. ἔπειτα τὴν ἱερὴν τὸ καθαρτήριον ξὺν μελικρήτῳ πιπίϲκειν : ἀπάγει γὰρ μάλιϲτα ἥδε ἀπὸ τῆϲ κεφαλῆϲ τῆϲ νούϲου τὴν
κατ ' ἀριθμὸν δύνασθαι τὸ ἓν ἔχειν τὰς ἀρχάς . ἀπάγει δὲ πάλιν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς ἀρχὰς τὰς ὡς
6616753 ἐβλεπε
Αἰγύπτου παιδὸς Λιγγέως ἔφασαν εἶναι ὅτι καὶ τὰ ὑπὸ γῆν ἔβλεπε , διὰ τὸ ἐφευρεῖν πολλὰ τῶν μετάλλων . ἄλλως
ἐν Πελοποννήσῳ παρθένων τῶν τότε . ἀρρενωπὸν δὲ καὶ γοργὸν ἔβλεπε , τοῦτο μὲν καὶ ἐκ τῆς θηρείου τροφῆς ,
6408328 οἰκισκῳ
βασιλείαν κατέλειψεν . ἐπεὶ δὲ τοῦτον οὗτοι τυφλὸν ὄντα ἐν οἰκίσκῳ καθεῖρξαν ὡς ἐντεῦθεν δῆθεν τὴν τύχην αὐτῶν λήθῃ παραδοῦναι
τῶν πάντῃ ἐνύλων ἀναλογούντων σπηλαίῳ εἰς τὰ μαθήματα ἐγγυμνασθῆναι ἀναλογοῦντα οἰκίσκῳ σύμμετρον ἔχοντι φῶς , καὶ εἶθ ' οὕτως χωρεῖν
6291649 ἐπιβαινει
ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον .
τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ
6185663 ὁρᾳ
διὰ δυοῖν ττ λέγουσιν . κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς καὶ ἰταμῶς ὁρᾷ , τρόπον ματρύλλου . κέρκῳ σαίνειν : ἐπὶ τῶν
ἀπέκτειναν ; . αὐτόδηλα ] αὐτὰ δὲ ταῦτα φανερά . ὁρᾷ γὰρ αὐτὰ τὰ σώματα βασταζόμενα ὁ χορός . .
6107249 ἱπταμενος
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει
6102501 βλεπει
ἐκ τοῦ ϲτόματοϲ καὶ τῶν ῥινῶν προβάλλει , καὶ πονηρὸν βλέπει καὶ ϲτυγνότερόϲ ἐϲτι τοῦ ϲυνήθουϲ : ἐφορμᾷ δὲ καὶ
δυνάμεσι διοικεῖται , καὶ κάτω πρὸς τὰ τῆς φύσεως ἔργα βλέπει , συμπληροῖ τε τῆς εἱμαρμένης τὴν διοίκησιν , καὶ
6040250 θεασαμενη
εἰς τὸν μέλλοντα γάμον ἀπεστάλκει , τοῦτον δὴ τὸν πέπλον θεασαμένη πεφυρμένον αἵματι τόν τε χιτῶνα κατερρήξατο καὶ ταῖς χερσὶν
, χλαμύδος διαβολάς . καὶ ἡ Ἠλέκτρα ἐν τῷ Ὀρέστῃ θεασαμένη τὴν ὑδρίαν ἐν ᾗ πλαστῶς κεκομισμένα ὀστέα αὐτοῦ ,
6018608 θεασηται
δύναται ἔκ τινων σημείων , καὶ πρὶν ἢ τοὺς πολεμίους θεάσηται , κατανοῆσαι τὸ μέτρον τοῦ πλήθους αὐτῶν ἐκ τῆς
ἐκ τῶν λεβήτων , ὧν οὐδεὶς γεύεται εἰ μὴ πρότερον θεάσηται τὸν βασιλέα εἰ ἥψατο τῶν παρακειμένων . ἐν δὲ
5957513 ἀποδιδρασκει
τὸ πρᾶγμα εἰδώς , ἂν ἐν βασάνοις γένηται , φθάσας ἀποδιδράσκει καὶ νυκτὸς ἐπελθούσης τῆς πόλεως ὑπεξέρχεται . τὸν δὲ
τε πρὸς ἑαυτὸν γεγονὼς , καὶ πρέποντα νοῦν ἐσχηκὼς , ἀποδιδράσκει μὲν τὸ εὐτελὲς καὶ ποιμενικὸν καὶ σκληρόβιον , καὶ
5955565 ἐγρηγορως
Ἀβδηριτῶν καταλειφθήσεσθαι . Ἐκλαθόμενος γὰρ ἁπάντων καὶ ἑωυτοῦ πρότερον , ἐγρηγορὼς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρην , γελῶν ἕκαστα μικρὰ καὶ
καθ ' ὕπνον δὲ οἷόν πού τις ἢ καὶ ὕπαρ ἐγρηγορὼς ὠνείρωξεν μαντευόμενος αὐτότὸ δ ' οὖν δόγμα περὶ αὐτοῦ
5914835 ἐκωκυεν
δακὼν τῷ κωνείῳ κατέσπασα τοῦ ποδός , ὥσπερ τὰ βρέφη ἐκώκυεν καὶ τὰ ἑαυτοῦ παιδία ὠδύρετο καὶ παντοῖος ἐγίνετο .
δ ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή στήθεα δρυπτομένη λίγ ' ἐκώκυεν : ἀμφὶ δὲ δειρῆς ἀψαμένη μήρινθα , βρόχῳ ἀπὸ
5909757 κοπτει
τὸν βασιλικὸν κοιτῶνα : καὶ ἐμὲ κατὰ τὴν καρδίαν ἔσωθεν κόπτει φροντίς : εἰς ὑμᾶς δὲ εἴπω λόγον οὐδαμῶς ἐμαυτῆς
τὸ κομίσασθαι καὶ ἀπολαβεῖν . κόπτει καὶ ψοφεῖ διαφέρει . κόπτει μὲν γὰρ τὴν θύραν ὁ ἔξωθεν , ψοφεῖ δὲ
5895062 δυσμαχος
“ δεινῶς τ ' ἦν ἐπιπληκτικὸς καὶ ἐν ταῖς ζητήσεσι δύσμαχος : τά τε δεῖπνα λοιπὸν παρῃτεῖτο διὰ τὰς προειρημένας
ἄκοντας κλόνῳ χρῆται τρίχας , ὁποῖα Κῦρος τοξικῆς ἐμπείραμος : δύσμαχος ὕστριξ καὶ ὀϊστοὺς τὰς τρίχας καὶ ἐχθρὰς ἀφίησι τοῖς
5891939 χαρᾳ
. κραιπνή : ταχεῖα . Γηθοσύνη : χαροπὴ , ἐν χαρᾷ . Λαῖτμα : βαθὺ , κῦμα . κατὰ λαῖτμα
δὲ τὸν ἄνδρα τοῦτον τὴν ἐσχάτην τραγῳδίαν εἰσαγαγόντα καὶ νικήσαντα χαρᾷ περιπεσεῖν ἀνυπερβλήτῳ , δι ' ἣν καὶ τελευτῆσαι .
5875087 Βορρας
τῷ θαλλῷ στεφανοῖ , θρηνεῖ δὲ τὸ δένδρον , ὅτε Βορρᾶς ταύτῃ προσπνεύσειεν . Παραπλησίως φυτεύονται ταῖς ἀμυγδαλαῖς οἱ στρόβιλοι
ἱδρώτας προξενώσας πέπεικεν εὐθὺς ἐκδῦσαι τοὺς χιτῶνας . Τότε ὁ Βορρᾶς αἰσχυνθεὶς ἀπεστράφη . Ὅτι πολλάκις τὸ πείθειν τοῦ βιάζεσθαι
5874593 ἀναβατην
ἧττον γὰρ ἂν καὶ ὑποδύοι ὁ ἵππος καὶ ἀναβάλλοι τὸν ἀναβάτην : ἐν μικρῷ δὲ ἀναλαμβανομένου ἀναπίπτειν : ἧττον γὰρ
τῷ ᾄσματι ὑμνεῖ τὸν θεόν , ὅτι „ ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν „ , τὰ τέσσαρα πάθη καὶ
5858147 κρυπτομενον
ἀνήρ τις ὢν ἐλελήθεις ἡμᾶς , καθάπερ τὸν Ἀχιλλέα φασὶ κρυπτόμενον ἐν ταῖς παρθένοις , καὶ τὸ ἀνδρεῖον ἐκεῖνο ἔχεις
φυτὸν ῥιζωθὲν βλαστῆσαι χρὴ καὶ ἀναδοῦναι τὸν ἐν τῇ ῥίζῃ κρυπτόμενον λόγον οἷον διοιχηθείσῃ διὰ φωτός : ὥστ ' εἰκότως
5843620 Ἁβρααμ
πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ : Ἄπελθε πρὸς τὸν φίλον μου Ἁβραὰμ ἔτι ἅπαξ καὶ εἶπε αὐτῷ οὕτως : ὅτι Τάδε
: ἀλλὰ διά σε ἀπεστάλην ἕως ὧδε . εἶπεν δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν θάνατον : Καὶ πῶς οὗτοι τεθνήκασιν ;
5842150 στασα
ἀλώπηξ δὲ τούτου ἀκούσασα καὶ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν ἐλθοῦσα καὶ στᾶσα κάτωθεν τοῦ δένδρου ἐβόα πρὸς αὐτόν : „ ἀγαθὸν
. ἀλώπηξ δὲ τοῦτον θεασαμένη καὶ βουλομένη τοῦ κρέως περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν , λέγουσα
5835349 ἰαψειν
] εἰκονισμένον . . δαροβίοις ] τοῖς ἀϊδίοις . . ἰάψειν ] ῥίψειν : φονευθεὶς γὰρ πεσεῖται . . Βορραίαις
εἴκασμα βροτοῖς τε καὶ δαροβίοισι θεοῖσιν , πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν . οὕτως γένοιτο . τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω
5826088 κολοιῳ
γὰρ εἰς τὸν κύκνον ἰδεῖν καλόν , τὸ δὲ τῷ κολοιῷ δοῦναι χώραν οὐ καλόν , ἀλλ ' ἀτεχνῶς τὸ
ὁδοῦ καθηγεμόσιν ὀρνέοις , ὁ μὲν κορώνῃ , ὁ δὲ κολοιῷ . ὀνομάζονται δὲ ὁ μὲν Πεισθέταιρος , ὁ δὲ
5824088 ἀυπνος
πυρίπνοοι ταῦροι περὶ τὸ τέμενος ὑπῆρχον , δράκων δ ' ἄυπνος ἐτήρει τὸ δέρος , ἀπὸ μὲν τῶν Ταύρων μετενεχθείσης
τροπὴν δὲ καὶ τὸ μὴ κοιμῶν ὕπνῳ τὰ βλέφαρα : ἄυπνος γάρ ἐστι ὁ κυβερνήτης . δεῖ δὲ καὶ τὸν
5819835 ἐπιβεβηκως
περὶ ἔτη γεγονὼς τεσσαρεσκαίδεκα , ὁ δὲ Ἀλεξιανὸς δεκάτου ἔτους ἐπιβεβηκώς . ἱέρωντο δὲ αὐτοὶ θεῷ ἡλίῳ : τοῦτον γὰρ
τὸ ἅρμα φησὶ διὰ τοὺς ἵππους : ἡνιοχεῖ ἐλαύνει : ἐπιβεβηκώς : Ἀμφιάραος : Οἰκλέους τοῦ Ἀντιφάτου τοῦ Μελάμποδος τοῦ
5818162 ἐθεασατο
τὴν πόλιν , καὶ μετὰ τοῦτον Ἡρακλῆς . ὡς δὲ ἐθεάσατο Τελαμῶνα πρῶτον εἰσεληλυθότα , σπασάμενος τὸ ξίφος ἐπ '
Ῥωμαίων κέρατος ἐξεώθει τῆς στάσεως : ὡς δὲ τὸν Ποστόμιον ἐθεάσατο σὺν τοῖς ἐπιλέκτοις ἱππεῦσιν ἐπιφερόμενον ἀπογνοὺς ἁπάσης ἐλπίδος εἰς
5814455 ἀτρεμει
ἐμποιεῖ οὐδὲ ἔρχεται ἐφ ' ἡμᾶς , ἀλλὰ τὰ μὲν ἀτρεμεῖ , ἡμεῖς δέ ἐσμεν οἱ τὰς περὶ αὐτῶν κρίσεις
πάσχεις ; ἔφη : καὶ τί δή ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς ; καὶ ὁ ἐλέφας , κατὰ
5791649 διαρρηξας
ἐξ ἠθῶν ἀναστήσας , καὶ φόνους ἐργασάμενος ἐναγεῖς , καὶ διαρρήξας καὶ διαξήνας τοὺς νόμους , καὶ τὴν ἀνδρῶν ἀπειπάμενος
κρείττω τε τῶν βοῶν θύσας κατεθοινᾶτο καὶ τὸν πιθεῶνα δὲ διαρρήξας καὶ τὸν κάλλιστον πίθον ἀποπωμάσας τὰς θύρας τε ὡς
5782775 φορουμενος
λεγόμενον ἐρωδιόν , τῇ δὲ εὐωνύμῳ κατέχουσαν κράνος , καὶ φορούμενος μετὰ τὸ τελεσθῆναι τὸν φοροῦντα ποιήσει περιγίνεσθαι πάντων ἐχθρῶν
ἀπέχεσθαι ἀπὸ παντὸς μυσεροῦ πράγματος . Οὗτος οὖν ὁ δακτύλιος φορούμενος μηνύει τὴν ποσότητα τῶν ἐτῶν τοῦ ζῆν χρόνου καὶ
5782016 ποθουσα
γὰρ κεκλήσῃ γυνή . κἀκείνη περιβλέψασα πάντας ἀπῄει δακρύουσα , ποθοῦσα τὸν Ζαριάδρην ἰδεῖν : ἐπεστάλκει γὰρ αὐτῷ ὅτι μέλλουσιν
οὐδὲν κέρδος ἐν τοῖς κακοῖς ἡ σιωπή : ἡ γὰρ ποθοῦσα : ἡ γὰρ καρδία ἐπιζητοῦσα πάντα ἀκούειν δαπανᾶται :
5778263 ὑβριζει
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ
5773364 εἰδεν
, ζήσῃ δὲ ἀντιλαβὼν τὸν ἀθάνατον , ἴσως ὃ μηδέποτε εἶδεν ὄψεται . Αἱ φιλοσοφίαι πᾶσαι , κατά τε τὴν
: τοῦτο δ ' ἐστὶν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ ' εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ καὶ ὑπεριδοῦσα ἃ νῦν
5764437 ἀρχιστρατηγον
ἔρχεται εἰς τὸ σώζεσθαι . εἶπεν δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον : Δεῦρο Μιχαὴλ ἀρχιστράτηγε , ποιήσωμεν εὐχὴν ὑπὲρ τῆς
ἔλεος αὐτοῦ τὸ ἀμέτρητον . εἶπεν δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον : Δέομαί σου , ἀρχάγγελε , εἰσάκουσον τῆς δεήσεώς
5763112 πατησας
δεξιάς τε παραβάς , ἃς βασιλεῖ ἔδωκε , καὶ ὅρκους πατήσας , οὓς ὤμοσε . . διάλειμμα : . .
βασιλέα λακτίζειν . προελθὼν εὗρε χρυσοῦν νόμισμα , ὃ ἔτυχε πατήσας : οὐδὲν γὰρ διέφερεν ἢ τὸν βασιλέα ἢ τὴν
5761345 ἀφιλον
ξένης , ὦ τλάμων , ὅ τι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῖν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι . Ἄγε νυν σύ
τινὰς τούτοις ἄγει : καὶ γὰρ ἂν ψυχρὸν εἴη καὶ ἄφιλον . καίτοι τινὲς στίχον προσέγραψαν τὴν αἰτίαν προστιθέντες :
5753962 καταβαλλει
δὲ ποσότητι βαρύνει τὰς ἐν ἥπατι δυνάμεις καὶ καταπνίγει καὶ καταβάλλει , καὶ ἐπὶ τῇ καταβολῇ ἀποτυγχάνει ἡ ἐξαιμάτωσις καὶ
ἀπέθραυσε , τὴν πληγὴν δὲ ἔσχε τὸ κράνος . καὶ καταβάλλει καὶ τοῦτον Ἀλέξανδρος παίσας τῷ ξυστῷ διὰ τοῦ θώρακος
5741488 ἐκμαινει
ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ ' ἔθειρα
δυνατώτερον . . . οἷ . οἰστρεῖ : ἐριθίζει , ἐκμαίνει . Ἀππιανός : τῷ ὄντι πᾶσιν οἰστρώδης ἐνέπιπτεν ὁρμὴ
5737526 ἀναπτει
, ἢ ἐπὶ ξηρότητα , ἢ ἐπὶ στύψιν , καὶ ἀνάπτει πυρετόν : ἀθροιζομένης γὰρ ἐν τῷ σώματι τῆς δακνώδους
πυρετὸς γίνεται κακοήθης ; ὁ γὰρ κόπος τὸν ἐφήμερον μόνον ἀνάπτει ; καί φαμεν ὅτι ἐνταῦθα συνεχεῖς ἐγένοντο οἱ κόποι
5735953 εἱλκυσεν
κατὰ ? τοῦτον τὸν τρόπον ἐκάλεσέν με καὶ ἐπελέξατο καὶ εἵλκυσεν καὶ διέστησεν ἐκ μέσου τούτων [ . παρελκύσας ]
: ἀσθενής . ἐπέσπασεν : ἀντὶ τοῦ ἐσπάσατο , ἢ εἵλκυσεν , ἢ ἔσυρεν , ἐποίησεν . ἀπέσπασεν : ἐκράτησεν
5735410 ἀπολυσασα
, βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα καὶ τῆς δυσχεροῦς ἀλληλοφαγίας , ἤγαγ ' εἰς τάξιν
, πρὶν τὸ θερμὸν ὕδωρ ἐπιβαλεῖν , κεχηνότα , κἀκείνην ἀπολύσασα τῶν ὠδίνων , καὶ συντελέσασά γε ὅσα ἐπὶ ταῖς
5722596 σπασας
θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας '
κτενῶ . ἧ καὶ νεοσσὸν τόνδ ' , ὑπὸ πτερῶν σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν
5706115 οἰκτειρει
ἀποκτεῖναι καὶ τούτου μισθὸν αὐτῷ δώσειν ὑπέσχετο . Ὁ δὲ οἰκτείρει μὲν τὴν κόρην , δεδοικὼς δὲ τὴν Μαντὼ ἔρχεται
καὶ ἐδέοντο ἀναστεῖλαι καὶ ἀφανίσαι τῆς προειρημένης τὸ φάσμα . οἰκτείρει μὲν οὖν τὸν ἄνδρα ὁ θεὸς καὶ ἰᾶται :
5701418 μειδιων
εὐθυμίαν δὲ καὶ αὐτὸν [ ἐκεῖνον ] θέλων προαγαγεῖν ἐπυνθάνετο μειδιῶν εἰ οὐκ αἰσχύνεται Λάμωνος υἱὸν φιλῶν , ἀλλὰ καὶ
νῦν καὶ αὖθις ἴσως προσᾴσομαι . Χαῖρε φίλον φάος χαρίεντι μειδιῶν προσώπῳ : μέλος γάρ τι λαβὼν ἐκ τῆς λύρας
5688717 ἐτρωσε
δίψα λιμός . καὶ γὰρ φοβηθείς τις μὴ τρωθείη προλαβὼν ἔτρωσε καὶ ἔβλαψε προβουλευσάμενος καὶ ἐρῶν ἐπείσθη κελεύσαντι τῷ ἐρωμένῳ
φυλάττων , τὸν δὲ δεξιὸν προβὰς καὶ ἐπικλίνας ἑαυτὸν οὕτως ἔτρωσε διαμπάξ : ὁμιλίᾳ χθονός : ὡσεὶ ἔλεγεν : ἑταιρείᾳ
5686557 κρυπτει
ἕτερον πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν . τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα ; αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα καὶ φιλίαν ὁμόφυλον
θέλεις γνῶναι πῶς ἔπλευσα , γίνωσκε ὅτι θεομανεῖ πότμῳ . κρύπτει δὲ τὴν μοιχείαν καὶ ὑπὸ δαίμονός τινος βίᾳ ἦχθαι
5684365 εἰσδυς
. . εἰσδὺς : Λάθρα ὑπεισελθών : τοῦτο γὰρ τὸ εἰσδὺς σημαίνει . . . εἰσελθών . . 〚 ἁπαξάπαντα
τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες . εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς ἕκαστος ἐσθίει καθήμενος , ἕως ἂν ὥσπερ πυρὸν ἀποδείξῃ
5676306 ἐτιμωρησε
: τοῦτο συνιδὼν πελαργὸς οἰκέτης οὐχ ὑπέμεινεν , ἀλλ ' ἐτιμώρησε τῷ δεσπότῃ : προσπηδῶν γοῦν ἐπήρωσε τῆς ἀνθρώπου τὴν
ὅτι οἱ ποιηταὶ ἀλλήλους καταβάλλονται . Ἐζήτηται δὲ πῶς οὐκ ἐτιμώρησε τὴν γενεὰν ἣ τὸ πῦρ ἐδέξατο , ἀλλὰ τὴν
5674370 λιμωττων
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ
5669004 τιτρωσκει
' ἑλκοποιά : ταῦτα παρ ' Ἀλκαίου εἴρηται : οὐ τιτρώσκει τὰ ἐπίσημα ὅπλα οὐδὲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ δύναμιν
πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν , ὁ βάρβαρος πρότερος τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαῦσαι τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ
5658713 μελετᾳ
ἐστιν , ὅταν ἡ ψυχὴ τὸ μὲν ἄλογον πάθος ἀπομαθεῖν μελετᾷ , τὴν δ ' εὔλογον εὐπάθειαν ἑκουσίως πάσχῃ :
τε μαθητὰς τοὺς ὡραίους , οὓς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ Φείδων καὶ καταβαίνειν . οἶσθ ' οὓς φράζω ;
5651390 ἀναβλεψας
σε ὁ Ἁβραὰμ ποιῆσαι αὐτῷ , ποίησον . καὶ πάλιν ἀναβλέψας Ἁβραὰμ , εἶδεν ἄλλους ἀνθρώπους καταλαλοῦντας ἑταίρους , καὶ
εἰς τὸν τόπον ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ θεός : καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν τόπον μακρόθεν „ . ὁ
5649241 κατεπιεν
βραχὺ κορύσσεται . κἄν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν . τάχ ' ἂν οὖν καὶ ὑμεῖς ἐμὲ τῷ
βραχὺ κορύσσεται , κἤν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν . [ Σῖμον , ὀρκε̄στὰν ἄριστον ] , ναὶ
5636024 ἀναζητει
αὐτῷ λίχνον πάθος ἐγείρας ὀψαρτύτας καὶ τραπεζοποιοὺς εὐδοκίμους τὴν τέχνην ἀναζητεῖ καὶ περιβλέπεται . οἱ δὲ τὰ κατὰ τῆς ταλαίνης
ὁ μὲν τὸν χερσαῖον πίθηκον ἔχει φάρμακον , ὁ δὲ ἀναζητεῖ τὸν συμφυῆ . ἔστι δὲ καὶ ἐν θαλάττῃ πίθηκος
5631379 ἐκλαμπρον
τὸ ὑγρόν , τὸ λαμπρόν , τὸ μαλακόν , τὸ ἔκλαμπρον , τὸ σκοτεινόν , τὸ μέγα , τὸ μικρόν
φησιν Λυσίμαχος ἐν τρίτῳ Νόστων . ἐπὶ τούτοις γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον τοῦ Πλουτάρχου οὐκ ἐνέγκας ὁ κύων παροραθεῖσαν τὴν περὶ
5630669 πεφευγεναι
ἐπὰν γὰρ τῇ ἐπαναφορᾷ τοῦ ὡροσκόπου ἀστὴρ ἐπῇ καὶ πρότερον πεφευγέναι αὐτὸν μηνύει , ἐν δὲ τῇ ἐπαναφορᾷ ληφθεὶς πάλιν
πόντον - ἐξίασι : νύχιον δὲ αὐτὴν φησὶ διὰ νυκτὸς πεφευγέναι : χρὴ νοεῖν ὅτι κατὰ τὸ σιωπώμενον εἰσελθοῦσα ἡ
5623543 στησει
τινὰ τῇ ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει ὀρέξει σπουδῇ , εἴ γε στήσει τὴν ἔφεσιν ἀρκέσας ἐν ἀμφοτέροις , καὶ μετὰ τῆς
φεῦ ὡς πολλή γε ἡ καταδρομή , καὶ οὐδὲν αὐτοῖς στήσει τὴν κακήγορον γλῶτταν . μέμφεται δὲ ὁ μὲν ἕνα
5622002 ἀφιησι
ὁμοίως καὶ ταῖς τῆς σηπίας , ἥπερ δειλίας εἵνεκά που ἀφίησι θολόν , ᾦ τὸ ὕδωρ θολοῖ : ὁ γὰρ
ὀξὺς ἐπιγίνεται κατ ' ἀρχάς : προϊούσης δὲ τῆς νούσου ἀφίησι , πλὴν κατ ' αὐτὸν τὸν σπλῆνα : ταύτῃ
5614598 σπαραττομενον
ἐν πανδήμῳ τινὶ μεγίστῳ θεάτρῳ ὁρᾶσθαι ὑπὸ πιθήκων ἢ ἀλωπέκων σπαραττόμενον . ἀλλ ' ἤν τις ἡμῖν ταύτην ἐπιφέρῃ τὴν
κυνῶν εἰσαῦθις , οὐδὲ ὑπ ' ἄλλων ἑλκόμενον ἀγρίων καὶ σπαραττόμενον θηρίων , ἐπεὶ πονηρὸν τὸ σῶμα καὶ δυσχερὲς λίαν
5611715 ἐπαφηκε
τέκνα τοῖς γονεῦσι κρείττω τῶν ὀφθαλμῶν νομίζονται . τοῖς τέκνοις ἐπαφῆκε κατάρας ὀργίλους . . ἀρτίφρων ] ἐπιγνώμων , εἰδήμων
τοῖς γονεῦσι κρείττω τῶν ὀφθαλμῶν νομίζονται . τοῖς τέκνοις δὲ ἐπαφῆκε κατάρας ὀργίλους . στροφὴ ἑτέρα κώλων ζʹ . ἡμέτερα
5609959 λυπουμενον
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν ,
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ
5604696 ἐπειγομενον
ὀρῶν ἐπὶ τὰ Ἄλπεια καὶ ἐς Κελτοὺς ἀπὸ τῶν Ἀλπείων ἐπειγόμενον ὁ ἕτερος ὕπατος προλαβὼν ἐκώλυε τῆς φυγῆς , καὶ
πέτρου μετεωρίζειν εἰς τὸν ἀέρα καὶ πελάζειν τοῖς οὐρανίοις τόποις ἐπειγόμενον : εἶτα μέλλοντα ψαύειν τῶν πυλῶν αἷς αἱ Ὧραι
5596724 ἐκτεινας
χερός , διά μ ' ἔφθειρας , κατὰ δ ' ἔκτεινας . φεῦ φεῦ : πρὸς θεῶν , ἀτρέμα ,
τί μ ' ἐδέχου , τί μ ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας ; καὶ πάλιν Ἡρακλέα που διαλεγόμενον πεποίηκε πρὸς τοὺς
5591988 φορει
τρίς , καὶ μύροις ἀλείφεται . αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ βαθεῖαν , ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην . καλὸν μὲν οὖν θέημα
ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν
5589340 κατεφιλει
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον
5589124 δακων
Μένανδρος δὲ Ὀργῇ : ὁ λιμὸς ὑμῶν τὸν καλὸν τοῦτον δακὼν Φιλιππίδου λεπτότερον ἀποδείξει νεκρόν : ὅτι δὲ καὶ πεφιλιππιδῶσθαι
πατρὸς ὠμόφρονος : ζῇ γὰρ προπετής : ἀλλ ' ἴσχε δακὼν στόμα σόν . Πῶς φῄς , γέρον ; ἦ
5587258 βασταζει
θεοῦ μέγα ἐστὶ καὶ ἀχώρητον , καὶ τὸν κόσμον ὅλον βαστάζει . εἰ οὖν πᾶσα ἡ κτίσις διὰ τοῦ υἱοῦ
θερμασίας , ἐν δὲ τῇ ἐγρηγόρσει οὔ . τί οὖν βαστάζει τοῦτο ἡ ἀκοὴ , ὡς ἡ ἐπιφάνειά ποτε θερμοτέρα
5586785 ἐφισταται
αὐτῷ σύμβολον ἀγαθὸν γίνεται . τοῖς δὲ μνηστῆρ - σιν ἐφίσταται ἔνθεος μάντις , ἔκ τινος ἐπιπνοίας σημαίνων τὰ μέλλοντα
ἐν ταύτῃ τὸν πεφονευμένον . ἡ τοίνυν ψυχὴ τοῦ τεθνεῶτος ἐφίσταται Μεγαρεῖ τινι , καὶ λέγει ὅσα τε ἔπαθε καὶ
5586516 ἀσκητης
τὴν ἔκκλισιν ἀπὸ παντὸς τοῦ τοιούτου . τίς γάρ ἐστιν ἀσκητής ; ὁ μελετῶν ὀρέξει μὲν μὴ χρῆσθαι , ἐκκλίσει
καὶ ὕλης σωματικῆς : ἐπεὶ πῶς ἀναγνώσεται χωρὶς ὀμμάτων ὁ ἀσκητής ; πῶς δὲ ἀκούσεται τῶν προτρεπτικῶν λόγων χωρὶς ἀκοῆς
5584189 ἐποχουμενος
ἔστησεν ἐν τοῖς ἄστροις . Ἔχουσι δὲ ἀστέρας ὁ μὲν ἐποχούμενος τοῦ Καρκίνου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αʹ λαμπρόν , ἐπ
ἑνὶ ἐποχεῖται . ξυνωρικεύεται : ἐπὶ δίφρου δύο ἵππους ἔχοντος ἐποχούμενος ἐλαύνει . διαφέρει γὰρ κέλης , ἅμαξα , ἀπήνη
5583662 ἀντιπροσωπος
μειράκιον ἐδίωκε : καὶ ὁ σῦς ἐπιστρέφει τὴν γένυν καὶ ἀντιπρόσωπος ἐχώρει δρόμῳ , καὶ τὸ μειράκιον οὐκ ἐξετρέπετο ,
γείτονα γαίης . καὶ δρόμον ἰσοκέλευθον ὀπιπεύουσα τοκῆος , παρθένος ἀντιπρόσωπος ἐλαύνεται οὐδ ' ἀπολήγει λοξὰ παραΐσσουσα : φιλαγρύπνοιο δὲ
5579886 ἀπεπτη
γενέσθαι ἢ ἀνελθεῖν εἰς τὸν οὐρανόν . ἀπέρχεται : δηλονότι ἀπέπτη . ὁ οἰκέτης πρὸς τοὺς παῖδας ἐκείνου λέγει ,
χειρῶν . δοκεῖ γὰρ ἄντικρυς κρατεῖν αὐτήν . βέβακεν ] ἀπέπτη . ὄψις ] ἡ φαντασία . οὐ μεθύστερον ]
5568471 βλεπουσα
τῆς ἐκβολῆς τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν ἄκρων τοῦ Πηλίου παραλία βλέπουσα πρὸς ἕω καὶ πρὸς τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίας τὰ
πρὸς ἕω καὶ τῷ Σι - κελικῷ κλυζομένη πελάγει , βλέπουσα πρὸς τὴν Πελοπόννησον καὶ τὸν ἐπὶ Κρήτης πόρον :
5566966 κλαιοντα
Αἴσωπος : ” οὐ πάρεστί σοι παιδία οἴκοι ἀτακτοῦντα καὶ κλαίοντα ; τούτοις ἐπίστησόν με παιδαγωγόν , καὶ πάντως αὐτοῖς
, καὶ εὗρον αὐτὴν νεκράν , τὰ δὲ περιεστῶτα ζῷα κλαίοντα ἐπ ' αὐτήν . καὶ οὕτως προκομίσαντες αὐτὴν ἐκήδευσαν
5566847 στρεφει
εἶτ ' εἰς τρίτην ἀγορᾷ κέχρηνται : τὸν γὰρ οἴακα στρέφει δαίμων ἑκάστῳ . ἡμιχρύσους ἀρτίως διηρτάμηκε καὶ τὰ μὲν
ἔχει . Ὁ λογισμὸς πηδαλίῳ τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν : στρέφει γὰρ τὸν βίον ἐπὶ τὸ σῷζον μέρος καθάπερ σκάφος
5562264 ἀποδιωκει
δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον αἷμα θερμὸν καὶ ἐνσταζόμενον
ὑπομένει . ἀποστέγει ] ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ἀποτρέπει . ἀποστέγει ] ἤγουν ἀπὸ
5555352 ἀειραμενος
τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο
νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα
5554739 φοβει
δίκαιον καὶ τὸν ὅρκον ] τὸ μὲν ἐντρέπει τὸ δὲ φοβεῖ . τῶν παρακλήτων ] τῶν ἐκ παρακλήσεως , οὐ
ἐπὶ τὸν ὅμοιον ζῆλον . εἶτα , δι ' ὧν φοβεῖ , διὰ τούτων καὶ παραμυθεῖται πάλιν , εὐφώρατον ἀποδεικνὺς
5551881 πηξας
αἴῃ νευστάζων κεφαλήν τε μέτωπά τε πάμπαν ἐρείδει τεινάμενος , πήξας τε παρὰ χθονὶ πικρὰ βέλεμνα ἐσσύμενον μίμνει , τὸν
” ἢ τὸν περὶ τῶν θείων ἔργων μεμνημένον . θρέψας πήξας . σημαίνει δὲ καὶ τὸ σύνηθες . θρῆνυς ὑποπόδιον
5550054 φοβηθεισα
καὶ φάσματα ἡρώων τῇ γυναικὶ ὀφθῆναι : ἃ δὴ πάντα φοβηθεῖσα ἀπέστη ἔργων ἀνηκέστων , ὁμολογίην πικρὴν ποιησαμένη , καὶ
ὑπὲρ τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν : ἱκανὴν γὰρ ἡμῖν τιμωρίαν ἔδωκεν φοβηθεῖσα ἐπὶ τῇ παιδί . χαίρωμεν οὖν τῷ γάμῳ .
5549953 ἐφιλησεν
καὶ τοῦ φλοιοῦ διαρραγέντος ἀπεκύησε τὸν Ἄδωνιν , ὃν ἰδοῦσα ἐφίλησεν ἡ Ἀφροδίτη . μύρραν δὲ Αἰολεῖς τὴν σμύρναν λέγουσιν
δ ' ἦν οἱ κάρτα πλησίον , περιλαβὼν τῇ χειρὶ ἐφίλησεν . ἐπικροτησάντων δὲ πάντων σὺν γέλωτι καὶ βοῇ ὡς
5549624 πολυθρηνον
πένθος λέγει : Ἰλιὰς γὰρ κακῶν ἡ παροιμία φησί . πολύθρηνον ] αἰῶνα πολύθρηνον καὶ μέλεον αἷμα ἀνατλᾶσα . ἔθρεψεν
γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον ,
5546830 κατησπαζετο
ἀνεπήδα καὶ τὸ κάλυμμα ἀναπεταννὺς ὡρᾶτο βλέπων καὶ τὸν Δοκειανὸν κατησπάζετο : ὁ δὲ τῷ αἰφνιδίῳ κατεπέπληκτο καὶ πλήρης χαρμονῆς
, ὡς καταλαμβάνοντα τοῦτον ἐμάνθανεν ὁ Δοκειανὸς ἀπήντα μακρόθεν καὶ κατησπάζετο : ἀτενίσας δὲ καὶ πρὸς τὸν Οὐρσέλιον καὶ τὸ
5542584 λακτιζων
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν ,
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι .
5537496 δεικνυει
, ἤγουν ὁ μετὰ ταῦτα χρόνος καὶ ὁ ἐφεξῆς καιρὸς δεικνύει τὸ πρᾶγμα , ἐλέγχει , ἀπογυμνοῖ ἐκεῖνο καὶ φανεροῖ
ἀληθὲς τὸ καθόλου . ὅτι δὲ οὐδ ' ἡ ἐπαγωγὴ δεικνύει τὸν ὁρισμόν , δῆλον , ὅτι ἄλλο μὲν τὸ
5533399 ἀποτμηθηναι
ἐκβοήσαντας , ἐκέλευσε τοὺς αὐχένας ἁπάντων ἐς τοὔδαφος παττάλοις προσδεθέντας ἀποτμηθῆναι καὶ τοῖς ἄλλοις ἀμνηστίαν ἐκήρυξεν διδόναι . ὧδε μὲν
. ” „ τίς δ ' ἂν τὰς ἀμβροσίας ποτὲ ἀποτμηθῆναι χαίτας ; „ ” ἐγὼ ” εἶπεν „ ὁ
5529213 πληξας
ἄλλοις ὄφεσιν . * ἐγχρίμψας : δακών τινα πλησιάσας ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα
πνεύσαντα καὶ τὰς ὁλκάδας περιγεγενημένας μεταβαλὼν εὐθὺς ἠνιᾶτο ὑπερβαλλόντως καὶ πλήξας τὸν ἵππον ἀνεχώρησε σιωπῶν . ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν
5528454 κοιμωμενον
ἦλθεν ὁ λύκος μεθ ' ἡμέρας , ἀλλ ' οἴκοι κοιμώμενον εὗρε τὸν κύνα , καὶ κάτω σταθεὶς πρὸς αὐτὸν
τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν . ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοιμώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον καὶ
5527853 ὑπεκριθη
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην
5519432 ὡπλισμενον
γυμνὸν ἐλέφαντα ἴδωσιν , ἵπποι φεύγουσι : πυργοφόρον δὲ καὶ ὡπλισμένον , βέλη καὶ σφενδόνας ἐξαφιέντα οὐδὲ ἰδεῖν τὴν ὄψιν
. ἔκριναν δή τινα τῶν οἰκείων τὸν μάλιστα εὐτολμότατον ἔνδον ὡπλισμένον καταλιπεῖν ἐλλοχῶντα . νύκτωρ οὖν ἐπὶ τὴν συνήθη δαῖτα
5518329 πηδημα
οὗτος , εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστι , ἰδοὺ Ῥόδος καὶ πήδημα . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι , ἐὰν
τὸν [ ] ὅλον ἄνθρωπον % καὶ τὸ [ ] πήδημα τῆς καρδίας [ | κεινεῖ ] [ ὅσα τῶν
5515824 ἐφελκεται
κατὰ στέγας . πρῶτον μέν , ἔνθα αὐτὸ τοῦτ ' ἐφέλκεται κακῶς ἀκούειν , ἥτις οὐκ ἔνδον μένει , τούτου
ὁπόσον δὲ γεῶδές τε καὶ παχύτερον ὁ σπλὴν πρὸς ἑαυτὸν ἐφέλκεται : Καὶ δὴ τοῦ μὲν ξανθηχόλου τε καὶ γεώδους
5513405 ἀναπετασας
, τοὺς δ ' ἐπικούρους πάντας ὁπλίσας ὁ Χαρίλεως καὶ ἀναπετάσας τὰς πύλας ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας οὔτε προσδεκομένους τοιοῦτο
ἅμα λέγων ὁ μάγειρος , φησὶν οὗτος ὁ ῥήτωρ , ἀναπετάσας τὴν λοπάδα τοσαύτην εὐωδίαν παρέσχε τῷ συμποσίῳ , ὡς
5509766 περιαγει
ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ , στάσας δὲ αὐτὰς περιάγει ἡ περιφορά , αἱ δὲ θεωροῦσι τὰ ἔξω τοῦ
ἀπ ' αὐτῆς ἐπιστήμας , καὶ ὅτι πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν περιάγει τὴν διάνοιαν καὶ πρὸς πᾶσαν τὴν περὶ τῶν ὄντων
5501490 ἐνδους
. τανυσθείς : ἐξαπλωθείς . Ἐπιτρέψας : καὶ δοὺς , ἐνδούς . κεκαφηότα : ἐκπεπνευκότα , κεκοπιακότα , ἠσθενηκότα ἀπὸ
τῆς καθεξούσης τὸν οἶκον ἐρημίας οὔτ ' ἄλλο μαλακὸν οὐθὲν ἐνδούς , ἀλλ ' ἄδακρύς τε καὶ ἀστένακτος καὶ ἀτενὴς
5496618 προσπταιων
μεγάλου κακοῦ : τοὺς δακτύλους [ κατέαξα γὰρ σχεδόν τι προσπταίων ἅπαντας [ ἐλθών ; τί ; πεπαρώινηκε . δεῦρο
δύναται , ἀλλὰ συνταραχθεὶς εἰκῇ φέρεται καὶ οἷον ἐν σκότῳ προσπταίων λοιδορεῖται , οὐδὲν εἰδὼς τῶν ἐν μέσῳ προκειμένων καλῶς
5489291 περιπλακεις
μητέρα φοιτήσασαν , ἀνήλατό τε σπουδαίως τῆς κλίνης καὶ ταύτην περιπλακεὶς κατησπάζετο , μηδέν τι φθέγξασθαι δυνηθεὶς ἕτερον , μόνον
θρασύτητος τοῦ θηρίου καταληφθείς , ἁλῷ , μετὰ ταῦτα δὲ περιπλακεὶς οἷον αὐτίκα ὑπ ' αὐτοῦ καὶ περιειληθεὶς μυζηθείς τε
5488374 ἐγειρων
τὴν περὶ τῶν ἰδεῶν πρῶτος ἐπιχειρήσας ὁρίζεσθαι : πάντα δὲ ἐγείρων λόγον καὶ περὶ πάντων ζητῶν ἔφθη τελευτήσας . Ἄλλοι
τε αὐτὴν καὶ ἐρεθίζων , καὶ οἷον ἐξ ὕπνου βαθέως ἐγείρων . Αἱ δὲ ἐπὶ τοῖς κωλικοῖς πάθεσιν ἢ τοῖς
5487825 βακηλον
ξυστόν τε βέλος . Οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς χερσὶ τὸν βάκηλον ; οὐδ ' αἰσχύνεται ὁ τὸν Ἡράκλειτον πᾶσιν ἐξηγούμενος
δὲ καὶ νικήσαντα αὐτῶν ἰσόθεον νομιζόμενον . ἄν τις εἰσίδῃ βάκηλον ἢ πίθηκον εὐθὺς ἐξιὼν τῆς οἰκίας , ἐπὶ πόδ
5481629 ὑποβλεπει
ᾄδουσι γὰρ αἱ παῖδες , ᾄδουσι , καὶ ἡ διδάσκαλος ὑποβλέπει τὴν ἀπᾴδουσαν κροτοῦσα τὰς χεῖρας καὶ ἐς τὸ μέλος
ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος δίκην ἀσκὸς δεδάρθαι . ὑποβλέπει δὲ ἐς τὸν βάρβαρον τοῦτον τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας
5480619 ὠθων
τὸν σίδηρον , ἀλλ ' ὅτι ὁ ἀήρ ἐστιν ὁ ὠθῶν αὐτὸν πρὸς αὐτήν . μαθηματικὰ δὲ εὗρεν τὴν μέσην
δάφνης ὁ Φοῖβος οὐ προσῳδά : τήν τ ' ἐναύλιον ὠθῶν τις ἐξέκλαγξε σύγκοιτον φίλην . Κρητικοὺς αὐλοὺς θανούσης κῶλα
5474319 ἐλαυνει
καὶ σωτηρία καὶ φυλακὴ προβάτων . καίτοι ἐνίοτε πολλὰ πρόβατα ἐλαύνει μάγειρος εἷς ὠνησάμενος ὥστε κατακόπτειν [ οὐ μὰ Δία
ἔκτηται , ἐκ δὲ τῶν χαλινῶν τοῦ ἵππου τὸν αὐτὸς ἐλαύνει , ἐκ τούτου ἐξάπτει καὶ ἀγάλλεται . Ὃς γὰρ
5463979 πληξῃ
τῷ δακτυλίῳ , μὴ ἐάσῃς αὐτῷ μέγαν ὄνυχα , μὴ πλήξῃ , μὴ ἑλκώσῃ . εἰ δὲ σίδηρον ἀπὸ ἑλκῶν
ποιεῖ , βλέπε μὴ εἰσελθοῦσα περὶ τὸ βάθος ἡ ψύξις πλήξῃ τὰ μόρια , καὶ μᾶλλον εἰ ἐτάκησαν ἀπὸ τῆς

Back