. ἐγὼ δ ' , εἰ μὲν τὸν ἑαυτοῦ με ἀπεκτονέναι ᾐτιᾶτο , συγγνώμην ἂν εἶχον αὐτῷ τῶν εἰρημένων :
οἷς ὀμωμόκατε . Ὅτι μὲν τὸν πατέρα μ ' ἔφασκεν ἀπεκτονέναι , πολλοὶ συνοίδασιν ὑμῶν , καὶ μαρτυροῦσι δέ μοι
7096910 Μελητῳ
δὲ ὅτι καὶ θελήσαντάς τινας φιλόσοφα ἀναγνῶναι προσήνεγκεν Ἀνύτῳ καὶ Μελήτῳ λέγων παιδεύσατε τοὺς νέους : τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων
ἦν Σωκράτει μὴ τοῖς Ἀθηναίων δικασταῖς ἀπολογεῖσθαι , ἀλλὰ μήτε Μελήτῳ ἀπεχθάνεσθαι , μήτε ἐλέγχειν Ἄνυτον , μήτε παρέχειν πράγματα
7046229 Σικιννον
τῶν Ἑλλήνων φυγεῖν διὰ τὸ πλῆθος τῶν Περσῶν , Θεμιστοκλῆς Σίκιννον τὸν παιδαγωγὸν ἔπεμψε πρὸς τὸν Ξέρξην ὡς αὐτομολήσαντα ,
γενέσθαι , ἄλλοι δὲ Κρῆτα λέγουσι τὸ γένος εἶναι τὸν Σίκιννον . ὀρχησταὶ δ ' οἱ Κρῆτες , ὥς φησιν
6989890 ἐτυραννησεν
Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . ὄνομα κύριον . οὗτος ἐτυράννησεν . Θεογείτων : Δημοσθένης ἐν τῷ αὐτῷ . ἔνιοι
ἀπέκτεινεν αὐτοὺς καὶ ἀφῆκεν τὸν κατεχόμενον , μετὰ ταῦτα ἐκεῖνος ἐτυράννησεν ἀφεθείς : καταλυθείσης τῆς τυραννίδος κρίνεται συνειδότος ὁ στρατηγός
6980023 Νικοδημον
διὰ τοῦ αὐτόν , τὸν Ἀρίσταρχον , ἀναπεῖσαι φονεῦσαι τὸν Νικόδημον καὶ διὰ τοῦτο φεύγειν . . . . ἀντὶ
γοῦν τινος ἐρασθεὶς μειρακίου καὶ δι ' αὐτὸν παροινήσας εἰς Νικόδημον ἐξέκοψεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς . παραδέδοται δὲ καὶ περὶ
6929421 Μοσχιωνος
. . . ἑρκεῖος Ζεύς : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Μοσχίωνος : . . ἐπερωτᾷ εἰ φράτορες αὐτῷ καὶ βωμοὶ
τὴν γενικήν : Ἡφαιστίων Ἡφαιστίωνος : Ξενίων Ξενίωνος : Μοσχίων Μοσχίωνος : Ἠμαθίων Ἠμαθίωνος : Μελανίων Μελανίωνος : Πορφυρίων Πορφυρίωνος
6915058 συνῳκησε
. : Τοῦτο ἀπὸ ἱστορίας εἴληφεν : αὖθις γὰρ αὐτῇ συνῴκησε Πηλεὺς καὶ ἢ Ἀχιλλέα : τὸ Θετίδειον διόπερ ἐστὶ
Περσίδος Ἀμάστριδος , θυγατρὸς Ὀξυάθρου τοῦ ἀδελφοῦ Δαρείου , ἣ συνῴκησε Διονυσίῳ τῷ Ἡρακλείας τυράννῳ . Δημοσθένης δ ' ἐξ
6912849 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
6896128 Πρωτεσιλαε
αἴτιος , τοῦ θανάτου δέ σοι οὐδένα ἄλλον , ὦ Πρωτεσίλαε , ἢ σεαυτόν , ὃς ἐκλαθόμενος τῆς νεογάμου γυναικός
ὀλίγον ὀφθεὶς αὐτῇ καταβῆναι πάλιν . Οὐκ ἔπιες , ὦ Πρωτεσίλαε , τὸ Λήθης ὕδωρ ; Καὶ μάλα , ὦ
6893356 συνεχωρησα
δ ' ἐγώ , παραχρῆμα , οὐδὲ βουλευσάμενος , κομίσασθαι συνεχώρησα , καὶ τὸν Εὔεργον ἔπεισα . ἐπειδὴ δ '
μὲν συνέγνων πατρί : συγγνώμην ἐδίδων διὰ τὴν χρείαν : συνεχώρησα τοῦτο . δι ' ἀνάγκην γὰρ αὐτῷ ἔδωκεν ἵνα
6851405 ὑπωπτευσε
χρήμασι ὅμοιος τῷ πρώτῳ Περσέων . Οὗτος ὁ Ὀτάνης πρῶτος ὑπώπτευσε τὸν μάγον ὡς οὐκ εἴη ὁ Κύρου Σμέρδις ἀλλ
ὕστερον εἶπεν αὐτῇ ἢ εἶπε μὲν , ἡ δ ' ὑπώπτευσε τὸ ῥηθὲν εἶναι ψεῦδος διὰ τὸν ἔρωτα Χρυσίππου :
6833064 ὠργιζετο
εἴ τις πάσχων τότε οὐκ εἰκότα , τουτέστι κακῶς , ὠργίζετό μοι , νῦν τὸ ἀληθὲς σκοπῶν μεταπειθέσθω τῷ δήμῳ
, εἴ τις καὶ τότε ἐν τῷ πάσχειν οὐκ εἰκότως ὠργίζετό μοι , μετὰ τοῦ ἀληθοῦς σκοπῶν ἀναπειθέσθω . ἢ
6817520 προλιπειν
φοβῶνται μηδὲ φεύγωσιν , ἀλλὰ κἂν τὴν γῆν ἅπασαν δέῃ προλιπεῖν , κἂν τῶν σωμάτων αὐτῶν ἀποστῆναι , ῥᾳδίως ὑπομένωσιν
ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδὼς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν . Γράψε Πολύγνωτος Θάσιος γένος , Ἀγλαοφῶντος υἱός ,
6811766 ἀπεκτεινα
ὅτι εἰ συνῄδειν αὐτῷ μέλλοντι τυραννήσειν , οὐκ ἂν αὐτὸν ἀπέκτεινα , ὅτε πρὸς ἔργον ἦλθεν ἡ βούλησις : καὶ
ὁρμῶντα : ὡς δὲ ἐπὶ πολὺ ἐρωτῶν οὐκ ἐμάνθανον , ἀπέκτεινα , οἱ δὲ λοιποὶ ἐτυραννοκτόνησαν , ἃ μηκυνεῖς ὡς
6803259 Ἰακωβος
αὐτήν : ἐπάνεισι δὲ Ἡσύχιος ἐν Βυζαντίῳ : ὅπερ γνοὺς Ἰάκωβος ἦλθε πρὸς αὐτόν : καὶ τότε παιδείας ἤρξατο καὶ
ὑπόχρεων τὴν οὐσίαν καταλιπεῖν ταῖς θυγατράσι . , . . Ἰάκωβος Ἰάκωβος , Ἡσυχίου υἱὸς ἰατροῦ , ὁ ἐπικληθεὶς Ψύχριστος
6802862 Θεομνηστου
Δείναρχος κατὰ Κηφισοκλέους . Ἀπίλλειν : Λυσίας ἐν τῇ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος , ” ἀποκλείειν “ νομίζεται .
ἅπερ ἀπείρηται λέγειν εἰς ἀλλήλους δεδήλωκε Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος ὁ λόγος . Ἀπορώτατος : ἀντὶ
6801378 ἀπαγξεται
τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
Σελήνην ἴδῃ ἢ πρὸς αὐτὴν συναφὴν ἔχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
6790305 προβατοπωλης
λέγει , ὃς προβατοπώλης ἐλέγετο , οὐ τὸν Καλλίαν . προβατοπώλης ] ὁ Καλλίας . κρατεῖν : ἄρχειν καὶ διέπειν
πώλης . Τί τοὐντεῦθεν ; λέγε . Μετὰ τοῦτον αὖθις προβατοπώλης δεύτερος . Δύο τώδε πώλα . Καὶ τί τόνδε
6790241 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
6784583 συναντησας
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα .
6766875 Λουσιευς
δὲ ὁ ὑπασπιστὴς ἔχων τὴν ἀσπίδα ἀπέλιπεν : Εὐρύλοχος δὲ Λουσιεὺς [ Ἀρκὰς ] προσέδραμεν αὐτῷ ὁπλίτης , καὶ πρὸ
' ἐκκέοιτο πρὸ τῶν ἐπωνύμων καὶ πάντες ὁρῷεν : Εὐκτήμων Λουσιεὺς ἐγράψατο Δημοσθένη Παιανιέα λιποταξίου . Ἐπώνυμοι δέκα , ἀφ
6766454 Ἀτταλῳ
τῷ Περγάμου βασιλεῖ . ὃ δέ ἠρνήσατο καὶ τοῖς ἀδελφοῖς Ἀττάλῳ τε καὶ Φιλεταίρῳ θαυμάζουσιν , ὅτι κῆδος βασιλέως τοσοῦδε
καὶ διὰ πάσης γέγονε τῆς οἰκουμένης , ἀθάνατον ἀπονέμοντα δόξαν Ἀττάλῳ τῆς πραγματείας ἐπιγραφὴν εἰληφότι . Ἐγὼ δ ' ἀκούων
6748339 Ἀμαρυλλιδος
ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί : ἐπεὶ ὁ Κορύδων ἐμνήσθη τῆς Ἀμαρυλλίδος , ἀνεμνήσθη ὁ Βάττος αὐτῆς : ἦν γὰρ ἐρωμένη
ἐνταῦθα σαφὴς αἰπόλος ὢν ὁ Βάττος , ὃν εἰκὸς τῆς Ἀμαρυλλίδος ἐρᾶν καὶ οὐ Θεόκριτον . φησὶ δὲ ὑπερβολικῶς :
6748008 Ὀμφαλη
: ἡδόμενος δ ' αὐτῇ ἐποίει ὅ τι προστάττει ἡ Ὀμφάλη : οἱ δὲ εὐήθεις ὑπέλαβον λατρεύειν αὐτὸν αὐτῇ .
. : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη . . . Λέανδρος δὲ , ὃν Νικάνωρ παρατίθησι
6738514 Ἰοκαστῃ
. Ἐπιλαθόμενος δὲ τοῦ χρησμοῦ Λάϊος συνῆλθε τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Ἰοκάστῃ . Ὡς δὲ ᾔσθετο παιδίον ἄῤῥεν ἐξ αὐτῆς γεννηθὲν
οὐκ ἐπείσθη τῷ Ἀπόλλωνι εἰπόντι αὐτῷ μὴ συνελθεῖν τῇ γυναικὶ Ἰοκάστῃ . ἰαμβικὸς τρίμετρος . βουλαὶ ] ἤγουν αἱ κατάραι
6731208 ἐπιδημουντα
συναλγοῦντα . [ καὶ διὰ τοῦτο δυσκόλως ἐμὲ φέρει τις ἐπιδημοῦντα . ] καὶ γὰρ εἰ πλείους ἦσαν , ὥσπερ
ὁρῶντες τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν ἀρρωστοῦντα , ἐμὲ δὲ οὐκ ἐπιδημοῦντα , αὐτοὶ καὶ προύθεντο καὶ τἆλλα πάντα τὰ νομιζόμενα
6727672 Ἑλενον
πλησίον Ἡρακλείας τῆς ὑπὸ τῇ Οἴτῃ . τὰ δὲ ἐς Ἕλενον τὸν Πριάμου δεδήλωκεν ὁ λόγος ἤδη μοι , μετὰ
δὲ Ὀλυμπιὰς ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἰς Πύρρον τὸν Ἀχιλλέως καὶ Ἕλενον τὸν Πριάμου * τὸ γένος τὸ ἀνέκαθεν ἀνέφερεν *
6722382 κωμῳδησαι
, ἀντὶ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ἐγράφην . τοῦτο δὲ θέλων κωμῳδῆσαι Καλλίαν ὡς ἀπολέσαντα πάντα τὰ χρήματα . Ἄλλως .
ἐστιν ὁ βοήσας , ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳδίας ὑποκριτής ; κωμῳδῆσαι βουλόμενος τοὺς τοῦ Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τούτων
6717014 Μωυσῳ
καιρὸν τῆς Μερρίδος τελευτησάσης , ὑποσχέσθαι τὸν Χενεφρῆν τῷ τε Μωύσῳ καὶ τῷ Χανεθώθῃ τὸ σῶμα διακομίσαντας εἰς τοὺς ὑπὲρ
ὕπαρξιν τοὺς Ἰουδαίους τῶν Αἰγυπτίων χρησαμένους διακομίζειν . Τῷ δὲ Μωύσῳ θείαν φωνὴν γενέσθαι , πατάξαι τὴν θάλασσαν τῇ ῥάβδῳ
6709860 ἑαλωκοτα
οὐκ ἀμφίβολον εἶναι τὴν κρίσιν , ἀλλ ' ὥστε τὸν ἑαλωκότα καὶ πάσχειν καὶ τοῦ δικαστοῦ θαυμάζειν τὴν ψῆφον .
, καὶ τῷ ἵππῳ προσαρτήσας ἕκαστος ἄγει ὡς αἰχμάλωτον τὸν ἑαλωκότα . ὅτι δὲ μικροὶ μὲν ἰδεῖν εἰσιν οἱ Λίβυες
6707145 ἡλικιωτην
Ἑρμόλαον ἀλγήσαντα τῇ ὕβρει φράσαι πρὸς Σώστρατον τὸν Ἀμύντου , ἡλικιώτην τε ἑαυτοῦ καὶ ἐραστὴν ὄντα , ὅτι οὐ βιωτόν
Τυχιάδη , καὶ τὸν Πέλλιχον σκῶπτε κἀμὲ ὥσπερ τοῦ Μίνωος ἡλικιώτην παραπαίειν ἤδη δόκει . ” “ Ἀλλ ' ,
6706813 δυνησομενος
ἀγάλματος ἐρασθεὶς κατέκλεισεν αὑτὸν ἐν τῷ ναῷ , ὡς πλησιάσαι δυνησόμενος . καὶ ὡς ἠδυνάτει διά τε τὴν ψυχρότητα καὶ
μὴ παραδοίη τὸν ἀκόλουθον : εὖ δ ' ᾔδει οὐ δυνησόμενος παραδοῦναι , ὃς διὰ τοῦτον καὶ τὰ τούτου ἁμαρτήματα
6702775 Κειμενον
ὅς ἐστι τετράγωνος ἀριθμὸς ἀπὸ πλευρᾶς λζ δεκάτων . . Κείμενον . Αὐτὸς ἄρα ὁ τετράγωνος ἔσται δυνάμεων τεσσάρων μο
ἔσται δυνάμεως μιᾶς , ἤτοι τετράγωνος . . τετραγώνῳ . Κείμενον . Ἀπὸ Ϟοῦ ἑνὸς μος α . Αὐτὸς ἄρα
6702065 ἀχθεσθεις
ἀλάστορα ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐγκεκρυμμένον δίοπτον εἶναι . Ὁ δὲ ἀχθεσθεὶς ἀπεστράφη πρὸς δυόμενον τὸν ἥλιον : καὶ οἱ μάντεις
ἐπ ' αὐτοῦ τὸν Νικήρατον ἐστεφάνωσεν , ὁ δὲ Ἀντίμαχος ἀχθεσθεὶς ἠφάνισε τὸ ποίημα . Πλάτων δὲ νέος ὢν τότε
6696657 παροινησας
Ἀριστάρχου γοῦν τινος ἐρασθεὶς μειρακίου , καὶ δι ' αὐτὸ παροινήσας εἰς Νικόδημον , ἐξέκοψεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς . Παραδέδοται
ἐπαινεθῆναι , μείνας ἐντὸς τῶν τῆς ὀρχήσεως ὅρων καὶ μὴ παροινήσας εἰς τὴν ὑπόκρισιν . Ταῦτά σοι , ὦ φιλότης
6695039 ΛΥσεις
τὸν παῖδά ἐστι , καὶ οὐ περὶ ἑτέρου τινός . ΛΥσεις στοχαστικῶς : εὐλαβηθήσεται πατέρα ὄντα : καὶ ὅτι εἰδὼς
Ἀλλ ' ἄχειρ , φησὶν , ἦν ὁ πατήρ . ΛΥσεις μεταληπτικῶς : ὅτι ἐχρῆν φυλάττοντα , δεομοῦντα , φυλακὴν
6679646 δρου
, διαφθείρας δὲ χρήμασιν ἄλλους τε καὶ τοὺς Ἀλεξάν - δρου φίλους ἀπέδρα , πρότερον δὲ ἔτι Πυθιονίκην [ ]
ποιεῖ αἰγείου ἢ τράγου προσλαβόν . εὐθετώτερον δὲ χόν - δρου ἢ ὀρύζης χυλοὶ ἢ πυρίνης πτισάνης . ἔσθ '
6678472 εἰπουσαν
ἀγχόνῃ φησὶ τελευτῆσαι : τὴν γὰρ Μήδειαν παράγει πρὸς αὐτὸν εἰποῦσαν [ . ] : τέλος φθερεῖς γὰρ αὑτὸν αἰσχίστῳ
τῆς γυναικωνίτιδος ἀσχημονεῖ . Πράξιλλαν μὲν γὰρ Λύσιππος ἐχαλκούργησεν μηδὲν εἰποῦσαν διὰ τῶν ποιημάτων χρήσιμον , Λεαρχίδα δὲ Μενέστρατος ,
6671794 μνηστηρα
Οἰνομάου τὰς ἵππους , ὁ δὲ ἐν τῷ δρόμῳ τὸν μνηστῆρα , ὁπότε ἐγγὺς γένοιτο , κατηκόντιζεν . Ἱπποδαμείας δὲ
, τότε ἄρχεσθαι τοῦ δρόμου τὸν Οἰνόμαον καὶ διώκειν τὸν μνηστῆρα , ἔχοντα δόρυ καὶ ἡνίοχον τὸν Μυρτίλον : εἰ
6671592 ἀνελομενον
δὲ τερφθέντα θυλάκιον αἰτῆσαι χρυσίου καὶ ῥῖψαι αὐτῷ παρατρέχοντι . ἀνελόμενον δ ' ἐκεῖνον πάλιν ὑμνεῖν λέγοντα διότι τὰ ἴχνη
σκυλακευομένους . Φαυστύλον δέ τινα τῶν περὶ τὸν τόπον συφορβῶν ἀνελόμενον ἐκθρέψαι , καλέσαι δὲ τὸν μὲν Ῥωμύλον τὸν δὲ
6666964 ἐνενοει
ἀφίκετο σὺν τῇ θυγατρί , ἐκεῖθεν δὲ ἔς τε Σάρδεις ἐνενόει παρὰ Ἄρδυν τὸν Γύγου καὶ ἐς Ἐκβάτανα τὰ Μηδικὰ
: αὐτὸς δὲ ἐν μεγάλῃ συμφορᾷ κατὰ Ἀνθίαν ἦν : ἐνενόει δὲ πρὸς ἑαυτὸν πολλάκις τί δὲ ἐλευθερίας ἐμοί ;
6666303 βουλευσαμενη
δὲ τῶν ὁμοδούλων τὴν ὥραν : ἐκποδὼν δὲ τὸν ἄνδρα βουλευσαμένη ποιήσασθαι : μόλις ταύτην ἐξεύρηκε μηχανήν : ἐξαπατᾷ γὰρ
ἀμφοῖν ἐγγύθεν ἡ προτέρα κρίσις , ἐσκόπει τε ὅ τι βουλευσαμένη πρῶτον ἀντεκπλήξει τὸν βάρβαρον : καὶ παρῆλθέ γε αὐτὸν
6665631 ἀνελκουσι
ἀνασπᾷ τὴν ταπεινοτέραν , οὕτω καὶ οἵδε πρὸς τὴν κλεῖν ἀνέλκουσι τὴν πρώτην πλευράν . Τῶν τοῦ θώρακος μυῶν οἱ
τὸ κενόν , καὶ κατ ' αὐτοῦ βαίνοντες ἀποδιδράσκουσιν . ἀνέλκουσι δὲ καὶ ἐκεῖνον οὕτως . ἄνωθέν τις τὸν πόδα
6665260 Εὐρυπτολεμον
ἐμοῦ . κἀκεῖνος οὔτε ἀκοῦσαι πώποτε ἔφασκεν οὔτε ἀπαγγεῖλαι πρὸς Εὐρυπτόλεμον , καὶ οὐ ταῦτα μόνον , ἀλλ ' οὐδὲ
Γλαύκωνος καὶ τῶν τὰ κοινὰ πραττόντων Ἐπικράτεα τὸν Σακεσφόρον καὶ Εὐρυπτόλεμον καὶ τὼς ἄλλως , ὡς εἰ καὶ Περικλεῖ γε
6660358 Φιλομητορα
Πτολεμαῖοί σφισιν , ἄλλη δὲ ἐπίκλησις ἄλλῳ : καὶ γὰρ Φιλομήτορα καλοῦσι καὶ Φιλάδελφον ἕτερον , τὸν δὲ τοῦ Λάγου
ἐξ ὧν τὰ μὲν ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἐνοσφίσατο παρασπονδήσας τὸν Φιλομήτορα βασιλέα παιδίσκον ὄντα , τὰ δὲ καὶ τῶν φίλων
6655419 ἐθεραπευεν
ἦν , ἀλλ ' ὅμως αὐτὸν δι ' ἐμὲ Φίλιππος ἐθεράπευεν . ὁ δὲ Σωκράτης καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῇ Ἑρμογλυφικῇ
εὐμαθὴς εἶναι καὶ ἀτενὲς ὁρᾶν εἰς ἐμέὑπέπτησσε γὰρ τότε καὶ ἐθεράπευεν καὶ μόνην ἐθαύμαζενἀπολιποῦσα τοὺς ἄλλους ὁπόσοι ἐμνήστευόν με πλούσιοι
6653143 Θεσσαλοισι
ἐσβαλόντες οἱ βάρβαροι : ἐμήδιζόν τε γὰρ καὶ οὐκ ἐδόκεε Θεσσαλοῖσι . Ὡς δὲ ἐκ τῆς Δωρίδος ἐς τὴν Φωκίδα
ἀτραπὸν ταύτην ἐξεῦρον μὲν οἱ ἐπιχώριοι Μηλιέες , ἐξευρόντες δὲ Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο ἐπὶ Φωκέας , τότε ὅτε οἱ Φωκέες φράξαντες
6644986 ἀτοκιων
ἐγγινομένου ἀδύνατον βοηθείας ἀξιῶσαι , οὕτω καὶ τὰ δραστικὰ τῶν ἀτοκίων ἐν μὲν τῷ παραχρῆμα βοηθούμενα ἔστιν ὅτε ἀναλύονται ,
τὸ φθεῖραι : διὸ ἀκόλουθόν ἐστι περὶ φθορίων διαλαβεῖν καὶ ἀτοκίων . Ἀτόκιον δὲ φθορίου διαφέρει : τὸ μὲν γὰρ
6637570 ἐπισκηψαι
φύλακα . ὅτι τῷ δέρματι τῆς φώκης οὐδέποτ ' ἂν ἐπισκήψαι κεραυνός : ἀμέλει γοῦν καὶ ἃ λέγεται καρχήσια τῶν
φύλακα . ὅτι τῷ δέρματι τῆς φώκης οὐδέποτ ' ἂν ἐπισκήψαι κεραυνός : ἀμέλει γοῦν καὶ ἃ λέγεται καρχήσια τῶν
6636162 ἐμεμφετο
μικρὸν δὲ ἐξαναστὰς ὡς ἐθεάσατο τὴν θά - λασσαν , ἐμέμφετο αὐτῇ , ὅτι γε δελεάζουσα τοὺς ἀνθρώπους τῇ πραΰτητι
τινὰ καλλίστην ἐπὶ τῆς Ἰωνίας εἶναι : καὶ τοῦτο μόνον ἐμέμφετο βασιλεὺς Φαρνάκην , ὅτι οὐ προσέγραψεν ἐν τῇ ἐπιστολῇ
6634676 Ἐπῃνει
εἰ δὴ καὶ ταῦτα βουλομένοις ἐστὶν ὑμῖν , ἐπιψηφίσατε . Ἐπῄνει καὶ ταύτην τὴν γνώμην ὁ δῆμος , καὶ ψῆφος
ἐγὼ αἴτιος τούτου , ἁ φύσις δέ μου ῥεῖ . Ἐπῄνει Σπαρτιάτης τὸ ἔπος Ἡσιόδου τὸ λέγον οὐδ ' ἂν
6631824 πατραλοιαν
ἀγαθόν † , ἀφ ' οὗ καὶ μητραλοίαν φαμὲν καὶ πατραλοίαν . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις μὲν γὰρ οὐ
τὴν πόλιν ἐγένετο , καὶ ὅτι εἶπον ἄν τινες καὶ πατραλοίαν με ὡς ἀληθῶς , ὅτι τυπτόμενον τὸν πατέρα παρεῖδον
6616777 διεχρησαμην
τὴν ὑπόθεσιν ; ἀλλ ' οὐκ ἐγὼ , φησὶν , διεχρησάμην τὸν πένητα , ἄλλ ' αὐτὸς παρέσχου τῶν γενομένων
μηδέποτ ' ἢ τὸ θανεῖν αὐτίκα τικτόμενον . ἐμαυτὸν οὐ διεχρησάμην . περὶ τῶν δὲ πλευρῶν οὐδεμίαν ὤραν ἔχεις .
6611391 Παφλαγονα
, Λυσιμάχῳ παραδοὺς ὕστερον αὑτὸν καὶ τὰ χρήματα , Φιλέταιρον Παφλαγόνα εἶχεν εὐνοῦχον . ὅσα μὲν δὴ Φιλεταίρῳ πεπραγμένα ἐς
γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί . Καὶ μὴν ἐγώ ς ' ,
6610163 Ἰδων
, τὸ ἐπίγραμμα , ὥστε ἐβουλόμην αὐτὸ ἤδη ἐπιγεγράφθαι . Ἰδὼν δέ τις ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ οἷα τοῖς γέρουσιν
ἁμαρτάνειν , γενναίων δὲ τὸ καὶ ἁμαρτάνοντας αἰσθέσθαι . „ Ἰδὼν δὲ ἐς τὸ ἕδος τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ „ χαῖρε
6606976 ᾑρειτο
ἦν Πιτθέως θυγατέρα οὖσαν ἐν Σπάρτῃ δουλεύειν , ἀλλ ' ᾑρεῖτο ἀκολουθεῖν εἰς Τροίαν , ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἀδεῶς καὶ
τὸ χωρίον ἔνθα ἔμελλον ἱδρύσειν τὴν πόλιν οὐ τὸ αὐτὸ ᾑρεῖτο ἑκάτερος . Ῥωμύλου μὲν γὰρ ἦν γνώμη τὸ Παλλάντιον
6604904 θελησας
ἐκεῖθεν ἀναχωρήσει , ἐσχάτῃ τιμωρίᾳ ὑποβληθείῃ . Εἴ τις ἐλεγχθῇ θελήσας ἐχθροῖς ἑαυτὸν παραδοῦναι , τῇ ἐσχάτῃ τιμωρίᾳ ὑποβληθείῃ ,
ἔπεμπον . . . Ὁ δὲ Φρὺξ ὁ Μίδας ἑλεῖν θελήσας τὸν Σάτυρον , οἴνῳ φαρμάττει τὰ νάματα , καὶ
6601947 ἀπεκτονοτα
ὄντα φόνον τινές : τῶν γὰρ ἐναντίων ἕνα εἶναι τὸν ἀπεκτονότα . ἐγὼ δὲ ὅτι μὲν οὐκ ἂν εἰς μέσην
πλυνούς . τοξεύοντα δὲ ἄνδρα Κενταύρους , τοὺς δὲ καὶ ἀπεκτονότα ἐξ αὐτῶν , δῆλα Ἡρακλέα τε τὸν τοξεύοντα καὶ
6600206 ῥιψασπιν
ἐξαίφνης ] παραυτίκα . , αἰφνιδίως , εὐθέως . τὸν ῥίψασπιν ] τὸν δειλόν . , τὸν ῥίψαντα τὴν ἀσπίδα
αὐτὸν καὶ ὡς θηλυδρίαν , ἡνίκα ἔφη ” Κλεώνυμον τὸν ῥίψασπιν “ . διὰ τὴν ἄκραν φειδωλίαν . εἰ μὲν
6585265 καταψευδεται
μὲν γὰρ δημαγωγεῖν ἐθέλων τὸ θέατρον , πολλάκις καὶ θεῶν καταψεύδεται : διόπερ ἔγωγε τοιούτους εἶναι ἑκὼν οὐ πείσομαι ,
διὰ τὴν ἄγαν σωφροσύνην τοῦ ἀνδρός , συνελθεῖν αὑτῇ , καταψεύδεται αὐτοῦ πρὸς Ἄκαστον ὡς ἀποπειραθέντος αὑτῆς καὶ βίαν ἐπαγαγεῖν
6584092 Πολυστρατον
Νικιάδην , Μέλητον , Ἀρχεβιάδην , Ἄρχιππον , Διογένη , Πολύστρατον , Ἀριστομένη , Οἰωνίαν , Παναίτιον . Πρώτη μέν
τὴν παιδίσκην καὶ συγκατέκλεισε τῷ Περσαίῳ . οἶδα δὲ καὶ Πολύστρατον τὸν Ἀθηναῖον , μαθητὴν δὲ Θεοφράστου , τὸν ἐπικαλούμενον
6583987 Ἀλμος
ἀλλ ' ἀπὸ τῶν Αἰόλου . Σισύφου γὰρ παῖδες ἐγένοντο Ἄλμος καὶ Πορφυρίων , Χρυσογόνης δὲ τῆς Ἄλμου καὶ Ποσειδῶνος
ἐθνικὸν Ἀλμήνιος ὡς Παλλήνιος , ἢ Ἀλμηνίτης ὡς Σινωπίτης . Ἄλμος , πόλις Βοιωτίας , ὡς Ἑλλάνικος : καὶ Σάλμον
6579897 ἀποκτεινειε
ἐναντίον Ἀθηναίων ἁπάντων [ ἐν τῷ δήμῳ ] ἀπογράψας τινὰς ἀποκτείνειε [ καὶ αἴτιος γένοιτο τοῦ θανάτου ] ; οὐ
ἔλεγε τὸν μὲν Κύρου Σμέρδιν ὡς αὐτὸς ὑπὸ Καμβύσεω ἀναγκαζόμενος ἀποκτείνειε , τοὺς μάγους δὲ βασιλεύειν . Πέρσῃσι δὲ πολλὰ
6577325 ἀπατωμενος
οἱ συνήθως ὑπ ' αὐτῶν πωλούμενοι . Γ πωλούμενος ] ἀπατώμενος . Γ ἄνευ γιγάρτων : τῆς σταφυλῆς . Γ
Τί δέ ; οὐκ ἄλλως τοῦτο εἴρηκε διὰ τὸν ἔρωτα ἀπατώμενος ; Ἰδεῖν ἄξιον : καίτοι χαλεπώτατον πείθειν τοὺς ἐρῶντας
6570609 ἀγασαι
, καὶ οἶδα οἵα ἐστίν . Τί οὖν ; οὐκ ἄγασαι αὐτὴν καὶ νῦν χάριν ἔχεις τοῦ λόγου αὐτῇ ;
ἄλλον διώκει ; Τὴν δὲ ἐν ἄλλῳ ψυχὴν ἀγάμενος σεαυτὸν ἄγασαι . Οὕτω δὴ τιμίου καὶ θείου ὄντος χρήματος τῆς
6563589 Ἐπιγενους
δοῦλοι ἄδειαν οὐκ εἶχον . οὐδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον : Ἐπιγένους τοῦ Σικυωνίου τραγῳδίαν εἰς τὸν Διόνυσον οὐκ ἀνήκουσαν ποιήσαντος
σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους . ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται Τριαγμοί ,
6560090 συνηγορον
“ μόλις δὲ καὶ ἕστηκεν , ὡς ὁρᾷς . Οὐκοῦν συνήγορον ἀναβιβασάσθω τῶν κοινῶν τούτων τινά : πολλοὶ γὰρ οἱ
ἑτέρου βούλεται μαθεῖν , καὶ ποιεῖν τὸν σύμβουλον τῶν ἀπορουμένων συνήγορον τῆς ἐπιθυμίας ; Εἰ γὰρ ὁ κύριος τῶν τοσούτων
6547498 φοβηθεισα
καὶ φάσματα ἡρώων τῇ γυναικὶ ὀφθῆναι : ἃ δὴ πάντα φοβηθεῖσα ἀπέστη ἔργων ἀνηκέστων , ὁμολογίην πικρὴν ποιησαμένη , καὶ
ὑπὲρ τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν : ἱκανὴν γὰρ ἡμῖν τιμωρίαν ἔδωκεν φοβηθεῖσα ἐπὶ τῇ παιδί . χαίρωμεν οὖν τῷ γάμῳ .
6543254 Εὐθυμον
αὐτοῖς . Λοκρῶν δὲ τῶν Ἐπιζεφυρίων ἑλόντων τὴν πόλιν , Εὔθυμον μυθεύουσι τὸν πύκτην καταβάντα ἐπ ' αὐτὸν κρατῆσαι τῇ
Ἀμυμώνῃ φησὶ γενέσθαι , ἄλλων λεγόντων πρὸς τῇ Λέρνῃ . Εὔθυμον ] τὰ κατὰ Εὔθυμον τὸν πύκτην , οὗ καὶ
6543246 προσκαλεσασθαι
. γνώσεσθε δ ' ἐκεῖθεν . οὐκ ἐνῆν ἄνευ τοῦ προσκαλέσασθαι δήπου τοῖς Λοκροῖς δίκην κατὰ τῆς πόλεως τελέσασθαι .
ἀγαθῶν ἐπὶ τοῦ Διός , εἰ δὲ μή , ἀπειλοῦσι προσκαλέσασθαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν , ἐπειδὰν τὸ πρῶτον δίκας ὁ
6540069 περιπεϲειν
τοῖϲ ὑπὸ λυϲϲῶντοϲ κυνὸϲ δεδηγμένοιϲ . κωλύει γὰρ ἰδιότητί τινι περιπεϲεῖν τὸν δηχθέντα τῷ ὑδροφοβικῷ πάθει καὶ τοῖϲ ἤδη δὲ
ὀξὺ καὶ ϲυμβαίνει τοὺϲ τὸν κίνδυνον ἐκφεύγονταϲ πρῶτον μὲν χρονίῳ περιπεϲεῖν νόϲῳ , παραλύϲεωϲ τινῶν μορίων ἢ καὶ τοῦ παντὸϲ
6537489 ἀφικνουμαι
ἐκείνῃ ἐπιμελεῖσθαι τῆς θύρας , καταβὰς σιωπῇ ἐξέρχομαι , καὶ ἀφικνοῦμαι ὡς τὸν καὶ τόν , καὶ τοὺς μὲν οὐκ
ἀνεχώρει . ἐγὼ δὲ τῇ ὑστεραίᾳ εἰς τὸν Ἀττήλα περίβολον ἀφικνοῦμαι δῶρα τῇ αὐτοῦ κομίζων γαμετῇ , ἐξ ἧς αὐτῷ
6535284 ἀκρωτηριασας
δὲ τῷ ἀσεβήματι τούτῳ πολλῷ μεῖζον μύσος ἕτερον ἐπετελέσατο : ἀκρωτηριάσας γὰρ τὸ σῶμα τοῦ παιδὸς καὶ ἐνθεὶς εἴς τινα
πόλιν ἑλεῖν οὐχ οἷός τε ἦν . Ζώπυρος Δαρείου σατράπης ἀκρωτηριάσας τὸ πρόσωπον ἧκεν αὐτόμολος ὡς ταῦτα δὴ ὑπὸ Δαρείου
6528749 Ἀστυδαμεια
, ἀλλ ' ὅτι δι ' αὐτούς μητρὸς ἀδελφοῦ : Ἀστυδάμεια , μήτηρ Εὐρυσθέως , ἀδελφὴ Ἀτρέως αὐτόν : τὸν
παῖς αὐτῷ ἐξ Ἀντιφατείας τῆς Ναυβόλου Στρόφιος ἐγένετο , οὗ Ἀστυδάμεια καὶ Πυλάδης ἐκ Κυδραγόρας τῆς ἀδελφῆς Ἀγαμέμνονος : συγκολληθείς
6527904 ἐμηνυσε
. καὶ οἱ μὲν ἐσέφερον , θεράπων δὲ τὸν δεσπότην ἐμήνυσε χρυσίον κρύψαι καὶ πεμφθέντι λοχαγῷ τὸ χρυσίον ἔδειξεν .
θεσμοθετῶν δικαστηρίῳ τοὺς μεμυημένους , ἀκούσαντας τὰς μηνύσεις ἃς ἕκαστος ἐμήνυσε , διαδικάσαι . Καὶ ἐψηφίσαντο πρώτῳ μὲν Ἀνδρομάχῳ ,
6519781 Ἡρῳδης
τοῖς ὀνόμασι , πλουσιώτερος καὶ εἰς γῆρας ἀναφανήσῃ φρονήσεως . Ἡρῴδης δὲ ὁ Ἀττικὸς ῥήτωρ τροχοπέδην εἶπε τὸ διαβαλλόμενον ξύλον
πρὸς μητρός σου πάππος , ἐν Ἰουδαίᾳ γενόμενος , ἡνίκα Ἡρῴδης ὁ ἐμὸς πάππος ἐβασίλευε τῆς χώρας , ἀναβῆναι μὲν
6518009 ἐπετυχεν
τοῦ σκοποῦ τινὰ δ ' ἀποτυχεῖν , τὸ δὲ τίς ἐπέτυχεν ἢ ἀπέτυχεν ἄγνωστον , οὕτως ἐν βαθεῖ σχεδὸν σκότῳ
Ἀντίγονον βασιλικῆς τινὸς ἕνεκα χρείας , κἀκείνου εἰκαιότερον ἀποκρινομένου , ἐπέτυχεν εἰπὼν οὕτω δὴ κέλεαι , γαιήοχε κυανοχαῖτα ; τόνδε
6511170 Φωκον
δι ' ἀρωμάτων . οὓς ἰδὼν ὁ πατὴρ καλέσας τὸν Φῶκον οὐ παύσεις , ἔφη , τὸν ἑταῖρον διαφθείροντά σου
κατ ' ἀρχὰς τοῦ βιβλίου εἶπον , τὸν αὐτῶν ἀδελφὸν Φῶκον , υἱὸν δὲ Ψαμάθης τῆς Νηρηίδος ὄντα φθονοῦντες ἀνεῖλον
6507981 ἑρδοι
ἐπαύσατο χωόμενός περ . ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἕρδοι . νῦν αὖ τοῦτό μ ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο
κατενεχθέντι συντριβῆναι , φίλον δ ' αὐτῷ παρόντα φάναι τὸ ἕρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην . Ὁ δὲ Κύπριος
6507941 ἐπαισε
τὸ δὲ πῶς , εἰ αὐτὸς ᾤετο ἠρέμα παίειν , ἔπαισε δὲ σφοδρῶς ὥσπερ οἱ γυμναζόμενοι . περὶ πάντα δὴ
θυμὸν εἶχεν ἡ πληγή . ὡς δὲ καὶ τρίτην ἀπροφυλάκτως ἔπαισε , λανθάνει μου τῷ στόματι περὶ τοὺς ὀδόντας προσπταίσας
6500120 μαστιγωσαι
ἁμαρτήματα . “ ὁ οὖν Ξάνθος μηδεμίαν ἀφορμὴν εὑρηκὼς τοῦ μαστιγῶσαι αὐτὸν ἡσύχασε . Τῇ δὲ ἑξῆς εἰς τὸ ἀκροατήριον
παῖδα εἶναι λέγουσιν , εἰς ἔριν δ ' ἀμητοῦ προκαλούμενον μαστιγῶσαι τοὺς ἐνδιδόντας , βιαιοτέρῳ δ ' ἀμήτῃ περιπεσόντα αὐτὸν
6497746 ἐξημαρτανες
: ἄλλως : λέγοι ἄν τις καὶ ἐρωτήσειεν πῶς ταῦτα ἐξημάρτανες δεδοικυῖα τὸν ἄνδρα , ἵν ' ᾖ τὸ ὡς
ἐκεῖν ' ἐπήινεσα , ὅτ ' ἐς γυναῖκα Τρωιάδ ' ἐξημάρτανες , οὔτ ' αὖ τὸ νῦν σου δεῖμ '
6496578 Μεγακλει
. Ἐλθόντες οὖν παρὰ τὸν Λάμωνα τόν τε Δρύαντα τῷ Μεγακλεῖ προσήγαγον καὶ τῇ Ῥόδῃ τὴν Νάπην συνέστησαν καὶ τὰ
' ὅτε καὶ εἰς τρία διῃρημένων καὶ τῶν παράλων | Μεγακλεῖ τῷ Ἀλκμαίωνος , τῶν δὲ ἐκ τοῦ πεδίου Λυκούργῳ
6496318 Ἐσχατον
καὶ κατὰ τὸ σφοδρὸν τῆς ἀντιθέσεως τῶν ἄλλων ὑπερέχουσαν . Ἔσχατόν ἐστι τοῦτο καὶ δυσαντιβλεπτότατον τῶν πρὸς τὸ πρόβλημα ἐπιχειρημάτων
αὐτόν : Πάτερ μου , τί ἐστιν τοῦτο ὅτι εἶπας Ἔσχατόν μου ἐστὶν νίψαι πόδας ἀνθρώπου ξένου ; καὶ ἰδὼν
6494270 Κυκνος
δ ' ἄμυδις προγένοντ ' ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θυέλλῃ , Κύκνος θ ' ἱππόδαμος καὶ Ἄρης ἀκόρητος ἀυτῆς . τῶν
μὲν ἐν τῇ μάχῃ τοῦ Κύκνου ὁ Ἡρακλῆς . ὁ Κύκνος υἱὸς ὢν τοῦ Ἄρεος ἐν τῇ παρόδῳ τῆς Θεσσαλίας
6492144 δεδρακεναι
οὗτος , ὅτι ἐν μὲν τῇ συγγνώμῃ ὁ φεύγων ὁμολογεῖ δεδρακέναι εἰδὼς ἀδίκημα τὸ πεπραγμένον , ὅμως ὑπό τινος ἀνάγκης
Πέρσας , εἰ ἐβούλοντ ' ἂν μήτε ἃ δεδράκασι , δεδρακέναι μήτε ἃ πεπόνθασι , πεπονθέναι , πάντας ἂν εἰπεῖν
6491188 παλλακιδι
τὸν ἐς ἑταίρας καὶ πότους προῃρημένῳ . καὶ ἄλλος αὐτοῦ παλλακίδι ἐπιμανεὶς ὡς ἤδη θεραπαίνῃ τὸν ἄθλιον ἐν νεκροῖς ἠρίθμουν
Διονυσίῳ . λέγουσι δὲ ὅτι ποτὲ Γαλατείᾳ [ τινὶ ] παλλακίδι Διονυσίου προσέβαλε : καὶ μαθὼν Διονύσιος ἐξώρισεν αὐτὸν εἰς
6490765 κατεμαθεν
τοῦ Λυκούργου πῶς οὐ μεγάλως ἄξιον ἀγασθῆναι ; ὃς ἐπειδὴ κατέμαθεν ὅτι ὅπου οἱ βουλόμενοι ἐπιμελοῦνται τῆς ἀρετῆς οὐχ ἱκανοί
ἀνάδεσιν δὲ καὶ κατάστεψιν ἡγητέον τὸ ἐξ ὧν αὐτός τις κατέμαθεν οἷόν τε γενέσθαι καὶ ἑτέρους εἰς τὴν αὐτὴν θεωρίαν
6490297 ἠρυθριασα
καὶ φαίνεσθαι οἷς ἂν ἐθέλωσιν . ” ἐγὼ μὲν οὖν ἠρυθρίασα καὶ κάτω ἔνευσα αἰδεσθεὶς τὸν Ἀρίγνωτον . ὁ δέ
ἐθέλων τοῦτο ἔκρυψας , διδαχθεὶς δὲ αὐτὸς ὑφ ' ἑτέρων ἠρυθρίασα λογιζόμενος , τίς ἂν ἦσθα αἰτούμενος τὰ μὴ σά
6487043 Μελανιππον
τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον : βὰν δ ' ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και
6486901 Ψυλλα
τιμὴν προκριθέντας καὶ ὑπὸ τῶν αὐτῶν κατὰ φθόνον συνεγκλειομένους . Ψύλλα δέ ποτέ τινι πολλὰ ἠνώχλει . Καὶ δὴ συλλαβών
τὸ προκατειλῆφθαι τὸ πρωτότυπον , ἔχον αὐτοῦ τὸν τύπον . Ψύλλα , χωρίον μεταξὺ Ἡρακλείας καὶ τοῦ Πόντου . Μένιππος
6484894 ἀποκτειναντα
διὰ τῆς δικαιοσύνης . . Φασὶν Αἵμονα τὸν Κάδμου ἔκγονον ἀποκτείναντά τινα ἐμφύλιον ἐκ Θηβῶν Ἀθήναζε παραγεγενῆσθαι , τοὺς δὲ
: τοῦ δὲ Αἵμονα . τοῦτον δὲ τῶν ἐμφυλίων ἀνδρῶν ἀποκτείναντά τινα τῷ κυνηγεσίῳ Ἀθήναζε μεταστῆναι : τοὺς δὲ ἀπὸ
6482945 ἐξελεγχω
οὐ προσθεὶς ἐπειδὰν δῷ λόγον καὶ εὐθύνας , ἐγὼ δὲ ἐξελέγχω τὸ παράνομον μάρτυρας ἅμα τοὺς νόμους καὶ τὰ ψηφίσματα
νομοθετεῖ . ἐγὼ μὲν τοίνυν τούτους παρέχομαι ὑμῖν , καὶ ἐξελέγχω αὐτοὺς ἀμφοτέρους παραβεβηκότας , Φορμίωνα μὲν ἐξ ἀρχῆς ἀδικήσαντα
6481973 Φυλεα
δὲ ἀπιστῶν ὑπισχνεῖται . μαρτυράμενος δὲ Ἡρακλῆς τὸν Αὐγείου παῖδα Φυλέα , τῆς τε αὐλῆς τὸν θεμέλιον διεῖλε καὶ τὸν
δὲ Αὐγείας , πρὶν τὴν ψῆφον ἐνεχθῆναι , τόν τε Φυλέα καὶ τὸν Ἡρακλέα βαδίζειν ἐξ Ἤλιδος ἐκέλευσε . Φυλεὺς
6480622 ἀπεθανες
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ
6480435 ἀπολελογησθαι
ἢ ἀποθανεῖται . Εἰ οὖν ὑμῖν δοκῶ ἱκανῶς περὶ τούτων ἀπολελογῆσθαι , δηλώσατέ μοι , ἵνα προθυμότερον περὶ τῶν ἄλλων
? ὧν ἄρχουσι χρώμενοι ? . ἢ οὐχ ἱκανῶς ? ἀπολελογῆσθαι ? ? ? ? , ἀλλ ' ἔτι ?
6478996 φορυξας
κιθάρα , παρὰ τὸ φέρεσθαι . φορύξας συμφύρας : “ φορύξας αἵματι πολλῷ . ” φόως ἐρέουσα τὴν ἐπιτολὴν τοῦ
: ἢ μίσυ ὅσον δύο ὀβολοὺς τρίψας , ἐν οἴνῳ φορύξας , προστιθέναι . Καθαρτήριον ἐπιμηνίων καὶ λοχείων μάλιστα ,
6476499 πεφωρακεναι
κατὰ τὴν ἐνάτην καὶ ἑξηκοστὴν Ὀλυμπιάδα . καὶ δοκεῖ πρῶτος πεφωρακέναι τὸν αὐτὸν εἶναι Ἕσπερον καὶ Φωσφόρον , ὥς φησι
ὑπὸ Ἄστωνος τοῦ Κροτωνιάτου γραφέντας ἀνατεθῆναι Πυθαγόραι . δοκεῖ πρῶτος πεφωρακέναι τὸν αὐτὸν εἶναι Ἕσπερον καὶ Φωσφόρον [ § ]
6475898 προσμειναι
, φησί , κατατεθεῖσθαι τὸν πόλεμον οὐδὲ ἐσπεῖσθαι , ἀλλὰ προσμεῖναι , ἕως ἂν εἷς ἐξ ἡμῶν ἄρδην ἀπόληται ;
. Γνόντες δέ σφεας οἱ Εὐβοέες ταῦτα βουλευομένους ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι χρόνον ὀλίγον , ἔστ ' ἂν αὐτοὶ τέκνα τε
6471420 Συμεωνα
, ὄντα ἐτῶν ἑκατὸν τριάκοντα , Ῥουβὶν ἐτῶν μεʹ , Συμεῶνα ἐτῶν μδʹ , Λευῒν ἐτῶν μγʹ , Ἰούδαν ἐτῶν
ὠρώρει τοῖσιν μεμελημένα ἔργα . Τὸν οὖν Λευὶν καὶ τὸν Συμεῶνα εἰς τὴν πόλιν καθωπλισμένους ἐλθεῖν , καὶ πρῶτα μὲν
6469969 Δηιδαμειας
ὁ Νεοπτόλεμος * κατ ' ἐμὲ δὲ καὶ ἐγεννήθη ἐκ Δηιδαμείας τοῦ Λυκομήδους θυγατρός . ἡ δὲ Σκῦρος νῆσός ἐστι
δὲ τῆς Νηρηίδος Φῶκος Πηλέως καὶ Θέτιδος Ἀχιλεύς Ἀχιλέως καὶ Δηιδαμείας τῆς Λυκομήδους θυγατρὸς Πύρρος ὁ καὶ Νεοπτόλεμος Τελαμῶνος δὲ

Back