβος δέ , Φοῖβοςἀλλ ' ἄναξ γάρ ἐστ |
] ἀντὶ τοῦ προκρινῶ . . ἐρημωθεὶς ] ἀντὶ τοῦ μονωθείς . . ἀλεξήσασθαι ] ἀμύνασθαι . . ἡμιόλιος ] | ||
ἐγώ σε ἀνταμυνοῦμαι . ” Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν μονωθείς , ἐκδυσάμενος καὶ τὰς χεῖρας ἑαυτοῦ κροτῶν καὶ τινάσσων |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
καὶ οἱ φαῦλοι . φησὶ γοῦν ὅτι Θαμνά , ἡ παλλακὴ Ἐλιφὰς τοῦ υἱοῦ Ἠσαῦ , ἔτεκε τῷ Ἐλιφὰς τὸν | ||
βασιλεὺς Σαρδίων μούνῃ οὐ περιήνεικε τὸν λέοντα τόν οἱ ἡ παλλακὴ ἔτεκε , Τελμησσέων δικασάντων ὡς περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ |
. Ἑρμηνεία . Κἂν πλούσιος γέγονας καὶ περίβλεπτος , Πενίας μνημόνευε τῆς σῆς συντρόφου . Κλείσωμεν τὴν θύραν , τὴν | ||
† ὅπως ἀρέσῃς μᾶλλον αὐτῷ , καὶ ὅταν πλουτήσῃς ἐμοῦ μνημόνευε . ” Καλλιρόη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησεν , |
' ἔστιν ; ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός : Ἑλένη γὰρ βέβηκ ' ἔξω χθονός . πτεροῖσιν ἀρθεῖς ' ἢ πεδοστιβεῖ | ||
. τὸ τῆς ἀνάγκης δεινόν : ἄρτι κἀπ ' ἐμοῦ βέβηκ ' ἀποσπασθεῖσα Κασσάνδρα βίαι . φεῦ φεῦ : ἄλλος |
ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς | ||
ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς |
, αὐτὴ μέντοι ἡ δίκη ἢ τὸ αὐτοδίκαιον οὐκ ἀλλαχόθεν δικαιοῦται : καθὸ γὰρ δίκη καὶ καθὸ κατευθύνει τὰ πράγματα | ||
εἶναι , ἄτοπον : καὶ γὰρ καὶ ἄκων πολλάκις τις δικαιοῦται , ὅταν ἀδικήσας κολασθῇ : ὁμοίως δὲ καὶ τὸ |
, ἐν ᾧ τὸ μὲν ἕτερον γέγονεν , οἷον ὁ θεμέλιος , τὸ δὲ ἕτερον οὔ , ὡς ἡ οἰκία | ||
καὶ ἀντιμαρτύρησις τοῦ ψεῦδος εἶναι . πάντων δὲ κρηπὶς καὶ θεμέλιος ἡ ἐνάργεια . Τοιοῦτο μὲν καὶ κατὰ τὸν Ἐπίκουρόν |
. ὤφειλε γὰρ οὕτως : ἐζήτησε δὲ αὐτόν , ἤγουν ἐπεστράφη αὐτοῦ χρηματισμὸς τοῦ πατρὸς ἀψευδῆ χρηματίζων , καὶ ἀντεφθέγξατο | ||
ἀναστρέφειν ὅλον τὸ σύνταγμα , τοῦτ ' ἔστιν ὥσπερ πυκνωθὲν ἐπεστράφη καὶ εἰς τὰ δεξιὰ μέρη ἔνευσεν , οὕτως ὅλον |
. Οἴμοι τάλας , ὡς ὠχρίας ' αὐτὴν ἰδών . Ὁδὶ δὲ δείσας ὑπερεπυρρίασέ σου . Οἴμοι , πόθεν μοι | ||
Νοεῖ μὲν ἕτερ ' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος |
αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο . πρὸς τὸν στροφέα τῆς αὐλείας σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . μή τἄρ ' εἶναι μ | ||
αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο . πρὸς τὸν στροφέα τῆς αὐλείας σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . μὴ τἄρ ' εἶναί μ |
. Διόνυσε χαῖρε . μή τι πέντε καὶ δύο ; Αὐτοῦ τὴν χερνίβα παύσεις . Καὶ τῆς λοπάδος ἔνεισι δ | ||
ἀποτείνεται ὤμων ὄργυιαν : φαίης κεν ἀνιάζειν ἐπὶ παιδί . Αὐτοῦ γὰρ κἀκεῖνο κυλίνδεται αἰνὸν ἄγαλμα Ἀνδρομέδης ὑπὸ μητρὶ κεκασμένον |
σπουδήν . ὁ δὲ Σύλλας τῆς ἐπιούσης τόν τε ταξίαρχον ἐστεφάνου καὶ τοῖς ἄλλοις ἀριστεῖα ἐδίδου . καὶ τὴν Βοιωτίαν | ||
μὲν κατηγόρει , τοὺς δὲ οὐκ ἔψεγε , σὲ δὲ ἐστεφάνου λέγων μὲν οὐδὲν καινόν , οὐ γὰρ ἀφῆκεν ἡ |
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ | ||
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ |
: ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ ' ἐνίοις αἴτιος . προπίνων Θηρικλείαν τρικότυλον πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχω κακῶς . ἐπαριστέρως γὰρ | ||
ἰδόντα αὐτὸν πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα . Ἄλεξις : τρικότυλον ψυγέα . ἐν ἄλλοις δὲ καὶ ψυκτήριον αὐτὸ καλεῖ |
, ἐπιστήσαντες τῇ γεφύρᾳ πύργους καὶ πύλας καὶ τεῖχος . Ὑπέρκειται δὲ τῆς τῶν Χαλκιδέων πόλεως τὸ Λήλαντον καλούμενον πεδίον | ||
τῶν ἐμπυρωτέρων καὶ αὐχμηροτέρων ἐπὶ τὰ ὑδρηλὰ καὶ ἑλώδη . Ὑπέρκειται δὲ τῆς Μερόης ἡ Ψεβὼ λίμνη μεγάλη νῆσον ἔχουσα |
ὁμοίως . τὸ γὰρ θύψαι ἐπικαῦσαι , καὶ θυμάλωπες οἱ ἀπολελειμμένοι τῆς θύψεως ἄνθρακες οἱ ἡμίκαυστοι . , . . | ||
τὸ πλῆθος ἦσαν . οἱ δ ' ἐπὶ τῆς Εὐρώπης ἀπολελειμμένοι στρατιῶται , ὧν Ἀντίπατρος εἶχε τὴν ἡγε - μονίαν |
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς | ||
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα |
τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν καὶ ἦλθεν ἐν Ἰταλίᾳ καὶ ἐκεῖ | ||
. ἡ δὲ δούλης Κλήτη μία τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν |
βαλανείου . Περιορύξας τοῦ δένδρου τὰς ῥίζας , κόπρον ὑείαν ἐπίχρισον , καὶ χώσας ῥᾶνον οὔρῳ ἀνθρωπείῳ . τὰ δὲ | ||
ἐπισπάσθαι δυνάμενον : εἴπερ γὰρ Ἡρακλέα νοήσεις ἑτέρας πόθῳ κατασχεθέντα ἐπίχρισον τοῦτο αὐτοῦ τὰ ἱμάτια καὶ πρός σε πάλιν ἀντιστρέψει |
μέγα θαῦμα , μέγ ' ἀνθρώποισιν ὄνειαρ , αὐτὸς καὶ προτέρη γενεή . Χαίροιτε δὲ Μοῦσαι μειλίχιαι μάλα πᾶσαι . | ||
ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ δὲ πολὺ προτέρη κεφαλὴ στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντ ' ἤ |
φιλόσοφος τῇ αὔριον μέλλει γυναικὶ συζευχθῆναι . “ ὁ δὲ δρομαίως ἀναβὰς ἀπήγγειλε ταῦτα τῇ τοῦ Ξάνθου γυναικί . ἡ | ||
μέσῳ κείμενον , εἰσελθοῦσα διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἀραμένη τοῦτο δρομαίως ᾤχετο . οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὴν καὶ ἀναστῆναι μὴ |
τῆς πρὸς τὸ ὑλικὸν σῶμα συζεύξεως . διὰ γὰρ τούτων ἀναβιώσκεται τρόπον τινὰ καὶ συλλέγεται καὶ θείου πληροῦται τόνου καὶ | ||
τὸ αὐτό . ἀνεβίωσα καὶ ἀνεβίωσε καὶ ἀνεβίω , καὶ ἀναβιώσκεται καὶ ἀναβιώσκει μᾶλλον ἢ ἀναβιοῖ . λέγουσι δὲ καὶ |
στέγνωσιν πίλησιν καὶ σφίγξιν τῶν σωμάτων εἶναι . ἔστι τοίνυν σφίγξις καὶ πίλησις τῶν σωμάτων ἡ στέγνωσις . ἡ δὲ | ||
τοῦ αὐτοῦ τάγματος , ὅταν κατὰ πλευρὰν καὶ οὐρὰν ἡ σφίγξις γίνηται . Εʹ . Περὶ γυμνασίας τάγματος . Πῶς |
ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἐπρέσβευσεν εἰς Δημητριάδα πρὸς Ἀντίγονον καὶ οὐκ ἐπέτυχε . τὸ πᾶν δὴ διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ τὸν | ||
περὶ δὲ τὴν τῶν βουκολικῶν ποίησιν εὐφυὴς γενόμενος πολλῆς δόξης ἐπέτυχε . κατὰ γοῦν τινας Μόσχος καλούμενος Θεόκριτος ὠνομάσθη . |
καὶ τῇ ἄλλῃ βουλῇ . ἐπελθὼν δὲ ὁ ἐπιστάτης καὶ παρεζόμενος αὐτῷ διηγήσατο τοὺς ἐναντιωθέντας λόγους τῇ χρήμῃ αὐτοῦ καὶ | ||
μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον , ὄφρα τάχιστα Λαέρτῃ τάδε πάντα παρεζόμενος καταλέξῃ , εἰ δή πού τινα κεῖνος ἐνὶ φρεσὶ |
, φλεγμονὴ γίνεται ἐρυσιπελατώδης , τῆς δὲ χολῆς , ἐρυσίπελας φλεγμονῶδες . οἴδημα δέ ἐστιν ὄγκος λευκός , ἀνώδυνος , | ||
καὶ ἔλαιον ὀμφάκινον ἢ ῥόδινον , ἐπειδὰν περὶ τὰ ὑποχόνδρια φλεγμονῶδες εἴη ἐρυσίπελας . καὶ ταῦτα μὲν ἱκανὰ εἰρῆσθαι περὶ |
: ἀλλὰ σὲ δαίμων δοίη τῶν αὐτῶν ἀντιτυχεῖν ἐπέων . Ὄλβιος ὅστις ἐρῶν γυμνάζεται οἴκαδε ἐλθών εὕδειν σὺν καλῶι παιδὶ | ||
, ἀλλ ' ὑπὸ πᾶσαν αἰεὶ σπουδαίην ἔρχεαι ἀγγελίην . Ὄλβιος ὅστις παιδὸς ἐρῶν οὐκ οἶδε θάλασσαν , οὐδέ οἱ |
τῇ λώβῃ διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον | ||
Ἀλλὰ γὰρ ἅλις μὲν ἤδη δακρύων , σὺ δ ' εὐτυχοίης , καὶ μὴ μόνον πολιτείαν ἅπασαν , ἀλλὰ καὶ |
. τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ | ||
ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . Ἥ τις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . Ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν |
πάρεισι καὶ περιστάντες ἄγχουσιν αὐτόν . οὗτοι πάντες , ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ ἀλιτηρίου τεθνᾶσιν , οἱ μὲν γυναικῶν | ||
δέ , ὦ Ἑρμῆ , κήρυττε καὶ προσκάλει . Ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ πατρὸς ἐμὲ πρῶτον ἐπίσκεψαι παραγαγών . |
τοὺς μνηστῆρας συμποδίζων ἀναιρεῖ : ἐμὲ δὲ ἐπὶ ταχυτάτου ἅρματος παράπεμψον εἰς τὴν Ἦλιν : τῇ νίκῃ δὲ ἕνωσον , | ||
. κόψας σήσας λεπτότατα , ἔπειτα λεάνας μετὰ γάλακτος ὀνείου παράπεμψον μετὰ μητρεγχύτου . εἰ δὲ ἐπώδυνος ᾖ ἡ ἕλκωσις |
. συγγνώμην ] συγχώρησιν , συμπάθειαν . , ἄφεσιν . παρανοήσαντος ] γρ . παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα | ||
παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα διδασκάλου τοῦ Σωκράτους . παρανοήσαντος ] μωροῦ φανέντος . ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . , |
τῷ ἀργυρότοξος . Φέρτερος . ἀπὸ τῶν ἀχθοφόρων . καὶ ἀφαυρότερος , ὁ τοῦ φέρτερος : οἷον τε ἥττονα φορήτερός | ||
κέν τις τοῦτο θεῶν δείσειε νόημα , ὃς σέο πολλὸν ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε : σὸν δ ' ἤτοι |
καὶ ἀναποθῇ τὸ ἐκχύμωμα τὸ ἐν τῇ φλάσει γενόμενον , αὐξηθῇ δὲ σαρκὶ ὑγιέϊ τὸ χωρίον , ἅψηται δὲ τοῦ | ||
ἐστὶν , ὁκόταν οἱ δέκα μῆνες παρέλθωσι καὶ τὸ ἔμβρυον αὐξηθῇ : ἕλκει γὰρ ἀπὸ τοῦ αἵματος ἐς ἑωυτὸ τὸ |
. ἐνταυθοῖ ] ἐκεῖσε εἰς τὸ φροντιστήριον . ἀλλ ' ἐπανάμεινόν μ ' ὀλίγον χρόνον ἐνταῦθα : τοῦτο λέγει ὁ | ||
ἐφεξῆς ἰαμβικοὶ στίχοι τρίμετροι παʹ , ὧν τελευταῖος ἀλλ ' ἐπανάμεινόν μ ' ὀλίγον εἰσελθὼν χρόνον . καθάπτεται δὲ τοῦ |
ὑπακοῦσαι ἢ κινδυνεύσαντας περιγενέσθαι , ὁ φυγὼν τὸν κίνδυνον τοῦ ὑποστάντος μεμπτότερος : καὶ ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ | ||
παραλλήλων . διὸ καὶ τὸ μετὰ τοῦτο εὐθὺς ὡς ἂν ὑποστάντος ἤδη τοῦ παραλληλογράμμου τὰ καθ ' αὑτὰ ὑπάρχοντα τοῖς |
ἐὰν δὲ θῇς αὐτὸ πρὸς κεφαλήν τινος λάθρα , οὐ κοιμηθήσεται . ὁμοίως καὶ τῆς νυκτερίδος τὴν κεφαλὴν ἐὰν κόψῃς | ||
νόσου τε καὶ ἀσιτίας , ὑγρανθεὶς τῷ νυκτερινῷ καταστήματι μᾶλλον κοιμηθήσεται ἄλλως τε καὶ τῶν αἰσθήσεων ἠρεμουσῶν ἐν σκότῳ . |
ἐμπίπτει ὁ μὴν τοῦ πλήθους τῶν μηνῶν ἐκβαλλομένου ἀπὸ τοῦ γενεθλιακοῦ μηνός , ἑκάστῳ ζῳδίῳ ἑνὸς μηνὸς διδομένου ἀπὸ τοῦ | ||
ὃ ἐμπίπτει ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν μηνῶν ἐκβαλλομένου ἀπὸ τοῦ γενεθλιακοῦ μηνὸς κατὰ τὸ ἓν ζῴδιον ἑνὸς μηνὸς ἐφεξῆς ἀπὸ |
ἀνέστησαν , καὶ κρίνεται προδοσίας , συνέστηκε , καὶ οὐδὲν ἐβλάβη τοῦ ζητήματος ἡ σύστασις περὶ τὴν τοῦ προσώπου ἐναλλαγὴν | ||
ἐνέργειαν καὶ μόλιϲ δύναϲθαι καταπίνειν , τῷ δὲ ἡ γαϲτὴρ ἐβλάβη , ὡϲ μόγιϲ πέττειν , ἄλλῳ δὲ τὸ ἧπαρ |
καὶ τοῖσι τῆς φωνῆς πόνοισι χρεέσθω , καὶ τοῖσι θεοῖσιν εὐχέσθω , καὶ καταστήσεται αὐτῷ ἡ ταραχή . Ἥλιον δὲ | ||
δεσπόζοντι οἰκίας ἡ ταύτης κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἀνῆπται φροντίς . εὐχέσθω δὴ πᾶς θεῷ , ὅτῳ τὸ θεοφιλὲς ὤμβρησεν ἀγαθόν |
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ | ||
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ |